29 Κάτι Τρεμοπαίζει

«Αυτό είναι καθαρή τρέλα», φώναξε βροντερά ο Ντόμον από το σημείο όπου βρισκόταν, με τα χέρια διπλωμένα, σαν να εμπόδιζε την έξοδο από την άμαξα, κάτι που μπορεί και να έκανε. Το σαγόνι του είχε τιναχτεί μπροστά επιθετικά κι η ψαλιδισμένη —αν και μακρύτερη από τα μαλλιά του— γενειάδα εξείχε. Κουνούσε τα χέρια του, σφίγγοντας τις παλάμες του σε γροθιές, σαν να απειλούσε ή να πάλευε με κάτι. Ο Ντόμον ήταν πλατύστερνος, αλλά όχι τόσο χοντρός όσο έδειχνε με την πρώτη ματιά. Ο Ματ ήθελε να αποφύγει τον τσακωμό, αν μπορούσε.

Αποτελείωσε το δέσιμο του σκούρου μεταξωτού μαντιλιού γύρω από τον λαιμό του, κρύβοντας το σημάδι, κι έχωσε τις μακρόστενες άκρες μέσα από το πανωφόρι του. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να ήξερε κάποιος στο Τζούραντορ για έναν άντρα από το Έμπου Νταρ, που φορούσε σκούρο μανιίλι;... Έστω και δεδομένης της τύχης του, δεν ήταν λίγες. Βέβαια, πάντα έπρεπε να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ιδιότητα του τα’βίρεν, αλλά αν αυτή επρόκειτο να τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τη Σούροθ ή με μια χούφτα υπηρέτες από το Παλάτι Τάρασιν, καλύτερα να έμενε στο κρεβάτι τυλιγμένος με μια κουβέρτα, και πάλι δεν μπορούσε να αποκλείσει τίποτα. Μερικές φορές, μπορείς να εμπιστευθείς μόνο την τύχη. Το πρόβλημα ήταν πως, όταν είχε σηκωθεί το πρωί, τα ζάρια άρχισαν πάλι τον χορό τους μες στο κεφάλι του, αναπηδώντας στο εσωτερικό του κρανίου του.

«Το υποσχέθηκα», είπε. Ένιωθε πολύ όμορφα που ήταν και πάλι ντυμένος με καθώς πρέπει ρούχα. Το πανωφόρι ήταν φτιαγμένο από ένα όμορφο και καλοραμμένο πράσινο μάλλινο, που κρεμόταν σχεδόν έως τα γόνατά του και τη γυρισμένη προς τα κάτω ακμή των μποτών του. Δεν είχε καθόλου στολίδια —αν και θα του ταίριαζαν μερικά— αλλά υπήρχαν ίχνη δαντέλας στα μανικέτια. Φορούσε, επίσης, μία ωραία μεταξωτή πουκαμίσα. Ευχήθηκε να είχε έναν καθρέφτη μπροστά του. Κάθε άντρας έπρεπε να είναι ντυμένος στην τρίχα μια τέτοια μέρα. Πήρε τον μανδύα από το κρεβάτι και τον έριξε πάνω στους ώμους του. Δεν ήταν τόσο φανταχτερός όσο του Λούκα. Το χρώμα του ήταν σκούρο γκρίζο, σκοτεινό σχεδόν σαν τη νύχτα. Μόνο η φόδρα ήταν κόκκινη. Η καρφίτσα του μανδύα δεν ήταν παρά ένας ασημένιος ρόζος, όχι μεγαλύτερος από τον αντίχειρά του.

«Έδωσε κι αυτή τον λόγο της, Μπέυλ», είπε η Εγκήνιν, «και δεν πρόκειται ποτέ να τον αθετήσει». Η Εγκήνιν ακουγόταν απολύτως πεπεισμένη — πολύ περισσότερο από τον Ματ, τουλάχιστον. Κάποιες φορές, ωστόσο, ο άντρας έπρεπε να ρισκάρει, ακόμα κι αν στοιχημάτιζε το κεφάλι του. Ναι, είχε δώσει υπόσχεση, κι η τύχη εξακολουθούσε να είναι με το μέρος του.

«Και πάλι, πρόκειται για τρέλα», μούγκρισε ο Ντόμον, αλλά απομακρύνθηκε γκρινιάζοντας από την είσοδο όταν ο Ματ τοποθέτησε το πλατύγυρο μαύρο καπέλο στο κεφάλι του κι η Εγκήνιν τού έκανε νόημα να παραμερίσει μ’ ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού της. Ο άντρας, παρ’ όλ’ αυτά, εξακολούθησε να τους αγριοκοιτάζει.

Η Εγκήνιν ακολούθησε τον Ματ έξω από την άμαξα, συνοφρυωμένη και ψηλαφώντας τη μακριά μαύρη περούκα της. Ίσως να μην τη βόλευε πολύ, ίσως πάλι να μην της ταίριαζε και τόσο, τώρα που τα μαλλιά της είχαν μακρύνει κάπως τον τελευταίο μήνα, αν και δεν ήταν αρκετά για να τριγυρνάει χωρίς περούκα, κάτι που θα ήταν ασφαλές από τη στιγμή που θα τους χώριζαν εκατό μίλια ακόμα από το Έμπου Νταρ ή που θα διέσχιζαν τα Όρη Νταμόνα και θα έμπαιναν στο Μουράντυ.

Ο ουρανός ήταν καθαρός κι ο ήλιος μόλις που άγγιζε ανάλαφρα τον ορίζοντα, αν και παρέμενε αόρατος πίσω από τα τείχη από λινάτσα του θιάσου, το δε πρωινό ήταν ζεστό μόνο σε σύγκριση με χιονοθύελλα. Δεν ήταν τσουχτερό όπως τα πρωινά του προχωρημένου χειμώνα των Δύο Ποταμών, αλλά η ψύχρα του σε διαπερνούσε αργά-αργά κι έκανε την ανάσα σου να σχηματίζει πάχνη. Οι άνθρωποι του θιάσου έτρεχαν πέρα-δώθε σαν μυρμήγκια που τους είχαν κλωτσήσει τη φωλιά, ενώ ο αέρας γέμιζε από φωνές σχετικά με το ποιος είχε πάρει εκείνους τους ταχυδακτυλουργικούς κρίκους ή ποιος είχε δανειστεί εκείνο το ριγωτό κόκκινο παντελόνι ή είχε μετακινήσει την πλατφόρμα παραστάσεων. Η κατάσταση έδινε την εντύπωση εξέγερσης, μολονότι δεν υπήρχε ίχνος αγριάδας στις φωνές. Όλη την ώρα φώναζαν κι έκαναν χειρονομίες, αλλά ποτέ δεν καυγάδιζαν σοβαρά όταν κάποια παράσταση ήταν στα σκαριά, οι δε ακροβάτες κι ηθοποιοί είχαν πάρει θέσεις πριν ακόμα προσέλθουν οι πρώτοι πελάτες. Μπορεί να ήταν αργοί στις ετοιμασίες, αλλά οι παραστάσεις συνεπάγονταν χρήματα, οπότε είχαν κάθε λόγο να βιάζονται.

«Ώστε, πιστεύεις πως μπορείς να την παντρευτείς», μουρμούρισε η Εγκήνιν προχωρώντας με μεγάλες δρασκελιές πλάι του και κλωτσώντας τη φθαρμένη καφετιά μάλλινη φούστα της. Η Εγκήνιν δεν ήταν και τόσο λεπτεπίλεπτη. Περπατούσε με απλωτές δρασκελιές και δεν δυσκολευόταν να συγχρονίζει το βήμα της. Άσχετα από το ντύσιμό της, έδειχνε να χρειάζεται ένα ξίφος περασμένο στη ζώνη της. «Δεν εξηγείται αλλιώς. Ο Μπέυλ έχει δίκιο. Είσαι τρελός!»

Ο Ματ μειδίασε. «Το θέμα είναι, εκείνη θέλει να με παντρευτεί; Μερικές φορές, γίνονται γάμοι ανάμεσα στα πιο παράξενα άτομα». Όταν ξέρεις ότι πρόκειται να κρεμαστείς, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς τη θηλιά χαμογελώντας. Έτσι, ο Ματ συνέχισε να χαμογελά κι άφησε τη γυναίκα να στέκεται εκεί, με την κατήφεια χαραγμένη στο σκληρό πρόσωπό της. Νόμισε πως την άκουσε να βρίζει μέσα από τα δόντια της, αν και δεν καταλάβαινε τον λόγο. Άλλωστε, δεν ήταν εκείνη που είχε υποχρέωση να παντρευτεί το τελευταίο πρόσωπο που επιθυμούσε. Αυτή ήταν μια αριστοκράτισσα, ψυχρή, επιφυλακτική και ψηλομύτα, ενώ στον Ματ άρεσαν οι σερβιτόρες με τα έτοιμα χαμόγελα και την πρόθυμη ματιά. Αυτή ήταν η διάδοχος του θρόνου, όχι οποιουδήποτε θρόνου αλλά του Κρυστάλλινου, του Αυτοκρατορικού Θρόνου των Σωντσάν. Ήταν μια γυναίκα που του έστρεφε το κεφάλι σαν σβούρα και τον άφηνε να αναρωτιέται κατά πόσον ήταν εκείνη αιχμάλωτή του ή ο ίδιος αιχμάλωτός της. Όταν η μοίρα σε πιάνει από τον λαιμό, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να χαμογελάς.

Άρχισε να περπατάει ξέγνοιαστος, μέχρι που έφτασε στη μαβιά άμαξα, που δεν είχε παράθυρα, κι εκεί έκοψε το βήμα του. Ένα μπουλούκι ακροβάτες, τέσσερις ευκίνητοι άντρες που αυτοαποκαλούνταν «Αδελφοί Τσαβάνα» —αν κι ήταν κάτι παραπάνω από ολοφάνερο ότι προέρχονταν από διαφορετικές χώρες, όχι μόνο από διαφορετικές μανάδες— ξεπήδησαν από μια πράσινη άμαξα εκεί κοντά, φωνάζοντας δυνατά και κάνοντας χειρονομίες. Έριξαν μια ματιά στην άμαξα κι άλλη μία στον Ματ, αλλά ήταν πολύ απορροφημένοι στη λογομαχία τους και περπατούσαν πολύ γρήγορα. Ο Γκόρντεραν είχε γείρει πάνω σ’ έναν πορφυρό τροχό, ξύνοντας το κεφάλι του και κοιτώντας συνοφρυωμένος τις δύο γυναίκες που στέκονταν στη βάση των ξύλινων σκαλοπατιών της άμαξας. Δύο γυναίκες, ντυμένες με σκούρους μανδύες και με τα πρόσωπά τους καλυμμένα, αν και το λουλουδάτο κεφαλομάντιλο, που κρεμόταν μέσα από την κουκούλα της ψηλότερης, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Τέλος πάντων. Έπρεπε να είχε καταλάβει ότι η Τουόν θα ήθελε να έχει μαζί την υπηρέτριά της. Οι αριστοκράτισσες, άλλωστε, δεν πήγαιναν πουθενά δίχως την υπηρέτριά τους. Όπως και να έχει, όμως, στο τέλος μιλούσαν μονάχα τα ζάρια κι η τυφλή τύχη. Είχαν την ευκαιρία τους να τον προδώσουν, ωστόσο ο Ματ εξακολουθούσε να στοιχηματίζει σε μια γυναίκα που έκανε την ίδια επιλογή δύο φορές. Ποιος ανόητος θα διαφωνούσε με κάτι τέτοιο; Πάντως, έπρεπε να ρίξει τα ζάρια. Εκτός αν είχαν κυλήσει από μόνα τους.

Συνάντησε το ψυχρό γαλάζιο βλέμμα της Σελούσια και χαμογέλασε, βγάζοντας το καπέλο του και κάνοντας μια κομψή υπόκλιση προς το μέρος της Τουόν. Δεν ήταν τίποτα το επιδεικτικό, μια απλή αλλά μεγαλοπρεπής κίνηση του μανδύα του. «Έτοιμη για αγορές;» Θα μπορούσε να την αποκαλέσει «Αρχόντισσά μου», αλλά δεν θα το έκανε μέχρις ότου εκείνη θα έδειχνε την ανάλογη προθυμία να τον αποκαλέσει με το όνομά του...

«Είμαι έτοιμη εδώ και μία ώρα, Παιχνιδάκι», αποκρίθηκε η Τουόν με την παγερή και μακρόσυρτη προφορά της. Ανασήκωσε προσεκτικά την άκρη του μανδύα του κι έριξε μια ματιά στην κόκκινη μεταξένια φόδρα, παρατηρώντας ταυτόχρονα το πανωφόρι του. Κατόπιν, άφησε τον μανδύα να πέσει. «Σου πάνε οι δαντέλες. Ίσως προσθέσω μερικές στον χιτώνα σου όταν σε κάνω οινοχόο».

Το χαμόγελό του έσβησε για μια στιγμή. Άραγε, μπορούσε να τον κάνει ντα’κοβάλε, παρ’ ότι θα ήταν παντρεμένοι; Έπρεπε να ρωτήσει την Εγκήνιν. Μα το Φως, γιατί οι γυναίκες επέμεναν να μην απλοποιούν τα πράγματα;

«Θέλεις να έρθω μαζί σου, Άρχοντα μου;» ρώτησε αργόσυρτα ο Γκόρντεραν, χωρίς να κοιτάζει τις γυναίκες αυτή τη φορά. Ακούμπησε τους αντίχειρές του πίσω από τη ζώνη του, χωρίς να κοιτάει ούτε τον Ματ. «Μήπως χρειαστεί να κουβαλήσω κάτι, ίσως;»

Η Τουόν δεν είπε λέξη. Απλώς παρέμεινε ακίνητη, ατενίζοντας τον Ματ και περιμένοντας, με τα γαλανά μάτια της να γίνονται ολοένα και πιο ψυχρά. Τα ζάρια αναπηδούσαν και κροτάλιζαν μέσα στο κεφάλι του. Δεν δίστασε πάνω από ένα δευτερόλεπτο πριν αποπέμψει τον Κοκκινόχερο μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του. Εν πάση περιπτώσει, ίσως να ήταν δύο δευτερόλεπτα. Έπρεπε να εμπιστευθεί την τύχη του και τα λόγια της. Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος του θανάτου. Πιάστηκε από αυτή τη σκέψη. Δεν επρόκειτο για τραγούδι και δεν υπήρχε καμιά παλιά μνήμη που θα μπορούσε να τον κατευθύνει. Τα ζάρια μέσα στο κρανίο του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν.

Κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση, της πρόσφερε το μπράτσο του κι η Τουόν το κοίταξε εξεταστικά, λες και δεν είχε ξαναδεί μπράτσο, σουφρώνοντας τα σαρκώδη χείλη της. Ύστερα, μάζεψε τον μανδύα της και ξεμάκρυνε, με τη Σελούσια να την ακολουθεί κατά πόδας, αφήνοντάς τον να πασχίζει να τις προλάβει. Πράγματι, οι γυναίκες δεν απλοποιούσαν ποτέ τα πράγματα.

Παρά την πρώιμη ώρα, δύο γεροδεμένοι τύποι με στειλιάρια φρουρούσαν ήδη την είσοδο, καθώς κι ένας τρίτος, ο οποίος κρατούσε μια γυάλινη κανάτα για να μαζεύει τα νομίσματα και να τα ρίχνει σε μια σχισμή στο σιδηρόδετο κουτί που ήταν ακουμπισμένο στο έδαφος. Κι οι τρεις έμοιαζαν αρκετά αδέξιοι, για να κρύψουν ένα νόμισμα δίχως να ξεπέσουν στα μάτια του, αλλά ο Λούκα δεν το ρίσκαρε. Είκοσι με τριάντα άτομα περίμεναν ήδη λίγο πιο κάτω από τα βαριά σχοινιά που οδηγούσαν στο μεγάλο μπλε έμβλημα, και δυστυχώς εκεί βρισκόταν κι η Λατέλ με το αυστηρό της ύφος, φορώντας ένα φόρεμα ραμμένο με πορφυρές πούλιες καθώς κι έναν μανδύα ραμμένο με γαλάζια κλωστή. Η γυναίκα του Λούκα εκπαίδευε αρκούδες. Ο Ματ πίστευε πως οι αρκούδες έκαναν τα κόλπα τους επειδή φοβούνταν μην τυχόν και τις δάγκωνε.

«Όλα είναι υπό έλεγχο», της είπε. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα, πίστεψέ με». Θα μπορούσε να είναι πιο φειδωλός στα λόγια του.

Η Λατέλ τον αγνόησε και κοίταξε συνοφρυωμένη κι ανήσυχη την Τουόν και τη Σελούσια. Η ίδια κι ο σύζυγός της ήταν τα μόνα δύο άτομα του θιάσου που τις γνώριζαν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους αναφέρει κάτι για την πρωινή εξόρμηση. Αν μη τι άλλο, ο Λούκα έδειχνε κάπως ταραγμένος. Ωστόσο, το βλέμμα που έριξε η Λατέλ στον Ματ δεν ήταν ανήσυχο αλλά μάλλον σκληρό. «Θυμήσου», του είπε. «Αν μας στείλεις στην κρεμάλα, εκεί θα καταλήξεις κι εσύ». Ρουθούνισε και στράφηκε να περιεργαστεί τους ανθρώπους που περίμεναν να μπουν μέσα. Η Λατέλ μπορούσε να υπολογίσει καλύτερα κι από τον Λούκα το βάρος ενός πουγκιού, πριν ακόμα λύσει τα κορδόνια του. Επιπλέον, ήταν δέκα φορές πιο σκληρή από τον σύζυγό της. Τα ζάρια συνέχισαν να κουδουνίζουν. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τα έκανε να κυλούν, ο ίδιος δεν είχε φτάσει ακόμα στο μοιραίο κι αποφασιστικό σημείο.

«Είναι καλή σύζυγος για τον Αφέντη Λούκα», μουρμούρισε η Τουόν μόλις απομακρύνθηκαν κάπως.

Ο Ματ τη λοξοκοίταξε κι έστρωσε για άλλη μία φορά το καπέλο στο κεφάλι του. Δεν υπήρχε ίχνος εμπαιγμού στη φωνή της. Άραγε, τόσο πολύ μισούσε τον Λούκα ή μήπως αυτό που εννοούσε ήταν τι είδους σύζυγος ήθελε να γίνει η ίδια; Μήπως, όμως...; Που να καιγόταν, θα τρελαινόταν όσο νόμιζε ότι είχε τρελαθεί κι ο Ντόμον, προσπαθώντας να εξιχνιάσει αυτή τη γυναίκα. Μάλλον αυτή ήταν η αιτία της αίσθησης των ζαριών μέσα στο μυαλό του. Τι σκόπευε να κάνει, άραγε;

Ο δρόμος από τον ανατέλλοντα ήλιο προς την πόλη δεν ήταν ιδιαίτερα μακρύς. Περπατούσαν σε μονοπάτια πατικωμένης λάσπης, μέσα από άδεντρους λόφους, αλλά εδώ κι εκεί στους δρόμους υπήρχε σκόρπιος κόσμος, όπως ακριβώς οι σκόρπιοι ανεμόμυλοι κι οι αλυκές που ξεχώριζαν σαν στίγματα πάνω στους λόφους. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά και κινούνταν με τόση αποφασιστικότητα, ώστε έμοιαζαν να μην προσέχουν κανέναν. Ο Ματ απέφυγε έναν στρογγυλοπρόσωπο άντρα που κόντεψε να πέσει επάνω του, πράγμα που τον ανάγκασε να τιναχτεί στο πλάι για να αποφύγει έναν ασπρομάλλη γέρο, ο οποίος βάδιζε γοργά με τα λεπτοκαμωμένα κανιά του. Έτσι, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα παχύσαρκο κορίτσι, που θα τον παρέσερνε, αν δεν έκανε ξανά στην άκρη.

«Κάνεις εξάσκηση στον χορό, Παιχνιδάκι;» είπε η Τουόν, κοιτώντας τον πάνω από τον λιγνό της ώμο. Η ανάσα της δημιουργούσε μια αχνή λευκή ομίχλη στο μπροστινό μέρος της κουκούλας της. «Δεν είναι και τόσο χαριτωμένο».

Ο Ματ άνοιξε το στόμα του για να σχολιάσει τον συνωστισμό που επικρατούσε στους δρόμους, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να δει κανέναν πέρα από την Τουόν και τη Σελούσια. Οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί κι ο δρόμος, μέχρι εκεί που έπαιρνε μια στροφή, απ’ όσο μπορούσε να δει, ήταν άδειος. Έστρεψε το κεφάλι του αργά-αργά. Δεν υπήρχε κανείς ανάμεσα στον ίδιο και στον θίασο, παρά μόνον εκείνοι που περίμεναν στη σειρά, η οποία δεν είχε αυξηθεί καθόλου. Πέρα από τον θίασο, ο άδειος δρόμος έστριβε μέσα από τους λόφους, με κατεύθυνση ένα μακρινό δάσος. Δεν φαινόταν ψυχή. Πίεσε τα δάχτυλά του πάνω στο στήθος του για να νιώσει το μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς μέσα από το πανωφόρι του. Ήταν ένα απλό κομμάτι ασήμι, δεμένο σ’ ένα σχοινί από ακατέργαστο δέρμα. Ευχήθηκε να το ένιωθε ψυχρό σαν πάγο. Η Τουόν ανασήκωσε το ένα της φρύδι κι η Σελούσια τον παρατηρούσε με βλέμμα που υποδήλωνε ότι τον θεωρούσε τρελό.

«Δεν μπορώ να σου αγοράσω φόρεμα όσο καθόμαστε εδώ», είπε ο Ματ. Αυτός ήταν κι ο σκοπός της εξόρμησης, η υπόσχεσή του δηλαδή να αγοράσει στην Τουόν κάτι καλύτερο από αυτά τα φορέματα που κρέμονταν από πάνω της και την έκαναν να φαίνεται σαν παιδούλα ντυμένη με μεγαλίστικα ρούχα. Αν μη τι άλλο, ήταν σίγουρος ότι της το είχε υποσχεθεί, κι εκείνη ήταν εξίσου σίγουρη, Η Τουόν ενέκρινε τα εργόχειρα της μοδίστρας του θιάσου, αλλά όχι και τον ρουχισμό. Οι ενδυμασίες των ακροβατών λαμποκοπούσαν από τις πούλιες, τις χάντρες και τα ζωηρά χρώματα, αλλά αυτό που πράγματι μπορούσες να βρεις φτηνά ήταν ο ρουχισμός. Μερικοί μάλιστα, διατηρούσαν αυτόν τον ρουχισμό μέχρι να φθαρεί. Το Τζούραντορ, ωστόσο, είχε έσοδα από τις αλυκές, οι οποίες απέδιδαν όντως πολλά χρήματα. Τα μαγαζιά της πόλης πρόσφεραν ό,τι είδους υλικό χρειαζόταν μια γυναίκα.

Αυτή τη φορά, οι δύο γυναίκες δεν έκαναν καμία συνεννόηση με τα δάχτυλα, αλλά απλώς αντάλλαξαν ματιές. Η ψηλότερη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της κι έκανε μια αξιοθρήνητη γκριμάτσα δυσαρέσκειας με τα χείλη της. Η Τουόν κούνησε κι αυτή το κεφάλι της. Μάζεψαν τους μανδύες τους και κίνησαν προς τις σιδερόφρακτες πύλες της πόλης. Γυναίκες! Κίνησε για άλλη μια φορά να τις προλάβει. Σε τελική ανάλυση, αιχμάλωτές του ήταν. Οι σκιές τους μάκραιναν. Άραγε, όλος αυτός ο κόσμος έριχνε σκιά πριν χαθεί; Δεν θυμόταν καν αν ανάσαινε κανείς τους, αλλά ίσως δεν είχε σημασία. Είχαν εξαφανιστεί, οπότε δεν είχε νόημα να σκέφτεται από πού είχαν έρθει ή πού είχαν πάει. Ίσως ήταν κάτι που είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν τα’βίρεν. Καλύτερα να έπαυε να το σκέφτεται. Άλλωστε, το κουδούνισμα των ζαριών δεν του το επέτρεπε.

Οι φρουροί της πύλης έμοιαζαν αδιάφοροι απέναντι στους ξένους ή, τουλάχιστον, απέναντι σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που ήταν πεζοί. Τύποι με σκληρά πρόσωπα και θώρακες βαμμένους στα άσπρα καθώς και κωνικές περικεφαλαίες, που στην κορυφή τους υπήρχε ως έμβλημα κάτι σαν αλογοουρά, κοιτούσαν ανέκφραστα τις κουκουλωμένες γυναίκες. Για κάποιο λόγο, η καχύποπτη ματιά τους έμεινε λίγο παραπάνω στον Ματ, αλλά αμέσως μετά επέστρεψε στις αλαβάρδες τους, κι οι άντρες αφέθηκαν να κοιτούν με κενό βλέμμα τον δρόμο. Το πιθανότερο ήταν ότι επρόκειτο για ντόπιους ή, τουλάχιστον, σίγουρα όχι για Σωντσάν. Οι έμποροι του αλατιού κι η τοπική αρχόντισσα, η Εθελέιν, η οποία έλεγε ό,τι της έλεγαν να πει οι έμποροι του αλατιού, είχαν πάρει τους Όρκους του Γυρισμού δίχως τον παραμικρό δισταγμό κι είχαν προσφερθεί να πληρώσουν φόρο για το αλάτι πριν καν τους τον ζητήσουν. Αναμφίβολα, οι Σωντσάν σκόπευαν να διορίσουν κάποιου είδους αξιωματούχο για να εποπτεύουν την περιοχή, αλλά προς το παρόν είχαν σημαντικότερες δουλειές για τους στρατιώτες τους. Ο Ματ είχε στείλει τον Θομ και τον Τζούιλιν να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχαν Σωντσάν στο Τζούραντορ πριν συμφωνήσουν να γίνει αυτή η εξόρμηση. Ένας ανόητος μπορεί να πήγαινε ακόμα και κόντρα στην τύχη του αν δεν ήταν προσεκτικός.

Το Τζούραντορ ήταν μια ακμάζουσα και δραστήρια πόλη με λιθόστρωτους δρόμους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φαρδιοί κι είχαν παράπλευρα πέτρινα κτίσματα με κοκκινωπό κεραμίδια. Τα σπίτια και τα πανδοχεία βρίσκονταν πλάι-πλάι με τους στάβλους και τα καπηλειά, ενώ από παντού ακούγονταν διάφοροι ανακατεμένοι ήχοι, όπως η κλαγγή του σφυριού ενός σιδηρουργού πάνω στο αμόνι ή ο μονότονος θόρυβος του αργαλειού κάποιας υφάντρας, ενώ τριγύρω οι βαρελάδες κοπανούσαν τους σιδερένιους ιμάντες πάνω στα ερμητικά κλειστά βαρέλια, που θα μετέφεραν το αλάτι. Οι γυρολόγοι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους από καρφίτσες και κορδέλες, πουλώντας ταυτόχρονα κρεατόπιτες και ψητά καρύδια από τους δίσκους τους ή γογγύλια, ζαρωμένα από τον χειμώνα, και κακής ποιότητας δαμάσκηνα από τα καρότσια. Κάθε δρόμος ήταν γεμάτος από άντρες και γυναίκες που στέκονταν φρουροί πάνω από τα καλούδια που είχαν αραδιάσει σε στενά τραπεζάκια, έξω από τα μαγαζιά τους, διαλαλώντας και την υπόλοιπη πραμάτεια τους, που υπήρχε στο εσωτερικό.

Ωστόσο, ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις τα σπίτια των εμπόρων αλατιού, μια κι ήταν τριώροφα, κι όχι διώροφα, και κάλυπταν οκτώ φορές μεγαλύτερη έκταση από τα υπόλοιπα, ενώ το καθένα είχε έναν διάδρομο με περιστύλια που δέσποζε πάνω από τον δρόμο και καλυπτόταν από λευκά κι επενδυμένα με σίδερο παραπετάσματα ανάμεσα στους κίονες. Τα παραπετάσματα αυτά υπήρχαν κυρίως στα χαμηλότερα παράθυρα των περισσότερων σπιτιών, αν και δεν ήταν όλα βαμμένα, κάτι που έφερνε στο μυαλό εικόνες από το Έμπου Νταρ. Κατά τ’ άλλα όμως, δεν υπήρχε η παραμικρή σχέση με τη συγκεκριμένη πόλη, εκτός από την ελαιόχρωμη επιδερμίδα των κατοίκων. Εδώ, οι γυναίκες δεν αποκάλυπταν το μπούστο τους επιδεικνύοντας χαμηλά ντεκολτέ, ούτε έβλεπες σκιστές κι αποκαλυπτικές φούστες που καθιστούσαν ορατά τα έγχρωμα μισοφόρια. Οι γυναίκες φορούσαν κεντητά ψηλόλαιμα φορέματα, που τους έφταναν σχεδόν έως το πηγούνι, ενώ τα κεντήματα ήταν πιο σπάνια για τους μικροαστούς και πιο συνηθισμένα στους πλούσιους, που φορούσαν μανδύες κεντητούς από την κορυφή έως τα νύχια. Κατακόρυφα πέπλα, που κρέμονταν από χρυσά ή σκαλισμένα σε φίλντισι χτενάκια, πιασμένα στις σκούρες, στριφογυριστές πλεξούδες, έπεφταν στα πρόσωπά τους. Τα κοντά πανωφόρια των αντρών ήταν σχεδόν εξίσου χοντροκομμένα και σε εξίσου ζωηρά χρώματα, ενώ οι περισσότεροι άντρες, φτωχοί και πλούσιοι, έφεραν ένα μεγάλο μαχαίρι στο ζωνάρι, η λάμα του οποίου ήταν ελάχιστα πιο γυριστή από των Εμπουνταρινών μαχαιριών. Πλούσιοι και φτωχοί, οι κάτοικοι είχαν μια τάση να θωπεύουν τις λαβές των μαχαιριών τους σαν να περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να δώσουν μάχη, οπότε όλοι βρίσκονταν στην ίδια μοίρα.

Το παλάτι της Αρχόντισσας Εθελέιν εξωτερικά δεν διέφερε ιδιαίτερα από τα αρχοντικά των εμπόρων αλατιού, αν και βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης, μια πλατιά έκταση από λειασμένη πέτρα, όπου ένα φαρδύ, κυκλικό, μαρμάρινο σιντριβάνι εκτόξευε νερό στον αέρα. Ο κόσμος γέμιζε τους κουβάδες του και τις μεγάλες πήλινες στάμνες από αγωγούς που έριχναν νερό σε πέτρινες δεξαμενές, στις γωνίες άλλων πλατειών. Το τεράστιο σιντριβάνι ανέδιδε οσμή άλμης. Ήταν το σύμβολο του πλούτου του Τζούραντορ, το οποίο αντλούνταν από την ίδια πηγή που δημιουργούσε και τα πηγάδια του αλατιού, στους γύρω λόφους. Ο Ματ έπρεπε να περιηγηθεί στην πόλη όσο περισσότερο μπορούσε προτού ο ήλιος σκαρφάλωνε στα μισά του ζενίθ του.

Κάθε φορά που η Τουόν κι η Σελούσια εντόπιζαν ένα μαγαζί που επιδείκνυε τα μεταξωτά του φορέματα στη βιτρίνα, σταματούσαν μπροστά στο μακρύ και στενό τραπεζάκι για να ψηλαφίσουν τα ρούχα και να κουτσομπολέψουν με τα κεφάλια τους στραμμένα η μία προς την άλλη, αγνοώντας τον παρατηρητικό ιδιοκτήτη. Οι ιδιοκτήτες παρακολουθούσαν με πολλή προσοχή τις κινήσεις τους, μέχρι που αντιλαμβάνονταν πως ο Ματ ήταν μαζί με τις δύο γυναίκες. Με αυτά τα χοντρά μάλλινα που φορούσαν —καλοραμμένα μεν, αταίριαστα δε— δεν έδιναν την εντύπωση πως ενδιαφέρονταν για μεταξωτά. Ο Ματ, ωστόσο, με τη μία μεριά του μανδύα του τραβηγμένη προς τα πίσω, για να δείχνει τη φόδρα, έδινε την αντίθετη εντύπωση. Όποτε, όμως, έκανε να δείξει κάποιο ενδιαφέρον —λένε πως οι γυναίκες θέλουν να δείχνεις ενδιαφέρον για τέτοια θέματα!— όποτε πλησίαζε λίγο για να ακούσει τι λένε, αυτές σιωπούσαν και τον κοίταζαν με τα ψυχρά τους μάτια, σκούρα στη μία, γαλανά στην άλλη, να τον παρατηρούν μέσα από τις βαθιές κουκούλες τους, μέχρι που αναγκαζόταν να κάνει πίσω. Κατόπιν, η Σελούσια έγερνε ξανά το κεφάλι της προς το μέρος της Τουόν κι η συζήτηση ξανάρχιζε, μαζί με το ψηλάφημα των βυσσινί, μπλε, πράσινων λείων, ζωηρών και χρυσούφαντων μεταξιών. Το Τζούραντορ ήταν όντως μια πολύ πλούσια πόλη. Ευτυχώς, ο Ματ είχε ένα χοντρό πουγκί με χρυσάφι στην τσέπη του πανωφοριού του. Ωστόσο, φαίνεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αναπόφευκτα, η Τουόν κούνησε το κεφάλι της κι οι δύο γυναίκες γλίστρησαν μέσα στο πλήθος, με τον Ματ να παλεύει να τις προλάβει μέχρι τουλάχιστον το επόμενο μαγαζί με τα μεταξωτά. Τα ζάρια συνέχιζαν να κροταλίζουν και να αναπηδούν στο εσωτερικό του κρανίου του.

Δεν ήταν οι μόνοι του θιάσου που είχαν έρθει στην πόλη. Ο Ματ εντόπισε την Αλούντρα, με το πρόσωπο της πλαισιωμένο από τις χαντρένιες πλεξούδες, να περπατά στο πλήθος παρέα μ’ έναν ψαρομάλλη, ο οποίος, κρίνοντας από το μέγεθος των ζωηρών κεντημάτων που κοσμούσαν το μεταξωτό πανωφόρι του, που απεικόνιζε άνθη και κολιμπρί, θα πρέπει να ήταν έμπορος αλατιού. Τι ήθελε η Φωτοδότρια με έναν έμπορο αλατιού; Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του έλεγε, ο άντρας χαμογελούσε ευχαριστημένος κι ένευε καταφατικά, κάτι που πρόσθετε ζάρες στο πρόσωπό του.

Η Τουόν κούνησε το κεφάλι της κι οι δύο γυναίκες βάδισαν ανάλαφρα προς το επόμενο κατάστημα, αγνοώντας τις βαθιές υποκλίσεις του μαγαζάτορα, αν κι οι περισσότερες απευθύνονταν στον Ματ. Ίσως ο κοκαλιάρης φουκαράς νόμιζε πως ήθελε να αγοράσει μεταξωτά ρούχα για τον εαυτό του. Όχι ότι θα απόρριπτε ένα καινούργιο μεταξωτό πανωφόρι, ίσως και τρία, αλλά ποιος ασχολείται με πανωφόρια όταν μέσα στο μυαλό του κουδουνίζουν ζάρια; Το μόνο που θα τον ενδιέφερε ήταν λίγο κέντημα στα μανίκια και στους ώμους.

Ο Θομ τον προσπέρασε, αδράχνοντας τον μανδύα με το μπρούντζινο χρώμα γύρω από το κορμί του κι αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλά του τα μακρόστενα άσπρα μουστάκια του, ενώ χασμουριόταν λες κι είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα. Μπορεί και να ήταν έτσι. Ο βάρδος δεν είχε ξαναρχίσει το πιοτό, αλλά ο Λόπιν κι ο Νέριμ παραπονούνταν επειδή έμενε ξύπνιος έως τις πρώτες πρωινές ώρες, καταναλώνοντας το λάδι ενός ολόκληρου φανού για να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει το πολύτιμο γράμμα του. Τι το τρομερό έβρισκε σ’ ένα γράμμα από μια νεκρή γυναίκα; Μια νεκρή γυναίκα. Μα το Φως, ίσως όλοι εκείνοι στον δρόμο να ήταν...! Όχι, δεν ήθελε καν να το σκέφτεται.

Η Τουόν άδραξε απότομα ένα τόπι από μεταξωτό ύφασμα και το άφησε να πέσει στρεφόμενη αλλού, δίχως να πιάσει και το υπόλοιπο. Η Σελούσια κοίταξε με τέτοιον τρόπο τη γεροδεμένη ιδιοκτήτρια του μαγαζιού πριν ακολουθήσει την Τουόν, που η γυναίκα τής ανταπέδωσε το προσβλητικό βλέμμα. Ο Ματ τής χάρισε ένα χαμόγελο. Οι προσβεβλημένοι μαγαζάτορες θα προσείλκυαν την προσοχή των φρουρών της πόλης, οι οποίοι θα άρχιζαν τις ερωτήσεις. Ποιος ξέρει πού μπορούσε να οδηγήσει αυτό; Ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε να χαμογελάει στις περισσότερες γυναίκες, για να τις κάνει να αισθάνονται άνετα. Η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα ρουθούνισε προς το μέρος του κι έσκυψε να ισιώσει τη δίπλα του μεταξένιου υφάσματος, δίνοντας πιότερο την εντύπωση πως κανάκευε μωρό. Έτσι σκέφτονται οι πιο πολλές γυναίκες, σκέφτηκε ξινά ο Ματ.

Λίγο πιο κάτω στον δρόμο, μια γυναίκα μ’ έναν απλό μανδύα άφησε την κουκούλα της να πέσει προς τα πίσω, κι ο Ματ αισθάνθηκε να του κόβεται η ανάσα. Η Εντεσίνα ανασήκωσε ξανά την κουκούλα της χωρίς να βιάζεται, αλλά η ζημιά ούτως ή άλλως είχε γίνει. Το θαλερό πρόσωπο μιας Άες Σεντάι είχε αποκαλυφθεί σε οποιονδήποτε μπορούσε να τις αναγνωρίσει. Κανείς από τους διαβάτες δεν φάνηκε να είχε προσέξει κάτι, αλλά ο Ματ δεν μπορούσε να διακρίνει όλα τα πρόσωπα γύρω του. Μήπως περίμενε κανείς να πάρει βραβείο; Μπορεί στο Τζούραντορ να μην υπήρχαν προς το παρόν Σωντσάν, αλλά όλο και κάποιος από δαύτους περνούσε.

Η Εντεσίνα γλίστρησε πίσω από μία γωνία και δύο μαυροντυμένες φιγούρες την ακολούθησαν. Δύο. Άραγε, οι σουλ’ντάμ είχαν αφήσει μόνο μία δικιά τους να παρακολουθεί τις δύο Άες Σεντάι; Ή, μήπως, κάπου εκεί κοντά βρίσκονταν η Τζολίνε κι η Τέσλυν και δεν τις είχε πάρει είδηση; Έγειρε το κεφάλι του, ψάχνοντας μέσα στο πλήθος, μήπως έβλεπε κάποιον άλλο απλό μανδύα, αλλά όλοι είχαν έστω και λίγα στολίδια και κεντήματα.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε κάτι κι ήταν σαν να είχε δεχτεί πετριά ανάμεσα στα μάτια. Όλοι οι μανδύες που έβλεπε ήταν κεντημένοι, έστω κι ελάχιστα. Πού στο καλό ήταν η Τουόν κι η Σελούσια; Μήπως τα ζάρια στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα;

Αναπνέοντας βαριά, κίνησε να φύγει, αλλά ο δρόμος ήταν ένα ποτάμι από κεντητούς μανδύες, πανωφόρια και φορέματα, κάτι που δεν σήμαινε όμως απαραίτητα ότι προσπαθούσαν να το σκάσουν. Άλλωστε, η Τουόν είχε δώσει τον λόγο της, αγνοώντας μια πολύ καλή ευκαιρία να τον προδώσει. Το μόνο που είχαν να κάνουν οι γυναίκες ήταν να πουν τρεις λέξεις, κι όποιος τις άκουγε, σίγουρα θα αναγνώριζε την προφορά των Σωντσάν, πράγμα αρκετό για να εξαπολύσει τα κυνηγόσκυλα στο κατόπι του. Μπροστά του υπήρχαν δύο μαγαζιά που έμοιαζαν να πουλούν ρούχα, ένα σε κάθε μεριά του δρόμου, αλλά σε κανενός την πρόσοψη δεν υπήρχαν δύο γυναίκες με σκούρους μανδύες. Μπορεί να είχαν στρίψει σε καμιά γωνία, αλλά ο Ματ έπρεπε να εμπιστευτεί την τύχη του, η οποία είχε πολύ καλές επιδόσεις όταν το παιχνίδι εξελισσόταν στα τυφλά. Αυτές οι καταραμένες γυναίκες είχαν την εντύπωση πως επρόκειτο για παιχνίδι. Θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωνε αν δεν δούλευε η τύχη του.

Κλείνοντας τα μάτια του, στριφογύρισε σε κύκλο στο κέντρο του δρόμου κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Στην τύχη. Έπεσε πάνω σ’ έναν ογκώδη και στιβαρό άντρα, μάλιστα αρκετά απότομα, ώστε μούγκρισαν κι οι δύο τους. Ένας σωματώδης τύπος με μικρό στόμα κι έναν μικρό, προχειροφτιαγμένο πάπυρο, περασμένο στους ώμους του χοντροκομμένου πανωφοριού του, στεκόταν εκεί και τον αγριοκοίταζε μόλις ο Ματ άνοιξε τα μάτια του, ψηλαφώντας συνάμα τη λαβή της γυριστής μαχαίρας του. Τον Ματ, όμως, δεν τον ένοιαζε. Κοιτούσε ακριβώς μπροστά του, σε ένα από τα δύο μαγαζιά. Στερέωσε καλά το καπέλο στο κεφάλι του κι άρχισε να τρέχει. Ναι, τα ζάρια κυλούσαν πιο ζωηρά μέσα στο κεφάλι του.

Διαχωριστικά ράφια, παραγεμισμένα με στοίβες ρούχων, καταλάμβαναν όλο το μήκος των τοιχωμάτων του μαγαζιού από το πάτωμα έως το ταβάνι, κι ακόμα περισσότερες στοίβες ήταν αραδιασμένες σε μακρόστενα τραπέζια στο εξωτερικό δάπεδο. Η ιδιοκτήτρια ήταν μια κάτισχνη γυναίκα με μια μεγάλη κρεατοελιά στο πηγούνι, ενώ η βοηθός της ήταν λεπτοκαμωμένη, χαριτωμένη και με θυμωμένη ματιά. Ο Ματ μπήκε μέσα πάνω στην ώρα για να ακούσει την ιδιοκτήτρια να λέει: «Σας το λέω για τελευταία φορά, αν δεν μου πείτε τι ψάχνετε, θα στείλω τη Νέλσα να φωνάξει τους φρουρούς». Η Τουόν κι η Σελούσια, με τα πρόσωπα κρυμμένα ακόμα μέσα στις κουκούλες τους, περπατούσαν αργά κατά μήκος του ενός τοιχώματος με τις υφασμάτινες στοίβες, σταματώντας για να αγγίξουν ένα τόπι υφάσματος χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στην άλλη γυναίκα.

«Είναι μαζί μου», παρενέβη ξέπνοα ο Ματ. Τραβώντας το πουγκί από την τσέπη του, το πέταξε στο πλησιέστερο άδειο τραπέζι. Το έντονο κουδούνισμα που έκανε καθώς προσγειωνόταν, είχε ως αποτέλεσμα ένα πλατύ χαμόγελο στο στενό πρόσωπο της ιδιοκτήτριας. «Δώσ’ τους ό,τι θέλουν», της είπε ο Ματ. «Αν πρόκειται ν’ αγοράσεις κάτι», πρόσθεσε με σταθερή φωνή, απευθυνόμενος στην Τουόν, «αγόρασέ το από εδώ. Αρκετά έχω περπατήσει από το πρωί».

Αν είχε το περιθώριο, σίγουρα δεν θα μιλούσε έτσι. Αν μιλούσες κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια γυναίκα, όποτε σ’ έβλεπε, το βλέμμα της θα πετούσε φωτιές σαν τα φλογερά ραβδιά της Αλούντρα. Ωστόσο, τα μεγάλα μάτια της Τουόν τον κοίταξαν έντονα κάτω από τη σκέπη της κουκούλας της, ενώ το σαρκώδες στόμα της στράβωσε ελαφρώς σ’ ένα αχνό χαμόγελο. Ήταν ένα μυστικό χαμόγελο, που απευθυνόταν πιότερο στον εαυτό της, παρά σ’ εκείνον. Το Φως μόνο ήξερε τι εννοούσε. Ο Ματ μισούσε τις γυναίκες όταν το έκαναν αυτό. Πάντως, τα ζάρια δεν είχαν σταματήσει ούτε στιγμή. Αυτό ήταν μάλλον καλό σημάδι, σωστά;

Η Τουόν δεν είχε ανάγκη τις συμβουλές κάποιου για να κάνει την επιλογή της, οπότε έδειχνε με σιωπηλές κινήσεις το ένα υφασμάτινο τόπι μετά το άλλο και μετρούσε με τα μικροκαμωμένα σκούρα χέρια της πόσο μπορούσε να κόψει με το ψαλίδι η καταστηματάρχης. Η γυναίκα έκανε αυτοπροσώπως τη δουλειά αντί να την αναθέσει στη βοηθό της, και μάλιστα, δεδομένης της κατάστασης, την έκανε πολύ καλά. Τα μακρόστενα κοφτερά ψαλίδια έκοβαν τα πορφυρά και πράσινα μετάξια διαφόρων αποχρώσεων, ενώ ο Ματ έμεινε έκπληκτος από την ποικιλία των αποχρώσεων του μπλε μεταξιού. Η Τουόν διάλεξε μερικά όμορφα λινά ποικίλου πάχους, καθώς κι ένα κομμάτι μάλλινου υφάσματος σε έντονα χρώματα —αφού πρώτα συμβουλεύτηκε τη Σελούσια, μιλώντας της μ’ εκείνους τους πνιχτούς ψιθύρους— αλλά κυρίως αγόρασε μετάξι. Ο Ματ πήρε λιγότερα ρέστα απ’ όσα περίμενε.

Τα υφάσματα διπλώθηκαν και δέθηκαν σ’ ένα πάκο από χοντροκομμένο λινό —χωρίς επιπλέον χρέωση— σχηματίζοντας έναν σωρό που έμοιαζε με δέμα γυρολόγου. Ο Ματ δεν εξεπλάγη όταν του ανέθεσαν να το κουβαλήσει στους ώμους του, με το καπέλο του να ταλαντεύεται στο ένα του χέρι. Δεν έχει σημασία αν είσαι καλοντυμένος κι έχεις αγοράσει στη γυναίκα σου μετάξια. Εκείνη θα βρει κάτι για να σε αγγαρέψει! Ίσως έτσι τον έκανε να πληρώσει επειδή της είχε μιλήσει απότομα.

Κάμποσα βλέμματα έπεσαν επάνω του από διάφορους ανόητους, που τον κοιτούσαν σαν χαμένοι, καθώς προχωρούσε προς την έξοδο της πόλης ακολουθώντας τις δύο γυναίκες, οι οποίες προχωρούσαν με κομψό βήμα σαν γάτες σαλονιού. Ακόμα κι έτσι, τυλιγμένες με τους μανδύες και τις κουκούλες, οι ευθυτενείς πλάτες τους μιλούσαν από μόνες τους. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ του, αλλά οι σειρές των ανθρώπων που περίμεναν να δουν τον θίασο εκτείνονταν σε όλο το μήκος του δρόμου, φτάνοντας σχεδόν έως την πόλη. Οι περισσότεροι έστεκαν σαν χάνοι και τον έδειχναν σαν να ήταν κανένας χαζός. Ένας από τους μεγαλόσωμους εκπαιδευτές αλόγων, που φρουρούσαν το κουτί με τα κέρματα, άνοιξε το στόμα του σε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, αποκαλύπτοντας τα κενά μεταξύ των δοντιών του, αλλά ο Ματ τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα, οπότε ο τύπος αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στα κέρματα που έβγαιναν από τις τσέπες των ανθρώπων και κατέληγαν στο κουτί μέσω μιας γυάλινης υδρίας. Ο Ματ σκέφτηκε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο ανακουφισμένος που βρέθηκε μέσα στον θίασο του Λούκα.

Πριν καλά-καλά εκείνος κι οι δύο γυναίκες κάνουν τρία βήματα στην είσοδο, ο Τζούιλιν άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, παραδόξως χωρίς τη Θίρα και τον κόκκινο σκούφο του. Το πρόσωπο του ληστοκυνηγού θα μπορούσε να είναι σκαλισμένο σε αρχαία βελανιδιά. Έριξε μια ματιά στον κόσμο που τον προσπερνούσε, και μίλησε χαμηλόφωνα κι επιτακτικά. «Ερχόμουν να σε βρω. Πρόκειται για την Εγκήνιν. Είναι... πληγωμένη. Έλα γρήγορα».

Ο τόνος της φωνής του άντρα μαρτυρούσε αρκετά, αλλά ο Ματ αντιλήφθηκε ότι τα ζάρια στο κεφάλι του είχαν αρχίσει να παίζουν ταμπούρλο. Πέταξε τον σωρό με τα ρούχα στους εκπαιδευτές αλόγων, με ρητή εντολή να τα φυλάξουν τόσο καλά όσο και το κουτί με τα κέρματα, ειδάλλως θα είχαν να κάνουν με τις γυναίκες, αλλά δεν περίμενε να δει κατά πόσον τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Ο Τζούιλιν κίνησε τρέχοντας προς την αντίθετη μεριά από εκείνη που είχε έρθει, κι ο Ματ άρχισε να τρέχει ξοπίσω του, κατά μήκος του φαρδιού κεντρικού δρόμου του θιάσου, όπου τα θορυβώδη κι ηλίθια πλήθη παρακολουθούσαν τους τέσσερις γυμνόστηθους αδελφούς Τσαβάνα να στέκονται ο ένας στους ώμους του άλλου, και τους ανθρώπους-λάστιχα με τα μεμβρανοειδή παντελόνια και τα απαστράπτοντα γιλέκα να στηρίζονται στα κεφάλια τους, καθώς επίσης και μια αργοκίνητη γυμνάστρια με στιλπνές, μπλε βράκες να σκαρφαλώνει σε μια μακρόστενη ξύλινη σκάλα, για να ξεκινήσει το νούμερό της. Αντίθετα με την αργοκίνητη γυμνάστρια, ο Τζούιλιν μπήκε τρεχάτος σε ένα από τα στενότερα δρομάκια, όπου οι μπουγάδες κρέμονταν από σχοινιά τεντωμένα ανάμεσα στις σκηνές και στις άμαξες κι οι ακροβάτες κάθονταν στα σκαμνιά και στα σκαλοπάτια των αμαξών, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Πιτσιρίκια του θιάσου έτρεχαν εδώ κι εκεί, παίζοντας με την μπάλα και το στεφάνι τους. Ο Ματ γνώριζε πολύ καλά προς τα πού κατευθύνονταν, αλλά ο ληστοκυνηγός έτρεχε σαν τρελός και δυσκολευόταν να τον προφτάσει.

Η πράσινη άμαξα εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο. Η Λατέλ κοιτούσε από κάτω κι ο Λούκα, ντυμένος μ’ έναν από τους ζωηρόχρωμους κόκκινους μανδύες του, έκανε νόημα σ’ ένα ζευγάρι ταχυδακτυλουργών να παραμερίσουν. Οι δύο γυναίκες με τα φουσκωτά παντελόνια και τα ασπροβαμμένα πρόσωπα, που τις έκαναν να μοιάζουν με αριστοκράτισσες, έριξαν μια καλοζυγιασμένη ματιά κάτω από την άμαξα κι υπάκουσαν. Ο Ματ πλησίασε κι είδε τι κοιτούσαν. Ο Ντόμον καθόταν στο έδαφος, κάτω από τη μία άκρη της άμαξας, χωρίς το πανωφόρι του και κρατώντας σαν μωρό στα μπράτσα του μια άτονη Εγκήνιν. Τα μάτια της ήταν κλειστά κι ένα μικρό ρυάκι αίματος κυλούσε από την άκρη του στόματός της. Η περούκα της είχε στραβώσει και κρεμόταν στο πλάι, κάτι μάλλον παράξενο, μια κι η γυναίκα ανέκαθεν πάσχιζε να τη διατηρεί ίσια. Τα ζάρια αντηχούσαν σαν κεραυνοί μέσα στο κεφάλι του,

«Ίσως έχει γίνει μεγάλη ζημιά», γρύλισε ο Λούκα κι η αγριεμένη του ματιά πεταγόταν πότε στον Ματ και πότε στον Τζούιλιν. Το βλέμμα του ήταν άγριο αλλά όχι φοβισμένο. «Κοντεύεις να με καταστρέψεις!» Έδιωξε με αγριεμένες φωνές μια παρέα πιτσιρίκια, που κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, και γρύλισε προς το μέρος μιας πλαδαρής γυναίκας, η φούστα της οποίας λαμπύριζε από τις ασημιές πούλιες. Η Μιγιόρα, που εκπαίδευε τις λεοπαρδάλεις να κάνουν διάφορα κόλπα, τα οποία ούτε η Λατέλ δεν τολμούσε να προσπαθήσει, τίναξε το κεφάλι της απότομα κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Κανείς δεν έπαιρνε τον Λούκα τόσο σοβαρά όσο ο ίδιος τον εαυτό του.

Ο άντρας ξαφνιάστηκε βλέποντας την Τουόν και τη Σελούσια να έρχονται βιαστικές προς το μέρος του, κι ήταν έτοιμος να τους πει να φύγουν, αλλά το ξανασκέφτηκε καλύτερα. Τις κοίταξε βλοσυρός, σκεπτικός και κάπως ανήσυχος. Φαίνεται πως η γυναίκα του δεν του είχε πει ότι ο Ματ κι οι γυναίκες είχαν βγει από τον θίασο, κι ήταν ολοφάνερο ότι βρίσκονταν κάπου αλλού. Παρ’ όλο που η γαλανομάτα γυναίκα κουβαλούσε στην πλάτη της ένα μεγάλο και βαρύ δέμα με ρούχα κι είχε τα χέρια διπλωμένα πίσω, κατάφερνε να στέκεται ευθυτενής. Θα έλεγε κανείς πως η υπηρέτρια μιας αρχόντισσας θα ήταν συνηθισμένη να κουβαλάει μπόγους, αλλά το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα απόγνωσης κι οργής. Η Λατέλ την κοίταξε από την κορυφή έως τα νύχια και κατόπιν κάγχασε χλευαστικά στον Ματ, λες κι ήταν εκείνος η αιτία που η γυναίκα ξεφυσούσε, με αποτέλεσμα το πλούσιο στήθος της να πετάγεται προς τα έξω. Η γυναίκα του Λούκα ήταν πολύ καλή στον χλευασμό, αν κι η αυστηρή έκφραση της Τουόν έκανε τη Λατέλ να μοιάζει σχεδόν πράα. Το βλέμμα που την κοίταξε μέσα από την κουκούλα ήταν βλέμμα δικαστή έτοιμου να αποδώσει δικαιοσύνη.

Για μια στιγμή, ο Ματ δεν έδινε δεκάρα τι σκέφτονταν οι γυναίκες. Αυτά τα καταραμένα ζάρια. Τίναξε προς τα πίσω τον μανδύα του, έπεσε στο ένα γόνατο κι άγγιξε με τα δάχτυλά του τον λαιμό της Εγκήνιν. Ο παλμός της ήταν αμυδρός κι ακανόνιστος.

«Τι συνέβη;» ρώτησε. «Φωνάξατε κάποια από τις αδελφές;» Ήταν επικίνδυνο να μετακινήσει την Εγκήνιν, γιατί θα μπορούσε να τη σκοτώσει, αλλά αν οι Άες Σεντάι έκαναν γρήγορα, υπήρχε χρόνος για Θεραπεία. Ωστόσο, δεν τολμούσε να προφέρει δυνατά αυτό το όνομα, γιατί οι διαβάτες όλο και σταματούσαν να ρίξουν μια ματιά όλο περιέργεια, πριν ο Λούκα κι η Λατέλ τούς κάνουν νόημα να απομακρυνθούν. Ο κόσμος έφευγε πιο γρήγορα όταν τον έδιωχνε η Λατέλ παρά ο Λούκα. Η ίδια η Λατέλ ήταν το μόνο άτομο που είχε πραγματική εξουσία πάνω στον Λούκα.

«Η Ρέννα!» Έτσι όπως πρόφερε το όνομα ο Ντόμον ήταν σαν να το έφτυνε. Παρά τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το Ιλιανό υπογένειο, που άφηνε γυμνό το άνω χείλος, δεν έμοιαζε πια γελοίος αλλά φοβισμένος και με δολοφονικές διαθέσεις, ένας πολύ επικίνδυνος συνδυασμός. «Την είδα να καρφώνει στην πλάτη την Εγκήνιν και να το βάζει στα πόδια. Αν την έφτανα, θα της έσπαγα τον λαιμό, αλλά ας έχει χάρη που τα χέρια μου προσπαθούσαν να κλείσουν τις πληγές της Εγκήνιν για να μην τρέχει το αίμα. Πού είναι αυτή η καταραμένη Άες Σεντάι;» μούγκρισε. Δεν πρόσεχε και πολύ τα λόγια του.

«Εδώ είμαι, Μπέυλ Ντόμον», ανήγγειλε ψυχρά η Τέσλυν, που φάνηκε να έρχεται βιαστικά προς το μέρος τους μαζί με τη Θίρα, η οποία έριξε μια τρομοκρατημένη ματιά στην Τουόν και στη Σελούσια και γαντζώθηκε στο μπράτσο του Τζούιλιν, αφήνοντας μια τσιρίδα, με το βλέμμα χαμηλωμένο στο έδαφος. Από τον τρόπο που έτρεμε, θα νόμιζε κανείς πως θα κατέρρεε από λεπτό σε λεπτό.

Η Άες Σεντάι με το σκληρό βλέμμα μόρφασε λες κι είχε καταπιεί ρείκια όταν είδε τη γυναίκα που κειτόταν μπροστά της, αλλά με μια γοργή κίνηση έσκυψε κάτω από την άμαξα, δίπλα στον Ντόμον, κι άδραξε το κεφάλι της Εγκήνιν με τα κοκαλιάρικα χέρια της. «Η Τζολίνε θα τα κατάφερνε καλύτερα από μένα», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, «αλλά ίσως μπορέσω...»

Η ασημένια αλεπουδοκεφαλή πάγωσε στο στήθος του Ματ κι η Εγκήνιν τινάχτηκε τόσο βίαια, που σχεδόν της έπεσε η περούκα και κόντεψε να φύγει από την αγκαλιά του Ντόμον, ενώ τα μάτια της ήταν γουρλωμένα. Ο σπασμός κράτησε ίσα-ίσα για να ανασηκωθεί κατά το ήμισυ μ’ ένα βραχνό αγκομαχητό. Κατόπιν, έπεσε ξανά πίσω λαχανιασμένη, πάνω στο στήθος του Ντόμον, και το μενταγιόν ξανάγινε ένα κομμάτι κατεργασμένου ασημιού. Ο Ματ είχε συνηθίσει σε τέτοιες μεταπτώσεις, αν και τις μισούσε.

Η Τέσλυν κατέρρευσε κι αυτή, σχεδόν εξουθενωμένη, μέχρι που ο Ντόμον άφησε την Εγκήνιν, για να κρατήσει όρθια την Άες Σεντάι με το ένα χέρι. «Ευχαριστώ», είπε μια στιγμή αργότερα η Τέσλυν, και τα λόγια της έμοιαζαν να βγαίνουν σχεδόν με το ζόρι, «αλλά δεν χρειάζομαι βοήθεια». Πιάστηκε από τη μια πλευρά της άμαξας για να σηκωθεί, κι η ψυχρή ματιά της ήταν σαν να τους προκαλούσε να κάνουν κάποιο σχόλιο. «Η λεπίδα βρήκε πάνω σ’ ένα πλευρό, οπότε δεν τρύπησε την καρδιά. Το μόνο που χρειάζεται τώρα είναι ανάπαυση και καλό φαγητό».

Ο Ματ συνειδητοποίησε πως η γυναίκα δεν καθυστέρησε διόλου να αδράξει έναν μανδύα. Προς τη μια κατεύθυνση, κατά μήκος του στενού δρόμου, μια αρμαθιά γυναίκες με μανδύες καλυμμένους με πούλιες παρακολουθούσαν καθισμένες μπροστά από μια σκηνή με πράσινες λωρίδες, με βλέμμα έντονο και συγκεντρωμένο. Από την άλλη κατεύθυνση, μισή ντουζίνα άντρες και γυναίκες με ριγωτά άσπρα πανωφόρια και στενά παντελόνια, ακροβάτες που έκαναν το νούμερό τους σε ράχες αλόγων, έριχναν ματιές προς το μέρος της Τέσλυν κι έσκυβαν τα κεφάλια τους για να ψιθυρίσουν αναμεταξύ τους. Ήταν πολύ αργά πια για να ανησυχεί μήπως κάποιος αναγνώριζε το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι ή τη Θεραπεία, που ήταν πλέον εμφανής σε όλους. Τα ζάρια στριφογύριζαν μανιασμένα μέσα στο κεφάλι του Ματ. Δεν είχαν σταματήσει στιγμή, αν και το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα.

«Ποιος την ψάχνει, Τζούιλιν;» ρώτησε ο Ματ. «Τζούιλιν;»

Ο ληστοκυνηγός έπαψε να αγριοκοιτάζει την Τουόν και τη Σελούσια και μουρμούρισε κάτι στη Θίρα, παρ’ όλο που συνέχιζε να χτυπάει φιλικά στην πλάτη την τρεμάμενη γυναίκα. «Ο Βάνιν κι οι Κοκκινόχεροι, ο Λόπιν, ο Νέριμ κι ο Όλβερ, επίσης, ο οποίος απομακρύνθηκε πριν τον προλάβω, ωστόσο...» Έπαψε για λίγο να καλοπιάνει τη Θίρα για να δείξει προς την κατεύθυνση του κεντρικού δρόμου. Η οχλαγωγία κι οι φλυαρίες ακούγονταν ακόμα κι από αυτή την απόσταση. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να ντυθεί μ’ έναν από αυτούς τους φανταχτερούς μανδύες. Από κει και πέρα, μπορεί να ξεγλιστρήσει με τους πρώτους που θα φύγουν. Αν κάνουμε ότι σταματάμε κάθε γυναίκα με κουκούλα ή, έστω, αν προσπαθούμε να κοιτάξουμε κάτω από την κουκούλα, ο κόσμος θα ξεσηκωθεί γιατί οι περισσότεροι είναι μυγιάγγιχτοι».

«Πανωλεθρία», μούγκρισε ο Λούκα, τραβώντας τον μανδύα σφιχτά πάνω στο κορμί του. Η Λατέλ τον αγκάλιασε. Ήταν σαν να τον παρηγορεί λεοπάρδαλη, αλλά όπως και να έχει, ο Λούκα δεν έμοιαζε και πολύ ανακουφισμένος.

«Γιατί, που να με πάρει και να με σηκώσει;» γρύλισε ο Ματ. «Η Ρέννα έπινε νερό στ’ όνομά μου! Πίστευα πως, αν κάποια παρατραβούσε το σχοινί...!» Δεν έριξε ούτε ματιά στη Θίρα, αλλά ο Τζούιλιν εξακολουθούσε να τον στραβοκοιτάζει σκοτεινιασμένος.

Ο Ντόμον στεκόταν όρθιος κρατώντας την Εγκήνιν στα μπράτσα του. Η γυναίκα πάλεψε να ελευθερωθεί αρχικά —η Εγκήνιν δεν ήταν από τις γυναίκες που τους άρεσε να τις κουβαλάνε από δω κι από κει σαν να ήταν κούκλες— αλλά τελικά φάνηκε να συνειδητοποιεί πως, αν έκανε να περπατήσει μοναχή της, θα έτρωγε τα μούτρα της. Βούλιαξε πάνω στο στήθος του Ιλιανού αγριοκοιτάζοντάς τον χολωμένη. Ο Ντόμον θα μάθαινε, αργά ή γρήγορα, πως, αν μια γυναίκα χρειάζεται άμεση βοήθεια κι εσύ της την προσφέρεις, θα σε κάνει να το πληρώσεις. «Είμαι η μόνη που γνώριζε το μυστικό της», είπε αδύναμα με τη μακρόσυρτη προφορά της. «Κι η μόνη που θα μπορούσε να το αποκαλύψει. Ίσως σκέφτηκε πως θα ήταν πιο ασφαλές να γυρίσει πίσω αφού με σκοτώσει πρώτα».

«Για ποιο μυστικό μιλάς;» ρώτησε ο Ματ.

Η γυναίκα δίστασε για κάποιο λόγο και συνοφρυώθηκε ακουμπώντας στο στήθος του Ντόμον. Τελικά, αναστέναξε. «Η Ρέννα ήταν κάποτε δεμένη με το λουρί, όπως επίσης η Μπέθαμιν κι η Σέτα. Έχουν την ικανότητα της διαβίβασης ή, τουλάχιστον, μπορούν να τη διδαχτούν, δεν ξέρω. Το α’ντάμ όμως λειτουργεί και στις τρεις τους, ίσως και σε κάθε σουλ’ντάμ». Ο Ματ σφύριξε μέσα από τα δόντια του. Αυτό κι αν ήταν χτύπημα για τους Σωντσάν.

Ο Λούκα κι η γυναίκα του αντάλλαξαν παραξενεμένες ματιές· ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχαν καταλάβει λέξη. Το στόμα της Τέσλυν έχασκε κι η συνηθισμένη γαλήνη που διαγραφόταν στο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι είχε αντικατασταθεί από σοκ. Η Σελούσια, ωστόσο, έβγαλε ένα αγριεμένο γρύλισμα, με τα γαλανά μάτια της να πετούν φωτιές, κι έριξε τον μπόγο με τα ρούχα από την πλάτη της καθώς έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Ντόμον. Μια αστραπιαία, αν και τρεμουλιαστή, κίνηση των δαχτύλων της Τουόν την ανάγκασε να σταματήσει αμέσως. Το πρόσωπο της Τουόν ήταν μια σκούρα κι ανεξιχνίαστη μάσκα. Ωστόσο, δεν της άρεσαν διόλου όσα είχε ακούσει. Σε τελική ανάλυση, είχε πει πως κι η ίδια εκπαίδευε νταμέην. Σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, ο Ματ θα παντρευόταν και γυναίκα ικανή να διαβιβάζει!

Ο ήχος από οπλές αλόγων ανήγγειλε την έλευση του Χάρναν και των υπόλοιπων τριών Κοκκινόχερων, που πλησίαζαν με γοργό τροχασμό από το στενό πέρασμα ανάμεσα στις σκηνές και τις άμαξες. Τα ξίφη τους ήταν θηκαρωμένα κάτω από τους μανδύες τους, ενώ ο Μέτγουιν κρατούσε ένα στιλέτο με μήκος κοντόσπαθου κι ο Γκόρντεραν είχε τη βαριά βαλλίστρα του κρεμασμένη από τη σέλα, με τη χορδή ήδη τραβηγμένη και κλειδωμένη. Το χειροστρόφαλο στη ζώνη του θα έκανε ένα ολόκληρο λεπτό να τραβήξει προς τα πίσω τη χοντρή χορδή, αλλά με αυτόν τον τρόπο το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τοποθετήσει το βέλος. Ο Χάρναν κουβαλούσε ένα τόξο ιππασίας με διπλή καμπύλη, έχοντας περασμένο στον γοφό του μια φαρέτρα από σκληρή τρίχα. Ο Φέργκιν οδηγούσε τον Πιπς.

Ο Χάρναν δεν μπήκε καν στον κόπο να ξεπεζέψει. Κοιτώντας καχύποπτα την Τουόν και τη Σελούσια και ρίχνοντας ματιές γεμάτες αμφιβολία στον Λούκα και στη Λατέλ, έγειρε πάνω στη σέλα του, με το άτεχνο τατουάζ του γερακιού να ξεχωρίζει έντονα πάνω στο μάγουλό του. «Η Ρέννα έκλεψε ένα άλογο, Άρχοντά μου», είπε σιγανά, «και ποδοπάτησε έναν από τους εκπαιδευτές αλόγων στην είσοδο. Ο Βάνιν είναι ξοπίσω της. Λέει πως θα μπορούσε να φτάσει στην Κόραμεν κάποια στιγμή απόψε. Προς τα εκεί κατευθύνεται, ταχύτερα από τις άμαξες. Ωστόσο, ιππεύει χωρίς σέλα, οπότε με λίγη τύχη μπορούμε να την τσακώσουμε». Ο τρόπος που το είπε μαρτυρούσε πως θεωρούσε δεδομένη την τύχη. Οι άντρες της Ομάδας έτρεφαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην τύχη του Ματ Κώθον απ’ ό,τι ο ίδιος.

Η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν και πολλές επιλογές. Τα ζάρια εξακολουθούσαν να αναπηδούν με αμείωτη ένταση μέσα στο κεφάλι του. Υπήρχε μια πιθανότητα να έρθει καλή ζαριά, αλλά ήταν μικρή. Η τύχη του Ματ Κώθον. «Λούκα, πες στους ανθρώπους σου να τα μαζέψουν το συντομότερο δυνατόν και ν’ αναχωρήσουν», είπε σκαρφαλώνοντας στη σέλα του Πιπς. «Άσε την περίμετρο κι οτιδήποτε άλλο δεν χωράει στις άμαξες και φύγε γρήγορα. Δίνε του».

«Τρελός είσαι;» φώναξε ο Λούκα πετώντας σάλια τριγύρω. «Αν κάνω πως τους διώχνω, θα είναι αυτοί που θα ξεσηκωθούν μετά και θα θέλουν πίσω τα λεφτά τους!» Μα το Φως, ήταν ικανός να σκέφτεται τα χρήματα ακόμη και με το κεφάλι πάνω στον τάκο του δήμιου.

«Για σκέψου τι θα έχεις αν χίλιοι Σωντσάν σε βρουν αύριο εδώ». Ο Ματ έκανε τη φωνή του όσο πιο ψυχρή μπορούσε. Αν αποτύγχανε, οι Σωντσάν θα έβρισκαν και θα διέλυαν με συνοπτικές διαδικασίες τον θίασο του Λούκα, όσο γρήγορα κι αν σπιρούνιζαν τα άλογά τους. Ο Λούκα στράβωσε το στόμα του σαν να είχε δαγκώσει σάπιο δαμάσκηνο, κάτι που μαρτυρούσε ότι το ήξερε, κι ο Ματ πίεσε τον εαυτό του να τον αγνοήσει. Τα ζάρια συνέχιζαν να ηχούν έντονα σαν τύμπανα μέσα στο μυαλό του, χωρίς να έχουν πάψει λεπτό. «Τζούιλιν, άσε όλο το χρυσάφι στον Λούκα, εκτός από ένα γεμάτο πουγκί». Ίσως ο άντρας κατάφερνε να δωροδοκήσει κάποιον για να βγει, από τη στιγμή που οι Σωντσάν θα έβλεπαν πως δεν είχε την καταραμένη Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. «Μάζεψέ τους όλους και φύγε το συντομότερο δυνατόν. Μόλις βγεις από την πόλη, πάρε τον δρόμο για το δάσος κι εγώ θα σε βρω».

«Όλους;» Καλύπτοντας τη Θίρα με το σώμα του, ο Τζούιλιν τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος της Τουόν και της Σελούσια. «Άσε αυτές τις δύο στο Τζούραντορ κι οι Σωντσάν ίσως σταματήσουν να τις πάρουν, κάτι που μπορεί να τους καθυστερήσει έστω και λίγο. Άλλωστε, εσύ ο ίδιος λες πως, αργά ή γρήγορα, θα τις ελευθερώσεις».

Ο Ματ συνάντησε το βλέμμα της Τουόν. Μεγάλα, υγρά, σκούρα μάτια σ’ ένα λείο κι ανέκφραστο πρόσωπο. Είχε τραβήξει λίγο προς τα πίσω την κουκούλα της, οπότε μπορούσε να δει ολοκάθαρα το πρόσωπό της. Αν την άφηνε πίσω, δεν θα μπορούσε να πει τα λόγια, αλλά ακόμη κι αν τα έλεγε, εκείνος θα ήταν ήδη πολύ μακριά για να τα ακούσει. Αν την άφηνε πίσω, ο Ματ δεν θα μάθαινε ποτέ γιατί χαμογελούσε τόσο μυστηριωδώς και τι κρυβόταν πίσω από αυτό το μυστήριο. Μα το Φως, πόσο ανόητος ήταν! Ο Πιπς αναπήδησε ανυπόμονα, σαν να χόρευε.

«Όλους», είπε τελικά. Μήπως του φάνηκε πως η Τουόν ένευσε ανεπαίσθητα, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό της; Κι αν ναι, για ποιο λόγο; «Πάμε», φώναξε στον Χάρναν.

Χρειάστηκε να βαδίσουν με τα άλογά τους μέσα από το πλήθος, για να βγουν από τον θίασο, αλλά μόλις έφθασαν στον δρόμο, ο Ματ σπιρούνισε τον Πιπς για να καλπάσει, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω του και το κεφάλι γερμένο μπροστά, για να μην του φύγει το καπέλο. Βέβαια, δεν μπορούσες να διατηρήσεις για πολλή ώρα ένα άλογο σε τόσο γοργούς ρυθμούς. Ο δρόμος φιδογύριζε μέσα από λόφους και διασταυρούμενες ράχες, ενώ πού και πού έκοβε μέσα από βατά υψώματα. Πλατσούρισαν μέσα σε ρυάκια που τους έφταναν έως τον αστράγαλο, και πέρασαν φουριόζοι πάνω από χαμηλά ξύλινα γεφύρια, που υψώνονταν πάνω από βαθιά νερά. Τα δέντρα άρχισαν να εμφανίζονται ξανά στις πλαγιές, πεύκα και χαμοδάφνες που φάνταζαν πράσινα ανάμεσα στα γυμνά από τον χειμώνα κλαριά των υπολοίπων. Σε μερικούς λόφους υπήρχαν σκόρπιες αγροικίες, χαμηλά, πέτρινα σπίτια με κεραμοσκεπές και κάπως ψηλότερες σιταποθήκες, ενώ περιστασιακά έβλεπαν και κανένα χωριουδάκι με οκτώ-δέκα σπίτια.

Λίγα μίλια μακριά από τον θίασο, ο Ματ εντόπισε μπροστά τους έναν πλατύστερνο άντρα, καθισμένο στη σέλα του σαν σακί με ξύγκι. Το άλογο είχε μακριά πόδια, ήταν σταχτί κατ προχωρούσε με σταθερό τροχασμό. Όπως φαινόταν, ο αλογοκλέφτης ξέρει να διαλέγει πάντα δυνατά ζώα. Ακούγοντας τον ήχο των οπλών, ο Βάνιν έριξε μια ματιά προς τα πίσω κι επιβράδυνε. Κακό αυτό.

Όταν ο Ματ έφερε τον Πιπς πλάι στο σταχτί ζώο, ο Βάνιν έφτυσε. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα βρούμε το άλογά της ψόφιο από την κούραση, οπότε μπορώ να την εντοπίσω πεζή», μουρμούρισε. «Παρ’ ότι δεν καβαλάει σέλα, τρέχει γρηγορότερα απ’ όσο υπολόγιζα. Αν ζοριστούμε λίγο, ίσως την προλάβουμε μέχρι τη δύση του ήλιου. Αν το άλογά της δεν καταρρεύσει ή δεν πεθάνει, θα είναι περίπου η ώρα που θα καταφθάνει στην Κόραμεν».

Ο Ματ έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι του, για να κοιτάξει τον ήλιο που βρισκόταν σχεδόν ακριβώς από πάνω του. Ήταν μακρύς ο δρόμος για να τον καλύψουν σε λιγότερο από μισή μέρα. Αν γύριζε πίσω, θα απομακρυνόταν αρκετά από το Τζούραντορ μέχρι το απόγευμα, παρέα με τον Θομ, τον Τζούιλιν και τους υπολοίπους. Και μαζί με την Τουόν, φυσικά, ενώ οι Σωντσάν θα ήξεραν πλέον ότι αυτός που έπρεπε να κυνηγήσουν λεγόταν Ματ Κώθον. Η τύχη του ανθρώπου που είχε απαγάγει την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών δεν θα κρατούσε για πολύ αν γινόταν ντα’κοβάλε. Επιπλέον, κάποια στιγμή, την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα, θα παλούκωναν και τον Λούκα, όπως και τη Λατέλ, τον Πέτρα, την Κλαρίν κι όλους τους άλλους. Μια συστάδα από παλουκωμένους ανθρώπους. Τα ζάρια κροτάλισαν κι αναπήδησαν μέσα στο κεφάλι του.

«Θα τα καταφέρουμε», είπε. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Ο Βάνιν έφτυσε.

Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να καλύψεις έφιππος μια μεγάλη απόσταση, αν ήθελες στο τέλος να είσαι ακόμη πάνω σε ζωντανό άλογο. Προχώρησαν με χαλαρό βηματισμό για μισό μίλι κι έπειτα το γύρισαν σε τροχασμό για μισό μίλι ακόμα. Κατόπιν, σπιρούνισαν τα ζώα για να τριποδίσουν, έπειτα να καλπάσουν, και μετά ξανά χαλαρός βηματισμός. Ο ήλιος έβαλε πλώρη για να δύσει, ενώ τα ζάρια εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν. Πέρασαν αραιά δασωμένους λόφους και δεντρόφυτες ράχες. Διέσχισαν ρυάκια που μπορούσες να τα περάσεις με τρία βήματα και που μόλις έβρεχαν τις οπλές των αλόγων, και ρυάκια πλάτους τριάντα βημάτων, οι όχθες των οποίων συνδέονταν με επίπεδες γέφυρες από ξύλο και πέτρα. Ο ήλιος έπεφτε όλο και πιο χαμηλά, ενώ τα ζάρια στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα. Κόντευαν να ξαναγυρίσουν στον Έλμπαρ, και κανένα σημάδι της Ρέννα δεν φαινόταν πουθενά, εκτός από κάποια ίχνη σαν γδαρσίματα πάνω στην τραχιά λάσπη του δρόμου, που ο Βάνιν τα έδειχνε σαν να ήταν βαμμένα σύμβολα.

«Πλησιάζουμε πια», μουρμούρισε ο παχύς άντρας, αν και δεν ακουγόταν και τόσο χαρούμενος.

Ύστερα, προσπέρασαν έναν λόφο κι αντίκρισαν άλλη μία χαμηλή γέφυρα μπροστά τους. Πιο πέρα, το μονοπάτι φιδογύριζε βόρεια και διέσχιζε την επόμενη ράχη μέσω ενός ορεινού περάσματος. Ο ήλιος, που είχε φτάσει τώρα στην κορυφή της ράχης, τους τύφλωνε. Η Κόραμεν απλωνόταν από την αντίθετη μεριά της ράχης. Τραβώντας το γείσο του καπέλου του για σκιά, ο Ματ άρχισε να ψάχνει στον δρόμο για τη γυναίκα, για οποιονδήποτε πεζό ή έφιππο, κι ένιωσε ένα βούλιαγμα στο στήθος.

Ο Βάνιν βλαστήμησε κι έδειξε μπροστά.

Ένα αφρισμένο καστανοκόκκινο άλογο ανηφόριζε με κόπο την πλαγιά, στην άλλη μεριά του ποταμού, και μια γυναίκα σπιρούνιζε μανιασμένα τα πλευρά του, παροτρύνοντάς το να συνεχίσει την ανάβαση. Η Ρέννα ανυπομονούσε τόσο πολύ να φτάσει στους Σωντσάν, ώστε δεν έδινε σημασία στον δρόμο. Απείχε περίπου διακόσια βήματα, αλλά ήταν σαν να απείχε μίλια. Το υποζύγιό της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε σε τίποτα να ξεπεζέψει και ν’ αρχίσει να τρέχει προς τη φρουρά πριν την προλάβουν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φθάσει στην κορυφή, κάπου πενήντα πόδια πιο πάνω.

«Άρχοντά μου;» είπε ο Χάρναν. Είχε περάσει ένα βέλος στο τόξο του, μισοσηκώνοντάς το. Ο Γκόρντεραν στήριζε τη βαριά βαλλίστρα στον ώμο του, αφού την είχε οπλίσει μ’ ένα χοντρό και μυτερό βέλος.

Ο Ματ αισθάνθηκε κάτι να τρεμοπαίζει και να πεθαίνει μέσα του. Δεν ήξερε τι. Κάτι. Τα ζάρια κυλούσαν μέσα στο μυαλό του, παράγοντας έναν ήχο σαν του κεραυνού. «Ρίξτε», είπε.

Ήθελε να κλείσει τα μάτια του. Η βαλλίστρα κινήθηκε ακαριαία· το βέλος διέγραψε μια μαύρη αψίδα στον ουρανό. Η Ρέννα έπεσε μπροστά μόλις καρφώθηκε στην πλάτη της. Είχε σχεδόν κατορθώσει να ανασηκωθεί και να γαντζωθεί από τον λαιμό του καστανοκόκκινου ζώου της, όταν τη βρήκε το βέλος του Χάρναν.

Με μια αργή κίνηση, έπεσε από το άλογο, γλίστρησε στην πλαγιά, κυλώντας όλο και πιο γρήγορα κι αναπηδώντας πάνω σε δενδρύλλια, παίρνοντας όλο και πιο μεγάλες τούμπες, μέχρι που κατέληξε με παφλασμό στο ρυάκι. Προς στιγμήν, απέμεινε να επιπλέει με το πρόσωπο στραμμένο προς τα κάτω, δίπλα στην όχθη. Έπειτα, το ρεύμα την παρέσυρε μακριά, με τη φούστα της να πλέει στο νερό. Αργά-αργά, παρασύρθηκε προς τον Έλμπαρ. Ίσως, τελικά, να έφτανε στη θάλασσα. Κι έτσι, τρίτωσε το κακό. Δεν είχε σημασία που τα ζάρια είχαν σταματήσει. Το κακό είχε τριτώσει. Ποτέ ξανά, σκέφτηκε ο Ματ, καθώς το ρεύμα τραβούσε τη Ρέννα πίσω από μια καμπή. Ποτέ ξανά, ακόμα κι αν χρειαστεί να το πληρώσω με τη ζωή μου.

Δεν πιέστηκαν να συνεχίσουν ανατολικά. Δεν είχε νόημα κι, άλλωστε, ο Ματ αισθανόταν ψόφιος από την κούραση. Ωστόσο, δεν σταμάτησαν, παρά μόνο για να πάρουν μια ανάσα και να ποτίσουν τα ζωντανά. Κανείς τους δεν είχε όρεξη να πει κάτι.

Τις μικρές ώρες της νύχτας κατέφθασαν στο Τζούραντορ. Η πόλη έμοιαζε με σκοτεινή μάζα κι οι πύλες της ήταν ερμητικά κλειστές. Σύννεφα κάλυπταν το φεγγάρι. Παραδόξως, τα τείχη από καναβάτσο του θιάσου του Λούκα ήταν ακόμα όρθια, λίγο πιο πέρα από την πόλη, ενώ δύο ογκώδεις άντρες, τυλιγμένοι με κουβέρτες, που ροχάλιζαν κάτω από το μεγάλο λάβαρο, υποτίθεται πως φυλούσαν την είσοδο. Ακόμα κι από τη μεριά του δρόμου, μέσα στο σκοτάδι, ήταν ολοφάνερο ότι όλος ο χώρος πίσω από τα τείχη καταλαμβανόταν από άμαξες και σκηνές.

«Τουλάχιστον, μπορώ να πω στον Λούκα ότι δεν είναι ανάγκη να βιάζεται», σχολίασε αποκαμωμένος ο Ματ, στρέφοντας τον Πιπς προς το λάβαρο. «Ίσως μας βρει ένα μέρος να κοιμηθούμε λίγες ωρίτσες». Αν δεν ήταν όλο αυτό το χρυσάφι που είχε αφήσει πίσω, ο Λούκα θα τους παραχωρούσε την ίδια του την άμαξα, αλλά επειδή ο Ματ τον ήξερε καλά, το μόνο που ήλπιζε ήταν να βρεθεί ένα μαλακό και καθαρό αχυρένιο στρώμα. Αύριο θα έψαχνε να βρει τον Θομ και τους άλλους. Και την Τουόν. Αύριο, όταν θα είχε ξεκουραστεί για τα καλά.

Ωστόσο, ένα μεγάλο σοκ τον περίμενε στο εσωτερικό της τεράσπας άμαξας του Λούκα. Ναι, για άμαξα ήταν όντως ευρύχωρη, μ’ ένα στενό τραπέζι στο μέσον κι αρκετό χώρο τριγύρω για να κινείται κανείς. Το τραπέζι, τα ερμάρια και τα ράφια ήταν καλογυαλισμένα κι έλαμπαν. Η Τουόν καθόταν σ’ένα επίχρυσο κάθισμα —ο Λούκα διέθετε κάθισμα, και μάλιστα επίχρυσο, όταν όλοι οι άλλοι κάθονταν σε σκαμνιά!— με τη Σελούσια να στέκεται πίσω της. Το πρόσωπο του Λούκα έλαμπε, καθώς παρακολουθούσε τη Λατέλ να προσφέρει στην Τουόν ένα πιάτο αχνιστά γλυκίσματα, τα οποία η σκουρόχρωμη και μικροκαμωμένη γυναίκα περιεργαζόταν, λες κι έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι θα έτρωγε κάτι που είχε μαγειρέψει η γυναίκα του Λούκα.

Η Τουόν δεν φάνηκε να εκπλήσσεται στο ελάχιστο όταν είδε τον Ματ να μπαίνει στην άμαξα. «Τη συλλάβατε ή τη σκοτώσατε;» ρώτησε, αρπάζοντας ένα γλυκό με τα δάχτυλα λυγισμένα μ’ εκείνον τον περίεργο και χαριτωμένο τρόπο.

«Είναι νεκρή», αποκρίθηκε ξερά ο Ματ. «Λούκα, τι στο Φως...»

«Σ’ το απαγορεύω, Παιχνιδάκι!» τον έκοψε απότομα η Τουόν, δείχνοντάς τον με το δάχτυλό της. «Σου απαγορεύω να θρηνήσεις μια προδότρια!» Η φωνή της μαλάκωσε ελαφρώς, αλλά παρέμεινε σταθερή. «Άξιζε τον θάνατο, γιατί πρόδωσε την Αυτοκρατορία, και θα μπορούσε το ίδιο εύκολα να προδώσει κι εσένα, κάτι που ούτως ή άλλως προσπαθούσε να κάνει. Αυτό που έκανες εγώ το λέω απονομή δικαιοσύνης». Ο τόνος της φωνής της μαρτυρούσε ότι, από τη στιγμή που ονομάτιζε κάτι, δεν δεχόταν αντιρρήσεις.

Ο Ματ έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για λίγο. «Είναι όλοι εδώ;» ρώτησε επιτακτικά.

«Ασφαλώς», είπε ο Λούκα, εξακολουθώντας να χαμογελάει σαν ξεροκέφαλος χάνος. «Η Αρχόντισσα — η Υψηλή Αρχόντισσα· συγχώρησέ με, Υψηλή Αρχόντισσα», διόρθωσε, υποκλινόμενος βαθιά, «μίλησε με τον Μέριλιν και τον Σάνταρ, και... ε, την ξέρεις τώρα. Η Αρχόντισσα είναι πολύ πειστική γυναίκα. Η Υψηλή Αρχόντισσα, θέλω να πω. Κώθον, θα ήθελα να μιλήσουμε για το χρυσάφι μου. Είπες ότι θα μου το έδιναν πίσω, αλλά ο Μέριλιλ απείλησε να μου κόψει τον λαιμό πρώτα, κι ο Σάνταρ να μου τσακίσει το κρανίο, οπότε...» Μόλις αντίκρισε το βλέμμα του Ματ, του κόπηκε η φόρα, αλλά κατόπιν συνέχισε ασταμάτητος. «Κοίτα τι μου έδωσε η Αρχόντισσα!» Με μια απότομη κίνηση, άνοιξε ένα ερμάρι και τράβηξε ένα διπλωμένο χαρτί, κρατώντας το σεβάσμια και με τα δύο χέρια. Ήταν ένα παχύ χαρτί, λευκό σαν χιόνι και μάλλον ακριβό. «Μια εξουσιοδότηση. Δεν είναι σφραγισμένη, βέβαια, αλλά έχει υπογραφή. Ο Μέγας Περιοδεύων Θίασος κι η Μεγαλειώδης Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του Βάλαν Λούκα βρίσκεται πλέον υπό την προσωπική προστασία της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν Άθαεμ Κόρε Πέντραγκ. Όλοι τη γνωρίζουν. Μπορώ να πάω στους Σωντσάν και να στήσω τον θίασο για χάρη της Αυτοκράτειρας! Είθε να ζήσει για πάντα», πρόσθεσε βιαστικά, κάνοντας άλλη μία υπόκλιση προς την Τουόν.

Όλα για το τίποτα, σκέφτηκε ο Ματ γεμάτος απογοήτευση. Βυθίστηκε σ’ ένα από τα κρεβάτια ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατα του, με τη Λατέλ να του ρίχνει μια δηκτική ματιά. Πιθανότατα, μόνο η παρουσία της Τουόν την εμπόδιζε να τον σπάσει στο ξύλο!

Η Τουόν κούνησε επιτακτικά το χέρι της, μοιάζοντας με σκούρα πορσελάνινη κούκλα με βασιλική κορμοστασιά, παρά το φθαρμένο φόρεμα, που της έπεφτε πολύ μακρύ. «Δεν θα κάνεις χρήση αυτού του εγγράφου, Αφέντη Λούκα, παρά μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Επείγουσας ανάγκης!»

«Μα βέβαια, Υψηλή Αρχόντισσα, φυσικά». Από τις πολλές υποκλίσεις, ο Λούκα κόντευε να φιλήσει τα σανίδια του δαπέδου.

Όλα για το τίποτα!

«Έκανα ειδική αναφορά σχετικά με το ποιος δεν βρίσκεται υπό την προστασία μου, Παιχνιδάκι». Η Τουόν δάγκωσε μια μπουκιά από το γλυκό και σκούπισε με το ντελικάτο δάχτυλό της ένα ψίχουλο από τα χείλη της. «Μπορείς να μαντέψεις ποιου το όνομα βρίσκεται πρώτο στον κατάλογο;» Χαμογέλασε, αν κι όχι κακόβουλα. Μάλλον απευθυνόταν στην ίδια, χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για χαμόγελο απόλαυσης ή απλής τέρψης. Ξαφνικά, ο Ματ παρατήρησε κάτι. Το μικρό μπουκέτο με τα μεταξένια τριαντάφυλλα που της είχε δώσει ήταν καρφιτσωμένο στον ώμο της.

Εντελώς αθέλητα, ο Ματ ξέσπασε σε γέλια. Πέταξε το καπέλο του στο δάπεδο κι άρχισε να γελάει. Παρά τα όσα είχε κάνει, παρά τις προσπάθειές του, δεν ήξερε καθόλου αυτή τη γυναίκα! Καθόλου! Γέλασε μέχρι που πόνεσαν τα πλευρά του.

Загрузка...