4 Χορδές

Ο Θομ Μέριλιν πασπάλισε άμμο σ' αυτό που είχε γράψει, για να στεγνώσει το μελάνι, κι ύστερα ξανάχυσε προσεκτικά την άμμο στο βαζάκι της και έκλεισε καλά το καπάκι. Έψαξε στα χαρτιά του, που ήταν απλωμένα σε πρόχειρες στοίβες σε ολόκληρο το τραπέζι —έξι ψηλά κεριά αποτελούσαν κίνδυνο για πυρκαγιά, αλλά είχε μεγάλη ανάγκη το φως τους― και διάλεξε ένα τσαλακωμένο φύλλο, που το λέκιαζε μια κηλίδα μελάνης. Το σύγκρινε προσεκτικά με αυτό που είχε γράψει, χάιδεψε ικανοποιημένος το μακρύ, λευκό μουστάκι του με τον αντίχειρα και άφησε ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο ανεμοδαρμένο πρόσωπό του. Κι ο ίδιος ο Υψηλός Άρχοντας Κάρλεον θα πίστευε ότι ήταν ο δικός του γραφικός χαρακτήρας.

Να φυλάγεσαι. Ο σύζυγός σον έχει υποψίες.

Μόνο αυτές οι λέξεις, δίχως υπογραφή. Τώρα, αν μπορούσε να το κανονίσει έτσι ώστε ο Υψηλός Άρχοντας Τεντόσιαν να το βρει εκεί που θα μπορούσε να το έχει αφήσει από απροσεξία η σύζυγός του, η Αρχόντισσα Αλτέιμα...

Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο Θομ τινάχτηκε. Κανένας δεν ερχόταν να τον δει τέτοια ώρα νυχτιάτικα.

«Μια στιγμή», φώναξε μαζεύοντας όπως-όπως τις πένες, τα μελανοδοχεία και επιλεγμένα χαρτιά, και τοποθετώντας τα σε ένα ταλαιπωρημένο κιβώτιο για σύνεργα γραφής. «Μια στιγμή να βάλω ένα πουκάμισο».

Κλείδωσε το κιβώτιο και το έχωσε κάτω από το τραπέζι, εκεί που δεν φαινόταν με την πρώτη ματιά. Μετά κοίταξε ολόγυρα το μικρό, δίχως παράθυρα δωμάτιό του για να δει μήπως είχε τίποτα άλλο που δεν έπρεπε να φανεί. Στεφάνια και μπαλάκια για ταχυδακτυλουργικά κόλπα γέμιζαν το στενό, άστρωτο κρεβάτι του, ή ήταν ριγμένα ανάμεσα στα ξυριστικά του σε ένα στενό ράφι, μαζί με τα ραβδιά που χρησιμοποιούσε για να καταπίνει φλόγες και με διάφορα μικροαντικείμενα ταχυδακτυλουργίας. Ο μανδύας του, που τα σχεδόν ξεκολλημένα μπαλώματα σε εκατό αποχρώσεις έδειχναν ότι ήταν μανδύας βάρδου, κρεμόταν από ένα κρεμαστάρι στον τοίχο, πλάι στα λιγοστά ρούχα του και τις σκληρές, δερμάτινες θήκες που φιλοξενούσαν την άρπα και το φλάουτό του. Γύρω από το λουρί στη θήκη της άρπας ήταν δεμένη μια διάφανη, κόκκινη, μεταξωτή εσάρπα, η οποία όμως θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε.

Δεν καλοθυμόταν ποια την είχε δέσει εκεί· προσπαθούσε να μην ξεχωρίζει μια γυναίκα από τις υπόλοιπες, πάντα με γέλια και με την καρδιά ανάλαφρη. Κάνε τες να γελούν, ακόμα και να αναστενάζουν, αλλά απέφευγε τα μπερδέματα: αυτό ήταν το σύνθημά του· δεν είχε χρόνο γι' αυτές. Έτσι έλεγε στον εαυτό του.

«Έρχομαι». Εκνευρισμένος, πλησίασε χωλαίνοντας την πόρτα. Κάποτε έκανε τους ανθρώπους να τον θαυμάζουν, καθότι δεν πίστευαν, παρ' όλο που το έβλεπαν με τα μάτια τους, ότι ένας κοκαλιάρης, ασπρομάλλης γέρος μπορούσε να κάνει τούμπες, συνεχείς ανάποδες στροφές και να στέκεται στα χέρια, σβέλτος και λυγερός σαν μικρό αγόρι. Το χωλό πόδι του είχε σημάνει το τέλος όλων αυτών, και το μισούσε. Το πόδι του πονούσε πιο πολύ όταν κουραζόταν. Άνοιξε απότομα την πόρτα και τα μάτια του βλεφάρισαν με έκπληξη. «Βρε. Κόπιασε, Ματ. Νόμιζα ότι δούλευες σκληρά για να ξαλαφρώσεις τα πορτοφόλια των αρχοντόπουλων».

«Δεν ήθελαν να παίξουν άλλο απόψε», είπε ξινά ο Ματ και σωριάστηκε στο τρίποδο σκαμνί, που έπαιζε ρόλο δεύτερης καρέκλας. Το σακάκι του ήταν ανοιχτό και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Τα καστανά μάτια του ήταν αεικίνητα, δεν σταματούσαν σε ένα σημείο για πολύ, όμως η συνηθισμένη λάμψη τους, που έδειχνε ότι έβλεπε κάτι αστείο που είχε περάσει απαρατήρητο από τους άλλους, απόψε απουσίαζε.

Ο Θομ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, ενώ μέσα του συλλογιζόταν. Ο νεαρός ποτέ δεν δρασκελούσε το κατώφλι του χωρίς να πετάξει μια μπηχτή για το άθλιο δωμάτιο. Ο Ματ δεχόταν την εξήγηση του Θομ, ότι κοιμόταν πλάι στα διαμερίσματα των υπηρετών για να ξεχάσει ο κόσμος ότι είχε έρθει στη σκιά των Άες Σεντάι, αλλά ποτέ δεν άφηνε να περάσει ανεκμετάλλευτη μια ευκαιρία για ένα αστειάκι. Κι αν συνειδητοποιούσε ότι με την επιλογή αυτού του δωματίου κανένας δεν θα συσχέτιζε τον Θομ με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, τότε ο Ματ, τέτοιος χαρακτήρας που ήταν, θα δεχόταν την επιθυμία του για φυσιολογική. Δύο φράσεις του Θομ είχαν αρκέσει, ειπωμένες βιαστικά σε μια σπάνια στιγμή που δεν έβλεπε κανείς, για να καταλάβει ο Ραντ τον πραγματικό λόγο. Όταν είσαι βάρδος, όλοι σε ακούνε, όλοι σε παρακολουθούν, όμως κανένας δεν σε βλέπει στ' αλήθεια και κανένας δεν θυμάται σε ποιον μιλούσες, αρκεί να ήσουν απλώς ένας βάρδος, προσφέροντας απλοϊκή ψυχαγωγία κατάλληλη για χωρικούς και υπηρέτες, ίσως και για να διασκεδάσουν λίγο οι αρχόντισσες. Έτσι το έβλεπαν οι Δακρινοί. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν δα και ραψωδός.

Τι έτρωγε το αγόρι και το είχε φέρει εδώ κάτω τέτοια ώρα; Ίσως κάποια από τις κοπέλες, που μερικές ήταν αρκετά μεγάλες και όφειλαν να έχουν βάλει μυαλό, η οποία είχε αφεθεί να την παρασύρει το ζαβολιάρικο χαμόγελο του Ματ. Πάντως ο Θομ θα υποκρινόταν ότι ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη του Ματ, εκτός αν ο νεαρός άλλαζε τροπάρι.

«Θα φέρω τον άβακα των λίθων. Είναι αργά, αλλά μια παρτίδα την προλαβαίνουμε». Δεν άντεξε στον πειρασμό και πρόσθεσε: «Τι λες, βάζουμε κάνα στοίχημα;» Δεν θα έπαιζε ζάρια με τον Ματ ούτε ακόμα και για μικροποσά, αλλά οι λίθοι ήταν κάτι διαφορετικό· όπως το έβλεπε, στο παιχνίδι αυτό υπήρχε μεγάλη τάξη και πολλά σχήματα, που δεν ταίριαζαν στην παράξενη τύχη του Ματ.

«Τι; Α! Όχι. Είναι αργά για παιχνίδια. Θομ, μήπως...; Μήπως... συνέβη τίποτα εδώ κάτω;»

Ο Θομ έγειρε τον άβακα στο πόδι του τραπεζιού και ξέθαψε μια ταμπακοσακούλα και μια πίπα με μακρύ σωλήνα από το χάος στο τραπέζι. «Σαν τι;» ρώτησε, γεμίζοντας ως απάνω το κοίλο μέρος της πίπας. Πριν του απαντήσει ο Ματ, πρόλαβε να χώσει ένα στριμμένο χαρτάκι στη φλόγα ενός κεριού, να ανάψει την πίπα και να σβήσει τη φλόγα.

«Ας πούμε, μήπως τρελάθηκε ο Ραντ. Μπα, δεν θα ρωτούσες τι, αν ήταν έτσι».

Ο Θομ ένιωσε ένα ρίγος, που τον έκανε να τινάξει τους ώμους, όμως φύσηξε ένα μακρύ συννεφάκι γκριζογάλανου καπνού και κάθισε στην καρέκλα του, απλώνοντας το χωλό πόδι του. «Τι έγινε;»

Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ξεφούρνισε όλα ορμητικά. «Τα τραπουλόχαρτα πήγαν να με σκοτώσουν. Η Άμερλιν και ο Υψηλός Άρχοντας και... Δεν ήταν όνειρό μου, Θομ. Γι' αυτό το λόγο εκείνα τα κομψευόμενα κωθώνια δεν θέλουν να παίξουν άλλο. Φοβούνται μήπως ξανασυμβεί. Θομ, σκέφτομαι να φύγω από το Δάκρυ».

Το ρίγος χειροτέρεψε, ήταν σαν να είχε τσουκνίδες στη ράχη του. Γιατί δεν είχε φύγει από το Δάκρυ εδώ και καιρό; Κάτι τέτοιο θα ήταν το σοφότερο που μπορούσε να κάνει. Εκατοντάδες χωριά ήταν εκεί παραέξω, κόσμος που περίμενε ένα βάρδο να τους ψυχαγωγήσει και να τους καταπλήξει. Και κάθε χωριό είχε ένα-δυο πανδοχεία γεμάτα κρασί για να πνίξει τις θύμησές του. Αλλά αν έφευγε, τότε ο Ραντ δεν θα είχε κανέναν, εκτός από τη Μουαραίν, για να εμποδίσει τους Υψηλούς Άρχοντες να τον στριμώξουν σε κάποιο αδιέξοδο με τους ελιγμούς τους και ίσως να του κόψουν το λαιμό. Φυσικά η Μουαραίν αυτό μπορούσε να το κάνει. Χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους. Τουλάχιστον ο ίδιος έτσι πίστευε. Ήταν Καιρχινή κι αυτό μάλλον σήμαινε ότι είχε μάθει το Παιχνίδι των Οίκων από τότε που έπινε ακόμα το γάλα της μάνας της. Και από πίσω θα έδενε πιο γερά τον Ραντ στο Λευκό Πύργο. Θα τον τύλιγε σε ένα τόσο γερό δίχτυ των Άες Σεντάι, που δεν θα δραπέτευε ποτέ. Αλλά αν το αγόρι ήδη τρελαινόταν...

Βλάκα, έψεξε ο Θομ τον εαυτό του. Ήταν μεγάλος βλάκας, που είχε αναμιχθεί σε όλα αυτά για κάτι που είχε συμβεί δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεν θα άλλαζε τίποτα φεύγοντας· ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Έπρεπε να δει τον Ραντ πρόσωπο με πρόσωπο, ό,τι κι αν του είχε πει πριν για την ανάγκη να μείνουν σε απόσταση. Ίσως κανένας να μην το έβρισκε παράξενο αν ένας βάρδος ζητούσε να πει ένα τραγούδι για τον Άρχοντα Δράκοντα, ένα τραγούδι που είχε γράψει ειδικά γι' αυτόν. Ήξερε έναν άγνωστο Καντορινό σκοπό για την περίσταση, που εξυμνούσε έναν ανώνυμο άρχοντα για το μεγαλείο και το κουράγιο του με πομπώδεις φράσεις, οι οποίες δεν ανέφεραν πράξεις ή μέρη. Μάλλον το είχε παραγγείλει κάποιος άρχοντας, ο οποίος δεν είχε κάνει πράξεις αξιομνημόνευτες. Ε, λοιπόν, θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα. Εκτός κι αν η Μουαραίν το έβρισκε παράξενο. Αυτό θα ήταν εξίσου κακό με το να τον προσέξουν οι Υψηλοί Άρχοντες. Τι βλάκας που είμαι! Θα έπρεπε να φύγω απόψε κιόλας!

Μέσα του πάλευαν οι σκέψεις και ένιωθε μια ξινίλα στο στομάχι, αλλά είχε περάσει πολλά χρόνια μαθαίνοντας να συγκρατεί την έκφραση του προσώπου του, πριν καν φορέσει το μανδύα του βάρδου. Φύσηξε τρία δαχτυλίδια καπνού, το ένα μέσα στο άλλο. «Από τη μέρα που ήρθες στην Πέτρα, σκέφτεσαι να αφήσεις το Δάκρυ», είπε.

Ο Ματ, κουρνιασμένος στην άκρη του σκαμνιού, του έριξε μια θυμωμένη ματιά. «Αυτό σκοπεύω να κάνω. Το εννοώ. Δεν έρχεσαι μαζί μου, Θομ; Υπάρχουν πολιτείες που νομίζουν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας ακόμα δεν ξεμύτισε, που χρόνια έχει να σκεφτεί κανείς τις παλιο-Προφητείες του παλιο-Δράκοντα. Τόποι που νομίζουν ότι ο Σκοτεινός είναι παραμύθι των γιαγιάδων, οι Τρόλοκ εξωφρενικές ιστορίες των ταξιδιωτών και ότι οι Μυρντράαλ τρυπώνουν στις σκιές για να τρομάξουν τα παιδιά. Θα παίζεις την άρπα σου, θα λες τις ιστορίες σου κι εγώ θα βρω κάποιους να παίζουν ζάρια. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε σαν άρχοντες, θα ταξιδεύουμε και θα μένουμε όπου μας καπνίσει, χωρίς κανέναν να θέλει να μας σκοτώσει».

Αυτό τον πέτυχε εκεί που πονούσε. Ήταν βλάκας, ομολογουμένως· έπρεπε να βρει μια διέξοδο. «Αν στ' αλήθεια σκοπεύεις να φύγεις, γιατί δεν έφυγες;»

«Η Μουαραίν δεν παίρνει το βλέμμα της από πάνω μου», είπε πικρά ο Ματ. «Κι όταν δεν είναι η ίδια, τότε βάζει άλλον να με παρακολουθεί».

«Καταλαβαίνω. Οι Άες Σεντάι δεν θέλουν να σε αφήσουν από τη στιγμή που θα πέσεις στα χέρια τους». Ο Θομ ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάτι παραπάνω, σίγουρα κάτι πέρα απ' όσα ήταν ήδη γνωστά, αλλά ο Ματ αρνιόταν κάτι τέτοιο και αν υπήρχε άλλος που να το ξέρει, εκτός της Μουαραίν, δεν άνοιγε το στόμα του. Δεν είχε σημασία όμως. Συμπαθούσε τον Ματ —μάλιστα του χρωστούσε χάρη κατά έναν τρόπο― όμως οι μπελάδες του νεαρού δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που είχε ο Ραντ. «Αλλά δεν πιστεύω ότι στ' αλήθεια έχει κάποιον να σε παρακολουθεί μέρα-νύχτα».

«Σχεδόν έτσι είναι. Πάντα ρωτά τους άλλους πού είμαι, τι κάνω. Τα ακούω αυτά. Ξέρεις κανέναν που δεν θα απαντούσε σε μια Άες Σεντάι; Εγώ όχι. Σχεδόν σαν να με παρακολουθεί».

«Μπορείς να αποφύγεις τα βλέμματα των άλλων, αν το θέλεις. Δεν έχω δει άλλον τόσο καλό στο να πηγαινοέρχεται κρυφά. Το λέω για κομπλιμέντο».

«Όλο και κάτι τυχαίνει», μουρμούρισε ο Ματ. «Μπορείς να κερδίσεις πολύ χρυσάφι εδώ. Κι είναι μια κοπέλα με μεγάλα μάτια στις κουζίνες, που της αρέσουν τα φιλάκια και τα γαργαλητά, και μια καμαριέρα έχει μαλλιά σαν μετάξι, που φτάνουν ως τη μέση της, και ένα ολοστρόγγυλο...» Η φωνή του έσβησε, σαν να είχε συνειδητοποιήσει ξαφνικά πόσο ανόητος φαινόταν.

«Σκέφτηκες μήπως αυτό συμβαίνει επειδή —»

«Αν πεις τη λέξη τα’βίρεν, Θομ, θα σηκωθώ να φύγω».

Ο Θομ κατάπιε αυτό που θα έλεγε. «Μήπως επειδή ο Ραντ είναι φίλος σου και δεν θέλεις να τον εγκαταλείψεις;»

«Να τον εγκαταλείψω!» Το αγόρι πετάχτηκε πάνω, ρίχνοντας το σκαμνί. «Θομ, είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας! Τουλάχιστον έτσι λένε αυτός και η Μουαραίν. Μπορεί να είναι. Μπορεί να διαβιβάζει κι έχει και το παλιόσπαθο, που μοιάζει με γυαλί. Προφητείες! Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι θα έπρεπε να είμαι τρελός σαν τους Δακρινούς για να μείνω». Κοντοστάθηκε. «Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις... να πιστεύεις ότι η Μουαραίν με κρατά εδώ, έτσι δεν είναι; Με τη Δύναμη;»

«Δεν πιστεύω ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο», είπε αργά ο Θομ. Κάτι ήξερε για τις Άες Σεντάι, αρκετά για να έχει μια ιδέα για το πόσα δεν ήξερε, και πίστευε ότι σ' αυτό το θέμα είχε δίκιο.

Ο Ματ πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Θομ, όλο σκέφτομαι να φύγω, αλλά... Μου έρχονται κάτι παράξενα συναισθήματα. Σχεδόν σαν να πρόκειται να συμβεί κάτι. Κάτι... μνημειώδες· αυτή είναι η λέξη. Είναι όπως όταν ξέρεις ότι τη Μέρα του Ήλιου θα έχει πυροτεχνήματα, μόνο που τώρα δεν ξέρω τι περιμένω. Όποτε σκέφτομαι έντονα να φύγω, συμβαίνει. Και ξαφνικά βρίσκω λόγο να μείνω μια μέρα παραπάνω. Πάντα μια μέρα παραπάνω, που να καώ. Δεν σου φαίνεται έργο των Άες Σεντάι αυτό;»

Ο Θομ κατάπιε πριν πει τη λέξη τα'βίρεν και έβγαλε την πίπα, την οποία στήριζε στα δόντια του, για να κοιτάξει το ταμπάκ που σιγοκαιγόταν. Δεν ήξερε πολλά για τους τα’βίρεν, όμως ποιος ήξερε, εκτός μόνο από τις Άες Σεντάι, ή ίσως και κάποιους Ογκιρανούς. «Πάντα τα έκανα θάλασσα όταν ήταν να βοηθήσω ανθρώπους στα προβλήματά τους». Κι ακόμα χειρότερα όταν ήταν τα δικά μου, σκέφτηκε. «Τώρα που υπάρχει μια Άες Σεντάι πρόχειρη, θα συμβούλευα τους περισσότερους να ζητήσουν τη βοήθειά της». Εγώ ο ίδιος, όμως, δεν ακούω τη συμβουλή μου.

«Τη βοήθεια της Μουαραίν!»

«Φαντάζομαι ότι αποκλείεται σ' αυτή την περίπτωση. Αλλά η Νυνάβε ήταν η Σοφία σας, τότε στο Πεδίο του Έμοντ. Οι Σοφίες στα χωριά έχουν συνηθίσει να απαντούν στις ερωτήσεις του κόσμου, να βοηθούν στα προβλήματα».

Ο Ματ κάγχασε δυνατά. «Για να ανεχτώ τον εξάψαλμό της για το ποτό και τη χαρτοπαιξία και...; Θομ, μου φέρεται σαν να είμαι δέκα χρόνων. Κάποιες φορές νομίζω ότι πιστεύει πως θα παντρευτώ μια καλή κοπέλα, θα νοικοκυρευτώ και θα ασχοληθώ με το αγρόκτημα του πατέρα μου».

«Είναι κάποιοι που δεν θα έβρισκαν άσχημη μια τέτοια ζωή», είπε ήρεμα ο Θομ.

«Εμένα δεν θα μου άρεσε. Θέλω κάτι παραπάνω από μια ζωή με αγελάδες, πρόβατα και ταμπάκ. Θέλω —» Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Έχω πολλές τρύπες στη μνήμη μου. Μερικές φορές νομίζω ότι, αν καταφέρω να τις γεμίσω, θα μάθω... Που να καώ, δεν ξέρω τι θα μάθω, αλλά ξέρω ότι θέλω να το μάθω. Μπλεγμένος γρίφος να σου πετύχει, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω αν ακόμα και οι Άες Σεντάι μπορούν να σε βοηθήσουν σ' αυτό. Ένας βάρδος, όμως, σίγουρα δεν μπορεί».

«Όχι Άες Σεντάι είπα!»

Ο Θομ αναστέναξε. «Κάτσε ήσυχα, μικρέ. Δεν είπα αυτό».

«Σηκώνομαι και φεύγω. Μόλις φέρω τα πράγματά μου και βρω ένα άλογο. Ούτε λεπτό παραπάνω».

«Μέσα στην άγρια νύχτα; Φεύγεις και το πρωί». Απέφυγε να προσθέσει, αν φύγεις στ' αλήθεια. «Κάτσε κάτω. Ηρέμησε. Θα παίξουμε μια παρτίδα λίθους. Κάπου εδώ έχω μια κανάτα κρασί».

Ο Ματ κοντοστάθηκε, κοίταξε την πόρτα. Τέλος, ίσιωσε το σακάκι με μια κοφτή κίνηση. «Φεύγω και το πρωί». Ο τόνος του ήταν αβέβαιος, όμως έπιασε το αναποδογυρισμένο σκαμνί και το ακούμπησε πλάι στο τραπέζι. «Αλλά μη μου βάζεις κρασί», πρόσθεσε ενώ καθόταν. «Συμβαίνουν παράξενα πράγματα, ακόμα κι όταν το κεφάλι μου είναι καθαρό. Θέλω να καταλάβω τη διαφορά».

Ο Θομ φαινόταν σκεφτικός καθώς ακουμπούσε τον άβακα και τα σακουλάκια με τους λίθους στο τραπέζι. Το παλικάρι είχε αλλάξει γνώμη πανεύκολα. Τον προσέλκυε ένας ακόμα ισχυρότερος τα'βίρεν, που ονομαζόταν Ραντ αλ'Θόρ, αυτή ήταν η γνώμη του Θομ. Του πέρασε από το νου κι αναρωτήθηκε μήπως κι ο ίδιος ήταν παγιδευμένος με τον ίδιο τρόπο. Η ζωή του δεν κατευθυνόταν προς την Πέτρα του Δακρύου και αυτό το δωμάτιο όταν είχε πρωτογνωρίσει τον Ραντ, αλλά από τότε είχε μπλέξει σαν ανέμη χαρταετού. Αν αποφάσιζε να φύγει, για παράδειγμα στην περίπτωση που ο Ραντ είχε όντως τρελαθεί, μήπως θα έβρισκε διαρκώς λόγους να το αναβάλλει;

«Τι είναι αυτό, Θομ;» Η μπότα του Ματ είχε βρει το κιβώτιο γραφής κάτω από το τραπέζι. «Πειράζει να το βάλω στην άκρη, επειδή με εμποδίζει;»

«Βέβαια. Βάλ' το». Μέσα του έκανε μια γκριμάτσα, όταν ο Ματ παραμέρισε απότομα το κασελάκι με το πόδι. Ευχήθηκε να είχε κλείσει καλά τα μελανοδοχεία με το φελλό. «Διάλεξε», είπε απλώνοντας τις γροθιές του.

Ο Ματ χτύπησε την αριστερή κι ο Θομ την άνοιξε για να αποκαλύψει μια λεία, μαύρη πέτρα, με κυκλικό, επίπεδο σχήμα. Ο μικρός χασκογέλασε επειδή θα έπαιζε πρώτος και τοποθέτησε το λίθο στον άβακα με τα τετραγωνάκια. Βλέποντας κανείς την ανυπομονησία για το παιχνίδι στα μάτια του, δεν θα υποψιαζόταν ότι μόλις πριν από μερικές στιγμές ένιωθε τη διπλή ανυπομονησία για την αναχώρησή του. Πάνω του κουβαλούσε ένα μεγαλείο που αρνιόταν να το αναγνωρίσει, καθώς και την επιθυμία της Άες Σεντάι να τον κρατήσει εκεί, σαν κατοικίδιό της. Το παλικαράκι είχε παγιδευτεί για τα καλά.

Ο Θομ αποφάσισε ότι, αν ήταν κι ο ίδιος παγιδευμένος, τότε θα άξιζε να βοηθήσει τουλάχιστον κάποιον να γλιτώσει από την Άες Σεντάι. Θα άξιζε, για να ξεπληρώσει ως ένα σημείο ένα χρέος που κρατούσε δεκαπέντε χρόνια.

Νιώθοντας μια ξαφνική και παράξενη ισορροπία μέσα του, τοποθέτησε στον άβακα ένα λευκό λίθο. «Έτυχε να σου πω καμιά φορά», είπε δαγκώνοντας την πίπα του, «για το στοίχημα που έβαλα κάποτε με μια Ντομανή; Είχε μάτια που έπιναν την ψυχή σου και ένα κόκκινο πουλί με παράξενη όψη, το οποίο είχε αγοράσει από ένα πλοίο των Θαλασσινών. Ισχυριζόταν ότι το πουλί μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Αυτό το πουλί είχε ένα χοντρό, κίτρινο ράμφος, μακρύ όσο το σώμα του, και...»

Загрузка...