Το λείο βότσαλο στο στόμα του Ματ δεν τον βοηθούσε πια να βγάλει σάλιο εδώ και αρκετή ώρα. Το έφτυσε και γονάτισε δίπλα στον Ραντ για να κοιτάξει τον πλατύ, γκρίζο τοίχο περίπου τριάντα βήματα πιο μπροστά τους. Την ομίχλη. Έλπιζε ότι τουλάχιστον εκεί μέσα θα είχε περισσότερη δροσιά. Και θα ήταν ευχάριστο αν υπήρχε λίγο νεράκι. Τα χείλη του είχαν σκάσει. Έβγαλε το μαντίλι που είχε δεμένο γύρω από το κεφάλι του και σκούπισε το πρόσωπό του, αλλά δεν υπήρχε αρκετός ιδρώτας για να βρέξει το ύφασμα. Δεν του είχε απομείνει πολύς ιδρώτας για να βγάλει. Ήθελε ένα μέρος για να κάτσει. Ένιωθε τα πόδια του σαν ψημένα λουκάνικα μέσα στις μπότες· ένιωθε ολόκληρος σαν ψητό. Η ομίχλη απλωνόταν δεξιά κι αριστερά του σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός μιλίου και ορθωνόταν πάνω από το κεφάλι του σαν ψηλός γκρεμός. Ένας γκρεμός από πυκνή ομίχλη, μέσα σε μια κατάξερη, πυρωμένη έρημο. Σίγουρα θα είχε νερό εκεί μέσα.
Γιατί δεν την καίει; Αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Τα παιχνιδάκια με τη Δύναμη ήταν αυτό που τον είχε φέρει εδώ και τώρα φαινόταν ότι εκείνα τα παιχνιδάκια θα συνεχίζονταν. Φως μου, θέλω να ελευθερωθώ από τη Δύναμη και τις Άες Σεντάι. Που να καώ, στ αλήθεια το θέλω! Θα έδινε τα πάντα ώστε να μη σκέφτεται, έστω και για ένα λεπτό ακόμα, ότι θα έπρεπε να μπει σε εκείνη την ομίχλη. «Αυτή που είδα να τρέχει ήταν όντως η φίλη της Εγκουέν», έκρωξε. Η κοπέλα έτρεχε! Σε τέτοια κάψα. Και μόνο που το σκεφτόταν, ένιωθε να δυναμώνει ο πόνος στα πόδια του. «Η πώς τη λένε. Η Αβιέντα».
«Αφού το λες εσύ», είπε ο Ραντ μελετώντας την ομίχλη. Μιλούσε σαν να είχε μια μπουκιά σκόνη στο στόμα, ενώ το πρόσωπό του ήταν καμένο από τον ήλιο και το σώμα του ταλαντευόταν όπως γονάτιζε. «Μα τι δουλειά θα είχε εδώ κάτω; Και μάλιστα γυμνή;»
Ο Ματ εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ο Ραντ δεν την είχε δει —από τη στιγμή που είχαν αρχίσει να κατηφορίζουν το βουνό, σχεδόν δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα από την ομίχλη που αναδευόταν― και δεν πίστευε ότι την είχε δει ο Ματ. Του Ματ του είχε φανεί ότι η κοπέλα κατευθυνόταν προς αυτή την παράξενη ομίχλη. Ούτε κι ο Ραντ έδειχνε να ανυπομονεί να μπει στην ομίχλη. Ο Ματ αναρωτήθηκε αν κι ο ίδιος έδειχνε να είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση όσο ο Ραντ. Αγγιξε το μάγουλο του και τινάχτηκε από τον πόνο. Μάλλον ναι.
«Όλη τη νύχτα θα μείνουμε εδώ; Αυτή η κοιλάδα είναι αρκετά βαθιά. Σε μια-δυο ώρες θα σκοτεινιάσει. Μπορεί να είναι πιο δροσερά τότε, αλλά δεν θα ήθελα να συναντήσω τους νυχτερινούς διαβάτες αυτού του μέρους. Μάλλον θα υπάρχουν λιοντάρια. Έχω ακούσει ότι έχει λιοντάρια στην Ερημιά».
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό, Ματ; Ακουσες τι είπαν οι Σοφές. Μπορεί να πεθάνεις εκεί, ή να τρελαθείς. Μπορείς να επιστρέψεις στις σκηνές. Αφησες φιάλες με νερό και ένα φλασκί στη σέλα του Πιπς».
Μακάρι να μην του το είχε θυμίσει ο Ραντ. Ήταν καλύτερα να μη σκέφτεσαι το νερό. «Που να καώ, όχι. Δεν θέλω. Αλλά πρέπει. Κι εσύ; Δεν σου φτάνει που είσαι ο καμένος ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Πρέπει να γίνεις και αρχηγός φατρίας Αελιτών; Τι ζητάς εδώ;»
«Έπρεπε να έρθω, Ματ. Έπρεπε». Φαινόταν καθαρά μια αίσθηση καρτερικότητας στην ξεραμένη φωνή του, αλλά και κάτι άλλο. Μια νότα ενθουσιασμού. Ο άνθρωπος σίγουρα είχε τρελαθεί· ήθελε να το κάνει.
«Ραντ, μπορεί αυτή να είναι η απάντηση που δίνουν σε όλους. Εννοώ εκείνοι οι φιδάνθρωποι. Τρέχα στο Ρουίντιαν, λέει. Μπορεί να μη χρειαζόταν να έρθουμε εδώ». Δεν το πίστευε, αλλά τώρα που ήταν πρόσωπο με πρόσωπο με την ομίχλη...
Ο Ραντ γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε χωρίς να μιλάει. «Σε μένα δεν ανέφεραν καθόλου το Ρουίντιαν, Ματ», είπε στο τέλος.
«Ωχ, κάψε με τώρα», μουρμούρισε. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, ήθελε να βρει το δρόμο της επιστροφής μέσα από εκείνη τη στρεβλή πόρτα στο Δάκρυ. Έβγαλε αφηρημένα το χρυσό μάρκο της Ταρ Βάλον από την τσέπη του σακακιού του, το έκανε να κυλήσει στις ράχες των δαχτύλων του και το ξανάβαλε μέσα. Εκείνα τα φίδια θα του έδιναν μερικές απαντήσεις ακόμα, είτε το ήθελαν, είτε όχι. Με κάποιον τρόπο.
Δίχως άλλη κουβέντα, ο Ραντ σηκώθηκε και ξεκίνησε για την ομίχλη με ασταθή βήματα, έχοντας το βλέμμα στυλωμένο μπροστά. Ο Ματ έτρεξε στο κατόπι του. Κάψε με. Κάψε με. Δεν θέλω να το κάνω.
Ο Ραντ χώθηκε στην πυκνή ομίχλη, όμως ο Ματ κοντοστάθηκε για μια στιγμή πριν τον ακολουθήσει. Αυτό που διατηρούσε την ομίχλη πρέπει να ήταν η Δύναμη, έτσι που η άκρη της αναδευόταν χωρίς να προχωρά ή να υποχωρεί ούτε πόντο. Η Δύναμη, που να πάρει, και δεν υπήρχε επιλογή. Το πρώτο βήμα τον έκανε να νιώσει μια θεσπέσια ανακούφιση, δροσιά, υγρασία· άνοιξε το στόμα για να βρέξει η ομίχλη τη γλώσσα του. Τρία βήματα ακόμα και τον έπιασε ανησυχία. Πέρα από την άκρη της μύτης του υπήρχε μόνο μια ομοιόμορφη αντάρα. Δεν διέκρινε ούτε καν μια σκιά στην οποία θα μπορούσε να είναι ο Ραντ.
«Ραντ;» Δεν θα άλλαζε τίποτα αν η λέξη δεν είχε βγει από τα χείλη του· η καταχνιά την κατάπιε πριν φτάσει στα αφτιά του. Δεν ήξερε καν ποια κατεύθυνση ακολουθούσε τώρα, ενώ ανέκαθεν είχε καλό προσανατολισμό. Τα πάντα μπορεί να βρίσκονταν μπροστά του. Ή κάτω από τα πόδια του. Δεν έβλεπε τα πόδια του· η ομίχλη τον κουκούλωνε τελείως κάτω από τη μέση του. Πάντως τάχυνε το βήμα. Και ξαφνικά βγήκε έξω, κοντά στον Ραντ, σ' ένα αλλόκοτο φως δίχως σκιές.
Η ομίχλη σχημάτιζε έναν πελώριο, κούφιο θόλο που έκρυβε τον ουρανό, ενώ η κινούμενη, εσωτερική επιφάνειά της έλαμπε αχνογάλανη. Το Ρουίντιαν δεν ήταν μεγάλο σαν το Δάκρυ ή το Κάεμλυν, όμως οι άδειοι δρόμοι ήταν από τους φαρδύτερους που είχε δει ποτέ ο Ματ και είχαν πλατιές, χωμάτινες λωρίδες στο κέντρο, λες και φύτρωναν κάποτε δέντρα εκεί, καθώς και μεγάλα σιντριβάνια με αγάλματα. Πελώρια κτίρια έστεκαν πλάι στους δρόμους, παράξενα, επίπεδα στην κορυφή παλάτια από μάρμαρο, κρύσταλλο και επεξεργασμένο γυαλί, που ορθώνονταν σε ύψος εκατοντάδων βημάτων, άλλα βαθμιδωτά, άλλα σαν απόκρημνες πλαγιές. Πουθενά δεν έβλεπες μικρά κτίρια, τίποτα που θα μπορούσε να είναι απλό καπηλειό, πανδοχείο ή στάβλος. Μονάχα πελώρια παλάτια, με αστραφτερές κόκκινες, λευκές ή γαλάζιες κολώνες, πλάτους δεκαπέντε μέτρων και ύψους εκατό βημάτων, καθώς και λαμπροί πύργοι, με σπείρες ή αυλακώσεις, που μερικοί τρυπούσαν τα λαμπερά σύννεφα από πάνω.
Παρά το μεγαλείο της, η πόλη είχε μείνει μισοτελειωμένη. Πολλές απ' αυτές τις πελώριες κατασκευές κατέληγαν σε ανώμαλες, οδοντωτές απολήξεις, εκεί που είχαν σταματήσει οι εργασίες. Πολύχρωμα γυαλιά σχημάτιζαν εικόνες σε κάποια πελώρια παράθυρα, που έδειχναν γαλήνιους, μεγαλοπρεπείς άντρες και γυναίκες ύψους δέκα μέτρων ή και παραπάνω, ανατολές και έναστρους ουρανούς· άλλα παράθυρα έχασκαν άδεια, ημιτελή και εγκαταλειμμένα εδώ και πολύ καιρό. Πουθενά στα σιντριβάνια δεν ακουγόταν νερό να παφλάζει. Η σιωπή σκέπαζε την πόλη τελείως, όσο και ο θόλος της ομίχλης. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός απ' ό,τι έξω, μα εξίσου ξηρός. Η σκόνη τριβόταν κάτω από τις μπότες τους στις ανοιχτόχρωμες, λείες πλάκες.
Ο Ματ έτρεξε στο κοντινότερο σιντριβάνι, για την περίπτωση που έβρισκε κάτι, και έγειρε στο πεζούλι, που του έφτανε ως τη μέση. Τρεις ξεντυμένες γυναίκες, που είχαν διπλάσιο ύψος απ' αυτόν και κρατούσαν πάνω από τα κεφάλια τους ένα μεγάλο ψάρι με ορθάνοιχτο το στόμα, χαμήλωναν το βλέμμα στην πλατιά, σκονισμένη δεξαμενή, που δεν ήταν πιο ξερή από το στόμα του.
«Φυσικά», είπε πίσω του ο Ραντ. «Πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν;»
Ο Ματ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Τι δεν σκέφτηκες;» Ο Ραντ κοίταζε το σιντριβάνι και τον τράνταζε ένα σιωπηλό γέλιο. «Συγκρατήσου, Ραντ. Δεν τρελάθηκες έτσι στα ξαφνικά. Τι είναι αυτό που δεν σκέφτηκες;»
Ένα κούφιο κελάρυσμα έκανε το βλέμμα του Ματ να στραφεί αμέσως ξανά στο σιντριβάνι. Ξαφνικά, από το στόμα του ψαριού χύθηκε νερό, ένα ρυάκι χοντρό σαν το μηρό του. Ο Ματ χώθηκε στη δεξαμενή του σιντριβανιού και έτρεξε για να σταθεί κάτω από το νερό που κυλούσε, με το κεφάλι γερμένο πίσω και το στόμα ανοιχτό. Ήταν ένα δροσερό, γλυκό νερό, τόσο κρύο που τον έκανε να ριγήσει, γλυκύτερο από κρασί. Του μούσκεψε τα μαλλιά, το σακάκι, το παντελόνι. Ήπιε ώσπου του φάνηκε ότι θα πνιγόταν και τελικά απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας και έγειρε στο πέτρινο πόδι μιας γυναίκας.
Ο Ραντ ακόμα στεκόταν εκεί και χάζευε το σιντριβάνι, με το πρόσωπο κόκκινο και τα χείλη σκασμένα, γελώντας μαλακά. «Είπαν όχι νερό, Ματ. Είπαν ότι δεν μπορούμε να φέρουμε νερό, αλλά δεν είπαν τίποτα για ό,τι ήδη υπάρχει εδώ».
«Ραντ; Δεν θα πιεις;»
Ο Ραντ τινάχτηκε και μετά μπήκε στη δεξαμενή, που ήταν γεμάτη ως τον αστράγαλο του. Πλατσουρίζοντας, πήγε και στάθηκε εκεί που ήταν πριν ο Ματ και άρχισε να πίνει με τον ίδιο τρόπο, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο γυρισμένο προς τα πάνω για να πέφτει πάνω του το νερό.
Ο Ματ τον κοίταζε ανήσυχα. Δεν ήταν τρελός, όχι ακριβώς· όχι ακόμα. Αλλά αν δεν του είχε μιλήσει, άραγε πόση ώρα θα στεκόταν ο Ραντ εκεί γελώντας, ενώ η δίψα του θα πέτρωνε το λαρύγγι; Ο Ματ τον άφησε εκεί και βγήκε από το σιντριβάνι. Το νερό, που του είχε μουσκέψει τα ρούχα, είχε κυλήσει και μέσα στις μπότες του, Αγνόησε το πλατσούρισμα που ένιωθε με κάθε βήμα· αν έβγαζε τις μπότες του, δεν ήξερε αν μετά θα μπορούσε να τις ξαναβάλει. Επίσης, ήταν ωραία η αίσθηση.
Κοιτάζοντας την πόλη, αναρωτήθηκε τι γύρευε εκεί. Οι άνθρωποι αυτοί του είχαν πει ότι θα πέθαινε αν δεν είχε έρθει, αλλά αρκούσε το ότι ήταν στο Ρουίντιαν; Πρέπει να κάνω κάτι; Τι;
Οι άδειοι δρόμοι και τα μισοτελειωμένα παλάτια δεν έκαναν σκιά κάτω από το χλωμό φως. Ένιωσε κάτι να τον τρώει ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Τα τόσα άδεια παράθυρα που τον κοίταζαν, τα ξεδοντιασμένα χάσματα των παρατημένων κατασκευών. Τα πάντα μπορεί να κρύβονταν σ' ένα τέτοιο μέρος, τα πάντα... Τα πάντα, που να πάρει. Ευχήθηκε να είχε μαζί τουλάχιστον τα μαχαίρια στις μπότες του. Μα εκείνες οι γυναίκες, οι Σοφές, τον κοίταζαν σαν να ήξεραν ότι δεν τα είχε φανερώσει. Και είχαν διαβιβάσει, μια απ' αυτές ή όλες τους. Αν τις έκανες να σε πάρουν από κακό μάτι, αυτές τις γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, δεν θα ήταν καθόλου συνετό. Που να καώ, αν γλίτωνα από τις Άες Σεντάι, ποτέ πια δεν θα ζητούσα το παραμικρό. Για αρκετό καιρό. Φως μου, αναρωτιέμαι αν κρύβεται τίποτα εκεί μέσα.
«Η καρδιά πρέπει να είναι από κει, Ματ». Ο Ραντ έβγαινε από το σιντριβάνι, στάζοντας ολόκληρος.
«Η καρδιά;»
«Οι Σοφές είπαν ότι πρέπει να πάω στην καρδιά. Αυτό μάλλον σημαίνει το κέντρο της πόλης». Ο Ραντ κοίταξε το σιντριβάνι και ξαφνικά το ποταμάκι λιγόστεψε, μετά έγινε ρυάκι και στο τέλος σταμάτησε. «Υπάρχει ένας ωκεανός από γλυκό νερό εκεί κάτω. Βαθιά. Τόσο βαθιά που παραλίγο να μην το βρω. Αν μπορούσα να το ανεβάσω... Πάντως δεν χρειάζεται να το σπαταλάμε. Μπορούμε να πιούμε ξανά φεύγοντας».
Ο Ματ σάλεψε τα πόδια αμήχανα. Βλάκα! Από πού νόμιζες ότι ήρθε το νερό; Και βέβαια ο Ραντ διαβίβασε. Νόμιζες ότι άρχισε να κυλά έτσι απλά, ύστερα από το Φως μόνο ξέρει πόσα χρόνια; «Το κέντρο της πόλης. Φυσικά. Οδήγα».
Προχώρησαν, μένοντας στο κέντρο του μεγάλου δρόμου, πλάι στις γυμνές, χωμάτινες λωρίδες, περνώντας κι άλλα σιντριβάνια, που μερικά είχαν μόνο την πέτρινη δεξαμενή και μια μαρμάρινη βάση, χωρίς αγάλματα. Τίποτα στην πόλη δεν ήταν σπασμένο, όλα ήταν απλώς... μισοτελειωμένα. Τα παλάτια πρόβαλλαν δεξιά κι αριστερά σαν γκρεμοί. Σίγουρα θα υπήρχαν διάφορα πράγματα μέσα. Μπορεί να είχαν έπιπλα, αν δεν είχαν σαπίσει. Χρυσάφι ίσως. Μαχαίρια. Τα μαχαίρια δεν θα σκούριαζαν σ' αυτό τον ξερό αέρα, όσο καιρό κι αν βρίσκονταν εκεί.
Πού ξέρεις αν δεν έχει και κανέναν καμένο Μυρντράαλ εκεί μέσα; Φως μου, τι ήθελα και σκέφτηκα τέτοιο πράγμα; Μακάρι να είχε σκεφτεί να φέρει μια πολεμική ράβδο μαζί του φεύγοντας από την Πέτρα. Ίσως να είχε πείσει τις Σοφές ότι ήταν ραβδί για πεζοπορία. Άδικα το σκεφτόταν τώρα. Τώρα θα αρκούσε να βρει ένα δέντρο, αν είχε τρόπο να κόψει κλαρί και να το πελεκήσει. Και πάλι η λέξη «αν». Αναρωτήθηκε αν αυτός που είχε φτιάξει την πόλη είχε καταφέρει να κάνει δέντρα να φυτρώσουν. Είχε δουλέψει πολύ καιρό στο αγρόκτημα του πατέρα του και ήξερε πότε το χώμα ήταν καλό. Το χώμα σ' αυτές τις μακριές λωρίδες ήταν ασθενικό, δεν θα μπορούσε να φυτρώσει τίποτα, εκτός από αγριόχορτα και μάλιστα όχι πολλά. Κι εδώ πέρα ούτε καν αυτά.
Αφού περπάτησαν ένα μίλι, ο δρόμος μπροστά ξαφνικά κατέληξε σε μια μεγάλη πλατεία, που είχε πλάτος όσο η απόσταση που είχαν περπατήσει, την οποία κύκλωναν εκείνα τα παλάτια που ήταν όλο μάρμαρο και κρύσταλλο. Κάτι τους κατέπληξε εκεί ― ένα δέντρο στην πελώρια πλατεία, ύψους τριάντα μέτρων, το οποίο άπλωνε τα χοντρά, γεμάτα φύλλα κλαριά του πάνω από τις σκονισμένες, άσπρες πλάκες· βρισκόταν κοντά σε διαυγείς, λαμπερές, γυάλινες κολώνες που σχημάτιζαν ομόκεντρους δακτυλίους, ψιλές σαν βελόνες, αν σύγκρινες το πλάτος με το ύψος τους, όπως ήταν και το δέντρο. Θα αναρωτιόταν πώς γινόταν να φυτρώνει ένα δέντρο εδώ, χωρίς το φως του ήλιου, αν δεν είχε απορροφηθεί κοιτάζοντας το εκπληκτικό συνονθύλευμα που γέμιζε την υπόλοιπη πλατεία.
Από κάθε δρόμο που έβλεπε ο Ματ, μια άδεια λωρίδα κατέληγε στους δακτυλίους που σχημάτιζαν οι κολώνες. Στους χώρους ανάμεσά τους, όμως, στέκονταν αγάλματα, σε φυσικό μέγεθος ή μέχρι το μισό αυτού, από πέτρα, κρύσταλλο ή μέταλλο, τοποθετημένα στο οδόστρωμα. Τα πράγματα εκεί μέσα ήταν... Στην αρχή δεν ήξερε πώς να τα ονομάσει. Ένας επίπεδος, ασημένιος δακτύλιος, πλάτους τριών μέτρων, λεπτός σαν λεπίδα. Ένα μυτερό, κρυστάλλινο βάθρο, που θα μπορούσε να στηρίζει ένα από τα μικρότερα αγάλματα. Μια αστραφτερή, μαύρη, μεταλλική σπείρα, στενή σαν δόρυ και αντίστοιχου μήκους, που όμως στεκόταν όρθια, σαν να ήταν ριζωμένη στη γη. Εκατοντάδες πράγματα, ίσως χιλιάδες, σε κάθε σχήμα που μπορούσε να φανταστεί κανείς, σε κάθε υλικό, τα οποία γέμιζαν την πελώρια πλατεία, αφήνοντας απόσταση το πολύ δέκα ποδιών ανάμεσά τους.
Εκείνη η μαύρη, μεταλλική σπείρα, που στεκόταν όρθια τόσο αφύσικα, του αποκάλυψε ξαφνικά τι πρέπει να ήταν όλα αυτά. Τερ'ανγκριάλ. Ή, εν πάση περιπτώσει, κάποια αντικείμενα που είχαν να κάνουν με τη Δύναμη. Για κάποια απ' αυτά ήταν βέβαιο. Όπως εκείνη η στρεβλή, πέτρινη πόρτα στη Μεγάλη Συλλογή του Δακρύου, που επίσης δεν έλεγε να πέσει κάτω.
Του ήρθε να στρίψει επιτόπου και να γυρίσει πίσω, αλλά ο Ραντ προχώρησε, χωρίς σχεδόν να κοιτάζει αυτά που γέμιζαν το δρόμο του. Κάποια στιγμή ο Ραντ κοντοστάθηκε και κοίταξε δύο μορφές που δεν έμοιαζε να τους αξίζει μια θέση ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα. Δύο αγαλματάκια ύψους περίπου τριάντα πόντων, ένας άντρας και μια γυναίκα, που κρατούσαν ο καθένας ψηλά με το ένα χέρι μια κρυστάλλινη σφαίρα. Έσκυψε, σαν να ήθελε να τα αγγίξει, αλλά ορθώθηκε τόσο γρήγορα, που όλο αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί μόνο στη φαντασία του Ματ.
Ύστερα από ένα λεπτό ο Ματ έτρεξε για να τον προφτάσει. Όσο πλησίαζαν τους σπινθηροβόλους δακτυλίους από κολώνες, τόσο μεγαλύτερη ένταση ένιωθε. Όλα αυτά τα πράγματα γύρω του είχαν να κάνουν με τη Δύναμη, το ίδιο και οι κολώνες. Το ήξερε. Αυτές οι απίστευτα ψηλές στήλες λαμπύριζαν στο γαλαζωπό φως, τυφλώνοντάς τον. Είπαν μόνο ότι πρέπει να έρθω εδώ. Να 'μαι, λοιπόν. Δεν είπαν τίποτα για τη Δύναμη.
Ο Ραντ σταμάτησε τόσο ξαφνικά, που ο Ματ έκανε άλλα τρία βήματα προς τις κολώνες μέχρι να το καταλάβει. Είδε ότι ο Ραντ ατένιζε το δέντρο. Το δέντρο. Ο Ματ ένιωσε να το πλησιάζει, σαν να τον τραβούσε. Κανένα δέντρο δεν είχε αυτά τα τριμερή φύλλα. Κανένα δέντρο, εκτός από ένα· ένα δέντρο από τους θρύλους.
«Το Αβεντεσόρα», είπε μαλακά ο Ραντ. «Το Δέντρο της Ζωής. Είναι εδώ».
Κάτω από τα απλωμένα κλωνιά, ο Ματ πήδηξε για να πιάσει ένα φύλλο· τα τεντωμένα δάχτυλά του ήθελαν άλλο λίγο για να φτάσουν το χαμηλότερο. Αρκέστηκε να προχωρήσει ακόμα πιο βαθιά σε εκείνη τη φυλλωσιά, που σχημάτιζε μια στέγη πάνω του, και έγειρε να ακουμπήσει την πλάτη στο χοντρό κορμό. Ύστερα από μια στιγμή άφησε το σώμα του να γλιστρήσει και κάθισε κάτω. Τα παλιά παραμύθια ήταν αληθινά. Ένιωθε... Ικανοποίηση. Γαλήνη. Ευεξία. Ακόμα και τα πόδια του δεν τον πονούσαν τόσο.
Ο Ραντ κάθισε σταυροπόδι παραδίπλα. «Τώρα μπορώ να πιστέψω τις ιστορίες. Θυμάμαι μια ιστορία για τον Γκέταμ, που κάθισε σαράντα χρόνια κάτω από το Αβεντεσόρα για να βρει τη σοφία. Αυτή τη στιγμή τις πιστεύω».
Ο Ματ ακούμπησε το κεφάλι πίσω, στον κορμό. «Δεν ξέρω, όμως, αν θα εμπιστευόμουν τα πουλιά να μου φέρουν τροφή. Κάποια στιγμή θα πρέπει να σηκωθείς». Μα δεν θα ήταν άσχημο να καθόμασταν καμιά ωρίτσα. Ακόμα και όλη μέρα. «Δεν είναι λογικό, πάντως. Τι είδους τροφή μπορεί να φέρουν τα πουλιά εδώ; Ποια πουλιά;»
«Μπορεί το Ρουίντιαν να μην ήταν πάντοτε έτσι, Ματ. Μπορεί... Δεν ξέρω. Μπορεί το Αβεντεσόρα τότε να ήταν κάτι άλλο».
«Κάτι άλλο», μουρμούρισε ο Ματ. «Δεν θα με πείραζε αν ήμουν κάπου αλλού». Όμως... νιώθω... ωραία.
«Κάπου αλλού;» Ο Ραντ έστριψε για να δει τις ψηλές λεπτές κολώνες, που άστραφταν κοντά του. «Το καθήκον είναι βαρύτερο από βουνό», είπε αναστενάζοντας.
Ήταν ένα ρητό που είχε μάθει στις Μεθόριους. «Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό». Του Ματ του φάνηκε τελείως χαζό, όμως είδε τον Ραντ να σηκώνεται. Τον μιμήθηκε απρόθυμα. «Τι λες να βρούμε εκεί;»
«Νομίζω ότι από δω και πέρα πρέπει να πάω μόνος», έκανε αργά ο Ραντ.
«Τι εννοείς;» ζήτησε να μάθει ο Ματ. «Μήπως κι εγώ δεν ήρθα ως εδώ; Δεν θα το βάλω τώρα στα πόδια». Πόσο θα το ήθελα όμως!
«Δεν είναι αυτό, Ματ. Αν μπεις εκεί μέσα, είτε βγαίνεις αρχηγός φατρίας, είτε πεθαίνεις. Ή βγαίνεις τρελός. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλη επιλογή. Εκτός, ίσως, αν πάνε εκεί οι Σοφές».
Ο Ματ κοντοστάθηκε. Να πεθάνεις και να ξαναζήσεις. Αυτό είχαν πει. Δεν είχε καμία πρόθεση να γίνει αρχηγός φατρίας Αελιτών όμως· οι Αελίτες σίγουρα θα τον γέμιζαν τρύπες με τα δόρατά τους. «Ας το αφήσουμε στην τύχη», είπε βγάζοντας το μάρκο της Ταρ Βάλον από την τσέπη του. «Έχει γίνει πια το τυχερό μου νόμισμα. Φλόγα, μπαίνω μαζί σου· κεφαλή, μένω έξω». Πέταξε γρήγορα το χρυσό νόμισμα, πριν φέρει αντίρρηση ο Ραντ.
Για κάποιο λόγο, δεν μπόρεσε να το πιάσει· το μάρκο τινάχτηκε από τα ακροδάχτυλά του, κουδούνισε στο οδόστρωμα, αναπήδησε δυο φορές... Και κατέληξε όρθιο.
Αγριοκοίταξε τον Ραντ, κατηγορώντας τον. «Σκόπιμα τα κάνεις αυτά τα πράγματα; Δεν τα ελέγχεις;»
«Όχι». Το νόμισμα έπεσε τελικά, δείχνοντας το πρόσωπο μιας αγέραστης γυναίκας, που το περιέβαλλαν άστρα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, μένεις έξω, Ματ».
«Μήπως...;» Ευχήθηκε να μη διαβίβαζε ο Ραντ κοντά του. «Ωχ, κάψε με, αν θες να μείνω έξω, θα μείνω». Άρπαξε το νόμισμα και το έχωσε ξανά στην τσέπη του. «Άκουσε, μπες μέσα, κάνε ό,τι είναι να κάνεις και βγες ξανά. Θέλω να φύγω απ' αυτό το μέρος και δεν θα κάτσω εδώ με τις ώρες να βαριέμαι και να σε περιμένω. Και μη νομίζεις ότι θα έρθω να σε βρω, γι' αυτό πρόσεχε».
«Δεν θα νόμιζα κάτι τέτοιο για σένα, Ματ», είπε ο Ραντ.
Ο Ματ τον κοίταξε καχύποπτα. Γιατί χαμογελούσε; «Εντάξει, αρκεί να ξέρεις ότι δεν θα έρθω. Άντε πήγαινε να γίνεις αρχηγός των Αελιτών. Έχεις το κατάλληλο πρόσωπο».
«Μην μπεις μέσα, Ματ. Ό,τι και να συμβεί, μην μπεις». Περίμενε μέχρι που ο Ματ ένευσε και μετά γύρισε να φύγει.
Ο Ματ σηκώθηκε και τον παρακολούθησε να περπατά ανάμεσα στις λαμπερές κολώνες. Φάνηκε να χάνεται σχεδόν αμέσως μέσα στο τρεμουλιαστό φεγγοβόλημα. Παιχνίδι τον φωτός, σκέφτηκε ο Ματ. Αυτό ήταν όλο. Παιχνίδι τον φωτός.
Ξεκίνησε να κάνει το γύρο του δακτυλίου, κρατώντας αρκετή απόσταση και κοιτάζοντας μέσα, καθώς προσπαθούσε να εντοπίσει τον Ραντ. «Πρόσεχε τι κάνεις, που να σε πάρει», φώναξε. «Αν μ' αφήσεις μόνο στην Ερημιά με τη Μουαραίν και τους παλιο-Αελίτες, θα σε καρυδώσω και δεν με νοιάζει αν είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» συμπλήρωσε. «Δεν έρχομαι να σε βρω αν μπλέξεις! Μ' άκουσες;» πρόσθεσε ύστερα από ένα λεπτό. Δεν υπήρξε απάντηση. Αν δεν βγει μέσα σε μια ώρα... «Είναι τρελός και μόνο που πήγε εκεί», μουρμούρισε. «Ε, δεν θα βγάλω εγώ το κοψίδι από τη φωτιά. Αυτός είναι που ξέρει να διαβιβάζει. Αφού θέλει να μπει στη σφηκοφωλιά, ας διαβιβάσει ώστε να βγει μόνος του». Τον δίνω μια ώρα. Μετά θα έφευγε, είτε γυρνούσε ο Ραντ, είτε όχι. Θα έκανε στροφή και θα έφευγε. Έτσι απλά θα έφευγε. Αυτό έπρεπε να κάνει. Αυτό θα έκανε.
Με τον τρόπο που αυτές οι λεπτές σφήνες γυαλιού διάχεαν και καθρέφτιζαν το γαλαζωπό φως, έφτανε να κοιτάξει λίγο έντονα για να τον πιάσει πονοκέφαλος. Γύρισε από την άλλη και άρχισε να περιπλανιέται προς τα κει απ' όπου είχε έρθει, κοιτώντας ανήσυχα τα τερ'ανγκριάλ —ή ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων― που γέμιζαν την πλατεία. Τι έκανε εκεί; Γιατί;
Ξαφνικά σταμάτησε, κοιτώντας ένα από τα παράξενα αντικείμενα. Μια μεγάλη πόρτα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα, η οποία ήταν στρεβλή με έναν τρόπο που έκανε το βλέμμα να γλιστρά καθώς προσπαθούσε να ακολουθήσει τις γραμμές της. Την πλησίασε αργά, προχωρώντας ανάμεσα σε λαμπερούς, πολυέδρους οβελίσκους, ψηλούς σαν τον ίδιο, και σε κοντά, χρυσά πλαίσια γεμάτα με κάτι που έμοιαζε να είναι φύλλα γυαλιού, τα οποία, όμως, σχεδόν δεν πρόσεξε, καθώς δεν τραβούσε το βλέμμα του από την πόρτα.
Ήταν η ίδια. Η ίδια γυαλισμένη κοκκινόπετρα, το ίδιο μέγεθος, οι ίδιες γωνίες, που έκαναν τα μάτια του να πονούν. Σε κάθε παραστάτη υπήρχαν τρεις σειρές από τρίγωνα, με την κορυφή προς τα κάτω. Τα είχε και η πόρτα του Δακρύου; Δεν θυμόταν· την περασμένη φορά δεν προσπαθούσε να θυμάται όλες τις λεπτομέρειες. Ήταν η ίδια· πρέπει να ήταν η ίδια. Ίσως ο Ματ να μην μπορούσε να περάσει ξανά από την άλλη πόρτα, όμως από αυτήν...; Ήταν άλλη μια ευκαιρία να ξαναβρεί εκείνους τους φιδανθρώπους, να τους βάλει να απαντήσουν και σε άλλες ερωτήσεις.
Μισόκλεισε τα μάτια εξαιτίας του λαμπυρίσματος και κοίταξε τις κολώνες. Μια ώρα, τόσο είχε δώσει στον Ραντ. Σε μια ώρα θα μπορούσε να έχει διασχίσει αυτό το πράγμα και να έχει βγει ξανά έξω, και θα του περίσσευε και χρόνος. Ίσως να μη δούλευε καν για τον Ματ, εφόσον είχε χρησιμοποιήσει το δίδυμό του. Είναι η ίδια. Από την άλλη, ίσως και να δούλευε. Απλώς σήμαινε ότι θα έμπλεκε ξανά με τη Δύναμη.
«Φως μου», μουρμούρισε. «Τα τερ'ανγκριάλ. Οι Διαβατικές Πέτρες. Το Ρουίντιαν. Άλλη μια φορά, τι σημασία έχει;»
Μπήκε στην πόρτα. Πέρασε μέσα από ένα τείχος εκτυφλωτικού, λευκού φωτός και από ένα μουγκρητό τόσο εκκωφαντικό, που μηδένιζε τον ίδιο τον ήχο.
Βλεφάρισε, κοίταξε γύρω και έπνιξε μέσα του την πιο φριχτή βλαστήμια που ήξερε. Όποιο κι αν ήταν αυτό το μέρος, δεν είχε έρθει άλλη φορά εδώ.
Η στρεβλή πόρτα στεκόταν στη μέση ενός τεράστιου θαλάμου, που έμοιαζε να έχει σχήμα άστρου, τουλάχιστον απ' όσο μπορούσε να διακρίνει κοιτώντας μέσα από ένα δάσος από πυκνές κολώνες, η καθεμιά από τις οποίες είχε οκτώ βαθιές αυλακώσεις, ενώ οι κορυφές τους ήταν κοφτερές, κίτρινες και εξέπεμπαν ένα θαμπό φως. Είχαν ένα γυαλιστερό, μαύρο χρώμα, αν εξαιρούσε κανείς τα σημεία που έλαμπαν, ξεκινούσαν από το λευκό πάτωμα και έφταναν στην πυκνή καταχνιά ψηλά πάνω, όπου ακόμα και οι κίτρινες ρίγες ξεθώριαζαν. Οι κολώνες και το πάτωμα έμοιαζαν σχεδόν σαν να ήταν από γυαλί, όμως όταν έσκυψε για να τρίψει το πάτωμα, αυτό του έδωσε την αίσθηση πέτρας. Σκονισμένης πέτρας. Σκούπισε το χέρι στο σακάκι του. Ο αέρας μύριζε κλεισούρα και τα μόνα σημάδια στη σκόνη ήταν οι πατημασιές του. Είχε πολύ καιρό να έρθει κάποιος εδώ.
Απογοητευμένος, γύρισε προς το τερ'ανγκριάλ.
«Πολύ καιρό».
Ο Ματ ξαναγύρισε, πιάνοντας το μανίκι του για να αρπάξει εκείνο το μαχαίρι, που τώρα βρισκόταν πίσω, στη βουνοπλαγιά. Ο άντρας που στεκόταν ανάμεσα στις κολώνες δεν έμοιαζε καθόλου με τους φιδίσιους. Βλέποντάς τον, ο Ματ μετάνιωσε που είχε δώσει τις τελευταίες λεπίδες στις Σοφές.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ψηλός, ψηλότερος από Αελίτη, νευρώδης, με ώμους πολύ μεγάλους για τη στενή του μέση και με δέρμα λευκό σαν το καλύτερο χαρτί. Ανοιχτόχρωμα, δερμάτινα λουριά με ασημένια καρφιά τύλιγαν σταυρωτά τα μπράτσα και το γυμνό του στήθος, ενώ ένα μαύρο κιλτ έφτανε ως τα γόνατά του. Τα μάτια του ήταν υπερβολικά μεγάλα, σχεδόν άχρωμα, χωμένα βαθιά στο στενοσάγονο πρόσωπό του. Τα κοντοκομμένα, ανοιχτά κόκκινα μαλλιά του σηκώνονταν ψηλά σαν βούρτσα και τα αφτιά του, που ήταν κολλημένα στο κεφάλι, ήταν σχεδόν μυτερά στην κορυφή. Έγειρε προς τον Ματ, εισέπνευσε κι άνοιξε το στόμα για να πάρει κι άλλον αέρα, δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια. Έδινε εντύπωση αλεπούς που ετοιμάζεται να χιμήξει σε στριμωγμένο κοτόπουλο.
«Πολύ καιρό», είπε ορθώνοντας το κορμί του. Η φωνή του ήταν τραχιά, σχεδόν ένα μουγκρητό. «Τηρείς τις συμφωνίες και τις συνθήκες; Έχεις σίδηρο, μουσικά όργανα, ή συσκευές φωτός;»
«Δεν έχω τίποτα απ' αυτά», απάντησε αργά ο Ματ. Δεν ήταν το ίδιο μέρος, όμως αυτός ο τύπος έκανε τις ίδιες ερωτήσεις. Ίδιο ήταν και το φέρσιμό του, όπως τον οσμιζόταν. Ψαχουλεύει ης εμπειρίες μου, έτσι δεν είναι; Άσ' τον. Μπορεί να ξεκολλήσει καμία, να τη θυμηθώ κι εγώ. Αναρωτήθηκε αν μιλούσε ξανά την Παλιά Γλώσσα. Ένιωθε δυσάρεστα που δεν ήξερε, που δεν μπορούσε να καταλάβει αν τη μιλούσε. «Αν μπορείς να με πάρεις κάπου που να μου απαντήσουν κάτι ερωτησούλες, εμπρός. Αν όχι, να πηγαίνω και ζητώ συγνώμη για την ενόχληση».
«Όχι!» Τα μεγάλα, άχρωμα μάτια ανοιγόκλεισαν ταραγμένα. «Δεν πρέπει να φύγεις. Έλα. Θα σε πάω εκεί που ίσως βρεις αυτό που χρειάζεσαι. Έλα». Οπισθοχώρησε αργά, κουνώντας τα χέρια του. «Έλα».
Ο Ματ έριξε μια ματιά στο τερ'ανγκριάλ και τον ακολούθησε. Ευχήθηκε να μην είχε διαλέξει ο άλλος εκείνη τη στιγμή για να του χαμογελάσει. Μπορεί να ήθελε να τον καθησυχάσει, όμως εκείνα τα δόντια... Ο Ματ αποφάσισε ότι ποτέ πια δεν θα εγκατέλειπε όλα τα μαχαίρια του, ούτε για Σοφές, ούτε για την Έδρα της Αμερλιν αυτοπροσώπως.
Η μεγάλη, πεντάπλευρη είσοδος έμοιαζε περισσότερο με στόμιο στοάς, γιατί ο διάδρομος που συνέχιζε από κει είχε ακριβώς το ίδιο μέγεθος και σχήμα· υπήρχαν οι ίδιες λαμπερές κίτρινες λωρίδες, που ακολουθούσαν τους καμπυλωτούς τοίχους στο πάτωμα και το ταβάνι. Η στοά έμοιαζε να εκτείνεται στο άπειρο κι έσβηνε στη σκοτεινή θολούρα στο βάθος, ενώ κατά διαστήματα τη διέκοπταν άλλες μεγάλες, πεντάπλευρες πόρτες. Ο άντρας με το κιλτ συνέχισε να προχωρά οπισθοχωρώντας και μόνο όταν βρέθηκαν και οι δυο στο διάδρομο γύρισε για να οδηγήσει τον Ματ, αλλά ακόμα και τότε έστριβε να κοιτάξει πάνω από τον μεγάλο ώμο του, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο Ματ ήταν ακόμα εκεί. Ο αέρας δεν μύριζε πια κλεισούρα· αντίθετα, είχε μια αμυδρή οσμή από κάτι άσχημο, κάτι που του ήταν αμυδρά οικείο, αλλά όχι τόσο δυνατό που να το αναγνωρίσει.
Ο Ματ κοίταξε μέσα από την πρώτη πόρτα καθώς περνούσαν και αναστέναξε. Πέρα από μαύρες κολώνες σε σχήμα άστρου, μια στρεβλή πόρτα από κοκκινόπετρα έστεκε σ' ένα μουντό, υαλώδες, λευκό δάπεδο, όπου η σκόνη έδειχνε ίχνη από δύο μπότες, που έρχονταν από το τερ'ανγκριάλ και τις οδηγούσαν προς το διάδρομο κάτι αχνάρια από στενά, γυμνά πόδια. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Αντί να τελειώνει πενήντα βήματα πίσω, σε έναν άλλο θάλαμο σαν κι αυτόν, ο διάδρομος προχωρούσε ίσια ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του, σαν είδωλο της εικόνας που έβλεπε μπροστά του. Ο οδηγός του χαμογέλασε με κοφτερά δόντια· έμοιαζε πεινασμένος.
Ο Ματ ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει κάτι τέτοιο, ύστερα απ’ όσα είχε δει στην άλλη μεριά της πόρτας στο Δάκρυ. Εκείνοι οι οβελίσκοι είχαν μετακινηθεί από κει που ήταν, σε ένα μέρος που λογικά δεν μπορούσαν να βρίσκονται. Αν αυτό μπορούσε να γίνει με τους οβελίσκους, γιατί όχι και με τις αίθουσες. Έπρεπε να μείνω εκεί έξω να περιμένω τον Ραντ, κακώς που δεν το έκανα. Και πόσα πράγματα έπρεπε να έχω κάνει. Τουλάχιστον δεν θα δυσκολευόταν να βρει πάλι εκείνο το τερ'ανγκριάλ, αν ήταν ίδιες όλες οι πόρτες μπροστά του.
Κοίταξε από την επόμενη και είδε μαύρες κολώνες, το τερ'ανγκριάλ από κοκκινόπετρα και τα αχνάρια τα δικά του και του οδηγού του στη σκόνη. Όταν ο στενοσάγονος ξανακοίταξε πάνω από τον ώμο του, ο Ματ του χαμογέλασε, δείχνοντας τα δικά του δόντια. «Μη σου περνά από το νου ότι έπιασες ένα μωράκι στην παγίδα σου. Αν κάνεις ότι με κοροϊδεύεις, θα σου βγάλω το τομάρι να το κάνω χαλάκι για τη σέλα μου».
Ο άλλος ξαφνιάστηκε, τα χλωμά μάτια άνοιξαν και μετά σήκωσε τους ώμους και έσιαξε τα λουριά με τα ασημένια καρφιά στο στέρνο του· το κοροϊδευτικό χαμόγελό του έμοιαζε να υπάρχει για να τραβά την προσοχή σε ό,τι κι αν έκανε. Ξαφνικά ο Ματ αναρωτήθηκε από που έβγαινε εκείνο το ανοιχτόχρωμο πετσί. Αποκλείεται να ήταν από... Ωχ, Φως μου, νομίζω ότι αυτό είναι. Μόλις που κατάφερε να μην ξεροκαταπιεί. «Οδήγα, κάθαρμα. Το τομάρι σου δεν αξίζει ασημένια στολίδια. Πήγαινε με εκεί που θέλω να πάω».
Ο άλλος γρύλισε και συνέχισε βιαστικά, με το κορμί στητό. Τον Ματ δεν τον ένοιαζε αν ο άλλος είχε προσβληθεί. Ευχήθηκε, όμως, να είχε ένα μαχαίρι. Που να καώ, δεν θα αφήσω ένα γιδόμυαλο αλεπομούρη να φτιάξει σαγή από το τομάρι μου.
Δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβει πόση ώρα περπατούσαν. Ο διάδρομος ήταν πάντα ο ίδιος, πάντα με τους καμπυλωτούς τοίχους και τις λαμπερές κίτρινες λωρίδες. Κάθε πόρτα έδειχνε τον ίδιο πανομοιότυπο θάλαμο, το τερ'ανγκριάλ, τα ίχνη, όλα. Η ομοιότητα έκανε το χρόνο να χάνεται μέσα στην έλλειψη κάθε διαφοράς. Ο Ματ ανησυχούσε για το χρόνο που ήταν εκεί. Σίγουρα είχε ξεπεράσει τη διορία της μιας ώρας που είχε δώσει στον εαυτό του. Τα ρούχα του ήταν απλώς νοτισμένα τώρα· οι μπότες του δεν άφηναν εκείνο το πλατσούρισμα, όπως πριν. Αλλά συνέχισε να προχωρά, να κοιτάζει την πλάτη του οδηγού του και να προχωρά.
Ξαφνικά ο διάδρομος μπροστά τελείωσε σε μια άλλη πόρτα. Ο Ματ βλεφάρισε. Θα έπαιρνε όρκο ότι πριν από μια ώρα ο διάδρομος εκτεινόταν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα. Όμως περισσότερο πρόσεχε το μυτεροδόντη, παρά αυτό που βρισκόταν μπροστά του. Κοίταξε πίσω και παραλίγο να βρίσει. Ο διάδρομος απλωνόταν πίσω μέχρι που οι λαμπερές κίτρινες λωρίδες έμοιαζαν να ενώνονται, καταλήγοντας σε ένα σημείο. Και πουθενά εκεί δεν φαινόταν κάποιο άνοιγμα.
Όταν γύρισε, ήταν μόνος μπροστά στη μεγάλη, πεντάπλευρη πόρτα. Που να καώ, μακάρι να μην το έκαναν αυτό το πράγμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε από την πόρτα.
Ήταν άλλος ένας θάλαμος σε σχήμα άστρου και με άσπρο πάτωμα, μικρότερος από τον άλλο —ή τους άλλους― με τις κολώνες. Το δωμάτιο είχε σχήμα οκτάκτινου άστρου, με ένα αστραφτερό, μαύρο βάθρο σε κάθε κορυφή, σαν να ήταν φέτα πάχους δύο απλωσιών κομμένη από εκείνες τις κολώνες. Λαμπερές κίτρινες λωρίδες ανηφόριζαν τις κοφτερές αιχμές του δωματίου και των βάθρων. Η άσχημη οσμή εδώ ήταν δυνατότερη· τώρα την αναγνώριζε. Η οσμή της φωλιάς ενός άγριου θηρίου. Δεν της έδωσε μεγάλη σημασία, όμως, επειδή η αίθουσα ήταν άδεια και μόνο αυτός βρισκόταν εκεί.
Γύρισε αργά και κοίταξε συνοφρυωμένος τα βάθρα. Σίγουρα κάποιος έπρεπε να είναι εκεί πάνω, εκείνος που θα έπρεπε να απαντήσει στις ερωτήσεις του. Τον είχε κοροϊδέψει. Αφού μπορούσε να έρθει εδώ, θα μπορούσε να πάρει και απαντήσεις.
Ξαφνικά έκανε έναν κύκλο, ψάχνοντας όχι τα βάθρα, αλλά τους λείους, γκρίζους τοίχους. Η πόρτα είχε χαθεί· δεν υπήρχε έξοδος.
Όμως πριν κάνει δεύτερη στροφή, είδε ότι σε κάθε βάθρο στεκόταν κάποιος, άνθρωποι σαν τον οδηγό του, αλλά ντυμένοι διαφορετικά. Οι τέσσερις ήταν άντρες, οι υπόλοιπες γυναίκες, με σκληρά μαλλιά, που σχημάτιζαν ένα λοφίο και ύστερα χύνονταν στην πλάτη τους. Όλοι φορούσαν μακριές, λευκές φούστες, που έκρυβαν τα πόδια. Οι γυναίκες είχαν λευκές μπλούζες, που έπεφταν πιο κάτω από τους γοφούς, με ψηλούς, δαντελωτούς γιακάδες και ανοιχτόχρωμες, πτυχωτές μανσέτες στους καρπούς. Οι άντρες φορούσαν πιο πολλά λουριά κι από τον οδηγό, πλατύτερα και με χρυσά καρφιά. Από κάθε λουρί κρέμονταν δύο γυμνά μαχαίρια, μπροστά στο στήθος αυτού που το φορούσε. Ο Ματ από το χρώμα συμπέρανε ότι ήταν χάλκινες λεπίδες, αλλά θα έδινε όλο του το χρυσάφι έστω και για μία.
«Μίλα», είπε μια γυναίκα με χοντρή φωνή. «Σύμφωνα με την αρχαία συνθήκη, εδώ γίνεται η συμφωνία. Τι έχεις ανάγκη; Μίλα».
Ο Ματ δίστασε. Δεν ήταν αυτό που είχαν πει οι φιδάνθρωποι. Όλοι εδώ τον κοίταζαν σαν αλεπούδες που παραμόνευαν το φαγητό τους. «Ποια είναι η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών και γιατί πρέπει να την παντρευτώ;» Έλπισε να το θεωρήσουν αυτό μία ερώτηση.
Κανείς δεν απάντησε. Κανείς δεν μίλησε. Απλώς συνέχισαν να τον κοιτάζουν με τα μεγάλα, χλωμά μάτια τους.
«Είστε υποχρεωμένοι να απαντήσετε», είπε. Σιωπή. «Που να καούν τα κόκαλά σας και να γίνουν στάχτη, απαντήστε μου! Ποια είναι η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών και γιατί πρέπει να την παντρευτώ; Πώς θα πεθάνω και θα ξαναζήσω; Τι σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψω το μισό φως του κόσμου; Αυτές είναι οι τρεις ερωτήσεις μου. Πείτε κάτι!»
Νεκρική σιγή. Άκουγε την ανάσα του, άκουγε το αίμα που πάλλονταν στα αφτιά του.
«Δεν σκοπεύω να παντρευτώ. Ούτε σκοπεύω να πεθάνω κι ας λένε ότι θα ξαναζήσω. Τριγυρνώ με τρύπες στη μνήμη μου, τρύπες στη ζωή μου κι εσείς με χαζεύετε σαν βλάκες. Αν μπορούσα, θα ήθελα να γεμίσουν αυτές οι τρύπες, μα τουλάχιστον οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μου ίσως γεμίσουν κάποιες άλλες στο μέλλον μου. Πρέπει να απαντήσετε —!»
«Έγινε», μούγκρισε ένας άντρας και ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια.
Έγινε; Τι έγινε; Τι εννοούσε; «Που να καούν τα μάτια σας», μουρμούρισε. «Που να καούν οι ψυχές σας! Είστε χειρότεροι από Άες Σεντάι. Τι να πω, θέλω έναν τρόπο να ελευθερωθώ από τις Άες Σεντάι και τη Δύναμη, και θέλω να φύγω από σας και να γυρίσω στο Ρουίντιαν, αφού δεν απαντάτε. Ανοίξτε μια πόρτα και αφήστε με —»
«Έγινε», είπε ένας άλλος άντρας. «Έγινε», είπε και μια γυναίκα έκανε σαν ηχώ. Ο Ματ κοίταξε τους τοίχους και μετά γύρισε και τους αγριοκοίταξε όλους, εκεί που στεκόταν στα βάθρα τους κοιτάζοντάς τον. «Έγινε; Τι έγινε; Δεν βλέπω πόρτα. Παλιοψεύτες —»
«Ανόητε», μούγκρισε μια γυναίκα μ' έναν ψίθυρο και οι άλλοι το επανέλαβαν. Ανόητε. Ανόητε. Ανόητε.
«Είναι σοφό να ζητάς αναχώρηση όταν δεν έχεις ορίσει τίμημα, όρους».
«Μα είσαι ανόητος που δεν συμφώνησες πρώτα το αντίτιμο».
«Εμείς θα ορίσουμε το αντίτιμο».
Μιλούσαν τόσο γρήγορα, που δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος έλεγε τι.
«Αυτό που ζητήθηκε θα δοθεί».
«Το αντίτιμο θα πληρωθεί».
«Που να καείτε», φώναξε αυτός, «τι λέτε —»
Απόλυτο σκοτάδι τον τύλιξε. Υπήρχε κάτι γύρω από το λαιμό του. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Αέρα. Δεν μπορούσε να...