9 Παγίδες

«Και παραπονέθηκε ξανά πως οι άλλες Σοφές είναι φοβητσιάρες», ολοκλήρωσε με την πιο μειλίχια φωνή της η Φάιλε, μετακινώντας το ψηλό καλάθι που ισορροπούσε στον έναν της ώμο, και χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο μες στο λασπωμένο χιόνι. Το καλάθι δεν ήταν βαρύ, αν και γεμάτο με βρώμικα ρούχα, και το μάλλινο ύφασμα του λευκού φορέματός της ήταν παχύ και ζεστό, με ακόμα δύο εσώρουχα από μέσα. Όμως, οι μαλακές, πέτσινες και ξασπρισμένες μπότες της δεν την προστάτευαν και πολύ από το παγωμένο λασπόχιονο. «Μου είπαν ότι πρέπει να αναφέρω επακριβώς τι είπε η Σοφή Σεβάνα», πρόσθεσε βιαστικά. Η Σόμεριν ήταν μία από τις «άλλες» Σοφές και το στόμα της καμπύλωσε μόλις άκουσε τη λέξη «φοβητσιάρες».

Με τα μάτια της χαμηλωμένα, η Φάιλε δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά από το πρόσωπο της Σόμεριν. Οι γκαϊ’σάιν όφειλαν να είναι ταπεινοί, ειδικά όσοι δεν ήταν Αελίτες, και μολονότι κοίταξε ανάμεσα από τα βλέφαρά της για να διακρίνει την έκφραση της Σόμεριν, η γυναίκα ήταν ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, ακόμα κι από Αελίτες, μοιάζοντας πιότερο με χρυσομάλλη γίγαντα που ορθωνόταν από πάνω της. Το μόνο που μπορούσε να δει σχετικά εύκολα ήταν το τεράστιο στήθος της Σόμεριν με το πλαδαρό κι ηλιοκαμένο χώρισμα, εκτεθειμένο λόγω μιας μπλούζας άδετης μέχρι τα μισά του ντεκολτέ και καλυμμένο κυρίως από ένα σύμφυρμα μακριών περιδεραίων με φλογόσιαλες, σμαράγδια, ρουμπίνια κι οπάλια, τρεις νημάτινες βαθμίδες μεγάλων μαργαριταριών και περίτεχνα διακοσμημένες χρυσές αλυσίδες. Οι περισσότερες Σοφές φαίνονταν να αντιπαθούν τη Σεβάνα, η οποία «μιλούσε εκ μέρους του αρχηγού» έως ότου οι Σάιντο εξέλεγαν νέο αρχηγό φυλής, κάτι που μάλλον δεν θα συνέβαινε πολύ σύντομα, και προσπαθούσαν διαρκώς να υπονομεύσουν την εξουσία της, όποτε τουλάχιστον δεν καυγάδιζαν αναμεταξύ τους ή δεν σχημάτιζαν κλίκες, αν και μερικές μοιράζονταν την αγάπη που έτρεφε η Σεβάνα για τα κοσμήματα των υδρόβιων, ενώ άλλες είχαν ήδη αρχίσει να τη μιμούνται φορώντας δαχτυλίδια. Στο δεξί της χέρι, η Σόμεριν φορούσε ένα τεράστιο λευκό οπάλιο, που ακτινοβολούσε μέσα από πορφυρές κοιλότητες όποτε η γυναίκα τακτοποιούσε την εσάρπα της, ενώ στο αριστερό είχε περασμένο ένα μακρόστενο μπλε ζαφείρι, τριγυρισμένο από ρουμπίνια. Ωστόσο, δεν είχε ακολουθήσει τη μόδα των μεταξωτών ενδυμάτων. Η μπλούζα της ήταν φτιαγμένη από απλό λευκό αλγκόντ από την Ερημιά, ενώ η φούστα κι η εσάρπα της από παχύ μαλλί, σκούρο σαν το διπλωμένο μαντίλι που συγκρατούσε τα μακριά χρυσαφένια μαλλιά της, για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. Δεν έδειχνε να ενοχλείται διόλου από το κρύο.

Οι δυο τους στέκονταν λίγο πιο πέρα από το σημείο που η Φάιλε θεωρούσε ως σύνορο ανάμεσα στον καταυλισμό των Σάιντο και το στρατόπεδο των γκαϊ’σάιν —στρατόπεδο αιχμαλώτων— αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν δύο οι καταυλισμοί στρατόπεδα. Μερικοί γκαϊ’σάιν κοιμούνταν ανάμεσα στους Σάιντο, αλλά τους υπόλοιπους τους είχαν τοποθετήσει στο κέντρο του καταυλισμού μέχρι να φέρουν σε πέρας την εργασία που τους είχαν αναθέσει, απλοί φουκαράδες που ένα τείχος από Σάιντο τούς απέτρεπε από το δέλεαρ της ελευθερίας. Οι περισσότεροι από τους άντρες και τις γυναίκες που τους προσπερνούσαν φορούσαν τους λευκούς χιτώνες των γκαϊ’σάιν, αν κι ελάχιστοι ήταν καλοραμμένοι σαν αυτόν που φορούσε η γυναίκα. Έχοντας να ντύσουν τόσο πολύ κόσμο, οι Σάιντο μάζευαν όποιο είδος λευκού ρούχου έβρισκαν. Μερικοί ήταν ντυμένοι με στρώματα από τραχύ λινό ή με πετσέτες ή ρόμπες από σκληρό ύφασμα, κατάλληλο μονάχα για σκηνές, ενώ πολλά από τα ρούχα ήταν λερωμένα με λασπουριές ή καπνιά. Πού και πού μόνο, κάποιος από τους γκαϊ’σάιν ανασηκωνόταν και τότε αντίκριζες τα ανοιχτόχρωμα μάτια ενός Αελίτη. Η πλειονότητα αποτελούνταν από κοκκινοπρόσωπους Αμαδισιανούς, ελαιόχρωμους Αλταρανούς και χλωμούς Καιρχινούς, παρέα με περιστασιακούς ταξιδιώτες ή εμπόρους από το Ίλιαν, το Τάραμπον ή άλλο μέρος, οι οποίοι είχαν βρεθεί στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή. Οι Καιρχινοί ήταν εκείνοι που κρατούνταν αιχμάλωτοι περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα ήταν οι πιο παρατημένοι και παραδομένοι στην κατάστασή τους, εκτός από μια χούφτα ασπροντυμένων Αελιτών. Όλοι τους, όμως, είχαν το βλέμμα χαμηλωμένο κι ασχολούνταν με τις εργασίες τους, όσο τουλάχιστον τους επέτρεπε ο πατημένος πολτός από χιόνι και λάσπη. Οι γκαϊ’σάιν υποτίθεται πως έπρεπε να δείχνουν ταπεινοφροσύνη κι υπακοή και να υποστηρίζουν ένθερμα αυτές τις δύο έννοιες. Οτιδήποτε λιγότερο, είχε ως αποτέλεσμα μια οδυνηρή υπενθύμιση.

Η Φάιλε πολύ θα ήθελε να προχωρήσει πιο γρήγορα. Όχι τόσο εξαιτίας των παγωμένων ποδιών της, ούτε επειδή βιαζόταν να τελειώνει με την μπουγάδα της Σεβάνα. Όλο και κάποια μάτια θα μπορούσαν να τη δουν δημοσίως μαζί με τη Σόμεριν, ενώ ακόμα κι η βαθιά κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό της, η πλατιά, διχτυωτή ζώνη με τους λαμπερούς, χρυσαφιούς κρίκους γύρω από τη μέση της κι ο κλειστός, ταιριαστός γιακάς μαρτυρούσαν πως δεν ήταν παρά κάποια από τους υπηρέτες της Σεβάνα. Κανείς δεν τους αποκαλούσε έτσι —στα μάτια των Αελιτών, άλλωστε, φαινόταν πολύ υποτιμητικό να είσαι υπηρέτης— αλλά, οι υδρόβιοι τουλάχιστον, δεν έπαυαν να είναι υπηρέτες, και μάλιστα κακοπληρωμένοι, με λιγότερα δικαιώματα και πολύ λιγότερες ελευθερίες απ’ όσες είχε φανταστεί ποτέ της. Αργά ή γρήγορα, η ίδια η Σεβάνα θα μάθαινε ότι οι Σοφές είχαν απαγορεύσει στους γκαϊ’σάιν της να κάνουν ερωτήσεις στους υπηρέτες. Η Σεβάνα διέθετε πάνω από εκατό υπηρέτες και συνέχιζε να τους αυξάνει, κι η Φάιλε ήταν σίγουρη πως ο καθένας τους, μέχρι τον τελευταίο, επαναλάμβανε κάθε λέξη που άκουγε να λέει η Σεβάνα στις Σοφές.

Ήταν μια άγρια αλλά πολύ αποτελεσματική παγίδα. Η Σεβάνα ήταν σκληρή αφέντρα, περιστασιακά τουλάχιστον. Δεν αντιμιλούσε ποτέ και σπάνια ήταν εμφανώς θυμωμένη, αλλά ακόμα κι η παραμικρή παράβαση, το πιο μικρό ολίσθημα στη διαγωγή ή στη συμπεριφορά, τιμωρούνταν άμεσα με το μαστίγιο ή το λουρί. Επιπλέον, κάθε βράδυ, οι πέντε γκαϊ’σάιν από τους οποίους είχε μείνει λιγότερο ευχαριστημένη κατά τη διάρκεια της μέρας τιμωρούνταν ακόμη περισσότερο. Υπήρχαν φορές που, ύστερα από τον ξυλοδαρμό, τους φίμωνε ολονυχτίς για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Η Φάιλε δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι θα έκανε αυτή η γυναίκα αν ανακάλυπτε κάποιον κατάσκοπο. Από την άλλη, οι Σοφές είχαν ξεκαθαρίσει πως όποιος δεν μιλούσε ανοιχτά για όσα άκουγε, κρατώντας μυστικά ή προσπαθώντας να διαπραγματευτεί, θα αντιμετώπιζε ένα αβέβαιο μέλλον και θα κατέληγε πιθανότατα σε κάποιον ρηχό τάφο. Το να κάνει κανείς κακό σε γκαϊ’σάιν πέρα από το επιτρεπτό όριο πειθαρχίας θεωρούνταν παράβαση του τζι’ε’τόχ, του δικτύου τιμής και καθήκοντος που κυβερνούσε τις ζωές των Αελιτών, αλλά φαίνεται πως οι υδρόβιοι γκαϊ’σάιν εξαιρούνταν από ορισμένους κανόνες.

Αργά ή γρήγορα, κάποια πλευρά εκείνης της παγίδας θα έκλεινε ερμητικά. Το μόνο που τη διατηρούσε ακόμα ανοικτή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ότι οι Σάιντο αντιμετώπιζαν τον κάθε υδρόβιο γκαϊ’σάιν σαν υποζύγιο άμαξας, αν και στην πραγματικότητα τα ζώα τύγχαναν πολύ καλύτερης μεταχείρισης. Πού και πού, όλο και κάποιος γκαϊ’σάιν πάσχιζε να δραπετεύσει, κατά τ’ άλλα όμως τους έδιναν τροφή και στέγη, τους ανέθεταν δουλειές και τους τιμωρούσαν αν δεν τα έβγαζαν πέρα. Έτσι, οι μεν Σοφές δεν περίμεναν πια κανενός είδους ανυπακοή κι η Σεβάνα δεν περίμενε να την κατασκοπεύουν. Αμφότερες το θεωρούσαν τόσο απίθανο όσο το ν’ άρχιζε ένα άλογο να τραγουδάει. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα... Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική παγίδα στην οποία είχε πιαστεί η Φάιλε.

«Δεν έχω να προσθέσω κάτι, Σοφή», μουρμούρισε όταν η Σόμεριν δεν είπε τίποτα. Μόνο αν ήσουν βαρεμένος στο μυαλό, θα απομακρυνόσουν από μια Σοφή προτού σε αποπέμψει εκείνη. «Η Σοφή Σεβάνα μιλάει με άνεση μπροστά μας, αλλά δεν λέει και πολλά».

Η ψηλή γυναίκα παρέμεινε σιωπηλή και, ύστερα από κάμποση ώρα, η Φάιλε τόλμησε να ανασηκώσει κάπως το βλέμμα της. Η Σόμεριν ατένιζε πάνω από το κεφάλι της Φάιλε, εμβρόντητη και με το στόμα ορθάνοικτο. Συνοφρυωμένη, η Φάιλε μετακίνησε το καλάθι στον ώμο της και κοίταξε πίσω της, αλλά δεν είδε κάτι που να δικαιολογεί την έκφραση της Σόμεριν. Το μόνο που αντίκρισε ήταν ο καταυλισμός που απλωνόταν έως πέρα, με τις σκούρες, χαμηλές σκηνές των Αελιτών ανακατεμένες με μυτερές, περιτοιχισμένες και κάθε άλλου είδους σκηνές, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν αποχρώσεις μουντού λευκού ή ωχρού καφέ, ενώ άλλες ήταν πράσινες, γαλάζιες, κόκκινες, ακόμα και ριγωτές. Όταν οι Σάιντο χτυπούσαν ένα μέρος, άρπαζαν οτιδήποτε είχε αξία ή μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμο, ενώ δεν άφηναν το παραμικρό που θα μπορούσε να θυμίζει σκηνή.

Όπως είχαν τα πράγματα, ήταν αδύνατον να κρυφτούν για πολύ. Εδώ ήταν μαζεμένες δέκα σέπτες, πάνω από εβδομήντα χιλιάδες Σάιντο κι άλλοι τόσοι γκαϊ’σάιν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, ενώ όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε τις συνηθισμένες δραστηριότητες: Αελίτες ντυμένους στα σκούρα, να ασχολούνται με καθημερινά θέματα ανάμεσα σε ασπροντυμένους αιχμαλώτους που πηγαινοέρχονταν. Ένας σιδηρουργός δούλευε τους φυσητήρες της καμίνου του μπροστά από μία ανοικτή σκηνή, με τα εργαλεία του απλωμένα σ’ ένα κατεργασμένο τομάρι ταύρου, παιδιά οδηγούσαν με βίτσες κοπάδια από πρόβατα που βέλαζαν, και μια εμπόρισσα επιδείκνυε τα καλούδια της σε ένα ανοικτό περίπτερο από κίτρινο μουσαμά. Όλο της το εμπόρευμα, τα χρυσά κηροπήγια, τα ασημένια μπολ, τα δοχεία κι οι χύτρες, προερχόταν από πλιάτσικο. Ένας λιγνός άντρας που προπορευόταν μ’ ένα άλογο μιλούσε με μια γκριζομάλλα Σοφή ονόματι Μέιζαλιν, ψάχνοντας αναμφίβολα τη θεραπεία για κάποια ασθένεια του ζώου του. Αυτό, τουλάχιστον, μαρτυρούσε ο τρόπος που επέμενε να δείχνει την κοιλιά του αλόγου. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έκανε εντύπωση στη Σόμεριν.

Η Φάιλε ήταν έτοιμη να γυρίσει, όταν πρόσεξε μια μαυρομάλλα Αελίτισσα που κοιτούσε από την άλλη μεριά. Τα μαλλιά της δεν ήταν απλώς μαύρα αλλά μελανά σαν φτερά κόρακα, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τους Αελίτες. Ακόμα κι από πίσω, η Φάιλε νόμισε πως αναγνώρισε την Άλαρυς, άλλη μία από τις Σοφές. Υπήρχαν πάνω από τετρακόσιες Σοφές στο στρατόπεδο, αλλά είχε εξασκηθεί να τις αναγνωρίζει όλες με την πρώτη ματιά. Αν έκανες λάθος και μπέρδευες μια Σοφή με υφάντρα ή αγγειοπλάστρια, το μόνο που κέρδιζες ήταν ένα μαστίγωμα.

Μπορεί και να μη σήμαινε τίποτα το γεγονός ότι η Άλαρυς στεκόταν ακίνητη σαν ξόανο ατενίζοντας προς την ίδια κατεύθυνση με τη Σόμεριν, ή ότι είχε αφήσει την εσάρπα της να γλιστρήσει στο έδαφος, μόνο που λίγο πιο πέρα η Φάιλε αναγνώρισε μία ακόμη Σοφή, η οποία κοιτούσε επίσης βορειοδυτικά, χαστουκίζοντας όποιον έμπαινε μπροστά της. Θα πρέπει να ήταν η Τζεσαίν, μια γυναίκα κοντή ακόμα και για Αελίτισσα, με έναν θύσανο μαλλιών τόσο κόκκινων, ώστε κι η ίδια η φωτιά ωχριούσε μπροστά τους, κι εξίσου φλογερή ιδιοσυγκρασία. Η Μέιζαλιν μιλούσε στον έφιππο άντρα, κάνοντας χειρονομίες προς το μέρος του αλόγου. Δεν μπορούσε να διαβιβάσει, αλλά τρεις ακόμα Σοφές που είχαν αυτή τη δυνατότητα κοιτούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, κι αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει: έβλεπαν κάποιον εκεί πάνω, στη δασωμένη κορυφογραμμή πέρα από τον καταυλισμό, να διαβιβάζει. Το σίγουρο ήταν ότι μια Σοφή που διαβιβάζει δεν θα τις έκανε να κοιτάνε έτσι. Μήπως επρόκειτο για Άες Σεντάι, και μάλιστα παραπάνω από μία; Καλύτερα να μην έτρεφε φρούδες ελπίδες. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.

Μια καρπαζιά στο κεφάλι την ταρακούνησε και το καλάθι κόντεψε να της φύγει από τα χέρια.

«Τι στέκεσαι σαν βούρλο;» γρύλισε η Σόμεριν. «Εμπρός, κουνήσου, αλλιώς...!»

Η Φάιλε κινήθηκε, ισορροπώντας με το ένα της χέρι το καλάθι, ενώ με το άλλο ανασήκωνε τη φούστα του χιτώνα της για να μη σέρνεται μέσα στο λασπωμένο χιόνι, πασχίζοντας να κουνηθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να γλιστρήσει και να πέσει στον βόρβορο. Η Σόμεριν ποτέ δεν χτυπούσε και ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή. Αν τύχαινε κάποια στιγμή να εφαρμόσει και τα δύο, ήταν καλύτερο να απομακρυνθείς δίχως καθυστέρηση. Ταπεινά κι υπάκουα.

Η περηφάνια της έλεγε να δείξει ψυχρή καταφρόνια, μια γαλήνια άρνηση να υποχωρήσει, αλλά η λογική υπαγόρευε ότι το μόνο που θα κατόρθωνε με αυτόν τον τρόπο θα ήταν να βρεθεί ακόμα πιο στενά φρουρούμενη. Μπορεί οι Σάιντο να θεωρούσαν τους υδρόβιους γκαϊ’σάιν κάτι σαν εξημερωμένα ζώα, αλλά δεν ήταν κι εντελώς τυφλοί. Μάλλον πίστευαν πως η Φάιλε είχε αποδεχτεί την αιχμαλωσία της ως κάτι αναπόφευκτο αν είχε την ικανότητα να δραπετεύσει, κάτι που βρισκόταν διαρκώς στο μυαλό της. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Αρκεί να μην την προλάβαινε ο Πέριν. Δεν αμφέβαλε στιγμή πως ο Πέριν θα την ακολουθούσε και πως, τελικά, θα την έβρισκε —ο άνθρωπος ήταν ικανός να περάσει μέσα από τοίχο αν το έβαζε στόχο!— αλλά έπρεπε να το σκάσει πριν τη βρει. Ήταν κόρη στρατιωτικού. Γνώριζε πολύ καλά πόσοι ήταν οι Σάιντο, όπως επίσης και τις δυνάμεις που έπρεπε να επιστρατεύσει ο Πέριν. Ήταν αναγκαίο να τον προφτάσει πριν ξεκινήσει η σύγκρουση. Πρώτα, όμως, έπρεπε να λύσει αυτό το προβληματάκι: να δραπετεύσει από τους Σάιντο.

Άραγε, τι κοιτούσαν οι Σοφές — μια Άες Σεντάι ή τις Σοφές που συνόδευαν τον Πέριν; Μα το Φως, ήλπιζε να μην είχε έρθει, όχι ακόμα! Ωστόσο, προηγούνταν άλλα ζητήματα, όπως η μπουγάδα. Κουβάλησε το καλάθι προς το μέρος των ερειπίων της πόλης Μάλντεν, περνώντας μέσα από ένα σταθερό ρεύμα γκαϊ’σάιν. Όσοι άφηναν την πόλη κουβαλούσαν μαζί τους ένα ζευγάρι βαριούς κάδους, που στηρίζονταν στις δύο άκρες ενός στύλου περασμένου στους ώμους τους, ενώ οι κάδοι όσων εισέρχονταν λικνίζονταν άδειοι στις άκρες των στύλων. Τόσο πολύς κόσμος που είχε συγκεντρωθεί στον καταυλισμό, είχε μεγάλη ανάγκη από νερό, κι ο μόνος τρόπος να το κουβαλήσουν ήταν με τους κάδους. Δεν ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τους γκαϊ’σάιν πρώην κατοίκους της Μάλντεν. Καθότι βορειότερα της Αλτάρα, ήταν πιο ξανθοί παρά σταρένιοι, μερικοί μάλιστα είχαν και γαλανά μάτια, αλλά όλοι τους παραπατούσαν κι έμοιαζαν χαμένοι. Οι Σάιντο, σκαρφαλώνοντας στα τείχη κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχαν καταστείλει οποιαδήποτε μορφή άμυνας πριν οι κάτοικοι πάρουν χαμπάρι ότι κινδύνευαν. Ακόμα και τώρα εξακολουθούσαν να μην πιστεύουν την τροπή που είχε πάρει η ζωή τους.

Η Φάιλε έψαξε να βρει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, κάποια που ήλπιζε να μην κουβαλούσε νερό σήμερα. Τη γύρευε από τότε που οι Σάιντο είχαν αποφασίσει να στήσουν εκεί καταυλισμό εδώ, τέσσερις μέρες πριν. Λίγο πιο έξω από τις πύλες της πόλης, οι οποίες παρέμεναν ανοικτές, ακουμπώντας πάνω στα γρανιτένια τείχη, τη βρήκε. Ήταν μια ασπροντυμένη γυναίκα, ψηλότερη από την ίδια, με ένα επίπεδο καλάθι γεμάτο ψωμί ακουμπισμένο στα γόνατα και την κουκούλα τραβηγμένη προς τα πίσω, έτσι ώστε μόλις να διακρίνεται ένα μέρος από τα σκουροκόκκινα μαλλιά της. Η Τσιάντ έμοιαζε να περιεργάζεται τους σιδερένιους ιμάντες των πυλών που απέτυχαν να προστατέψουν τη Μάλντεν, αλλά μόλις την πλησίασε η Φάιλε έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Κάθισαν πλάι-πλάι, χωρίς στην πραγματικότητα να αλληλοκοιτάζονται, προσποιούμενες πως μετακινούσαν τα καλάθια τους. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη μιλούν μεταξύ τους δύο γκαϊ’σάιν, αλλά κανείς δεν έπρεπε να θυμηθεί ότι είχαν πιαστεί μαζί αιχμάλωτες. Η Μπάιν κι η Τσιάντ δεν επιτηρούνταν τόσο στενά όσο οι γκαϊ’σάιν που υπηρετούσαν τη Σεβάνα, αλλά αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να αλλάξει αν κάποιος θυμόταν κάτι. Σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν γκαϊ’σάιν, κάτι που ίσχυε και για όσους βρίσκονταν δυτικά του Δρακότειχους, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που αποκτούσαν εύνοια διαδίδοντας διάφορες ιστορίες και φήμες. Οι περισσότεροι άνθρωποι έκαναν οτιδήποτε προκειμένου να επιβιώσουν, μερικοί μάλιστα δεν δίσταζαν να πατήσουν επί πτωμάτων, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες.

«Απέδρασαν την πρώτη κιόλας νύχτα», μουρμούρισε η Τσιάντ. «Η Μπάιν κι εγώ τις οδηγήσαμε μέχρι τα δέντρα και καλύψαμε τα ίχνη στον γυρισμό. Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι το φευγιό τους. Με τόσους γκαϊ’σάιν μαζεμένους, είναι πολύ παράξενο που οι Σάιντο προσέχουν ότι κάποιος λείπει».

Η Φάιλε άφησε έναν ελαφρύ στεναγμό ανακούφισης. Είχαν περάσει ήδη τρεις μέρες κι οι Σάιντο συνήθως πρόσεχαν τους δραπέτες. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που απολάμβαναν έστω και μία μέρα ελευθερίας, αλλά οι πιθανότητες επιτυχίας αυξάνονταν μέρα με τη μέρα, και φάνταζε σχεδόν σίγουρο ότι οι Σάιντο θα μετακινούνταν αύριο ή, το πολύ, μεθαύριο. Όσον καιρό ήταν αιχμάλωτη η Φάιλε, ποτέ δεν είχαν μείνει τόσο πολύ σε ένα μέρος. Η Φάιλε υποπτευόταν πως ίσως προσπαθούσαν να προχωρήσουν προς τα πίσω, στο Δρακότειχος, να το διασχίσουν ξανά και να βγουν στην Ερημιά.

Δεν ήταν τόσο εύκολο να πείσει τη Λασίλ και την Αρέλα να φύγουν δίχως την ίδια. Αυτό που τις έπεισε τελικά ήταν ότι θα πληροφορούσαν τον Πέριν για το πού βρισκόταν η Φάιλε και για το πόσοι Σάιντο ήταν μαζεμένοι. Βέβαια, θα έπρεπε να τον ενημερώσουν επίσης ότι η Φάιλε ετοίμαζε την απόδρασή της κι οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους του ίσως έθετε σε κίνδυνο και το σχέδιο και την ίδια. Ήταν σίγουρη ότι τις είχε κάνει να τα πιστέψουν όλα αυτά —από μια άποψη, άλλωστε, όντως ήταν στο χέρι της να δραπετεύσει, μια κι είχε διάφορα σχέδια και, λογικά, ένα από αυτά θα δούλευε— αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή ακόμη κι η ίδια ήταν σχεδόν πεπεισμένη πως οι δύο γυναίκες θα έκριναν ότι οι όρκοι που είχαν πάρει στο όνομά της απαιτούσαν να παραμείνουν μαζί της. Από πολλές απόψεις, οι Υδάτινοι όρκοι ήταν πιο αυστηροί από τους όρκους πίστης αν κι, εν ονόματι της τιμής, ορισμένες εκφάνσεις τους θα μπορούσαν κάλλιστα να ερμηνευθούν ως βλακώδεις. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ιδέα κατά πόσον οι δύο γυναίκες θα κατάφερναν να βρουν τον Πέριν, αλλά σε κάθε περίπτωση, ήταν ελεύθερες πια και δεν είχε να ανησυχεί παρά μόνο για τις άλλες. Βέβαια, η απουσία τριών υπηρετριών της Σεβάνα θα γινόταν γρήγορα αντιληπτή, ίσως μέσα σε λίγες ώρες, κι οι καλύτεροι ανιχνευτές θα βρίσκονταν στο κατόπι τους για να τις φέρουν πίσω. Η Φάιλε ήταν εξοικειωμένη με τα δάση, αλλά ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να τα βάζει κανείς με Αελίτες ανιχνευτές. Ήταν μια πολύ δυσάρεστη διαδικασία για τους «κοινούς» γκαϊ’σάιν που το έσκαγαν και συλλαμβάνονταν ξανά. Όσον αφορά στους γκαϊ’σάιν της Σεβάνα, καλύτερα να πέθαιναν στην προσπάθεια. Δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

«Θα υπάρξουν καλύτερες ευκαιρίες για τις υπόλοιπες από εμάς αν εσύ κι η Μπάιν έρθετε μαζί μας», είπε χαμηλόφωνα. Το ρεύμα των λευκοντυμένων αντρών και γυναικών που τους προσπερνούσαν κουβαλώντας νερό συνεχιζόταν ακάθεκτη, χωρίς κανείς τους να ρίχνει ματιές προς το μέρος τους, αλλά η ψυχή της είχε μουλιάσει στην επιφυλακτικότητα τις τελευταίες δύο βδομάδες. Μα το Φως, της φαινόταν πως είχαν περάσει δύο χρόνια! «Τι διαφορά υπάρχει μεταξύ της βοήθειας προς τη Λασίλ και την Αρέλα να φθάσουν στο δάσος και της βοήθειας προς τις υπόλοιπες από εμάς να ξεφύγουμε;» Λόγια απόγνωσης. Η Φάιλε γνώριζε τη διαφορά —η Μπάιν κι η Τσιάντ ήταν φίλες της και της είχαν διδάξει τους τρόπους των Αελιτών, το τζι’ε’τόχ και λίγη χειρομιλία των Κορών— και δεν της έκανε εντύπωση όταν η Τσιάντ γύρισε ελαφρά το κεφάλι της για να την περιεργαστεί με το γκρίζο βλέμμα της, που δεν είχε τίποτα από την πραότητα των γκαϊ’σάιν. Το ίδιο ίσχυε και για τη φωνή της, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να μιλάει σιγανά.

«Θα σας βοηθήσω όσο μπορώ, γιατί δεν είναι δίκαιο να σας κρατούν αιχμάλωτες οι Σάιντο. Δεν ακολουθείτε το τζι’ε’τόχ, ενώ εγώ το ακολουθώ. Αν βάλω στην άκρη την τιμή μου και τα καθήκοντά μου απλώς και μόνο επειδή το έκαναν οι Σάιντο, τους δίνω το δικαίωμα να πάρουν εκείνοι τις αποφάσεις για το πώς θα ενεργήσω εγώ. Θα είμαι ντυμένη στα λευκά επί έναν χρόνο και μία μέρα, κι έπειτα θα με ελευθερώσουν ή θα με αφήσουν να φύγω, αλλά δεν πρόκειται να αποκαλύψω ποια είμαι». Δίχως άλλη λέξη, η Τσιάντ απομακρύνθηκε μέσα στο πλήθος των γκαϊ’σάιν.

Η Φάιλε μισοσήκωσε το χέρι της για να τη σταματήσει, αλλά τελικά το άφησε να πέσει. Είχε κάνει και προηγουμένως την ίδια ερώτηση, παίρνοντας μια πιο ευγενική απάντηση, οπότε ρωτώντας ξανά, το μόνο που κατάφερε ήταν να προσβάλει τη φίλη της. Έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη. Όχι για να σιγουρέψει τη βοήθεια εκ μέρους της Τσιάντ —δεν υπήρχε περίπτωση να της την αρνηθεί— αλλά για λόγους προσωπικής τιμής, ακόμα κι αν δεν ακολουθούσε το τζι’ε’τόχ. Αν προσβάλεις τους φίλους σου, δεν το ξεχνάς, και φυσικά δεν περιμένεις να το ξεχάσουν κι αυτοί. Οι συγγνώμες, ωστόσο, μπορούσαν να περιμένουν. Δεν διακινδύνευαν να τις δουν να μιλούν επί μακρόν.

Η Μάλντεν ήταν εύπορη πόλη, παραγωγός μαλλιού πρώτης τάξεως και μεγάλων ποσοτήτων εκλεκτού κρασιού, τώρα όμως είχε μεταβληθεί σε κενά ερείπια στο εσωτερικό των τειχών. Πολλά από τα σπίτια με τις σχιστολιθικές οροφές ήταν ξύλινα, ενώ άλλα πέτρινα, κι οι φωτιές είχαν θεριέψει ανεξέλεγκτα κατά τη διάρκεια του πλιάτσικου. Η νότια άκρη της πόλης ήταν κατά το ήμισυ σωροί από μαυρισμένα ξύλα, στολισμένα με παγοκρυστάλλους, και μισοκαψαλισμένοι, ασκεπείς τοίχοι. Όλοι οι δρόμοι, πλακόστρωτοι ή καλυμμένοι με βρωμιές, ήταν γκρίζοι από τις στάχτες που είχε φέρει ο άνεμος και που είχαν πατηθεί μαζί με το χιόνι, ενώ η πόλη ολάκερη βρωμούσε καρβουνιασμένο ξύλο. Το νερό ήταν κάτι που δεν είχε λείψει ποτέ από τη Μάλντεν, αλλά, όπως όλοι οι Αελίτες, οι Σάιντο είχαν ανεβάσει κατά πολύ την αξία του, άσε που δεν είχαν ιδέα πώς να καταπολεμήσουν τις φλόγες. Στην Ερημιά του Άελ, άλλωστε, δεν υπήρχαν και πολλά για να καούν. Θα μπορούσαν να αφήσουν όλη την πόλη να τυλιχτεί στις φλόγες μόλις τελείωναν με το πλιάτσικο κι, όπως είχαν τα πράγματα, αμφιταλαντεύονταν σχετικά με το πόσο νερό πήγαινε χαμένο πριν εξαναγκάσουν με τη βία τούς γκαϊ’σάιν να μπουν στη σειρά και να αρχίσουν να κουβαλάνε κουβάδες και τους άντρες της Μάλντεν να βγάλουν τις καρότσες με τις αντλίες. Η Φάιλε πίστεψε πως, αν μη τι άλλο, οι Σάιντο θα αντάμειβαν αυτούς τους άντρες επιτρέποντάς τους να φύγουν μαζί με όσους διέφυγαν έχοντας επιλεγεί ως γκαϊ’σάιν, αλλά οι άντρες που δούλευαν τις αντλίες ήταν νεαροί και με όλα τα προσόντα για γκαϊ’σάιν, όπως τουλάχιστον τους ήθελαν οι Σάιντο, οι οποίοι διατηρούσαν μεν κάποιους κανόνες σχετικά με τους γκαϊ’σάιν —όπως, για παράδειγμα, ότι οι έγκυοι κι όσες είχαν παιδιά κάτω των δέκα ετών αφήνονταν ελεύθερες, και το ίδιο ίσχυε για τους νεαρούς κάτω των δεκάξι και για τους σιδηρουργούς της πόλης, παρ’ ότι αμφότεροι ένιωθαν σαστισμένοι αλλά ευγνώμονες— αλλά η ευγνωμοσύνη ήταν μάλλον ανύπαρκτη ως έννοια.

Στους δρόμους έβλεπες σκορπισμένα έπιπλα, μεγάλα αναποδογυρισμένα τραπέζια, περίκομψα σεντούκια και καθίσματα, μια τσαλακωμένη κουρτίνα τοίχου ή σπασμένα πιατικά. Κομμάτια ρουχισμού κείτονταν παντού, πανωφόρια, παντελόνια και φορέματα, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν κουρελιασμένα. Οι Σάιντο είχαν αρπάξει οτιδήποτε φτιαγμένο από χρυσάφι ή ασήμι, ό,τι είχε επάνω του πολύτιμους λίθους ή ήταν χρήσιμο ή φαγώσιμο, αλλά τα έπιπλα μάλλον είχαν παραπεταχτεί μέσα στη φρενίτιδα του πλιάτσικου και κατόπιν είχαν εγκαταλειφθεί, μια κι όποιος προσπαθούσε να τα κουβαλήσει, αποφάσιζε πως ένα μικρό επίχρυσο κομμάτι εδώ κι εκεί ή ένα κομψοτέχνημα δεν ήταν αρκετά για να μπει στον κόπο. Ούτως ή άλλως, οι Αελίτες δεν χρησιμοποιούσαν καθίσματα —πλην των αρχηγών τους—, ενώ στις άμαξες και στις καρότσες δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτά τα βαριά τραπέζια. Κάποιοι Σάιντο εξακολουθούσαν να περιπλανιούνται, ψάχνοντας στα σπίτια, στα χάνια και στα μαγαζιά για οτιδήποτε που θα μπορούσε να τους έχει ξεφύγει. Ωστόσο, οι περισσότεροι απ’ όσους έβλεπε ήταν γκαϊ’σάιν που κουβαλούσαν κάδους. Για τους Αελίτες, οι πόλεις ήταν αποθήκες για πλιάτσικο. Ένα ζευγάρι Κόρες την προσπέρασε, χρησιμοποιώντας τα κοντάκια των δοράτων τους για να εξωθήσουν έναν γυμνό άντρα με τρελαμένο βλέμμα και χέρια δεμένα πισθάγκωνα προς τη μεριά της πύλης. Χωρίς καμία αμφιβολία, ο τύπος είχε σκεφτεί πως μπορούσε να κρυφτεί σε κάποιο υπόγειο ή σοφίτα μέχρι να φύγουν οι Σάιντο. Χωρίς καμία αμφιβολία, οι Κόρες είχαν σκεφτεί πως μπορούσαν να βρουν κάποια κρύπτη με νομίσματα ή επίχρυσα σκεύη. Όταν ένας πελώριος άντρας με το χαρακτηριστικό καντιν’σόρ του αλγκάι’ντ’σισβάι μπήκε μπροστά της, η Φάιλε πάσχισε να περάσει από δίπλα του όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Μια γκαϊ’σάιν πάντα κάνει χώρο για να περάσει ένας Σάιντο.

«Κουκλίτσα είσαι», είπε ο άντρας, εμποδίζοντάς τη να περάσει. Ήταν ο ογκωδέστερος άντρας που είχε δει ποτέ της, περίπου εφτά πόδια ψηλός κι εύσωμος. Δεν ήταν παχύς —ποτέ δεν είχε δει χοντρό Αελίτη— αλλά είχε τεράστιες πλάτες. Ο άντρας ρεύτηκε κι οι αναθυμιάσεις του κρασιού χτύπησαν τα ρουθούνια της Φάιλε. Είχε δει κι άλλους μεθυσμένους Αελίτες, ειδικά από τότε που βρέθηκαν όλα εκείνα τα βαρέλια με το κρασί στην πόλη της Μάλντεν. Ωστόσο, δεν φοβήθηκε καθόλου. Μπορεί οι γκαϊ’σάιν να τιμωρούνταν για διάφορες παραβάσεις και πολύ συχνά για παρανομίες που ελάχιστοι από τους υδρόβιους κατανοούσαν, αλλά το λευκό χιτώνιο παρείχε κάποιου είδους προστασία, και φορούσε άλλη μία στρώση από μέσα.

«Είμαι γκαϊ’σάιν της Σοφής Σεβάνα», απάντησε η Φάιλε με όσο πιο δουλοπρεπή τόνο μπορούσε. Προς μεγάλη της αποστροφή, το κατάφερε περίφημα. «Η Σεβάνα θα δυσαρεστηθεί αν αφήσω τα καθήκοντά μου για να πιάσω κουβέντα». Προσπάθησε για άλλη μία φορά να τον προσπεράσει, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή μόλις ο άντρας άρπαξε το μπράτσο της με ένα χέρι που άνετα θα τυλιγόταν δύο φορές γύρω του και θα περίσσευε κιόλας.

«Η Σεβάνα έχει εκατοντάδες γκαϊ’σάιν στη διάθεσή της. Αν της λείψει μία για μια-δυο ωρίτσες, δεν έγινε και κάτι».

Το καλάθι έπεσε στο πλακόστρωτο καθώς ο άντρας την ανασήκωσε, τόσο εύκολα λες και σήκωνε μαξιλάρι. Πριν η Φάιλε καταλάβει καλά-καλά τι συνέβαινε, τη δίπλωσε κάτω από το μπράτσο του και παγίδεψε τα χέρια της στα πλευρά της. Άνοιξε το στόμα της να ουρλιάξει, αλλά ο άντρας χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι του για να πιέσει το πρόσωπό της πάνω στο στήθος του. Η οσμή του ιδρωμένου μάλλινου πλημμύρισε τα ρουθούνια της. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν το καφεγκρίζο μάλλινο. Πού ήταν εκείνες οι δύο Κόρες; Οι Κόρες του Δόρατος δεν θα επέτρεπαν ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο! Όποιος Αελίτης παρακολουθούσε τη σκηνή, θα έπρεπε να επέμβει! Δεν περίμενε κανενός είδους βοήθεια από τους γκαϊ’σάιν. Αν ήταν τυχερή, ένας-δυο από δαύτους μπορεί να αναζητούσαν βοήθεια, αλλά το πρώτο μάθημα που έπαιρνε ένας γκαϊ’σάιν ήταν πως ακόμα κι η απειλή βίας σήμαινε πως θα σε κρεμούσαν ανάποδα και θα σε μαστίγωναν μέχρι να ουρλιάξεις. Αν μη τι άλλο, αυτό ήταν το πρώτο μάθημα των υδρόβιων. Οι Αελίτες το γνώριζαν ήδη: οι γκαϊ’σάιν απαγορευόταν να ασκήσουν βία για οποιονδήποτε λόγο. Οποιονδήποτε λόγο. Κάτι που, ωστόσο, δεν απέτρεψε τη Φάιλε από το να κλωτσάει μανιασμένα τον άντρα. Η εντύπωση που της έμεινε, βέβαια, ήταν πως κλωτσούσε τοίχο. Ο άντρας άρχισε να προχωράει κουβαλώντας την. Τον δάγκωσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, αλλά η ανταμοιβή για τον κόπο της ήταν ένα φίμωτρο από τραχύ, βρώμικο μάλλινο ύφασμα. Τα δόντια της γλίστρησαν πάνω από μυώνες που ούτε καν χαλάρωσαν. Ο άντρας έμοιαζε φτιαγμένος από πέτρα. Η Φάιλε ούρλιαξε, αλλά η κραυγή της ακούστηκε πνιχτή ακόμα και στα ίδια της τα αυτιά.

Ξαφνικά, το τέρας που την κουβαλούσε σταμάτησε.

«Εγώ την έκανα γκαϊ’σάιν αυτή, Νάντρικ», ακούστηκε η βαθιά φωνή ενός άλλου άντρα.

Η Φάιλε αισθάνθηκε ένα γέλιο να τραντάζεται πάνω στο στέρνο που ακουμπούσε το πρόσωπό της πριν το ακούσει καλά-καλά. Δεν έπαψε στιγμή να κλωτσάει, να σφαδάζει ή να προσπαθεί να φωνάξει, αλλά ο άντρας δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στις προσπάθειές της. «Ανήκει πλέον στη Σεβάνα, Ανάδελφε», απάντησε περιφρονητικά ο τεράστιος άντρας — ο Νάντρικ; «Η Σεβάνα παίρνει αυτό που θέλει, αλλά το ίδιο κάνω κι εγώ. Νέοι τρόποι».

«Μπορεί να την πήρε η Σεβάνα», αποκρίθηκε ήρεμα ο άλλος άντρας, «αλλά εγώ δεν της την έδωσα ποτέ. Ποτέ δεν προσφέρθηκα να της τη δώσω. Θα εγκατέλειπες την τιμή σου επειδή η Σεβάνα εγκατέλειψε τη δική της;»

Ακολούθησε σιωπή, που έσπαγε μόνο από τους πνιχτούς ήχους που έβγαζε η Φάιλε. Δεν σταμάτησε στιγμή να παλεύει, δεν μπορούσε να σταματήσει, αλλά δεν διέφερε από μωρό τυλιγμένο σε φασκιές.

«Δεν είναι και τόσο όμορφη για να αξίζει καυγά», είπε τελικά ο Νάντρικ. Δεν ακουγόταν διόλου φοβισμένος, σαν να μην τον ενδιέφερε και πολύ το όλο ζήτημα.

Τα χέρια του τραβήχτηκαν από πάνω της και τα δόντια της Φάιλε ελευθερώθηκαν τόσο απότομα από το πανωφόρι του, που νόμισε πως ένα ή δύο είχαν μείνει καρφωμένα επάνω του, αλλά ξαφνικά αισθάνθηκε το έδαφος να βροντάει πάνω στην πλάτη της και τον αέρα να πετάγεται ορμητικά από τα πνευμόνια της μαζί με το μυαλό από το κεφάλι της. Μέχρι να ξαναβρεί την ανάσα της για να σηκωθεί, ο τεράστιος τύπος απομακρυνόταν με δρασκελιές στο σοκάκι, ξαναβγαίνοντας στον κυρίως δρόμο. Ναι, όντως την είχε κουβαλήσει σε σοκάκι, σ’ ένα στενό και βρώμικο μονοπάτι ανάμεσα σε δύο πέτρινα κτήρια. Κανείς δεν θα τον πρόσεχε ό,τι κι αν έκανε εδώ. Αναρριγώντας —όχι, τρέμοντας!— έφτυσε τη γεύση του βρώμικου μάλλινου και του ιδρώτα του Νάντρικ και τον αγριοκοίταξε καθώς απομακρυνόταν. Αν το μαχαίρι που είχε κρύψει βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι της, σίγουρα θα τον κάρφωνε. Ώστε, δεν ήταν αρκετά όμορφη για να αξίζει καυγά, ε; Ένα κομμάτι του εαυτού της γνώριζε πόσο παράλογο ήταν αυτό, αλλά η γυναίκα άδραχνε με μανία οτιδήποτε έτρεφε τον φόβο της, μόνο και μόνο για ζεστασιά. Ίσα-ίσα για να πάψει να τουρτουρίζει. Θα τον μαχαίρωνε πολλές φορές, μέχρι να κουραζόταν τόσο που να μην μπορούσε πια να σηκώσει το χέρι της.

Σηκώθηκε τρικλίζοντας και πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της. Ήταν όλα στη θέση τους, κανένα σπασμένο, κανένα χαμένο. Το πρόσωπό της είχε γδαρθεί από το τραχύ μάλλινο του πανωφοριού του Νάντρικ και τα χείλη της ήταν μελανιασμένα, αλλά συνειδητοποίησε ότι κατά τ’ άλλα δεν είχε πάθει την παραμικρή ζημιά κι ότι ήταν ελεύθερη να απομακρυνθεί από το σοκάκι. Όσο ελεύθερη, τουλάχιστον, μπορούσε να είναι μια γυναίκα με ρούχα γκαϊ’σάιν. Αν υπήρχαν κι άλλοι σαν τον Νάντρικ, που δεν έδιναν σημασία στην προστασία που παρείχαν αυτά τα ρούχα, σήμαινε πως η τάξη είχε διασαλευτεί ανάμεσα στους Σάιντο, οπότε ο καταυλισμός ίσως γινόταν επικίνδυνο μέρος, αλλά η αταξία σίγουρα θα παρείχε περισσότερες ευκαιρίες διαφυγής. Μέσα από αυτό το πρίσμα έπρεπε να βλέπει τα πράγματα. Είχε μάθει κάτι που ίσως τη βοηθούσε. Αρκεί να μπορούσε να σταματήσει αυτό το τουρτούρισμα.

Τελικά, αν και κάπως απρόθυμα, κοίταξε τον απελευθερωτή της. Είχε αναγνωρίσει τη φωνή του. Ο άντρας καθόταν λίγο πιο πέρα, παρακολουθώντας την ήρεμα και χωρίς να κάνει καμία κίνηση σε ένδειξη συμπαράστασης. Η Φάιλε είχε την εντύπωση πως, αν την άγγιζε, θα άρχιζε να ουρλιάζει, κάτι εξίσου παράλογο, μια και την είχε σώσει, γεγονός ωστόσο. Ο Ρόλαν ήταν σχεδόν μια παλάμη πιο κοντός από τον Νάντρικ κι εξίσου πλατύστερνος κι η Φάιλε είχε κάθε λόγο να θέλει να μαχαιρώσει κι αυτόν. Δεν ήταν Σάιντο, αλλά ένας από τους Ανάδελφους, τους Μέρα’ντιν, άντρες που είχαν εγκαταλείψει τις φατρίες τους επειδή αρνούνταν να γίνουν ακόλουθοι τον Ραντ αλ’Θόρ, και πράγματι ήταν εκείνος που την είχε κάνει γκαϊ’σάιν. Ναι, ήταν αλήθεια ότι την είχε προστατέψει από τη θανατηφόρα παγωνιά την επόμενη νύχτα της αιχμαλωσίας της τυλίγοντάς τη με το πανωφόρι του, αλλά η προστασία του θα ήταν αχρείαστη αν ο άντρας δεν είχε κόψει εξ αρχής κάθε ραφή του φορέματός της. Το πρώτο βήμα για να γίνει κανείς γκαϊ’σάιν ήταν να ξεγυμνωθεί, αλλά δεν ήταν λόγος αυτός για να τον συγχωρήσει.

«Σ’ ευχαριστώ», του είπε. Οι λέξεις έκρυβαν πικρία.

«Δεν ζητώ ευγνωμοσύνη», αποκρίθηκε πράα ο άντρας. «Μη με κοιτάς σαν να θέλεις να με δαγκώσεις μόνο και μόνο επειδή δεν κατάφερες να δαγκώσεις τον Νάντρικ».

Η Φάιλε μόλις που συγκρατήθηκε για να μη γρυλίσει —αφού της ήταν αδύνατον να δείξει αντίστοιχη πραότητα, ακόμα κι αν το ήθελε— κι έτσι άρχισε να απομακρύνεται με αγέρωχο βήμα για να βγει στον κυρίως δρόμο. Ή, τουλάχιστον, πάσχισε να κάνει το βήμα της να φανεί αγέρωχο. Τα πόδια της έτρεμαν ακόμα, κι έτσι έμοιαζε πιότερο σαν να τρικλίζει. Οι γκαϊ’σάιν που την προσπερνούσαν κοιτούσαν φευγαλέα προς το μέρος της καθώς σέρνονταν στο δρομάκι κουβαλώντας τους κάδους με το νερό. Δεν υπήρχαν πολλοί αιχμάλωτοι που προθυμοποιούνταν να μοιραστούν τα προβλήματα κάποιου άλλου· τους έφταναν τα δικά τους.

Έφτασε στο σημείο όπου βρισκόταν το καλάθι της μπουγάδας κι αναστέναξε. Είχε αναποδογυρίσει, σκορπίζοντας τριγύρω λευκές, μεταξένιες μπλούζες και σκούρες φούστες από μετάξι με το χαρακτηριστικό χώρισμα ιππασίας, χύνοντάς τες στο βρώμικο, καπνισμένο πεζοδρόμιο. Τουλάχιστον, κανείς δεν είχε πατήσει επάνω τους. Δύσκολα θα κατηγορούσες κάποιον που όλη μέρα κουβαλάει κουβάδες με νερό αν σκόνταφτε επάνω σε σκόρπια κομμάτια υφάσματος, παρμένα από τους κατοίκους της Μάλντεν που είχαν γίνει γκαϊ’σάιν. Η Φάιλε, τουλάχιστον, θα τον συγχωρούσε. Πήρε από κάτω το καλάθι κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα, τινάζοντας τις βρωμιές και την κάπνα και προσέχοντας να μην ανακατευτούν με τα υπόλοιπα. Σε αντίθεση με τη Σόμεριν, η Σεβάνα είχε μεγάλη αδυναμία στα μεταξωτά. Δεν φορούσε τίποτε άλλο. Ήταν περήφανη κι εξαιρετικά κτητική, τόσο για τα μεταξωτά της, όσο και για τα κοσμήματά της. Και δεν χαιρόταν καθόλου αν έστω κι ένα από τα ρούχα της δεν επέστρεφε πεντακάθαρο.

Καθώς η Φάιλε τοποθετούσε την τελευταία μπλούζα πάνω από τις υπόλοιπες, ο Ρόλαν την πλησίασε κι ανασήκωσε το καλάθι με το ένα χέρι. Έτοιμη ήταν να του μιλήσει απότομα —άλλωστε, μια χαρά μπορούσε να το κουβαλήσει μόνη της!— αλλά συγκρατήθηκε. Το μυαλό της ήταν το μοναδικό όπλο που διέθετε, επομένως έπρεπε να το χρησιμοποιήσει κι όχι να αφήσει τα συναισθήματά της να πάρουν το επάνω χέρι. Ο Ρόλαν δεν είχε βρεθεί τυχαία εκεί. Θα ήταν ανόητο εκ μέρους της να πιστεύει το αντίθετο. Τον είχε δει κάμποσες φορές από τότε που πιάστηκε αιχμάλωτη, αρκετά συχνά για να το αποδώσει στην τύχη. Την παρακολουθούσε. Πώς το είχε πει στον Νάντρικ; Δεν την είχε δώσει στη Σεβάνα, ούτε προσφέρθηκε να την ανταλλάξει. Παρ’ ότι αυτός ήταν που την αιχμαλώτισε, η Φάιλε πίστευε πως ο άντρας δεν συμφωνούσε με την ιδέα να γίνονται γκαϊ’σάιν οι υδρόβιοι —κάτι που ίσχυε για τους περισσότερους Ανάδελφους— αλλά, προφανώς, εξακολουθούσε να θεωρεί πως είχε δικαιώματα επάνω της.

Ήταν σίγουρη πως δεν χρειαζόταν να φοβάται μήπως της φερόταν βίαια. Άλλωστε, ο Ρόλαν είχε την ευκαιρία για κάτι τέτοιο όταν την είχε γυμνή και δεμένη μπροστά του, και τότε έμοιαζε σαν να κοίταζε φράχτη. Ίσως δεν του άρεσε να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο στις γυναίκες. Σε κάθε περίπτωση, οι Ανάδελφοι θεωρούνταν ξένοι από τους Σάιντο, όσο κι οι υδρόβιοι. Οι Σάιντο δεν τους είχαν εμπιστοσύνη, ενώ οι ίδιοι οι Ανάδελφοι συχνά τους κοιτούσαν αφ’ υψηλού, αποδεχόμενοι το μικρότερο μεταξύ δύο κακών, μολονότι έτρεφαν πλέον κάποιες αμφιβολίες γι’ αυτό. Αν μπορούσε να πιάσει φιλίες μαζί του, ίσως ο άντρας να έδειχνε διάθεση να τη βοηθήσει. Όχι, βέβαια, να δραπετεύσει —αυτό παραπήγαινε— αλλά... λες; Ο μόνος τρόπος για να το μάθει ήταν να προσπαθήσει.

«Σ’ ευχαριστώ», του είπε ξανά, χαμογελώντας του αυτή τη φορά. Παραδόξως, ο άντρας τής ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ήταν αχνό, ελάχιστα ορατό, αλλά οι Αελίτες ούτως ή άλλως δεν ήταν εκδηλωτικοί. Μέχρι να τους συνηθίσεις, σου έδειχναν ένα πέτρινο πρόσωπο.

Για λίγη ώρα, περπάτησαν πλάι-πλάι σιωπηλοί, με τον Ρόλαν να κουβαλάει το καλάθι με το ένα χέρι και τη Φάιλε να κρατάει τη φούστα του ρούχου της ανασηκωμένη. Αν τους έβλεπες κάπως αδιάφορα, θα νόμιζες πως είχαν βγει για περίπατο. Κάποιοι από τους γκαϊ’σάιν που τους προσπερνούσαν τους κοιτούσαν έκπληκτοι, αλλά πολύ γρήγορα το βλέμμα τους χαμήλωνε ξανά. Η Φάιλε δεν είχε ιδέα πώς να ξεκινήσει να του μιλάει —δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να σκεφτεί ο άντρας ότι τον φλέρταρε, μπορεί και να του άρεσε, τελικά— αλλά την έβγαλε ο ίδιος από τη δύσκολη θέση.

«Σε παρακολουθούσα», της είπε. «Είσαι δυνατή κι άγρια και δεν φοβάσαι καθόλου, έτσι νομίζω. Οι περισσότεροι υδρόβιοι χάνουν το μισό μυαλό τους απ’ τον φόβο. Τους αρέσει να καυχιούνται, μέχρι που εισπράττουν την τιμωρία κι έπειτα κλαίνε και μαζεύονται τρομαγμένοι. Μου φαίνεσαι γυναίκα με πολύ τζι».

«Φοβάμαι», αποκρίθηκε η Φάιλε. «Απλώς προσπαθώ να μην το δείχνω. Τα κλάματα ποτέ δεν βγαίνουν σε καλό». Οι περισσότεροι άντρες αυτό πίστευαν. Τα δάκρυα μπορούσαν να εμποδίσουν τα σχέδιά σου, αν τα άφηνες ελεύθερα, αλλά λίγο κλάμα τη νύχτα ίσως βοηθούσε να τα βγάλεις πέρα την επόμενη μέρα.

«Υπάρχουν στιγμές για κλάματα και στιγμές για γέλια. Προσωπικά, θα ήθελα να σε δω να γελάς».

Η Φάιλε άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι, κάπως ξερό. «Όσο φοράω αυτά τα άσπρα ρούχα, Ρόλαν, δεν έχει νόημα να γελάω». Του έριξε μια πλάγια ματιά. Μήπως το παρατραβούσε; Ο Ρόλαν αρκέστηκε σ’ ένα καταφατικό νεύμα.

«Πάντως, εξακολουθώ να θέλω να σε δω γελαστή. Το χαμόγελο σου πάει πολύ, άρα το γέλιο θα σου πηγαίνει ακόμη περισσότερο. Μπορεί να μην έχω γυναίκα, αλλά πού και πού όλο και κάποια κάνω να γελάει. Κάτι άκουσα ότι είσαι παντρεμένη;»

Η Φάιλε ξαφνιάστηκε και κόντεψε να μπουρδουκλώσει τα πόδια της, αλλά την τελευταία στιγμή πιάστηκε από το μπράτσο του Ρόλαν. Γρήγορα, όμως, αποτράβηξε το χέρι της και τον κοίταξε εξεταστικά μέσα από την κουκούλα της. Εκείνος σταμάτησε, για να της δώσει την ευκαιρία να ισορροπήσει, και κατόπιν συνέχισε να προχωρεί. Η έκφρασή του, θα έλεγες, φανέρωνε κάποια περιέργεια. Με εξαίρεση τον Νάντρικ, τα Αελίτικα έθιμα απαιτούσαν να κάνει η γυναίκα το πρώτο βήμα από τη στιγμή που κάποιος άντρας προσέλκυε το ενδιαφέρον της. Ο άντρας, από την πλευρά του, μπορούσε να της χαρίσει δώρα ή να την κάνει να γελάσει, κάτι που αποδείκνυε πως, τελικά, ο Ρόλαν αρεσκόταν στις γυναίκες. «Ναι, Ρόλαν, είμαι παντρεμένη κι αγαπάω πάρα πολύ τον σύζυγό μου. Πάρα πολύ. Δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψω κοντά του».

«Δεν θα σε κατηγορήσει κανείς για ό,τι κάνεις όσο θεωρείσαι γκαϊ’σάιν και φοράς τα λευκά», είπε ο Ρόλαν σιγανά, «αλλά ίσως εσείς, οι υδρόβιοι, δεν τα βλέπετε έτσι τα πράγματα. Πάντως, σαν γκαϊ’σάιν, θα πρέπει να νιώθεις μοναξιές. Ίσως μπορούμε να τα λέμε πού και πού».

Ο άντρας ήθελε όσο τίποτα άλλο να τη δει να γελάει, αλλά η Φάιλε δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Ήταν σαν να της έλεγε ότι δεν σκόπευε να παρατήσει τις προσπάθειες να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Οι Αελίτισσες θαύμαζαν την επιμονή σ’ έναν άντρα. Όπως κι αν είχε, σε περίπτωση που η Τσιάντ κι η Μπάιν δεν κατάφερναν να τη βοηθήσουν να φθάσει στα δέντρα, ο Ρόλαν ήταν η μόνη της ελπίδα. Πίστευε πως, με τον καιρό, θα τον έπειθε. Φυσικά. Με τη δειλία δεν πετυχαίνεις τίποτα! Δεν ήταν παρά ένας καταφρονημένος απόβλητος, αποδεκτός ανάμεσα στους Σάιντο μόνο και μόνο για το δόρυ του. Ωστόσο, η Φάιλε έπρεπε να του δώσει έναν καλό λόγο για να επιμείνει.

«Θα το ήθελα πολύ», απάντησε προσεκτικά. Σε τελική ανάλυση, ίσως να ήταν απαραίτητο λίγο φλερτ, αλλά βέβαια πώς να μη φανεί ειλικρινής, λέγοντάς του πόσο πολύ αγαπούσε τον άντρα της; Όχι ότι είχε καμιά διάθεση να το πάει τόσο μακριά —δεν ήταν δα και Ντομανή!— αλλά ίσως χρειαζόταν να τον προσεγγίσει περισσότερο. Προς το παρόν, δεν θα ήταν άσχημο να του υπενθυμίσει πως η Σεβάνα είχε σφετεριστεί τα «δικαιώματά του». «Τώρα, όμως, με περιμένει δουλειά και δεν νομίζω πως η Σεβάνα θα μείνει ευχαριστημένη αν περάσω την ώρα μου συζητώντας μαζί σου».

Ο Ρόλαν ένευσε ξανά κι η Φάιλε αναστέναξε. Μπορεί να ήξερε πώς να κάνει μια γυναίκα να γελάσει, όπως ισχυριζόταν, αλλά σίγουρα δεν μιλούσε πολύ. Μάλλον χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια εκ μέρους της για να του εκμαιεύσει κάτι περισσότερο από αστεία που δεν καταλάβαινε καν. Ακόμα και με τη βοήθεια της Τσιάντ και της Μπάιν, εξακολουθούσε να θεωρεί ακατανόητο το Αελίτικο χιούμορ.

Έφτασαν στη φαρδιά πλατεία μπροστά από το φρούριο, στη βόρεια άκρη της πόλης, έναν υπερυψωμένο όγκο από γκρίζα πέτρινα τείχη, τα οποία δεν είχαν καταφέρει να προστατέψουν τους κατοίκους καλύτερα από τα τείχη της πόλης. Η Φάιλε νόμισε πως είδε με την άκρη του ματιού της την αρχόντισσα που κυβερνούσε τη Μάλντεν κι όλα τα πέριξ σε απόσταση είκοσι μιλίων, μια ευπαρουσίαστη κι αξιοπρεπή μεσήλικη χήρα, ανάμεσα στους γκαϊ’σάιν που αντλούσαν νερό. Λευκοντυμένοι άντρες και γυναίκες που κουβαλούσαν κουβάδες συνωστίζονταν γύρω από τη λιθόστρωτη πλατεία. Στην ανατολική μεριά της πλατείας, κάτι που έμοιαζε με τμήμα των εξωτερικών τειχών της πόλης, τριάντα πόδια ψηλό και γκριζωπό, ήταν στην πραγματικότητα ο τοίχος μιας τεράστιας δεξαμενής που τροφοδοτούνταν από ένα υδραγωγείο. Τέσσερις αντλίες, καθεμία εκ των οποίων απασχολούσε δύο άντρες, έχυνε νερό για να γεμίσουν οι κάδοι, αρκετό από το οποίο πλατσούριζε πάνω στο λιθόστρωτο. Οι άντρες θα ήταν σίγουρα πιο προσεκτικοί αν ήξεραν ότι ο Ρόλαν τριγύριζε κάπου εκεί. Η Φάιλε είχε σκεφτεί να συρθούν μέσα στον αγωγό του υδραγωγείου για να το σκάσουν, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να διατηρηθεί ο χώρος εκεί μέσα στεγνός, κι όπου κι αν έβγαιναν, θα ήταν μουσκεμένοι, με αποτέλεσμα να παγώσουν και να πεθάνουν από το κρύο πριν καταφέρουν να κάνουν ένα-δυο μίλια μέσα στο χιόνι.

Υπήρχαν άλλα δύο μέρη μέσα στην πόλη απ’ όπου προμηθεύονταν νερό, τροφοδοτούμενα από υπόγειους πέτρινους αγωγούς, αλλά ένα μακρόστενο τραπέζι με πόδια σε σχήμα λιονταριού, φτιαγμένο από μαύρο ξύλο είχε τοποθετηθεί στη βάση του τοιχώματος της δεξαμενής. Κάποτε, εκτελούσε χρέη τραπεζιού συμποσίων κι η επιφάνειά του ήταν διακοσμημένη με φίλντισι, αλλά οι φιλντισένιες σφήνες είχαν αφαιρεθεί πλέον, ενώ κάμποσες ξύλινες σκάφες στέκονταν στην επιφάνειά του. Δίπλα στο τραπέζι υπήρχαν δύο ξύλινοι κουβάδες, ενώ στη μία άκρη μια χάλκινη χύτρα έβραζε πάνω σε μια φωτιά αναμμένη από ξύλα σπασμένων καθισμάτων. Η Φάιλε αμφέβαλλε κατά πόσον η Σεβάνα είχε φέρει την μπουγάδα στο εσωτερικό της πόλης για να μην μπαίνουν οι γκαϊ’σάιν στον κόπο να κουβαλούν νερό μέχρι τις σκηνές αλλά, όποια κι αν ήταν η αιτία, η Φάιλε τής ήταν ευγνώμων. Ένα καλάθι άπλυτα ρούχα ήταν σαφώς ελαφρύτερο από έναν κουβά γεμάτο νερό. Είχε κουβαλήσει κάμποσους, οπότε κάτι ήξερε. Δύο καλάθια ήταν αφημένα πάνω στο τραπέζι, αλλά η μόνη που ασχολούνταν μαζί τους ήταν μια γυναίκα με χρυσαφιά ζώνη και κολάρο. Είχε ανασηκώσει τα μανίκια του λευκού χιτώνα της όσο πιο ψηλά μπορούσε, ενώ τα μακριό μαύρα μαλλιά της ήταν δεμένα με μια λωρίδα λευκού υφάσματος, που τα εμπόδιζε να ακουμπήσουν στα νερά της σκάφης.

Μόλις η Αλιάντρε πρόσεξε τη Φάιλε να την πλησιάζει παρέα με τον Ρόλαν, ίσιωσε το κορμί της και σκούπισε τα γυμνά της χέρια πάνω στον χιτώνα της. Η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, ελέω Φωτός Βασίλισσα της Γκεάλνταν, Υπερασπίστρια του Τείχους του Γκάρεν και μια ντουζίνα ακόμα τίτλοι, ήταν μια καλαίσθητη, μετρημένη γυναίκα, συγκροτημένη κι επιβλητική. Η Αλιάντρε εξακολουθούσε να είναι όμορφη κι ως γκαϊ’σάιν, αλλά η έκφραση του προσώπου της μαρτυρούσε διαρκείς έγνοιες. Με τα ρούχα της μουσκεμένα τόπους-τόπους και τα χέρια της ζαρωμένα από τη συνεχή επαφή με το νερό, άνετα θα τη χαρακτήριζες ως χαριτωμένη πλύστρα. Είδε τον Ρόλαν να αφήνει κάτω το καλάθι, να χαμογελάει στη Φάιλε και να απομακρύνεται, αλλά πρόσεξε ότι η Φάιλε ανταπέδωσε το χαμόγελο, κι ανασήκωσε το φρύδι της απορημένη.

«Είναι αυτός που με αιχμαλώτισε», είπε η Φάιλε, ακουμπώντας στο τραπέζι μερικά ρούχα από το καλάθι. Ακόμα κι εδώ, παρόλο που οι μόνοι που άκουγαν ήταν γκαϊ’σάιν, ήταν καλύτερα να μιλάς κατά τη διάρκεια της δουλειάς. «Ανήκει στους Ανάδελφους και μου φαίνεται πως δεν του αρέσει να γίνονται γκαϊ’σάιν οι υδρόβιοι. Νομίζω πως μπορεί να μας βοηθήσει».

«Κατάλαβα», απάντησε η Αλιάντρε. Σκούπισε απαλά με το ένα της χέρι το πίσω μέρος του χιτώνα της Φάιλε.

Η Φάιλε συνοφρυώθηκε και γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Για μια στιγμή, αντίκρισε τη βρωμιά και την κάπνα που κάλυπταν την πλάτη της από τους ώμους και κάτω, και κατόπιν το πρόσωπο της αναψοκοκκίνισε. «Έπεσα», είπε βιαστικά. Δεν ήθελε με τίποτα να αναφέρει στην Αλιάντρε το περιστατικό με τον Νάντρικ. Θεωρούσε πως δεν έπρεπε να το πει πουθενά. «Ο Ρόλαν προσφέρθηκε να κουβαλήσει το καλάθι».

Η Αλιάντρε ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Αν με βοηθούσε να δραπετεύσω, θα τον παντρευόμουν, εκτός κι αν δεν ήθελε ο ίδιος. Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος, αλλά θα τα πηγαίναμε καλά. Άσε που ο άντρας μου, αν είχα, δεν θα χρειαζόταν να μάθει τίποτα. Αν σκεφτόταν κάπως λογικά, θα χαιρόταν για την επιστροφή μου και δεν θα αναλωνόταν σε ερωτήσεις που οι απαντήσεις θα του ήταν δυσάρεστες».

Σφίγγοντας στα χέρια της μια μεταξένια μπλούζα, η Φάιλε έτριξε τα δόντια της. Η Αλιάντρε, μέσω του Πέριν, της ήταν εξαιρετικά αφοσιωμένη κι υπάκουε σε κάθε της διαταγή μέχρι στιγμής, αλλά η φύση της σχέσης είχε διαστρεβλωθεί λιγάκι. Είχαν συμφωνήσει ότι έπρεπε να προσπαθήσουν να σκέφτονται σαν υπηρέτριες, να προσπαθήσουν να γίνουν υπηρέτριες αν ήθελαν να επιβιώσουν, αυτό όμως σήμαινε πως η μία έπρεπε να προσέχει την άλλη έτσι ώστε να υποκλίνονται και να σπεύδουν να υπακούσουν στις διαταγές. Όταν η Σεβάνα αποφάσιζε να τιμωρήσει, το ανέθετε στον πλησιέστερο γκαϊ’σάιν, και κάποτε η Φάιλε είχε διαταχτεί να μαστιγώσει την Αλιάντρε. Το χειρότερο ήταν πως είχε διαταχτεί κι η Αλιάντρε να της το ανταποδώσει, και μάλιστα εις διπλούν. Αν αρνιόταν, θα έπαιρνε κι αυτή μια παρόμοια γεύση, άσε που η άλλη γυναίκα θα λάμβανε διπλή δόση μαστιγώματος από κάποιον που δεν θα τη λυπόταν καθόλου. Όταν ανάγκαζες την ίδια την αρχόντισσά σου, στην οποία ήσουν πλήρως αφοσιωμένη, να ουρλιάζει και να τσιρίζει, και μάλιστα δύο φορές, τότε μόνο καταλάβαινες τη διαφορά.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η μπλούζα που έσφιγγε ήταν μία απ’ εκείνες που είχαν λερωθεί κι άλλο όταν της είχε πέσει το καλάθι. Χαλάρωσε τη λαβή της και περιεργάστηκε ανήσυχα το ρούχο. Η βρωμιά δεν έμοιαζε να έχει γίνει από πέσιμο. Ένιωσε ανακούφιση προς στιγμήν, αλλά αμέσως μετά θύμωσε ακριβώς επειδή είχε νιώσει ανακούφιση. Το εκνευριστικότερο, όμως, ήταν πως αυτή η ανακούφιση δεν υποχωρούσε.

«Η Αρέλα κι η Λασίλ δραπέτευσαν πριν από τρεις μέρες», είπε χαμηλόφωνα. «Λογικά, θα έχουν απομακρυνθεί πια. Πού είναι η Μάιντιν;»

Ένα συνοφρύωμα γεμάτο ανησυχία εμφανίστηκε στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Προσπαθεί να μπει κρυφά στη σκηνή της Θεράβα, η οποία πέρασε πριν από λίγο μαζί με μια ομάδα Σοφών κι, απ’ ό,τι καταλάβαμε, πάνε να συναντήσουν τη Σεβάνα. Η Μάιντιν μού έδωσε το καλάθι της κι είπε πως θα προσπαθούσε να μπει στη σκηνή της. Θαρρώ πως... Θαρρώ πως είναι τόσο απεγνωσμένη, που διακινδυνεύει πάρα πολλά», αποτελείωσε τα λόγια της με χροιά απελπισίας στη φωνή της. «Θα έπρεπε να έχει έρθει ήδη».

Η Φάιλε πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσηξε αργά. Όλες τους ήταν απεγνωσμένες. Είχαν μαζέψει προμήθειες για την απόδρασή τους —μαχαίρια, τρόφιμα, μπότες, αντρικά παντελόνια και πανωφόρια που τους ταίριαζαν γάντι, όλα προσεκτικά κρυμμένα στις άμαξες. Τα λευκά ρούχα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως κουβέρτες και ως κάλυψη στο χιόνι αλλά η πιθανότητα να τα χρησιμοποιήσουν όλα αυτά δεν ήταν μεγαλύτερη τώρα απ’ ό,τι την ημέρα της αιχμαλωσίας του. Δύο βδομάδες μονάχα. Είκοσι δύο μέρες, για την ακρίβεια. Δεν ήταν πολύς καιρός για να αλλάξει κάτι, αλλά ο ρόλος των καλών υπηρετριών επέφερε κάποιες αλλαγές επάνω τους, παρά τις προσπάθειες τους για το αντίθετο. Δύο βδομάδες μόνο, και το μόνο που έκαναν ήταν να αναπηδούν δίχως δεύτερη σκέψη με την παραμικρή προσταγή, ανησυχώντας διαρκώς για μια ενδεχόμενη τιμωρία και για το αν θα ικανοποιούσαν τη Σεβάνα ή όχι. Και το χειρότερο ήταν πως είχαν κι οι ίδιες επίγνωση αυτού του πράγματος, ήξεραν ότι ένα κομμάτι του εαυτού τους είχε διαμορφωθεί ενάντια στη θέλησή τους. Προς το παρόν, έπρεπε να πείσουν τους εαυτούς τους πως έκαναν ό,τι ήταν απαραίτητο, έτσι ώστε να μην τις υποψιάζονταν μέχρι να το σκάσουν, αν και κάθε μέρα οι αντιδράσεις τους ήταν όλο και πιο αυτοματοποιημένες. Πόσος καιρός, άραγε, είχε περάσει που το θέμα του φευγιού τους ερχόταν σαν αχνό όνειρο τη νύχτα, έπειτα από μια ολόκληρη μέρα συμπεριφοράς και σκέψης σαν γκαϊ’σάιν; Μέχρι στιγμής, καμιά τους δεν τολμούσε να εκφράσει φωναχτά τέτοιες σκέψεις, κι η Φάιλε γνώριζε ότι κι η ίδια προσπαθούσε να μην το σκέφτεται, αλλά η ερώτηση παρέμενε πάντα στις παρυφές της συνείδησής της. Από μια άποψη, φοβόταν μήπως η σκέψη αυτή χανόταν από το μυαλό της. Εκτός αν αυτό συνέβαινε αφού η ερώτηση θα είχε ήδη απαντηθεί.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, πίεσε τον εαυτό της να απομακρυνθεί από την απελπισία. Αυτή ήταν η δεύτερη παγίδα, και μονάχα η δύναμη της θέλησης την κρατούσε ανοικτή. «Η Μάιντιν ξέρει ότι πρέπει να ενεργήσει προσεκτικά», είπε με σταθερή φωνή. «Θα έρθει σύντομα, Αλιάντρε».

«Κι αν την έπιασαν;»

«Δεν την έπιασαν!» αποκρίθηκε κοφτά η Φάιλε. Αν όμως... Όχι. Αυτό που όφειλε να σκέφτεται ήταν η νίκη, όχι η ήττα. Οι αδύναμες καρδιές δεν κερδίζουν τις μάχες.

Το πλύσιμο του μεταξιού ήταν πολύ χρονοβόρο. Οι κουβάδες με το νερό που έφερναν από τις αντλίες της δεξαμενής ήταν παγωμένοι, αλλά το ζεστό νερό που άδειαζαν από τις χάλκινες χύτρες εξισορροπούσε τη θερμοκρασία στις σκάφες, κάνοντάς τη μέτρια. Δεν μπορούσες να πλύνεις μετάξι με καυτό νερό. Αν βύθιζες τα χέρια σου στο κρύο νερό των σκαφών ένιωθες ωραία προς στιγμήν, αλλά έπρεπε να τα βγάλεις αμέσως, και τότε η παγωνιά γινόταν πιο τσουχτερή. Σαπούνι δεν υπήρχε, όχι ότι θα χρησίμευε σε κάτι, οπότε κάθε φούστα και μπλούζα έπρεπε να βυθιστεί μία-μία στο νερό και να τριφτεί με προσοχή. Κατόπιν, απλωνόταν σε ένα κομμάτι υφάσματος, το οποίο τυλιγόταν απαλά, έτσι ώστε να αποστραγγιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο νερό. Το νωπό ύφασμα βυθιζόταν ξανά σε μια άλλη σκάφη, γεμάτη με ένα μείγμα από ξίδι και νερό —που εμπόδιζε το ξεθώριασμα κι έκανε το μετάξι να δείχνει πιο γυαλιστερό— και τυλιγόταν πάλι. Η μουσκεμένη πετσέτα στυβόταν πολύ δυνατά κι απλωνόταν στον ήλιο για να στεγνώσει, όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος τουλάχιστον, ενώ κάθε κομμάτι μεταξιού κρεμόταν σε έναν οριζόντιο άξονα, αναρτημένο στη σκιά ενός προχειροφτιαγμένου υπόστεγου από καραβόπανο, στημένου στην άκρη της πλατείας, κι ισιωνόταν με το χέρι για να φύγουν οι ζάρες. Με λίγη τύχη, δεν θα χρειαζόταν σιδέρωμα. Μπορεί κι οι δυο τους να ήξεραν πώς να φροντίζουν το μετάξι, αλλά το σιδέρωμα απαιτούσε εμπειρία που καμιά τους δεν διέθετε. Ήταν κάτι που δεν ήξερε καμία από τις γκαϊ’σάιν της Σεβάνα, ούτε καν η Μάιντιν, παρ’ όλο που ήταν υπηρέτρια και πριν μπει στην υπηρεσία της Φάιλε, αλλά η Σεβάνα δεν δεχόταν δικαιολογίες. Κάθε φορά που η Φάιλε ή η Αλιάντρε πήγαιναν να κρεμάσουν ένα ρούχο, ήλεγχαν όσα υπήρχαν ήδη εκεί κι ίσιωναν όσα τύχαινε να είναι τσαλακωμένα.

Η Φάιλε πρόσθετε ζεστό νερό στη σκάφη, όταν η Αλιάντρε είπε πικρόχολα: «Έρχεται κι η Άες Σεντάι».

Η Γκαλίνα ήταν ολοκληρωμένη Άες Σεντάι, με αγέραστο πρόσωπο και το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού περασμένο στο δάχτυλό της, αλλά φορούσε τα λευκά ρούχα των γκαϊ’σάιν —σε μετάξι πιο χοντρό κι από μάλλινο, αν μη τι άλλο!— μαζί με μια φαρδιά, περίτεχνη ζώνη από χρυσάφι και φλογόσταλες, η οποία έκλεινε σφιχτά γύρω από τη μέση της, καθώς κι έναν ψηλό ταιριαστό γιακά γύρω από τον λαιμό της, διακοσμημένο με πετράδια κατάλληλα για βασίλισσα. Ήταν όντως Άες Σεντάι και μερικές φορές έβγαινε μονάχη της από τον καταυλισμό, αλλά επέστρεφε πάντα. Αναπηδούσε όποτε κάποια Σοφή την απειλούσε κουνώντας το δάχτυλο, ειδικά αν επρόκειτο για τη Θεράβα, τη σκηνή της οποίας συχνά μοιραζόταν. Από μια άποψη, αυτό το τελευταίο ήταν και το πιο περίεργο απ’ όλα. Η Γκαλίνα γνώριζε ποια ήταν η Φάιλε, όπως επίσης γνώριζε και ποιος ήταν ο σύζυγός της, καθώς και τη σχέση του Πέριν με τον Ραντ αλ’Θόρ, κι απειλούσε να τα αποκαλύψει όλα στη Σεβάνα, εκτός κι αν η Φάιλε με τις φίλες της έκλεβαν κάτι από τη σκηνή όπου κοιμόταν. Αυτή ήταν η τρίτη παγίδα που τις περίμενε. Η Σεβάνα είχε εμμονή με τον αλ’Θόρ, εντελώς παράλογα πεπεισμένη πως θα κατάφερνε να τον παντρευτεί με κάποιον τρόπο. Αν μάθαινε για τον Πέριν, δεν θα επέτρεπε ποτέ στη Φάιλε να απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μπορέσει να το σκάσει. Θα τη χρησιμοποιούσε σαν κατσίκα για να προσελκύσει το λιοντάρι.

Η Φάιλε είχε δει την Γκαλίνα να μπαινοβγαίνει στα κρυφά σαν φοβισμένη, αλλά τώρα η αδελφή περπατούσε αγέρωχα στην πλατεία, λες κι ήταν βασίλισσα που περιφρονούσε τον όχλο γύρω της, Άες Σεντάι με τα όλα της. Εδώ δεν υπήρχαν Σοφές για να απολογηθεί. Η Γκαλίνα ήταν χαριτωμένη, αλλά δεν θα την έλεγες όμορφη, κι η Φάιλε δεν καταλάβαινε τι της έβρισκε η Θεράβα —εκτός αν απλώς ικανοποιούνταν λόγω της εξουσίας της πάνω σε μία Άες Σεντάι. Αυτό, όμως, δεν απαντούσε στο ερώτημα γιατί η Γκαλίνα παρέμενε κοντά της, εφ’ όσον η Θεράβα την ταπείνωνε με κάθε ευκαιρία.

Σταματώντας ένα βήμα πριν από το τραπέζι, η Γκαλίνα τις περιεργάστηκε με ένα μειδίαμα που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη λύπησης. «Δεν έχετε κάνει καμιά ιδιαίτερη πρόοδο», είπε. Δεν εννοούσε την μπουγάδα.

Ήταν η σειρά της Φάιλε να μιλήσει, αλλά η Αλιάντρε παρενέβη, μιλώντας με μεγαλύτερη πικρία από πριν. «Η Μάιντιν έφυγε το πρωί και πήγε να φέρει τη φιλντισένια ράβδο σου, Γκαλίνα. Πότε θα δούμε τη βοήθεια που μας υποσχέθηκες;» Η βοήθεια στην απόδρασή τους ήταν το καρότο που τους πρόσφερε η Γκαλίνα, μαζί με το μαστίγιο της απειλής ότι θα αποκάλυπτε τα πάντα σχετικά με τη Φάιλε. Μέχρι στιγμής, πάντως, μόνο το μαστίγιο έβλεπαν.

«Πήγε στη σκηνή της Θεράβα σήμερα το πρωί;» ψιθύρισε η Γκαλίνα, ενώ άρχισε να χλομιάζει.

Η Φάιλε συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο ήλιος είχε ήδη διανύσει τη μισή απόσταση μέχρι να δύσει στον ορίζοντα, κι ένιωσε την καρδιά της να βροντοχτυπά στο στήθος της. Η Μάιντιν θα έπρεπε να είχε έρθει από ώρα.

Η Άες Σεντάι έμοιαζε ακόμα πιο αναστατωμένη. «Σήμερα το πρωί;» επανέλαβε η Γκαλίνα, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της. Αναπήδησε κι άφησε μια κραυγή όταν η Μάιντιν εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα από το πλήθος των γκαϊ’σάιν που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία.

Σε αντίθεση με την Αλιάντρε, η γυναίκα με τα χρυσαφένια μαλλιά είχε σκληρύνει από την ημέρα της αιχμαλωσίας τους. Δεν ήταν διόλου λιγότερο απελπισμένη, μολαταύτα έμοιαζε συγκεντρωμένη κι αποφασιστική. Η παρουσία της έδινε περισσότερο την εντύπωση βασίλισσας παρά υπηρέτριας, αν κι οι περισσότερες υπηρέτριες έτσι ήταν, αλλά τώρα η Μάιντιν τις προσπέρασε τρικλίζοντας και, κάπως αποχαυνωμένη, βύθισε τα χέρια της σ’ έναν κουβά με νερό, έφερε στο στόμα της δύο γεμάτες χούφτες, σκασμένη μάλλον από τη δίψα, κι έπειτα το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της.

«Θέλω να σκοτώσω τη Θεράβα καθώς θα φεύγουμε», είπε βαριά. «Πολύ θα ήθελα να την ξεκάνω τώρα κιόλας». Τα γαλανά της μάτια ζωντάνεψαν και φάνηκαν να βγάζουν φλόγες. «Είσαι ασφαλής, Γκαλίνα. Πίστεψε πως είχα μπει για να κλέψω. Δεν είχα αρχίσει να ψάχνω ακόμα. Κάτι... Κάτι έγινε κι έφυγε. Αφού πρώτα με έδεσε, για αργότερα». Η ζέση χάθηκε από το βλέμμα της κι αντικαταστάθηκε με απορία. «Τι συμβαίνει, Γκαλίνα; Ακόμα κι εγώ μπορώ να το νιώσω, κι έχω τόσο λίγες ικανότητες, ώστε εκείνες οι Αελίτισσες έβγαλαν το συμπέρασμα πως δεν ήμουν διόλου επικίνδυνη». Η Μάιντιν είχε την ικανότητα της διαβίβασης. Χωρίς μεγάλη αξιοπιστία, βέβαια, ούτε για πάρα πολύ —από τα λίγα που γνώριζε η Φάιλε, ο Λευκός Πύργος θα την είχε ξαποστείλει μέσα σε λίγες βδομάδες, αλλά η Μάιντιν ισχυριζόταν πως δεν είχε πάει ποτέ— άρα η ικανότητά της δεν μπορούσε να συμβάλει ιδιαίτερα στην απόδρασή τους. Η Φάιλε ήταν έτοιμη να ρωτήσει σε τι ακριβώς αναφερόταν, αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία.

Το πρόσωπο της Γκαλίνα εξακολουθούσε να είναι ωχρό, κατά τ’ άλλα όμως διατηρούσε τη γαλήνη μιας Άες Σεντάι. Ωστόσο, άρπαξε με τη χούφτα της την κουκούλα της Μάιντιν, όπως και τα μαλλιά που υπήρχαν από κάτω, και τράβηξε το κεφάλι της προς τα πίσω. «Να μη σε νοιάζει», της είπε ψυχρά. «Δεν έχει να κάνει μ’ εσένα. Το μόνο που πρέπει να σε νοιάζει είναι να εξασφαλίσεις αυτό που θέλω. Αλλά αυτό θα πρέπει να σε νοιάζει πάρα πολύ».

Πριν η Φάιλε προλάβει να κινηθεί για να υπερασπιστεί τη Μάιντιν, πετάχτηκε μια άλλη γυναίκα, που φορούσε τη φαρδιά, χρυσαφιά ζώνη πάνω από το λευκό της φόρεμα, τραβώντας απότομα την Γκαλίνα και ρίχνοντάς τη με δύναμη στο έδαφος. Πλαδαρή και συνηθισμένη, η Άραβαϊν έδινε την εντύπωση μιας βαριεστημένης και παρατημένης γυναίκας την πρώτη φορά που την είχε δει η Φάιλε, την ημέρα που η Αμαδισιανή τής είχε δώσει τη χρυσή ζώνη που φορούσε και της είχε πει ότι από δω και στο εξής ήταν στην υπηρεσία της «Αρχόντισσας Σεβάνα». Στο μεταξύ, η Άραβαϊν είχε σκληρύνει περισσότερο κι από τη Μάιντιν.

«Είσαι τρελή; Άπλωσες χέρι σε Άες Σεντάι;» είπε κοφτά η Γκαλίνα, πασχίζοντας να σταθεί στα πόδια της. Σκουπίζοντας τις βρωμιές που λέκιαζαν το μεταξωτό της ρούχο, έριξε ένα βλέμμα γεμάτο μίσος προς τη μεριά της πλαδαρής γυναίκας. «Θα σε...»

«Μήπως θα ’πρεπε να αναφέρω στη Θεράβα ότι κακομεταχειρίστηκες μία από τις γκαϊ’σάιν της Σεβάνα;» την έκοψε με παγερή φωνή η Άραβαϊν. Η προφορά της ήταν κομψή. Θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για μια διακεκριμένη εμπόρισσα ή ακόμα κι ευγενή, αλλά δεν είχε αποκαλύψει ποτέ τι ήταν πριν ντυθεί στα λευκά. «Την τελευταία φορά που η Θεράβα θεώρησε πως έχωνες τη μύτη σου εκεί που δεν έπρεπε, σ’ άκουσαν να σκούζεις και να παρακαλάς σε απόσταση εκατό βημάτων».

Η Γκαλίνα έτρεμε από οργή κι ήταν η πρώτη φορά που η Φάιλε έβλεπε μια Άες Σεντάι τόσο έξαλλη. Κατέβαλλε προφανή προσπάθεια για αυτοέλεγχο, αλλά η φωνή της έσταζε δηλητήριο. «Οι Άες Σεντάι κάνουν ό,τι κάνουν για δικούς τους λόγους, Αραβαϊν, τους οποίους εσύ μάλλον δεν θα καταλάβαινες. Έχεις την ευθύνη των πράξεών σου και, όταν το αποφασίσω, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά. Θα το μετανιώσεις μέχρι τα μύχια της ψυχής σου». Σκούπισε μία ακόμα φορά τα ρούχα της κι απομακρύνθηκε με αγέρωχο βήμα, όχι πλέον σαν βασίλισσα που περιφρονεί τον όχλο, αλλά σαν λεοπάρδαλη έτοιμη να προκαλέσει ένα πρόβατο να μπει στον δρόμο της.

Η Άραβαϊν την παρακολουθούσε να ξεμακραίνει. Τα λόγια της γυναίκας δεν της είχαν κάνει εντύπωση κι ήταν κάπως απρόθυμη να μιλήσει. «Φάιλε, σε θέλει η Σεβάνα», ήταν το μόνο που είπε.

Η Φάιλε δεν μπήκε στον κόπο να μάθει τον λόγο. Στέγνωσε τα χέρια της, ανασκουμπώθηκε κι ακολούθησε την Αμαδισιανή, αφού υποσχέθηκε στην Αλιάντρε και στη Μάιντιν να επιστρέψει το συντομότερο δυνατόν. Η Σεβάνα είχε εντυπωσιαστεί από αυτές τις τρεις γυναίκες. Η Μάιντιν, η μόνη πραγματική υπηρέτρια μεταξύ των γκαϊ’σάιν της, έμοιαζε να της τραβάει το ενδιαφέρον όσο κι η Βασίλισσα Αλιάντρε, ίσως κι η Φάιλε, μια γυναίκα αρκετά ισχυρή για να έχει μια βασίλισσα ως ακόλουθη, κι υπήρχαν φορές που τις καλούσε ονομαστικά για να τη βοηθήσουν να αλλάξει ρούχα ή να πλυθεί στη μεγάλη χάλκινη μπανιέρα που χρησιμοποιούσε συχνότερα από τη σκηνή του μόχθου, ή απλώς για να της βάλουν κρασί. Τον υπόλοιπο καιρό, τους ανέθετε αγγαρείες παρόμοιες με των άλλων υπηρετών της, αλλά δεν ρωτούσε ποτέ αν είχαν ήδη κάποια δουλειά να κάνουν, ούτε τις άφηνε ελεύθερες εξαιτίας της. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ζητούσε η Σεβάνα, η Φάιλε ήξερε πως τη θεωρούσε υπεύθυνη για την μπουγάδα μαζί με τις άλλες δύο. Η Σεβάνα επιθυμούσε να γίνονται τα πάντα όποτε ήθελε αυτή, και δεν δεχόταν καμία απολύτως δικαιολογία.

Η Φάιλε δεν χρειαζόταν κάποιον να της δείξει τον δρόμο για τη σκηνή της Σεβάνα, αλλά η Αραβαϊν την οδήγησε μέσα από το πλήθος των νεροκουβαλητών μέχρι που έφτασαν στις πρώτες χαμηλές σκηνές των Αελιτών. Εκεί, έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη όπου βρισκόταν η σκηνή της Σεβάνα, κι είπε: «Από δω, πρώτα».

Η Φάιλε σταμάτησε απότομα. «Γιατί;» ρώτησε καχύποπτα. Η αλήθεια ήταν ότι ανάμεσα στους υπηρέτες της Σεβάνα, άντρες και γυναίκες, υπήρχαν και κάποιοι που ζήλευαν το ενδιαφέρον της αφέντρας τους για τη Φάιλε, την Αλιάντρε και τη Μάιντιν. Παρ’ όλο που η Φάιλε δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο εκ μέρους της Άραβαϊν, δεν ήταν απίθανο ορισμένοι από τους υπόλοιπους να προσπαθούσαν να τις μπλέξουν δίνοντάς τους λανθασμένες οδηγίες.

«Σίγουρα θα θες να δεις αυτό προτού δεις τη Σεβάνα, πίστεψέ με».

Η Φάιλε άνοιξε το στόμα της για να απαιτήσει επιπλέον εξηγήσεις, αλλά η Αραβαϊν απλώς της γύρισε την πλάτη και ξεμάκρυνε. Η Φάιλε μάζεψε το κάτω μέρος του ρούχου της κι ακολούθησε.

Ανάμεσα στις σκηνές υπήρχαν κάθε είδους καρότσες κι άμαξες, με έλκηθρα στη θέση των τροχών. Οι περισσότερες ήταν κατάφορτες με ογκώδη δεμάτια, ξύλινα καφάσια και βαρέλια, ενώ οι τροχοί τους ήταν δεμένοι στην κορυφή των φορτίων, αλλά η Φάιλε δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει για πολύ την Άραβαϊν πριν προσέξει μια επίπεδη άμαξα που την είχαν αδειάσει, αν και το δάπεδο της μόνο άδειο δεν ήταν. Δύο γυναίκες κείτονταν πάνω στις τραχιές ξύλινες σανίδες, γυμνές και βάναυσα δεμένες. Τουρτούριζαν από την παγωνιά, αλλά ταυτόχρονα λαχάνιαζαν λες κι έτρεχαν πριν. Τα κεφάλια τους κρέμονταν κουρασμένα στο πλάι, αλλά ξαφνικά κοίταξαν ψηλά, προς το μέρος της Φάιλε, λες κι είχαν αντιληφθεί την παρουσία της με κάποιον τρόπο. Η Αρέλα, μια σκουρόχρωμη Δακρυνή, ψηλή όσο οι περισσότερες Αελίτισσες, αποτράβηξε τη ματιά της γεμάτη αμηχανία, ενώ η Λασίλ, η λυγερή και χλωμή Καιρχινή, αναψοκοκκίνισε.

«Τις έφεραν σήμερα το πρωί», εξήγησε η Αραβαϊν, παρατηρώντας το πρόσωπο της Φάιλε. «Θα τις λύσουν πριν σκοτεινιάσει, μια κι είναι η πρώτη φορά που προσπάθησαν να το σκάσουν, αν κι αμφιβάλλω κατά πόσον θα είναι σε θέση να περπατήσουν μέχρι αύριο».

«Και γιατί μου τις δείχνεις;» ρώτησε η Φάιλε. Είχαν φροντίσει πάρα πολύ να κρατήσουν μυστική τη μεταξύ τους επαφή.

«Ξεχνάς, Αρχόντισσά μου, ότι βρισκόμουν εκεί όταν σας έντυσαν όλες στα λευκά». Η Αραβαϊν την περιεργάστηκε για μια στιγμή και ξαφνικά άρπαξε τα χέρια της Φάιλε και τα γύρισε, έτσι ώστε τα δικά της χέρια να βρεθούν ανάμεσα στις παλάμες της. Λύγισε τα γόνατά της, λες κι ήταν έτοιμη να γονατίσει, κι είπε γρήγορα: «Υπό το Φως και με την ελπίδα αναγέννησης, εγώ, η Αραβαϊν Καρνέλ, δεσμεύομαι να δείχνω αιώνια πίστη κι υπακοή στην Αρχόντισσα Φάιλε τ’ Αϋμπάρα».

Μόνο η Λασίλ φάνηκε να προσέχει τη σκηνή· οι περαστικοί Σάιντο δεν έμοιαζαν να δίνουν σημασία σε δύο γκαϊ’σάιν. Η Φάιλε αποτράβηξε τα χέρια της. «Πώς ξέρεις αυτό το όνομα;» Φυσικά, είχε αναγκαστεί να δώσει κάτι παραπάνω από το απλό όνομα «Φάιλε», αλλά, από τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως κανείς από τους Σάιντο δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Ντάβραμ Μπασίρε, είχε διαλέξει το «Φάιλε Μπασίρε». Εκτός από την Αλιάντρε και τις υπόλοιπες, μονάχα η Γκαλίνα γνώριζε την αλήθεια. Ή έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. «Σε ποιον το έχεις αναφέρει;»

«Έχω αυτιά κι ακούω, Αρχόντισσά μου. Άκουσα μια φορά την Γκαλίνα να σου μιλάει». Η φωνή της Αραβαϊν χρωματιζόταν από αμηχανία. «Και δεν το έχω πει σε κανέναν». Δεν ακουγόταν ξαφνιασμένη που η Φάιλε επιθυμούσε να κρύψει το πραγματικό της όνομα, αν κι ήταν ολοφάνερο ότι το επίθετο «τ’ Αϋμπάρα» δεν σήμαινε τίποτα για την Άραβαϊν. Ίσως και το «Άραβαϊν Καρνέλ» να μην ήταν το αληθινό όνομα της γυναίκας, ή ένα μέρος του τουλάχιστον. «Εδώ, πρέπει να κρατάει κανείς προσεκτικά φυλαγμένα τα μυστικά του, όπως και στο Άμαντορ. Ήξερα πως αυτές οι γυναίκες είναι δικές σου, αλλά δεν το είπα σε κανέναν. Ξέρω ότι σκοπεύεις να δραπετεύσεις. Ήμουν σίγουρη από τη δεύτερη ή τρίτη μέρα και τίποτα απ’ όσα είδα στο μεταξύ δεν μ’ έπεισε για το αντίθετο. Δέξου τον όρκο μου και πάρε με μαζί σου. Μπορώ να βοηθήσω κι, επιπλέον, είμαι άξια εμπιστοσύνης. Το απέδειξα φυλάγοντας τα μυστικά σου. Σε παρακαλώ». Η τελευταία λέξη βγήκε κάπως βεβιασμένη, λες και την πρόφερε κάποιος που δεν είχε συνηθίσει να λέει τέτοια. Ναι, έδινε περισσότερο την εντύπωση ευγενούς παρά εμπόρισσας.

Η γυναίκα δεν είχε αποδείξει τίποτα περισσότερο από την ικανότητά της στην κατασκοπεία και στο ξετρύπωμα μυστικών, αλλά κι αυτή χρήσιμη ικανότητα ήταν. Από την άλλη, η Φάιλε είχε υπ’ όψιν της τουλάχιστον δύο γκαϊ’σάιν που προσπάθησαν να δραπετεύσουν και προδόθηκαν από άλλους. Πράγματι, μερικοί άνθρωποι δεν το είχαν σε τίποτα να πατήσουν επί πτωμάτων, ανεξαρτήτως επιπτώσεων. Η Αραβαϊν, όμως, γνώριζε ήδη αρκετά κι αυτό μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα. Η Φάιλε αναλογίστηκε ξανά το κρυμμένο της μαχαίρι. Μια νεκρή γυναίκα δεν μπορούσε να αποκαλύψει τίποτα. Το μαχαίρι, ωστόσο, βρισκόταν μισό μίλι μακριά. Επιπλέον, ήταν δύσκολο να βρει τρόπο να κρύψει το πτώμα, άσε που η γυναίκα μπορεί όντως να τα είχε συμφωνήσει με τη Σεβάνα απλώς αναφέροντάς της ότι η Φάιλε σκόπευε να το σκάσει.

Η Φάιλε πήρε τα χέρια της Αραβαϊν στα δικά της και της μίλησε το ίδιο βεβιασμένα. «Υπό το Φως, αποδέχομαι τη δέσμευσή σου και δηλώνω ότι θα υπερασπιστώ και θα προστατεύσω εσένα και τους δικούς σου ενάντια σε καταστροφές, μάχες, θύελλες και σε όσα δεινά φέρει ο χρόνος. Λοιπόν, ξέρεις κανέναν άλλον άξιο εμπιστοσύνης; Όχι ανθρώπους που νομίζεις ότι μπορείς να εμπιστευθείς, αλλά ανθρώπους που ξέρεις ότι μπορείς».

«Όχι σ’ αυτό το θέμα, Αρχόντισσά μου», απάντησε βλοσυρά η Αραβαϊν. Το πρόσωπό της, ωστόσο, έλαμψε από ανακούφιση. Δεν ήταν σίγουρη ότι η Φάιλε θα την αποδεχόταν, αλλά αφού η Φάιλε είδε ότι επρόκειτο για γνήσια ανακούφιση, έτεινε να την πιστέψει, αν κι όχι απόλυτα. «Οι μισοί θα πρόδιδαν και τη μάνα τους, ελπίζοντας να κερδίσουν την ελευθερία τους, κι οι άλλοι μισοί φοβούνται να προσπαθήσουν, άσε που μπορεί να πανικοβληθούν στην πορεία. Ίσως υπάρχουν μερικοί άξιοι εμπιστοσύνης, έχω υπ’ όψιν μου ένα-δυο άτομα, αλλά θέλω να είμαι προσεκτική και σίγουρη. Ένα λάθος είναι αρκετό για να χαλάσουν όλα».

«Πολύ προσεκτική», συμφώνησε η Φάιλε. «Όντως η Σεβάνα σου είπε να με φωνάξεις; Αν όχι...»

Φαίνεται, όμως, πως πράγματι η Σεβάνα είχε στείλει να τη φωνάξουν, κι η Φάιλε βιάστηκε να πάει στη σκηνή της —μάλιστα, έδειχνε πιο βιαστική απ’ όσο θα ήθελε. Ήταν εξοργιστικό να άγχεται διαρκώς προκειμένου να αποφύγει τη δυσαρέσκεια της Σεβάνα— αλλά κανείς δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία όταν μπήκε μέσα και στάθηκε πειθήνια πλάι στην υφασμάτινη είσοδο.

Η σκηνή της Σεβάνα δεν ήταν χαμηλή, κατά το πρότυπο των Αελίτικων κατασκευών, αλλά ένας πάνινος τοίχος από κόκκινο καναβάτσο, αρκετά μεγάλος για να χρειάζεται δύο υποστηρικτικές δοκούς, φωτισμένος από δέκα φανούς. Δύο επίχρυσα μαγκάλια εξέπεμπαν σχετική ζεστασιά, ενώ αναδυόμενες λεπτές τολύπες καπνού στροβιλίζονταν μέσα από τις τρύπες της οροφής, αν κι η θερμοκρασία στο εσωτερικό ελάχιστα διέφερε από εκείνη έξω. Βαριά χαλιά, τοποθετημένα αφού το χιόνι είχε σκουπιστεί προσεκτικά πρώτα, δημιουργούσαν ένα δάπεδο κόκκινων, πράσινων και γαλάζιων αποχρώσεων, λαβυρίνθους Δακρυνής τεχνοτροπίας από άνθη και ζώα. Μεταξωτά μαξιλαράκια με φούντες βρίσκονταν απλωμένα πάνω στα χαλιά, κι ένα κάθισμα —ένα ογκώδες κατασκεύασμα περίτεχνα σκαλισμένο και με βαριά επιχρύσωση— ήταν ακουμπισμένο σε μια γωνία. Η Φάιλε δεν είχε δει ποτέ κανέναν να κάθεται επάνω του, αλλά η ύπαρξή του εκεί υπονοούσε την παρουσία αρχηγού φυλής, το ήξερε πολύ καλά. Ωστόσο, δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να στέκεται με τη ματιά χαμηλωμένη. Τρεις άλλοι γκαϊ’σάιν με χρυσές ζώνες και γιακάδες, ένας εκ των οποίων ήταν γενειοφόρος άντρας, στέκονταν κατά μήκος του ενός τοιχώματος της σκηνής, σε περίπτωση που χρειάζονταν οι υπηρεσίες τους. Η Σεβάνα ήταν εκεί, το ίδιο κι η Θεράβα.

Η Σεβάνα ήταν ψηλή γυναίκα —λίγο ψηλότερη από τη Φάιλε— με ανοιχτοπράσινα μάτια και μαλλιά που έμοιαζαν να τα είχαν γνέσει με χρυσάφι. Θα μπορούσε να θεωρηθεί όμορφη, αν στα σαρκώδη χείλη της δεν κρυβόταν μια έντονη υπόνοια πλεονεξίας. Το παρουσιαστικό της ελάχιστα θύμιζε Αελίτισσα, εκτός από τα μάτια, τα μαλλιά και το ηλιοκαμένο πρόσωπο. Η μπλούζα της ήταν από λευκό μετάξι, η φούστα επίσης μεταξωτή, σε σκούρα γκρι απόχρωση, με χώρισμα ιππασίας, ενώ το μαντίλι που είχε τυλίξει γύρω από τους κροτάφους της είχε ένα εκθαμβωτικό, χρυσοπόρφυρο χρώμα, κι αυτό από μετάξι. Κόκκινες μπότες ξεχώριζαν στα πόδια της μόλις κουνιόταν το στρίφωμα της φούστας της. Δαχτυλίδια γεμάτα πολύτιμους λίθους στόλιζαν το κάθε της δάχτυλο, ενώ τα περιδέραια και τα βραχιόλια της ήταν φτιαγμένα από μεγάλα μαργαριτάρια, σμιλεμένα διαμάντια, ρουμπίνια μεγάλα σαν αβγά περιστεριού, ζαφείρια, σμαράγδια και φλογόσταλες, που έκαναν οτιδήποτε φορούσε η Σόμεριν να ωχριά μπροστά τους. Κανείς από όλους αυτούς τους πολύτιμους λίθους δεν ήταν Αελίτικης προέλευσης. Από την άλλη, η Θεράβα ήταν ντυμένη με Αελίτικα ρούχα από σκούρο μάλλινο και λευκό αλγκόντ, ενώ τα χέρια της ήταν γυμνά και τα περιδέραιά της φτιαγμένα από χρυσό και φίλντισι. Δεν φορούσε ούτε δαχτυλίδια, ούτε πετράδια. Ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της να έχουν ήδη μερικές άσπρες λωρίδες, έμοιαζε με γαλανομάτη αετό έτοιμο να καταβροχθίσει τη Σεβάνα σαν να ήταν σακάτικο αρνί. Η Φάιλε σκέφτηκε ότι ήταν δέκα φορές προτιμότερο να προκαλέσει την οργή της Σεβάνα παρά της Θεράβα, αλλά οι δύο γυναίκες κάθισαν αντικριστά σε ένα τραπέζι διακοσμημένο με φίλντισι και τουρκουάζ κι αλληλοκοιτάχτηκαν αγριεμένα.

«Αυτό που συμβαίνει σήμερα συνεπάγεται κινδύνους», άρχισε η Θεράβα, με τον αέρα κάποιου που έχει κουραστεί να επαναλαμβάνεται, κι είναι έτοιμος να τραβήξει το μαχαίρι από το ζωνάρι. Καθώς μιλούσε χάιδευε τη λαβή του, όχι και τόσο αφηρημένα, σκέφτηκε η Φάιλε. «Είναι αναγκαίο να απομακρυνθούμε απ’ αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι, όσο το δυνατόν περισσότερο και το συντομότερο. Υπάρχουν βουνά στ’ ανατολικά. Μόλις φτάσουμε εκεί, θα είμαστε ασφαλείς και θα μπορέσουμε να ενοποιήσουμε ξανά όλες τις σέπτες, οι οποίες δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ η μία από την άλλη αν δεν ήσουν τόσο σίγουρη για τον εαυτό σου, Σεβάνα».

«Μιλάς εσύ για ασφάλεια;» είπε η Σεβάνα γελώντας. «Μήπως γέρασες και ξεδοντιάστηκες και πρέπει να σε ταΐζουν ψωμί και γάλα; Κοίτα. Πόσο μακριά είναι αυτά τα βουνά που λες; Πόσες μέρες, πόσες βδομάδες πρέπει να σερνόμαστε σ’ αυτό το καταραμένο χιόνι;» Έδειξε προς την επιφάνεια του τραπεζιού ανάμεσά τους έναν χάρτη απλωμένο και στηριζόμενο από δύο βαριές χρυσές γαβάθες κι ένα βαρύ χρυσό κηροπήγιο με τρεις υποδοχές. Οι πιο πολλοί Αελίτες περιφρονούσαν τους χάρτες, αλλά η Σεβάνα τούς είχε συνηθίσει, μαζί με διάφορα άλλα έθιμα των υδρόβιων. «Ό,τι κι αν έγινε, βρίσκεται πολύ μακριά, Θεράβα. Συμφώνησες κι εσύ, όπως κι οι Σοφές. Η πόλη αυτή είναι γεμάτη φαΐ, αρκετό να μας θρέψει επί βδομάδες αν παραμείνουμε εδώ. Άλλωστε, ποιος θα μας εμποδίσει; Αν παραμείνουμε... Θα έχεις υπ’ όψιν σου, βέβαια, τα μηνύματα που έφεραν οι αγγελιαφόροι. Μέσα σε δύο-τρεις βδομάδες, το αργότερο τέσσερις, δέκα επιπλέον σέπτες, ίσως και περισσότερες, θα έχουν ενωθεί μαζί μου! Αν πιστέψουμε κι ετούτους τους υδρόβιους από την πόλη, το χιόνι θα έχει λιώσει μέχρι τότε, οπότε θα ταξιδέψουμε πιο γρήγορα, γιατί δεν θα χρειάζεται να σέρνουμε τα υπάρχοντά μας πάνω σε έλκηθρα». Η Φάιλε αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους ανθρώπους της πόλης τις είχε προειδοποιήσει για τη λάσπη.

«Δέκα σέπτες θα ενωθούν μαζί σου», είπε η Θεράβα σε ομοιόμορφο τόνο, με εξαίρεση την τελευταία λέξη. Το χέρι της σφίχτηκε στη λαβή του μαχαιριού. «Μιλάς εκ μέρους του αρχηγού της φατρίας, Σεβάνα, κι εγώ έχω εκλεγεί για να σε συμβουλεύω ως αρχηγό φατρίας, άρα πρέπει να ακούς τις συμβουλές για το καλό όλης της φατρίας μας. Σε συμβουλεύω να κινηθείς ανατολικά, και μόνο ανατολικά. Οι σέπτες μπορούν να ενωθούν μαζί μας στα βουνά το ίδιο εύκολα μ’ εδώ, κι αν χρειαστεί να πεινάσουμε λίγο στον δρόμο, ε, όλο και κάτι ξέρουμε από στερήσεις».

Η Σεβάνα ψηλάφισε τα περιδέραιά της, πιάνοντας με το δεξί της χέρι ένα τεράστιο σμαράγδι, που έλαμπε σαν πράσινη φλόγα στο φως των φανών. Το στόμα της σφίχτηκε, δίνοντάς της πειναλέα όψη. Μπορεί να είχε κάποια οικειότητα με τη στέρηση, αλλά παρά την έλλειψη ζεστασιάς στη σκηνή, δεν ήταν σίγουρο ότι θα την προτιμούσε ως εναλλακτική λύση. «Μιλάω εκ μέρους του αρχηγού και λέω ότι θα παραμείνουμε εδώ». Υπήρχε κάτι παραπάνω από μια χροιά πρόκλησης στη φωνή της, αλλά δεν έδωσε στη Θεράβα την ευκαιρία να της πάει κόντρα. «Α, βλέπω ότι ήρθε η Φάιλε, η καλή κι υπάκουη γκαϊ’σάιν μου». Πήρε από το τραπέζι κάτι που ήταν τυλιγμένο σε ύφασμα και το ξετύλιξε. «Το αναγνωρίζεις αυτό, Φάιλε Μπασίρε;»

Αυτό που κρατούσε η Σεβάνα ήταν ένα μαχαίρι με λεπίδα μονής κοπής, μήκους μιάμισης παλάμης περίπου, ένα απλό εργαλείο σαν κι αυτά που κουβαλούν επάνω τους χιλιάδες αγρότες. Η Φάιλε, όμως, αναγνώρισε αμέσως τα σχέδια με τα πριτσίνια πάνω στην ξύλινη λαβή, καθώς και το πελεκούδι στην κόψη. Ήταν το μαχαίρι που με τόση προσοχή είχε κλέψει και κρύψει. Δεν είπε τίποτα, μια και δεν υπήρχε κάτι για να πει. Απαγορευόταν στους γκαϊ’σάιν να φέρουν όπλα, ακόμα κι ένα απλό μαχαίρι, παρά μόνο για να κόψουν κρέας ή λαχανικά για μαγείρεμα. Ωστόσο, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το ξάφνιασμά της όταν η Σεβάνα συνέχισε να μιλάει.

«Μου το έφερε η Γκαλίνα πριν προλάβεις να το χρησιμοποιήσεις, για οποιονδήποτε λόγο. Αν μαχαίρωνες κανέναν, θα θύμωνα πολύ».

Η Γκαλίνα; Μα, βέβαια. Η Άες Σεντάι δεν θα τους επέτρεπε να το σκάσουν πριν κάνουν όσα ήθελε.

«Είναι σοκαρισμένη, Θεράβα». Το γέλιο της Σεβάνα υποδήλωνε ότι το διασκέδαζε. «Η Γκαλίνα γνωρίζει πολύ καλά τι απαιτείται από μια γκαϊ’σάιν, Φάιλε Μπασίρε. Τι να την κάνω αυτή, Θεράβα; Να μια συμβουλή που μπορείς να μου δώσεις. Κάμποσοι υδρόβιοι πέθαναν επειδή έκρυβαν όπλα, αλλά αυτή εδώ δεν θα ’θελα να τη χάσω».

Η Θεράβα ανασήκωσε το πηγούνι της Φάιλε με τον δείκτη της και την κοίταξε κατάματα. Η Φάιλε συνάντησε τη ματιά της με βλέμμα σταθερό, αν κι ένιωθε τα γόνατά της να τρέμουν, και δεν προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δήθεν έφταιγε το κρύο. Η Φάιλε γνώριζε καλά ότι δεν ήταν δειλή, αλλά μόλις την κοίταξε η Θεράβα, ένιωσε σαν κουνέλι πιασμένο στα νύχια αετού, περιμένοντας το μοιραίο χτύπημα του ράμφους. Η Θεράβα ήταν εκείνη που της είχε πρωτοπεί να κατασκοπεύσει τη Σεβάνα, κι όσο επιφυλακτικές κι αν ήταν οι άλλες Σοφές, η Φάιλε δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η Θεράβα θα της έκοβε τον λαιμό δίχως κανέναν ενδοιασμό αν αποτύγχανε. Δεν είχε κανένα νόημα να προσποιείται πως δεν φοβόταν τη γυναίκα. Απλώς, έπρεπε να ελέγξει τον φόβο της. Αν μπορούσε, δηλαδή.

«Θαρρώ πως έχει βάλει σκοπό να το σκάσει, Σεβάνα. Μου φαίνεται, όμως, πως τελικά θα μάθει να υπακούει».


Το τραχύ ξύλινο τραπέζι είχε στηθεί μεταξύ των σκηνών, στο κενό διάστημα κοντά στη σκηνή της Σεβάνα, εκατό βήματα μακριά. Αρχικά, η Φάιλε σκέφτηκε πως το χειρότερο θα ήταν η ντροπή που θα ένιωθε εξαιτίας της γύμνιας της, αλλά και το τσουχτερό κρύο που την έκανε να ανατριχιάζει. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει στον ορίζοντα. Ο αέρας είχε ψυχράνει, ενώ θα γινόταν παγερός ίσαμε το πρωί. Έπρεπε να μείνει εκεί μέχρι να ξημερώσει. Οι Σάιντο ήταν πολύ καλοί στο να μαθαίνουν τι ντρόπιαζε περισσότερο τους υδρόβιους, και το χρησιμοποιούσαν συχνά ως τιμωρία. Η Φάιλε νόμιζε πως θα πέθαινε από ντροπή κάθε φορά που την κοιτούσε κάποιος, αλλά οι Σάιντο που την προσπερνούσαν δεν έδιναν την παραμικρή σημασία. Από μόνη της, η γύμνια δεν θεωρούνταν ντροπή μεταξύ των Αελιτών. Η Άραβαϊν ήρθε κοντά της και σταμάτησε ίσα-ίσα για να της ψιθυρίσει: «Κάνε κουράγιο». Έπειτα, έφυγε. Η Φάιλε κατάλαβε. Ασχέτως του αν η γυναίκα ήταν πιστή ή όχι, δεν τολμούσε να κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει.

Λίγο αργότερα, η Φάιλε έπαψε να ανησυχεί για το θέμα της ντροπής. Είχαν δέσει τους καρπούς της πίσω από την πλάτη της, ενώ οι αστράγαλοι της είχαν διπλωθεί και δεθεί στους αγκώνες της. Τώρα καταλάβαινε για ποιο λόγο ήταν λαχανιασμένες η Λασίλ κι η Αρέλα. Σε αυτή τη θέση, έπρεπε να κάνεις πολύ μεγάλη προσπάθεια για να ανασάνεις. Η παγωνιά γινόταν όλο κι εντονότερη, μέχρι που η γυναίκα έτρεμε ανεξέλεγκτα, αλλά ακόμα κι αυτό μπήκε σύντομα σε δεύτερη μοίρα. Οι κράμπες άρχισαν να της καίνε τα πόδια, τους ώμους και τα πλευρά, οι μύες της έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα δεμάτι που είχε πιάσει φωτιά, λες και περιπλέκονταν μεταξύ τους, όλο και πιο σφιχτά. Κατέβαλε προσπάθεια να μην ουρλιάξει, κι αυτή η προσπάθεια έγινε σύντομα το κέντρο της ύπαρξης της. Δεν-έπρεπε-να-ουρλιάξει. Όμως, μα το Φως, πόσο πονούσε!

«Η Σεβάνα διέταξε να μείνεις εκεί έως το ξημέρωμα, Φάιλε Μπασίρε, αλλά δεν είπε ότι δεν μπορείς να έχεις συντροφιά».

Χρειάστηκε να βλεφαρίσει κάμποσες φορές μέχρι να καθαρίσει η όρασή της. Ο ιδρώτας τής έτσουζε τα μάτια. Πώς ήταν δυνατόν να ιδρώνει ενώ είχε παγώσει μέχρι το μεδούλι; Ο Ρόλαν στεκόταν μπροστά της και, παραδόξως, είχε μαζί του ένα ζευγάρι χαμηλά, μπρούντζινα μαγκάλια γεμάτα αναψοκοκκινισμένα κάρβουνα, με κομμάτια υφάσματος τυλιγμένα γύρω από το κάθε τους πόδι για να προστατεύει τα χέρια του οπό την επαφή. Την είδε να κοιτάζει με λαχτάρα τα μαγκάλια, κι ανασήκωσε τους ώμους του. «Το πάλαι ποτέ, δεν με πείραζε διόλου να περάσω μια ολόκληρη νύχτα έξω, στο κρύο, αλλά από τότε που διέσχισα το Δρακότειχος, φαίνεται πως έγινα μαλθακός».

Η γυναίκα αγκομάχησε σχεδόν μόλις ο Ρόλαν τοποθέτησε τα μαγκάλια κάτω από το τραπέζι. Η ζεστασιά αναδύθηκε, περνώντας μέσα από τις σχισμές των σανίδων. Οι μυώνες της εξακολουθούσαν να ξεφωνίζουν από τις κράμπες αλλά, ω, πόσο ευλογημένη ήταν αυτή η ζεστασιά. Κοντανάσανε μόλις ο άντρας έβαλε το ένα του χέρι πάνω στο στήθος της και το άλλο διαγώνια στα λυγισμένα της γόνατα. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε την πίεση να χάνεται από τους αγκώνες της. Την είχε... ζουλήξει. Άρχισε να της τρίβει τον γοφό με το ένα του χέρι, κι η Φάιλε κόντεψε να ξεφωνίσει καθώς τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στους μυώνες που είχαν δεθεί κόμπο, αλλά τους ένιωσε να χαλαρώνουν αμέσως. Εξακολουθούσαν να πονούν, όπως και οι μαλάξεις που της έκανε, αλλά ο πόνος στους μυς του ενός γοφού είχε αρχίσει να γίνεται διαφορετικός. Όχι ότι λιγόστευε ακριβώς, αλλά ήξερε πως αυτό θα συνέβαινε αν ο άντρας συνέχιζε τις μαλάξεις.

«Δεν σε πειράζει να ασχοληθώ για λίγο μέχρι να βρω τρόπο να σε κάνω να γελάσεις, ε;» τη ρώτησε.

Ξαφνικά, η Φάιλε συνειδητοποίησε ότι γελούσε, και μάλιστα όχι υστερικά. Όχι εντελώς, τουλάχιστον. Την είχαν δέσει σαν χήνα έτοιμη για τον φούρνο, κι είχε σωθεί για δεύτερη φορά από την παγωνιά από έναν άντρα που ήταν προτιμότερο να μη μαχαιρώσει, τελικά. Πάντως, από δω και πέρα, η μεν Σεβάνα θα την παρακολουθούσε σαν γεράκι, η δε Θεράβα ίσως επιχειρούσε να την ξεκάνει για παραδειγματισμό, αλλά ήξερε ότι τελικά θα δραπέτευε. Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη. Ναι, θα δραπέτευε. Άρχισε να γελάει μέχρι που την έπιασαν τα κλάματα.

Загрузка...