20 Οι Άνεμοι Δυναμώνουν

Η Ηλαίην πάλεψε να τραβήξει το σύρτη που κρατούσε το μπράτσο της καρέκλας της και μετά χίμηξε πίσω από τις Θαλασσινές, όπου παραλίγο να πέσει πάνω στη Νυνάβε, στη βάση της σκάλας. Το πλοίο ακόμα κουνιόταν, όχι τόσο σφοδρά όσο πριν. Μην ξέροντας αν βούλιαζαν, έσπρωξε τη Νυνάβε να πάει μπροστά της και τη σκούντησε να κάνει πιο γρήγορα.

Στο κατάστρωμα οι ναύτες έτρεχαν εδώ κι εκεί, έλεγχαν τα ξάρτια, κοίταζαν από το πλάι για να επιθεωρήσουν το κύτος, φώναζαν για σεισμούς. Οι ίδιες φωνές υψώνονταν κι από τους λιμενεργάτες, αλλά η Ηλαίην ήξερε τι ήταν, παρά τα σωριασμένα πράγματα στις αποβάθρες και τα πλοία που ακόμα τινάζονταν στις πρυμάτσες τους.

Κοίταξε την Πέτρα. Το πελώριο φρούριο στεκόταν ασάλευτο, με εξαίρεση τα κοπάδια των ξαφνιασμένων πουλιών που στροβιλίζονταν ολόγυρα και τη λευκή σημαία, που ανέμιζε σχεδόν τεμπέλικα σε μια μακρινή αύρα. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι που να δείχνει ότι η όμοια με βουνό μάζα είχε αγγιχτεί καθόλου. Υπαίτιος ήταν ο Ραντ, όμως. Ήταν σίγουρη γι' αυτό.

Στράφηκε και είδε τη Νυνάβε να την κοιτάζει· για μια ατέλειωτη στιγμή τα βλέμματά τους έμειναν καρφωμένα το ένα στο άλλο. «Μπλέξαμε άσχημα, αν μας χάλασε το πλοίο», είπε τελικά η Ηλαίην. «Πώς θα φτάσουμε στο Τάντσικο αν ταρακουνάει όλα τα πλοία;» Φως μου, ελπίζω να είναι καλά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα αλλιώς. Είναι καλά. Είναι.

Η Νυνάβε της άγγιξε το μπράτσο καθησυχαστικά. «Μάλλον το δεύτερο γράμμα σου πέτυχε κάποια ευαίσθητη χορδή του. Οι άντρες πάντα αντιδρούν υπερβολικά όταν αφήνουν τα συναισθήματά τους να ξεχυθούν· τα κρατούν συνεχώς κλεισμένα μέσα τους κι αυτό είναι το τίμημα. Μπορεί να είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά πρέπει μάθει, ως άντρας προς γυναίκα, ότι... Τι κάνουν αυτοί εκεί;»

Οι «αυτοί» ήταν δύο άντρες που στέκονταν ανάμεσα στους φουριόζους Θαλασσινούς στο κατάστρωμα. Ο ένας ήταν ο Θομ Μέριλιν, φορώντας το μανδύα βάρδου του, με την άρπα και το φλάουτο σε δερμάτινες θήκες στη ράχη του και ένα μπογαλάκι στα πόδια του, πλάι σε ένα καταχτυπημένο, ξύλινο κασελάκι με κλειδαριά. Ο άλλος ήταν ένας λεπτός, εμφανίσιμος Δακρινός, μεσήλικας, μελαψός, με σκληρή όψη, που φορούσε ένα επίπεδο, ψάθινο καπέλο, σχεδόν τριγωνικό, και σακάκι σαν αυτά που είχε ο απλός κόσμος, στενό στη μέση και φαρδύ πιο κάτω, μέχρι που γινόταν σαν κοντή φούστα. Είχε ένα σπαθοσπάστη κρεμασμένο στη ζώνη που φορούσε πάνω από το σακάκι και στηριζόταν σε ένα ανοιχτόχρωμο ραβδί, φτιαγμένο από ένα ξύλο όλο διχάλες και ρόζους, που τον έφτανε ακριβώς στο μπόι και ήταν χοντρό όσο ο αντίχειράς του. Ένα τετράγωνο δεματάκι κρεμόταν από μια θηλιά στον ώμο του. Η Ηλαίην τον ήξερε: το όνομά του ήταν Τζούιλιν Σάνταρ.

Ήταν φανερό ότι οι δύο άντρες δεν γνωρίζονταν, παρ' όλο που περίμεναν ο ένας δίπλα στον άλλο· στέκονταν λιγομίλητοι, επιφυλακτικοί. Η προσοχή τους, όμως, ήταν στραμμένη στο ίδιο αντικείμενο, καθώς από τη μια παρακολουθούσαν την πορεία της Κυράς των Πανιών προς το πρυμναίο κατάστρωμα και από την άλλη κοίταζαν την Ηλαίην και τη Νυνάβε· ένιωθαν αβεβαιότητα, την οποία έκρυβαν με μια ζωηρή έκφραση αυτοπεποίθησης. Ο Θομ χαμογελούσε και χάιδευε τα μακριά, λευκά μουστάκια του και ένευε κάθε φορά που σήκωνε το βλέμμα πάνω στις δύο τους· ο Σάνταρ υποκλινόταν με σοβαρότητα και σιγουριά.

«Δεν έπαθε τίποτα», είπε η Κόινε ανεβαίνοντας τη σκάλα. «Μπορώ να σαλπάρω μέσα σε μια ώρα, αν είναι αυτό το θέλημά σας. Και πιο νωρίς, αν βρεθεί Δακρινός τιμονιέρης. Αν δεν βρεθεί, μπορώ να σαλπάρω και χωρίς αυτόν, αλλά τούτο σημαίνει ότι δεν θα επιστρέψω ποτέ στο Δάκρυ». Ακολούθησε το βλέμμα τους, που ήταν στραμμένο στους δύο άντρες. «Ζητούν θέση στο πλοίο, ο βάρδος για το Τάντσικο και ο κλεφτοκυνηγός για όπου πάτε. Δεν μπορώ να τους αρνηθώ, αλλά...» Τα μαύρα μάτια της στράφηκαν πάλι στην Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Θα το κάνω, αν μου το ζητήσετε». Στη φωνή της, η απροθυμία της να παραβιάσει το έθιμο πάλευε με την... επιθυμία να τις βοηθήσει; Να υπηρετήσει τον Κόραμουρ; «Ο κλεφτοκυνηγός είναι καλός άνθρωπος, παρ' όλο που είναι στεριανός. Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, στο όνομα του Φωτός. Το βάρδο δεν τον ξέρω, αλλά ένας βάρδος μπορεί να ζωντανέψει το ταξίδι και να φωτίσει τις κουρασμένες ώρες».

«Ξέρεις τον αφέντη Σάνταρ;» είπε η Νυνάβε.

«Δυο φορές βρήκε κάποιους που μας είχαν κλέψει και μάλιστα γρήγορα. Αν ήταν άλλος στεριανός, θα καθυστερούσε περισσότερο για να ζητήσει περισσότερα για τη δουλειά του. Φαίνεται ότι κι εσείς τον ξέρετε. Θέλετε να του αρνηθώ το ταξίδι;» Η απροθυμία χρωμάτιζε ακόμα τη φωνή της.

«Ας δούμε πρώτα τι ζητούν εδώ», είπε η Νυνάβε με ουδέτερη φωνή, που δεν ήταν καλό προμήνυμα για τους δύο άντρες.

«Μήπως πρέπει να μιλήσω εγώ;» πρότεινε η Ηλαίην μαλακά αλλά επίμονα. «Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορείς να τους παρακολουθείς για να δεις μήπως κρύβουν τίποτα». Δεν είπε ότι μ' αυτό τον τρόπο τη Νυνάβε δεν θα την έπιαναν τόσο εύκολα τα νεύρα της, αλλά το ειρωνικό χαμόγελο της άλλης γυναίκας της είπε ότι το είχε καταλάβει.

«Πολύ καλά, Ηλαίην, θα τους παρακολουθώ. Έτσι θα μπορέσεις να μελετήσεις πώς διατηρώ την ψυχραιμία μου. Ξέρεις τι σε πιάνει καμιά φορά».

Η Ηλαίην δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια.

Οι δύο άντρες όρθωσαν το κορμί καθώς τους πλησίαζαν. Γύρω τους οι ναύτες έτρεχαν, χιμούσαν στα ξάρτια, τραβούσαν σκοινιά, έδεναν πράγματα και έλυναν άλλα, υπακούοντας διαταγές που έφταναν μέσω άλλων από την Κυρά των Πανιών. Κινούνταν γύρω από τους τέσσερις στεριανούς σχεδόν δίχως να τους ρίχνουν ματιά.

Η Ηλαίην κοίταξε σκεφτικά τον Θομ Μέριλιν με σμιγμένα τα φρύδια. Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε δει το βάρδο πριν από την εμφάνιση του στην Πέτρα, όμως ακόμα και τότε είχε νιώσει κάτι γνώριμο πάνω του. Όχι ότι ήταν πιθανόν κάτι τέτοιο. Οι βάρδοι ήταν συνήθως καλλιτέχνες των χωριών· η μητέρα της δεν είχε φέρει ποτέ κάποιον τους στο παλάτι στο Κάεμλυν. Οι μόνοι βάρδοι που θυμόταν η Ηλαίην να έχει δει ήταν σε χωριά κοντά στα εξοχικά κτήματα της μητέρας της κι αυτός ο ξερακιανός ασπρομάλλης ποτέ δεν είχε φανεί εκεί.

Αποφάσισε να μιλήσει πρώτα στον κλεφτοκυνηγό. Θυμήθηκε ότι ο άνθρωπος είχε επιμείνει σ' αυτή την ονομασία· αλλού είχαν ληστοκυνηγούς, στο Δάκρυ είχαν κλεφτοκυνηγούς και η διάκριση φαινόταν να είναι σημαντική γι' αυτόν.

«Αφέντη Σάνταρ», του είπε με σοβαρότητα. «Ίσως να μη με θυμάσαι. Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ κι αυτή είναι η φίλη μου, η Νυνάβε αλ'Μεάρα. Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, θέλεις να ταξιδέψεις στον ίδιο προορισμό με μας. Μπορώ να ρωτήσω γιατί; Την τελευταία φορά που σε είδαμε, δεν μας είχες προσφέρει καλές υπηρεσίες».

Ο άνθρωπος ούτε που βλεφάρισε, όταν η Νυνάβε υπαινίχθηκε ότι μπορεί να μην τις θυμόταν. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στα χέρια τους, προσέχοντας ότι τα δαχτυλίδια απουσίαζαν. Εκείνα τα μαύρα μάτια τα έβλεπαν όλα και τα κατέγραφαν για πάντα. «Θυμάμαι, κυρά Τράκαντ και θυμάμαι καλά. Αλλά, συγχωρήστε με γι' αυτό, την τελευταία φορά που σας υπηρέτησα ήμουν συντροφιά με τον Ματ Κώθον, όταν σας βγάλαμε από το νερό, πριν σας προφτάσουν τα ασημόκαρφα».

Η Νυνάβε έβηξε, αλλά όχι δυνατά. Ήταν κελί, όχι νερό, και ήταν το Μαύρο Άτζα κι όχι τα ασημόκαρφα. Της Νυνάβε ειδικά δεν της άρεσε να θυμάται ότι τότε είχαν χρειαστεί βοήθεια. Φυσικά δεν θα βρίσκονταν σε εκείνο το κελί χωρίς τον Τζούιλιν Σάνταρ. Όχι, αυτό δεν ήταν δίκαιο. Ήταν αλήθεια, αλλά δεν ήταν εντελώς δίκαιο.

«Καλά όλα αυτά», έκανε ζωηρά η Ηλαίην, «αλλά δεν είπες γιατί θες να πας στο Τάντσικο».

Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τη Νυνάβε επιφυλακτικά. Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη μέσα της αν προτιμούσε ο Σάνταρ να δείχνει περισσότερη επιφυλακτικότητα προς τη Νυνάβε και όχι προς την ίδια. «Με ξεσήκωσε από το σπίτι μου λιγότερο από μισή ώρα πριν», είπε με προσοχή, «ένας άντρας τον οποίο ξέρεις. Ένας ψηλός, με πρόσωπο σαν πέτρα, που ονομάζεται Λαν». Η Νυνάβε σήκωσε ελαφρώς τα φρύδια. «Ήρθε εκ μέρους ενός άλλου που ξέρετε. Ενός... βοσκού, μου είπε. Μου έδωσε μια μεγάλη ποσότητα χρυσού και μου είπε να σας συνοδεύσω. Μου είπε ότι, αν δεν επιστρέψετε σώες και ασφαλείς από αυτό το ταξίδι... Αρκεί να πω ότι θα ήταν προτιμότερο να πνιγώ, παρά να γυρίσω πίσω. Ο Λαν το τόνισε ιδιαιτέρως, το ίδιο και ο... βοσκός στο μήνυμά του. Η Κυρά των Πανιών μου λέει ότι δεν μπορώ να μπαρκάρω αν δεν συμφωνήσετε. Κατέχω ορισμένες ικανότητες οι οποίες ίσως να φανούν χρήσιμες». Το ραβδί στριφογύρισε στα χέρια του τόσο γρήγορα, που δημιούργησε μια θολούρα και ένα σφύριγμα, και μετά έμεινε ακίνητο. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το σπαθοσπάστη στο γοφό του· έμοιαζε με κοντό σπαθί, είχε αιχμές που δεν ήταν ακονισμένες και σχισμές που προορίζονταν για να αρπάζουν τις λεπίδες.

«Οι άντρες πάντα βρίσκουν τρόπο να ξεγλιστρήσουν από αυτό που τους έχεις πει να κάνουν», μουρμούρισε η Νυνάβε, χωρίς όμως να δείχνει πολύ δυσαρεστημένη.

Η Ηλαίην απλώς συνοφρυώθηκε ενοχλημένη. Τον είχε στείλει ο Ραντ; Σίγουρα το είχε κάνει πριν διαβάσει το δεύτερο γράμμα. Που να καεί! Γιατί χοροπηδά έτσι; Δεν έχω χρόνο να στείλω άλλο γράμμα, αλλά και να το έκανα, μάλλον θα τον μπέρδευα ακόμα πιο πολύ. Κι εγώ θα φαινόμουν ακόμα πιο χαζή. Που να καεί!

«Κι εσύ, αφέντη Μέριλιν;» είπε η Νυνάβε. «Ο βοσκός έστειλε κι ένα βάρδο στο κατόπι μας; Ή ο άλλος; Ίσως για να μας διασκεδάζεις με τα ταχυδακτυλουργικά και τις φωτιές που καταπίνεις».

Ο Θομ κοίταζε εξονυχιστικά τον Σάνταρ μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά πήρε αμέσως το βλέμμα ατάραχα και έκανε μια κομψή υπόκλιση, χαλώντας τη λιγάκι επειδή ανέμισε υπερβολικά επιδεικτικά το γεμάτο μπαλώματα μανδύα του. «Όχι ο βοσκός, κυρά αλ'Μεάρα. Μια αρχόντισσα, κοινή γνωστή μας, μου ζήτησε —μου ζήτησε― να σας συνοδεύσω. Η αρχόντισσα που βρήκε εσένα και το βοσκό στο Πεδίο του Έμοντ».

«Γιατί;» ρώτησε καχύποπτα η Νυνάβε.

«Κι εγώ, επίσης, έχω χρήσιμες ικανότητες», της είπε ο Θομ, ρίχνοντας μια ματιά στον κλεφτοκυνηγό. «Εκτός από τα ταχυδακτυλουργικά δηλαδή. Κι έχω πάει στο Τάντσικο αρκετές φορές. Ξέρω καλά την πόλη. Μπορώ να σας πω πού θα βρείτε καλό πανδοχείο, ποιες περιοχές είναι επικίνδυνες, όχι μόνο τη νύχτα αλλά και τη μέρα, και ποιον πρέπει να δωροδοκήσουμε ώστε η Πολιτοφυλακή να μη χώσει τη μύτη της στις δουλειές σας. Συνηθίζουν να παρακολουθούν τους ξένους. Μπορώ να σας βοηθήσω σε πολλά».

Εκείνη η αίσθηση οικειότητας τριβέλιζε το μυαλό της Ηλαίην. Πριν καλά-καλά καταλάβει τι έκανε, άπλωσε το χέρι και τράβηξε την άκρη του μακριού, λευκού μουστακιού του. Αυτός τινάχτηκε κι εκείνη έκρυψε με τα δύο χέρια το στόμα της, κοκκινίζοντας ως τις ρίζες των μαλλιών της. «Συγχώρεσέ με. Μου... μου φάνηκε ότι θυμόμουν να το έχω ξανακάνει άλλοτε. Εννοώ... ειλικρινά λυπάμαι». Φως μου, τι ήθελα και έκανα τέτοιο πράγμα; Τώρα θα με περνά για κουτορνίθι.

«Θα... το θυμόμουν», είπε αυτός μουδιασμένα.

Η Ηλαίην έλπισε να μην τον είχε προσβάλει. Η έκφραση του δεν τη βοηθούσε να καταλάβει. Οι άντρες προσβάλλονταν όταν έπρεπε να γελάσουν και γελούσαν όταν έπρεπε να προσβληθούν. Αν ήταν να ταξιδέψουν μαζί... Τότε συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι είχε αποφασίσει να έρθουν κι αυτοί. «Νυνάβε;» είπε.

Η άλλη γυναίκα φυσικά κατάλαβε τη βουβή ερώτηση. Κοίταξε εξεταστικά τους δύο άντρες και μετά ένευσε. «Μπορούν να έρθουν. Αρκεί να συμφωνήσουν ότι θα κάνουν ό,τι λέμε. Δεν θέλω κάποιος ανόητος άντρας να κάνει του κεφαλιού του και να μας θέσει σε κίνδυνο».

«Όπως προστάζεις, κυρά αλ'Μεάρα», είπε αμέσως ο Σάνταρ με μια υπόκλιση, αλλά ο Θομ αντέδρασε. «Ο βάρδος είναι ελεύθερο πουλί, Νυνάβε, αλλά μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δεν θα σας βάλω σε κίνδυνο. Κάθε άλλο», είπε ο βάρδος.

«Ό,τι σου πούμε», είπε με νόημα η Νυνάβε. «Θέλω το λόγο σου, αλλιώς θα δεις το πλοίο να φεύγει από την αποβάθρα».

«Οι Άθα’αν Μιέρε δεν αρνούνται θέση σε κανέναν, Νυνάβε».

«Έτσι νομίζεις; Μόνο στο ληστροκυνηγό» —ο Σάνταρ ξίνισε τα μούτρα του― «είπαν ότι χρειάζεται την άδειά μας; Ό,τι σου πούμε, αφέντη Μέριλιν».

Ο Θομ τίναξε το ασπρομάλλικο κεφάλι του σαν δύστροπο άλογο και ανάσανε βαριά, στο τέλος όμως ένευσε. «Δίνω το λόγο μου, κυρά αλ'Μεάρα».

«Πολύ καλά, λοιπόν», είπε η Νυνάβε με σιγουριά. «Κανονίστηκε. Βρείτε την Κυρά των Πανιών και πείτε της ότι θέλω να σας βρει μια καμπινούλα, αν μπορεί, μακριά από μας. Φευγάτε τώρα. Άντε».

Ο Σάνταρ υποκλίθηκε ξανά και έφυγε· ο Θομ έδειξε να το σκέφτεται, πριν τον ακολουθήσει με το σώμα σφιγμένο.

«Μήπως τους φέρεσαι σκληρά;» είπε η Ηλαίην μόλις απομακρύνθηκαν και δεν τις άκουγαν πια. Η απόσταση αυτή δεν ήταν μεγάλη, μέσα στο σαματά που επικρατούσε στο κατάστρωμα. «Στο κάτω-κάτω, είμαστε αναγκασμένοι να συνταξιδέψουμε. “Τα γλυκά λόγια κάνουν τη γλυκιά παρέα”».

«Καλύτερα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους από την αρχή. Ηλαίην, ο Θομ Μέριλιν ξέρει πολύ καλά ότι δεν είμαστε κανονικές Άες Σεντάι». Χαμήλωσε τη φωνή της και κοίταξε ολόγυρα καθώς το έλεγε. Κανένας από τους ναύτες δεν τις κοίταζε, με εξαίρεση την Κυρά των Πανιών, που ήταν πίσω, στο πρυμναίο κατάστρωμα, και άκουγε τον ψηλό βάρδο και τον κλεφτοκυνηγό. «Οι άντρες μιλάνε —όλο έτσι κάνουν― κι έτσι ο Σάνταρ σύντομα θα το μάθει κι αυτός. Δεν θα δημιουργούσαν πρόβλημα σε δύο Άες Σεντάι, αλλά σε δύο Αποδεχθείσες...; Με την πρώτη ευκαιρία, εκείνες οι Θαλασσινές θα έπαιρναν αποφάσεις που θα νόμιζαν ότι ήταν για το καλό μας, ό,τι κι αν λέγαμε εμείς. Δεν θέλω να τους δώσω την παραμικρή ευκαιρία».

«Μπορεί να έχεις δίκιο. Λες να ξέρουν το λόγο που πάμε στο Τάντσικο;»

Η Νυνάβε ξεφύσησε. «Όχι, αλλιώς δεν θα ήταν τόσο ανέμελοι. Και θα προτιμούσα να μην το πούμε, αν δεν χρειαστεί». Έριξε στην Ηλαίην μια ματιά με νόημα· δεν χρειαζόταν να της αναφέρει ότι, αν μπορούσε, δεν θα το είχε πει ούτε στην Κυρά των Πανιών. «Μάθε κι αυτό το ρητό. “Άμα δανείζεσαι μπελάδες, τους πληρώνεις στο δεκαπλάσιο”».

«Τα λόγια σου δείχνουν ότι δεν τους εμπιστεύεσαι, Νυνάβε». Θα της έλεγε ότι έκανε σαν τη Μουαραίν, όμως η Νυνάβε δεν θα δεχόταν ευχάριστα τη σύγκριση.

«Μπορούμε να τους εμπιστευτούμε; Ο Τζούιλιν Σάνταρ μας πρόδωσε μια φορά. Ναι, ναι, ξέρω ότι κανένας δεν θα μπορούσε να το αποφύγει, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Επίσης, η Λίαντριν και οι άλλες ξέρουν το πρόσωπό του. Θα πρέπει να του αλλάξουμε ντύσιμο. Μπορεί να τον βάλουμε να μακρύνει τα μαλλιά του. Ίσως να αφήσει και μουστάκι, σαν εκείνο το σαμιαμίδι στο πρόσωπο του βάρδου. Ίσως κάτι γίνει έτσι».

«Και ο Θομ Μέριλιν;» ρώτησε η Ηλαίην. «Νομίζω ότι μπορούμε να τον εμπιστευτούμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι νομίζω».

«Παραδέχτηκε ότι τον έστειλε η Μουαραίν», είπε κουρασμένα η Νυνάβε. «Τι δεν παραδέχτηκε όμως; Τι του είπε αυτή, που δεν μας το είπε τώρα; Προορισμός του είναι να μας βοηθήσει, ή κάτι άλλο; Η Μουαραίν παίζει τόσο συχνά το δικό της παιχνίδι, που την εμπιστεύομαι τόσο παραπάνω από τη Λίαντριν». Σήκωσε το χέρι, με τον αντίχειρα να απέχει έναν πόντο από το δείκτη, ώστε να τους δείξει. «Θα μας χρησιμοποιήσει, κι εσένα κι εμένα, θα μας εκμεταλλευτεί, αν αυτό είναι προς όφελος του Ραντ. Ή, μάλλον, αν είναι προς όφελος των σχεδίων της για τον Ραντ. Θα του περνούσε λουρί, σαν να ήταν σκυλάκι, αν μπορούσε».

«Η Μουαραίν ξέρει τι πρέπει να γίνει, Νυνάβε». Αυτή τη φορά το αναγνώριζε απρόθυμα. Αυτό που κατά τη γνώμη της Μουαραίν έπρεπε να γίνει, ίσως να επέσπευδε την πορεία του Ραντ προς την Τάρμον Γκάι'ντον. Προς το θάνατό του, ίσως. Ο Ραντ κι κόσμος ισορροπούσαν. Ήταν χαζό —ανόητο και παιδιάστικο― το γεγονός ότι για την Ηλαίην αυτή η ζυγαριά τρεμούλιαζε, χωρίς να γέρνει πουθενά. Όμως δεν τολμούσε να χαλάσει την ισορροπία, ακόμα και μέσα στο νου της, επειδή δεν ήξερε προς τα πού θα έκλινε. «Αυτή το ξέρει καλύτερα απ' αυτόν», είπε δίνοντας σιγουριά στη φωνή της. «Καλύτερα από μας».

«Ίσως». Η Νυνάβε αναστέναξε. «Αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να μου αρέσει».

Οι ναύτες πέταξαν τα σχοινιά από την πλώρη, εκεί που ξαφνικά απλώθηκαν τριγωνικά πανιά, και ο Κυματοχορευτής τραβήχτηκε από την αποβάθρα. Κι άλλα πανιά φάνηκαν, μεγάλα τετράγωνα και τρίγωνα, οι πρυμάτσες έπεσαν και το πλοίο βγήκε στο ποτάμι, διαγράφοντας μια μεγάλη καμπύλη ανάμεσα στα αγκυροβολημένα πλοία, που περίμεναν τη σειρά τους για τις αποβάθρες ― μια ομαλή καμπύλη, που κατέληξε σε πορεία νότια, κατάντη. Οι Θαλασσινοί κουμάνταραν το πλοίο τους όπως ένας δεξιοτέχνης καβαλάρης θα κουμαντάριζε ένα άλογο ράτσας. Εκείνος ο παράξενος, ακτινωτός τροχός έλεγχε το πηδάλιο με κάποιον τρόπο, τον οποίο έστριβε ένας γυμνόστηθος ναύτης. Η Ηλαίην ανακουφίστηκε που ήταν άντρας και όχι γυναίκα. Η Κυρά των Πανιών και η Ανεμοευρέτρια στέκονταν δίπλα στον τροχό. Η Κόινε έδινε διαταγές πού και πού, μερικές φορές κατόπιν χαμηλόφωνης διαβούλευσης με την αδελφή της. Ο Τόραμ έμεινε να κοιτάζει για λίγο, με πρόσωπο που έμοιαζε σκαλισμένο σε σανίδα του καταστρώματος, και μετά κατέβηκε κάτω με αγέρωχο βήμα.

Στο πρυμναίο κατάστρωμα στεκόταν ένας Δακρινός· ένας παχουλός άντρας με αποκαρδιωμένη έκφραση, μουντό, κίτρινο σακάκι με φουσκωτά, κίτρινα μανίκια, που έτριβε τα χέρια νευρικά. Τον είχαν φέρει στο πλοίο τη στιγμή που ανέβαζαν τη σανιδόσκαλα, ήταν ο άνθρωπος που θεωρητικά θα οδηγούσε τον Κυματοχορευτή κατάντη στο ποτάμι· σύμφωνα με τους Δακρινούς νόμους, κανένα πλοίο δεν μπορούσε να περάσει από τα Δάχτυλα του Δράκοντα χωρίς να έχει Δακρινούς οδηγούς. Η αποκαρδιωμένη έκφραση σίγουρα οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν έκανε τίποτα, διότι ακόμα κι αν πρόσφερε κάποια οδηγία, οι Θαλασσινοί δεν του έδιναν σημασία.

Η Νυνάβε μουρμούρισε ότι ήθελε να δει την καμπίνα τους και κατέβηκε κάτω, αλλά η Ηλαίην απολάμβανε την αύρα στο κατάστρωμα και την αίσθηση του ξεκινήματος. Το να ταξιδεύεις, να βλέπεις μέρη που δεν έχεις ξαναδεί, ήταν από μόνο του χαρά. Δεν περίμενε ότι θα το έκανε ποτέ με τέτοιον τρόπο. Η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ ίσως να έκανε επίσημες επισκέψεις σε άλλα κράτη, και θα έκανε περισσότερες όταν ανέβαινε στο θρόνο, αλλά θα ήταν όλο τελετές και τυπικότητες. Δεν θα ήταν έτσι, με ξυπόλητους Θαλασσινούς κι ένα πλοίο που έπλεε προς τη θάλασσα.

Οι ακροποταμιές περνούσαν γρήγορα καθώς ο ήλιος ψήλωνε και αραιά και πού εμφανίζονταν και χάνονταν πίσω τους ομάδες από πέτρινα αγροκτήματα, κολλητά το ένα στο άλλο, ζοφερά και απομονωμένα. Πουθενά χωριά όμως. Το Δάκρυ δεν επέτρεπε να υπάρχει κανένα χωριό στο ποτάμι ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα, επειδή ακόμα και το μικρότερο θα μπορούσε κάποια μέρα να γίνει ανταγωνιστής της πρωτεύουσας. Οι Υψηλοί Άρχοντες έλεγχαν το μέγεθος των χωριών και των πόλεων στην εξοχή με ένα φόρο οικοδομών, ο οποίος αυξανόταν ανάλογα με τον αριθμό των κτιρίων. Η Ηλαίην ήταν βέβαιη ότι δεν θα επέτρεπαν στο Γκόνταν να υπάρχει και να ευημερεί στον Κόλπο της Ρεμάρα, αν δεν υπήρχε η υποτιθέμενη αναγκαιότητα μιας ισχυρής παρουσίας, που να αντικρίζει το Μαγιέν. Κατά κάποιον τρόπο ήταν ανακούφιση που άφηνε τέτοιους ανόητους πίσω της. Μακάρι μόνο να μην άφηνε πίσω της και έναν άλλο ανόητο.

Όσο περισσότερο προχωρούσε προς το νότο ο Κυματοχορευτής, τόσο αυξανόταν το πλήθος από τις ψαρόβαρκες, που οι περισσότερες ήταν κυκλωμένες από κοπάδια γλάρων και ψαροπουλιών, ειδικά από τη στιγμή που το σκάφος μπήκε στο λαβύρινθο των υδάτινων οδών που ονομαζόταν Δάχτυλα του Δράκοντα. Συχνά, τα πουλιά στον αέρα και τα μακριά κοντάρια που κρατούσαν τα δίχτυα ήταν το μόνο που φαινόταν, εκτός από τις εκτάσεις των καλαμιών και των μαχαιρόχορτων, που κυμάτιζαν στην αύρα. Ολόγυρα υπήρχαν διάσπαρτα νησάκια, όπου φύτρωναν παράξενα, στραβά δέντρα με ρίζες εκτεθειμένες στον αέρα, όμοιες με μπλεγμένους ιστούς αράχνης. Πολλές βάρκες δούλευαν δίπλα στις καλαμιές, αν και όχι με δίχτυα. Κάποια στιγμή η Ηλαίην είδε μερικές κοντά στα ανοιχτά νερά, όπου εκεί άντρες και γυναίκες έριχναν πετονιές και τραβούσαν σπαρταριστά ψάρια με σκούρες ραβδώσεις, μεγάλα σαν μπράτσο ανδρός.

Ο Δακρινός κυβερνήτης άρχισε να βηματίζει νευρικά μόλις βρέθηκαν στο δέλτα με τον ήλιο ψηλά και σήκωσε τη μύτη όταν του πρόσφεραν μια γαβάθα με πηχτή, πικάντικη ψαρόσουπα και ψωμί. Η Ηλαίην έφαγε τη δική της πεινασμένα και σκούπισε τη γαβάθα με την τελευταία μπουκιά του ψωμιού, μολονότι είχε κι αυτή την ίδια νευρικότητα. Πλατιά και στενά περάσματα εκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια σταματούσαν απότομα, κι αυτό φαινόταν με την πρώτη ματιά, σ' έναν τοίχο από καλαμιές. Δεν μπορούσε να ξέρει κανείς ποια άλλα μπορεί να σταματούσαν εξίσου ξαφνικά στην επόμενη στροφή. Η Κόινε δεν έκοψε ταχύτητα καθόλου, ούτε δίσταζε να διαλέξει κατεύθυνση. Προφανώς ήξερε ποιο κανάλι θα ακολουθούσε, ή το ήξερε η Ανεμοευρέτρια, όμως ο κυβερνήτης δεν έπαυε να μουρμουρίζει μόνος του, σαν να περίμενε ότι ανά πάσα στιγμή θα εξόκελλαν.

Ήταν αργά το απόγευμα, όταν φάνηκε μπροστά τους η εκβολή του ποταμού και η ατέλειωτη άπλα της Θάλασσας των Καταιγίδων παραπέρα. Οι Θαλασσινοί έκαναν κάτι με τα πανιά και το πλοίο τραντάχτηκε λιγάκι και σταμάτησε μαλακά. Μόνο τότε πρόσεξε η Ηλαίην μια μεγάλη βάρκα με κουπιά, που ερχόταν σαν βιαστικό νεροσκάθαρο με πλήθος ποδαράκια· ερχόταν από ένα νησί στο οποίο μερικά μοναχικά, πέτρινα κτίρια κύκλωναν τη βάση ενός ψηλού, στενού πύργου, με ανθρωπάκια να στέκονται στην κορυφή του, κάτω από τη σημαία του Δακρύου, που έδειχνε τρεις λευκές ημισελήνους σε κόκκινο και χρυσό φόντο. Ο κυβερνήτης πήρε δίχως λέξη το πουγκί που του πρόσφερε η Κόινε και κατέβηκε με τη σχοινένια σκάλα στη βάρκα. Μόλις έφυγε, τα πανιά γύρισαν πάλι και ο Κυματοχορευτής γύρισε κόντρα στα πρώτα κύματα της ανοιχτής θάλασσας, υψώθηκε ελαφρά, τα έκοψε και πέρασε. Οι Θαλασσινοί σκόρπισαν στα ξάρτια κι άπλωσαν κι άλλα πανιά, καθώς το πλοίο έτρεχε προς το νότο και τα δυτικά, μακριά από τη στεριά.

Όταν χάθηκε πίσω από τον ορίζοντα και η τελευταία λεπτή λουρίδα στεριάς, οι Θαλασσινές πέταξαν τις μπλούζες τους. Όλες, ακόμα και η Κυρά των Πανιών και η Ανεμοευρέτρια. Η Ηλαίην δεν ήξερε πού να κοιτάξει. Όλες αυτές οι γυναίκες τριγυρνούσαν μισόγυμνες, χωρίς να τις νοιάζουν καθόλου οι άντρες τριγύρω τους. Ο Τζούιλιν Σάνταρ φαινόταν να δυσκολεύεται όσο και η ίδια, κοίταζε εναλλάξ τις γυναίκες με γουρλωμένα μάτια και μετά ατένιζε τα πόδια του, ώσπου στο τέλος κατέβηκε κάτω σχεδόν τρέχοντας. Η Ηλαίην δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να τη διώξουν με τέτοιον τρόπο. Αντίθετα, προτίμησε να κοιτάζει τη θάλασσα.

Διαφορετικά έθιμα, θύμισε στον εαυτό της. Αρκεί να μην περιμένουν ότι θα κάνω το ίδιο. Η σκέψη και μόνο παραλίγο να την κάνει να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια. Με κάποιον τρόπο της ήταν ευκολότερο να σκέφτεται το Μαύρο Άτζα, παρά αυτό. Διαφορετικά έθιμα. Φως μου!

Ο ουρανός έγινε πορφυρός, μ' ένα μουχρωμένο, χρυσαφή ήλιο στον ορίζοντα. Δεκάδες δελφίνια συνόδευαν το σκάφος, πηδώντας και στριφογυρνώντας δίπλα του, ενώ στ' ανοιχτά, πιο έξω, κάτι αστραφτερά, ασημογάλανα ψάρια πετάγονταν κοπαδιαστά πάνω από την επιφάνεια. Με τα απλωμένα πτερύγιά τους, πλάτους μιας απλωσιάς, πετούσαν πενήντα βήματα και παραπάνω, πριν χωθούν ξανά στα γκριζοπράσινα νερά που φούσκωναν. Η Ηλαίην τα παρακολούθησε κατάπληκτη να κάνουν δέκα τέτοιες πτήσεις, πριν χαθούν οριστικά.

Αλλά τα δελφίνια, με το μεγάλο, στενόμακρο σχήμα τους, ήταν ένα θαύμα από μόνα τους, μια τιμητική φρουρά που ξανάπαιρνε τον Κυματοχορευτή εκεί που ήταν η θέση του. Τα αναγνώριζε από τις περιγραφές τους στα βιβλία· λεγόταν ότι, αν έβρισκαν κάποιον να πνίγεται, θα τον έσπρωχναν στην ακτή. Δεν ήξερε αν το πίστευε, αλλά ήταν μια όμορφη ιστορία. Τα ακολούθησε, προχωρώντας στην κουπαστή ως την πλώρη, όπου έπαιζαν στο κύμα που σήκωνε το πλοίο και έγερναν στο πλάι για να την κοιτάξουν δίχως να βραδύνουν.

Είχε σχεδόν φτάσει στο στενότερο σημείο της πλώρης, όταν κατάλαβε ότι ο Θομ Μέριλιν ήταν μπροστά της, χαμογελώντας με κάποια λύπη στα δελφίνια, με το μανδύα του να φουσκώνει στον άνεμο σαν τη μάζα των πανιών από πάνω. Είχε αφήσει τα πράγματά του. Της φαινόταν οικείος· ήταν βέβαιη. «Δεν είσαι χαρούμενος, αφέντη Μέριλιν;»

Εκείνος τη λοξοκοίταξε. «Σε παρακαλώ, λέγε με Θομ, Αρχόντισσά μου».

«Θομ, λοιπόν. Μα όχι Αρχόντισσα. Εδώ πέρα είμαι απλώς η κυρά Τράκαντ».

«Όπως ορίζεις, κυρά Τράκαντ», είπε μ' ένα αμυδρό χαμόγελο.

«Πώς γίνεται να χαζεύεις τα δελφίνια και να είσαι δυστυχισμένος, Θομ;»

«Είναι ελεύθερα», είπε αυτός με τέτοιον τόνο, που η Ηλαίην δεν κατάλαβε αν της απαντούσε. «Δεν έχουν αποφάσεις να πάρουν, αντίτιμα να πληρώσουν. Δεν έχουν καμία έγνοια στον κόσμο, μόνο να βρουν ψάρια να φάνε. Και καρχαρίες μπορεί. Και λιονταρόψαρα. Και εκατό άλλα πράγματα που δεν ξέρω. Ίσως τελικά να μην είναι τόσο ζηλευτή η ζωή τους».

«Τα ζηλεύεις;» Δεν της απάντησε, αλλά και η ερώτηση η ίδια ήταν λάθος. Έπρεπε να τον κάνει να ξαναχαμογελάσει. Όχι, να γελάσει. Για κάποιο λόγο, ήταν σίγουρη ότι, αν τον έκανε να γελάσει, θα θυμόταν πού τον είχε ξαναδεί. Διάλεξε ένα άλλο θέμα συζήτησης, ένα θέμα που σίγουρα θα ήταν πιο κοντινό στην καρδιά του. «Σκοπεύεις να συνθέσεις το έπος του Ραντ, Θομ;» Τα έπη ήταν για ραψωδούς, όχι για βάρδους, αλλά λίγη κολακεία δεν θα έβλαφτε. «Το έπος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ο Λόιαλ σκοπεύει να γράψει βιβλίο, ξέρεις».

«Ίσως να το συνθέσω, κυρά Τράκαντ. Ίσως. Όμως ούτε η σύνθεσή μου, ούτε το βιβλίο του Ογκιρανού δεν θα έχουν σημασία μακροπρόθεσμα. Οι ιστορίες μας δεν θα διασωθούν μακροπρόθεσμα. Όταν έρθει η επόμενη Εποχή —» Έκανε μια γκριμάτσα και τράβηξε την άκρη του μουστακιού του. «Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να απέχει μόνο ένα-δυο χρόνια. Πώς φαίνεται το τέλος μιας Εποχής; Δεν μπορεί να είναι πάντα ένας κατακλυσμός μεγάλος, σαν το Τσάκισμα. Εντούτοις, αν πιστέψουμε τις ιστορίες, αυτή τη φορά έτσι θα είναι. Να το πρόβλημα με τις προφητείες. Το πρωτότυπο είναι πάντα στην Παλιά Γλώσσα, ίσως και στον Υψηλό Ρυθμό· αν δεν ξέρεις από πριν τι σημαίνει κάτι, δύσκολα θα το καταλάβεις. Σημαίνει αυτό που λέει, ή μήπως είναι ένας φανταχτερός τρόπος για να πει κάτι παντελώς διαφορετικό;»

«Μιλούσες για το έπος σου», είπε η Ηλαίην προσπαθώντας να τον στρέψει προς τα κει, μα αυτός κούνησε το αχτένιστο, λευκό κεφάλι του.

«Μιλούσα για την αλλαγή. Το έπος μου, αν το συνθέσω —και το βιβλίο του Λόιαλ― δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από σπόρος, αν είμαστε τυχεροί. Εκείνοι που γνωρίζουν την αλήθεια θα πεθάνουν και τα εγγόνια των εγγονιών τους θα θυμούνται κάτι διαφορετικό. Και τα εγγόνια των δικών τους εγγονιών πάλι κάτι άλλο. Ύστερα από είκοσι γενιές, ίσως εσύ να είσαι ο ήρωας, όχι ο Ραντ».

«Εγώ;» γέλασε η Ηλαίην.

«Ή ίσως ο Ματ, ή ο Λαν. Ή ακόμα κι εγώ». Την κοίταξε χαμογελώντας πλατιά, κάτι που ζέστανε το σκαμμένο απ' τον καιρό πρόσωπό του. «Ο Θομ Μέριλιν. Όχι βάρδος ― αλλά τι; Ποιος μπορεί να πει; Δεν τρώει φωτιά, είναι η ανάσα του φωτιά. Την πετά πέρα-δώθε σαν Άες Σεντάι». Ανέμισε επιδεικτικά το μανδύα του. «Ο Θομ Μέριλιν, ο μυστηριώδης ήρωας, που αναποδογυρίζει βουνά και βγάζει βασιλιάδες». Το γέλιο του έγινε τρανταχτό, βαθύ. «Ο Ραντ αλ'Θόρ ίσως να είναι τυχερός, αν στην επόμενη Εποχή θυμούνται σωστά το όνομά του».

Η Ηλαίην είχε δίκιο, δεν ήταν απλώς μια αίσθηση. Αυτό το πρόσωπο, αυτό το χαρωπό γέλιο· τα θυμόταν. Μα από πού; Έπρεπε να τον κάνει να μιλήσει κι άλλο. «Πάντα έτσι γίνεται; Δεν νομίζω να αμφιβάλει κανείς για το ότι ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος, ας πούμε, κατέκτησε μια αυτοκρατορία. Ολόκληρο τον κόσμο, ή σχεδόν ολόκληρο».

«Ο Γερακόφτερος, νεαρή κυρά; Έφτιαξε αυτοκρατορία, βεβαίως, αλλά νομίζεις πως έκανε ό,τι λένε τα βιβλία, οι ιστορίες και τα έπη; Με τον τρόπο που λένε; Ότι σκότωσε τους εκατό καλύτερους άντρες ενός αντίπαλου στρατού, έναν-έναν; Ότι οι δύο στρατοί απλώς στέκονταν, ενώ ένας στρατηγός —ο βασιλιάς― έκανε εκατό μονομαχίες;»

«Τα βιβλία έτσι λένε».

«Δεν υπάρχει χρόνος ανάμεσα στην αυγή και το ηλιοβασίλεμα για να μονομαχήσει ένας άνθρωπος εκατό φορές, κοριτσάκι μου». Παραλίγο να τον διακόψει -κοριτσάκι μου, Ήταν η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, όχι ένα κοριτσάκι― αλλά αυτός είχε πάρει φόρα. «Κι αυτά έγιναν μόλις πριν από χίλια χρόνια. Ας πάμε πιο πίσω, στις παλαιότερες ιστορίες που ξέρω, στην Εποχή πριν από την Εποχή των Θρύλων. Άραγε στ' αλήθεια ο Μοσκ και ο Μερκ πάλευαν με δόρατα φωτιάς, ήταν καν γίγαντες; Άραγε στ' αλήθεια ήταν η Άλσμπετ βασίλισσα ολάκερου του κόσμου και ήταν η Άνλα στ' αλήθεια η αδελφή της; Η Άνλα ήταν πράγματι η Σοφή Συμβουλάτορας, ή μήπως ήταν κάποιος άλλος; Ρώτα καλύτερα από τι είδους ζώο βγαίνει το φίλντισι, ή από τι είδους φυτό το μετάξι. Εκτός αν κι αυτό βγαίνει από ζώο».

«Δεν ξέρω για τις άλλες ερωτήσεις», είπε η Ηλαίην κάπως πικαρισμένη· ακόμα την ενοχλούσε που την είχε πει κοριτσάκι, «αλλά για το φίλντισι και το μετάξι μπορείς να ρωτήσεις τους Θαλασσινούς».

Αυτός ξαναγέλασε ― όπως ήλπιζε η Ηλαίην, αν και πάλι δεν βοήθησε, παρά μόνο για να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι τον ήξερε. «Πρακτική και συγκεντρωμένη, ακριβώς σαν τη μητέρα σου. Πατάς γερά στη γη και δεν αφήνεις τη φαντασία σου να πετά», της είπε, αντί να την πει ανόητη, όπως σχεδόν περίμενε και ήταν προετοιμασμένη γι' αυτό.

Εκείνη σήκωσε λιγάκι το πηγούνι της και πήρε μια πιο ψυχρή έκφραση στο πρόσωπο. Μπορεί να προσποιούνταν την κυρά Τράκαντ, όμως αυτό ήταν άλλο. Ήταν ένας ευχάριστος, ηλικιωμένος άνθρωπος και η Ηλαίην ήθελε να λύσει το αίνιγμά του, όμως δεν έπαυε να είναι βάρδος και δεν έπρεπε να μιλά για μια βασίλισσα με τόση οικειότητα. Το παράξενο πάνω του, το εξοργιστικό, ήταν ότι κάτι φαινόταν να τον διασκεδάζει σ' αυτό. Να τον διασκεδάζει!

«Ούτε και οι Άθα'αν Μιέρε το ξέρουν», της είπε. «Το μόνο που βλέπουν από τις χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ είναι μερικά μίλια γύρω από τα λιμάνια όπου τους επιτρέπουν να αγκυροβολήσουν. Αυτά τα μέρη έχουν ψηλά τείχη, τα οποία φρουρούνται, έτσι που δεν μπορούν ούτε να σκαρφαλώσουν για να δουν τι υπάρχει στην άλλη πλευρά. Αν κάποιο πλοίο τους πάει να πιάσει στεριά αλλού —ή και οποιοδήποτε πλοίο που δεν είναι δικό τους· μόνο στους Θαλασσινούς επιτρέπεται να πηγαίνουν εκεί― τότε αυτό το πλοίο και το πλήρωμά του χάνονται για πάντα. Και αυτά είναι σχεδόν όλα όσα έχω να σου πω έπειτα από τόσα χρόνια που ρωτώ, τόσο πολλά που δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Οι Άθα'αν Μιέρε φυλάνε τα μυστικά τους, αλλά δεν νομίζω να έχουν πολλά μυστικά από εκείνα τα μέρη. Απ' όσα μπόρεσα να μάθω, οι Καιρχινοί είχαν την ίδια αντιμετώπιση, όταν ακόμα είχαν δικαίωμα να ταξιδεύουν στην Οδό του Μεταξιού, που διέσχιζε την Ερημιά. Οι Καιρχινοί έμποροι ποτέ δεν έβλεπαν κάτι άλλο εκτός από μια περιτειχισμένη πόλη κι όσοι άφηναν το δρόμο για να περιπλανηθούν, εξαφανίζονταν».

Η Ηλαίην βάλθηκε να τον μελετά με την προσοχή που είχε δώσει στα δελφίνια. Τι είδους άνθρωπος ήταν αυτός; Δυο φορές τώρα θα μπορούσε να είχε βάλει τα γέλια μαζί της —όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί μέσα της, την είχε βρει αστεία― όμως, αντίθετα, της μιλούσε σοβαρά, σαν... Να, σαν πατέρας προς κόρη. «Ίσως βρεις μερικές απαντήσεις στο πλοίο, Θομ. Πήγαιναν ανατολικά, μέχρι που πείσαμε την Κυρά των Πανιών να μας πάει στο Τάντσικο. Στο Σάρα, είπε ο Αφέντης του Φορτίου, ανατολικά του Μαγιέν· αυτό πρέπει να σημαίνει πέρα από την Ερημιά».

Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει για λίγο. «Σάρα, είπες; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα. Η Σάρα είναι πόλη, είναι έθνος ή και τα δύο; Ίσως μάθω κάτι παραπάνω».

Τι είπα; αναρωτήθηκε εκείνη. Είπα κάτι που τον έβαλε σε σκέψεις. Φως μου! Τον είπα ότι πείσαμε την Κόινε να αλλάξει τα σχέδια της. Αυτό δεν άλλαζε τίποτα, αλλά μάλωσε τον εαυτό της αυστηρά. Μια λέξη απροσεξίας σ' αυτό τον καλόβολο γεράκο ίσως να μην έβλαπτε, αλλά το ίδιο πράγμα αν γινόταν στο Τάντσικο ίσως να τη σκότωνε, και τη Νυνάβε επίσης, κι επιπλέον τον κλεφτοκυνηγό και τον ίδιο τον Θομ. Αν ήταν μόνο ένας καλόβολος γεροντάκος. «Θομ, γιατί ήρθες μαζί μας; Απλώς επειδή σου το ζήτησε η Μουαραίν;»

Οι ώμοι του τραντάχτηκαν· η Ηλαίην κατάλαβε ότι γελούσε με τον εαυτό του. «Όσο γι' αυτό, ποιος μπορεί να πει; Δεν αντιστέκεσαι εύκολα στις Άες Σεντάι, όταν σου ζητάνε χάρη. Ίσως να ήταν η προοπτική της ευχάριστης παρέας σου στο ταξίδι. Ή ίσως να κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο Ραντ είναι αρκετά μεγάλος και μπορεί να φροντίσει για λίγο τον εαυτό του».

Γέλασε δυνατά και η Ηλαίην δεν μπόρεσε να μη γελάσει μαζί του. Της φαινόταν αστεία η ιδέα ότι αυτός ο ασπρομάλλης ηλικιωμένος θα φρόντιζε τον Ραντ. Της ξανάρθε η αίσθηση ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί, δυνατότερη από ποτέ, καθώς τον κοίταζε. Όχι επειδή μπορούσε να γελά με τον εαυτό του, όχι μόνο γι' αυτό. Δεν ήξερε να πει ένα λόγο, πέρα από το γεγονός ότι, όταν κοίταζε στα γαλανά μάτια του, δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της ότι αυτός ο άνθρωπος θα της έκανε ποτέ κακό.

Η επιθυμία να του τραβήξει πάλι το μουστάκι ήταν σχεδόν ακαταμάχητη, όμως ανάγκασε τα χέρια της να μείνουν ακίνητα. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν παιδί. Παιδί. Άνοιξε το στόμα και ξαφνικά τα πάντα χάθηκαν από το μυαλό της.

«Συγνώμη σε παρακαλώ, Θομ», είπε βιαστικά. «Πρέπει να... Συγνώμη». Ξεκίνησε με βιαστικό βήμα προς την πρύμνη, χωρίς να περιμένει την απάντηση του. Μάλλον ο Θομ θα πίστευε ότι η κίνηση του πλοίου της είχε ανακατέψει το στομάχι. Ο Κυματοχορευτής κλυδωνιζόταν πιο γοργά, επειδή προχωρούσε πιο γρήγορα μέσα στα μεγάλα, φουσκωμένα κύματα, καθώς ο άνεμος δυνάμωνε.

Στο τιμόνι, στο πρυμναίο κατάστρωμα, στέκονταν δύο άντρες ― χρειάζονταν οι μύες και των δυο τους για να κρατηθεί το πλοίο στην πορεία του. Η Κυρά των Πανιών δεν ήταν στο κατάστρωμα, ήταν όμως εκεί η Ανεμοευρέτρια, που στεκόταν στην κουπαστή πέρα από τους τιμονιέρηδες, γυμνή ως τη μέση, σαν κι αυτούς, και μελετούσε τον ουρανό, όπου τα πλατιά σύννεφα έβραζαν πιο άγρια κι από τον ωκεανό. Αυτή τη φορά δεν ήταν τα ρούχα της Τζόριν —ή η έλλειψη αυτών― η αιτία που είχε ταραχτεί η Ηλαίην. Την Ανεμοευρέτρια την περιέβαλλε η λάμψη μιας γυναίκας που αγκάλιαζε το σαϊντάρ, φαινόταν καθαρά, παρά το λιγοστό φως. Αυτό είχε νιώσει, αυτό την είχε τραβήξει. Μια γυναίκα που διαβίβαζε.

Η Ηλαίην κοντοστάθηκε λίγο πριν από το πρυμναίο κατάστρωμα για να δει τι έκανε η άλλη γυναίκα. Οι ροές του Αέρα και του Νερού που χειριζόταν η Ανεμοευρέτρια ήταν χοντρές σαν καλαμάρια, όμως τις ύφαινε επιδέξια, σχεδόν αριστοτεχνικά, κι εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα, πέρα στα νερά, σαν ιστός απλωμένος στον ουρανό. Ο άνεμος δυνάμωσε κι άλλο· οι τιμονιέρηδες ζορίζονταν και ο Κυματοχορευτής πετούσε στη θάλασσα. Η ύφανση σταμάτησε, η λάμψη του σαϊντάρ χάθηκε και η Τζόριν έγειρε στην κουπαστή, στηριγμένη στα χέρια της.

Η Ηλαίην ανέβηκε ήσυχα τη σκάλα, όμως η Θαλασσινή μίλησε με μαλακή φωνή, δίχως να γυρίσει το κεφάλι, μόλις πλησίασε αρκετά για να την ακούσει. «Εκεί που δούλευα, φαντάστηκα ότι με παρακολουθούσες. Δεν μπορούσα να σταματήσω εκείνη τη στιγμή· μπορεί να ξεσπούσε τέτοια θύελλα, που δεν θα γλίτωνε ούτε κι ο Κυματοχορευτής. Η Θάλασσα των Καταιγίδων έχει το σωστό όνομα· γεννά άγριους ανέμους, ακόμα και χωρίς τη βοήθειά μου. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό, όμως η Κόινε είπε ότι πρέπει να φτάσουμε γρήγορα. Για σένα και για τον Κόραμουρ». Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό. «Αυτός ο άνεμος θα κρατήσει ως το πρωί, αν είναι θέλημα του Φωτός».

«Αυτός είναι ο λόγος που οι Θαλασσινοί δεν μεταφέρουν Άες Σεντάι;» είπε Ηλαίην, ενώ καθόταν πλάι της στην κουπαστή. «Για να μη μάθει ο Πύργος ότι οι Ανεμοευρέτριες μπορούν να διαβιβάζουν; Γι' αυτό ήταν δική σου η απόφαση να μας αφήσεις να έρθουμε κι όχι της αδελφής σου; Τζόριν, ο Πύργος δεν θα προσπαθήσει να σας εμποδίσει. Δεν υπάρχει κανένας νόμος στον Πύργο που να εμποδίζει οποιαδήποτε γυναίκα να διαβιβάζει, ακόμα κι αν δεν είναι Άες Σεντάι».

«Ο Λευκός Πύργος σας θα έρθει να ανακατευτεί. Θα θελήσει να βάλει χέρι στα πλοία μας, όπου είμαστε ελεύθεροι από στεριά και στεριανούς. Θα προσπαθήσει να μας δέσει σ' αυτόν, να μας αποκόψει από τη θάλασσα». Βαριαναστέναξε. «Το κύμα που πέρασε δεν το γυρίζεις πίσω».

Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσε να της πει ότι δεν ήταν έτσι, αλλά ο Πύργος πράγματι αναζητούσε γυναίκες και κορίτσια που μπορούσαν να μάθουν να διαβιβάζουν, τόσο για να αυξήσει τον αριθμό των Άες Σεντάι, που έφθινε σε σύγκριση με το παρελθόν, όσο και εξαιτίας του κινδύνου που υπήρχε, όταν κάποια μάθαινε να διαβιβάζει αβοήθητη. Η αλήθεια ήταν ότι οι γυναίκες που μπορούσαν να διδαχθούν πώς να αγγίζουν την Αληθινή Πηγή συνήθως κατέληγαν στον Πύργο, είτε το ήθελαν είτε όχι, τουλάχιστον μέχρι να εκπαιδευτούν ώστε να μη σκοτώσουν κατά λάθος τον εαυτό τους ή άλλες.

Ύστερα από λίγο, η Τζόριν συνέχισε. «Δεν είμαστε όλες. Μερικές μόνο. Στέλνουμε μερικά κορίτσια στην Ταρ Βάλον, για να μην έρχονται οι Άες Σεντάι να ψάχνουν ανάμεσά μας. Κανένα πλοίο που η Ανεμοευρέτριά του ξέρει να υφαίνει τους ανέμους δεν μεταφέρει Άες Σεντάι. Όταν είπατε τι είστε, φαντάστηκα ότι με είχατε καταλάβει, αλλά δεν μιλήσατε και ζητήσατε θέση στο πλοίο, οπότε έλπισα ότι ίσως να μην ήσασταν Άες Σεντάι, παρά τα δαχτυλίδια σας. Ανόητη ελπίδα. Μπορούσα να νιώσω τη δύναμη που είχατε και οι δύο. Και τώρα θα το μάθει ο Λευκός Πύργος».

«Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα κρατήσω το μυστικό σου, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ». Της γυναίκας, όμως, της άξιζε κάτι παραπάνω. «Τζόριν, ορκίζομαι στην τιμή του Οίκου Τράκαντ του Άντορ ότι θα βάλω τα δυνατά μου ώστε να διαφυλάξω το μυστικό σου από όποιους θα μπορούσαν να κάνουν κακό είτε σ' εσένα, είτε στο λαό σου, και ότι αν χρειαστεί να το αποκαλύψω σε κάποιον, θα κάνω ό,τι μπορώ για να προστατεύσω το λαό σου από οποιαδήποτε ανάμιξη. Ο Οίκος Τράκαντ δεν στερείται επιρροής, ακόμα και στον Πύργο». Και θα βάλω τη μητέρα να την ασκήσει, αν χρειαστεί. Με κάποιον τρόπο.

«Αν είναι θέλημα Φωτός», είπε μοιρολατρικά η Τζόριν, «όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά, τα πάντα των πάντων θα πάνε καλά, αν είναι θέλημα Φωτός».

«Υπήρχε μια νταμέην στο πλοίο των Σωντσάν, έτσι δεν είναι;» Η Ανεμοευρέτριά την κοίταξε απορημένη. «Μια αιχμάλωτη γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει».

«Για τόσο νεαρή, βλέπεις βαθιά. Να γιατί στην αρχή νόμισα ότι μπορεί να μην είσαι Άες Σεντάι, επειδή είσαι τόσο νεαρή· έχω κόρες που είναι μεγαλύτερές σου, νομίζω. Δεν ήξερα ότι ήταν αιχμάλωτη· τώρα σκέφτομαι ότι μακάρι να την είχαμε σώσει. Στην αρχή ο Κυματοχορευτής ξέφυγε εύκολα από το σκάφος των Σωντσάν —είχαμε ακούσει για τους Σωντσάν και τα σκάφη τους με τα ραβδωτά πανιά, που απαιτούσαν παράξενους όρκους και τιμωρούσαν εκείνους που δεν τους έδιναν― αλλά μετά η νταμέην έσπασε δύο κατάρτια του και έκαναν ρεσάλτο με τα σπαθιά. Κατάφερα να ανάψω φωτιά στο σκάφος των Σωντσάν —μου είναι δύσκολο να υφάνω Φωτιά για να ανάψω κάτι άλλο εκτός από μια λάμπα, όμως, με το θέλημα του Φωτός, αυτό έφτανε― και ο Τόραμ ηγήθηκε του πληρώματος ενάντια στους Σωντσάν, κάνοντάς τους να γυρίσουν στα καταστρώματά τους. Κόψαμε τους γάντζους με τους οποίους είχαν κάνει το ρεσάλτο και το πλοίο τους παρασύρθηκε μακριά, ακυβέρνητο και τυλιγμένο στις φλόγες. Πάσχιζαν να το σώσουν και μας άφησαν, καθώς φεύγαμε όπως-όπως. Λυπήθηκα βλέποντάς το να καίγεται και να βουλιάζει· ήταν ωραίο σκαρί για φουσκοθαλασσιά, νομίζω. Τώρα λυπάμαι επειδή θα μπορούσαμε να σώσουμε τη γυναίκα, την νταμέην. Παρ' όλο που έκανε ζημιά στον Κυματοχορευτή, μπορεί να μην το είχε κάνει αν ήταν ελεύθερη. Το Φως να γεμίζει την ψυχή της και τα νερά να τη δεχτούν γαλήνια».

Την είχε γεμίσει θλίψη η αφήγηση της ιστορίας. Η Ηλαίην έπρεπε να της αποσπάσει την προσοχή. «Τζόριν, γιατί οι Άθα'αν Μιέρε χρησιμοποιούν το αρσενικό γένος για τα πλοία; Όλοι οι άλλοι που έχω συναντήσει χρησιμοποιούν το θηλυκό. Δεν φαντάζομαι να έχει σημασία, αλλά γιατί;»

«Οι άντρες θα σου δώσουν διαφορετική απάντηση», είπε η Ανεμοευρέτρια χαμογελώντας, «και θα σου πούνε για τη δύναμη και το μεγαλείο και τα λοιπά, όπως συνηθίζουν οι άντρες, όμως η αλήθεια είναι αυτή. Το πλοίο είναι ζωντανό, είναι σαν άντρας, με καρδιά πραγματικού άντρα». Έτριψε τρυφερά την κουπαστή, σαν να χάιδευε κάτι ζωντανό, κάτι που ένιωθε το χάδι της. «Αν του φερθείς καλά και το περιποιείσαι όπως πρέπει, θα πολεμήσει για σένα και τη χειρότερη θάλασσα. Θα πολεμήσει για να σε σώσει, ακόμα και όταν η θάλασσα το έχει πληγώσει θανάσιμα. Αν το παραμελείς, όμως, αν αγνοείς τα μικρά προμηνύματα του κινδύνου που σου δίνει, τότε θα σε πνίξει, ακόμα και σε θάλασσα λάδι, κάτω από ανέφελο ουρανό».

Η Ηλαίην ευχήθηκε ο Ραντ να μην είναι τόσο αλλοπρόσαλλος. Τότε γιατί κάνει έτσι, που τη μια χαίρεται που φεύγω και την άλλη στέλνει τον Τζούιλιν Σάνταρ στο κατόπι μου; Έπρεπε να πάψει να τον σκέφτεται. Ήταν πολύ μακριά της. Δεν μπορούσε να κάνει τώρα κάτι γι' αυτόν.

Κοίταξε πάνω από τον ώμο της, προς την πλώρη. Ο Θομ είχε φύγει. Ήταν σίγουρη ότι είχε βρει το κλειδί του γρίφου λίγο πριν νιώσει την Ανεμοευρέτρια να διαβιβάζει. Είχε κάποια σχέση με το χαμόγελό του. Ό,τι κι αν ήταν, είχε χαθεί. Σκόπευε να το ξαναβρεί, πάντως, πριν φτάσουν στο Τάντσικο, ακόμα κι αν έπρεπε να τον στριμώξει. Αλλά θα τον έβρισκε και το πρωί. «Τζόριν, πόσο θα κάνουμε για να φτάσουμε στο Τάντσικο; Μου είπαν ότι τα τρεχαντήρια είναι τα πιο γρήγορα πλοία στον κόσμο, αλλά πόσο γρήγορα είναι;»

«Στο Τάντσικο; Για να υπηρετήσουμε τον Κόραμουρ, δεν θα πιάσουμε σε κανένα λιμάνι πριν φτάσουμε εκεί. Ίσως δέκα μέρες, αν μπορέσω να υφάνω τους ανέμους αρκετά καλά κι αν είναι θέλημα Φωτός να βρω τα κατάλληλα ρεύματα. Ίσως μόνο επτά ή οκτώ, με τη χάρη του Φωτός».

«Δέκα μέρες;» είπε η Ηλαίην με κομμένη την ανάσα. «Δεν είναι δυνατόν». Είχε δει χάρτες.

Το χαμόγελο της άλλης φανέρωνε ανάμικτη περηφάνια και αυταρέσκεια. «Όπως είπες εσύ η ίδια, είναι τα γρηγορότερα πλοία στον κόσμο. Τα επόμενα γρηγορότερα κάνουν μιάμιση φορά περισσότερο σε οποιαδήποτε διαδρομή και τα υπόλοιπα το διπλάσιο χρόνο. Τα παράκτια σκάφη, που αγκαλιάζουν την παραλία και αγκυροβολούν κάθε νύχτα στα ρηχά» —ξεφύσησε περιφρονητικά― «θέλουν το δεκαπλάσιο».

«Τζόριν, θα μου διδάξεις να κάνω αυτό που έκανες;»

Η Ανεμοευρέτρια την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, που άστραφταν στο σούρουπο. «Να σε διδάξω; Μα είσαι Άες Σεντάι».

«Τζόριν, ποτέ δεν ύφανα ροή που να είναι έστω και η μισή απ' αυτές που χειριζόσουν. Και η έκτασή τους! Μένω κατάπληκτη, Τζόριν».

Η Ανεμοευρέτρια την κοίταξε για λίγο ακόμα, όχι πια σαστισμένη, αλλά σαν να προσπαθούσε να χαράξει το πρόσωπο της Ηλαίην στο νου της. Τέλος, φίλησε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της και άγγιξε με αυτά τα χείλη της Ηλαίην. «Αν είναι θέλημα Φωτός, θα μάθουμε και οι δύο».

Загрузка...