ΠΡΟΛΟΓΟΣ Λαμπυρίσματα του Σχήματος

Ο Ρόντελ Ιτουράλντε μισούσε την αναμονή, αν κι ήξερε ότι αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος στη ζωή ενός στρατιώτη που πάντα περιμένει την επόμενη μάχη, την επόμενη κίνηση του εχθρού, το ενδεχόμενο λάθος. Παρατηρούσε το χειμωνιάτικο δάσος κι ήταν ακίνητος σαν τα δέντρα. Ο ήλιος είχε διανύσει τη μισή απόσταση μέχρι το ζενίθ, χωρίς να εκπέμπει ζεστασιά. Η ανάσα του Ιτουράλντε σχημάτιζε μια λευκή ομίχλη μπροστά στο πρόσωπό του, δημιουργώντας πάχνη πάνω στο περιποιημένο και ψαλιδισμένο μουστάκι του και στη γούνα από μαύρη αλεπού, που φοδράριζε την κουκούλα του. Ευτυχώς, η περικεφαλαία του κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του. Η πανοπλία κρατούσε το κρύο, το οποίο περνούσε μέσα από το πανωφόρι και τα στρώματα μαλλιού, μεταξιού και λινού από κάτω. Ακόμα κι η σέλα του Νταρτ ήταν κρύα, λες και το λευκό μουνούχι ήταν φτιαγμένο από παγωμένο γάλα. Η περικεφαλαία θα του θόλωνε το μυαλό.

Ο χειμώνας είχε φτάσει καθυστερημένα στο Άραντ Ντόμαν, πολύ μάλιστα, αλλά ήταν αρκετά εκδικητικός. Από την καλοκαιρινή κάψα, που είχε επεκταθεί εντελώς αφύσικα έως το φθινόπωρο, μέχρι την καρδιά του χειμώνα δεν μεσολάβησε ούτε μήνας. Τα φύλλα που είχαν επιζήσει από την εκτεταμένη ξηρασία του καλοκαιριού πάγωσαν πριν προλάβουν να αλλάξουν χρώμα, και τώρα λαμπύριζαν κάτω από τον πρωινό ήλιο σαν παράξενα πετράδια καλυμμένα με πάγο. Τα άλογα των είκοσι και πλέον οπλιτών γύρω του χτυπούσαν πού και πού τις οπλές τους πάνω στο χιόνι, που τα κάλυπτε έως το γόνατο. Είχαν ήδη διανύσει μεγάλη πορεία κι έπρεπε να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο, ασχέτως αν η μέρα θα καλυτέρευε ή όχι. Σκούρα σύννεφα κυλούσαν στον ουρανό με βόρεια κατεύθυνση. Δεν χρειαζόταν κάποιον με την ικανότητα να προβλέπει τον καιρό για να του πει ότι η θερμοκρασία θα έπεφτε ραγδαία πριν βραδιάσει. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν καταφύγιο μέχρι τότε.

«Ο φετινός χειμώνας δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο προπερασμένος, ε, Άρχοντά μου;» σχολίασε ήρεμα ο Τζάαλαμ. Ο ψηλός, νεαρός αξιωματικός διάβαζε με κάποιον τρόπο τον νου του Ιτουράλντε, ανεβάζοντας ελαφρώς τον τόνο της φωνής του, για να τον ακούσουν κι οι υπόλοιποι. «Από την άλλη, υποθέτω πως κάποιοι άντρες ονειρεύονται ήδη μια κούπα ζεστό κρασί. Όχι ετούτοι εδώ, φυσικά, που είναι εξαιρετικά λιτοδίαιτοι κι έχω την εντύπωση πως πίνουν τσάι. Παγωμένο τσάι. Λίγο μαστίγωμα τους χρειάζεται, και θα δεις για πότε κάνουν μπάνιο μες στο χιόνι».

«Προς το παρόν, θα ήταν προτιμότερο να μη γδυθούν», αποκρίθηκε ξερά ο Ιτουράλντε, «όμως, αν είναι τυχεροί, μπορεί να πιουν λίγο παγωμένο τσάι απόψε». Τα λόγια του προκάλεσαν μερικά σιγανά χάχανα. Είχε επιλέξει αυτούς τους άντρες με ιδιαίτερη προσοχή κι εκείνοι ήξεραν πότε η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να κάνουν φασαρία.

Ο ίδιος θα μπορούσε κάλλιστα να βολευτεί με μια αχνιστή κούπα αρωματικού κρασιού, ακόμα και με τσάι, αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οι έμποροι έφερναν τσάι στο Άραντ Ντόμαν. Πολύς καιρός από τότε που κάποιος ξενομερίτης έμπορος είχε επιχειρήσει να περάσει τα σύνορα με τη Σαλδαία. Τα νέα που έρχονταν από τον έξω κόσμο ήταν ήδη μπαγιάτικα σαν ψωμί περασμένου μήνα, άσε που μπορεί να ήταν απλώς φήμες. Όλα αυτά, βέβαια, δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Αν όντως ο Λευκός Πύργος είχε διαιρεθεί κι είχαν καλέσει πίσω, στο Κάεμλυν, όλους τους άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης... τότε, ο κόσμος θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα δίχως τον Ρόντελ Ιτουράλντε μέχρι το Άραντ Ντόμαν να ενωνόταν ξανά. Μέχρι στιγμής, το Άραντ Ντόμαν ήταν αρκετό για να κάνει τη δουλειά του κάθε λογικός άνθρωπος.

Μελέτησε γι’ άλλη μία φορά τις διαταγές που είχε δώσει, τις οποίες θα παρέδιδαν οι γρηγορότεροι καβαλάρηδες σε κάθε ευγενή που ήταν πιστός στον Βασιλιά. Όσο διχασμένοι κι αν ήταν εξαιτίας του μίσους και των παλιών ερίδων, εξακολουθούσαν να έχουν πολλά κοινά. Μόλις κατέφθαναν οι προσταγές του Λύκου, θα ένωναν τους στρατούς τους και θα επέλαυναν. Όσο, τουλάχιστον, είχε ο ίδιος την εύνοια του Βασιλιά, μία διαταγή του οποίου ήταν αρκετή ακόμα και για να κρυφτούν στα βουνά και να περιμένουν. Ναι, αυτό σίγουρα θα εκνεύριζε μερικούς, μπορεί να έφταναν και στο σημείο να καταραστούν τ’ όνομά του, αλλά σίγουρα θα υπάκουαν. Ήξεραν πολύ καλά ότι ο Λύκος κέρδιζε τις μάχες. Επιπλέον, ήξεραν ότι κέρδιζε ολόκληρους πολέμους. Λυκόπουλο, έτσι τον αποκαλούσαν όταν νόμιζαν πως δεν άκουγε, αλλά εκείνος δεν νοιαζόταν για το αν τον θαύμαζαν —όχι πάρα πολύ, είναι αλήθεια— όσο για το αν υπάκουαν σε όσα τους πρόσταζε.

Πολύ σύντομα, η πορεία τους θα χειροτέρευε, καθώς θα κινούνταν για να στήσουν μια παγίδα που δεν θα γινόταν φανερή πριν περάσουν αρκετοί μήνες. Έπαιρνε μεγάλο ρίσκο. Υπήρχαν πολλοί τρόποι για να αποτύχουν τα πολύπλοκα σχέδια, και το συγκεκριμένο είχε κάμποσες στοιβάδες. Αν το δόλωμα δεν ήταν ικανοποιητικό, όλα θα πήγαιναν στράφι πριν καν αρχίσουν. Ή αν κάποιος αγνοούσε τη διαταγή να αποφύγει τους αγγελιαφόρους του Βασιλιά. Ωστόσο, όλοι γνώριζαν τα κίνητρά του, ενώ κι οι πιο πεισματάρηδες συμφωνούσαν, αν κι ήταν ελάχιστοι αυτοί που θα έκαναν πρόθυμα λόγο για το θέμα. Ο ίδιος είχε κινηθεί σαν φάντασμα που καλπάζει στην καταιγίδα από τη στιγμή που έλαβε την τελευταία διαταγή του Αλσαλάμ. Την είχε κρυμμένη μέσα στο μανίκι του, εκεί όπου το διπλωμένο χαρτί ήταν χωμένο πάνω από την ωχρή δαντέλα που έπεφτε μέσα στο γάντι με το μεταλλικό στήριγμα. Είχαν μία τελευταία πιθανότητα, αν και μικρή, να σώσουν το Άραντ Ντόμαν. Ίσως ακόμα και να έσωζαν τον Αλσαλάμ από τον ίδιο του τον εαυτό, προτού το Συμβούλιο των Εμπόρων αποφάσιζε να ανεβάσει στον θρόνο κάποιον άλλο στη θέση του. Διοικούσε συνετά περισσότερα από είκοσι χρόνια. Φωτός θέλοντος, θα συνέχιζε έτσι.

Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από τα νότια και το χέρι του Ιτουράλντε γλίστρησε γοργά στο μακρύ σπαθί του. Ακολούθησε ένας αχνός τριγμός δέρματος και μετάλλου, καθώς κι άλλοι χαλάρωναν τα όπλα τους. Από τους υπόλοιπους, σιωπή. Το δάσος ήταν βουβό σαν παγωμένος τάφος. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα κλωνάρι που έσπαζε υπό το βάρος του χιονιού. Μία στιγμή αργότερα, ο Ιτουράλντε άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει — τόσο, όσο τα είχε καταφέρει από τότε που ακούστηκαν για πρώτη φορά οι ιστορίες από τον Βορρά, που μιλούσαν για την επανεμφάνιση του Αναγεννημένου Δράκοντα στον ουρανό του Φάλμε. Ίσως, τελικά, αυτός ο άντρας να ήταν όντως ο Αναγεννημένος Δράκοντας και μπορεί πράγματι να είχε εμφανιστεί στον ουρανό, αλλά, όποια κι αν ήταν η αλήθεια, οι φήμες αυτές προκάλεσαν την ανάφλεξη του Άραντ Ντόμαν.

Ο Ιτουράλντε ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να κατασβήσει αυτή την ανάφλεξη, αν είχε το ελεύθερο, και κάθε άλλο παρά κομπασμός ήταν να σκέφτεται έτσι. Γνώριζε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει σε μια μάχη, σε μια εκστρατεία ή σ’ έναν πόλεμο. Από τότε, όμως, που το Συμβούλιο είχε αποφασίσει πως θα ήταν πιο ασφαλές για τον Βασιλιά να περάσει λαθραία από το Μπάνταρ Έμπαν, ο Αλσαλάμ φαίνεται πως άρχισε να πιστεύει για τα καλά ότι ο ίδιος ήταν η αναγέννηση του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Από τότε, η υπογραφή κι η σφραγίδα του είχαν μαρκάρει δεκάδες διαταγές μάχης που στέλνονταν προς τα έξω από τα σημεία που τον είχε κρυμμένο κατά καιρούς το Συμβούλιο. Ούτε στον Ιτουράλντε δεν ανέφεραν ποια ήταν εκείνα τα σημεία. Όποια γυναίκα του Συμβουλίου συναντούσε, χαμήλωνε τη ματιά της και ξέφευγε με δικαιολογίες και μόνο στην αναφορά του ονόματος του Βασιλιά. Κόντευε να πιστέψει πως ούτε εκείνες γνώριζαν πού βρισκόταν ο Αλσαλάμ. Γελοίες σκέψεις, ασφαλώς. Το Συμβούλιο επαγρυπνούσε για τον Βασιλιά. Ο Ιτουράλντε ανέκαθεν θεωρούσε πως οι Οίκοι των εμπόρων ανακατεύονταν υπερβολικά, αλλά, όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση, ευχόταν να είχαν βάλει το χέρι τους τώρα. Ήταν μυστήριο γιατί παρέμεναν σιωπηλοί, μια κι ένας βασιλιάς που διαλύει το εμπόριο δεν παραμένει για πολύ καιρό στον θρόνο.

Ήταν πιστός στους όρκους που έπαιρνε κι, επιπλέον, ο Αλσαλάμ ήταν φίλος, αλλά οι διαταγές που είχε στείλει ο Βασιλιάς ήταν ό,τι πρέπει για την πρόκληση χάους. Από την άλλη, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν σε καμία περίπτωση. Στο κάτω-κάτω, ο Αλσαλάμ ήταν ο Βασιλιάς. Ωστόσο, είχε προστάξει τον Ιτουράλντε να επελάσει τάχιστα βόρεια, ενάντια σε μια μεγάλη συνάθροιση Δρακορκισμένων, για τους οποίους ο Αλσαλάμ —υποτίθεται— γνώριζε από μυστικούς πράκτορες, κι ύστερα, δέκα μέρες αργότερα κι ενώ ούτε ένας Δρακορκισμένος δεν είχε φανεί, ήρθε άλλη διαταγή να κινηθούν και πάλι νότια, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ενάντια σε μια άλλη συνάθροιση, την οποία δεν είδαν ποτέ. Είχε διαταχτεί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του για να υπερασπίσει το Μπάνταρ Έμπαν, τη στιγμή που μια επίθεση από τρεις μεριές θα μπορούσε να βάλει τέλος σε όλα και να τους διασκορπίσει, παρ’ ότι ένα δυνατό χτύπημα θα μπορούσε να έχει ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα, να εισβάλει σε έδαφος που ήξερε ότι είχαν εγκαταλείψει οι Δρακορκισμένοι και να απομακρυνθεί από το σημείο που γνώριζε ότι είχαν στρατοπεδεύσει. Και το χειρότερο ήταν ότι οι διαταγές του Αλσαλάμ απευθύνονταν κυρίως στους ισχυρούς ευγενείς, που υποτίθεται πως ακολουθούσαν τον Ιτουράλντε, στέλνοντας προς μια κατεύθυνση τον Μάτσιρ, προς άλλη τον Τίκαλ και προς μια τρίτη τον Ράχμαν. Τέσσερις φορές ξέσπασαν μάχες στα τυφλά από διαφορετικά μέρη του ίδιου εκστρατευτικού σώματος που, καθώς περιπλανιόταν μέσα στη νύχτα, έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο, ενώ κινούνταν υπακούοντας στην επείγουσα διαταγή του Βασιλιά και δεν περίμεναν να βρουν μπροστά τους παρά μόνον εχθρούς. Στο μεταξύ, οι τάξεις των Δρακορκισμένων πλήθαιναν, αποκτώντας όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση. Ο Ιτουράλντε, βέβαια, είχε πετύχει αρκετούς θριάμβους —στο Σολάντζε και στο Μασίν, στη Λίμνη Σομάλ και στο Κάντελμαρ— οι Άρχοντες του Κατάρ είχαν μάθει να μην πωλούν τα προϊόντα των ορυχείων και των σιδηρουργείων τους στους εχθρούς του Άραντ Ντόμαν— αλλά πάντα οι νίκες του πήγαιναν χαμένες υπό τις διαταγές του Αλσαλάμ.

Ωστόσο, ετούτη η τελευταία διαταγή ήταν διαφορετική. Κατ’ αρχάς, ένας Φαιός είχε σκοτώσει την Αρχόντισσα Τούβα, στην προσπάθειά του να μη φτάσει η διαταγή στον Ιτουράλντε. Γιατί η Σκιά φοβόταν αυτή τη διαταγή περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αποτελούσε μυστήριο, ήταν ωστόσο επαρκής λόγος για να κινηθεί γοργά ο Ιτουράλντε. Πριν τον προλάβει ο Αλσαλάμ με κάποια άλλη. Η διαταγή αυτή άνοιγε πολλές ευκαιρίες κι ο Ιτουράλντε είχε σκεφτεί την καθεμία ξεχωριστά. Όμως οι καλές ευκαιρίες ξεκινούσαν εδώ, σήμερα. Όταν σου απομένουν λίγες πιθανότητες επιτυχίας, είναι καλό να αρπάζεις την ευκαιρία.

Η στριγκή κραυγή μιας χιονόκισσας αντήχησε από το βάθος, ύστερα δεύτερη φορά, ύστερα τρίτη. Κάνοντας τις παλάμες του χωνί και τοποθετώντας τες μπροστά στο στόμα του, ο Ιτουράλντε επανέλαβε τις τρεις διαπεραστικές κραυγές. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα δασύτριχο, ωχρό και διάστικτο άλογο άρχισε να ξεπροβάλλει από τα δέντρα. Ο καβαλάρης του φορούσε λευκό μανδύα με μαύρες λωρίδες. Τόσο ο άντρας όσο και το άλογο δεν ξεχώριζαν εύκολα στο χιονισμένο δάσος αν στέκονταν ακίνητοι. Ο καβαλάρης πλησίασε τον Ιτουράλντε. Ήταν γεροδεμένος και το μόνο όπλο που είχε πάνω του ήταν ένα ξίφος με κοντή λεπίδα, ενώ στη σέλα του ήταν γερά δεμένα ένα θηκαρωμένο τόξο και μια φαρέτρα.

«Καταπώς φαίνεται, ήρθαν όλοι, Άρχοντά μου», ανακοίνωσε με τη μονίμως τραχιά φωνή του, πετώντας προς τα πίσω την κουκούλα στο κεφάλι του. Κάποιος είχε προσπαθήσει να κρεμάσει τον Ντόντζελ όταν ήταν μικρός, αν κι ο λόγος χάθηκε με τα χρόνια. Όσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του απέμεναν, είχαν πάρει ένα σκοτεινό, γκρίζο χρώμα. Η μαύρη δερμάτινη καλύπτρα στην κόγχη του δεξιού του ματιού ήταν απομεινάρι κάποιου άλλου νεανικού καυγά. Άσχετα, όμως, αν είχε ένα ή δύο μάτια, ήταν ο καλύτερος ανιχνευτής του Ιτουράλντε. «Οι περισσότεροι, εν πάση περιπτώσει», συνέχισε ο άντρας. «Οι φρουροί σχημάτισαν δύο κύκλους γύρω από το οίκημα, τον έναν μέσα στον άλλον. Μπορείς να τους διακρίνεις από ένα μίλι απόσταση, αλλά κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει χωρίς να τον ακούσουν όσοι είναι στο οίκημα και ν’ απομακρυνθούν έγκαιρα. Κρίνοντας από τα ίχνη, δεν έφεραν περισσότερους άντρες απ’ όσους είπες, ελάχιστους θα έλεγα. Βέβαια», πρόσθεσε ξερά, «εξακολουθούν να υπερτερούν αρκετά σε αριθμό».

Ο Ιτουράλντε κατένευσε. Τους είχε προσφέρει το Λευκό Σιρίτι, κι οι άντρες που επρόκειτο να συναντήσει το είχαν αποδεχτεί. Επί τρεις μέρες οι άντρες δεσμεύονταν υπό το Φως, στις ψυχές τους και στις ελπίδες τους για λύτρωση, να μη σηκώσουν όπλο ο ένας ενάντια στον άλλον και να μη χύσουν αίμα. Το Λευκό Σιρίτι δεν είχε δοκιμαστεί σ’ αυτόν τον πόλεμο, ωστόσο, και τούτες τις μέρες μερικοί από δαύτους είχαν περίεργες ιδέες σχετικά με την έννοια της λύτρωσης. Για παράδειγμα, όσοι αυτοαποκαλούνταν Δρακορκισμένοι. Ο Ιτουράλντε είχε ανέκαθεν τη φήμη του παράτολμου, μολονότι δεν ήταν. Το κόλπο ήταν να ξέρεις τι είδους ρίσκα μπορούσες να πάρεις. Κάποιες φορές δε, έπρεπε να ξέρεις και ποια από αυτά να προτιμήσεις.

Τράβηξε ένα πακέτο, ραμμένο σε λαδωμένο μετάξι στο πάνω μέρος της μπότας του, αφήνοντάς το στα χέρια του Ντόντζελ. «Αν δεν καταφέρω να φτάσω σε δύο μέρες στο Κόρον Φορντ, δώσε αυτό στη γυναίκα μου».

Ο ανιχνευτής έχωσε το πακέτο κάπου κάτω από τον μανδύα του, άγγιξε το μέτωπό του κι έστρεψε το άλογό του δυτικά. Είχε μεταφέρει και στο παρελθόν παρόμοια πράγματα εκ μέρους του Ιτουράλντε, παραμονές μάχης συνήθως. Το Φως να έδινε να μην ήταν αυτή η φορά που η Τάμσιν θα αναγκαζόταν να ανοίξει αυτό το πακέτο. Η γυναίκα του θα ερχόταν να τον ψάξει —τον είχε προειδοποιήσει, άλλωστε— κι αυτή θα ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση όπου ένας ζωντανός θα στοίχειωνε έναν νεκρό.

«Τζάαλαμ», είπε ο Ιτουράλντε, «για να δούμε τι μας περιμένει στο κυνηγετικό καταφύγιο της Αρχόντισσας Οσάνα». Καθώς σπιρούνισε τον Νταρτ, οι υπόλοιποι έσπευσαν να τον ακολουθήσουν.

Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό κι άρχισε την κάθοδό του ενώ οι άντρες κάλπαζαν. Τα σκοτεινά σύννεφα του Βορρά πλησίασαν και το κρύο έγινε τσουχτερό. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν προερχόταν από τις οπλές των αλόγων, που συνέθλιβαν την κρούστα του χιονιού. Εκτός από την παρουσία των ιδίων, το δάσος φάνταζε άδειο. Δεν παρατήρησε πουθενά τους φρουρούς για τους οποίους είχε μιλήσει ο Ντόντζελ. Η άποψη του συγκεκριμένου άντρα για το τι μπορεί να παρατηρήσει κάποιος από απόσταση ενός μιλίου διέφερε από των περισσοτέρων. Φυσικά, θα τον περίμεναν και θα τον παρακολουθούσαν, για να βεβαιωθούν πως δεν τον ακολουθεί ολόκληρος στρατός. Κι αυτό, άσχετα από το αν τους είχε δώσει το Λευκό Σιρίτι ή όχι. Μάλιστα, αρκετοί από δαύτους είχαν αρκετούς λόγους για να στολίσουν με βέλη το κορμί του Ρόντελ Ιτουράλντε. Μπορεί ένας άρχοντας να θεωρούσε το Λευκό Σιρίτι ενέχυρο για τους άντρες του, αλλά δεν ήταν διόλου σίγουρο πως θα ένιωθαν όλοι τους δεσμευμένοι. Υπάρχουν φορές που δεν έχεις επιλογή για το αν θα πάρεις ένα ρίσκο ή όχι.

Λίγο μετά το απόγευμα, το περιβόητο κυνηγετικό καταφύγιο της Οσάνα ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα δέντρα, μια μάζα από ξεθωριασμένους πύργους και λυγερόκορμους, μυτερούς θόλους, που θα ταίριαζαν αρκετά καλά ανάμεσα στα παλάτια του Μπάνταρ Έμπαν. Το κυνήγι που διοργάνωνε γινόταν πάντα για άντρες ή για εξουσία, ενώ τα τρόπαια της ήταν πολυάριθμα κι αξιοπρόσεκτα, παρά τη σχετικά μικρή της ηλικία. Τα «κυνήγια» που είχαν λάβει χώρα εδώ θα προκαλούσαν έκπληξη ακόμα και στους πρωτευουσιάνους. Το οίκημα ήταν παρατημένο πια. Τα σπασμένα παράθυρα έχασκαν σαν στόματα με πριονισμένα δόντια. Καμία αχτίδα φωτός, καμία κίνηση. Ωστόσο, το χιόνι που κάλυπτε το ανοιχτό έδαφος γύρω από το καταφύγιο είχε ποδοπατηθεί από άλογα. Οι διακοσμημένες κι επικαλυμμένες με μπρούντζο πύλες της κεντρικής αυλής έχασκαν ανοιχτές κι ο Ιτουράλντε πέρασε μέσα χωρίς να επιβραδύνει, ακολουθούμενος από τους άντρες του. Οι οπλές των αλόγων κροτάλισαν πάνω στο λιθόστρωτο, εκεί όπου το χιόνι είχε μεταβληθεί σε βόρβορο από τα ποδοβολητά.

Κανείς υπηρέτης δεν εμφανίστηκε για να τους προϋπαντήσει, όχι ότι ο Ιτουράλντε περίμενε κάτι τέτοιο. Η Οσάνα είχε χαθεί νωρίς, όταν ξέσπασαν οι φασαρίες που ταρακούνησαν το Άραντ Ντόμαν, σαν σκυλί που ταρακουνάει ποντικό, κι οι υπηρέτες της μετακινήθηκαν γρήγορα σε άλλους άρχοντες του οίκου της, κάνοντας όποια δουλειά έβρισκαν πρόχειρη. Εκείνες τις μέρες, όσοι δεν είχαν κάποιον αφέντη, ή λιμοκτονούσαν ή γίνονταν ληστές. Ή Δρακορκισμένοι. Ξεπεζεύοντας μπροστά στην πλατιά μαρμάρινη σκάλα, στην άλλη άκρη της αυλής, ο Ιτουράλντε παρέδωσε τα γκέμια του Νταρτ σε κάποιον από τους άντρες του, ενώ ο Τζάαλαμ διέταξε τους άντρες να βρουν απάγκιο για τους ίδιους και τα άλογά τους. Κοιτώντας ερευνητικά τους μαρμάρινους εξώστες και τα φαρδιά παράθυρα που κύκλωναν την αυλή, οι άντρες άρχισαν να κινούνται επιφυλακτικά, λες και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να βρεθούν μ’ ένα βέλος καρφωμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες τους. Δύο από τις πόρτες του στάβλου ήταν ελαφρώς μισάνοιχτες, αλλά, παρά την παγωνιά, οι άντρες χωρίστηκαν ανάμεσα στις γωνίες της αυλής, μαζεμένοι κοντά-κοντά μαζί με τ’ άλογά τους, απ’ όπου μπορούσαν να παρακολουθούν προς κάθε κατεύθυνση. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως μερικοί να τα κατάφερναν.

Ο Ιτουράλντε έβγαλε τα γάντια του, τα τοποθέτησε μέσα από τη ζώνη του κι ήλεγξε τα σιρίτια του καθώς άρχισε να ανηφορίζει τα σκαλοπάτια μαζί με τον Τζάαλαμ. Το χιόνι που είχε ποδοπατηθεί κι είχε παγώσει ξανά έτριζε κάτω από τις μπότες του. Απέφυγε να ρίχνει ματιές τριγύρω και κοιτούσε ευθεία μπροστά. Έπρεπε να δείχνει αυτοπεποίθηση, σαν να μην υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να συμβεί κάτι άλλο πέρα απ’ όσα περίμενε. Η εμπιστοσύνη είναι το κλειδί για τη νίκη. Αν η αντίπαλη μεριά πιστεύει πως νιώθεις μεγάλη σιγουριά για τον εαυτό σου, είναι σαν να τη νιώθεις πραγματικά. Στην κορυφή της σκάλας, ο Τζάαλαμ άνοιξε μια ψηλή, σκαλιστή πόρτα σπρώχνοντας τον επιχρυσωμένο κρίκο. Ο Ιτουράλντε άγγιξε με το δάχτυλό του την ελιά του προσώπου του, για να βεβαιωθεί πως ήταν στη θέση της —μια και τα μάγουλά του ήταν τόσο παγωμένα, που είχε πάψει να νιώθει το μαύρο, βελουδένιο άστρο που ήταν κολλημένο επάνω τους— κι ύστερα πέρασε στο εσωτερικό. Απέπνεε τόση αυτοπεποίθηση λες και πήγαινε σε χορό.

Η σπηλαιώδης αίθουσα του εσωτερικού ήταν εξίσου παγερή με το εξωτερικό περιβάλλον. Η ανάσα τους σχημάτιζε φτερωτές ομίχλες. Ο χώρος φάνταζε στεφανωμένος από το λυκόφως. Το πάτωμα ήταν ένα έγχρωμο μωσαϊκό από κυνηγούς και ζώα, ενώ οι πλάκες ήταν ασύμμετρα κομμένες, λες και κάποιο βαρύ αντικείμενο είχε συρθεί ή πέσει πάνω τους. Εκτός από έναν γκρεμισμένο πλίνθο, ο οποίος ίσως κάποτε στήριζε ένα μεγάλο βάζο ή άγαλμα, η αίθουσα ήταν γυμνή. Όσα δεν είχαν πάρει οι υπηρέτες στο φευγιό τους, τα είχαν λαφυραγωγήσει προ πολλού οι ληστοσυμμορίτες. Ο μόνος που τους περίμενε ήταν ένας ασπρομάλλης, πιο λιπόσαρκος από την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει ο Ιτουράλντε. Φορούσε στραπατσαρισμένη πανοπλία κατ το σκουλαρίκι του έμοιαζε με μικρό χρυσό τσέρκι, αλλά τα σιρίτια του παρέμεναν αψεγάδιαστα, ενώ το αστραφτερό κόκκινο τέταρτο του φεγγαριού δίπλα στο αριστερό του μάτι σίγουρα είχε δει και καλύτερες μέρες.

«Εις το όνομα του Φωτός, σε καλωσορίζουμε υπό το Λευκό Σιρίτι, Άρχοντα Ιτουράλντε», είπε τυπικά, κάνοντας ελαφριά υπόκλιση.

«Εις το όνομα του Φωτός, έρχομαι υπό το Λευκό Σιρίτι, Άρχοντα Σίμρον», αποκρίθηκε ο Ιτουράλντε, ανταποδίδοντας την υπόκλιση. Ο Σίμρον ήταν από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Αλσαλάμ. Μέχρι που τάχθηκε με τους Δρακορκισμένους, τουλάχιστον. Πλέον, κατείχε υψηλή θέση στο συμβούλιο τους. «Ο αξιωματικός μου είναι ο Τζάαλαμ Νίσουρ, τιμημένος πιστός του Οίκου Ιτουράλντε, όπως κι όλοι όσοι ήρθαν μαζί μου».

Πριν από τον Ρόντελ δεν υπήρχε καν Οίκος Ιτουράλντε, αλλά ο Σίμρον ανταποκρίθηκε στην υπόκλιση του Τζάαλαμ ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά. «Τιμή και σεβασμός. Θα με συνοδεύσετε, Άρχοντα Ιτουράλντε;» ρώτησε καθώς ίσιωνε το κορμί του.

Οι φαρδιές πόρτες που οδηγούσαν στη σάλα δεξιώσεων είχαν ξεφύγει από τους μεντεσέδες τους, αν κι ο Ιτουράλντε δυσκολευόταν να φανταστεί ότι οι ληστοσυμμορίτες θα έμπαιναν στον κόπο να τις κλέψουν κι αυτές. Άφηναν ανοικτή μια ψηλή, μυτερή αψίδα, αρκετά για να περάσουν δέκα άντρες. Στο εσωτερικό του οβάλ, χωρίς παράθυρα, δωματίου, περίπου πενήντα φανοί κάθε λογής διασπούσαν τις σκιές, μολονότι το φως καλά-καλά δεν έφτανε μέχρι τη θολωτή οροφή. Δύο ομάδες αντρών, χωρισμένες από ένα πλατύ δάπεδο, στέκονταν με φόντο τους χρωματιστούς τοίχους και, μολονότι το Λευκό Σιρίτι τούς έπεισε να βγάλουν τις περικεφαλαίες τους, διακόσιοι τουλάχιστον εξακολουθούσαν να φορούν τις πανοπλίες τους, και σίγουρα κανείς δεν διανοήθηκε να αποχωριστεί το ξίφος του. Στη μία πλευρά στέκονταν μερικοί Ντομανοί Άρχοντες, εξίσου ισχυροί με τον Σίμρον —ο Ρατζάμπι, ο Γουακέντα κι ο Άνκερ— καθένας εκ των οποίων κυκλωνόταν από μία ομάδα κατώτερων αρχόντων κι ορκισμένων ακολούθων, καθώς κι από μικρότερες ομάδες δύο ή τριών ατόμων, αρκετές εκ των οποίων δεν περιλάμβαναν ευγενείς. Οι Δρακορκισμένοι είχαν συμβούλια αλλά όχι αρχηγούς. Ωστόσο, καθένας από αυτούς τους άντρες ήταν δικαιωματικά αρχηγός. Κάποιοι διέθεταν ένα πλήθος ακολούθων και μερικοί άλλοι —λίγοι— κάμποσες χιλιάδες. Κανείς τους δεν έμοιαζε χαρούμενος που βρισκόταν εκεί, κι ένας-δυο από δαύτους έριχναν άγριες ματιές στην άλλη μεριά του δαπέδου, εκεί όπου πενήντα ή εξήντα Ταραμπονέζοι στέκονταν ακίνητοι σαν συμπαγές τείχος, ανταποδίδοντας το συνοφρυωμένο αγριοκοίταγμα. Μπορεί άπαντες να ήταν Δρακορκισμένοι, αλλά δεν υπήρχε ιδιαίτερη συμπάθεια μεταξύ Ντομανών και Ταραμπονέζων. Ο Ιτουράλντε, ωστόσο, κόντεψε να βάλει τα γέλια μόλις είδε τους ξενομερίτες. Δεν τολμούσε να πιστέψει ότι θα έβρισκε ούτε τους μισούς σήμερα.

«Ο Άρχοντας Ρόντελ Ιτουράλντε έρχεται υπό το Λευκό Σιρίτι». Η φωνή του Σίμρον αντήχησε μέσα από τις σκιές που σχημάτιζαν οι φανοί. «Όποιος έχει κατά νου τη βία, ας ψάξει στην καρδιά του κι ας εξετάσει την ψυχή του». Κάπως έτσι έληγε το εθιμοτυπικό.

«Γιατί ο Άρχοντας Ιτουράλντε πρόσφερε το Λευκό Σιρίτι;» απαίτησε να μάθει ο Γουακέντα, με το ένα του χέρι να αδράχνει τη λαβή του μακρόστενου ξίφους του και το άλλο σφιγμένο σε γροθιά στα πλευρά του. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, αν και ξεπερνούσε τον Ιτουράλντε, ήταν αγέρωχος λες και κατείχε τον θρόνο. Κάποτε, οι γυναίκες τον αποκαλούσαν ωραίο. Τώρα, ένα γερτό μαύρο μαντίλι κάλυπτε την κόγχη του χαμένου δεξιού ματιού του, ενώ η ελιά που είχε στο πρόσωπό του έμοιαζε με μαύρη αιχμή βέλους, που έδειχνε τη βαθιά ουλή η οποία διέτρεχε την περιοχή από το μάγουλο έως το μέτωπό του. «Σκοπεύει να ενωθεί μαζί μας; Ή μήπως θα μας ζητήσει να παραδοθούμε; Όλοι ξέρουν ότι ο Λύκος είναι τολμηρός κι ύπουλος ταυτόχρονα. Πόσο τολμηρός είναι;» Οχλοβοή ξέσπασε ανάμεσα στους άντρες που βρίσκονταν από τη δική του μεριά, σ’ ένα μείγμα φαιδρότητας κι οργής.

Ο Ιτουράλντε έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, για να αποφύγει να ψηλαφίσει το ρουμπίνι στο αριστερό του αυτί. Ήταν πασίγνωστο ότι αυτή η κίνηση υποδήλωνε πως ήταν θυμωμένος, μερικές φορές μάλιστα την έκανε επίτηδες, αλλά τώρα έπρεπε να δείξει ηρεμία, ακόμα κι αν αυτός ο άντρας μιλούσε πλάι στο αυτί του! Όχι. Ψυχραιμία. Στις μονομαχές ήταν λογικό να υπάρχει οργή, αλλά ο ίδιος βρισκόταν εδώ για να δώσει μάχη, κι αυτό απαιτούσε ψυχραιμία. Μερικές φορές οι λέξεις μετατρέπονται σε πιο θανατηφόρα όπλα από τα ξίφη.

«Ο καθένας εδώ μέσα γνωρίζει την ύπαρξη άλλου ενός εχθρού μας στον Νότο», είπε με σταθερή φωνή. «Οι Σωντσάν έχουν καταβροχθίσει το Τάραμπον». Το βλέμμα του διέτρεξε τους Ταραμπονέζους και συνάντησε τις ατάραχες ματιές τους. Ποτέ δεν είχε κατάφερε να εξιχνιάσει την έκφραση ενός Ταραμπονέζου. Ανάμεσα σε αυτά τα βλακώδη μουστάκια —σαν μαλλιαροί χαυλιόδοντες ήταν, χειρότερα κι από εκείνα των Σαλδαίων!— και τα γελοία βέλα, θα μπορούσαν κάλλιστα να φορούν μάσκες, και το αμυδρό ημίφως των φανών δεν βοηθούσε και πολύ. Ωστόσο, τους είχε δει καλυμμένους με θώρακες και τους είχε ανάγκη. «Ξεχύθηκαν στην Πεδιάδα του Άλμοθ και κινήθηκαν ακόμα νοτιότερα. Είναι φανερό τι πάνε να κάνουν. Σκοπεύουν να καταλάβουν το ίδιο το Άραντ Ντόμαν. Φοβάμαι δε, πως το ίδιο σκοπεύουν για ολόκληρο τον κόσμο».

«Μήπως ο Άρχοντας Ιτουράλντε επιθυμεί να μάθει ποιον θα υποστηρίξουμε σε περίπτωση που εισβάλουν στα εδάφη μας αυτοί οι Σωντσάν;» ρώτησε απαιτητικά ο Γουακέντα.

«Πιστεύω ακράδαντα πως θα πολεμήσετε στο πλευρό του Άραντ Ντόμαν, Άρχοντα Γουακέντα», απάντησε ήρεμα ο Ιτουράλντε. Ο Γουακέντα κοκκίνισε με αυτή την προσβολή που του ήρθε κατάμουτρα, και τα χέρια των ορκισμένων αντρών του άδραξαν τις λαβές των σπαθιών.

«Οι πρόσφυγες υποστηρίζουν πως, αυτή τη στιγμή, στην πεδιάδα υπάρχουν Αελίτες», επενέβη γρήγορα ο Σίμρον, σαν να φοβόταν πως ο Γουακέντα θα έσπαγε το Λευκό Σιρίτι. Κανείς από τους ορκισμένους άντρες του Γουακέντα δεν θα τραβούσε το ξίφος, εκτός αν το έκανε ο ίδιος ή αν τους έδινε ρητή προσταγή να το κάνουν. «Θα πολεμήσουν στο όνομα του Αναγεννημένου Δράκοντα, έτσι λένε οι αναφορές. Μάλλον εκείνος τους έστειλε, ίσως για να μας υποστηρίξουν. Κανείς δεν έχει νικήσει στο παρελθόν Αελίτικο στρατό, ούτε καν ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Θυμάσαι το Αιμάτινο Χιόνι, Άρχοντα Ιτουράλντε, όταν ήμασταν νεότεροι; Πιστεύω πως συμφωνείς μαζί μου ότι δεν τους νικήσαμε τελικά, άσχετα από το τι λέει η ιστορία, και δεν νομίζω πως οι Σωντσάν είναι τόσο πολλοί όσο εμείς τότε. Εγώ ο ίδιος άκουσα ότι οι Σωντσάν κινούνται νότια, μακριά από τα σύνορα. Όχι, πιστεύω πως η επόμενη είδηση που θα ακούσουμε γι’ αυτούς θα είναι ότι υποχωρούν από την πεδιάδα, όχι ότι κινούνται εναντίον μας». Δεν ήταν κακός στρατηγός στο πεδίο της μάχης, αλλά ανέκαθεν ήταν σχολαστικός.

Ο Ιτουράλντε χαμογέλασε. Οι φήμες διαδίδονταν πολύ πιο εύκολα από τον Νότο παρά απ’ οπουδήποτε αλλού, αλλά φοβόταν πως θα ήταν αναγκασμένος να σταματήσει τους Αελίτες, κι εκείνοι ίσως πίστευαν πως προσπαθούσε να τους ξεγελάσει. Αελίτες στην Πεδιάδα του Άλμοθ: ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε καλά-καλά. Δεν αναφέρθηκε καν στο ότι ήταν πολύ πιθανότερο να εμφανίζονταν στο ίδιο το Άραντ Ντόμαν Αελίτες σταλμένοι να βοηθήσουν τους Δρακορκισμένους. «Ανέκρινα αυτοπροσώπως μερικούς πρόσφυγες. Μιλούν περισσότερο για επιδρομές Αελιτών, όχι για ολόκληρους στρατούς. Ό,τι κι αν κάνουν οι Αελίτες στην πεδιάδα, μπορεί να καθυστέρησε τους Σωντσάν, αλλά δεν τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Τα ιπτάμενα τέρατά τους άρχισαν να εποπτεύουν τη δική μας μεριά των συνόρων, κι αυτό δεν μου ακούγεται ως υποχώρηση».

Με μια επιδεικτική κίνηση, τράβηξε το χαρτί από το μανίκι του και το κράτησε ψηλά, έτσι ώστε να μπορούν να δουν όλοι το Ξίφος και το Χέρι αποτυπωμένα πάνω στο πρασινογάλαζο κερί. Όπως πάντα τελευταία, είχε χρησιμοποιήσει μια καυτή λάμα για να διαχωρίσει τη Βασιλική Σφραγίδα από τη μία πλευρά, αφήνοντας το υπόλοιπο ανέγγιχτο, έτσι που να φαίνεται ανέπαφο σε όσους αμφέβαλλαν. Κι υπήρξαν κάμποσοι από δαύτους μόλις πληροφορήθηκαν μερικές από τις διαταγές του Αλσαλάμ. «Έχω διαταγές από τον Βασιλιά Αλσαλάμ να συγκεντρώσω όσο περισσότερους άντρες μπορώ, από οποιοδήποτε μέρος, και να χτυπήσω αλύπητα τους Σωντσάν». Πήρε μια βαθιά ανάσα. Εδώ, πήρε ένα ακόμα ρίσκο, πράγμα που μπορεί να του στοίχιζε το κεφάλι του, εκτός κι αν έφερνε σωστή ζαριά. «Σας προσφέρω εκεχειρία. Δεσμεύομαι στο όνομα του Βασιλιά να μην κινηθώ εναντίον σας με οποιονδήποτε τρόπο όσο οι Σωντσάν παραμένουν απειλή για το Άραντ Ντόμαν, αρκεί να δεσμευτείτε κι εσείς απέναντι μου και να πολεμήσετε πλάι μου εναντίον τους μέχρι να τους κατατροπώσουμε».

Αμήχανη σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Ο ταυρολαίμης Ρατζάμπι έμοιαζε κάπως ζαβλακωμένος, ενώ ο Γουακέντα μασούσε το χείλος του σαν ξαφνιασμένο κοριτσάκι.

Τελικά, ο Σίμρον μουρμούρισε: «Είναι δυνατόν να νικηθούν, Άρχοντα Ιτουράλντε; Αντιμετώπισα τις... αλυσοδεμένες τους Άες Σεντάι στην Πεδιάδα του Άλμοθ, όπως κι εσύ». Μπότες γρατζούνισαν το δάπεδο καθώς οι άντρες μετατόπιζαν τα πόδια τους, ενώ τα πρόσωπα σκοτείνιασαν από παγερή οργή. Κανείς δεν ήθελε να σκέφτεται τον εαυτό του αβοήθητο μπροστά στον εχθρό, αλλά εκείνους τους καιρούς αρκετοί από δαύτους ήταν μαζί με τον Ιτουράλντε και τον Σίμρον, και γνώριζαν πολύ καλά το ποιόν του εχθρού.

«Μπορούν να νικηθούν, Άρχοντα Σίμρον», αποκρίθηκε ο Ιτουράλντε, «ακόμα κι αν μας παρουσιάσουν κάποιες... εκπλήξεις». Παράξενο συναίσθημα να προκαλείς τη γη να ανοίξει να σε καταπιεί και να στέλνεις ανιχνευτές κατευθείαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με Σκιογέννητους, αλλά έπρεπε να φανεί και να δείχνει σίγουρος. Επιπλέον, από τη στιγμή που ξέρεις τι μπορεί να κάνει ο εχθρός, προσαρμόζεσαι ανάλογα — αυτό ήταν ήδη κάτι ουσιώδες πολύ πριν από την εμφάνιση των Σωντσάν. Οι επιδρομές των Σωντσάν είχαν ως επακόλουθο σκότος, όπως και καταιγίδες, αλλά μόνο κάποιος ικανός να προβλέπει τον καιρό θα μπορούσε να πει πότε έρχεται θύελλα. «Ο συνετός άντρας παύει να μασάει μόλις φτάσει στο κόκαλο», συνέχισε, «αλλά, μέχρι τώρα, οι Σωντσάν κοντεύουν να φάνε το κρέας πριν ακόμα φτάσουν στο κόκαλο. Σκοπεύω να τους δώσω μεγαλύτερη μπουκιά απ’ αυτή που μπορούν να μασήσουν. Επιπλέον, έχω ένα σχέδιο για να τους κάνω να δαγκώσουν τόσο δυνατά, ώστε να σπάσουν τα δόντια τους πάνω στο κόκαλο πριν καλά-καλά μασήσουν το κρέας. Λοιπόν, εγώ δεσμεύτηκα από τη μεριά μου. Εσείς;»

Ήταν δύσκολο να μην κρατήσει την ανάσα του. Κάθε άντρας φάνταζε απορροφημένος στον εαυτό του. Τους έβλεπε όλους συλλογισμένους. Ο Λύκος είχε σχέδιο. Οι Σωντσάν είχαν αλυσοδέσει τις Άες Σεντάι, τα ιπτάμενα θηρία και το Φως μονάχα ήξερε τι άλλο. Ο Λύκος, όμως, είχε σχέδιο. Οι Σωντσάν. Ο Λύκος.

«Αν μπορεί να τους νικήσει ο καθένας», είπε τελικά ο Σίμρον, «σίγουρα θα μπορείς κι εσύ, Άρχοντα Ιτουράλντε. Δεσμεύομαι».

«Κι εγώ!» αναφώνησε ο Ρατζάμπι. «Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα, εκεί απ’ όπου ήρθαν!» Το ταμπεραμέντο του ήταν ταυρίσιο, όπως κι ο λαιμός του.

Παραδόξως, ο Γουακέντα συμφώνησε κι αυτός με βροντώδη φωνή κι εξίσου έντονο ενθουσιασμό. Κατόπιν, ξέσπασε μια θύελλα από φωνές, όπου όλοι συνηγορούσαν στη δέσμευση του Βασιλιά να τσακίσει τους Σωντσάν, ενώ μερικοί ορκίστηκαν να ακολουθήσουν τον Λύκο μέχρι και στο Χάσμα του Χαμού. Όλα αυτά ήταν ευχάριστα, αλλά ο Ιτουράλντε είχε έρθει και για κάτι άλλο.

«Αν μας ζητάς να πολεμήσουμε για το Άραντ Ντόμαν», ακούστηκε μια φωνή πάνω από τις υπόλοιπες, «τότε, ζήτα το!» Οι άντρες που μόλις είχαν δεσμευτεί με όρκους άρχισαν να μουρμουρίζουν θυμωμένα, ενώ μισοακούστηκαν και κάποιες βλαστήμιες.

Κρύβοντας την ικανοποίηση του πίσω από μια έκφραση προσήνειας, ο Ιτουράλντε στράφηκε να αντικρίσει τον ομιλητή στην απέναντι μεριά του δωματίου. Ο Ταραμπονέζος ήταν ψηλόλιγνος και με γαμψή μύτη, που έμοιαζε να σχηματίζει τέντα πάνω από το κάλυμμά του. Η ματιά του, ωστόσο, ήταν σκληρή και διαπεραστική. Κάποιοι από τους υπόλοιπους Ταραμπονέζους συνοφρυώθηκαν, σαν να μην ευχαριστήθηκαν ιδιαίτερα που μίλησε ο άντρας, κι έτσι φάνηκε ότι δεν είχαν αρχηγό, όπως κι οι Ντομανοί, αλλά τίποτα δεν αναιρούσε πλέον τα λόγια που είχαν ακουστεί. Ο Ιτουράλντε ήλπιζε να ισχύουν οι εγγυήσεις που είχε λάβει, οι οποίες όμως δεν ήταν κι απαραίτητες για το σχέδιά του. Οι Ταραμπονέζοι, όμως, ήταν. Αν μη τι άλλο, η παρουσία τους αύξαινε εκατό φορές την πιθανότητα να λειτουργήσει αυτό που είχε στο μυαλό του. Κάνοντας μια υπόκλιση, απευθύνθηκε ευγενικά στον άντρα που είχε μιλήσει.

«Σου προσφέρω την ευκαιρία να πολεμήσεις για το Τάραμπον, αγαπητέ μου Άρχοντα. Οι Αελίτες προκάλεσαν αναταραχή στον κάμπο κι οι πρόσφυγες όλο γι’ αυτό μιλάνε. Πες μου, θα μπορούσε ένας μικρός ουλαμός από τους άντρες σου —εκατό, άντε διακόσιοι— να διασχίσουν τον κάμπο έτσι άναρχα και να εισέλθουν στο Τάραμπον αν οι πανοπλίες τους ήταν σημαδεμένες με ρίγες, όπως αυτοί που τάχθηκαν με τους Σωντσάν;»

Έμοιαζε απίθανο, αλλά το πρόσωπο του Ταραμπονέζου σφίχτηκε περισσότερο κι ήρθε η σειρά των αντρών που βρίσκονταν από τη δική του μεριά του δωματίου να μουρμουρίσουν οργισμένα και να αρχίσουν τις βρισιές. Δεν ήταν λίγες οι ειδήσεις που είχαν φτάσει στον Βορρά και μιλούσαν για έναν βασιλιά και Πανάρχη που οι Σωντσάν είχαν τοποθετήσει στον θρόνο τους κι ο οποίος ορκίστηκε πίστη σε μια αυτοκράτειρα από την άλλη πλευρά του Ωκεανού Άρυθ. Δεν ήθελαν κανέναν να τους υπενθυμίζει πόσοι από τους συμπατριώτες τους κάλπαζαν πλέον για λογαριασμό αυτής της αυτοκράτειρας. Οι περισσότεροι «Σωντσάν» στην Πεδιάδα του Άλμοθ ήταν Ταραμπονέζοι.

«Τι μπορεί να προσφέρει ένας μικρός ουλαμός;» γρύλισε με καταφρόνια ο ψηλόλιγνος άντρας.

«Όχι πολλά», απάντησε ο Ιτουράλντε. «Αν, όμως, υπήρχαν πενήντα τέτοιοι ουλαμοί; Εκατό;» Οι Ταραμπονέζοι ετούτοι θα μπορούσαν να έχουν συνολικά πολλούς άντρες πίσω τους. «Αν χτυπήσουν όλοι μαζί ταυτόχρονα, την ίδια μέρα, σε όλη την επικράτεια του Τάραμπον; Εγώ ο ίδιος θα επέλαυνα πλάι τους, καθώς επίσης κι όσοι από τους άντρες μου μπορούσαν να εφοδιαστούν με Ταραμπονέζικες πανοπλίες. Απλώς και μόνο για να βεβαιωθείς πως δεν πρόκειται για ένα απλό στρατήγημα για να σε ξεφορτωθούμε».

Πίσω του, οι Ντομανοί άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Ο Γουακέντα, μάλιστα —αν είναι δυνατόν!— φώναζε δυνατότερα απ’ όλους. Πολύ καλό το σχέδιο του Λύκου, αλλά ήθελαν τον ίδιο τον Λύκο επικεφαλής τους. Οι περισσότεροι Ταραμπονέζοι άρχισαν να λογομαχούν μεταξύ τους για το αν τόσο πολλοί άντρες είχαν τη δυνατότητα να διασχίσουν τον κάμπο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, ακόμα και χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, αν θα ήταν χρήσιμοι στο Τάραμπον σε τόσο μικρούς αριθμούς κι αν, σε τελική ανάλυση, ήταν πρόθυμοι να φορέσουν θωράκιση σημαδεμένη με τις ρίγες των Σωντσάν. Οι Ταραμπονέζοι διαπληκτίζονταν εξίσου εύκολα —κι εξίσου παθιασμένα— με τους Σαλδαίους. Ο άντρας με τη γαμψή μύτη, ωστόσο, δεν συμμετείχε στις λογομαχίες. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο στον Ιτουράλντε. Ένευσε ελαφρά. Ο Ιτουράλντε δεν μπορούσε να διακρίνει εύκολα πίσω από αυτά τα παχιά μουστάκια, αλλά του φάνηκε πως ο άντρας χαμογέλασε.

Οι ώμοι του Ιτουράλντε χαλάρωσαν, καθώς η ένταση των τελευταίων λεπτών υποχωρούσε. Ο τύπος δεν θα συμφωνούσε σε καμία περίπτωση, τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι φιλονικούσαν, αν δεν ήταν ο ηγέτης τους, κάτι που δεν φαινόταν από πουθενά. Ήταν σίγουρος πως οι υπόλοιποι θα τον ακολουθούσαν. Θα εξορμούσαν νότια μαζί του, στην καρδιά των εδαφών που οι Σωντσάν θεωρούσαν δικά τους, και θα τους κατάφερναν γερό πλήγμα. Οι Ταραμπονέζοι, βέβαια, θα ήθελαν να μείνουν κι άλλο και να συνεχίσουν τον πόλεμο εντός των εδαφών τους. Δεν περίμενε τίποτα περισσότερο. Κάτι που σήμαινε ότι, τόσο ο ίδιος, όσο κι οι λίγες χιλιάδες άντρες που μπορούσε να πάρει μαζί του, θα αναλάμβαναν την καταδίωξη προς Βορρά, στο μήκος όλης αυτής της έκτασης που αποκαλούνταν Πεδιάδα του Άλμοθ. Και με τη βοήθεια του Φωτός, θα ήταν μια μανιασμένη καταδίωξη.

Ανταπέδωσε το χαμόγελο του Ταραμπονέζου, αν όντως ήταν χαμόγελο. Με λίγη τύχη, οι εξαγριωμένοι στρατηγοί δεν θα καταλάβαιναν προς τα πού τους οδηγούσε, μέχρι που θα ήταν πολύ αργά. Αλλά, κι αν το έπαιρναν είδηση... Ε, λοιπόν, είχε και δεύτερο σχέδιο.


Ο Ήμον Βάλντα έσφιγγε τον μανδύα πάνω στο κορμί του καθώς βάδιζε βαριά στο χιόνι, ανάμεσα στα δέντρα. Ο άνεμος, ψυχρός και σταθερός, σφύριζε μέσα από τα χιονοσκέπαστα κλωνάρια, αφήνοντας έναν απατηλά ήσυχο ήχο κάτω από το μελαγχολικό, γκρίζο φως. Διαπερνούσε το χοντρό άσπρο μάλλινο σαν να ήταν αραιή ομίχλη, και του περόνιαζε τα κόκαλα. Στο στρατόπεδο που απλωνόταν μπροστά του, μέσα στο δάσος, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Αν κουνιόσουν, μπορούσες να ζεσταθείς κάπως, αλλά, με αυτή την παγωνιά, οι άντρες μαζεύονταν ο ένας κοντά στον άλλο και δεν κινούνταν, εκτός αν υπήρχε έκτακτη ανάγκη.

Ξαφνικά, σταμάτησε απότομα και ζάρωσε τη μύτη του, καθώς μια αιφνίδια μπόχα εισέβαλε στα ρουθούνια του, μια απαίσια ρυπαρότητα, λες και κάπου τριγύρω υπήρχαν καμιά εικοσαριά κοπροσωροί γεμάτοι σκουλήκια. Ο Ήμον, όμως, αντί καλύψει το πρόσωπό του με αηδία, συνοφρυώθηκε. Το στρατόπεδο ήταν κάπως ανάστατο κι αυτό δεν του άρεσε. Οι σκηνές ήταν όπως-όπως μαζεμένες στα σημεία όπου τα κλαδιά, πάνω από το κεφάλι του, ήταν πιο χοντρά, ενώ τα άλογα, αντί να είναι περιφραγμένα κατάλληλα, ήταν απλώς δεμένα κάπου εκεί κοντά. Ήταν το χαρακτηριστικό είδος νωθρότητας που οδηγούσε στη λέρα. Όταν δεν τους έβλεπαν, οι άντρες δεν το είχαν σε τίποτα να θάψουν την κοπριά του αλόγου κάτω από μερικές φτυαριές χώμα, για να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, ενώ έσκαβαν αφοδευτήρια εκεί κοντά, προκειμένου να μη διανύουν μεγάλες αποστάσεις μέσα στο κρύο. Όποιος αξιωματικός της δικαιοδοσίας του επέτρεπε κάτι τέτοιο, θα έπαυε αυτομάτως να είναι αξιωματικός και θα μάθαινε από πρώτο χέρι πώς κουμαντάρουν το φτυάρι.

Ανίχνευε τον καταυλισμό, για να εντοπίσει την πηγή της άσχημης μυρωδιάς, όταν εκείνη χάθηκε απότομα. Η κατεύθυνση του ανέμου δεν είχε αλλάξει καθόλου. Απλώς, η μπόχα είχε εξαφανιστεί. Προς στιγμήν, ξαφνιάστηκε κι άρχισε να περπατάει όλο και πιο συνοφρυωμένος. Αυτή η μπόχα ερχόταν από κάπου. Θα έβρισκε αυτόν που νόμιζε πως η πειθαρχία είχε χαλαρώσει, και θα τον τιμωρούσε παραδειγματικά. Ειδικά τώρα, η πειθαρχία έπρεπε να είναι σκληρότερη από κάθε άλλη φορά.

Κοντοστάθηκε ξανά στην άκρη ενός φαρδιού ξέφωτου. Το χιόνι στο σημείο ήταν μαλακό και δεν είχε επάνω του κανένα σημάδι, παρά τον καταυλισμό που ήταν κρυμμένος γύρω του. Παραμένοντας ανάμεσα στα δέντρα, κοίταξε εξεταστικά τον ουρανό. Τα γκρίζα σύννεφα παρασύρονταν γοργά από τον άνεμο κι έκρυβαν τον μεσημεριανό ήλιο. Μια φευγαλέα κίνηση τον ξάφνιασε, αλλά αντιλήφθηκε πως δεν ήταν παρά ένα πουλί, ένα μικρό, καφετί πλασματάκι που καιροφυλακτούσε για τυχόν γεράκια πετώντας χαμηλά. Άφησε να του ξεφύγει ένα γέλιο, που έμοιαζε πιότερο με γάβγισμα, αν κι έκρυβε αρκετή πικράδα. Είχε περάσει κάτι παραπάνω από μήνας από τότε που οι καταραμένοι Σωντσάν είχαν καταπιεί το Άμαντορ και το Οχυρό του Φωτός, κάνοντάς τα μια απίστευτη χαψιά, αλλά ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί σε καινούργια ένστικτα. Οι συνετοί άντρες μαθαίνουν, ενώ οι ανόητοι...

Ο Αιλρον είχε αποδειχθεί ανόητος, με μυαλά φουσκωμένα από τις ένδοξες παλιές ιστορίες του που, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο ένδοξες παρουσιάζονταν, καθώς κι από τη νέα ελπίδα γι’ απόκτηση αληθινής δύναμης, αντάξιας του στέμματός του. Εθελοτυφλούσε, με αποτέλεσμα να επέλθει η Καταστροφή του Άιλρον. Ο Βάλντα είχε ακούσει να αναφέρεται ως η Μάχη της Τζεραμέλ, αν κι η ονομασία είχε δοθεί από μια χούφτα Αμαδισιανών ευγενών που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν, ζαβλακωμένοι σαν βόδια που είχαν χτυπηθεί κατακέφαλα, πασχίζοντας ωστόσο μηχανικά να περιγράψουν τα γεγονότα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Αναρωτήθηκε τι θα είχε σκεφτεί ο Άιλρον όταν οι δαμασμένες μάγισσες των Σωντσάν άρχισαν να πετσοκόβουν τις διατεταγμένες στρατιές του, μετατρέποντάς τες σε ματωμένα κουρέλια. Ακόμα είχε την εικόνα μέσα στο κεφάλι του, τη γη να μετατρέπεται σε σιντριβάνια φωτιάς. Η εικόνα αυτή ξεπηδούσε στα όνειρά του. Όπως και να έχει, ο Άιλρον ήταν πλέον νεκρός, είχε σκοτωθεί προσπαθώντας να ξεφύγει από το πεδίο της μάχης, με το κεφάλι του στολισμένο με μια Ταραμπονέζικη λόγχη. Ταιριαστός θάνατος για έναν ηλίθιο. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος είχε πάνω από εννιά χιλιάδες Τέκνα μαζεμένα γύρω του. Σε τέτοιους καιρούς, ένας οξυδερκής άνθρωπος θα απέδιδε μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοιο.

Στην αντικριστή μεριά του ξέφωτου, ελάχιστα πιο πίσω από το σημείο όπου ξεκινούσαν πάλι τα δέντρα, υπήρχε ένα σπίτι που κάποτε ανήκε σε καρβουνιάρη. Αποτελούνταν από ένα και μοναδικό δωμάτιο, με καφετιά από τον χειμώνα ζιζάνια, που φύτρωναν τούφες-τούφες στα κενά ανάμεσα στις πέτρες. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο άντρας είχε εγκαταλείψει το μέρος εδώ κι αρκετό καιρό. Ένα μέρος της καλαμοσκεπής είχε βαθουλώσει επικίνδυνα, κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που κάποτε γέμιζε τα στενά παράθυρα, είχε χαθεί προ πολλού κι είχε αντικατασταθεί πλέον από μαύρες κουβέρτες. Δύο φρουροί στέκονταν δίπλα στην παράταιρη ξύλινη πόρτα, δύο μεγαλόσωμοι άντρες με την πορφυρή ποιμαντορική ράβδο πίσω από τη χρυσαφιά λάμψη του ήλιου πάνω στους χιτώνες τους. Είχαν σταυρώσει τα χέρια γύρω από τη μέση τους, ενώ χτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος για να ζεσταθούν. Αν ο Βάλντα ήταν εχθρός τους, είναι αμφίβολο κατά πόσον θα προλάβαιναν να τραβήξουν εγκαίρως τα ξίφη τους. Στους Ανακριτές άρεσε να δουλεύουν κατ’ οίκον.

Τα πρόσωπά τους φάνταζαν πέτρινα καθώς τον παρακολουθούσαν να πλησιάζει. Κανείς από τους δύο δεν τον χαιρέτησε, έστω και βαριεστημένα, καθότι δεν έφερε την ποιμαντορική ράβδο, άσχετα αν ήταν Ηγέτης κι Αρχηγός των Τέκνων. Ένας φρουρός άνοιξε το στόμα του, σαν έτοιμος να τον ρωτήσει τι ήθελε, αλλά ο Βάλντα τούς προσπέρασε κι άνοιξε την τραχιά πόρτα. Αν μη τι άλλο, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να τον σταματήσουν. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, θα τους σκότωνε και τους δύο.

Μόλις μπήκε μέσα, ο Ασουνάγουα τον κοίταξε από το στραβό τραπεζάκι, όπου είχε συγκεντρωθεί στην ανάγνωση ενός μικρού βιβλίου, με το ένα κοκαλιάρικο χέρι του τυλιγμένο γύρω από μια αχνιστή κασσιτέρινη κούπα, που ανέδιδε άρωμα μπαχαρικών. Η καρέκλα του με τη βαθμιδωτή ράχη —το μόνο άλλο έπιπλο στο δωμάτιο— έμοιαζε σαθρή, αλλά κάποιος την είχε στηρίξει με ακατέργαστες λωρίδες. Ο Βάλντα έσφιξε τα χείλη του για να μην καγχάσει. Ο Ανώτατος Εξεταστής του Χεριού του Φωτός έπρεπε να βρίσκεται κάτω από μια πραγματική στέγη, όχι μια απλή «τέντα», ακόμα κι αν επρόκειτο για καλαμοσκεπή που χρειαζόταν άμεσα επιδιόρθωση, και να πίνει μυρωδάτο κρασί, τη στιγμή που κανείς δεν είχε βάλει κανενός είδους κρασί στο στόμα του εδώ και μία βδομάδα. Μια μικρή πυρά έκαιγε στην πέτρινη εστία, προσφέροντας πενιχρή ζεστασιά. Ακόμα κι η φωτιά για την προετοιμασία του φαγητού είχε απαγορευτεί αυστηρά πριν από την Καταστροφή ακόμα, για να μη μαρτυρά ο καπνός τη θέση τους. Ωστόσο, μολονότι τα περισσότερα Τέκνα καταφρονούσαν τους Ανακριτές, είχαν παραδόξως σε υψηλή εκτίμηση τον Ασουνάγουα, λες και τα ψαρά μαλλιά και το οστεώδες πρόσωπό του, που θύμιζε μάρτυρα, ανταποκρίνονταν στα ιδανικά των Τέκνων του Φωτός. Όταν το είχε πρωτομάθει ο Βάλντα, εξεπλόγη. Δεν ήταν καν σίγουρος αν ο ίδιος ο Ασουνάγουα το ήξερε. Όπως και να έχει όμως, δεν ήταν λίγοι οι Ανακριτές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν φασαρίες. Όχι ότι είχε πρόβλημα να τα βγάλει πέρα, αλλά καλύτερα να τις απέφευγε. Προς το παρόν, τουλάχιστον.

«Έφτασε σχεδόν η ώρα», είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. «Είσαι έτοιμος;»

Ο Ασουνάγουα δεν έκανε καμιά κίνηση να σηκωθεί, ούτε καν να απλώσει το χέρι του για να πιάσει τον λευκό μανδύα, που ήταν διπλωμένος στο τραπεζάκι πλάι του και πάνω στον οποίο δεν υπήρχε η χαρακτηριστική ηλιακή έκλαμψη αλλά μόνο η πορφυρή ράβδος. Αντιθέτως, δίπλωσε τα χέρια του πάνω από το βιβλίο, κρύβοντας τις σελίδες. Ο Βάλντα είχε την εντύπωση πως επρόκειτο για την Ατραπό του Φωτός του Μάντελαρ. Περίεργο βιβλίο για έναν Ανώτατο Εξεταστή. Ταίριαζε περισσότερο στους νεοσύλλεκτους. Όσοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν όταν ορκίστηκαν, έμαθαν με την πάροδο του χρόνου, έτσι ώστε να μελετούν τα κείμενα του Μάντελαρ. «Οι αναφορές μου κάνουν λόγο για ένα Αντορινό στράτευμα στο Μουράντυ, γιε μου», είπε ο Ασουνάγουα. «Στην ενδοχώρα του Μουράντυ, ίσως».

«Το Μουράντυ απέχει πολύ από δω», είπε ο Βάλντα, σαν να μην αναγνώριζε μια παλιά διαφωνία, έτοιμη να ξεσπάσει ξανά. Μια διαφωνία όπου ο Ασουνάγουα συχνά ξεχνούσε πως ήταν ήδη χαμένος. Μα τι έκαναν οι Αντορινοί στο Μουράντυ; Αν, φυσικά, οι αναφορές ήταν αληθινές, γιατί αρκετές από δαύτες δεν ήταν παρά φαντασίες ταξιδιωτών ανακατεμένες με ψέματα. Άντορ. Ο Βάλντα εξοργιζόταν μόλις αυτό το όνομα ξεπηδούσε στο μυαλό του. Η Μοργκέις ή ήταν νεκρή ή είχε καταντήσει δούλα κάποιου Σωντσάν. Οι Σωντσάν δεν έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό απέναντι σε τίτλους, εκτός αν επρόκειτο για τους δικούς τους. Νεκρή ή υπηρέτρια, ωστόσο, θεωρούνταν πια χαμένη για τον ίδιο και, το πιο σημαντικό, εξίσου χαμένα θεωρούνταν πλέον και τα σχέδια του για το Άντορ. Ο Γκαλάντεντριντ είχε ξεπέσει από χρήσιμος μοχλός σ’ έναν ακόμα νεαρό αξιωματικό, ο οποίος μάλιστα είχε αρκετή απήχηση στους κοινούς στρατιώτες. Οι καλοί αξιωματικοί δεν ήταν ποτέ δημοφιλείς. Ο Βάλντα, όμως, ήταν ρεαλιστής. Ό,τι έγινε, έγινε. Τα σχέδια για το Άντορ είχαν αντικατασταθεί από νέα.

«Δεν είναι πολύ μακριά αν κινηθούμε ανατολικά, διασχίζοντας την Αλτάρα, γιε μου, και συγκεκριμένα το βόρειο μέρος της. Οι Σωντσάν δεν πρέπει να έχουν μετακινηθεί πολύ από το Έμπου Νταρ».

Ο Βάλντα άπλωσε τα χέρια του πάνω από την αμυδρή ζεστασιά της φωτιάς στην εστία κι αναστέναξε. Οι Σωντσάν είχαν απλωθεί σαν επιδημία στο Τάραμπον κι εδώ, στην Αμαδισία. Γιατί αυτός ο άνθρωπος πίστευε πως η Αλτάρα θα αποτελούσε εξαίρεση; «Ξεχνάς τις μάγισσες στην Αλτάρα; Μήπως χρειάζεται να σου υπενθυμίσω ότι διαθέτουν δικό τους στρατό; Εκτός αν βρίσκονται στο Μουράντυ τώρα». Όσες αναφορές μιλούσαν για κινήσεις μαγισσών, τις πίστευε. Παρά τη θέλησή του, η φωνή του υψώθηκε. «Ίσως αυτός ο περιβόητος Αντορινός στρατός, για τον οποίο άκουσες, να είναι οι μάγισσες κι οι στρατιές τους! Έδωσαν το Κάεμλυν στον αλ’Θόρ, το ξεχνάς αυτό; Όπως επίσης το Ίλιαν και τη μισή Ανατολή! Πιστεύεις πραγματικά πως οι μάγισσες είναι διχασμένες; Το πιστεύεις;» Πήρε μια βαθιά κι αργή ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Κάθε αναφορά που ερχόταν από την Ανατολή ήταν χειρότερη από την προηγούμενη. Μια ριπή ανέμου που κατέβηκε από την καμινάδα πέταξε σπίθες τριγύρω, κι ο Βάλντα πισωπάτησε βρίζοντας. Στην ευχή αυτή η καταραμένη καλύβα! Ακόμα κι η καμινάδα ήταν κακοφτιαγμένη!

Ο Ασουνάγουα έκλεισε με δύναμη το βιβλίο ανάμεσα στις παλάμες του. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα λες και προσευχόταν, αλλά τα βαθουλωτά του μάτια φάνηκαν ξαφνικά πιο φλογερά από τη φωτιά. «Πιστεύω πως οι μάγισσες πρέπει να καταστραφούν! Αυτό πιστεύω!»

«Θα βάλω να μάθουν πώς κατάφεραν οι Σωντσάν να τις δαμάσουν». Έχοντας κάμποσες δαμασμένες μάγισσες στην κατοχή του, θα μπορούσε να διώξει τον αλ’Θόρ από το Άντορ, από το Ίλιαν κι από οπουδήποτε αλλού είχε εγκατασταθεί σαν να ήταν η ίδια η Σκιά. Θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμα και τον ίδιο τον Γερακόφτερο!

«Πρέπει να αφανιστούν», δήλωσε με σταθερή φωνή ο Ασουνάγουα.

«Κι εμείς μαζί τους;» ρώτησε επιτακτικά ο Βάλντα.

Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και, με την κοφτή διαταγή του Ασουνάγουα, ένας από τους εξωτερικούς φρουρούς εμφανίστηκε στην είσοδο και στάθηκε προσοχή στητός, με το μπράτσο να πετάγεται διαγώνια του στήθους του σε απότομο χαιρετισμό. «Ανώτατε Εξεταστή», είπε με σέβας, «το Συμβούλιο των Χρισμένων είναι παρόν».

Ο Βάλντα περίμενε. Θα εξακολουθούσε, άραγε, ο γερο-ανόητος να πεισμώνει σε δέκα Άρχοντες Ηγέτες που είχαν επιβιώσει εκεί έξω, έφιπποι κι έτοιμοι να καλπάσουν; Ό,τι έπρεπε να γίνει, έγινε.

«Αν το αποτέλεσμα είναι η πτώση του Λευκού Πύργου», είπε τελικά ο Ασουνάγουα, «μου αρκεί. Προς το παρόν, θα παρευρεθώ σε αυτή τη συνάντηση».

Ο Βάλντα χαμογέλασε αδιόρατα. «Σε αυτή την περίπτωση, μου αρκεί κι εμένα. Θα παρακολουθήσουμε μαζί τον αφανισμό των μαγισσών». Ναι, ήταν σίγουρο ότι θα τις έβλεπε να καταστρέφονται. «Προτείνω να έχεις έτοιμο το άλογό σου. Μόλις πέσει η νύχτα, θα ξεκινήσουμε, κι ο δρόμος μας είναι μακρύς». Το αν ο Ασουνάγουα θα παρακολουθούσε μαζί του αυτό το γεγονός, ήταν άλλο ζήτημα.


Η Γκαμπρέλ απολάμβανε την ιππασία μέσα στο χειμωνιάτικο δάσος, παρέα με τον Λογκαίν και την Τοβέιν. Ο Λογκαίν άφηνε πάντα την Τοβέιν και την ακόλουθό της να προχωρούν στον δικό τους ρυθμό, έτσι ώστε να δίνει την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια μορφή απομόνωσης, αρκεί να μην καθυστερούσαν πολύ κι έμεναν πίσω. Οι δύο Άες Σεντάι σπανίως μιλούσαν αν δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο, ακόμα κι όταν ήταν πράγματι απομονωμένες. Κάθε άλλο παρά φίλες ήταν. Η Γκαμπρέλ ευχόταν συχνά να μην ερχόταν μαζί της η Τοβέιν όταν ο Λογκαίν κανόνιζε κάτι τέτοιες βολτίτσες. Πόσο όμορφα θα ήταν αν βρίσκονταν μόνοι τους.

Κρατώντας τα χαλινάρια με το ένα χέρι κι αδράχνοντας με το άλλο σφιχτά επάνω της τον μανδύα με την επένδυση από γούνα αλεπούς, η Γκαμπρέλ αφέθηκε να νιώσει την παγωνιά, έστω και για λίγο, απλώς και μόνο για να αισθανθεί ακμαία κι αναζωογονημένη. Το χιόνι δεν είχε μεγάλο βάθος, αλλά ο πρωινός αέρας ήταν τσουχτερός. Τα μαύρα, σκοτεινά σύννεφα, όμως, υπόσχονταν πως σύντομα θα έπεφτε περισσότερο χιόνι. Ψηλά, πάνω από τα κεφάλια τους, πετούσε κάποιο είδος πουλιού με μεγάλα φτερά, ίσως αετός. Δεν ήξερε και πολλά από πουλιά. Τα φυτά και τα ορυκτά μπορούν να μείνουν ανέπαφα όση ώρα τα μελετάς, όπως επίσης τα βιβλία και τα χειρόγραφα, αν κι αυτά τα τελευταία μπορεί και να θρυμματίζονταν κάτω από τα δάχτυλά της αν ήταν αρκετά παλιά. Όπως και να έχει όμως, μετά δυσκολίας μπορούσε να διακρίνει το πουλί σε τέτοιο ύψος, αλλά σ’ αυτόν τον τόπο ήταν λογικό να πετούν αετοί. Η περιοχή γύρω τους ήταν δασωμένη, μικρές και πυκνές συστάδες σκόρπιες εδώ κι εκεί ανάμεσα στα μεμονωμένα και διάσπαρτα δέντρα. Γιγάντιες βελανιδιές, πυργωμένα πεύκα κι έλατα είχαν εξαλείψει σχεδόν τελείως τα χαμόκλαδα και τους θάμνους, παρ’ ότι πού και πού έβλεπες τα μικροκαμωμένα καφετιά υπολείμματα κάποιας θαρραλέας περικοκλάδας που περίμενε υπομονετικά τη μακρινή άνοιξη, προσκολλημένη πάνω σε μια κροκάλα ή σε μια χαμηλή γκρίζα πέτρα. Η Γκαμπρέλ αποτύπωσε το τοπίο στο μυαλό της σαν ένα είδος άσκησης για τις μαθητευόμενες, ένα τοπίο παγερό κι άδειο.

Μια και δεν φαινόταν κανείς άλλος εκτός από τους δύο συντρόφους της, η Γκαμπρέλ μπορούσε σχεδόν να φανταστεί πως βρισκόταν σε κάποιο άλλο μέρος κι όχι στον Μαύρο Πύργο. Το αποκρουστικό όνομα ξεπηδούσε εύκολα στο μυαλό της. Ήταν τόσο αληθινός όσο ο Λευκός, και κάθε άλλο παρά «περιβόητος» μπορούσε να χαρακτηριστεί για κάποιον που έριχνε μια ματιά στα μεγάλα πέτρινα κτήρια των καταυλισμών, που φιλοξενούσαν εκατοντάδες εκπαιδευόμενους, καθώς και στο χωριό που είχε αναπτυχθεί γύρω τους. Είχε περάσει σχεδόν δύο βδομάδες σ’ αυτό το χωριό κι ακόμα υπήρχαν σημεία του Μαύρου Πύργου που δεν είχε δει. Η βάση του κάλυπτε μίλια ολόκληρα, κυκλωμένη από τις απαρχές ενός τείχους από μαύρη πέτρα. Εδώ, ωστόσο, μέσα στο δάσος, μπορούσε να τα ξεχάσει όλα αυτά.

Σχεδόν, δηλαδή. Εκτός από αυτό τον όζο εντυπώσεων και συναισθημάτων, την ίδια την ουσία του Λογκαίν Άμπλαρ που ξεπηδούσε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της, μια μόνιμη αίσθηση ισορροπημένης επιφυλακτικότητας, μια αίσθηση μόνιμα σφιγμένων μυώνων. Ίσως κάπως έτσι ένιωθε ένας λύκος που έχει βγει για κυνήγι, ή ένα λιοντάρι. Το κεφάλι του άντρα κουνιόταν διαρκώς. Ακόμα κι εδώ, παρακολουθούσε τον γύρω χώρο σαν να περίμενε επίθεση.

Η Γκαμπρέλ δεν είχε ποτέ Πρόμαχο —για τις Καφέ ήταν κάτι σαν άχρηστη επίδειξη, μια κι ένας νοικιασμένος υπηρέτης μπορούσε να ανταποκριθεί εξίσου καλά— κι ένιωθε πολύ παράξενα όντας μέρος ενός δεσμού, και μάλιστα, τρόπος του λέγειν, από τη λάθος μεριά, ή κι ακόμα χειρότερα. Αυτού του είδους ο δεσμός απαιτούσε τυφλή υπακοή εκ μέρους της, ενώ οι διάφορες απαγορεύσεις την κύκλωναν από παντού. Οπότε, στην πραγματικότητα δεν έμοιαζε και τόσο με δεσμό Προμάχου. Οι αδελφές δεν αναγκάζουν τους Προμάχους τους να υπακούσουν σε κάτι. Όχι συχνά, τουλάχιστον. Άσε που δεν δεσμεύουν άντρες ενάντια στη θέλησή τους επί αιώνες. Ωστόσο, ήταν ένα συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης. Είχε δουλέψει πολύ πάνω στην ερμηνεία όσων διαισθανόταν η ίδια. Μερικές φορές, μπορούσε σχεδόν να διαβάσει τις σκέψεις του. Άλλες πάλι, ήταν σαν να έψαχνε σε ορυχείο χωρίς φανάρι. Υπέθετε πως, ακόμα κι αν τοποθετούσαν το κεφάλι της πάνω στον τάκο του δήμιου, εκείνη θα προσπαθούσε να μελετήσει. Κι από μία άποψη, αυτό γινόταν. Ο Λογκαίν τη διαισθανόταν τόσο καλά όσο εκείνη αυτόν.

Αυτό έπρεπε να το έχει πάντα κατά νου. Μπορεί μερικοί Άσα’μαν να πίστευαν πως οι Άες Σεντάι υπέκυψαν στην αιχμαλωσία τους, αλλά μονάχα ένας τρελός θα νόμιζε πως πενήντα μία αδελφές που δεσμεύτηκαν με τη βία θα υπέκυπταν έτσι εύκολα, κι ο Λογκαίν κάθε άλλο παρά τρελός ήταν. Επιπλέον, γνώριζε ότι είχαν σταλεί για να καταστρέψουν τον Μαύρο Πύργο. Ωστόσο, αν θαρρούσε πως έψαχναν έναν ακόμη τρόπο να βάλουν τέλος στην απειλή εκατοντάδων αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης... Μα το Φως, έτσι περιορισμένοι που ήταν, μία διαταγή ήταν αρκετή για να τους κόψει τη φόρα! Δεν θα κάνετε καμία ζημιά στον Μαύρο Πύργο. Δεν καταλάβαινε γιατί αυτή η προσταγή δεν είχε δοθεί με τη μορφή απλής προφύλαξης. Έπρεπε οπωσδήποτε να πετύχουν τον σκοπό τους. Αν αποτύγχαναν, όλος ο κόσμος ήταν χαμένος.

Ο Λογκαίν μετακινήθηκε πάνω στη σέλα του, μια εντυπωσιακή πλατύστερνη φιγούρα, που φορούσε ένα ταιριαστό, μαύρο σαν πίσσα πανωφόρι και που δεν έφερε επάνω της κανένα χρώμα εκτός από το ασημί Ξίφος και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα ψηλά στο πέτο του. Είχε πετάξει προς τα πίσω τον μαύρο μανδύα του, λες κι αρνιόταν να αφήσει την παγωνιά να τον αγγίξει. Μπορεί και να ήταν έτσι. Ετούτοι εδώ οι άντρες φαίνεται πως πίστευαν ότι έπρεπε διαρκώς να δίνουν μάχη με τα πάντα γύρω τους. Ο Λογκαίν τής χαμογέλασε —καθησυχαστικά, άραγε;— κι εκείνη βλεφάρισε. Μήπως είχε αφήσει την αμφιβολία και την αβεβαιότητα να διεισδύσουν υπέρ το δέον στη δική της μεριά του δεσμού; Η προσπάθεια να ελέγχει τα συναισθήματα της και να ανταποκρίνεται με σωστές αντιδράσεις έμοιαζε με λεπτεπίλεπτα βήματα χορού. Περίπου σαν να περνούσε τη δοκιμασία για το επώμιο, όπου έπρεπε να υπάρχει ακρίβεια σε κάθε ύφανση, χωρίς την παραμικρή απόκλιση και παρά τους όποιους περισπασμούς, μόνο που η συγκεκριμένη δοκιμασία έμοιαζε ατέρμονη.

Ο Λογκαίν έστρεψε την προσοχή του στην Τοβέιν κι η Γκαμπρέλ ξεφύσηξε απαλά. Ένα χαμόγελο, λοιπόν, αυτό ήταν όλο. Μια απλή, ευπροσήγορη χειρονομία. Ο Λογκαίν ήταν κοινωνικός γενικότερα και θα μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός, αν άλλαζε συμπεριφορά.

Η Τοβέιν τον κοίταξε ακτινοβολώντας, κι η Γκαμπρέλ προσπάθησε να σταματήσει να κουνάει απορημένη το κεφάλι της —όχι για πρώτη φορά. Τράβηξε λίγο πιο μπροστά την κουκούλα της, σαν να ήθελε να προστατευτεί από το κρύο, έτσι ώστε να κρύβει το πρόσωπό της, αλλά και να της παρέχεται ένα πεδίο για κλεφτές ματιές τριγύρω, και περιεργάστηκε στα κρυφά την Κόκκινη αδελφή.

Απ’ όσα ήξερε για τη συγκεκριμένη γυναίκα, ήταν τύπος που δεν προσπαθούσε να κρύψει τις αντιπάθειές της, κι επιπλέον μισούσε τους άντρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν τόσο έντονα όσο οποιαδήποτε Κόκκινη είχε συναντήσει η Γκαμπρέλ. Κάθε Κόκκινη περιφρονούσε τον Λογκαίν Άμπλαρ έπειτα από τους ισχυρισμούς του, ότι δηλαδή το Κόκκινο Άτζα ήταν υπεύθυνο που ο ίδιος είχε γίνει ψεύτικος Δράκοντας. Μπορεί να σιωπούσε πλέον, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Υπήρχαν αιχμάλωτες αδελφές μαζί τους που πίστευαν ότι οι Κόκκινες είχαν πιαστεί στην ίδια τους την παγίδα. Η Τοβέιν, ωστόσο, το μόνο που έκανε ήταν να του χασκογελάει. Η Γκαμπρέλ δάγκωσε το πάνω χείλος της, ενώ μπερδεμένες σκέψεις ξεπηδούσαν στο μυαλό της. Ναι, ήταν αλήθεια πως τόσο η Ντεσάντρε όσο κι η Λεμάι τις είχαν διατάξει να είναι ιδιαίτερα εγκάρδιες απέναντι στους Άσα’μαν που ήταν κάτοχοι των δεσμών τους —οι άντρες έπρεπε να χαλαρώσουν πριν οι αδελφές πρόβαιναν σε κάτι χρήσιμο— αλλά η Τοβέιν αντιδρούσε ανοιχτά σε κάθε διαταγή εκ μέρους των αδελφών. Απεχθανόταν την περίπτωση να ενδώσει, και σίγουρα θα είχε αρνηθεί αν η Λεμάι δεν ήταν επίσης Κόκκινη, ασχέτως αν παραδεχόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ή ότι καμία δεν αναγνώριζε την εξουσία της από τη στιγμή που η ίδια τις είχε οδηγήσει στην αιχμαλωσία. Το μισούσε κι αυτό. Ωστόσο, δεν απέφευγε τα χαμόγελα προς τον Λογκαίν.

Και πώς ήταν δυνατόν να βρίσκεται ο Λογκαίν στην άλλη άκρη του δεσμού της ερμηνεύοντας το χαμόγελο αυτό ως κάτι άλλο εκτός από δόλο; Η Γκαμπρέλ είχε ξανασχοληθεί παλαιότερα με αυτόν τον κόμπο, αλλά χωρίς να πλησιάσει καν στη λύση του. Γνώριζε αρκετά πράγματα για την Τοβέιν. Το να ξέρει το Άτζα της θα έπρεπε να είναι αρκετό. Ωστόσο, η Γκαμπρέλ δεν ένιωσε καμιά καχυποψία απέναντι του, ούτε όταν ο Λογκαίν κοίταζε την Κόκκινη αδελφή, ούτε όταν κοίταζε την ίδια. Όχι, βέβαια, ότι δεν απέπνεε καχυποψία. Αυτός ο άνθρωπος έδειχνε δύσπιστος απέναντι σε οποιονδήποτε. Αυτή του η δυσπιστία, ωστόσο, ήταν λιγότερη ως προς τις αδελφές παρά για κάποιους Άσα’μαν. Δεν έβγαινε νόημα.

Δεν είναι ανόητος, υπενθύμισε στον εαυτό της. Άρα, λοιπόν; Και γιατί αυτή η συμπεριφορά απέναντι στην Τοβέιν; Πόσο ραδιούργα είναι αυτή η γυναίκα;

Άξαφνα, η Τοβέιν έστρεψε αυτό το φαινομενικά θερμό χαμόγελο προς το μέρος της και, όταν μίλησε, ήταν σαν να απαντούσε φωναχτά τουλάχιστον σε μία από τις ερωτήσεις της Γκαμπρέλ. «Μ’ εσένα δίπλα», μουρμούρισε μέσα από τους αχνούς της ανάσας της, «ούτε καν με προσέχει. Πλέον, είναι δικός σου αιχμάλωτος, αδελφή».

Η Γκαμπρέλ αιφνιδιάστηκε κι αναψοκοκκίνισε παρά τη θέλησή της. Η Τοβέιν συνήθως δεν έπιανε κουβέντα, οπότε το να αναφέρει ότι δεν ενέκρινε τη σχέση της Γκαμπρέλ με τον Λογκαίν αποσκοπούσε στον δραστικό υποβιβασμό του γεγονότος. Ήταν προφανές πως, αν τον ξελόγιαζε, θα έβρισκε τρόπο να τον πλησιάσει για να μάθει τα σχέδια του και τις αδυναμίες του. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι αν ήταν πράγματι Άσα’μαν, η ίδια ήταν Άες Σεντάι πολύ πριν εκείνος γεννηθεί, και δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι ήταν εντελώς αθώα στο θέμα των ανδρών. Ο Λογκαίν είχε εκπλαγεί τόσο μόλις αντιλήφθηκε τι έκανε, που η Γκαμπρέλ πίστεψε σχεδόν πως αυτός ήταν ο αθώος. Τι ανόητη που ήταν... Ο ρόλος της Ντομανής αποδείχτηκε γεμάτος εκπλήξεις αλλά και μερικούς λάκκους. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι επρόκειτο για μια παγίδα που δεν Θα μπορούσε ποτέ να αποκαλύψει σε κανέναν. Κάτι που φοβόταν πως η Τοβέιν γνώριζε ήδη, εν μέρει τουλάχιστον. Από την άλλη, όποια αδελφή την ακολουθούσε, έπρεπε να ξέρει, και θαρρούσε πως ήταν κάμποσες εκείνες που το ήξεραν ήδη. Ασφαλώς, καμιά τους δεν είχε κάνει σχόλιο επ’ αυτού, ούτε επρόκειτο. Ο Λογκαίν είχε τη δυνατότητα να καλύψει τον δεσμό με κάπως πρόχειρο τρόπο, επιτρέποντας στην ίδια να τον ανακαλύψει, όσο καλά κι αν έκρυβε τα συναισθήματά του, αλλά μερικές φορές, όταν μοιράζονταν το ίδιο μαξιλάρι, ο Λογκαίν άφηνε την προκάλυψη να ξεγλιστρήσει. Τα αποτελέσματα ήταν το λιγότερο... ισοπεδωτικά. Η συγκράτηση, η ηρεμία κι η ορθολογική μελέτη του θέματος απουσίαζαν. Όπως κι η λογική.

Εσπευσμένα, επανάφερε στο μυαλό της την εικόνα του χιονισμένου τοπίου και συγκεντρώθηκε επάνω της. Δέντρα, ογκόλιθοι κι απαλό, κατάλευκο χιόνι. Απαλό και παγωμένο χιόνι.

Ο Λογκαίν έπαψε να κοιτάει προς το μέρος της, χωρίς να δίνει την παραμικρή εντύπωση πως ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, αλλά ο δεσμός τής έλεγε πως ήταν ενήμερος της στιγμιαίας έλλειψης ελέγχου εκ μέρους της. Ο άνθρωπος ξεχείλιζε από αυταρέσκεια! Και ικανοποίηση! Λίγο ακόμα, και θα άρχιζε να βράζει από το κακό της, κάτι που το περίμενε κι ο ίδιος, που να τον πάρει και να τον σηκώσει! Ο Λογκαίν έπρεπε να μάθει τα συναισθήματα που λάμβανε η γυναίκα εκ μέρους του. Ωστόσο, αν άφηνε τον θυμό της να ξεσπάσει, ο τύπος θα το διασκέδαζε! Και δεν προσπαθούσε καν να το κρύψει!

Η Γκαμπρέλ παρατήρησε πως η Τοβέιν είχε ένα ανάλαφρο χαμόγελο ικανοποίησης χαραγμένο στο πρόσωπό της, αλλά δεν είχε στη διάθεσή της πάνω από ένα λεπτό να αναρωτηθεί γιατί.

Όλο το πρωί ήταν μόνοι τους, όμως τώρα άλλος ένας καβαλάρης φάνηκε να βγαίνει από τα δέντρα, ένας άντρας χωρίς μανδύα και ντυμένος στα μαύρα, που έστρεψε το άλογό του προς το μέρος τους μόλις τους είδε και το σπιρούνισε στα πλευρά για να το κάνει να κινηθεί γρηγορότερα, παρά το χιόνι. Ο Λογκαίν τράβηξε τα ηνία του αλόγου του και τον περίμενε, σαν την προσωποποίηση της ηρεμίας, κι η Γκαμπρέλ κοκάλωσε καθώς έφερε το άλογά της πλάι στο δικό του. Τα αισθήματα που μεταβιβάζονταν μέσω του δεσμού είχαν αλλάξει. Τώρα, έμοιαζαν περισσότερο με ό,τι θα ένιωθε ένας λύκος έτοιμος να χιμήξει. Περίμενε να δει τα γαντοφορεμένα χέρια του Λογκαίν πάνω στη λαβή του σπαθιού του, όχι χαλαρωμένα στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του.

Ο νεοφερμένος ήταν σχεδόν εξίσου ψηλός με τον Λογκαίν, με χρυσαφιά μαλλιά, που έπεφταν κυματιστά στους φαρδιούς ώμους του, κι ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Η Γκαμπρέλ υποψιάστηκε πως κι ο ίδιος είχε επίγνωση της σαγήνης αυτού του χαμόγελου. Ήταν πολύ όμορφος για να μην το καταλαβαίνει, πολύ πιο όμορφος από τον Λογκαίν. Το αμόνι της ζωής είχε σκληρύνει το πρόσωπο του Λογκαίν, κάνοντάς το τραχύτερο, ενώ αυτός ο νεαρός έμοιαζε καλοζωισμένος ακόμα. Ωστόσο, το Ξίφος κι ο Δράκοντας κοσμούσαν το κολάρο του πανωφοριού του. Κοίταξε εξεταστικά τις δύο αδελφές, με μάτια γαλανά και λαμπερά. «Τις βάζεις και τις δύο στο κρεβάτι, Λογκαίν;» είπε με βαθιά φωνή. «Η πλαδαρή μού φαίνεται κάπως ψυχρή, αλλά η άλλη θα πρέπει να είναι αρκετά θερμή».

Η Τοβέιν σύρισε γεμάτη θυμό, ενώ το σαγόνι της Γκαμπρέλ σφίχτηκε. Δεν κρατούσε μυστικά όσα έκανε —άλλωστε, δεν ήταν Καιρχινή, για να ντύνει με μυστικότητα όλα αυτά για τα οποία ντρεπόταν δημοσίως— αλλά αυτό δεν σήμαινε πως θα δεχόταν ειρωνείες από αυτόν τον άντρα. Και το χειρότερο; Ο τύπος μιλούσε λες κι απευθυνόταν σε ξετσίπωτες από κανένα χάνι!

«Μη σ’ ακούσω να το ξαναλές αυτό, Μισρέιλ», απάντησε ήρεμα ο Λογκαίν, ενώ η Γκαμπρέλ συνειδητοποίησε πως ο δεσμός είχε αλλάξει πάλι. Τώρα, ήταν παγερός. Τόσο παγερός, που το χιόνι, συγκριτικά, έμοιαζε ζεστό. Ακόμα κι ένας τάφος θα φάνταζε ζεστός. Άταλ Μισρέιλ. Είχε ξανακούσει το όνομα κι ένιωσε αμέσως τη δυσπιστία του Λογκαίν μόλις το πρόφερε —μια δυσπιστία πολύ μεγαλύτερη από εκείνη απέναντι στην ίδια ή την Τοβέιν— αλλά υπήρχε και μια έντονη επιθυμία να σκοτώσει. Καταντούσε σχεδόν κωμικό. Ο άντρας αυτός την κρατούσε αιχμάλωτη, αλλά ταυτόχρονα ήταν έτοιμος να αντιδράσει βίαια προκειμένου να υπερασπίσει την υπόληψή της! Ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να σκάσει στα γέλια, αλλά προτίμησε να μη δώσει περαιτέρω σημασία. Κι η παραμικρή πληροφορία μπορεί να αποδεικνυόταν χρήσιμη.

Ο νεαρός άντρας δεν φάνηκε να υπολογίζει την απειλή. Το χαμόγελό του δεν κλονίστηκε ούτε στο ελάχιστο. «Ο Μ’Χαήλ λέει πως μπορείς να φύγεις, αν θέλεις. Δεν καταλαβαίνει γιατί εξακολουθείς να στρατολογείς κόσμο».

«Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό», αποκρίθηκε με επίπεδη φωνή ο Λογκαίν.

Η Γκαμπρέλ αντάλλαξε ματιές γεμάτες απορία με την Τοβέιν. Γιατί ο Λογκαίν επέμενε στη στρατολόγηση; Είχαν δει ομάδες Άσα’μαν να επιστρέφουν, όλοι ξεθεωμένοι από το Ταξίδεμα σε μεγάλες αποστάσεις, βρώμικοι κι ευέξαπτοι. Φαίνεται πως όσοι ανήγγελλαν με τυμπανοκρουσίες την έλευση του Αναγεννημένου Δράκοντα, δεν τύγχαναν θερμής υποδοχής, ακόμα και προτού μάθαινε κάποιος τι σκόπευαν να κάνουν στην πραγματικότητα. Και γιατί η ίδια κι η Τοβέιν το πληροφορήθηκαν μόλις τώρα; Θα ορκιζόταν πως ο Λογκαίν τής είχε αναφέρει τα πάντα στο κρεβάτι.

Ο Μισρέιλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Υπάρχουν πολλοί Αφοσιωμένοι και στρατιώτες που μπορούν να ασχοληθούν με κάτι τέτοιο. Υποθέτω, βέβαια, πως βαριέσαι να καταπιάνεσαι συνεχώς με την εκπαίδευση. Να μαθαίνεις τους ηλίθιους πώς να κινούνται κρυφά μέσα στα δάση και πώς να σκαρφαλώνουν γκρεμούς, λες και δεν μπορούν να διαβιβάσουν καθόλου. Ακόμα κι ένα χωριό γεμάτο μυγοχέσματα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση». Το χαμόγελό του μετατράπηκε σε έκφραση δυσαρέσκειας, μια έκφραση γεμάτη περιφρόνηση και διόλου ελκυστική. «Ίσως, αν παρακαλέσεις τον Μ’Χαήλ, να σ’ αφήσει να παρακολουθήσεις τα μαθήματά του στο παλάτι. Εκεί, σίγουρα δεν θα βαρεθείς».

Η έκφραση στο πρόσωπο του Λογκαίν δεν άλλαξε, όμως η Γκαμπρέλ αισθάνθηκε ένα έντονο τσίμπημα οργής να διαπερνά τον δεσμό. Όλο και κάτι είχε πάρει το αυτί της σχετικά με τον Μάζριμ Τάιμ και τα ιδιαίτερα μαθήματά του, αλλά το μόνο που ήξεραν σίγουρα οι αδελφές ήταν ότι ο Λογκαίν κι οι παλιόφιλοί του δεν εμπιστεύονταν καθόλου τον Τάιμ, ούτε όσους παρακολουθούσαν τα μαθήματά του, κι ο Τάιμ, με τη σειρά του, δεν εμπιστευόταν τον Λογκαίν. Δυστυχώς, αυτά που μπορούσαν να πληροφορηθούν οι αδελφές από τα μαθήματα ήταν περιορισμένα. Καμία δεν ήταν δεσμευμένη με άντρα της κλίκας του Τάιμ. Μερικοί νόμιζαν πως η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης οφειλόταν στο ότι καθένας από τους δύο άντρες είχε ισχυριστεί πως ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αυτό δε ίσως να ήταν ένδειξη της παράνοιας που επέφερε στους άντρες η διαβίβαση. Δεν είχε εντοπίσει καμία ένδειξη τρέλας στον Λογκαίν — άλλωστε, τον παρακολουθούσε στενά για τυχόν σημάδια που θα έδειχναν ότι ήταν έτοιμος να διαβιβάσει. Αν εξακολουθούσε να είναι δεσμευμένη μαζί του όταν εκείνος θα τα έχανε, μπορεί να επηρεαζόταν και το δικό της μυαλό. Ωστόσο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε διασπάσει τις τάξεις των Άσα’μαν, έπρεπε να αξιοποιηθεί.

Το χαμόγελο του Μισρέιλ άρχισε να σβήνει καθώς ο Λογκαίν τον κοίταζε. «Καλή διασκέδαση με τα μυγοχέσμαχα», του είπε τελικά, τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του για να αλλάξει κατεύθυνση. Ένα απότομο σπιρούνισμα ανάγκασε το ζώο να πεταχτεί μπροστά, καθώς ο άντρας φώναζε πάνω από τον ώμο του: «Κάποιους μάς περιμένει η δόξα, Λογκαίν».

«Μάλλον δεν θα απολαύσει για πολύ τον Δράκοντά του», μουρμούρισε ο Λογκαίν, παρακολουθώντας τον άντρα να απομακρύνεται καλπάζοντας. «Η γλώσσα του πάει ροδάνι». Η Γκαμπρέλ αμφέβαλλε αν το σχόλιο απευθυνόταν στην ίδια και την Τοβέιν, αλλά τι άλλο μπορεί να εννοούσε; Και γιατί φάνηκε τόσο ανήσυχος ξαφνικά; Το έκρυβε βέβαια πολύ καλά, δεδομένου του δεσμού, αλλά ήταν όντως ανήσυχος. Μα το Φως, κάποιες φορές το να ξέρεις τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι ενός άντρα μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα!

Ξαφνικά, ο Λογκαίν έστρεψε τη ματιά του προς τη μεριά της και προς τη μεριά της Τοβέιν, κοιτώντας τες εξεταστικά. Ένα καινούργιο ίχνος ενδιαφέροντος κύλησε στον δεσμό. Αφορούσε στις ίδιες, άραγε; Ή —να μια αλλόκοτη σκέψη— απευθυνόταν στις ίδιες;

«Φοβάμαι πως πρέπει να διακόψουμε τη βόλτα μας», είπε μια στιγμή αργότερα. «Πρέπει να κάνω κάποιες ετοιμασίες».

Απέφυγε να καλπάσει βιαστικά, αλλά η επιστροφή στο χωριό όπου εκπαιδεύονταν οι άντρες έγινε με σαφώς γρηγορότερο ρυθμό από πριν. Κάπου είχε εστιάσει τη σκέψη του. Η Γκαμπρέλ υποψιάστηκε πως κάτι τον απασχολούσε. Ο δεσμός σχεδόν απηχούσε την προσπάθειά του, τόσο που θα πρέπει να ίππευε ενστικτωδώς.

Δεν είχαν απομακρυνθεί καλά-καλά, κι η Τοβέιν σίμωσε με το άλογά της την Γκαμπρέλ. Έγειρε πάνω στη σέλα της και προσπάθησε να καρφώσει την Γκαμπρέλ μ’ ένα έντονο βλέμμα, ρίχνοντας συγχρόνως πεταχτές ματιές προς το μέρος του Λογκαίν, λες και φοβόταν μήπως ο άντρας μπορεί να κοιτούσε προς τα πίσω και να τις έβλεπε να μιλάνε. Φαίνεται πως ποτέ της δεν έδινε προσοχή σε όσα της αποκάλυπτε ο δεσμός. Η συνδυασμένη αυτή προσπάθεια την έκανε να χοροπηδάει σαν μαριονέτα, κινδυνεύοντας να γκρεμοτσακιστεί.

«Πρέπει να πάμε μαζί του», ψιθύρισε η Κόκκινη. «Πρέπει να το φροντίσεις, όποιο κι αν είναι το τίμημα». Η Γκαμπρέλ ανασήκωσε τα φρύδια της κι η Τοβέιν αφέθηκε σε ένα γοητευτικό κοκκίνισμα, μολαταύτα συνέχισε να είναι επίμονη. «Είναι ανεπίτρεπτο να ξεμείνουμε πίσω», είπε βεβιασμένα και με κομμένη την ανάσα. «Αυτός ο άνθρωπος δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες του όταν ήρθε εδώ. Δεν θα μπορέσουμε να παρέμβουμε σε όποια ποταπότητα σχεδιάζει, εκτός αν είμαστε παρούσες στην προσπάθειά του».

«Έννοια σου και μπορώ να δω τι γίνεται μπροστά στη μύτη μου», απάντησε κοφτά η Γκαμπρέλ κι αισθάνθηκε ανακούφιση όταν η Τοβέιν απλώς ένευσε και σιώπησε. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να ελέγξει τον φόβο που θέριευε μέσα της. Άραγε, η Τοβέιν δεν αναλογίστηκε ποτέ τι ήταν αυτό που αισθανόταν μέσω του δεσμού; Κάτι που ανέκαθεν βρισκόταν εκεί και που είχε άμεση σχέση με τον Λογκαίν —αποφασιστικότητα ίσως— τώρα είχε σκληρύνει κι είχε γίνει κοφτερό σαν μαχαίρι. Πίστευε πως αυτή τη φορά καταλάβαινε τι εννοούσε, κι αισθάνθηκε το στόμα της να ξεραίνεται εξαιτίας αυτής της γνώσης. Ήταν σίγουρη πως ο Λογκαίν Άμπλαρ θα κήρυσσε σύντομα πόλεμο, αλλά δεν είχε ιδέα εναντίον τίνος.


Κατεβαίνοντας αργά έναν από τους πλατιούς διαδρόμους που στριφογύριζε όμορφα μέσα στον Λευκό Πύργο, η Γιουκίρι αισθανόταν νευρική σαν πεινασμένη γάτα. Ούτε που άκουγε τι της έλεγε η αδελφή που περπατούσε απαλά πλάι της. Το πρωινό ήταν ακόμα θολό, μια και το χιόνι που έπεφτε βαρύ στην Ταρ Βάλον σκοτείνιαζε το πρώτο φως της αυγής, ενώ τα μεσοδιαστήματα του Πύργου ήταν παγωμένα σαν τον χειμώνα στις Μεθόριους. Εντάξει, ίσως λιγότερο, σκέφτηκε ένα λεπτό αργότερα. Είχε αρκετά χρόνια να βρεθεί τόσο βόρεια, κι όσα η μνήμη δεν μπορεί να θάψει, συνήθως τα διογκώνει. Να γιατί τα γραπτά αρχεία είχαν τόση σημασία. Εκτός, φυσικά, αν δεν τολμάς να καταγράψεις τίποτα. Πάντως, έκανε κρύο. Παρά την επιδεξιότητα και την τέχνη των αρχαίων μαστόρων, η ζέστη των μεγάλων φούρνων του υπογείου δεν έφτανε τόσο ψηλά. Τα ρεύματα έκαναν τις φλόγες να χορεύουν πάνω στους επιχρυσωμένους ορθοστάτες. Μερικά, μάλιστα, ήταν τόσο ισχυρά, ώστε ανάδευαν τις βαριές ταπισερί που απλώνονταν κατά μήκος των άσπρων τοίχων απεικονίζοντας εαρινά άνθη, δασώδεις περιοχές κι εξωτικά ζώα και πουλιά, που εναλλάσσονταν με θριαμβευτικές σκηνές του Πύργου, οι οποίες ουδέποτε θα εκτίθεντο στους δημόσιους χώρους, κάτω. Τα διαμερίσματά της, με τα ζεστά τζάκια, σίγουρα θα ήταν πολύ πιο άνετα κάποτε.

Τα νέα από τον έξω κόσμο τάραζαν το μυαλό της, παρά τις προσπάθειές της να μην τα σκέφτεται. Ακόμα συχνότερη, όμως, ήταν η έλλειψη συγκεκριμένων νέων. Όσα ανέφεραν οι πράκτορες από την Αλτάρα και το Άραντ Ντόμαν ήταν συγκεχυμένες ειδήσεις, ενώ οι ελάχιστες αναφορές που διέρρεαν από το Τάραμπον ήταν τρομακτικές. Οι φήμες ήθελαν τους ηγέτες των Μεθορίων να βρίσκονται παντού, από τη Μάστιγα έως το Άντορ, κι από την Αμαδισία έως την Ερημιά του Άελ. Το μόνο επιβεβαιωμένο γεγονός ήταν όχι κανείς τους δεν βρισκόταν εκεί όπου θα ’πρεπε να βρίσκεται λογικά, δηλαδή στο Σταχτοσύνορο. Οι Αελίτες ήταν παντού κι, απ’ ό,τι φαινόταν, είχαν απαγκιστρωθεί από τον έλεγχο του αλ’Θόρ, αν υποθέσουμε όχι ήταν ποτέ υπό τον έλεγχό του. Τα πρόσφατα νέα από το Μουράντυ την έκαναν να θέλει να ουρλιάξει και να κλάψει συγχρόνως, ενώ στην Καιρχίν...! Οι αδελφές είχαν κατακλύσει το Παλάτι του Ήλιου. Κάποιες εξ αυτών ήταν ύποπτες για εξέγερση, ενώ καμία δεν φημιζόταν για την αφοσίωσή της, ωστόσο ούτε λέξη από την Κόιρεν και την αντιπροσωπεία της από τότε που είχαν αναχωρήσει από την πόλη, αν και θα έπρεπε να έχουν επιστρέψει προ πολλού στην Ταρ Βάλον. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ίδιος ο αλ’Θόρ είχε εξαφανιστεί σαν σαπουνόφουσκα. Άραγε, ήταν αληθινές οι ιστορίες που ανέφεραν πως είχε καταστρέψει σχεδόν το Παλάτι του Ήλιου; Μα το Φως, αποκλείεται να είχε τρελαθεί ήδη! Μήπως η βλακώδης προσφορά «προστασίας» από πλευράς Ελάιντα τον είχε φοβίσει και κρυβόταν; Πώς ήταν δυνατόν να τον φοβίζει κάτι; Αντιθέτως, εκείνος φόβιζε τόσο την ίδια όσο κι ολόκληρη την Αίθουσα, αφήνοντάς τες να φαντάζονται τα πάντα για το άτομό του.

Το μόνο σίγουρο ήταν πως τίποτε απ’ αυτά δεν είχε την παραμικρή σημασία, αλλά η επίγνωση αυτού δεν βελτίωνε ούτε στο ελάχιστο τη διάθεσή της.

Η ανησυχία μήπως πιαστείς σε παγίδα από τριαντάφυλλα, ακόμα κι αν ξέρεις πως τα αγκάθια θα σε σκοτώσουν τελικά, είναι πολυτέλεια, όταν η αιχμή ενός μαχαιριού σού πιέζει μονίμως τα πλευρά.

«Κάθε φορά που άφηνε τον Πύργο την τελευταία δεκαετία, το έκανε για προσωπικούς λόγους, επομένως δεν υπάρχουν τρέχοντα αρχεία να ελέγξει κανείς», μουρμούρισε η σύντροφός της. «Είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς πότε βρισκόταν εκτός Πύργου και ταυτόχρονα να παραμείνει... εχέμυθος». Τα χρυσοκάστανα μαλλιά της Μεϊντάνι στηρίζονταν προς τα πίσω με φιλντισένια χτενάκια. Ήταν ψηλή κι αρκετά λεπτοκαμωμένη για να χάνει την ισορροπία της εξαιτίας του στήθους της, μια εντύπωση που γινόταν ακόμα πιο έντονη τόσο από το τμήμα του σκούρου ασημένιου, δαντελωτού της μπούστου, όσο κι από τον γερτό τρόπο που περπατούσε για να φέρει το στόμα της στο ίδιο επίπεδο με το αυτί της Γιουκίρι. Το επώμιό της ήταν τυλιγμένο στους καρπούς της, ενώ τα μακριά γκρίζα κρόσσια σέρνονταν στις πλάκες του δαπέδου.

«Ίσιωσε το κορμί σου», γρύλισε σιγανά η Γιουκίρι. «Δεν έχουν βουλώσει τα αυτιά μου».

Η γυναίκα τινάχτηκε απότομα και κορδώθηκε, ενώ ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στόλισε τα μάγουλά της. Τραβώντας το επώμιο λίγο ψηλότερα στα μπράτσα της, η Μεϊντάνι έριξε μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος του Προμάχου της, του Λίονιν, που ακολουθούσε διακριτικά σε κάποια απόσταση. Ακόμα κι αν άκουγαν αμυδρά το αχνό κουδούνισμα από τις ασημιές καμπανούλες στις μαύρες πλεξούδες του λιπόσαρκου άντρα, αυτός ήταν αδύνατον να ακούσει οτιδήποτε λεγόταν χαμηλόφωνα. Ο άντρας δεν γνώριζε παρά μόνο όσα ήταν απαραίτητα —πολύ λίγα, είναι αλήθεια, πέρα από το ότι η Άες Σεντάι που υπηρετούσε απαιτούσε κάποια πράγματα εκ μέρους του, κι αυτό ήταν αρκετό για κάθε καλό Πρόμαχο— και θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει προβλήματα αν μάθαινε περισσότερα, αλλά δεν ήταν ανάγκη να ψιθυρίζουν κιόλας. Όσοι έβλεπαν δύο ανθρώπους να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, θα ήθελαν να μάθουν ποιο είναι το μυστικό.

Ωστόσο, ο εκνευρισμός της δεν πήγαζε τόσο από την άλλη Γκρίζα, όσο από τον έξω κόσμο, ακόμα κι αν αυτή η γυναίκα δεν ήταν παρά μια κάργια με φτερά κύκνου. Όχι, δεν πήγαζε από εκείνη. Η δήθεν αφοσίωση μιας επαναστάτριας ήταν αρκούντως αηδιαστική, αλλά η Γιουκίρι ήταν στην πραγματικότητα ευχαριστημένη που η Σερίν κι η Πεβάρα την είχαν πείσει να μην παραδώσουν ακόμα τη Μεϊντάνι και τις αδελφές κάργιες στη δικαιοσύνη του Πύργου. Τα φτερά τους ήταν ψαλιδισμένα πλέον κι ήταν χρήσιμες. Ίσως ν’ άξιζαν κάποιο βαθμό επιείκειας όταν θα έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τη δικαιοσύνη. Φυσικά, μόλις θα φανερωνόταν ο όρκος που είχε ψαλιδίσει τα φτερά της Μεϊντάνι, η Γιουκίρι μπορούσε πολύ εύκολα να βρεθεί στη θέση της, ικετεύοντας για επιείκεια. Άσχετα από το αν ήταν επαναστάτριες ή όχι, όσα είχαν κάνει η ίδια κι οι υπόλοιπες στη Μεϊντάνι και τις συμμάχους της ήταν παράνομα και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως έγκλημα, ίσως και προδοσία. Ένας όρκος που αφορούσε σε προσωπική υπακοή —δοσμένος καταναγκαστικά στην ίδια τη Ράβδο των Όρκων— ισοδυναμούσε σχεδόν με Πειθαναγκασμό, πράγμα το οποίο απαγορευόταν ρητά αν δεν είχε ήδη ορισθεί. Βέβαια, μερικές φορές έπρεπε να λερώσεις τον σοβά για να κάψεις τη σφηκοφωλιά, κι οι γυναίκες του Μαύρου Άτζα ήταν όντως σφήκες με δηλητηριώδη κεντριά. Ο νόμος θα επιβαλλόταν αργά ή γρήγορα —δίχως νόμους, δεν γινόταν τίποτα— αλλά, προς το παρόν, έπρεπε να την απασχολεί περισσότερο πώς θα γλίτωνε την πυρά παρά τι είδους τιμωρία θα τους επέβαλλε ο νόμος. Τα πτώματα, άλλωστε, δεν χρειάζεται να ανησυχούν για ποινές.

Ένευσε κοφτά στη Μεϊντάνι, παροτρύνοντάς τη να προχωρήσει, αλλά προτού η δεύτερη προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα της, τρεις Καφετιές πετάχτηκαν από την μπροστινή γωνία που επικοινωνούσε μ’ έναν άλλον διάδρομο, επιδεικνύοντας καμαρωτά τα επώμιά τους, σαν να ήταν Πράσινες. Η Γιουκίρι γνώριζε κάπως τη Μάρις Θόρνχιλ και την Ντορέις Μεσαϊάνος, όπως ακριβώς οι Καθήμενες γνώριζαν αδελφές από άλλα Άτζα που περνούσαν πολύ καιρό στον Πύργο, αλλά πέραν του συσχετισμού κάποιων ονομάτων με πρόσωπα, δεν ήξερε τίποτε άλλο. Αν την πίεζαν, θα τις περιέγραφε ως ευγενικές γυναίκες, απορροφημένες στις μελέτες τους. Η Έλιν Γουάρελ είχε κερδίσει το επώμιο τόσο πρόσφατα, ώστε, ενστικτωδώς, εξακολουθούσε να υποκλίνεται. Αντί όμως να υποκλιθούν σε μια Καθήμενη, απέμειναν κι οι τρεις να χαζεύουν τη Γιουκίρι και τη Μεϊντάνι, σαν γάτες που κοιτάζουν παράξενα σκυλιά. Ή το αντίστροφο. Δεν υπήρχε ίχνος μετριοπάθειας εδώ.

«Θα μπορούσα να σε ρωτήσω σχετικά μ’ ένα σημείο στον νόμο του Άραφελ, Καθήμενη;» ρώτησε η Μεϊντάνι ψύχραιμα, λες κι αυτή ήταν η μόνιμη έγνοια της.

Η Γιουκίρι ένευσε καταφατικά κι η Μεϊντάνι άρχισε την πολυλογία σχετικά με το δικαίωμα αλιείας στα ποτάμια κι όχι στις λίμνες, μια όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη απορία. Ένας δικαστής θα μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει από μια Άες Σεντάι να ακούσει κάποια περίπτωση σχετικά με το δικαίωμα της αλιείας, μόνο όμως για να την εξωθήσει να πει τη γνώμη της σε περίπτωση που στην υπόθεση εμπλέκονταν υψηλά ιστάμενα άτομα κι η ίδια ανησυχούσε μήπως προσέφευγε στον θρόνο.

Οι Καφετιές ακολουθούνταν μόνο από έναν Πρόμαχο —η Γιουκίρι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν ανήκε στη Μάρις ή στην Ντορέις— έναν ψωμωμένο τύπο με σκληρό, στρογγυλό πρόσωπο κι έναν μαύρο κόμπο στην κορυφή του κεφαλιού του, ο οποίος κοιτούσε τον Λίονιν και τα ξίφη στην πλάτη του με καχυποψία που σίγουρα είχε κληρονομήσει από την αδελφή του. Το ζευγάρι βημάτιζε αργά στον σπειροειδή διάδρομο, με τα πλαδαρά πηγούνια υψωμένα και τη λεπτόκορμη νεαρή να προχωράει χοροπηδώντας για να μη μείνει πίσω. Ο Πρόμαχος τις ακολουθούσε, αποπνέοντας τον αέρα κάποιου ευρισκόμενου σε εχθρική περιοχή.

Την σήμερον ημέρα, η εχθρότητα δεν ήταν διόλου ασυνήθιστη. Οι αόρατοι τοίχοι που υψώνονταν ανάμεσα στα Άτζα —τόσο λεπτοί κάποτε, ώστε αδυνατούσαν να κρύψουν τα μεταξύ τους μυστικά— είχαν μεταβληθεί τώρα σε πανίσχυρες επάλξεις, περιτριγυρισμένες από τάφρους. Όχι, δεν ήταν απλώς τάφροι αλλά ολόκληρα χάσματα, βαθιά και πλατιά. Οι αδελφές δεν άφηναν ποτέ μόνες τους τα διαμερίσματα των Άτζα τους, συχνά μάλιστα έπαιρναν μαζί τους Προμάχους στη βιβλιοθήκη ή στην τραπεζαρία, φορώντας πάντα τα επώμιά τους, λες και θα μπορούσε κανείς να μαντέψει λανθασμένα σε ποιο Άτζα ανήκαν. Η ίδια η Γιουκίρι φορούσε το καλύτερό της, κεντητό με ασήμι και χρυσαφιές κλωστές, με τα μακρόστενα, ασημιά κρόσσια να κρέμονται έως τους αστραγάλους. Θαρρούσε πως έτσι επιδείκνυε καμαρωτά το Άτζα της. Τελευταία, είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι δώδεκα χρόνια χωρίς Πρόμαχο ήταν πολύς καιρός. Αν μπορούσε να ανακαλύψει και την πηγή της, αυτή η σκέψη θα αποδεικνυόταν τρομακτική. Καμία αδελφή δεν έπρεπε να έχει ανάγκη Προμάχου μέσα στον Λευκό Πύργο.

Όχι για πρώτη φορά, η σκέψη ότι κάποιος θα έπρεπε να μεσολαβήσει μεταξύ των Άτζα, και σύντομα μάλιστα, ξεπήδησε απότομα στο μυαλό της, ειδάλλως οι επαναστάτριες θα χόρευαν μπροστά στην εξώπορτα, θα έπαιρναν θάρρος και, σαν κλέφτες, θα άδειαζαν το σπιτικό, ενώ οι υπόλοιπες θα μάλωναν για το ποια πήρε την κατσαρόλα της Θείας Σούμι. Πάντως, η μόνη διέξοδος από το τούνελ που μπορούσε να δει η ίδια, ήταν να αναγκάσει τη Μεϊντάνι και τις φίλες της να παραδεχτούν δημοσίως ότι είχαν σταλεί στον Πύργο εκ μέρους των επαναστατριών για να διαδώσουν φήμες —ιστορίες που ακόμα υποστήριζαν ως αληθινές!— ότι, δηλαδή, το Κόκκινο Άτζα δημιούργησε τον Λογκαίν ως ψεύτικο Δράκοντα. Μπορούσε, άραγε, να είναι αλήθεια κάτι τέτοιο; Και, μάλιστα, εν αγνοία της Πεβάρα; Ήταν αδύνατον να φανταστεί ότι μια Καθήμενη, ειδικά η Πεβάρα, θα μπορούσε να εξαπατηθεί. Όπως και να είχε όμως, το συγκεκριμένο μπέρδεμα υπερκαλυπτόταν σε τέτοια έκταση από τα υπόλοιπα, ώστε δεν είχε πολλή σημασία από μόνο του. Επιπλέον, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις δέκα από τις δεκατέσσερις γυναίκες που ήταν σίγουρη ότι δεν ανήκαν στο Μαύρο Άτζα, για να μην αναφέρουμε ότι θα έφερνε στην επιφάνεια όσα έκαναν οι υπόλοιπες, κάτι που θα παρέσυρε τα πάντα σαν θύελλα.

Η Γιουκίρι αναρρίγησε, και γι’ αυτό δεν έφταιγαν τα ρεύματα του αέρα στον διάδρομο. Τόσο η ίδια, όσο κι οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που θα αποκάλυπτε την αλήθεια, θα πέθαινε πριν κοπάσει η θύελλα, είτε από «ατύχημα», είτε στο κρεβάτι. Ή απλώς θα εξαφανιζόταν. Θα έφευγε από τον Πύργο και δεν θα την ξαναέβλεπε κανείς. Δεν αμφέβαλλε διόλου γι’ αυτό. Οποιαδήποτε απόδειξη θα θαβόταν τόσο βαθιά, που θα ήταν αδύνατον να την ξεθάψει ακόμα κι ολόκληρος στρατός με φτυάρια. Ακόμα κι οι διαδόσεις θα εξαφανίζονταν. Είχε συμβεί και στο παρελθόν. Όλος ο κόσμος κι η πλειονότητα των αδελφών εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η Τάμρα Οσπένια είχε πεθάνει στον ύπνο της. Το είχε πιστέψει κι η ίδια. Έπρεπε να καταστείλουν το Μαύρο Άτζα το συντομότερο δυνατόν, προτού τολμούσε να δηλώσει δημοσίως την ύπαρξή του.

Η Μεϊντάνι ξανάρχισε να μιλάει μόλις οι Καφετιές βρέθηκαν σε ασφαλή απόσταση, αλλά σώπασε δευτερόλεπτα μετά, όταν ακριβώς μπροστά τους ένα μεγάλο τριχωτό χέρι τράβηξε στο πλάι μια ταπισερί από πίσω. Ένα παγερό ρεύμα ξεχύθηκε από την είσοδο, που ήταν κρυμμένη πίσω από την απεικόνιση των λαμπερών, χρωματιστών πουλιών των Πνιγμένων Χωρών, κι ένας δυσκίνητος τύπος με σκούρο καφετί πανωφόρι εργασίας εμφανίστηκε στον διάδρομο τραβώντας μια χειράμαξα, γεμάτη μέχρι απάνω με κομμένα ξύλα λευκής καρυδιάς, ενώ ένας άλλος υπηρέτης με τραχύ πανωφόρι την έσπρωχνε από την αντίθετη μεριά. Απλοί εργάτες. Κανείς τους δεν έφερε στο στήθος τη Λευκή Φλόγα.

Μόλις είδαν τις δύο Άες Σεντάι, οι άντρες άφησαν βιαστικά την ταπισερί να πέσει πάλι κι έκαναν στην άκρη τη χειράμαξα, ακουμπώντας τη στον τοίχο. Προσπάθησαν να υποκλιθούν, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πέσει σχεδόν όλο το φορτίο στο πάτωμα κι οι ίδιοι να πασχίζουν με αλλόφρονες κινήσεις να αρπάξουν τα καυσόξυλα που γλιστρούσαν, εξακολουθώντας να υποκλίνονται. Αναμφίβολα, περίμεναν πως θα τελείωναν τη δουλειά τους χωρίς να πέσουν πάνω σε αδελφές. Η Γιουκίρι ανέκαθεν λυπόταν αυτούς τους ανθρώπους, που ήταν υποχρεωμένοι να κουβαλούν ξύλα, νερό κι οτιδήποτε άλλο από την υπηρετική ράμπα, ξεκινώντας από το έδαφος, αλλά τους προσπέρασε συνοφρυωμένη.

Δεν υπήρχε περίπτωση να ακουστούν ενόσω μιλούσαν βαδίζοντας, κι οι διάδρομοι των δημόσιων χώρων έμοιαζαν το κατάλληλο μέρος για να τα πουν ιδιαιτέρως με τη Μεϊντάνι. Πολύ καλύτερα από τα διαμερίσματά της, όπου, αν τοποθετούσε ξόρκι κατά των ωτακουστών, όλες στα διαμερίσματα των Γκρίζων θα καταλάβαιναν ότι συζητά μυστικά, κι ακόμα χειρότερα, θα ήξεραν με ποια. Προς το παρόν, στον Πύργο υπήρχαν μόνο διακόσιες αδελφές —ή περίπου τόσες— κι ο Λευκός Πύργος ήταν ένα μέρος τόσο τεράστιο, ώστε μπορούσε άνετα να καταπιεί αυτό το νούμερο και να φαντάζει άδειος. Άλλωστε, αφού όλες είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους, οι δημόσιοι χώροι θα έπρεπε να είναι άδειοι. Έτσι είχε φανταστεί.

Είχε λάβει υπ’ όψιν της τους ένστολους υπηρέτες, που έτρεχαν από δω κι από κει για να ελέγξουν τα φυτίλια στα κεριά, να δουν αν φτάνει το λάδι κι ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως επίσης και τους εργάτες με τις απλές στολές, οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους ψάθινα καλάθια, που το Φως μόνο ήξερε τι περιείχαν. Όλοι αυτοί ξεκινούσαν δουλειά πολύ νωρίς το πρωί, για να ετοιμάσουν τον Πύργο για το υπόλοιπο της μέρας, αλλά βλέποντας την αδελφή, δεν παρέλειπαν να υποκλιθούν βιαστικά και να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από κοντά της, τόσο που ήταν αδύνατον να ακούσουν το παραμικρό. Οι υπηρέτες του Πύργου γνώριζαν καλά πότε έπρεπε να είναι διακριτικοί, ειδικά από τη στιγμή που, αν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει τα λεγόμενα μιας αδελφής, του έδειχναν αμέσως την πόρτα. Με την παρούσα κατάσταση στον Πύργο δε, οι υπηρέτες έκαναν το παν για να μην ακούσουν λέξη απ’ όσα δεν έπρεπε.

Αυτό, όμως, που δεν είχε καταφέρει να προβλέψει ήταν ο αριθμός των αδελφών που προτίμησαν να βγουν από τα διαμερίσματά τους, σε παρέες των δύο ή των τριών, μολονότι ήταν νωρίς κι έκανε κρύο. Κόκκινες, που πάσχιζαν να κοιτούν αφ’ υψηλού όποιον συναντούσαν, εκτός από άλλες Κόκκινες, Πράσινες και Κίτρινες, που ανταγωνίζονταν στην υπεροψία, και Καφετιές, που έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τις ξεπεράσουν όλες. Μερικές Λευκές, όλες δίχως Πρόμαχο πλην μίας, προσπαθούσαν να διατηρήσουν ένα προσωπείο παγερής ηρεμίας, παρ’ ότι τρόμαζαν με τη σκιά τους. Δεν περνούσαν πάνω από λίγα λεπτά που απομακρυνόταν η μια παρέα κι εμφανιζόταν η άλλη, οπότε η Μεϊντάνι δεν έπαψε στιγμή να φλυαρεί σχετικά με κάποια διευκρινιστικά σημεία του νόμου, όπως ακριβώς έκανε όταν έδινε αναφορά.

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν όταν δύο φορές κάποιες Γκρίζες χαμογέλασαν με ανακούφιση μόλις αντίκρισαν αδελφές του ίδιου Άτζα, και θα έρχονταν μαζί τους, αν η Γιουκίρι δεν ένευε αρνητικά, κάτι που την εκνεύρισε υπερβολικά, διότι έτσι γινόταν φανερό σε όλους όσους την είδαν ότι είχε κάποιον ειδικό λόγο να βρεθεί μόνη με τη Μεϊντάνι. Ακόμα κι αν οι αδελφές του Μαύρου Άτζα δεν είχαν προσέξει τίποτα —το Φως να έδινε να μην είχαν λόγο να προσέξουν— ήταν αρκετές οι αδελφές που αυτόν τον καιρό κατασκόπευαν άλλα Άτζα και, παρά τους Τρεις Όρκους, η φημολογία που άφηναν να πλανάται οργίαζε. Με την Ελάιντα να προσπαθεί να βάλει διά της βίας τα Άτζα σε μια σειρά, οι ιστορίες αυτές κατέληγαν συχνά σε εξομολογήσεις, και το καλύτερο που είχες να ελπίζεις ήταν να προσποιηθείς πως τις είχες διαδώσει για προσωπικούς λόγους. Η Γιουκίρι είχε ήδη περάσει αυτό το στάδιο και δεν είχε καμία όρεξη να τη βάλουν να ξανατρίβει πατώματα, ειδικά τώρα που είχε δαγκώσει μεγάλη μπουκιά και δυσκολευόταν να την καταπιεί. Η εναλλακτική λύση της επίσκεψης στη Σιλβιάνα δεν ήταν διόλου καλύτερη, ακόμα κι αν της εξοικονομούσε χρόνο! Η Ελάιντα έμοιαζε πιο εξοργισμένη από ποτέ από τότε που είχε αρχίσει να κλητεύει τη Σιλβιάνα για τις υποθετικά προσωπικές της τιμωρίες, κάτι για το οποίο βούιζε όλος ο Πύργος.

Παρ’ όλο που η Γιουκίρι απεχθανόταν να το παραδεχτεί, όλα αυτά την έκαναν πολύ προσεκτική απέναντι στις άλλες αδελφές που συναντούσε. Μία επίμονη ματιά ήταν σαν να κατασκοπεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό, ενώ αν έστρεφες απότομα το βλέμμα σου αλλού, θα έδινες την εντύπωση ότι είσαι κρυψίνους, με παρόμοια αποτελέσματα. Ωστόσο, δυσκολευόταν να τραβήξει το βλέμμα της από ένα ζευγάρι Κίτρινες που γλιστρούσαν σαν βασίλισσες στο παλάτι τους σ’ έναν διάδρομο που έτεμνε εκείνον όπου βρισκόταν η ίδια.

Ο μελαψός κοντόχοντρος Πρόμαχος που τις ακολουθούσε σε αρκετή απόσταση λόγω διακριτικότητας μάλλον ανήκε στην Πριτάλε Νερμπάιτζαν, μια πρασινομάτα που είχε διαφύγει κατά κόρον τα ανιχνευτικά των Σαλδαίων, μια κι η Ατουάν Λάρισετ δεν διέθετε Πρόμαχο. Η Γιουκίρι δεν γνώριζε πολλά για την Πριτάλε, αλλά θα μάθαινε περισσότερα αφού την παρακολουθούσε από κοντά να κουβεντιάζει με την Ατουάν. Η Ταραμπονέζα ήταν εντυπωσιακή με το ψηλόλαιμο γκρίζο φόρεμά της με τις κίτρινες ραβδώσεις και το επώμιο με τα μεταξένια κρόσσια. Τα μαύρα μαλλιά της κι οι λεπτές πλεξούδες με τις λαμπερές χάντρες που έπεφταν έως τη μέση της, πλαισίωναν ένα πρόσωπο που φάνταζε τέλειο χωρίς να είναι ακριβώς όμορφο. Αν και Κίτρινη, ήταν αρκούντως συνεσταλμένη. Ωστόσο, ήταν η γυναίκα που η Μεϊντάνι κι οι υπόλοιπες προσπαθούσαν να «μελετήσουν» χωρίς να τις προσέξουν. Η γυναίκα, το όνομα της οποίας φοβούνταν να προφέρουν δυνατά, εκτός αν τις προστάτευαν ισχυρά ξόρκια. Η Ατουάν Λάρισετ ήταν η μία από τις τρεις Μαύρες αδελφές που ήξερε η Τάλεν. Να, λοιπόν, πώς ήταν οργανωμένες, τρεις γυναίκες που γνώριζαν καλά η μία την άλλη, τρεις γυναίκες που σχημάτιζαν μια καρδιά, με την καθεμία να γνωρίζει κάτι που δεν ήξεραν οι άλλες. Για την Τάλεν, αυτή η μία ήταν η Ατουάν, οπότε υπήρχε κάποια ελπίδα να την οδηγήσει και στις δύο άλλες.

Λίγο πριν οι δύο γυναίκες χαθούν πίσω από τη στροφή, η Ατουάν έριξε μια ματιά στον σπειροειδή διάδρομο. Το βλέμμα της μόλις που άγγιξε τη Γιουκίρι, κάτι αρκετό όμως για να κάνει την καρδιά της τελευταίας να αναπηδήσει. Συνέχισε να προχωράει, πασχίζοντας να φαίνεται ψύχραιμη, και ρίσκαρε να ρίξει μια γρήγορη ματιά τριγύρω μόλις έφθασε στη γωνία. Η Ατουάν κι η Πριτάλε είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά στο μήκος του διαδρόμου, κατευθυνόμενες προς τον εξωτερικό δακτύλιο. Ο Πρόμαχος τις ακολουθούσε, αλλά κανείς τους δεν κοιτούσε προς τα πίσω. Η Πριτάλε κουνούσε το κεφάλι της. Μήπως η Ατουάν τής έλεγε κάτι; Βρίσκονταν αρκετά μακριά, οπότε το μόνο που άκουγε η Γιουκίρι ήταν ο αχνός, ξερός, μεταλλικός ήχος από τις μπότες του Προμάχου πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Μόνο μια ματιά είχε ρίξει. Η Γιουκίρι τάχυνε το βήμα της για να βγει από το οπτικό τους πεδίο, σε περίπτωση που κάποιος από δαύτους κοιτούσε πάνω από τον ώμο του, και ξεφύσηξε ανακουφισμένη, συνειδητοποιώντας πως όλη αυτή την ώρα κρατούσε την αναπνοή της. Η Μεϊντάνι τη μιμήθηκε, με τους ώμους της βαθουλωμένους.

Παράξενο το πόσο μας επηρεάζει, σκέφτηκε η Γιουκίρι, χαλαρώνοντας επίσης τους ώμους της.

Όταν είχαν πρωτομάθει ότι η Τάλεν ήταν Σκοτεινόφιλη, εκείνη ήταν ακόμα μια θωρακισμένη αιχμάλωτη. Κι όμως, μας τρόμαζε, παραδέχτηκε. Όπως και να έχει, αυτό που έκαναν για να την αναγκάσουν να ομολογήσει είχε κατατρομάξει πρώτα τις ίδιες, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας τις άφησε άφωνες. Τώρα, η Τάλεν ήταν αλυσοδεμένη πιο σφιχτά κι από τη Μεϊντάνι, υπό διαρκή παρακολούθηση, παρ’ ότι έμοιαζε να κυκλοφορεί ελεύθερα —η Σερίν δεν μπορούσε καν να φανταστεί πώς ήταν δυνατόν να κρατάς δέσμια μια Καθήμενη δίχως να το προσέξει κανείς— κι ήταν αξιολύπητα ανυπόμονη να τους αποκαλύψει όλα όσα γνώριζε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ελπίζοντας να σώσει το τομάρι της. Άλλωστε, δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν προκαλούσε πια φόβο. Όσο για τις υπόλοιπες...

Η Πεβάρα είχε προσπαθήσει να τις πείσει πως η Τάλεν έκανε λάθος για την Γκαλίνα Κάσμπαν, κι ή οργή της κράτησε μία ολόκληρη μέρα μέχρι να πεισθεί τελικά ότι η Κόκκινη αδελφή της ήταν όντως Μαύρη. Δεν έπαυε να λέει πως ήθελε να στραγγαλίσει την Γκαλίνα με τα ίδια της τα χέρια. Η Γιουκίρι, από την άλλη, αισθάνθηκε ψυχρή αδιαφορία όταν αναφέρθηκε η Τεμάιλε Κιντερόντε. Αν πράγματι υπήρχαν Σκοτεινόφιλες στον Πύργο, ήταν πολύ λογικό κάποιες να είναι Γκρίζες, αν κι ίσως δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη βοήθεια της Τεμάιλε. Παρέμεινε ψυχρή ακόμα κι όταν έβαλε κάτω τα γεγονότα και συνειδητοποίησε πως η Τεμάιλε είχε εγκαταλείψει τον Πύργο την ίδια ώρα που δολοφονούνταν τρεις αδελφές. Άρα, τα ονόματα των υπόπτων αυξάνονταν, αφού υπήρχαν κι άλλες αδελφές που είχαν φύγει, αλλά ήταν πολύ δύσκολο πλέον να τσακώσουν την Γκαλίνα, την Τεμάιλε και τις υπόλοιπες, ενώ οι μόνες που θα μπορούσαν να αποδειχτούν Σκοτεινόφιλες ήταν αυτές οι δύο.

Η Ατουάν, που αναμφίβολα ανήκε στο Μαύρο Άτζα, βρισκόταν εκεί, σουλατσάροντας με την ησυχία της στον Πύργο, ελεύθερα και χωρίς κανέναν περιορισμό από τους Τρεις Όρκους. Και μέχρι να κανονίσει η Ντόεσιν τη μυστική ανάκριση —κάτι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και για Καθήμενη του Άτζα της Ατουάν, μια κι έπρεπε να παραμείνει μυστικό για όλες— μέχρι τότε λοιπόν, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν είναι να παρακολουθούν από μακριά και να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα. Ήταν σαν να ζεις παρέα με μια κόκκινη οχιά, χωρίς να ξέρεις πότε θα έρθετε πρόσωπο με πρόσωπο ή πότε θα σε δαγκώσει. Ακόμη χειρότερα, σαν να ζεις μέσα σε ολόκληρη φωλιά με κόκκινες οχιές και να μην μπορείς να δεις παρά μόνο μία.

Ξαφνικά, η Γιουκίρι συνειδητοποίησε πως ο φαρδύς, κυρτός διάδρομος μπροστά της ήταν άδειος μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι της, και μια ματιά προς τα πίσω τής έδειξε πως μόνο ο Λίονιν ακολουθούσε. Λες κι ο Πύργος άδειασε και παρέμειναν μόνο οι τρεις τους. Τίποτα δεν κουνιόταν, εκτός από τις τρεμουλιαστές φλόγες στους ορθοστάτες των φανών. Κατά τ’ άλλα, σιωπή.

Η Μεϊντάνι αναπήδησε ελαφρά. «Συγχώρησέ με, Καθήμενη. Ξαφνιάστηκα που την είδα τόσο απότομα. Τι έλεγα; Α, ναι. Κατανοώ ότι η Σελεστίν κι η Άνχαριντ προσπαθούν να βρουν τις στενές της φιλίες στο Κίτρινο Άτζα». Η Σελεστίν κι η Άνχαριντ ήταν οι συντρόφισσες συνωμότριες της Μεϊντάνι, Κίτρινες κι οι δύο. Υπήρχαν δύο από κάθε Άτζα —εκτός, φυσικά, από τις Κόκκινες και τις Γαλάζιες— γεγονός που είχε αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο. «Φοβάμαι πως δεν θα βοηθήσει και πολύ. Ο φιλικός της κύκλος είναι ευρύς ή, τουλάχιστον, ήταν πριν από την... παρούσα κατάσταση μεταξύ των Άτζα». Μια ελαφριά χροιά ικανοποίησης εκδηλώθηκε στη φωνή της, μολονότι το πρόσωπο της παρέμεινε ήρεμο. Παρά τον επιπλέον όρκο, παρέμενε επαναστάτρια. «Θα είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τις κατασκοπεύσουμε όλες».

«Ξέχνα την προς το παρόν». Η Γιουκίρι πάσχισε να μη στραβώσει τον λαιμό της, προσπαθώντας να κοιτάξει ταυτόχρονα προς κάθε κατεύθυνση. Μια ταπισερί στολισμένη με μεγάλα λευκά άνθη τρεμούλιασε ελαφρά, κι η Γιουκίρι κόμπιασε λίγο μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν παρά ένα ρεύμα αέρα κι όχι ένας ακόμα υπηρέτης που έβγαινε από την υπηρετική ράμπα. Δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί τα σημεία στα οποία βρίσκονταν. Το καινούργιο θέμα που είχε θίξει ήταν, από μια άποψη, εξίσου επικίνδυνο με το να συζητά για την Ατουάν. «Χτες το βράδυ θυμήθηκα πως κάποτε ήσαστε μαθητευόμενες και στενές φίλες με την Ελάιντα. Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να αναθερμάνεις αυτή τη φιλία».

«Μιλάς για μερικά χρόνια πριν», απάντησε στυφά η ψηλότερη γυναίκα, μετακινώντας το επώμιο στους ώμους της και τυλίγοντάς το γύρω από το κορμί της, λες και κρύωσε ξαφνικά. «Η Ελάιντα απομακρύνθηκε μόλις έγινε Αποδεχθείσα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να την κατηγορήσουν για εύνοια αν μ’ έβαζαν στην τάξη που είχε αναλάβει να διδάξει».

«Πάλι καλά που δεν ήσουν ευνοούμενή της», αποκρίθηκε ξερά η Γιουκίρι. Η πρόσφατη αποθηρίωση της Ελάιντα είχε βαθιές ρίζες. Πριν πάει στο Άντορ, κάμποσα χρόνια πριν, είχε αποποιηθεί με τέτοια αγριότητα όσες θεωρούσε ευνοούμενες, ώστε οι αδελφές χρειάστηκε να παρέμβουν πάνω από μία φορά. Το παράξενο ήταν ότι μία εξ αυτών ήταν η Σιουάν Σάντσε, παρ’ όλο που δεν επηρεάστηκε, μια και δεν είχε τα ανάλογα προσόντα. Παράξενο και λυπηρό συνάμα. «Ακόμα κι έτσι όμως, σίγουρα θα κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για ν’ αναθερμάνεις αυτή τη φιλία».

Η Μεϊντάνι προχώρησε καμιά δεκαριά βήματα στον διάδρομο ανοιγοκλείνοντας το στόμα της, τακτοποιώντας το επώμιό της ξανά και ξανά, συσπώντας τους ώμους της σαν να ήθελε να διώξει μια αλογόμυγα κι αποφεύγοντας να κοιτάει τη Γιουκίρι. Πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα με τόσο λίγο αυτοέλεγχο να είναι Γκρίζα; «Προσπάθησα», απάντησε τελικά με αδύναμη φωνή. Εξακολουθούσε να αποφεύγει το βλέμμα της Γιουκίρι. «Πολλές φορές. Η Τηρήτρια... η Αλβιάριν με αποθάρρυνε συνεχώς. Η Άμερλιν ήταν απασχολημένη, είχε συσκέψεις και χρειαζόταν ξεκούραση. Πάντα υπήρχε μια έτοιμη δικαιολογία. Έχω την εντύπωση πως η Ελάιντα δεν θέλει να αναθερμάνει μια φιλία που απέρριψε περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν».

Επομένως οι επαναστάτριες θυμούνταν ακόμα εκείνη τη φιλία. Πώς πίστευαν, άραγε, ότι μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν; Κατασκοπεύοντας, το πιθανότερο. Έπρεπε να ανακαλύψει τον τρόπο με τον οποίο η Μεϊντάνι υποτίθεται ότι θα διέδιδε όσα έμαθε. Σε τελική ανάλυση, οι επαναστάτριες τής έδωσαν το συγκεκριμένο εργαλείο, και το μόνο που είχε να κάνει η Γιουκίρι ήταν να το χρησιμοποιήσει. «Η Αλβιάριν δεν θα σταθεί εμπόδιο. Έφυγε από τον Πύργο χτες ή, ίσως, προχτές. Κανείς δεν ξέρει σίγουρα. Οι υπηρέτριες, ωστόσο, λένε πως πήρε μαζί της κάμποσες αλλαξιές, οπότε μάλλον δεν θα γυρίσει πολύ σύντομα».

«Πού μπορεί να πήγε με τέτοιον καιρό;» Η Μεϊντάνι συνοφρυώθηκε. «Χιονίζει από χτες το πρωί κι ο καιρός είχε χειροτερέψει από πριν».

Η Γιουκίρι σταμάτησε να περπατάει, και χρησιμοποίησε και τα δυο της χέρια για να στρέψει την άλλη γυναίκα προς το μέρος της και να την κοιτάξει κατάματα. «Το μόνο που πρέπει να σε ενδιαφέρει, Μεϊντάνι, είναι ότι έφυγε», της είπε με σταθερή φωνή. Πράγματι όμως, πού είχε πάει; «Ο δρόμος προς την Ελάιντα έχει ανοίξει κι εσύ θα τον βαδίσεις. Θα πρέπει να έχεις κατά νου μην τυχόν διαβάσει κάποιος τα έγγραφα της Ελάιντα και να φροντίσεις να μη σε δει κανείς». Η Τάλεν είχε πει ότι το Μαύρο Άτζα γνώριζε οτιδήποτε προερχόταν από το γραφείο της Άμερλιν πριν ακόμα ανακοινωθεί, και χρειάζονταν κάποια πολύ κοντά στην Ελάιντα αν ήθελαν να ανακαλύψουν πώς γινόταν. Φυσικά, η Αλβιάριν είχε πρόσβαση σε όλα πριν ακόμα υπογραφούν από την Ελάιντα, κι η συγκεκριμένη γυναίκα είχε περισσότερη εξουσία από οποιαδήποτε Τηρήτρια στα χρονικά, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να κατηγορηθεί ως Σκοτεινόφιλη. Από την άλλη, δεν αποκλειόταν κιόλας. Το παρελθόν της είχε ερευνηθεί σε βάθος. «Έχε τον νου σου όσο γίνεται στην Αλβιάριν, αλλά το πιο σημαντικό είναι τα έγγραφα της Ελάιντα».

Η Μεϊντάνι αναστέναξε και συγκατένευσε απρόθυμα. Ίσως να έπρεπε να υπακούσει, αλλά ήξερε καλά τον επιπρόσθετο κίνδυνο στον οποίον θα εκτίθετο αν η Αλβιάριν όντως αποδεικνυόταν Σκοτεινόφιλη. Ωστόσο, μπορεί κι η ίδια η Ελάιντα να ήταν Μαύρη, άσχετα από τους ισχυρισμούς της Σερίν και της Πεβάρα. Μια Σκοτεινόφιλη Έδρα της Άμερλιν. Να μια σκέψη ικανή να σε τραντάξει συθέμελα.

«Γιουκίρι!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη του διαδρόμου.

Μια Καθήμενη δεν αναπηδά σαν τρομαγμένο κατσίκι όταν ακούει το όνομά της, αλλά αυτό ακριβώς έκανε η Γιουκίρι. Αν δεν κρατιόταν από τη Μεϊντάνι, μπορεί να είχε πέσει, αλλά ακόμα κι έτσι, οι δυο τους τρίκλισαν σαν μεθυσμένοι αγρότες σε πανηγύρι για τον θερισμό.

Μόλις η Γιουκίρι ανέκτησε την ψυχραιμία της, ίσιωσε το επώμιό της, ενώ το πρόσωπό της κατσούφιασε έντονα μόλις είδε ποια ερχόταν βιαστικά προς το μέρος της. Η Σέαν υποτίθεται πως έπρεπε να είναι κλεισμένη στα διαμερίσματά της με όσο το δυνατόν περισσότερες Λευκές αδελφές γύρω της όταν δεν βρισκόταν με τη Γιουκίρι ή με κάποια άλλη Καθήμενη που γνώριζε για την Τάλεν και το Μαύρο Άτζα, αλλά τώρα δρασκέλιζε τον διάδρομο συντροφιά με την Μπέρναϊλ Γκέλμπαρν, μια εύσωμη Ταραμπονέζα, και με μια άλλη κάργια από την παρέα της Μεϊντάνι. Ο Λίονιν παραμέρισε κι υποκλίθηκε τυπικά στη Σέαν, με τα ακροδάχτυλά του να ακουμπούν στο σημείο της καρδιάς. Η Μεϊντάνι κι η Μπέρναϊλ έκαναν τη βλακεία ν’ ανταλλάξουν χαμόγελα. Μπορεί να ήταν φίλες, αλλά θα έπρεπε να λάβουν τα μέτρα τους από τη στιγμή που δεν ήξεραν ποιος μπορεί να τις έβλεπε.

Η Γιουκίρι δεν είχε όρεξη για χαμόγελα. «Βγήκες να πάρεις αέρα, Σέαν;» τη ρώτησε κοφτά. «Η Σερίν δεν θα ευχαριστηθεί καθόλου όταν της το αναφέρω. Καθόλου. Ούτε εμένα μου αρέσει αυτό».

Η Μεϊντάνι έβηξε ελαφρά και το κεφάλι της Μπέρναϊλ συσπάστηκε, ενώ οι χάντρες στην αρμαθιά από τις λεπτές πλεξούδες της κροτάλισαν η μία πάνω στην άλλη. Οι δύο γυναίκες καταπιάστηκαν να περιεργάζονται μια ταπισερί που υποτίθεται ότι παρίστανε την ταπεινοφροσύνη της Βασίλισσας Ρίανον και, παρά την ηρεμία στα πρόσωπά τους, ήταν προφανές ότι θα ήθελαν να βρίσκονται κάπου αλλού. Στα μάτια τους, οι Καθήμενες υποτίθεται πως ήταν ίσες. Και, συνήθως, ήταν κατά κάποιον τρόπο. Ο Λίονιν υποτίθεται πως δεν θα άκουγε λέξη, αλλά μπορούσε να διαισθανθεί τη διάθεση της Μεϊντάνι, οπότε έκανε ένα βήμα παραπέρα, χωρίς να πάψει να παρακολουθεί τον διάδρομο, βέβαια. Ήταν ένας πολύ καλός και συνετός άντρας.

Η Σέαν είχε αρκετή συναίσθηση των πραγμάτων και φάνηκε ταραγμένη. Εντελώς ασυνείδητα, έσιαξε το φόρεμά της, το οποίο ήταν καλυμμένο με χιονάτες δαντέλες κατά μήκος του στριφώματος και διαγώνια στο μπούστο, αλλά σχεδόν αμέσως τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο επώμιο και τα φρύδια της έσμιξαν πεισματικά. Η Σέαν ήταν ισχυρογνώμων από την πρώτη κιόλας μέρα που είχε έρθει στον Πύργο, κόρη επιπλοποιού από το Λάγκαρντ, η οποία είχε πείσει τον πατέρα της να βγάλει ναύλα για την ίδια και τη μάνα της. Ναύλα για δύο άτομα που θα ανέβαιναν το ποτάμι, αλλά μόνο ένα θα επέστρεφε. Ήταν ισχυρογνώμων και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Συχνά, βέβαια, δεν έβλεπε τι γινόταν μπροστά της, όπως και κάθε Καφετιά. Κάπως έτσι ήταν κι οι Λευκές, γεμάτες λογική αλλά διόλου κρίση. «Δεν είναι απαραίτητο για μένα να κρύβομαι από το Μαύρο Άτζα, Γιουκίρι», απάντησε.

Η Γιουκίρι μόρφασε. Πόσο ανόητη ήταν αυτή η γυναίκα, που ονομάτιζε δημοσίως το Μαύρο Άτζα... Απ’ όσο μπορούσε να δει έως εκεί που της επέτρεπε η γωνία του διαδρόμου, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, αλλά η απροσεξία οδηγούσε σε περισσότερη απροσεξία. Εν ανάγκη, μπορούσε κι η ίδια να πεισμώσει, αλλά τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να σκεφτεί λίγο καλύτερα από χήνα σχετικά με το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν. Άνοιξε το στόμα της για να αποκαλύψει στη Σέαν αυτά που σκεφτόταν, όσο οδυνηρά κι αν ήταν, αλλά η γυναίκα την πρόλαβε πριν μιλήσει.

«Η Σερίν μού είπε ότι θα σ’ έβρισκα». Το στόμα της Σέαν σφίχτηκε κι ένα κοκκίνισμα κηλίδωσε τα μάγουλά της, ίσως επειδή χρειάστηκε να ζητήσει άδεια. Για την ίδια ήταν κατανοητό να δυσανασχετεί με την κατάστασή της, αλλά εντελώς βλακώδες να μην την παραδέχεται. «Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρως, Γιουκίρι. Αναφορικά με το δεύτερο μυστήριο».

Η Γιουκίρι απόρησε προς στιγμήν, όπως η Μεϊντάνι κι η Μπέρναϊλ. Μπορούσαν να προσποιηθούν ότι δεν ακούνε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι έκλειναν τα αυτιά τους. Δεύτερο μυστήριο; Τι εννοούσε η Σέαν; Εκτός αν... Μήπως εννοούσε αυτό που είχε αναγκάσει τη Γιουκίρι να ξαμοληθεί στην αναζήτηση του Μαύρου Άτζα; Η απορία για τις μυστικές συναντήσεις των επικεφαλής των Άτζα είχε χάσει το νόημά της συγκριτικά με την ανακάλυψη Σκοτεινόφιλων στοιχείων ανάμεσα στις αδελφές.

«Πολύ καλά, Σέαν», είπε η Γιουκίρι, δείχνοντας ψυχραιμότερη απ’ όσο ένιωθε στην πραγματικότητα. «Μεϊντάνι, πάρε τον Λίονιν κι απομακρυνθείτε στον διάδρομο μέχρι που μόλις να διακρίνετε εμένα και τη Σέαν στη στροφή. Τα μάτια σου δεκατέσσερα, μην τυχόν και φανεί κανείς. Μπέρναϊλ, κάνε το ίδιο από την άλλη μεριά του διαδρόμου». Οι δύο γυναίκες κινήθηκαν πριν ολοκληρώσει, και μόλις βρέθηκαν εκτός ακουστικής εμβέλειας, η Γιουκίρι έστρεψε την προσοχή της στη Σέαν. «Λοιπόν;»

Προς μεγάλη της έκπληξη, η λάμψη του σαϊντάρ ξεπήδησε γύρω από τη Λευκή Καθήμενη, η οποία ύφανε τριγύρω ένα ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα. Σημάδι ότι έκρυβαν κάποια μυστικά, για όποιον τις έβλεπε. Το καλό που της ήθελε, να ήταν σημαντικό αυτό που είχε να της πει.

«Σκέψου λογικά». Η φωνή της Σέαν ήταν ήρεμη, αλλά τα χέρια της εξακολουθούσαν να είναι γραπωμένα πάνω στο επώμιο. Κορδωμένη, δέσποζε πάνω από τη Γιουκίρι, παρ’ ότι δεν ήταν πολύ πιο ψηλή από τον μέσο όρο. «Πάει πάνω από μήνας, δύο σχεδόν, από τότε που με πλησίασε η Ελάιντα, και πέρασαν περίπου δύο βδομάδες από τότε που βρήκες εμένα και την Πεβάρα. Αν το Μαύρο Άτζα γνώριζε για μένα, θα ήμουν ήδη νεκρή. Η Πεβάρα κι εγώ θα είχαμε πεθάνει πριν μας ξετρυπώσετε εσύ, η Ντόεσιν κι η Σερίν. Άρα, δεν ξέρουν τίποτα για καμιά μας. Παραδέχομαι πως στην αρχή τρομοκρατήθηκα, αλλά τώρα ηρέμησα. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσετε να μου φέρεστε σαν να είμαι μαθητευόμενη», μια αδιόρατη έξαψη έσπασε την ηρεμία, «και μάλιστα άμυαλη».

«Πρέπει να μιλήσεις με τη Σερίν», είπε κοφτά η Γιουκίρι. Εκείνη είχε αναλάβει την επιχείρηση εξ αρχής —έπειτα από σαράντα χρόνια στην Αίθουσα αντιπροσωπεύοντας τις Καφετιές, η Σερίν ήταν πολύ καλή στο να έχει τη γενική εποπτεία— κι η Γιουκίρι δεν είχε καμία διάθεση να της πάει κόντρα, εκτός αν έπρεπε, αλλά και πάλι όχι χωρίς τα προνόμια μιας Καθήμενης, τα οποία μετά βίας μπορούσε να διεκδικήσει υπό τις παρούσες συνθήκες. Θα ήταν σαν να προσπαθεί να πιάσει έναν ογκόλιθο εν κινήσει. Αν έπειθε τη Σερίν, θα ακολουθούσε μεταστροφή της Πεβάρα και της Ντόεσιν, ενώ η ίδια δεν θα ανακατευόταν καθόλου. «Για πες μου, τι είναι αυτό το "δεύτερο μυστήριο", στο οποίο αναφέρθηκες; Μήπως εννοείς τις συναντήσεις των επικεφαλής των Άτζα;»

Η Σέαν φάνηκε να μουλαρώνει κι η Γιουκίρι περίμενε σχεδόν να δει τα αυτιά της να τραβιούνται προς τα πίσω. Κατόπιν, η γυναίκα ξεφύσηξε. «Μήπως η επικεφαλής του Άτζα σου έβαλε το χεράκι της στην εκλογή της Αντάγια για την Αίθουσα; Λίγο παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως, δηλαδή;»

«Ναι, το έκανε», απάντησε προσεκτικά η Γιουκίρι. Όλες ήταν σίγουρες πως η Αντάγια θα γινόταν μέλος της Αίθουσας κάποια μέρα, ίσως σε σαράντα ή πενήντα χρόνια, ωστόσο η Σεράντσα την είχε ήδη χρίσει σχεδόν, παρ’ ότι η εθιμοτυπική μέθοδος περιλάμβανε συζήτηση, μέχρι να υπάρξει κοινή συναίνεση σχετικά με δύο ή τρεις υποψήφιες, και κατόπιν μυστική ψηφοφορία. Όλα αυτά, όμως, αφορούσαν σε δουλειές των Άτζα, δουλειές κρυφές όπως το όνομα κι ο τίτλος της Σεράντσα.

«Το ’ξερα». Η Σέαν ένευσε αλαφιασμένη, κάτι εντελώς ξένο για τη συνήθη συμπεριφορά της. «Η Σερίν λέει πως η Τζουιλέν επιλέχθηκε για Καφετιά, κάτι που δεν συνηθίζουν να κάνουν, κι η Ντόεσιν λέει πως το ίδιο έγινε και με τη Σουάνα, αν και δίστασε να μιλήσει ανοικτά. Θαρρώ πως η ίδια η Σουάνα είναι επικεφαλής του Κίτρινου Άτζα. Εν πάση περιπτώσει, υπήρξε Καθήμενη για σαράντα χρόνια την πρώτη φορά, και ξέρεις πολύ καλά ότι δεν συνηθίζεται να παίρνεις έδρα όταν είσαι Καθήμενη τόσον πολύ καιρό. Η δε Φεράν παραιτήθηκε από Λευκή λιγότερο από δέκα χρόνια πριν. Καμία δεν έχει ξαναγίνει τόσο σύντομα δεκτή στην Αίθουσα. Για να ανακεφαλαιώσουμε, η Τάλεν λέει πως οι Πράσινες αναγορεύουν ανάλογα με τις προτιμήσεις τους, και η Στρατηγός τους διαλέγει μία, αλλά η Αντελόρνα διάλεξε τη Ρίνα χωρίς καμιά τέτοια αναγόρευση».

Η Γιουκίρι κατάφερε να συγκρατήσει μια γκριμάτσα την τελευταία στιγμή. Όλες έτρεφαν υποψίες σχετικά με τις επικεφαλής των άλλων Άτζα, διαφορετικά κανείς δεν θα παρατηρούσε τις συναντήσεις εξ αρχής, αλλά το να βροντοφωνάζεις αυτά τα ονόματα ήταν —στην καλύτερη περίπτωση— αγενές. Οποιοσδήποτε μπορούσε να τιμωρηθεί γι’ αυτό, εκτός από μια Καθήμενη. Φυσικά, τόσο η ίδια, όσο κι η Σέαν, ήξεραν τι να απαντήσουν στην περίπτωση που θα θιγόταν το θέμα της Αντελόρνα. Στις προσπάθειές της να εκβιάσει την εύνοιά τους με κολακείες, η Τάλεν είχε φανερώσει όλα τα μυστικά του Πράσινου Άτζα δίχως να τη ρωτήσουν καν, κάτι που τις έφερε όλες σε δύσκολη θέση, εκτός από την ίδια την Τάλεν. Αν μη τι άλλο, αυτό εξηγούσε γιατί οι Πράσινες έτρεφαν τόσο μίσος για την Αντελόρνα όταν η τελευταία μαστιγώθηκε. Επιπλέον, ο τίτλος Στρατηγός ήταν κάπως γελοίος, άσχετα από το αν ανήκες στο Πολεμικό Άτζα ή όχι. Τουλάχιστον, ο τίτλος Επικεφαλής Γραμματέας περιέγραφε, κατά κάποιον τρόπο, όσα έκανε η Σεράντσα.

Λίγο πιο κάτω στον διάδρομο, η Μεϊντάνι κι ο Πρόμαχός της διακρίνονταν στη στροφή, συζητώντας προφανώς. Ωστόσο, πότε αυτή, πότε εκείνος, παρακολουθούσαν τι γινόταν πιο πέρα. Στην αντίθετη κατεύθυνση διακρινόταν η Μπέρναϊλ. Το κεφάλι της βρισκόταν σε αδιάκοπη κίνηση, καθώς προσπαθούσε να παρακολουθεί τη Γιουκίρι και τη Σέαν, προσέχοντας ταυτόχρονα μήπως πλησίαζε κανείς. Ο τρόπος με τον οποίον μετακινούνταν, πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, θα μπορούσε κάλλιστα να τραβήξει την προσοχή, αλλά τέτοιες μέρες μια αδελφή μοναχή της, εκτός δωματίου του Άτζα της, σίγουρα πήγαινε γυρεύοντας, πράγμα που ήξερε κι η ίδια πολύ καλά. Αυτού του είδους η κουβέντα έπρεπε να πάρει τέλος, και σύντομα μάλιστα.

Η Γιουκίρι σήκωσε ένα δάχτυλο. «Πέντε Άτζα έπρεπε να εκλέξουν καινούργιες Καθήμενες από τις γυναίκες που υπήρχαν στην Αίθουσα και πήγαν με το μέρος των επαναστατριών». Η Σέαν ένευσε καταφατικά κι η Γιουκίρι σήκωσε ένα δεύτερο δάχτυλο. «Καθένα απ’ αυτά τα Άτζα διάλεξε κάποια ως Καθήμενη, η οποία όμως δεν ήταν η... λογική... επιλογή». Η Σέαν ένευσε ξανά. Ένα τρίτο δάχτυλο προστέθηκε στα άλλα δύο. «Το Καφέ Άτζα έπρεπε να διαλέξει δύο νέες Καθήμενες, αλλά δεν αναφέρατε τη Σέβαν. Μήπως υπάρχει τίποτα...» η Γιουκίρι χαζογέλασε κάπως στραβά, «παράξενο... επάνω της;»

«Όχι. Σύμφωνα με τη Σερίν, η Σέβαν θα μπορούσε κάλλιστα να την αντικαταστήσει μόλις αποφάσιζε να παραιτηθεί, όμως...»

«Σέαν, αν όντως υπονοείς πως οι κεφαλές των Άτζα συνωμότησαν για το ποια θα πήγαινε στην Αίθουσα —προσωπικά, δεν έχω ξανακούσει πιο εξωφρενική υπόθεση!— αν, λοιπόν, αυτό υπονοείς, γιατί διάλεξαν πέντε παράξενες γυναίκες και μία κανονική;»

«Ναι, αυτό υπονοώ. Όσο όλες εσείς μ’ είχατε κλειδαμπαρωμένη, είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου για να σκεφτώ κάποια πράγματα. Η Τζουιλέν, η Ρίνα κι η Αντάγια μού έδωσαν κάποιες ενδείξεις, ενώ η Φεράν ήταν η αιτία που αποφάσισα να κάνω έναν έλεγχο». Τι εννοούσε, άραγε, η Σέαν, αναφερόμενη στην Αντάγια και στις άλλες δύο που της έδωσαν κάποιες ενδείξεις; Μα, φυσικά... Η Ρίνα κι η Αντάγια δεν ήταν αρκετά μεγάλες ακόμα ώστε να ανήκουν στην Αίθουσα. Το να μην αναφέρεται η ηλικία είχε γίνει γρήγορα από έθιμο συνήθεια, με αποτέλεσμα να μην τη σκέφτονται καν.

«Δύο μπορεί να είναι σύμπτωση», συνέχισε η Σέαν, «ακόμα και τρεις, αν και καταντάει μωροπιστία, αλλά πέντε σημαίνει ότι υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο. Εκτός από το Γαλάζιο, το Καφέ Άτζα ήταν το μόνο που είχε δύο Καθήμενες με το μέρος των επαναστατριών. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, ίσως υπάρχει βάση στο γιατί διάλεξαν μία αδελφή παράξενη και μία κανονική. Πάντως, σίγουρα υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο, Γιουκίρι, κάτι σαν αίνιγμα, κι άσχετα αν είναι λογικό ή όχι, κάτι μου λέει πως πρέπει να το λύσουμε πριν καταφθάσουν οι επαναστάτριες. Με κάνει να αισθάνομαι σαν να με αρπάζει κάποιος απ’ τον ώμο, αλλά όταν γυρίζω να κοιτάξω, δεν υπάρχει κανείς».

Αυτό που καταντούσε μωροπιστία ήταν η ιδέα πως οι επικεφαλής των Άτζα συνωμοτούσαν εξ αρχής. Ωστόσο, αναλογίστηκε η Γιουκίρι, μια συνωμοσία Καθήμενων είναι πέρα για πέρα παρατραβηγμένη, κι εγώ είμαι ήδη ανακατεμένη σε μία. Άλλωστε, υπήρχε και το απλό γεγονός πως κανείς εκτός των Άτζα δεν είχε υποτίθεται τη δυνατότητα να γνωρίζει τις επικεφαλής, οι ίδιες όμως γνωρίζονταν μεταξύ τους παρά το εθιμοτυπικό. «Αν πρόκειται για αίνιγμα», είπε κουρασμένα, «έχεις αρκετό καιρό μπροστά σου να το λύσεις. Οι επαναστάτριες δεν μπορούν να φύγουν από το Μουράντυ πριν από την άνοιξη, άσχετα από το τι λένε στον κόσμο, κι η προέλασή τους προς τ’ ανάντη του ποταμού θα τους πάρει μήνες, αν υποθέσουμε πως μπορέσουν να κρατήσουν τον στρατό τους ενωμένο τόσον πολύ καιρό». Δεν αμφέβαλλε πως θα μπορούσαν να κρατηθούν ενωμένες, αν κι όχι για παραπάνω χρονικό διάστημα. «Πήγαινε πίσω, στο δωμάτιό σου, πριν μας δει κανείς εδώ περικυκλωμένες από το ξόρκι, να συλλογιζόμαστε τις απορίες σου», της είπε ευγενικά, ακουμπώντας το χέρι της στο μανίκι της Σέαν. «Θα χρειαστεί να συνηθίσεις να σε φροντίζουν μέχρι να βεβαιωθούμε όλες ότι είσαι ασφαλής».

Η έκφραση στο πρόσωπο της Σέαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκυθρωπή αν επρόκειτο για κάποια άλλη κι όχι για μια Καθήμενη. «Θα μιλήσω ξανά με τη Σερίν», είπε, αλλά το φως του σαϊντάρ γύρω της εξαφανίστηκε.

Παρακολουθώντας τη να πηγαίνει κοντά στην Μπέρναϊλ και βλέποντας τις δυο τους να βαδίζουν ανάλαφρα στον καμπυλωτό διάδρομο, κατευθυνόμενες στα διαμερίσματα των Άτζα, επιφυλακτικές σαν ελαφάκια ενώ οι λύκοι σεργιανίζουν, η Γιουκίρι αισθάνθηκε ένα βάρος στην καρδιά. Κρίμα που οι επαναστάτριες δεν θα έφταναν πριν από το καλοκαίρι. Αν μη τι άλλο, κάτι τέτοιο μπορεί να ανάγκαζε τα Άτζα να τα ξαναβρούν, έτσι ώστε οι αδελφές να μην ήταν αναγκασμένες να μπαινοβγαίνουν στον Λευκό Πύργο. Σαν να είχαν φτερά, αναλογίστηκε λυπημένη.

Αποφασισμένη να μην καταβληθεί από την κακοθυμία της, πήγε να μαζέψει τη Μεϊντάνι και τον Λίονιν. Έπρεπε να αρχίσει την έρευνα για μια Μαύρη αδελφή. Αυτό, τουλάχιστον, αποτελούσε αίνιγμα του οποίου γνώριζε τη λύση.


Τα μάτια του Γκάγουιν άνοιξαν απότομα στο σκοτάδι, καθώς ένα νέο κύμα παγωνιάς ξεχύθηκε στη σοφίτα με τον σανό. Κανονικά, τα παχιά τοιχώματα του αχυρώνα κρατούσαν έξω το δριμύ ψύχος της νύχτας. Φωνές ακούστηκαν να μουρμουρίζουν από κάτω, αλλά καμιά δεν ακουγόταν αναστατωμένη. Απομάκρυνε το χέρι του από το ξίφος που κειτόταν πλάι του κι έσφιξε πιο πολύ τα γάντια του. Όπως όλα τα υπόλοιπα Παλικαράκια, δεν είχε πρόβλημα να κοιμηθεί όπου να ’ναι. Μάλλον ήταν ώρα να ξυπνήσει μερικούς από τους άντρες γύρω του, μια κι είχε έρθει η σειρά τους να φυλάξουν σκοπιά, αλλά κι ο ίδιος είχε πλέον ξυπνήσει για τα καλά κι αμφέβαλλε κατά πόσον μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Σε κάθε περίπτωση, ο ύπνος του ήταν πάντα δυσάρεστος, ταραγμένος από σκοτεινά όνειρα και στοιχειωμένος από τη γυναίκα που αγαπούσε. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν η Εγκουέν, ούτε καν αν εξακολουθούσε να είναι ζωντανή. Δεν είχε ιδέα, επίσης, αν θα τον συγχωρούσε ποτέ. Σηκώθηκε, άφησε το χαλαρό δεμάτι που είχε τραβήξει επάνω του να γλιστρήσει από τον μανδύα του, και ζώστηκε τη ζώνη του σπαθιού του.

Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στους σκιώδεις όγκους που σχημάτιζαν τα κορμιά των κοιμώμενων συντρόφων του πάνω στα στοιβαγμένα δεμάτια του σανού, ένα ανεπαίσθητο ξύσιμο από μπότες πάνω σε ξύλινα σκαλοπάτια τού αποκάλυψε ότι κάποιος ανέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στο υπερώο. Μια θαμπή φιγούρα εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας και σταμάτησε για να τον περιμένει.

«Άρχοντα Γκάγουιν;» ακούστηκε η μαλακή αλλά βαθιά φωνή του Ρέιτζαρ, με τη χαρακτηριστική Ντομανική προφορά, απαράλλαχτη παρά τα έξι χρόνια εκπαίδευσης στην Ταρ Βάλον. Η βροντώδης φωνή του Πρώτου Αξιωματικού δεν έπαψε ποτέ να τον εκπλήσσει, μια και προερχόταν από έναν μικροκαμωμένο άντρα, το ύψος του οποίου μόλις που έφτανε στους ώμους του Γκάγουιν. Έστω κι έτσι όμως, υπό άλλες συνθήκες, ο Ρέιτζαρ σίγουρα θα ήταν πλέον Πρόμαχος. «Σκέφτηκα πως έπρεπε να σε ξυπνήσω. Μόλις κατέφθασε μια αδελφή, πεζή. Αγγελιαφόρος του Πύργου. Ήθελε να δει την αδελφή που είναι υπεύθυνη εδώ. Είπα στον Τόμιλ και στον αδελφό του να την πάνε στο σπίτι του Δημάρχου πριν πλαγιάσουν».

Ο Γκάγουιν αναστέναξε. Έπρεπε να είχε πάει σπίτι του μόλις επέστρεψε στην Ταρ Βάλον και βρήκε τα Παλικαράκια διωγμένα από την πόλη, αντί να μείνει εδώ και να παγιδευτεί από τον χειμώνα. Ειδικά από τη στιγμή που ήταν σίγουρος ότι η Ελάιντα ήθελε να τους δει όλους νεκρούς. Η αδελφή του, η Ηλαίην, ούτως ή άλλως θα ερχόταν κάποια στιγμή στο Κάεμλυν, αν δεν βρισκόταν ήδη εκεί. Το σίγουρο ήταν πως οποιαδήποτε Άες Σεντάι θα φρόντιζε ώστε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ να φθάσει εγκαίρως στο Κάεμλυν για τη διεκδίκηση του θρόνου, πριν την προλάβαινε καμιά άλλη. Ο Λευκός Πύργος δεν θα άφηνε να πάει χαμένη η ευκαιρία να έχει μια βασίλισσα που ήταν συγχρόνως Άες Σεντάι. Από την άλλη, η Ηλαίην ίσως ήταν ήδη καθ’ οδόν προς την Ταρ Βάλον ή εξακολουθούσε να εδρεύει στον Λευκό Πύργο. Δεν είχε ιδέα με ποιον τρόπο και σε ποια έκταση είχε μπλέξει με τη Σιουάν Σάντσε —αυτή η κοπέλα ανέκαθεν βουτούσε στα βαθιά χωρίς να ξέρει κολύμπι— αλλά η Ελάιντα κι η Αίθουσα του Πύργου μπορεί να ήθελαν να της κάνουν ενδελεχή ανάκριση. Το ότι ήταν Κόρη-Διάδοχος δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Ούτε το αν θα γινόταν Βασίλισσα. Ωστόσο, ήταν σίγουρος πως δεν θα έβγαινε υπόλογη. Εξακολουθούσε να ανήκει στις Αποδεχθείσες, κι αυτό έπρεπε να το υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του.

Το καινούργιο πρόβλημα ήταν πως, μεταξύ του ιδίου και της Ταρ Βάλον, μεσολαβούσε ένας ολόκληρος στρατός. Τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες βρίσκονταν σε αυτή την όχθη του Ποταμού Ερινίν και, όπως πίστευε, θα υπήρχαν άλλοι τόσοι στη δυτική όχθη. Έπρεπε να στηρίξουν τις Άες Σεντάι που η Ελάιντα αποκαλούσε επαναστάτριες. Ποιος άλλος θα τολμούσε να πολιορκήσει την ίδια την Ταρ Βάλον, άλλωστε; Πάντως, ο τρόπος που είχε εμφανιστεί αυτός ο στρατός, λες κι υλοποιήθηκε από το πουθενά καταμεσής μιας χιονοθύελλας, έκανε τις τρίχες στον αυχένα του να σηκώνονται όρθιες. Οι φήμες κι ο πανικός προπορεύονταν πάντα μιας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης που προελαύνει. Πάντα. Ετούτη εδώ η στρατιά είχε εμφανιστεί σιωπηλά, σαν τα πνεύματα. Ωστόσο, ο στρατός ήταν πέρα για πέρα αληθινός, επομένως ο ίδιος ούτε στην Ταρ Βάλον μπορούσε να εισέλθει, για να ανακαλύψει αν η Ηλαίην βρισκόταν στον Πύργο, ούτε να βαδίσει νότια. Δεν θα ήταν δύσκολο για έναν στρατό να προσέξει την προέλαση τριακοσίων και πλέον ανδρών, ενώ οι επαναστάτριες δεν έτρεφαν και τόσο φιλικά αισθήματα για τα Παλικαράκια. Ακόμα κι αν πήγαινε μόνος, το ταξίδι καταχείμωνο θα ήταν πολύ αργό και δεν θα έφτανε στο Κάεμλυν γρηγορότερα απ’ ό,τι αν περίμενε την άνοιξη. Άλλωστε, δεν υπήρχε περίπτωση να βρει θέση σε κάποιο πλοίο. Η πολιορκία θα βάλτωνε εντελώς την κυκλοφορία μέσω του ποταμού κι όλα θα ήταν απελπιστικά μπλοκαρισμένα, όπως ήταν κι ο ίδιος.

Και τώρα, νυχτιάτικα, είχε καταφθάσει μια Άες Σεντάι, κάτι που δεν απλούστευε καθόλου τα πράγματα.

«Ας δούμε τι μαντάτα φέρνει», είπε ήρεμα, κάνοντας νόημα στον Ρέιτζαρ να κατέβει τη σκάλα πριν από αυτόν.

Είκοσι άλογα με παραφορτωμένες σέλες συνωστίζονταν σε όσο ελεύθερο χώρο είχαν αφήσει στον σκοτεινό αχυρώνα οι τριάντα περίπου αγελάδες της Κυράς Μίλιν, που ήταν τοποθετημένες στα χωρίσματα του στάβλου, οπότε ο Γκάγουιν κι ο Ρέιτζαρ χρειάστηκε να περάσουν ξυστά για να βγουν στις φαρδιές πόρτες. Η μόνη ζεστασιά προερχόταν από τα κοιμισμένα ζώα. Οι δύο άντρες που φρουρούσαν τα άλογα δεν ήταν παρά σιωπηλές σκιές, αλλά ο Γκάγουιν καταλάβαινε ότι παρακολουθούσαν τον ίδιο και τον Ρέιτζαρ να ξεγλιστρούν στην παγερή νυχτιά. Θα είχαν ενημερωθεί για την αγγελιαφόρο και σίγουρα θα αναρωτιούνταν.

Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι η άχρωμη σελήνη ακτινοβολούσε ένα λαμπερό φως. Το χωριό του Ντόρλαν λαμπύριζε από το χιόνι. Κρατώντας σφιχτά τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους, οι δυο τους άρχισαν σιωπηλά να βαδίζουν με κόπο και με το χιόνι να τους φτάνει έως τα γόνατα, μέσα από το χωριό, διασχίζοντας τον αλλοτινό δρόμο προς την Ταρ Βάλον από μια πόλη που δεν υπήρχε επί εκατοντάδες χρόνια. Σήμερα, κανείς δεν ταξίδευε σε αυτή την κατεύθυνση από την Ταρ Βάλον, παρά μόνο για να έλθει στο Ντόρλαν, αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνει χειμωνιάτικα. Παραδοσιακά, το χωριό προμήθευε με τυριά τον Λευκό Πύργο και κανέναν άλλον. Ήταν μικροσκοπικό μέρος, μόλις καμιά δεκαπενταριά σπίτια από γκρίζα πέτρα και στέγες από σχιστόλιθο, με το σωρευμένο χιόνι γύρω τους να φτάνει έως τα περβάζια των παραθύρων του ισογείου. Σε ελάχιστη απόσταση πίσω από κάθε σπίτι υπήρχε κι από ένα βουστάσιο, γεμάτο τώρα από άντρες, άλογα κι αγελάδες. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ταρ Βάλον θα πρέπει να είχαν ξεχάσει πια την ύπαρξη του Ντόρλαν. Ποιον ενδιέφερε από πού ερχόταν το τυρί; Έμοιαζε κατάλληλο μέρος για να απομονωθεί κανείς. Μέχρι τώρα, τουλάχιστον.

Όλα τα σπίτια του χωριού ήταν σκοτεινά, εκτός από ένα. Το φως διέφευγε μέσα από τα κλειστά παντζούρια κάμποσων παραθύρων στην κατοικία του Αφέντη Μπέρλοου, τόσο στους πάνω όσο και στους κάτω ορόφους. Ο Γκάρον Μπέρλοου είχε την ατυχία να κατέχει το μεγαλύτερο σπίτι του Ντόρλαν κι, επιπλέον, να είναι Δήμαρχος. Οι χωρικοί που είχαν παραχωρήσει τα κρεβάτια τους στις Άες Σεντάι, για να κοιμηθούν οι ίδιοι άλλου, θα πρέπει να το είχαν μετανιώσει. Ο Άρχοντας Μπέρλοου είχε ήδη δύο δωμάτια κενά.

Χτυπώντας τα πόδια του πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια, για να καθαρίσει το χιόνι από τις μπότες του, ο Γκάγουιν χτύπησε τη βαριά πόρτα του Δημάρχου με τη γαντοφορεμένη του γροθιά. Δεν απάντησε κανείς, κι ένα λεπτό αργότερα ανασήκωσε το μάνταλο κι οδήγησε τον Ρέιτζαρ στο εσωτερικό.

Στο μπροστινό δωμάτιο με τα δοκάρια στην οροφή —αρκετά μεγάλο για αγροτόσπιτο— δέσποζαν κάμποσα ψηλά ντουλάπια με ανοικτή πρόσοψη, γεμάτα από κασσιτέρινα οικιακά σκεύη και γυαλιστερές πορσελάνες. Επίσης, υπήρχε ένα μακρόστενο καλογυαλισμένο τραπέζι, παράπλευρα του οποίου βρίσκονταν διατεταγμένα καθίσματα με ψηλή πλάτη. Όλες οι λάμπες λαδιού ήταν αναμμένες, κάπως υπερβολικό για χειμώνα όταν μερικά μόνο κεριά θα ήταν ό,τι πρέπει, αν κι οι φλόγες του τζακιού δεν φαίνονταν να καίνε τα κομμένα κούτσουρα, κι ελάχιστα επηρέαζαν τη θερμοκρασία του δωματίου. Ωστόσο, οι δύο αδελφές που έμεναν στα πάνω δωμάτια περπατούσαν ξυπόλητες στο γυμνό ξύλινο πάτωμα, έχοντας ρίξει βιαστικά πάνω από τις λινές νυχτικιές τους μανδύες με γούνινη επένδυση. Η Κατερίνε Αλρούντιν κι η Τάρνα Φάιρ παρακολουθούσαν μια μικροκαμωμένη γυναίκα που φορούσε ένα ένδυμα ιππασίας, μαύρο με κίτρινες ρίγες, κι έναν μανδύα μουσκεμένο μέχρι τους γοφούς της από το χιόνι. Καθόταν όσο πιο κοντά γινόταν στη φαρδιά εστία, ζεσταίνοντας κουρασμένα τα χέρια της κι αναρριγώντας. Περπατώντας μέσα στο χιόνι, ήταν αδύνατον να έχει διανύσει την απόσταση από την Ταρ Βάλον σε λιγότερο από δύο-τρεις μέρες. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι μπορούσαν να νιώσουν στο πετσί τους την παγωνιά. Μάλλον θα ήταν η αδελφή στην οποία είχε αναφερθεί ο Ρέιτζαρ, αλλά, σε σύγκριση με τις άλλες, η θαλερότητά της μόλις που γινόταν εμφανής. Ειδικά σε σχέση με τις άλλες δύο, έμοιαζε να μην υπάρχει.

Η απουσία του Δημάρχου και της γυναίκας του άγχωσε ακόμα περισσότερο τον Γκάγουιν, αν και το περίμενε. Θα παρευρίσκονταν μόνο για να περιποιηθούν τις Άες Σεντάι, προσφέροντάς τους ζεστά ποτά και φαγητό ασχέτως ώρας, μέχρι να επιστρέψουν στα κρεβάτια τους, για να αφήσουν την Κατερίνε και την Τάρνα μόνες με την αγγελιαφόρο. Πράγμα που σήμαινε ότι ήταν ανόητος αν περίμενε να μάθει το περιεχόμενο του μηνύματος. Αυτό, όμως, το γνώριζε καλά πριν ακόμα φύγει από τον αχυρώνα.

«...ο βαρκάρης λέει ότι θα παραμείνει στο σημείο όπου αποβιβαστήκαμε μέχρι τη λήξη της πολιορκίας», έλεγε με επιφυλακτικό τόνο η μικροκαμωμένη γυναίκα μόλις ο Γκάγουιν μπήκε, «αλλά ήταν τόσο φοβισμένος, που τώρα θα βρίσκεται κάμποσες λεύγες μακριά, στην άλλη άκρη του ποταμού». Καθώς την άγγιξε το κρύο από την ανοιχτή πόρτα, η γυναίκα κοίταξε τριγύρω κι η κόπωση χάθηκε εν μέρει από το τετράγωνο πρόσωπο της. «Γκάγουιν Τράκαντ», είπε. «Έχω να σου μεταφέρω διαταγές από την Έδρα της Άμερλιν, Άρχοντα Γκάγουιν».

«Διαταγές;» ρώτησε ο Γκάγουιν, τραβώντας τα γάντια του και τακτοποιώντας τα πίσω από τη ζώνη του, για να κερδίσει χρόνο. Ας ακουγόταν μία φορά η πικρή αλήθεια. «Γιατί μου στέλνει διαταγές η Ελάιντα; Γιατί να υπακούσω, από τη στιγμή που αποποιήθηκε τόσο εμένα τον ίδιο, όσο και τα Παλικαράκια;» Ο Ρέιτζαρ είχε πάρει στάση που δήλωνε σεβασμό απέναντι στις αδελφές, με τα χέρια διπλωμένα πίσω από την πλάτη του, και λοξοκοίταξε αστραπιαία τον Γκάγουιν. Ό,τι και να έλεγε ο Γκάγουιν, δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει, αλλά τα Παλικαράκια δεν συμφωνούσαν απαραιτήτως με την άποψη του Γκάγουιν. Οι Άες Σεντάι έπρατταν κατά βούληση και κανείς δεν θα μάθαινε τον λόγο, παρά μόνο αν τον αποκάλυπτε κάποια αδελφή. Τα Παλικαράκια είχαν παίξει συνειδητά την τύχη τους κορώνα-γράμματα με τον Λευκό Πύργο και την είχαν αποδεχθεί.

«Οι διαταγές μπορούν να περιμένουν, Νάρενγουιν», την έκοψε απότομα η Κατερίνε, σφίγγοντας τον μανδύα πιο σφιχτά πάνω στο κορμί της. Τα μαύρα της μαλλιά σκόρπισαν γύρω από τους ώμους της, αχτένιστα σχεδόν, λες και τα είχε περάσει βιαστικά με τη χτένα και κατόπιν τα είχε παρατήσει. Η γυναίκα απέπνεε ένταση κι ο Γκάγουιν έφερε στο μυαλό του λύγκα που έχει βγει για κυνήγι. Ή που είναι πολύ προσεκτικός για να μην πέσει σε παγίδα. Η Κατερίνε έριξε μια κλεφτή ματιά προς το μέρος του ίδιου και του Ρέιτζαρ και δεν τους ξαναέδωσε σημασία. «Έχω επείγουσες δουλειές στον Πύργο. Πείτε μου πώς μπορώ να βρω αυτό το ακατονόμαστο ψαροχώρι. Κι αν ο βαρκάρης δεν είναι ακόμα εκεί, θα βρω κάποιον άλλον να με πάει».

«Το ίδιο κι εγώ», πετάχτηκε η Τάρνα, σφίγγοντας πεισματικά το σαγόνι της, ενώ τα γαλανά της μάτια πετούσαν σπίθες. Σε αντίθεση ρε την Κατερίνε, τα μακριά κατάξανθα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα, λες και, πριν κατέβει, της τα είχε περιποιηθεί κάποια υπηρέτρια. Πάντως, έμοιαζε εξίσου συγκεντρωμένη, αλλά πιο ψύχραιμη. «Έχω σοβαρό λόγο να φτάσω στον Πύργο χωρίς καθυστέρηση». Ένευσε προς το μέρος του Γκάγουιν και κάπως λιγότερο προς το μέρος του Ρέιτζαρ, ψυχρή σαν το μάρμαρο από το οποίο έμοιαζε να είναι φτιαγμένη. Ωστόσο, έδειχνε περισσότερο φιλική απ’ ό,τι απέναντι στην Κατερίνε, η οποία φυσικά της το ανταπέδιδε. Ανέκαθεν υπήρχε αμηχανία μεταξύ των δύο γυναικών, παρ’ ότι ανήκαν στο ίδιο Άτζα. Φαίνεται πως δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα η μία την άλλη, αν και με τις Άες Σεντάι ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος.

Ο Γκάγουιν δεν θα λυπόταν ιδιαίτερα αν τις έβλεπε να φεύγουν. Η Τάρνα είχε σπεύσει στο Ντόρλαν μόλις μία μέρα μετά την άφιξη του μυστηριώδους στρατού, κι όσο κι αν αυτά τα ζητήματα τα ρύθμιζαν οι Άες Σεντάι, είχε εκτοπίσει αμέσως από τα διαμερίσματά της, στον επάνω όροφο, τη Λαζάνια Κόουλ κι είχε αφαιρέσει την αρχηγία των έντεκα υπόλοιπων αδελφών που βρίσκονταν στο χωριό από την Κοβάρλα Μπαλντέν. Από τον τρόπο που έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για Πράσινη. Ρωτούσε τις άλλες αδελφές για το πώς έχει η κατάσταση, κι επιθεωρούσε αυστηρά και καθημερινά τα Παλικαράκια σαν να έψαχνε για πιθανούς Προμάχους. Έχοντας πάνω από το κεφάλι τους μια Κόκκινη να τους εξετάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι άντρες άρχισαν να κοιτούν καχύποπτα πάνω από τον ώμο τους. Το χειρότερο ήταν ότι η Τάρνα περνούσε πολλές ώρες ιππεύοντας, ανεξαρτήτως καιρού, προσπαθώντας να βρει έναν ντόπιο που θα της έδειχνε κάποιο μονοπάτι για την πόλη χωρίς να την πάρουν είδηση οι πολιορκητές. Αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε τους ανιχνευτές τους στο Ντόρλαν. Η Κατερίνε είχε καταφθάσει μόλις χτες, αλαφιασμένη μήπως θα έκλεινε ο δρόμος προς την Ταρ Βάλον, κι αμέσως πήρε την αρχηγία από την Τάρνα και το δωμάτιο από την Κοβάρλα. Ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε με ανάλογο τρόπο την εξουσία της. Απέφευγε τις υπόλοιπες αδελφές, αρνούμενη να αποκαλύψει γιατί είχε εξαφανιστεί από τα Πηγάδια του Ντουμάι ή πού βρισκόταν. Πάντως, κι αυτή έκανε εξονυχιστική έρευνα στα Παλικαράκια, και μάλιστα με τον αέρα μιας γυναίκας που περιεργάζεται ένα τσεκούρι, το οποίο έχει κατά νου να χρησιμοποιήσει, δίχως να νοιάζεται για το αίμα που θα χυθεί. Ο Γκάγουιν δεν θα εκπλησσόταν αν προσπαθούσε να τον φοβερίσει, για να τον αναγκάσει να ανοίξει δρόμο προς τα γεφύρια και να την οδηγήσει στην πόλη. Η αλήθεια ήταν ότι θα ένιωθε πολύ ευχάριστα αν τις έβλεπε να φεύγουν. Βέβαια, ακόμα κι αν έφευγαν, θα είχε να ασχοληθεί με τη Νάρενγουιν και με τις προσταγές της Ελάιντα.

«Δεν μπορείς καν να το πεις χωριό, Κατερίνε», είπε η αδελφή που έτρεμε από το κρύο. «Δεν είναι παρά τρεις-τέσσερις άθλιες ψαροκαλύβες, κάπου μια μέρα απόσταση αν προχωρήσεις δια ξηράς, κατηφορίζοντας το ποτάμι. Από εδώ, είναι κάπως περισσότερο». Άδραξε τη μουσκεμένη φούστα της και την κράτησε κοντά στη φωτιά. «Ίσως βρούμε τρόπο να στείλουμε μηνύματα στην πόλη, αλλά εσείς οι δύο πρέπει να παραμείνετε εδώ. Το μόνο που σταμάτησε την Ελάιντα από το να στείλει πενήντα αδελφές, ίσως και περισσότερες, αντί για μένα μονάχα, ήταν η δυσκολία να βρει έστω και μία μικρή βάρκα για να διασχίσει το ποτάμι χωρίς να την πάρουν είδηση παρά το σκοτάδι. Πρέπει να ομολογήσω πως μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έμαθα ότι υπήρχαν αδελφές τόσο κοντά στην Ταρ Βάλον. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε αδελφή εκτός πόλεως πρέπει να...»

Η Τάρνα τη διέκοψε απότομα ανασηκώνοντας το χέρι της. «Η Ελάιντα δεν έχει τρόπο να μάθει ότι είμαι εδώ». Η Κατερίνε έπαψε να μιλά και συνοφρυώθηκε. Ανασήκωσε το πηγούνι της, αλλά άφησε την άλλη Κόκκινη να συνεχίσει. «Ποιες ήταν οι διαταγές που σου έδωσε σχετικά με τις αδελφές στο Ντόρλαν, Νάρενγουιν;» Ο Ρέιτζαρ βάλθηκε να κοιτάει τις σανίδες κάτω από τις μπότες του. Μπορεί να ήταν ατρόμητος στη μάχη, αλλά μόνο ένας τρελός θα ήθελε να παρίσταται στη διένεξη δύο Άες Σεντάι.

Η κοντύτερη γυναίκα ασχολήθηκε για λίγο ακόμα με τη σχιστή φούστα της. «Διατάχθηκα να αναλάβω τις αδελφές που θα έβρισκα εδώ», είπε πνιχτά, «και να κάνω ό,τι μπορώ». Μια στιγμή αργότερα, αναστέναξε και διόρθωσε διστακτικά τα λόγια της. «Εννοώ, τις αδελφές που βρήκα υπό τις διαταγές της Κοβάρλα. Σίγουρα, όμως...»

Αυτή τη φορά, τη διέκοψε η Κατερίνε. «Ποτέ δεν ήμουν υπό τις διαταγές της Κοβάρλα, Νάρενγουιν, άρα οι συγκεκριμένες διαταγές δεν με αφορούν. Το πρωί θα πάω να βρω αυτές τις τρεις-τέσσερις ψαροκαλύβες».

«Μα...»

«Αρκετά, Νάρενγουιν», είπε η Κατερίνε εντελώς ψυχρά. «Κανόνισε τα με την Κοβάρλα». Η μαυρομάλλα γυναίκα έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην αδελφή της του ίδιου Άτζα. «Υποθέτω πως μπορείς να με συνοδεύσεις, Τάρνα. Ένα ψαροκάικο θα πρέπει να χωράει δύο άτομα». Η Τάρνα έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της μπροστά, σαν να την ευχαριστούσε.

Έχοντας τελειώσει με τις υποθέσεις τους, οι δύο Κόκκινες έριξαν τους μανδύες επάνω τους και βάδισαν ανάλαφρα προς την πόρτα, λίγο πιο μέσα στο οίκημα. Η Νάρενγουιν έριξε μια ενοχλημένη ματιά στις γυρισμένες τους πλάτες κι έστρεψε την προσοχή της στον Γκάγουιν, με το πρόσωπό της να μοιάζει με μάσκα ψυχραιμίας.

«Έχεις νέα από την αδελφή μου;» τη ρώτησε εκείνος προτού η γυναίκα προλάβει να ανοίξει το στόμα της. «Ξέρεις που βρίσκεται;»

Ήταν όντως πάρα πολύ κουρασμένη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της κι ο Γκάγουιν νόμισε πως την είδε να του δίνει μια απάντηση που δεν θα του έλεγε και πολλά.

Σταματώντας λίγο πριν την πόρτα, η Τάρνα είπε: «Την τελευταία φορά που είδα την Ηλαίην, ήταν με τις επαναστάτριες». Όλα τα κεφάλια στράφηκαν απότομα προς το μέρος της. «Η αδελφή σου, ωστόσο, δεν κινδυνεύει με τιμωρία», συνέχισε με ήρεμη φωνή, «οπότε μην το σκέφτεσαι. Οι Αποδεχθείσες δεν μπορούν να διαλέξουν σε ποιες αδελφές θα υπακούνε. Σου δίνω τον λόγο μου. Ο νόμος την προστατεύει από μόνιμη ζημιά». Δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στο παγερό βλέμμα της Κατερίνε ή στα γουρλωμένα μάτια της Νάρενγουιν.

«Θα μπορούσες να μου το έχεις πει», είπε τραχιά ο Γκάγουιν. Κανείς δεν μιλούσε άγρια σε μια Άες Σεντάι, όχι πάνω από μία φορά τουλάχιστον, αλλά ο ίδιος δεν έδινε πεντάρα. Άραγε, οι άλλες δύο έμειναν εμβρόντητες επειδή η Τάρνα ήξερε την απάντηση ή επειδή την αποκάλυψε; «Τι εννοείς όταν λες ότι "την προστατεύει από μόνιμη ζημιά;"»

Η χρυσομαλλούσα αδελφή άφησε να της ξεφύγει ένα γέλιο σαν γάβγισμα. «Δεν μπορώ, βέβαια, να υποσχεθώ πως δεν θα φάει μερικές καμτσικιές αν παρατραβήξει το σχοινί. Η Ηλαίην είναι Αποδεχθείσα, όχι Άες Σεντάι. Ωστόσο, αυτό την προστατεύει από μεγαλύτερη ζημιά σε περίπτωση που την πλανέψει κάποια αδελφή. Επιπλέον, δεν με ρώτησες. Άσε που δεν χρειάζεται να τη σώσεις, ακόμα κι αν τα κατάφερνες. Βρίσκεται μαζί με Άες Σεντάι. Τώρα που ξέρεις όσα ξέρω, μπορώ να κοιμηθώ λιγάκι πριν ξημερώσει. Σε αφήνω στη Νάρενγουιν».

Η Κατερίνε την παρακολούθησε να φεύγει χωρίς η έκφρασή της να αλλάξει στο ελάχιστο, μια γυναίκα καμωμένη από πάγο και με μάτια αγριόγατας, αλλά κατόπιν απομακρύνθηκε κι η ίδια από το δωμάτιο, τόσο γρήγορα που ο μανδύας ανέμισε πίσω της.

«Έχει δίκιο η Τάρνα», σχολίασε η Νάρενγουιν μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από την Κατερίνε. Σε σύγκριση με τις άλλες δύο, δύσκολα θα χαρακτήριζες τη μικροκαμωμένη γυναίκα ως προσωποποίηση της γαλήνης και του μυστηρίου που κρύβει μια Άες Σεντάι, αλλά μοναχή της τα κατάφερνε μια χαρά. «Η Ηλαίην είναι σφραγισμένη στον Λευκό Πύργο, όπως κι εσύ, παρ’ ότι λες ότι αποποιείσαι κάτι τέτοιο. Η ιστορία του Άντορ σε σφραγίζει στον Πύργο».

«Τα Παλικαράκια έχουν σφραγιστεί στον Πύργο επειδή το επέλεξαν, Νάρενγουιν Σεντάι», είπε ο Ρέιτζαρ γονατίζοντας τυπικά. Το βλέμμα της Νάρενγουιν παρέμεινε προσκολλημένο στον Γκάγουιν.

Ο άντρας έκλεισε τα μάτια του κι ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μην αρχίσει να τα τρίβει με τις παλάμες του. Τα Παλικαράκια ήταν όντως σφραγισμένα στον Λευκό Πύργο. Κανείς δεν ήταν δυνατόν να ξεχάσει ότι είχαν δώσει μάχη στα ίδια τα θεμέλια του Πύργου, για να αποτρέψουν την απελευθέρωση μιας εκθρονισμένης Άμερλιν. Καλώς ή κακώς, η ιστορία αυτή θα τους ακολουθούσε έως τον τάφο. Ήταν σημαδεμένος, τόσο με αυτήν, όσο και με τα ίδια του τα μυστικά. Ύστερα από όλη αυτή την αιματοχυσία, ήταν ο άνθρωπος που είχε επιτρέψει στη Σιουάν Σάντσε να κυκλοφορεί ελεύθερη. Το σημαντικότερο, πάντως, ήταν ότι και η Ηλαίην και η Εγκουέν αλ’Βέρ τον είχαν δεσμεύσει με τον Λευκό Πύργο, και μάλιστα δεν ήξερε ποιος δεσμός ήταν ο ισχυρότερος: αυτός που προερχόταν από την αγάπη της αδελφής του ή αυτός που προερχόταν από την εκλεκτή της καρδιάς του; Μία να εγκατέλειπε, θα ήταν σαν να τις εγκατέλειπε όλες, κι όσο ζούσε, δεν θα μπορούσε με τίποτε στον κόσμο να αφήσει πίσω την Ηλαίην ή την Εγκουέν.

«Έχεις τον λόγο μου πως θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε κουρασμένα. «Τι άλλο θέλει η Ελάιντα από μένα;»


Ο ουρανός πάνω από το Κάεμλυν ήταν καθαρός, ο ήλιος μια χρυσαφένια μπάλα κοντά στο ζενίθ. Άπλωνε ένα λαμπερό φως πάνω στη λευκή κουβέρτα που κάλυπτε τη γύρω περιοχή, αλλά δεν εξέπεμπε ζεστασιά. Ωστόσο, ο καιρός ήταν πιο ζεστός απ’ όσο περίμενε ο Ντάβραμ Μπασίρε στην πατρίδα του, τη Σαλδαία, αν και δεν μετάνιωνε καθόλου για τη γούνα από νυφίτσα που στεφάνωνε τον καινούργιο του μανδύα. Πάντως, το κρύο ήταν αρκετό ώστε η ανάσα του να σχηματίσει πάχνη στα πυκνά μουστάκια του, δίνοντάς τους ένα χρώμα πιο λευκό από εκείνο που τους έδιναν τα χρόνια. Με το χιόνι έως τον αστράγαλο, ο άντρας στεκόταν ανάμεσα στα άφυλλα δέντρα, σε ένα ύψωμα περίπου ένα μίλι βόρεια του Κάεμλυν. Κοιτούσε μέσα από ένα μακρόστενο χρυσοποίκιλτο ματογυάλι, παρατηρώντας τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα πιο χαμηλά, σε απόσταση ενός μιλίου νότια από το σημείο που βρισκόταν. Ο Γοργός τον άγγιξε ανυπόμονα με τη μουσούδα του στον ώμο, αλλά ο άντρας αγνόησε το καστανοκόκκινο ζώο. Στον Γοργό δεν άρεσε να στέκεται ακίνητος, αλλά υπήρχαν φορές που έπρεπε να το κάνεις, είτε το ήθελες είτε όχι.

Ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα απλωνόταν ένα στρατόπεδο, γεφυρώνοντας τον δρόμο προς την Ταρ Βάλον, με τους στρατιώτες να ξεφορτώνουν εμπορεύματα από τις καρότσες, να σκάβουν αφοδευτήρια, να στήνουν σκηνές και να ανυψώνουν πρόχειρα υπόστεγα, φτιαγμένα από θάμνους και κλωνάρια σκορπισμένα σε αρμαθιές ποικίλων μεγεθών, ενώ οι άρχοντες κι οι αρχόντισσες είχαν από κοντά τους ανθρώπους τους. Περίμεναν πως θα παρέμεναν για κάμποσο καιρό στο συγκεκριμένο μέρος. Κρίνοντας από την παράταξη των αλόγων και τη γενική έκταση του στρατοπέδου, υπολόγισε πως υπήρχαν πέντε χιλιάδες άντρες, συν-πλην μερικές εκατοντάδες. Πολεμιστές, κατασκευαστές βελών, πεταλωτές, οπλουργοί, πλύστρες, αμαξάδες και διάφοροι άλλοι ακόλουθοι διπλάσιοι σε αριθμό, αν και, ως είθισται, έφτιαχναν τον δικό τους ξεχωριστό καταυλισμό στις παρυφές του μεγαλύτερου. Οι πιο πολλοί από τους ακολούθους πιότερο ατένιζαν το ύψωμα πάνω στο οποίο βρισκόταν ο Μπασίρε παρά δούλευαν. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος στρατιώτης σταματούσε τη δουλειά του για να κοιτάξει ψηλά, αλλά οι λαβαροφόροι κι οι αρχηγοί των ουλαμών τον ανάγκαζαν γρήγορα να επιστρέψει σ’ αυτή. Απ’ όσο πρόσεξε ο Μπασίρε, οι ευγενείς κι οι αξιωματικοί που ίππευαν γύρω στο αγουροξυπνημένο στρατόπεδο δεν έριχναν ούτε ματιά βόρεια. Μια πτυχή γης τούς έκρυβε από την πόλη, παρ’ όλο που από το ύψωμά του μπορούσε να διακρίνει τα γκρίζα τείχη με τις ασημιές λωρίδες. Η πόλη, φυσικά, ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί· είχαν φροντίσει να γνωστοποιήσουν την άφιξή τους το ίδιο πρωί, με σάλπιγγες και λάβαρα ορατά από τα τείχη μεν, αλλά εκτός βεληνεκούς των τόξων.

Η πολιορκία μιας πόλης με ψηλά και γερά τείχη, που απλώνονταν σε μια περίμετρο τουλάχιστον έξι λευγών, δεν ήταν απλό ζήτημα και γινόταν ακόμα πιο πολύπλοκο λόγω της ύπαρξης του Κάτω Κάεμλυν, αυτού του λαβύρινθου από πλίνθινα και πέτρινα σπίτια και μαγαζιά, αποθήκες χωρίς παράθυρα και τεράστια παζάρια, που εκτεινόταν εκτός των τειχών του Κάεμλυν. Πάντως, είχαν στηθεί εφτά ακόμη στρατόπεδα, διασκορπισμένα γύρω από την πόλη, καλύπτοντας κάθε δρόμο και κάθε πύλη από την οποία ο πληθυσμός θα μπορούσε να εξέλθει μαζικά. Είχαν στηθεί φρουρές, ενώ οι παρατηρητές ενέδρευαν στα εγκαταλειμμένα πλέον κτήρια του Κάτω Κάεμλυν. Κάποιες μικρές ομάδες ίσως μπορούσαν να περάσουν στο εσωτερικό της πόλης, μεταφέροντας πιθανόν και μερικά υποζύγια κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν αρκετά για να θρέψουν τον πληθυσμό μίας από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Ο λιμός κι οι αρρώστιες συνήθως έδιναν τέλος σε μια πολιορκία, καθώς λειτουργούσαν αποτελεσματικότερα από τα ξίφη και τις πολιορκητικές μηχανές. Το μόνο ερώτημα ήταν αν θα υπέκυπταν πρώτα οι πολιορκημένοι ή ο πολιορκητικός στρατός.

Το σχέδιο ήταν καλοστημένο κι είχε μελετηθεί εξονυχιστικά από κάποιον, αλλά αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν η παρουσία των λαβάρων στο στρατόπεδο. Το ματογυάλι του ήταν αρκετά ισχυρό, κατασκευασμένο από έναν Καιρχινό ονόματι Τοβίρ, δώρο από τον Ραντ αλ’Θόρ, και μπορούσε να ξεχωρίσει τα περισσότερα λάβαρα όταν η παραμικρή αύρα τα έκανε να κυματίζουν. Γνώριζε κάμποσα πράγματα σχετικά με τα οικόσημα των Αντορινών, οπότε μπορούσε να ξεχωρίσει τη Βελανιδιά και το Τσεκούρι του Ντόλιν Άρμαν, όπως επίσης και τα πέντε Ασημένια Άστρα της Νταερίλα Ρένεντ, καθώς και κάμποσα ακόμα λάβαρα ευγενών κατώτερης τάξης, που υποστήριζαν τη Νάεαν Άρων στη διεκδίκηση του Θρόνου του Λιονταριού και του Ρόδινου Στέμματος του Άντορ. Ωστόσο, εκεί κάτω βρίσκονταν και το διασταυρούμενο Κόκκινο Τείχος του Τζέιλιν Μάραν, το ζευγάρι των Λευκών Λεοπαρδάλεων της Κάρλυς Άνκεριν και το χρυσαφί Φτερωτό Χέρι του Έραμ Τάλκεντ. Σύμφωνα με τις αναφορές, όλοι αυτοί είχαν ορκιστεί στην αντίπαλο της Νάεαν, την Ελένια Σάραντ. Η συνύπαρξή τους με τους άλλους ήταν σαν να βλέπεις λύκους και κυνηγόσκυλα να μοιράζονται το ίδιο γεύμα, κάνοντας, μάλιστα, προπόσεις με καλό κρασί.

Υπήρχαν, όμως, δύο ακόμα λάβαρα, με χρυσαφένιο πλαίσιο και τουλάχιστον διπλάσιου μεγέθους από τα υπόλοιπα, πολύ βαριά αμφότερα, τόσο που το περιστασιακό φύσημα του αγέρα μόλις που τα ανάδευε. Λαμπύριζαν με τη λάμψη από παχύ μετάξι. Τα είχε δει ξεκάθαρα και πρωτύτερα, όταν οι λαβαροφόροι προχωρούσαν πάνω κάτω στην κορυφή του υψώματος που έκρυβε το στρατόπεδό τους, κι αυτά ανέμιζαν πάνω από τα κεφάλια τους με τον αέρα του καλπασμού τους. Το ένα από τα λάβαρα απεικόνιζε το Λιοντάρι του Άντορ, λευκό σε κόκκινο φόντο, όπως εκείνο που ανέμιζε στους ψηλούς, στρογγυλούς πύργους που ήταν διάσπαρτοι κατά μήκος του τείχους της πόλης. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ήταν παρά η διακήρυξη της υποψηφιότητας κάποιας για τον θρόνο και το στέμμα. Το δεύτερο μεγάλο λάβαρο δήλωνε τη γυναίκα η υποψηφιότητα της οποίας αντιτασσόταν σ’ εκείνη της Ηλαίην Τράκαντ. Τέσσερα ασημένια φεγγάρια με φόντο ένα μπλε λυκόφως, το σήμα του Οίκου Μάρνε. Άραγε, είχε την υποστήριξη της Αρυμίλα Μάρνε; Μόλις έναν μήνα πριν, αυτή η γυναίκα θα ήταν τυχερή αν κάποιος —εκτός αν ανήκε στον Οίκο της ή αν επρόκειτο για εκείνον τον τρελαμένο, τον Νάσιν Κάερεν— της παραχωρούσε κρεβάτι για να κοιμηθεί!

«Μας αγνοούν», γρύλισε ο Μπάελ. «Θα μπορούσα κάλλιστα να τους συντρίψω πριν ο ήλιος βασιλέψει, να μην αφήσω κανέναν ζωντανό να δει την καινούργια αυγή, κι αυτοί μας αγνοούν».

Ο Μπασίρε λοξοκοίταξε τον Αελίτη. Πλάγια και προς τα επάνω. Ο άντρας πυργωνόταν από πάνω του, καθότι ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος. Μονάχα τα γκρίζα μάτια του Μπάελ και μια λωρίδα ηλιοκαμένου δέρματος ήταν ορατά κάτω από το σκούρο πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό του. Ο Μπασίρε ήλπιζε πως ο άντρας απλώς προστάτευε το στόμα και τη μύτη του από το κρύο. Κουβαλούσε μαζί του τα κοντά δόρατα και την ασπίδα με το ταυρίσιο τομάρι, ενώ στην πλάτη του είχε ένα θηκαρωμένο τόξο και μια φαρέτρα στον γοφό του. Ωστόσο, αυτό που είχε σημασία ήταν το πέπλο. Δεν είχε έρθει η κατάλληλη ώρα για να αρχίσει ο Αελίτης τους σκοτωμούς. Είκοσι βήματα πιο κάτω στην πλαγιά, προς τη μεριά του στρατοπέδου, τριάντα ακόμα Αελίτες κάθονταν ανακούρκουδα αδράχνοντας επιφυλακτικά τα όπλα τους. Ο ένας στους τρεις είχε ακάλυπτο το πρόσωπό του, άρα τελικά ίσως να έφταιγε το κρύο. Δεν μπορούσες να είσαι ποτέ σίγουρος με τους Αελίτες.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν του διάφορες παραμέτρους, ο Μπασίρε αποφάσισε να προχωρήσουν με προσοχή. «Μπάελ, κάτι τέτοιο δεν θ’ άρεσε στην Ηλαίην Τράκαντ και, σε περίπτωση που ξεχνάς τι σημαίνει να είσαι νεαρός, ούτε στον Ραντ αλ’Θόρ θ’ άρεσε».

Ο Μπάελ μούγκρισε ξινισμένα. «Η Μελαίν μού ανέφερε όσα είπε η Ηλαίην Τράκαντ. Θεωρεί πως δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα. Πολύ κουτό αυτό. Όταν ο εχθρός έρχεται εναντίον σου, χρησιμοποιείς όποιον μπορεί να χορεύει με τα δόρατα και τάσσεται υπέρ σου. Μήπως έχουν την εντύπωση ότι στον πόλεμο μπορούν να παίξουν όπως παίζουν στο Παιχνίδι των Οίκων;»

«Είμαστε ξενομερίτες, Μπάελ, κι αυτό μετράει στο Άντορ».

Ο πελώριος Αελίτης γρύλισε ξανά.

Δεν έμοιαζε να έχει νόημα η προσπάθεια να του εξηγήσει την τακτική που επέβαλλε η κατάσταση. Μια ενδεχόμενη βοήθεια από τους ξενομερίτες θα κόστιζε στην Ηλαίην αυτό που πάσχιζε να πετύχει, κάτι που γνώριζαν κι οι εχθροί της, ξέροντας μάλιστα ότι το ήξερε κι η ίδια, οπότε δεν είχαν κανέναν λόγο να φοβούνται τον Μπασίρε ή τον Μπάελ ή τη Λεγεώνα του Δράκοντα, ασχέτως αν υπερτερούσαν αριθμητικά. Η αλήθεια ήταν ότι, παρά την πολιορκία, και οι δύο πλευρές θα έκαναν το παν για να αποφύγουν την κατά μέτωπο μάχη. Ναι, είχε ξεσπάσει πόλεμος, αλλά ήταν ένας πόλεμος τακτικής κι αψιμαχιών, εκτός αν η μία πλευρά έκανε καμιά γκάφα, νικητής δε θα ήταν όποιος κατόρθωνε να κατακτήσει μια απόρθητη θέση ή διαπερνούσε με κάποιον τρόπο τις άμυνες του αντιπάλου. Το πιθανότερο ήταν ότι ο Μπάελ δεν έβλεπε καμία διαφορά με το Ντάες Νταε’μάρ. Ο Μπασίρε, μάλιστα, έβλεπε πολλές ομοιότητες. Με τη Μάστιγα στο κατώφλι της, η Σαλδαία αδυνατούσε να ανταποκριθεί στη διεκδίκηση του θρόνου. Οι τύραννοι μπορεί να ήταν υποφερτοί, ενώ η Μάστιγα αποδεκάτισε σε σύντομο χρονικό διάστημα τους ανόητους και τους πλεονέκτες, αλλά αυτό το περίεργο είδος εμφυλίου πολέμου σίγουρα θα επέτρεπε στη Μάστιγα να αφανίσει ολάκερη τη Σαλδαία.

Έστρεψε ξανά την προσοχή του στην εξερεύνηση του καταυλισμού μέσα από το ματογυάλι, πασχίζοντας να κατανοήσει πώς μια εντελώς ηλίθια σαν την Αρυμίλα Μάρνε είχε κερδίσει την υποστήριξη της Νάεαν Άρων και της Ελένια Σάραντ. Οι δυο τελευταίες ήταν πλεονέκτριες και φιλόδοξες, με την καθεμία τους πλήρως πεπεισμένη ότι διεκδικεί τον θρόνο δικαιωματικά, κι αν αντιλαμβανόταν σωστά τους μπερδεμένους τρόπους που είχαν οι Αντορινοί για να αποφασίζουν τέτοιου είδους ζητήματα, η διεκδίκηση της καθεμίας ξεχωριστά είχε πολύ μεγαλύτερη βάση από εκείνη της Αρυμίλα. Ήταν ένα θέμα στο οποίο δεν ανακατεύονταν οι λύκοι και τα κυνηγόσκυλα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι λύκοι είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν ένα σκυλάκι του σαλονιού. Ίσως η Ηλαίην γνώριζε τον λόγο, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να ανταλλάξει μηνύματα μαζί του, ούτε καν σύντομα. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να το μάθαινε κάποιος και να νόμιζε πως οι δυο τους δολοπλοκούν. Ναι, η κατάσταση έμοιαζε πολύ με το Παιχνίδι των Οίκων.

«Φαίνεται πως κάποιος θα χορέψει τα δόρατα», σχολίασε ο Μπάελ, κι ο Μπασίρε χαμήλωσε αρκετά τον διακοσμημένο σωλήνα, για να δει το σημείο που έδειχνε ο Αελίτης.

Υπήρχε ένα σταθερό ρεύμα ανθρώπων που έφευγαν από την πόλη αρκετές μέρες πριν εκδηλωθεί η πολιορκία, αλλά μερικοί άργησαν. Μισή ντουζίνα άμαξες με κουκούλες από λινάτσα ήταν σταματημένες καταμεσής του Δρόμου της Ταρ Βάλον, ελάχιστα πιο έξω από το Κάτω Κάεμλυν, περικυκλωμένες από καμιά πενηνταριά καβαλάρηδες κάτω από το γαλανόλευκο τετραγωνισμένο λάβαρο, που έμοιαζε να απεικονίζει μια αρκούδα που έτρεχε, ή κάποιο είδος μεγαλόσωμου κυνηγόσκυλου, όταν η ξαφνική πνοή του αγέρα το έκανε να ανεμίσει. Απεγνωσμένοι άνθρωποι μαζεύτηκαν στη μια πλευρά, κρατώντας τους μανδύες σφιχτά πάνω στα κορμιά τους, άνθρωποι με κεφάλια σκυμμένα και παιδιά πιασμένα γερά από τις φούστες των γυναικών. Κάποιοι καβαλάρηδες είχαν ξεπεζέψει για να κάνουν πλιάτσικο στις άμαξες. Σεντούκια, κουτιά, ακόμα κι αντικείμενα που έμοιαζαν με ρούχα ήταν ήδη σκορπισμένα πάνω στο χιόνι. Το πιθανότερο ήταν πως έψαχναν για λεφτά ή για πιοτό, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο αξίας σίγουρα θα κατέληγε στο δισάκι κάποιου. Σύντομα, όλο και κάποιος θα ελευθέρωνε το προσωπικό των αμαξών ή ίσως θα έπαιρνε τις ίδιες τις άμαξες. Οι άμαξες και τα άλογα ήταν ανέκαθεν χρήσιμα για έναν στρατό κι οι παράξενοι νόμοι αυτού του πολύ παράξενου εμφυλίου μεταξύ Αντορινών δεν έμοιαζαν να προστατεύουν ιδιαίτερα όσους βρίσκονταν στο λάθος μέρος τον λάθος χρόνο. Ωστόσο, οι πύλες της πόλης άρχισαν να ανοίγουν, και μόλις το άνοιγμα έγινε αρκετά πλατύ, λογχοφόροι στα πορφυρά ξεχύθηκαν καλπάζοντας έξω από την αψίδα ύψους είκοσι ποδιών, με το ηλιόφως να λαμπυρίζει πάνω στις μυτερές αιχμές των δοράτων, στους θώρακες και στις περικεφαλαίες, κι άρχισαν να κατηφορίζουν με πάταγο τον δρόμο ανάμεσα στη μακρόστενη κι άδεια αγορά. Οι Φρουροί της Βασίλισσας ξεχύνονταν. Αρκετοί από δαύτους, τουλάχιστον. Ο Μπασίρε έστρεψε ξανά το ματογυάλι προς τις άμαξες.

Προφανώς, ο αξιωματικός κάτω από το λάβαρο με την αρκούδα —αν όντως ήταν αρκούδα— είχε εκτιμήσει ήδη την κατάσταση. Πενήντα ενάντια σε διακόσιους δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας αν το μόνο που διακυβευόταν ήταν μερικές άμαξες. Οι άντρες που είχαν ξεπεζέψει ανέβηκαν ξανά στις σέλες τους, και τη στιγμή που ο Μπασίρε τούς εντόπισε, οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να καλπάζουν βορεινά, προς την κατεύθυνσή του, με τα ασπρογάλαζα λάβαρα να ανεμίζουν ξοπίσω τους. Πολλοί από αυτούς που είχαν μαζευτεί παράπλευρα του δρόμου ατένιζαν τους στρατιώτες που απομακρύνονταν, φανερά παραξενεμένοι απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει από τις εκφράσεις τους, μερικοί ωστόσο έσπευσαν να μαζέψουν τα σκόρπια πράγματά τους από το χιόνι κι άρχισαν να τα στοιβάζουν ξανά στις άμαξες.

Η άφιξη των Φρουρών, οι οποίοι μαζεύτηκαν γύρω από τις άμαξες λίγα λεπτά αργότερα, έθεσε γρήγορα τέλος στην κατάσταση. Οι Φρουροί οδήγησαν τον κόσμο με γοργούς ρυθμούς πίσω, στις άμαξές τους. Ορισμένοι πάσχιζαν να τους αποφύγουν για να πάρουν κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, ενώ ένας άντρας άρχισε να κουνάει με μανία τα χέρια του, διαμαρτυρόμενος σε έναν Φρουρό, αξιωματικό προφανώς, με άσπρα φτερά στην περικεφαλαία του κι έναν κόκκινο τελαμώνα διαγώνια στην πανοπλία του, αλλά ο αξιωματικός έγειρε πάνω στη σέλα του και χτύπησε με την ανάστροφη του χεριού του τον άντρα στο πρόσωπο. Ο τύπος έπεσε ανάσκελα σαν πέτρα κι ύστερα από μια στιγμή παγωμάρας όποιος δεν είχε ανέβει ήδη στις άμαξες, έσπευσε να το κάνει, εκτός από δύο άντρες που σταμάτησαν για να σηκώσουν τον πεσμένο, πιάνοντάς τον από τους ώμους και τις άκρες των ποδιών του, σπεύδοντας κι αυτοί να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, κουβαλώντας το βάρος του αναίσθητου άντρα. Μια γυναίκα, ανεβασμένη στην τελευταία άμαξα της σειράς, τίναζε ήδη τα γκέμια, προσπαθώντας να στρέψει την ομάδα της πίσω στην πόλη.

Ο Μπασίρε χαμήλωσε το ματογυάλι για να ερευνήσει τον καταυλισμό, και κατόπιν το τοποθέτησε ξανά στο μάτι του για μια κοντινότερη ματιά. Κάποιοι εξακολουθούσαν να σκάβουν με φτυάρια κι αξίνες, ενώ άλλοι πάλευαν να κατεβάσουν σακιά και βαρέλια από τις άμαξες. Ευγενείς κι αξιωματικοί έκαναν με τα άλογά τους γύρους στο στρατόπεδο, επιτηρώντας τις εργασίες. Όλοι ήταν ήρεμοι σαν κοπάδι σε βοσκοτόπι. Τελικά, κάποιος έδειξε προς το μέρος του υψώματος ανάμεσα σε αυτούς και την πόλη, κι έπειτα άλλος ένας κι άλλος, και μερικοί καβαλάρηδες άρχισαν να τροχάζουν, φωνάζοντας διαταγές τριγύρω. Ο λαβαροφόρος εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή στο ύψωμα.

Ο Μπασίρε έβαλε το ματογυάλι κάτω από τη μασχάλη του και συνοφρυώθηκε. Δεν είχαν φρουρούς στα υψώματα για να τους προειδοποιήσουν για το τι συνέβαινε στα εκτός ορατότητας σημεία, κάτι βλακώδες ακόμα κι αν υπήρχε η βεβαιότητα πως κανείς τους δεν θα ξεκινούσε μάχη. Θα μπορούσε, επίσης, να αποβεί χρήσιμο στην περίπτωση που κι η αντίπαλη πλευρά ήταν εξίσου απρόσεκτη, ή αν κανείς από τους δύο δεν έκανε κάτι για να διορθώσει το λάθος. Ξεφύσηξε αγριεμένα ανάμεσα από τα μουστάκια του. Ίσως να ήταν αναγκαίο να πολεμήσει τους πολιορκητές.

Μία ματιά τού αποκάλυψε τις άμαξες που είχαν διανύσει ήδη τον μισό δρόμο προς την Πύλη της Ταρ Βάλον, συνοδεία των Φρουρών, με τους αμαξάδες να μαστιγώνουν τα ζωντανά λες κι ένιωθαν στον σβέρκο τους την ανάσα του διώκτη τους. Ίσως, πάλι, να έφταιγε κι ο αξιωματικός με τον τελαμώνα, που για κάποιο λόγο ανέμιζε το ξίφος πάνω από το κεφάλι του. «Δεν νομίζω πως θα υπάρξει χορός σήμερα», είπε.

«Τότε, καλύτερα να ασχοληθώ με τις δουλειές μου παρά να παρακολουθώ τους υδρόβιους να σκάβουν τρύπες», αποκρίθηκε ο Μπάελ. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά στον δρόμο σου, Ντάβραμ Μπασίρε».

«Προς το παρόν, προτιμώ να έχω στεγνά πόδια και μια ζεστή φωτιά», μουρμούρισε ο Μπασίρε χωρίς δεύτερη σκέψη, κι έπειτα ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Εκμεταλλεύσου την τυπικότητα ενός άντρα, κι εκείνος θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει. Οι Αελίτες, εκτός από τυπικοί, ήταν ταυτόχρονα πολύ παράξενοι.

Ο Μπάελ, ωστόσο, έγειρε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να γελάει. «Οι υδρόβιοι τα κάνουν όλα άνω-κάτω, Ντάβραμ Μπασίρε». Μια περίεργη χειρονομία με το δεξί του χέρι ήταν αρκετή για να σηκωθούν κι οι υπόλοιποι Αελίτες, οι οποίοι άρχισαν να βαδίζουν με μακριές κι άνετες δρασκελιές προς τα ανατολικά. Το χιόνι δεν έμοιαζε να αποτελεί εμπόδιο γι’ αυτούς.

Ρίχνοντας το ματογυάλι του σε μια πέτσινη θήκη που κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του Γοργού, ο Μπασίρε ανέβηκε στη ράχη του κι έστρεψε το καστανοκόκκινο άλογο προς τα δυτικά. Η συνοδεία του τον περίμενε στην αντίθετη μεριά της πλαγιάς και βάλθηκε να τον ακολουθεί αθόρυβα, χωρίς τον παραμικρό τριγμό από τα δέρματα που τρίβονταν μεταξύ τους και χωρίς την παραμικρή κλαγγή ξεθηκαρωμένου μετάλλου. Ήταν λιγότεροι από τη συνοδεία του Μπάελ, αλλά επρόκειτο για σκληροτράχηλους άντρες από τα κτήματά του στο Τυρ. Τους είχε οδηγήσει στη Μάστιγα κάμποσες φορές πριν τους φέρει νότια. Στον κάθε άντρα είχε ανατεθεί να παρακολουθεί μια συγκεκριμένη περιοχή του μονοπατιού, μπροστά ή πίσω, αριστερά ή δεξιά, πάνω ή κάτω, κι έβλεπες τα κεφάλια τους να στρέφονται συνεχώς από δω κι από κει. Ο Μπασίρε ήλπιζε πως η κίνηση αυτή δεν θα τους γινόταν βίωμα. Το δάσος ήταν αραιό εδώ, τα κλαδιά γυμνά, εκτός από αυτά της βελανιδιάς, της χαμοδάφνης, των πεύκων και των ελάτων, αλλά το χιονοσκέπαστο έδαφος σχημάτιζε πτυχώσεις, έτσι που εκατό ιππείς θα μπορούσαν να βρίσκονται μόλις πενήντα πόδια πιο πέρα και να μην τους βλέπει κανείς. Όχι ότι περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη ο θάνατος έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις. Ασυναίσθητα, ο Μπασίρε χαλάρωσε το ξίφος στο θηκάρι του. Ίσως έπρεπε να περιμένεις το απροσδόκητο.

Ο Τούμαντ είχε την αρχηγεία της ακολουθίας, όπως τις περισσότερες φορές που ο Μπασίρε δεν ανέθετε κάτι σημαντικότερο στον νεαρό υπολοχαγό. Ο Μπασίρε τον προετοίμαζε. Ο νεαρός είχε διαυγές πνεύμα κι έβλεπε μπροστά. Ήταν προορισμένος για ανώτερο αξίωμα, αν κατάφερνε να επιβιώσει. Ήταν ψηλός, παρ’ ότι δύο παλάμες κοντύτερος του Μπάελ, αλλά σήμερα η δυσαρέσκεια είχε εντυπωθεί στο πρόσωπό του σαν δεύτερη προσωπίδα.

«Τι σε απασχολεί, Τούμαντ;»

«Ο Αελίτης είχε δίκιο, Άρχοντά μου». Ο Τούμαντ τράβηξε αγριεμένος την παχιά μαύρη γενειάδα του με το γαντοφορεμένο του χέρι. «Αυτοί οι Αντορινοί μάς φτύνουν. Δεν μου αρέσει καθόλου που αναγκάζομαι ν’ απομακρυνθώ τη στιγμή που μας κουνάνε απειλητικά το δάχτυλο». Πράγματι, ήταν πολύ νέος ακόμα.

«Μήπως σου φαίνονται βαρετά όλα αυτά;» Ο Μπασίρε γέλασε. «Μήπως θα ήθελες περισσότερη δράση; Η Τενόμπια δεν απέχει παρά πενήντα λεύγες βόρεια και, αν οι φήμες αληθεύουν, έχει φέρει μαζί της την Εθένιελ του Κάντορ, τον Πάιταρ του Άραφελ, ακόμα κι αυτόν τον Σιναρανό, τον Ήζαρ. Σύσσωμες οι δυνάμεις των Μεθόριων Χωρών είναι στο κατόπι μας, Τούμαντ. Στους δε Αντορινούς στο Μουράντυ δεν αρέσει διόλου που βρισκόμαστε στο Άντορ, έτσι έχω ακουστά, κι αν εκείνη η στρατιά των Άες Σεντάι, που έχει τεθεί εναντίον τους, δεν τους πετσοκόψει ή αν δεν το έχει κάνει ήδη, ίσως μας κυνηγήσουν κι αυτοί, κάτι που μπορεί να κάνουν αργά ή γρήγορα κι οι ίδιες οι Άες Σεντάι. Καλπάζουμε για τη δόξα του Αναγεννημένου Δράκοντα και δεν νομίζω πως οι αδελφές θα ξεχνούσαν κάτι τέτοιο. Ύστερα, Τούμαντ, υπάρχουν κι οι Σωντσάν. Ειλικρινά, πιστεύεις πως δεν θα τους ξαναδούμε; Το σίγουρο είναι ότι ή θα έρθουν αυτοί σ’ εμάς ή θα πάμε εμείς σ’ αυτούς. Όλοι εσείς οι νεαροί δεν αντιλαμβάνεστε τη δράση ούτε όταν βρίσκεται κάτω από τα μουστάκια σας!»

Σιγανοί καγχασμοί ξεπήδησαν κυματιστά από τους άντρες που τους ακολουθούσαν, άντρες λίγο-πολύ στην ηλικία του Μπασίρε. Ακόμα κι ο Τούμαντ μειδίασε, αποκαλύπτοντας τα λευκά του δόντια μέσα από τη γενειάδα του. Όλοι τους είχαν μετάσχει σε εκστρατεία στο παρελθόν, αν και πρώτη φορά σε τόσο αλλόκοτη. Ο Μπασίρε κορδώθηκε στη σέλα του κι άρχισε να κοιτάει έντονα ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς όμως να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος.

Η αλήθεια ήταν πως η Τενόμπια τον απασχολούσε πολύ. Το Φως μόνο ήξερε γιατί ο Ήζαρ κι οι υπόλοιποι είχαν αποφασίσει να αφήσουν το Σταχτοσύνορο, πόσω μάλλον να αποσπάσουν τόσους στρατιώτες προς τον Νότο όσους ανέφεραν οι διαδόσεις. Ακόμα, όμως, κι οι διαδόσεις ήταν μοιρασμένες. Αναμφίβολα, θα υπήρχαν αρκετά ικανοποιητικοί λόγοι και, αναμφίβολα, η Τενόμπια θα μοιραζόταν αυτούς τους λόγους. Ο Μπασίρε, όμως, την ήξερε καλά. Την είχε μάθει να ιππεύει, την είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνει, και της είχε δώσει τη Σπασμένη Κορώνα μόλις πήρε τον θρόνο. Διοικούσε καλά, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρή ή χαλαρή, κι ήταν έξυπνη, αν όχι σοφή, γενναία αλλά όχι απερίσκεπτη, αν κι η λέξη «παρορμητική» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής. Υπήρχαν φορές που ακόμα κι η λέξη «θερμοκέφαλη» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής. Ο Μπασίρε ήταν απόλυτα σίγουρος πως η Τενόμπια είχε τον δικό της στόχο, ξέχωρα από το τι σκόπευαν να κάνουν οι άλλοι. Κι αυτός ο στόχος ήταν το κεφάλι του Ντάβραμ Μπασίρε. Αν ήταν όντως έτσι, το πιθανότερο ήταν πως θα απέφευγε ξανά τη μακροχρόνια εξορία, έχοντας μάλιστα φθάσει τόσο μακριά. Όσο περισσότερο ανησυχούσε η Τενόμπια, τόσο δυσκολότερο ήταν να την πείσει κάποιος να τα παρατήσει. Πολύ περίπλοκο πρόβλημα. Θα έπρεπε να βρίσκεται στη Σαλδαία και να φυλάει το Σταχτοσύνορο, όπως κι ο ίδιος. Θα μπορούσε να τον καταδικάσει δις σε εσχάτη προδοσία για όσα έκανε από τότε που ήρθε στον Νότο, αλλά ο Μπασίρε εξακολουθούσε να αγνοεί αν έπρεπε να ακολουθήσει άλλο μονοπάτι. Η ανταρσία —η Τενόμπια μπορούσε να δώσει έναν ασαφέστατο χαρακτηρισμό στη λέξη αν ήθελε— η ανταρσία, λοιπόν, ήταν κάτι το αδιανόητο, κι άλλωστε εξακολουθούσε να θέλει το κεφάλι του γερά στερεωμένο στους ώμους του. Ναι, ήταν πράγματι ένα περίπλοκο κι ακανθώδες πρόβλημα.

Το στρατόπεδο που περιείχε τους οκτώ και κάτι χιλιάδες άντρες του ιππικού, που είχε αφήσει στην επιτήρηση των Ιλιανών και που πολέμησαν τους Σωντσάν, απλωνόταν φαρδύτερο από το στρατόπεδο στον Δρόμο της Ταρ Βάλον, αλλά δύσκολα θα έλεγες πως ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένο. Οι γραμμές των αλόγων ήταν ομοιόμορφες, έχοντας σε κάθε άκρη τους το αμόνι ενός πεταλωτή, απλωμένες ανάμεσα σε εξίσου ίσιες σειρές από μεγάλες, γκρίζες ή λευκές σαν κοχύλια σκηνές, αν και πάνω στις τελευταίες φαίνονταν πια αρκετά μπαλώματα. Ο κάθε άντρας ξεχωριστά ήταν έτοιμος να πηδήξει στο άλογο και να πολεμήσει μέσα σε πενήντα δευτερόλεπτα από το σάλπισμα μιας τρομπέτας, κι οι φρουρές είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να ανταποκριθούν σε αυτό το κάλεσμα. Ακόμα κι οι σκηνές κι οι άμαξες των ακολούθων του στρατοπέδου, εκατό βήματα νότια των υπολοίπων, ήταν πιο τακτοποιημένες από εκείνες των στρατιωτών που πολιορκούσαν την πόλη, λες κι ακολούθησαν το παράδειγμα των Σαλδαίων. Κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον.

Καθώς προχωρούσε με τη συνοδεία του, οι άντρες ανάμεσα στις γραμμές των αλόγων άρχισαν να κινούνται βεβιασμένα, γεμάτοι δυστροπία, λες κι είχε δοθεί το σύνθημα για να ιππεύσουν. Αρκετοί είχαν ξεθηκαρώσει τα ξίφη τους. Άκουσε κάποιους να τον φωνάζουν, αλλά μόλις είδε ένα μεγάλο πλήθος αντρών και γυναικών μαζεμένο στο κέντρο του στρατοπέδου, ένιωσε ένα περίεργο μούδιασμα μέσα του. Σπιρούνισε το άλογά του κι ο Γοργός ξεχύθηκε μπροστά. Δεν είχε ιδέα αν τον ακολουθούσε κάποιος ή όχι. Δεν άκουγε τίποτα, παρά μόνο τον ρυθμικό χτύπο του αίματος μέσα στα αυτιά του, και δεν έβλεπε τίποτα άλλο από το πλήθος που είχε μαζευτεί μπροστά στη σκηνή του με τη μυτερή οροφή. Τη σκηνή που μοιραζόταν με την Ντέιρα.

Δεν τράβηξε καν τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει μόλις πλησίασε το πλήθος, παρά πετάχτηκε από τη σέλα, προσγειώθηκε στο έδαφος κι άρχισε να τρέχει. Άκουσε ομιλίες, αλλά δεν ξεχώρισε τι έλεγαν. Ο κόσμος παραμέρισε, κάνοντάς του χώρο, ειδάλλως ήταν ικανός να περάσει από πάνω τους.

Με το που πέρασε την υφασμάτινη είσοδο, κοντοστάθηκε. Η σκηνή, αρκετά μεγάλη για να κοιμηθούν καμιά εικοσαριά στρατιώτες, ήταν κατάμεστη από γυναίκες, συζύγους ευγενών κι αξιωματικούς, αλλά η ματιά του βρήκε γρήγορα τη γυναίκα του, την Ντέιρα, καθισμένη σε ένα αναδιπλούμενο κάθισμα, καταμεσής των χαλιών που χρησίμευαν ως δάπεδο, και το μούδιασμα που ένιωθε χάθηκε. Ήξερε ότι κάποια μέρα θα πέθαινε —όπως κι ο ίδιος— αλλά το μόνο πράγμα που φοβόταν ήταν μια ζωή χωρίς αυτήν. Κατόπιν, συνειδητοποίησε πως μερικές από τις γυναίκες τη βοηθούσαν να κατεβάσει το φόρεμα έως τη μέση της. Μια άλλη πίεζε ένα διπλωμένο ύφασμα στο αριστερό χέρι της Ντέιρα, κι αυτό κοκκίνιζε, καθώς το αίμα κυλούσε από τον βραχίονά της πάνω σε ένα πανί κι από κει έσταζε από τα δάχτυλά της σε ένα μπολ τοποθετημένο πάνω στο χαλί, το οποίο ήταν ήδη σχεδόν γεμάτο από σκούρο αίμα.

Τα βλέμματά τους. αντάμωσαν σχεδόν ταυτόχρονα κι η ματιά της άστραψε πάνω σε ένα πρόσωπο ήδη ωχρό. «Να τι συμβαίνει όταν παίρνεις στη δούλεψή σου ξενομερίτες, άντρα μου», είπε έξαλλη, κουνώντας με το δεξί της χέρι ένα μακρύ εγχειρίδιο προς το μέρος του. Ήταν ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, λίγες ίντσες ψηλότερη από τον ίδιον, κι όμορφη, με το πρόσωπό της να πλαισιώνεται από κορακίσια μαλλιά με λευκές τούφες στα πλάγια. Η παρουσία της ήταν επιβλητική, και θα μπορούσε να γίνει ακόμα κι αυταρχική όταν θύμωνε, ακόμα κι όταν ήταν προφανές ότι δυσκολευόταν να σταθεί όρθια. Οι περισσότερες γυναίκες θα ένιωθαν αμηχανία όντας γυμνές μέχρι τη μέση παρουσία τόσο πολλών ανθρώπων και του συζύγου τους ταυτόχρονα, η Ντέιρα όμως όχι. «Αν δεν επέμενες να κινούμαστε γρήγορα σαν τον άνεμο, θα είχαμε στη διάθεσή μας αρκετούς δικούς μας άντρες για να ασχοληθούν με τα απαραίτητα».

«Τσακώθηκες με τους υπηρέτες, Ντέιρα;» τη ρώτησε, ανασηκώνοντας απορημένα το φρύδι του. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα έβγαζες μαχαίρι». Κάποιες γυναίκες τον λοξοκοίταξαν ψυχρά. Δεν ήταν πολύ συνηθισμένο οι άντρες κι οι γυναίκες να έχουν μεταξύ τους μια σχέση όπως του ίδιου και της Ντέιρα. Μερικοί, μάλιστα, τους θεωρούσαν παράξενους, αφού σπανίως τσακώνονταν.

Η Ντέιρα τον αγριοκοίταξε κι άφησε να της ξεφύγει ένα κοφτό, ακούσιο γελάκι. «Θα σ’ τα πω από την αρχή, Ντάβραμ. Και θα μιλάω αργά, για να μπορείς να καταλαβαίνεις», πρόσθεσε χαμογελώντας ανάλαφρα, κάνοντας μια παύση για να ευχαριστήσει τη γυναίκα που έδενε ένα άσπρο λινό ύφασμα γύρω από το γυμνό κορμί της. «Όταν γύρισα από τη βόλτα που είχα πάει με το άλογο, βρήκα δύο ξένους να ψάχνουν τη σκηνή μας. Τράβηξαν εγχειρίδια, έτσι κι εγώ χτύπησα τον έναν με μια καρέκλα και μαχαίρωσα τον άλλον». Έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας το κόψιμο στο μπράτσο της. «Δεν ήμουν αρκετά καλή, μια και κατάφερε να μ’ αγγίξει. Κατόπιν, μπήκε μέσα η Ζάβιον μαζί με μερικές άλλες, κι οι δυο τους ξέφυγαν από μια σχισμή που είχαν κάνει στο απέναντι τοίχωμα της σκηνής».

Κάμποσες γυναίκες ένευσαν λυπημένα, αδράχνοντας τις λαβές από τα εγχειρίδια που είχαν επάνω τους. Μέχρι που η Ντέιρα είπε βλοσυρά: «Τις διέταξα να τους κυνηγήσουν, αλλά εκείνες επέμεναν να περιποιηθούν τη γρατζουνιά μου». Τα χέρια τραβήχτηκαν από τις λαβές και πρόσωπα αναψοκοκκίνισαν, αν και καμιά τους δεν έμοιαζε έτοιμη να απολογηθεί για την ανυπακοή. Η θέση τους ήταν κάπως λεπτή. Η Ντέιρα ήταν η αρχόντισσά τους, όπως κι ο Ντάβραμ ήταν ο άρχοντάς τους, αλλά άσχετα από το αν η ίδια αποκαλούσε την πληγή της γρατζουνιά, ίσως να πέθαινε από αιμορραγία αν την είχαν παρατήσει για να κυνηγήσουν τους ληστές. «Όπως και να ’χει», συνέχισε, «διέταξα να γίνει έρευνα. Δεν θα είναι πολύ δύσκολο να τους ανακαλύψουμε. Ο ένας έχει καρούμπαλο στο κεφάλι κι ο άλλος αιμορραγεί». Έκανε ένα κοφτό νεύμα ικανοποίησης.

Η Ζάβιον, η νευρώδης, κοκκινομάλλα Αρχόντισσα του Γκαχάουρ, ανασήκωσε μια βελόνα πάνω στην οποία ήταν περασμένη μια κλωστή. «Αν δεν ενδιαφέρεστε για το κέντημα, Άρχοντά μου», είπε παγερά, «θα μας κάνετε τη χάρη να αποσυρθείτε;»

Ο Μπασίρε συμμορφώθηκε κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι του. Στην Ντέιρα δεν άρεσε να βλέπει να τη ράβουν, κάτι που δεν άρεσε και στον ίδιον, άλλωστε.

Έξω από τη σκηνή, σταμάτησε για να ανακοινώσει με στεντόρεια φωνή πως η γυναίκα του ήταν καλά και την περιποιούνταν κι ότι τώρα όλοι ήταν ελεύθεροι να ασχοληθούν με τις δουλειές τους. Οι άντρες αναχώρησαν ευχόμενοι καλή ανάρρωση στην Ντέιρα, αλλά οι γυναίκες δεν κούνησαν ρούπι. Ο Μπασίρε δεν τις πίεσε. Άσχετα από το τι είχε κατά νου να τους πει, εκείνες θα παρέμεναν στις θέσεις τους μέχρις ότου εμφανιζόταν η Ντέιρα αυτοπροσώπως, κι ήταν προτιμότερο για έναν συνετό άντρα να αποφεύγει καυγάδες από τους οποίους θα έβγαινε ούτως ή άλλως χαμένος, φαντάζοντας μάλιστα ανόητος στα μάτια των άλλων.

Ο Τούμαντ τον περίμενε στην άκρη του πλήθους και, μόλις τον είδε, πήγε δίπλα του. Ο Μπασίρε άρχισε να περπατάει με τα χέρια σφιχτά πιασμένα πίσω από την πλάτη του. Από καιρό το περίμενε αυτό ή κάτι παρόμοιο, αλλά είχε αρχίσει σχεδόν να πιστεύει πως δεν θα συνέβαινε ποτέ. Επιπλέον, δεν φανταζόταν με τίποτα ότι, εξαιτίας αυτού του περιστατικού, η Ντέιρα θα έφθανε τόσο κοντά στον θάνατο.

«Οι δύο άντρες βρέθηκαν, Άρχοντά μου», είπε ο Τούμαντ. «Αν μη τι άλλο, ταιριάζουν με την περιγραφή που έδωσε η Αρχόντισσα Ντέιρα». Ο Μπασίρε τίναξε απότομα το κεφάλι του, με το μίσος έντονα χαραγμένο στο πρόσωπό του, κι ο νεαρός βιάστηκε να προσθέσει: «Βρέθηκαν νεκροί, Άρχοντά μου, λίγο πιο έξω από το στρατόπεδο. Πάνω στον καθένα τους υπήρχε μια χαρακιά από λεπτή λάμα». Κόλλησε το δάχτυλό του στη βάση του κρανίου του, ελάχιστα πίσω από το αυτί. «Δεν θα πρέπει να το έκανε ένας άνθρωπος μόνος του, εκτός κι αν ήταν γρηγορότερος κι από οχιά των βράχων».

Ο Μπασίρε ένευσε. Πολλές φορές, το τίμημα της αποτυχίας είναι ο θάνατος. Πόσοι ήταν εκείνοι που έπρεπε να αναλάβουν να σιωπήσουν αυτούς τους δύο; Πόσοι απέμεναν ακόμα και πόσος καιρός θα περνούσε προτού επιχειρούσαν ξανά κάτι τέτοιο; Και, το χειρότερο απ’ όλα, ποιος κρυβόταν πίσω από τις κινήσεις τους; Ο Λευκός Πύργος; Οι Αποδιωγμένοι; Μάλλον είχε έρθει η ώρα να πάρει μια απόφαση.

Κανείς εκτός από τον Τούμαντ δεν υπήρχε σε απόσταση ακοής, αλλά ο Μπασίρε μίλησε ούτως ή άλλως σιγανά, διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του. Μερικές φορές, και το τίμημα της απροσεξίας ήταν ο θάνατος. «Ξέρεις πού θα βρεις τον άντρα που με επισκέφθηκε χτες; Βρες τον και πες του ότι συμφωνώ, αλλά υπάρχουν ακόμα μερικές λεπτομέρειες που πρέπει να συζητήσουμε».


Το ανάλαφρο, πουπουλένιο χιόνι που έπεφτε στην πόλη της Καιρχίν θόλωνε ελάχιστα το πρωινό ηλιόφως, μειώνοντας κάπως τη λαμπρότητά του. Από το ψηλό, στενό παράθυρο του Παλατιού του Ήλιου, εφοδιασμένο με καφασωτά τζάμια καλής ποιότητας για προστασία από το κρύο, η Σαμίτσου μπορούσε να δει πολύ καθαρά το ξύλινο ικρίωμα που υψωνόταν γύρω από το κατεστραμμένο τμήμα του παλατιού, σπασμένοι κύβοι μαύρης πέτρας με μπάζα τριγύρω και βαθμιδωτοί πυργίσκοι, που η κατασκευή τους σταμάτησε απότομα λίγο πριν φθάσουν σε ύψος τους υπόλοιπους πύργους του παλατιού. Ένας από αυτούς, ο Πύργος του Ανατέλλοντος Ήλιου, απλώς δεν βρισκόταν πια εκεί. Κάμποσοι από τους θρυλικούς ακέφαλους πύργους της πόλης δέσποζαν μέσα από τις περιδινούμενες λευκές χιονονιφάδες, πελώριοι ευθυγραμμισμένοι οβελίσκοι με τεράστιες αντηρίδες, πολύ ψηλότεροι από τους πύργους του παλατιού, παρά την τοποθεσία του τελευταίου στον ψηλότερο λόφο σε μια πόλη γεμάτη λόφους. Τα ικριώματα τους τύλιγαν, αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να παραμένουν ημιτελείς είκοσι χρόνια αφότου τους είχαν κάψει οι Αελίτες. Ίσως σε άλλα είκοσι να ολοκληρωνόταν η κατασκευή τους. Φυσικά, με αυτόν τον καιρό δεν φαινόταν πουθενά εργάτης να σκαρφαλώνει πάνω στις σανίδες των ικριωμάτων. Μακάρι το χιόνι να έδινε και στην ίδια λίγη ανάπαυλα, ευχήθηκε η Σαμίτσου. Όταν έφυγε η Κάντσουεϊν, μια βδομάδα πριν, αφήνοντάς την υπεύθυνη, η δουλειά της έμοιαζε συγκεκριμένη. Έπρεπε να φροντίσει έτσι ώστε το Καιρχινό καζάνι να μην αρχίσει να βράζει ξανά. Στην αρχή; φαινόταν εύκολο έργο, παρ’ ότι η ίδια δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πολιτική ώστε να έχει άποψη. Ένας ευγενής όλος κι όλος διέθετε υπολογίσιμες δυνάμεις, κι ο Ντομπραίν ήταν συνεργάσιμος γενικώς, μια και, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν ήθελε φασαρίες. Φυσικά, είχε αποδεχτεί αυτό το ηλίθιο αξίωμα του «Διαχειριστή της Καιρχίν εκ μέρους του Αναγεννημένου Δράκοντα». Το αγόρι είχε ονοματίσει επίσης «Διαχειριστή» του Δακρύου έναν άντρα που μόλις έναν μήνα πριν είχε επαναστατήσει εναντίον του! Αν είχε κάνει τα ίδια και στο Ίλιαν... κάτι εξαιρετικά πιθανό. Τα αξιώματα αυτά ήταν ικανά να προκαλέσουν μεγάλες φασαρίες στις αδελφές μέχρι να βγάλουν άκρη! Αυτό το αγόρι δεν έφερνε μαζί του τίποτε άλλο από μπελάδες! Προς το παρόν, ωστόσο, ο Ντομπραίν χρησιμοποιούσε το καινούργιο του πόστο απλώς και μόνο για να διοικεί την πόλη και για να προσφέρει υποστήριξη στη διεκδίκηση του Θρόνου του Ήλιου εκ μέρους της Ηλαίην Τράκαντ, αν όντως τον διεκδικούσε. Η Σαμίτσου ήταν ικανοποιημένη με την κατάσταση, μια και δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα ποια θα έπαιρνε τον Θρόνο του Ήλιου. Ούτε η ίδια η Καιρχίν δεν την ένοιαζε.

Το χιόνι που έπεφτε πέρα από το παράθυρό της στροβιλίστηκε σε μια ριπή του ανέμου, σχηματίζοντας κάτι σαν λευκό καλειδοσκόπιο. Ήταν τόσο... γαλήνια. Άραγε, είχε εκτιμήσει ποτέ τη γαλήνη; Ίσως το είχε κάνει κάποτε, αλλά δύσκολα μπορούσε να ανακαλέσει μια τέτοια θύμηση.

Πάντως, ούτε η πιθανότητα να πάρει η Ηλαίην Τράκαντ τον θρόνο, ούτε ο καινούργιος τίτλος του Ντομπραίν, την είχαν θορυβήσει τόσο όσο οι γελοίες κι επίμονες φήμες σχετικά με αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, που πήγε δήθεν στην Ταρ Βάλον για να υποταχθεί στην Ελάιντα, αν κι η ίδια δεν είχε κάνει τίποτα για να καταστείλει αυτές τις φήμες που είχαν τρομοκρατήσει τους πάντες, από τους ευγενείς μέχρι τους σταβλίτες, κάτι πολύ καλό κι απαραίτητο για τη διατήρηση της ειρήνης. Το Παιχνίδι των Οίκων είχε σταματήσει, συγκριτικά τουλάχιστον με τη συνήθη κατάσταση στην Καιρχίν. Οι Αελίτες που είχαν έρθει στην πόλη από τον τεράστιο καταυλισμό τους, λίγα μίλια ανατολικά, βοήθησαν αρκετά, παρ’ όλο το μίσος που σε γενικές γραμμές έτρεφε εναντίον τους ο πληθυσμός. Όλοι γνώριζαν ότι ακολουθούσαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και κανείς δεν επιθυμούσε να βρεθεί αντίκρυ σε μερικές χιλιάδες Αελίτικα δόρατα. Ο νεαρός αλ’Θόρ ήταν πολύ χρησιμότερος απών παρά παρών. Οι διαδόσεις που κατέφθαναν από τη Δύση και μιλούσαν για Αελίτες που έκαναν επιδρομές, λαφυραγωγώντας, καίγοντας και φονεύοντας αδιάκριτα —έτσι ισχυρίζονταν οι έμποροι, τουλάχιστον— έκαναν τους ανθρώπους να έχουν έναν ακόμα καλό λόγο για να ταχθούν με το μέρος τους.

Γεγονός ήταν πως δεν συνέτρεχε κανένας σοβαρός λόγος για να χάσει η Καιρχίν την ησυχία της, εκτός από τις περιστασιακές αψιμαχίες του δρόμου μεταξύ Προπυλιανών και ντόπιων κατοίκων, οι οποίοι θεωρούσαν τους θορυβώδεις και ντυμένους με φανταχτερά ρούχα Προπυλιανούς τόσο ξένους όσο και τους ίδιους πους Αελίτες, ευκολότερους δε αντιπάλους. Η πόλη ήταν κατάμεστη —μέχρι κι οι σοφίτες ήταν γεμάτες— από κόσμο που κοιμόταν όπου έβρισκε καταφύγιο από το κρύο, ωστόσο υπήρχαν μεγάλα αποθέματα τροφίμων, αφθονία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, και το εμπόριο πήγαινε πολύ καλά για τα δεδομένα του χειμώνα. Σε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη που έφερνε εις πέρας τις εντολές της Κάντσουεϊν, τόσο καλά μάλιστα όσο θα επιθυμούσε η Πράσινη. Μόνο που η Κάντσουεϊν περίμενε περισσότερα, όπως πάντα.

«Μ’ ακούς, Σαμίτσου;»

Αναστενάζοντας, η Σαμίτσου τράβηξε το βλέμμα της από τη γαλήνια θέα που παρατηρούσε από το παράθυρο, προσπαθώντας να συγκρατηθεί για να μην ισιώσει την κίτρινη ριγωτή φούστα της. Οι ασημιές καμπανούλες Τζακαρντιανής κατασκευής πάνω στα μαλλιά της κουδούνισαν αδιόρατα, αλλά σήμερα ο συγκεκριμένος ήχος απέτυχε να την καταπραΰνει. Ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, δεν αισθανόταν εντελώς άνετα στα διαμερίσματά της στο παλάτι, παρότι η αναμμένη πυρά στο φαρδύ μαρμάρινο τζάκι ανέδιδε έντονη θερμότητα και το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο είχε πουπουλένιο στρώμα αρίστης ποιότητας και μαξιλάρια από φτερά χήνας. Και τα τρία δωμάτιά της ήταν υπερβολικά στολισμένα με τον λιτό, Καιρχινό τρόπο, ο σοβάς του άσπρου ταβανιού δουλεμένος με συμπλεκόμενα τετράγωνα, οι πλατιές κορνίζες έντονα επιχρυσωμένες και τα ξύλινα φατνώματα των τοίχων λουστραρισμένα τόσο, ώστε εξέπεμπαν μια αμυδρή λάμψη, αν και σκουρόχρωμα. Η επίπλωση ήταν ακόμα πιο σκούρα κι ογκώδης, τροχισμένη με λεπτές γραμμές από φύλλα χρυσού και διακοσμημένη με φιλντισένια σχέδια σφηνοειδών σχηματισμών. Το λουλουδάτο Δακρυνό χαλί φάνταζε κακόγουστο και παράταιρο συγκριτικά με τα υπόλοιπα αντικείμενα του δωματίου, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη γενικότερη ψυχρότητα του χώρου. Τελευταία, το δωμάτιο έδινε όλο και περισσότερο την εντύπωση κελιού.

Αυτό, ωστόσο, που της προκαλούσε τη μεγαλύτερη αναστάτωση ήταν η γυναίκα με τους βοστρύχους που έπεφταν έως τους ώμους της και που στεκόταν καταμεσής του χαλιού, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, έχοντας ανασηκώσει το πηγούνι της σε ένδειξη επιθετικότητας και με ένα συνοφρύωμα να στενεύει τα γαλανά της μάτια. Η Σασέιλ φορούσε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δεξί της χέρι, φυσικά, όπως επίσης ένα Αελίτικο περιδέραιο κι ένα βραχιόλι με παχιές χάντρες από ασήμι και φίλντισι, περίτεχνα δουλεμένες και σκαλισμένες, φανταχτερές πάνω στο ψηλόλαιμο καφετί μάλλινο που φορούσε, το οποίο, παρ’ ότι απέριττο, ήταν καλοφτιαγμένο και καλοραμμένο. Το ντύσιμό της δεν ήταν κακόγουστο, περισσότερο... επιδεικτικό, κάτι που δύσκολα θα φορούσε αδελφή. Η ιδιορρυθμία όλων αυτών των μπιχλιμπιδιών μπορεί να ήταν το κλειδί για κάποια πράγματα, αρκεί η Σαμίτσου να έβρισκε τους λόγους που κρύβονταν από πίσω. Οι Σοφές, ειδικά η Σορίλεα, τη θεωρούσαν ανόητη που δεν γνώριζε ενώ δεν ρώταγε, και δεν έμπαιναν στον κόπο να της δώσουν απαντήσεις. Το έκαναν συχνά, ειδικά η Σορίλεα. Η Σαμίτσου δεν ήταν συνηθισμένη να τη θεωρούν ηλίθια, και δεν της άρεσε διόλου.

Όχι για πρώτη φορά, είχε πρόβλημα να κοιτάξει κατάματα την άλλη αδελφή. Η Σασέιλ ήταν η κύρια αιτία που η ευδαιμονία τής διέφευγε, άσχετα πόσο καλά πήγαιναν όλα τα άλλα. Το πιο τρελό απ’ όλα ήταν πως η Σασέιλ ήταν Κόκκινη και, παρά το Άτζα της, είχε ορκιστεί πίστη στον νεαρό αλ’Θόρ. Πώς ήταν δυνατόν μια Άες Σεντάι να ορκίζεται πίστη σε οτιδήποτε πέρα από τον ίδιο τον Λευκό Πύργο; Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν μια Κόκκινη να ορκίζεται σε έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης; Ίσως η Βέριν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο τα’βίρεν ήταν ένας κατεργάρης. Η Σαμίτσου αδυνατούσε να βρει άλλο λόγο που τριάντα μία αδελφές, εκ των οποίων πέντε Κόκκινες, είχαν πάρει τέτοιον όρκο.

«Η Αρχόντισσα Άιλιλ δέχτηκε επισκέψεις από άρχοντες κι αρχόντισσες που εκπροσωπούν τον κυρίως όγκο του Οίκου Ριάτιν», αποκρίθηκε με πολύ μεγαλύτερη υπομονή απ’ όση ένιωθε. «Επιθυμούν να πάρει την Υψηλή Έδρα του Ριάτιν, κι εκείνη ζητά την έγκριση του Λευκού Πύργου ή, τουλάχιστον, των Άες Σεντάι». Προκειμένου να μην ανταλλάζει μαζί της ανταγωνιστικές ματιές —και μάλιστα να βρίσκεται χαμένη— κατευθύνθηκε προς ένα τραπέζι από μαύρο ξύλο, όπου υπήρχε μια ασημιά κανάτα με χρυσαφένια επίστρωση πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο, από την οποία εξακολουθούσαν να αναδίδονται αδιόρατες μυρωδιές μυρωδικών. Γέμισε μια κούπα με ζεσταμένο κρασί με μπαχαρικά, έχοντας έτσι τη δικαιολογία να πάψει για λίγο να την κοιτάζει φευγαλέα κατάματα. Κατόπιν, χρησιμοποιώντας την κανάτα ως μία ακόμη δικαιολογία, την τοποθέτησε πίσω στον δίσκο με έναν κοφτό μεταλλικό ήχο. Αντιλήφθηκε πως πάσχιζε κατά το δυνατόν να μην κοιτάει επισταμένως τη Σασέιλ. Ακόμα και τώρα, συνειδητοποίησε πως τη λοξοκοίταζε και, προς μεγάλο της εκνευρισμό, δεν μπορούσε καν να αναγκάσει τον εαυτό της να γυρίσει και να την κοιτάξει κατάματα.

«Πες της όχι, Σασέιλ. Ο αδελφός της ήταν ακόμα ζωντανός όταν τον είδαν για τελευταία φορά, και μια επανάσταση ενάντια στον Αναγεννημένο Δράκοντα δεν αφορά στον Πύργο, ειδικά τώρα που έχει κατασταλεί». Στο μυαλό της ξεπήδησε η ανάμνηση του Τόραμ Ριάτιν όπως τον είχαν δει τελευταία φορά, να τρέχει κατευθείαν μέσα σε μια αλλόκοτη ομίχλη που μπορούσε να γίνει συμπαγής και να σκοτώσει, μια ομίχλη ανθεκτική απέναντι στη Μία Δύναμη. Εκείνη τη μέρα, η Σκιά είχε περπατήσει εκτός των τειχών της Καιρχίν. Η φωνή της Σαμίτσου ακούστηκε σφιγμένη από την προσπάθεια που κατέβαλλε για να την κάνει να πάψει να τρέμει. Δεν ήταν τόσο φόβος, όσο θυμός. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα είχε αποτύχει να Θεραπεύσει τον νεαρό αλ’Θόρ. Μισούσε τις αποτυχίες κι ακόμα περισσότερο τη θύμησή τους. Άλλωστε, δεν χρειαζόταν να δικαιολογηθεί. «Η δύναμη του Ριάτιν δεν είναι μόνο όσα βλέπουμε. Όσοι είναι ακόμη συνδεμένοι με τον Τόραμ θα στραφούν εναντίον της, χρησιμοποιώντας εν ανάγκη ακόμα και στρατό, κι όπως και να ’χει, η ενθάρρυνση των ταραχών εντός των ίδιων των Οίκων δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διατήρηση της ειρήνης. Οι ισορροπίες στην Καιρχίν είναι λεπτές, Σασέιλ, ωστόσο εξακολουθούν να είναι ισορροπίες, και για κανέναν λόγο δεν πρέπει να τις διαταράξουμε». Μόλις που κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην ξεστομίσει ότι η Κάντσουεϊν δεν θα ήταν διόλου ευχαριστημένη αν το έκαναν, μολονότι δεν ήταν διόλου σίγουρο πως η Σασέιλ θα επηρεαζόταν ιδιαίτερα από αυτό.

«Ταραχές θα συμβούν ούτως ή άλλως, άσχετα από τη δική μας παρέμβαση», απάντησε με σταθερή φωνή η άλλη αδελφή. Το συνοφρύωμά της είχε χαθεί μόλις η Σαμίτσου φάνηκε να την προσέχει, αν κι ο τρόπος που έσφιγγε τα σαγόνια της έδειχνε πως η αποφασιστικότητα της δεν είχε υποχωρήσει καθόλου. Ίσως να επρόκειτο για πείσμα κι όχι για επιθετικότητα, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Η γυναίκα δεν λογομαχούσε, ούτε καν προσπαθούσε να την πείσει, απλώς δήλωνε ξεκάθαρα τη θέση της. Και το πιο ταπεινωτικό απ’ όλα ήταν πως το έκανε από αβροφροσύνη. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι προπομπός ταραχών κι αλλαγών, Σαμίτσου. Ο αγγελιαφόρος για τον οποίον είχαν προφητεύσει. Αλλά και να μην ήταν, εδώ είναι Καιρχίν. Πιστεύεις πραγματικά πως έπαψαν να παίζουν το Ντάες Νταε’μάρ; Μπορεί η επιφάνεια του νερού να είναι ήρεμη, αλλά το ψάρι δεν παύει ποτέ να κολυμπάει».

Μια Κόκκινη που έκανε κήρυγμα υπέρ του Αναγεννημένου Δράκοντα σαν δημαγωγός της επαρχίας! Μα το Φως! «Κι αν κάνεις λάθος;» Η Σαμίτσου πρόφερε τις λέξεις παρά τη θέλησή της. Η Σασέιλ όμως —που να την πάρει και να τη σηκώσει!— δεν έχασε διόλου την ψυχραιμία της.

«Η Άιλιλ έχει επιορκήσει της διεκδίκησής της στον Θρόνο του Ήλιου υπέρ της Ηλαίην Τράκαντ, κάτι που ούτως ή άλλως σχεδίαζε ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κι είναι έτοιμη να ορκιστεί πίστη στο όνομά του αν το ζητήσω. Ο Τόραμ οδηγεί έναν ολόκληρο στρατό ενάντια στον Ραντ αλ’Θόρ. Πιστεύω ότι αυτή η αλλαγή αξίζει τον κόπο κι ότι αξίζει να το ριψοκ ινδυνεύσουμε. Θα της το πω».

Οι καμπανούλες στα μαλλιά της Σαμίτσου κουδούνισαν καθώς η γυναίκα κούνησε οργισμένα το κεφάλι της, και μόλις που συγκρατήθηκε να μην αναστενάξει ξανά. Δεκαοκτώ από αυτές τις Δρακορκισμένες αδελφές παρέμεναν στην Καιρχίν —η Κάντσουεϊν είχε πάρει μερικές μαζί της κι έπειτα έστειλε την Αλάνα να μαζέψει κάμποσες ακόμα— ενώ κάποιες από αυτές τις δεκαοκτώ, εκτός της Σασέιλ, είχαν μεγαλύτερο αξίωμα από την ίδια, αλλά οι Αελίτισσες Σοφές φρόντιζαν έτσι ώστε να μη βρεθούν στον δρόμο της. Κατ’ αρχάς, δεν συμφωνούσε καθόλου με τον τρόπο που γινόταν αυτό —οι Άες Σεντάι ήταν αδύνατον να είναι μαθητευόμενες κανενός! Ήταν εξωφρενικό!— αλλά από πρακτική άποψη διευκόλυνε τη δουλειά της. Ούτε έχωναν τη μύτη τους παντού, ούτε προσπαθούσαν να φανούν αρχηγικές, με τις Σοφές να καθορίζουν τη ζωή τους και να τις παρακολουθούν κάθε λίγο και λιγάκι. Δυστυχώς, για κάποιον λόγο που δεν κατάφερε να μάθει, οι Σοφές συμπεριφέρονταν αλλιώς στη Σασέιλ και στις άλλες δύο αδελφές που είχαν σιγανευτεί στα Πηγάδια του Ντουμάι. Είχαν σιγανευτεί. Και μόνο η σκέψη τής προκαλούσε ρίγη, ελαφρά βέβαια, τα οποία θα ήταν ανύπαρκτα αν κατόρθωνε ποτέ να κατανοήσει πώς ο Ντάμερ Φλιν είχε Θεραπεύσει αυτό που δεν δεχόταν Θεραπεία. Αν μη τι άλλο, κάποιος θα έπρεπε να μπορεί να Θεραπεύσει το σιγάνεμα, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος ήταν άντρας. Ένας άντρας ικανός να διαβιβάζει. Μα το Φως, οι τρόμοι του χτες γίνονταν οι ανησυχίες του σήμερα, αρκεί να τους συνήθιζες.

Ήταν σίγουρη πως η Κάντσουεϊν θα τα είχε κανονίσει με τις Σοφές πριν φύγει, αν γνώριζε για τη διαφορά σχετικά με τη Σασέιλ, την Ιργκαίην και τη Ρονάιλε. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μπλεκόταν αθέλητα σ’ ένα από τα θρυλικά σχέδια των Πράσινων. Η Κάντσουεϊν ήταν πιο ύπουλη κι από Γαλάζια, όλο σχέδια μέσα σε σχέδια και μηχανορραφίες με περιτύλιγμα ίντριγκας, κι όλα αυτά κρυμμένα πίσω από άλλα σχέδια. Κάποια είχαν καταστρωθεί ώστε να αποτύχουν προκειμένου να πετύχουν άλλα. Μόνο η Κάντσουεϊν γνώριζε ποια ήταν ποια, μια σκέψη διόλου ανακουφιστική. Εν πάση περιπτώσει, οι τρεις αυτές αδελφές ήταν ελεύθερες να πηγαινοέρχονται όσο θέλουν και να κάνουν ό,τι θέλουν. Φυσικά, δεν ένιωθαν την ανάγκη να ακολουθούν τις οδηγίες που είχε αφήσει πίσω της η Κάντσουεϊν, ούτε καν την αδελφή που είχε ορίσει υπεύθυνη. Μονάχα ο παλαβός όρκος τους απέναντι στον αλ’Θόρ τις οδηγούσε ή τις περιόριζε.

Η Σαμίτσου δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της αδύναμη ή αναποτελεσματική, παρά μόνο τότε που την εγκατέλειψε το Ταλέντο της, ωστόσο ευχόταν όσο τίποτε άλλο να επιστρέψει η Κάντσουεϊν και να πάρει την ευθύνη από τα χέρια της. Λίγα λόγια μόνο στο αυτί της Άιλιλ θα ήταν αρκετά για να σβήσει ο πόθος της αρχόντισσας για την Υψηλή Έδρα, αλλά όλα αυτά δεν θα είχαν νόημα εκτός αν έβρισκε τρόπο να εκτρέψει τη Σασέιλ από τους σκοπούς της. Ασχέτως αν η Αιλιλ φοβόταν μήπως έβγαιναν στη φόρα τα ανόητα μυστικά της, η ασυνέπεια των λόγων μιας Άες Σεντάι μπορεί να την έκανε να αποφασίσει ότι ίσως ήταν καλύτερα να φροντίσει να εξαφανιστεί στα κτήματά της από το να ρισκάρει να προσβάλει μια αδελφή, ό,τι κι αν ήταν αυτό που έκανε. Η Κάντσουεϊν θα αναστατωνόταν αν έχανε την Άιλιλ. Ακόμα κι η Σαμίτσου θα αναστατωνόταν. Η Άιλιλ λειτουργούσε ως αγωγός ανάμεσα στις μισές συνωμοσίες μεταξύ των ευγενών, ένα είδος μετρητή που φρόντιζε οι ίντριγκες αυτές να παραμείνουν ασήμαντες, ανίκανες να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά. Η καταραμένη η Κόκκινη τα γνώριζε όλα αυτά. Κι από τη στιγμή που η Σασέιλ έδινε την άδεια στην Άιλιλ, η τελευταία θα έσπευδε να μεταδώσει τα μαντάτα σε αυτήν, κι όχι στη Σαμίτσου Ταμαγκόγουα.

Ενώ η Σαμίτσου πάλευε με τα διλήμματά της, η πόρτα που έβλεπε στον διάδρομο άνοιξε, και μια χλωμή Καιρχινή με αυστηρό πρόσωπο, μια παλάμη κοντύτερη από οποιαδήποτε Άες Σεντάι, πέρασε μέσα. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε μια παχιά, γκρίζα κουλούρα στη βάση του σβέρκου της, και φορούσε ένα απλό γκρίζο φόρεμα, τόσο σκούρο που ήταν σχεδόν μαύρο, η λιβρέα μιας υπηρέτριας του Παλατιού του Ήλιου. Οι υπηρέτες δεν ανακοίνωναν ποτέ την παρουσία τους, ούτε ζητούσαν άδεια να μπουν, αλλά η Κοργκάιντε Μαρέντεβιν δεν ήταν μια απλή υπηρέτρια. Ο βαρύς ασημένιος κρίκος με τα μακρόστενα κλειδιά, στη μέση της, ήταν διακριτικό κάποιου αξιώματος. Όποιος κι αν διοικούσε την Καιρχίν, η Κάτοχος των Κλειδιών διοικούσε το Παλάτι του Ήλιου, έτσι απλά, και δεν υπήρχε τίποτα δουλοπρεπές στους τρόπους της. Έκανε μια κάπως αόριστη υπόκλιση, δίχως να απευθύνεται συγκεκριμένα στη Σαμίτσου ή στη Σασέιλ.

«Μου ζητήθηκε να αναφέρω οτιδήποτε ασυνήθιστο», είπε στον αέρα, μολονότι εκείνη που της το είχε ζητήσει ήταν η Σαμίτσου. Πιθανότατα, είχε υπ’ όψιν της τη λογομαχία των δύο γυναικών σχεδόν ταυτόχρονα με τις ίδιες. Ελάχιστα απ’ όσα συνέβαιναν στο παλάτι διέφευγαν την αντίληψή της. «Πληροφορήθηκα την ύπαρξη ενός Ογκιρανού στην κουζίνα. Φαίνεται πως, μαζί με έναν νεαρό, ενδιαφέρονται να δουλέψουν ως χτίστες, αν και ποτέ μου δεν άκουσα Ογκιρανούς και ανθρώπους χτίστες να συνεργάζονται αρμονικά. Το δε Στέντιγκ Τσόφου με είχε πληροφορήσει πως κανείς χτίστης από οποιοδήποτε στέντιγκ δεν θα είναι διαθέσιμος στο άμεσο μέλλον όταν ρωτήσαμε... σχετικά με το θέμα». Η παύση μόλις που έγινε αισθητή, η δε σοβαρή έκφραση που είχε χαραχτεί στο πρόσωπό της δεν άλλαξε στο ελάχιστο, αλλά τα μισά κουτσομπολιά αναφορικά με την επίθεση στο Παλάτι του Ήλιου έλεγαν πως ήταν ενέργεια του αλ’Θόρ, και τα άλλα μισά την απέδιδαν στις Άες Σεντάι. Υπήρχαν και κάποιες ιστορίες που ανέφεραν τους Αποδιωγμένους, αλλά μόνο συναρτήσει του αλ’Θόρ ή των Άες Σεντάι.

Σουφρώνοντας σκεπτικά τα χείλη της, η Σαμίτσου προσπάθησε να ξεχάσει το μπέρδεμα που δημιουργούσαν οι Καιρχινοί σε ό,τι άγγιζαν. Δεν είχε νόημα να αρνηθεί την ανάμειξη των Άες Σεντάι. Οι Τρεις Όρκοι ίσχυαν μέχρι στιγμής σε μια πόλη όπου ένα απλό «ναι» ή «όχι» ήταν αρκετό να προκαλέσει πέντε-έξι αντικρουόμενες φήμες. Αλλά, Ογκιρανοί... Στην κουζίνα του παλατιού σπάνια γινόταν δεκτός κάποιος τυχάρπαστος, αλλά οι μάγειροι δεν θα είχαν αντίρρηση να προσφέρουν ένα ζεστό γεύμα σε έναν Ογκιρανό, απλώς και μόνο για την παραδοξότητα να τον παρακολουθούν. Τον τελευταίο χρόνο, οι Ογκιρανοί είχαν γίνει πιο ασυνήθιστοι απ’ ό,τι συνήθως. Κατά καιρούς, έβλεπες μερικούς από δαύτους, αλλά απομακρύνονταν με τέτοια ταχύτητα που άρμοζε μόνο στον λαό τους, και σπάνια σταματούσαν σε ένα μέρος, παρά μόνο για έναν σύντομο ύπνο. Σπανιότατα συνταξίδευαν με ανθρώπους, πόσω μάλλον δούλευαν μαζί. Το συγκεκριμένο ζευγάρι, ωστόσο, τσιγκλούσε το μυαλό της. Ελπίζοντας πως, ό,τι κι αν ήταν, θα το θυμόταν κάποια στιγμή με μεγαλύτερη διαύγεια, άνοιξε το στόμα της για να κάνει μερικές ακόμα ερωτήσεις.

«Ευχαριστώ, Κοργκάιντε», είπε η Σασέιλ χαμογελώντας. «Στάθηκες πολύ χρήσιμη, αλλά θα είχες την καλοσύνη να μας αφήσεις τώρα;» Η αναιδής συμπεριφορά απέναντι στην Κάτοχο των Κλειδιών ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να κοιμάσαι σε βρώμικα σεντόνια, να τρως άνοστα φαγητά, να βρίσκεις τα δοχεία νυκτός γεμάτα στο δωμάτιό σου, να χάνεις τα γράμματά σου και, γενικά, να ζεις μια μίζερη ζωή, γεμάτη δυσκολίες, και να κυλιέσαι στη λάσπη πασχίζοντας να τα φέρεις βόλτα, αλλά φαίνεται πως αυτό το χαμόγελο ήταν αρκετό για να αφαιρέσει τη δριμύτητα από τα λόγια της προς την Κοργκάιντε. Η γκριζομάλλα γυναίκα έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, συγκατανεύοντας, και για άλλη μία φορά έκανε μια αδιόρατη υπόκλιση. Πλέον, ήταν προφανές ότι απευθυνόταν στη Σασέιλ.

Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να κλείσει η πόρτα πίσω από την γκριζομάλλα γυναίκα, κι η Σαμίτσου ακούμπησε με τόση δύναμη την ασημιά κούπα πάνω στον δίσκο, ώστε το ζεστό κρασί έπεσε πάνω στον καρπό της, και στράφηκε προς το μέρος της Κόκκινης αδελφής. Ήταν έτοιμη να χάσει κάθε έλεγχο απέναντι στην Άιλιλ, και τώρα το ίδιο το Παλάτι του Ήλιου έμοιαζε να της ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια! Όσο πιθανό ήταν η Κοργκάιντε να βγάλει φτερά και να πετάξει, άλλο τόσο πιθανό ήταν να παραμείνει σιωπηλή αναφορικά με όσα είχε δει, τα δε λόγια της σίγουρα θα σκορπίζονταν παντού στο παλάτι, μολύνοντας και τον τελευταίο υπηρέτη, και τον κατώτερο σταβλίτη. Η τελευταία της αυτή υπόκλιση έκανε ξεκάθαρο τι περνούσε από το μυαλό της. Μα το Φως, η Σαμίτσου μισούσε την Καιρχίν! Τα έθιμα κι οι καλοί τρόποι μεταξύ των αδελφών ήταν βαθιά ριζωμένα, αλλά η Σασέιλ δεν είχε και τόσο ψηλή θέση ώστε να την αναγκάσει να κρατήσει το στόμα της κλειστό μπροστά σε αυτή την καταστροφή, και σκόπευε να μιλήσει έξω από τα δόντια.

Ωστόσο, συνοφρυώθηκε κοιτώντας το πρόσωπο της Σασέιλ —κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που το έβλεπε πραγματικά— και τότε κατάλαβε άξαφνα γιατί την ενοχλούσε τόσο, γιατί δυσκολευόταν να κοιτάξει κατάματα την Κόκκινη αδελφή. Το πρόσωπο που αντίκριζε δεν ανήκε πια σε μια Άες Σεντάι, δεν ήταν ένα πρόσωπο εκτός χρόνου κι ηλικίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να ανιχνεύσουν το βλέμμα μέχρι να τους το υποδείξεις, αλλά για μια άλλη αδελφή ήταν καταφανές. Ίσως είχαν απομείνει μερικά ψήγματα, λεπτομέρειες που έκαναν τη Σασέιλ να φαίνεται ομορφότερη απ’ όσο πράγματι ήταν, αλλά ήταν ολοφάνερο πως η γυναίκα ήταν κάποιας ηλικίας, περίπου μεσήλικη. Η συνειδητοποίηση αυτή έδεσε κόμπο τη γλώσσα της Σαμίτσου.

Όσα ήταν γνωστά περί των σιγανεμένων γυναικών ανήκαν λίγο-πολύ στον χώρο των διαδόσεων, καθότι οι πιο πολλές το έσκαγαν και κρύβονταν από τις υπόλοιπες αδελφές, και τελικά πέθαιναν. Συνήθως μάλιστα, πέθαιναν σύντομα. Η έλλειψη του σαϊντάρ ήταν αβάσταχτη και δεν μπορούσαν να αντέξουν πολύ καιρό χωρίς αυτό. Βέβαια, τα πιο πολλά δεν ήταν παρά κουτσομπολιά. Απ’ όσο γνώριζε κι η ίδια, καμία δεν είχε τα κότσια να επιχειρήσει να μάθει κάτι παραπάνω. Αν και σπάνια το παραδέχονταν, ο φόβος φώλιαζε στις σκοτεινότερες γωνιές του μυαλού οποιασδήποτε αδελφής, η οποία τρόμαζε στην ιδέα πως κάποια απρόσμενη στιγμή στο μέλλον μπορεί να την περίμενε η ίδια τύχη, κι έτσι ήταν εξαιρετικά απρόθυμη να μάθει κάτι περισσότερο. Ακόμα κι οι Άες Σεντάι έκαναν τα στραβά μάτια όταν δεν ήθελαν να προσέξουν κάτι. Πάντως, οι συγκεκριμένες φήμες επέμεναν, μολονότι δεν συζητιούνταν σχεδόν ποτέ κι ήταν πάντα τόσο αόριστες, ώστε δεν μπορούσες να θυμηθείς πού τις είχες πρωτακούσει, αμυδροί ψίθυροι που απλώνονταν γύρω στον χώρο. Μια από τις φήμες που μισοθυμόταν η Σαμίτσου μιλούσε για μια γυναίκα που σιγανεύτηκε κι έπειτα ξανάνιωσε, αφού φυσικά κατόρθωσε να επιβιώσει. Μέχρι τώρα, κάτι τέτοιο φάνταζε τελείως παράλογο. Η Σασέιλ μπορεί να είχε ανακτήσει την ικανότητα της διαβίβασης, αλλά δεν σημαίνει πως είχε ανακτήσει τα πάντα. Για άλλη μία φορά, έπρεπε να δουλέψει πολύ με τη Δύναμη, επί χρόνια ολόκληρα, για να ξανακερδίσει το πρόσωπο που θα υποδήλωνε σε οποιαδήποτε αδελφή που θα την έβλεπε ξεκάθαρα πως επρόκειτο για μια Άες Σεντάι. Θα τα κατάφερνε όμως; Έμοιαζε αναπόφευκτο, αλλά οι πληροφορίες σταματούσαν εδώ. Επιπλέον, αν είχε αλλάξει το πρόσωπό της, είχε αλλάξει άραγε κι οτιδήποτε άλλο επάνω της; Η Σαμίτσου αισθάνθηκε ένα ρίγος πιο έντονο από αυτό που θα της προκαλούσε η σκέψη του σιγανέματος. Μάλλον καλά έκανε που προσπαθούσε να μάθει με πολύ προσεκτικά βήματα τους τρόπους Θεραπείας του Ντάμερ.

Ψηλαφώντας το Αελίτικο περιδέραιό της, η Σασέιλ δεν έμοιαζε να έχει πάρει χαμπάρι το παράπονο της Σαμίτσου, ούτε το γεγονός πως την περιεργαζόταν. «Μπορεί αυτό να μη σημαίνει τίποτα, ή μπορεί να δικαιολογεί μια επί μέρους εξέταση», είπε, «αλλά η Κοργκάιντε απλώς ανέφερε όσα άκουσε. Αν είναι να μάθουμε κάτι περισσότερο, πρέπει να το φροντίσουμε οι ίδιες». Χωρίς να πει κάτι άλλο, μάζεψε τη φούστα της και κίνησε να βγει από το δωμάτιο, αφήνοντας τη Σαμίτσου να αναρωτιέται αν έπρεπε να την ακολουθήσει ή να παραμείνει πίσω. Ήταν ανυπόφορο! Ωστόσο, ούτε για αστείο δεν θα μπορούσε να παραμείνει πίσω.

Η Σασέιλ δεν ήταν πολύ ψηλότερη, αλλά η Σαμίτσου αναγκάστηκε να επιταχύνει για να την προλάβει, καθώς η Κόκκινη γλιστρούσε γοργά κατά μήκος των φαρδιών διαδρόμων με τους τετραγωνισμένους θόλους. Ούτε λόγος για να την ξεπεράσει, εκτός κι αν προτιμούσε να τρέξει. Έβγαζε καπνούς από τον θυμό της, αν και παρέμεινε σιωπηλή, σφίγγοντας τα δόντια. Το να τσακωθεί δημοσίως με μια άλλη αδελφή ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανάρμοστο. Ακόμα χειρότερα, ήταν αναμφίβολα ανώφελο. Άσε που έτσι θα έσκαβε ακόμα περισσότερο τον λάκκο της. Ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να κλωτσήσει κάτι.

Οι όρθιοι φανοί, τοποθετημένοι ανά διαστήματα, φώτιζαν αρκετά ακόμα κατ τα σκοτεινότερα μέρη του διαδρόμου, αλλά οι τοίχοι δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο χρώμα, ούτε καμιά διακόσμηση, πέρα από τις περιστασιακές ταπετσαρίες που απεικόνιζαν τα πάντα με έναν μεθοδικό τρόπο, άσχετα αν έδειχναν κυνηγημένα ζώα ή ευγενείς να μάχονται ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Σε μερικές εσοχές των τοίχων είχαν τοποθετηθεί χρυσά στολίδια ή πορσελάνες των Θαλασσινών, ενώ σε κάποιους διαδρόμους είχαν σκαλιστεί ζωφόροι στα γείσα, αχρωμάτιστες οι περισσότερες. Αυτό ήταν όλο. Οι Καιρχινοί έκρυβαν τη χλιδή από την κοινή θέα, όπως κι οτιδήποτε άλλο. Οι υπηρέτες κι οι υπηρέτριες που, ίδιες ορδές μυρμηγκιών, πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα πάνω-κάτω κατά μήκος των διαδρόμων, φορούσαν λιβρέες στο χρώμα του κάρβουνου, εκτός από όσους υπηρετούσαν τους ευγενείς που κατοικούσαν στο παλάτι, οι οποίοι συγκριτικά με τους άλλους φάνταζαν λαμπεροί, με τα εμβλήματα των Οίκων κεντημένα πάνω στα στήθη και στους γιακάδες τους, ενώ τα μανίκια κάποιων από αυτούς ήταν σημαδεμένα με τα χρώματα του αντίστοιχου Οίκου. Ένας-δυο από δαύτους φορούσαν πανωφόρι ή φόρεμα με τα χρώματα του Οίκου, κι έμοιαζαν σαν ξενομερίτες ανάμεσα στους υπόλοιπους. Πάντως, όλοι τους κυκλοφορούσαν με χαμηλωμένο βλέμμα και καλά-καλά δεν σταματούσαν ούτε για μια σύντομη υπόκλιση στις δύο αδελφές που τους προσπερνούσαν. Το Παλάτι του Ήλιου είχε ανάγκη από αρκετές εκατοντάδες υπηρέτες, κι όλοι τους έτρεχαν πάνω-κάτω για να προλάβουν τις αγγαρείες του πρωινού.

Στους διαδρόμους περιδιάβαιναν κι ευγενείς, που υποκλίνονταν επιφυλακτικά στις Άες Σεντάι καθώς τις προσπερνούσαν, με ένα είδος χαιρετισμού που ισορροπούσε ανάμεσα στην ψευδαίσθηση της ισότητας και της πραγματικής σχέσης μεταξύ τους, μιλώντας χαμηλόφωνα για να μην ακουστούν πιο πέρα. Έτσι, επικύρωναν το παλιό γνωμικό που έλεγε πως, σε παράξενους καιρούς, συναναστρέφεσαι με παράξενους ανθρώπους. Προς το παρόν, πάντως, οι παλιές εχθρότητες παραμερίζονταν μπροστά στους νέους κινδύνους. Να τώρα δυο-τρεις ωχροί Καιρχινοί άρχοντες, που φορούσαν σκούρα μεταξένια πανωφόρια με λεπτές χρωματιστές λωρίδες στην πρόσοψη, έχοντος ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους και πουδραρισμένο στα πρότυπα των στρατιωτών, οι οποίοι σουλατσάριζαν πλάι-πλάι με άλλους τόσους μελαψούς Δακρυνούς, ψηλότερους μέσα στα φανταχτερά τους πανωφόρια με τα φουσκωτά λωριδωτά μανίκια. Να και μια Δακρυνή αρχόντισσα με έναν εφαρμοστό σκούφο ραμμένο με πετράδια, έναν πολύχρωμο χρυσοποίκιλτο μανδύα και κολάρο από ξεθωριασμένη δαντέλα να περπατάει πιασμένη χέρι-χέρι με μια κοντύτερη Καιρχινή αριστοκράτισσα, που τα μαλλιά της σχημάτιζαν έναν περίτεχνο πύργο που έφτανε ψηλότερα από το κεφάλι της συντρόφου της. Φορούσε μια γκρίζα, μαυριδερή δαντέλα κάτω από το πηγούνι της, ενώ στενές λωρίδες με τα χρώματα του Οίκου της κρέμονταν από το μπροστινό μέρος της φαρδιάς φούστας της από σκούρο μετάξι. Όλοι τους έδιναν την εντύπωση επιστήθιων φίλων κι έμπιστων συντρόφων.

Κάποια ζευγάρια φάνταζαν κάπως πιο παράξενα από άλλα. Τον τελευταίο καιρό, μερικές γυναίκες συνήθιζαν να φορούν ξενοπρεπή ρούχα, χωρίς να τους νοιάζει προφανώς που τα βλέμματα των αντρών έπεφταν επάνω τους, ενώ ακόμα κι οι υπηρέτες συγκρατούνταν να μην κοιτάξουν. Σφιχτά παντελόνια και πανωφόρια που μετά βίας έκρυβαν τους γοφούς θεωρούνταν ακατάλληλα ρούχα για γυναίκα, ασχέτως αν είχε καταβληθεί προσπάθεια για να φανεί το πλούσιο κέντημα ή για τον στολισμό του πανωφοριού με πολύτιμες πέτρες. Τα βαριά περιδέραια και τα βραχιόλια κι οι καρφίτσες, από τις οποίες ξεπηδούσαν φουντωτά χρωματιστά φτερά, απλώς έκαναν ακόμα πιο έντονη την παραδοξότητα. Οι δε μπότες με τα φανταχτερά χρώματα και με τα τακούνια που προσέθεταν ακόμα μια παλάμη στο ύψος των γυναικών, έδιναν την εντύπωση πως ήταν έτοιμες να σωριαστούν κάτω με το κάθε λικνιστό τους βήμα.

«Εκανδαλώδες», μουρμούρισε η Σασέιλ, παρατηρώντας ένα ζευγάρι τέτοιων γυναικών και τινάζοντας τη φούστα της σε ένδειξη δυσαρέσκειας.

«Σκανδαλώδες», μουρμούρισε κι η Σαμίτσου πριν προλάβει να συγκρατηθεί, και κατόπιν έκλεισε το στόμα της ερμητικά και με τόση δύναμη, που έτριξαν τα δόντια της. Έπρεπε να προσέχει τα λόγια της. Το να εκφράζει τη συμφωνία της επειδή απλώς και μόνο συμφωνούσε ήταν μια συνήθεια που έπρεπε να εξαλείψει, ειδικά όσον αφορά τη Σασέιλ.

Ωστόσο, δεν σταμάτησε να κοιτάει πάνω από τον ώμο της, προς το ζευγάρι των γυναικών, αποδοκιμάζοντάς τες, παρ’ όλο που ήταν και λίγο παραξενεμένη. Έναν χρόνο πριν, η Αλαίην Σούλιαντρεντ κι η Φιόντα Αναρίζ θα μαλλιοτραβιούνταν ή μάλλον θα έβαζαν τους οπλίτες τους να φαγωθούν μεταξύ τους. Από την άλλη όμως, ποιος περίμενε να δει τον Μπέρτομ Σάιγκαν να βαδίζει γαλήνια πλάι-πλάι με τον Γουίραμον Σανιάγκο, και μάλιστα χωρίς κανέναν από τους δύο να απλώνει χέρι στο εγχειρίδιο της ζώνης του; Παράξενοι καιροί, παράξενες συναναστροφές. Αναμφίβολα, έπαιζαν το Παιχνίδι των Οίκων, κάνοντας διάφορους ελιγμούς για να αποκτήσουν πλεονέκτημα, όπως πάντα, αν κι οι διαχωριστικές γραμμές που κάποτε ήταν χαραγμένες στην πέτρα, έμοιαζαν τώρα να έχουν χαραχτεί σε υδάτινη επιφάνεια. Πολύ παράξενοι καιροί.

Η κουζίνα βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο του Παλατιού του Ήλιου, πάνω από το έδαφος κι από την πίσω μεριά, ένα συνονθύλευμα από πέτρινα δωμάτια με δοκάρια στις οροφές που περιστοίχιζαν μια μακρόστενη αίθουσα δίχως παράθυρα, γεμάτη σιδερένιες θερμάστρες, τούβλινους φούρνους και τζάκια επενδυμένα με πέτρα, ενώ η ζέστη ήταν αρκετή για να κάνει κάποιον να ξεχάσει ότι έξω χιόνιζε ή ότι ήταν καν χειμώνας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι κάθιδροι μάγειροι κι οι βοηθοί τους, ντυμένοι με σκούρα ρούχα κάτω από τις λευκές ποδιές τους, όπως και κάθε άλλος υπηρέτης του παλατιού, θα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω για να ετοιμάσουν το μεσημεριανό, ζυμώνοντας φρατζόλες πάνω σε μακρόστενα, μαρμάρινα τραπέζια στρωμένα με αλεύρι ή αλείφοντας μεγάλα κομμάτια κρέατος ζώων και πουλιών που ψήνονταν στις σούβλες των τζακιών. Τώρα όμως, τα μόνα ζωντανά που κινούνταν στον χώρο ήταν μερικά κοπρόσκυλα που προσπαθούσαν να δαγκώσουν κανένα κοψίδι. Μέσα στα καλάθια, τα γογγύλια και τα καρότα ήταν ακόμα αξεφλούδιστα κι άκοφτα, ενώ γλυκές και μυρωδάτες οσμές αναδίδονταν από ανέγγιχτα δοχεία με σάλτσες. Ακόμα κι οι λαντζιέρηδες, αγόρια και κορίτσια που σκούπιζαν κρυφά τα πρόσωπά τους πάνω στις ποδιές τους, στέκονταν λίγο πιο έξω από μια ομάδα γυναικών που είχαν μαζευτεί γύρω από ένα τραπέζι. Από την είσοδο, η Σαμίτσου πρόσεξε το πίσω μέρος από το κεφάλι ενός Ογκιρανού που υψωνόταν πάνω από τις γυναίκες έτσι όπως ήταν καθισμένος πάνω στο τραπέζι, ψηλότερος από οποιονδήποτε ψηλό άντρα και με φαρδύτερους ώμους. Οι Καιρχινοί, βέβαια, ήταν σε γενικές γραμμές κοντοί, κάτι που έκανε τον Ογκιρανό να φαντάζει ακόμα ψηλότερος. Η Σαμίτσου άγγιξε το χέρι της Σασέιλ κι αυτή, πράγμα παράξενο, σταμάτησε αμέσως χωρίς να διαμαρτυρηθεί.

«...χάθηκε έτσι απότομα, χωρίς καμία ένδειξη για το πού πήγε;» ρωτούσε ο Ογκιρανός, με φωνή βροντώδη και βαθιά, λες και γινόταν σεισμός. Τα μεγάλα φουντωτά του αυτιά, που εξείχαν μέσα από τα μαύρα του μαλλιά, τα οποία έπεφταν έως το ψηλό του κολάρο, τινάζονταν ανήσυχα μπρος-πίσω.

«Έλα πια, σταμάτα να μιλάς διαρκώς γι’ αυτόν, Αφέντη Λένταρ», ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας, τρεμουλιαστή αλλά καλά εξασκημένη. «Ένας ξιπασμένος ήταν. Διέλυσε το μισό παλάτι με τη Μία Δύναμη, να τι έκανε. Είναι ικανός να σε κοιτάξει και να σου παγώσει το αίμα, για να μην πω ότι μπορεί να σε σκοτώσει κιόλας. Χιλιάδες πέθαναν από το χέρι του. Δεκάδες χιλιάδες! Ουφ, δεν έχω καμιά διάθεση να μιλάω γι’ αυτόν».

«Για κάποιον που δεν του αρέσει να μιλάει για κάτι, Έλντριντ Μέθιν, είπε κοφτά μια άλλη γυναίκα, «εσύ δεν λες και τίποτ’ άλλο». Εύσωμη κι αρκετά ψηλή για Καιρχινή, σχεδόν στο ύψος της Σαμίτσου, και με μερικές πλεξούδες γκρίζων μαλλιών να ξεφεύγουν από τον άσπρο δαντελωτό της σκούφο, θα πρέπει να ήταν η αρχιμαγείρισσα, γιατί όπου και να κοιτούσε η Σαμίτσου, έβλεπε πρόσωπα να νεύουν συγκατανεύοντας, να ξεσπάνε στα γέλια και να λένε «Μια χαρά τα λες, Κυρά Μπελνταίρ» με έναν ιδιαίτερα συκοφαντικό τρόπο. Οι υπηρέτες είχαν τις δικές τους ιεραρχίες, αυστηρές όσο και του ίδιου του Πύργου.

«Αλλά δεν είναι δέον να κουτσομπολεύουμε κάτι τέτοιο, Αφέντη Λένταρ», συνέχισε η σφριγηλή γυναίκα. «Πρόκειται για δουλειές που αφορούν στις Άες Σεντάι, κι όχι σ’ εμένα και σ’ εσένα. Πες μας κι άλλα για τις Μεθόριες Χώρες. Έχεις πράγματι δει Τρόλοκ;»

«Άες Σεντάι», μουρμούρισε ένας άντρας. Κρυμμένος από το πλήθος, γύρω από το τραπέζι, θα πρέπει να ήταν ο σύντροφος του Λένταρ. Η Σαμίτσου δεν διέκρινε μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες ανάμεσα στο προσωπικό της κουζίνας σήμερα το πρωί. «Για πες μου, στ’ αλήθεια πιστεύεις πως δεσμεύουν τους άντρες για τους οποίους μιλάς, αυτούς τους Άσα’μαν; Ως Προμάχους; Κι αυτός που πέθανε; Ποτέ δεν εξήγησες πώς έγινε αυτό».

«Μα τον σκότωσε ο Αναγεννημένος Δράκοντας», άρχισε να λέει η Έλντριντ. «Άλλωστε, ως τι άλλο θα μπορούσε μια Άες Σεντάι να δεσμεύσει έναν άντρα; Ω, πόσο τρομεροί είναι αυτοί οι Άσα’μαν! Σε κοιτάνε και γίνεσαι πέτρα. Με το που θα δεις κάποιον από δαύτους, τον αναγνωρίζεις αμέσως, ξέρεις. Τα μάτια τους είναι τρομακτικά και λάμπουν».

«Σιωπή, Έλντριντ», είπε με σταθερή φωνή η Κυρά Μπελνταίρ. «Μπορεί να επρόκειτο για Άσα’μαν, Αφέντη Άντερχιλ, αλλά μπορεί κι όχι. Ίσως να ήταν δεσμευμένοι, ίσως κι όχι. Το μόνο που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας εγώ, αλλά κι οποιοσδήποτε άλλος, είναι ότι ήταν μαζί του». Η έμφαση στη φωνή της έκανε ξεκάθαρο σε ποιον αναφερόταν. Μπορεί η Έλντριντ να θεωρούσε φοβερό και τρομερό τον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά ετούτη εδώ η γυναίκα ούτε να τον ονοματίσει δεν ήθελε. «Και μόλις έφυγε αυτός, οι Άες Σεντάι άρχισαν να τους λένε τι να κάνουν, κι αυτοί το έκαναν. Φυσικά, κανείς δεν είναι τόσο τρελός για να μην κάνει ό,τι λέει μια Άες Σεντάι. Όπως και να έχει, έφυγαν όλοι τους. Προς τι όλο αυτό το ενδιαφέρον για την αφεντιά τους, Αφέντη Άντερχιλ; Μήπως πρόκειται για Αντορινό όνομα;»

Ο Λένταρ έριξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να γελάει, ένα στεντόρειο γέλιο που γέμισε το δωμάτιο. Τα αυτιά του τινάζονταν βίαια μπρος πίσω. «Πράγματι, θέλουμε να μαθαίνουμε τα πάντα για τα μέρη που επισκεπτόμαστε, Κυρά Μπελνταίρ. Ανέφερες κάτι για τις Μεθόριες Χώρες; Λοιπόν, μπορεί να κάνει κρύο εδώ, αλλά στις Μεθόριες Χώρες είδαμε δέντρα να ανοίγουν σαν καρύδια στη φωτιά εξαιτίας της παγωνιάς. Μπορεί εδώ να κατεβαίνουν παγωμένοι όγκοι από τα ανάντη του ποταμού, αλλά εμείς είδαμε ποτάμια πλατιά όσο ο Αλγκουένυα να παγώνουν, κι εμπόρους να αναγκάζονται να τα διασχίζουν με φορτωμένες καρότσες, όπως επίσης κι άντρες να ψαρεύουν ανοίγοντας τρύπες σε πάγο πάχους σχεδόν μιας πιθαμής. Τη νύχτα, εμφανίζονται στον ουρανό ολόκληρα φωτεινά σεντόνια που μοιάζουν να σπινθηρίζουν, αρκετά λαμπερά για να κρύβουν τα άστρα, και...»

Ακόμα κι η Κυρά Μπελνταίρ έγερνε προς το μέρος του Ογκιρανού, απορροφημένη από τα λόγια του, αλλά ένας από τους νεαρούς λαντζιέρηδες, πολύ κοντός για να βλέπει πάνω από τους ενήλικες, έριξε μια ματιά πίσω του και τα φωτεινά του μάτια γούρλωσαν όταν έπεσαν πάνω στη Σαμίτσου και στη Σασέιλ. Το βλέμμα του καθηλώθηκε επάνω τους, μαγνητισμένο λες, αλλά άρχισε να ψαχουλεύει με το χέρι του μέχρι να βρει το μανίκι της Κυράς Μπελνταίρ και να το τραβήξει. Την πρώτη φορά, η γυναίκα τον έκανε πέρα χωρίς να κοιτάξει τριγύρω. Με το δεύτερο τράβηγμα, έστρεψε το κεφάλι της αγριωπή, αλλά το αγριεμένο της ύφος χάθηκε μέσα σε μια στιγμή μόλις είδε κι αυτή τις Άες Σεντάι.

«Η Χάρη μαζί σας, Άες Σεντάι», είπε, πασχίζοντας να μαζέψει βιαστικά, κι υποκλινόμενη, τα ατημέλητα μαλλιά της κάτω από τον σκούφο. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Ο Λένταρ άφησε μια πρόταση στη μέση και τα αυτιά του τσιτώθηκαν για μια στιγμή. Δεν κοίταξε καθόλου προς τη μεριά της πόρτας.

«Επιθυμούμε να μιλήσουμε με τους επισκέπτες σας», είπε η Σασέιλ, μπαίνοντας στην κουζίνα. «Δεν θα σας απασχολήσουμε πολύ».

«Μα, βέβαια, Άες Σεντάι». Αν η εύσωμη γυναίκα ένιωθε έκπληκτη που δύο αδελφές ήθελαν να συζητήσουν με τους επισκέπτες της κουζίνας, δεν το άφησε να φανεί. Περιστρέφοντας το κεφάλι της γύρω-γύρω, έτσι ώστε να έχει πλήρη εποπτεία του χώρου, χτύπησε παλαμάκια με τα πλαδαρά της χέρια κι άρχισε να μοιράζει διαταγές. «Έλντριντ, εκείνα τα γογγύλια δεν θα ξεφλουδιστούν μόνα τους. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη σάλτσα σύκου; Τα αποξηραμένα σύκα δεν τρώγονται! Πού είναι η κουτάλα σου, Κάσι; Άντιλ, σύρε να φέρεις μερικά...» Μάγειροι και λαντζιέρηδες σκόρπισαν προς κάθε κατεύθυνση, και σύντομα η κουζίνα γέμισε από τον σαματά που έκαναν τα κιούπια και τα κουτάλια, παρ’ ότι όλοι έβαλαν τα δυνατά τους για να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερη ησυχία, έτσι που να μην ενοχλούν τις Άες Σεντάι. Πάσχιζαν όσο ήταν δυνατόν να μην κοιτάνε προς την κατεύθυνσή τους, αν κι αρκετές φορές κόντεψαν να στραβώσουν τους λαιμούς τους.

Ο Ογκιρανός σηκώθηκε όρθιος ανάλαφρα, ενώ το κεφάλι του δεν απείχε πολύ από τα δοκάρια της οροφής. Τα ρούχα του έμοιαζαν με αυτά που θυμόταν η Σαμίτσου από μια προηγούμενη συνάντηση με Ογκιρανό, ένα μακρύ, σκούρο πανωφόρι που έπεφτε μέχρι τις γυρισμένες ανάποδα μπότες. Μερικές κηλίδες πάνω στο πανωφόρι αποκάλυπταν πως ο Ογκιρανός ταξίδευε καιρό. Δύστροποι αυτοί οι τύποι. Υποκλίθηκε μισοστρέφοντας το πρόσωπό του για να αντικρίσει τη Σαμίτσου και τη Σασέιλ, κι έξυσε την πλατιά του μύτη σαν να είχε φαγούρα, κρύβοντας εν μέρει το φαρδύ του πρόσωπο. Για Ογκιρανός, ωστόσο, έμοιαζε αρκετά νέος. «Συγχωρήστε μας, Άες Σεντάι», μουρμούρισε, «αλλά πρέπει όντως να φύγουμε». Σκύβοντας να πιάσει έναν τεράστιο πέτσινο μπόγο, που είχε μια μεγάλη κουβέρτα τυλιγμένη στην κορυφή του κι έδινε την εντύπωση κάμποσων τετραγωνισμένων σχημάτων στριμωγμένων γύρω από κάτι που ήταν χωμένο μέσα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, πέρασε τον πλατύ ιμάντα πάνω από τον ένα του ώμο. Οι ευρύχωρες τσέπες του πανωφοριού του ήταν γεμάτες κι αυτές με γωνιώδη αντικείμενα. «Έχουμε δρόμο να κάνουμε πριν μας πιάσει η νύχτα». Ο σύντροφός του, ωστόσο, παρέμεινε καθισμένος, με τα χέρια του απλωμένα στην επιφάνεια του τραπεζιού, ένας νεαρός άντρας με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γενάκι μίας εβδομάδας, που έμοιαζε να έχει κοιμηθεί πάνω από μία νύχτα στο τσαλακωμένο καφετί του πανωφόρι. Παρακολουθούσε προσεκτικά τις Άες Σεντάι με μάτια σκοτεινά, σαν αλεπού στριμωγμένη στη γωνία.

«Ποιο είναι αυτό το μέρος που θα προλάβετε να φτάσετε πριν πέσει η νύχτα;» Η Σασέιλ δεν σταμάτησε μέχρι που στάθηκε μπροστά στον νεαρό Ογκιρανό, αρκετά κοντά του έτσι ώστε να χρειάζεται να στραβολαιμιάσει για να κοιτάξει ψηλά, αν κι η κίνηση που έκανε φάνταζε περισσότερο χαριτωμένη παρά αμήχανη, όπως θα ήταν και το φυσιολογικό. «Μήπως πηγαίνετε σ’ εκείνη τη συνάντηση για την οποία ακούσαμε να μιλάνε, στο Στέντιγκ Σανγκτάι, Αφέντη... Λένταρ, έτσι δεν λέγεσαι;»

Τα μεγάλα του αυτιά συστράφηκαν βίαια κι έπειτα έμειναν ακίνητα ενώ τα, σε μέγεθος φλιτζανιού, μάτια του στένεψαν κι έγιναν εξίσου επιφυλακτικά όπως του νεαρού άντρα, μέχρι που οι κρεμαστές άκρες των φρυδιών του έπεσαν στα μάγουλά του. «Ονομάζομαι Λένταρ, γιος του Σένταρ και της Κοϊμάι, Άες Σεντάι», είπε κάπως απρόθυμα. «Πάντως, δεν πηγαίνω στο Μεγάλο Κούτσουρο, κι αυτό γιατί οι Πρεσβύτεροι δεν θα με άφηναν να πλησιάσω για να ακούσω τι λένε». Άφησε ένα βαθύφωνο, ηχηρό γέλιο που έμοιαζε βεβιασμένο. «Δεν μπορούμε να φτάσουμε απόψε στον προορισμό μας, Άες Σεντάι, αλλά η κάθε λεύγα που αφήνουμε πίσω μας είναι κέρδος. Πρέπει να φεύγουμε, τώρα». Ο αξύριστος νεαρός σηκώθηκε, διέτρεξε νευρικά με το χέρι του τη μακρόστενη λαβή του σπαθιού που είχε περασμένο στη ζώνη του, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να σηκώσει από κάτω τον μπόγο και την τυλιγμένη κουβέρτα, που ήταν πεσμένα στα πόδια του, και να ακολουθήσει τον Ογκιρανό που κίνησε για την πόρτα που οδηγούσε στον δρόμο, ακόμα κι όταν ο τελευταίος τού φώναξε πάνω από τον ώμο του: «Έλα, φεύγουμε, Κάρλντιν».

Η Σασέιλ βάδισε με μια ρευστή κίνηση, σαν να γλιστρούσε, μπαίνοντας μπροστά από τον Ογκιρανό, παρ’ όλο που τρία βήματα δικά της αντιστοιχούσαν σε ένα δικό του. «Ζήτησες να δουλέψεις ως κτίστης, Αφέντη Λένταρ», είπε, κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε πως δεν αστειευόταν καθόλου, «αλλά οι παλάμες σου δεν έχουν κάλους όπως των περισσότερων κτιστών. Θα είναι καλύτερα για σένα ν’ απαντήσεις στις ερωτήσεις μου».

Συγκρατώντας ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, η Σαμίτσου ήρθε και στάθηκε δίπλα στην Κόκκινη αδελφή. Ώστε, η Σασέιλ πίστευε πως μπορούσε να την παραμερίσει και να αναλάβει αυτή να διαλευκάνει την κατάσταση, ε; Πολύ σύντομα, την περίμενε μια έκπληξη. «Θα χρειαστεί να μείνεις λίγο παραπάνω», είπε χαμηλόφωνα στον Ογκιρανό. Ο θόρυβος από την κουζίνα ήταν αρκετός για να εμποδίσει κάποιον να κρυφακούει, αλλά καλύτερα να μην το ριψοκινδύνευαν. «Ερχόμενη στο Παλάτι του Ήλιου, είχα ήδη ακουστά για έναν νεαρό Ογκιρανό, φίλο του Ραντ αλ’Θόρ. Έφυγε από την Καιρχίν λίγους μήνες πριν, παρέα με έναν νεαρό άντρα, ονόματι Κάρλντιν. Καλά δεν τα λέω, Λόιαλ;» Τα αυτιά του Ογκιρανού μαράζωσαν.

Ο νεαρός συγκράτησε μια άσχημη βρισιά, αν και θα έπρεπε να έχει υπ’ όψιν του ότι κανείς δεν βρίζει παρουσία αδελφών. «Θα φύγω όποτε θελήσω εγώ, Άες Σεντάι», είπε τραχιά αλλά χαμηλόφωνα. Έστρεφε τη ματιά του πότε σε αυτήν και πότε στη Σασέιλ, έχοντας ταυτόχρονα τον νου του μήπως και πλησίαζε κανένας υπηρέτης από την κουζίνα. Ούτε αυτός ήθελε να ακουστούν όσα έλεγε. «Πριν φύγω όμως, θα επιθυμούσα κι εγώ κάποιες απαντήσεις. Τι απέγιναν οι... φίλοι μου; Κι αυτός; Παραφρόνησε;»

Ο Λόιαλ αναστέναξε βαθιά κι έκανε μια κατευναστική κίνηση με το πελώριο του χέρι. «Ήρεμα, Κάρλντιν», μουρμούρισε. «Στον Ραντ δεν θα άρεσε καθόλου να δημιουργήσεις πρόβλημα με τις Άες Σεντάι. Ψυχραιμία». Ο Κάρλντιν σκυθρώπιασε κι άλλο.

Έξαφνα, η Σαμίτσου σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να χειριστεί το θέμα καλύτερα. Τα μάτια αυτά δεν ανήκαν σε αλεπού στριμωγμένη στη γωνία, αλλά σε λύκο. Είχε εξοικειωθεί πολύ με τον Ντάμερ, τον Τζαχάρ και τον Έμπεν, όλοι τους δεσμευμένοι και δαμασμένοι. Μπορεί να ήταν υπερβολή, αλλά η Μερίς προσπάθησε πολύ με τον Τζαχάρ —αυτόν τον τρόπο εφάρμοζε η Μερίς— αλλά φαίνεται πως οι τρόμοι του χτες γίνονταν η αυταρέσκεια του σήμερα αν εκτεθείς αρκετά. Ο Κάρλντιν Μάνφορ ήταν επίσης Άσα’μαν, όχι όμως δεσμευμένος, ούτε δαμασμένος. Άραγε, αγκάλιαζε την αρσενική πλευρά της Δύναμης; Κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Πετάνε τα πουλιά;

Η Σασέιλ περιεργαζόταν τον νεαρό διαρκώς συνοφρυωμένη, με τα χέρια της ακίνητα πάνω στη φούστα της, αλλά η Σαμίτσου ένιωθε πολύ ικανοποιημένη που δεν έβλεπε να την περιστοιχίζει το φως του σαϊντάρ. Ένας Άσα’μαν μπορούσε να διαισθανθεί μια γυναίκα που κραδαίνει τη Δύναμη, κι αυτό θα μπορούσε να τον κάνει να ενεργήσει... απερίσκεπτα. Βέβαια, η ίδια μαζί με τη Σαμίτσου ήταν ικανές να τα βγάλουν πέρα μαζί του —ήταν, άραγε, από τη στιγμή που αυτός είχε πρόσβαση στη Δύναμη; Μα, φυσικά. Φυσικά!— αλλά θα ήταν καλύτερα να το αποφύγουν.

Η Σασέιλ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να πάρει τα ηνία στα χέρια της, οπότε η Σαμίτσου ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο αριστερό του μπράτσο. Μέσα από το μανίκι του πανωφοριού του το αισθάνθηκε σαν σιδερένια βέργα. Άρα, ήταν κι αυτός ανήσυχος όσο κι η ίδια. Γιατί, όμως; Μα το Φως, ο Ντάμερ κι οι άλλοι δύο είχαν διαγουμίσει όλα της τα ένστικτα!

«Την τελευταία φορά που τον είδα, έμοιαζε αρκετά λογικός», αποκρίθηκε η γυναίκα μαλακά, δίνοντας μια ελάχιστη έμφαση στα λόγια της. Κανείς από τους υπηρέτες της κουζίνας δεν φαινόταν εκεί κοντά, αλλά μερικοί όλο κι έριχναν ματιές προς τη μεριά του τραπεζιού. Ο Λόιαλ ξεφύσηξε βαριά, ανακουφισμένος, κι ο ήχος έμοιαζε με άνεμο που ξεχύνεται από το στόμιο μιας σπηλιάς, αλλά η γυναίκα εξακολούθησε να έχει την προσοχή της στραμμένη στον Κάρλντιν. «Δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται, αλλά ήταν ζωντανός μόλις λίγες μέρες πριν». Η Αλάνα είχε κλείσει το στόμα της σαν μύδι, χωρίς να αποκαλύψει τίποτα άλλο, ενώ εξακολουθούσε να είναι καταπιεστική, κλείνοντας στην παλάμη της το σημείωμα της Κάντσουεϊν. «Ο Φέντγουιν Μορ δηλητηριάστηκε, φοβάμαι, αλλά δεν έχω ιδέα ποιος είναι υπεύθυνος». Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Κάρλντιν κούνησε απλώς το κεφάλι του, κάνοντας μια αξιοθρήνητη γκριμάτσα, και μουρμούρισε κάτι ακατανόητο σχετικά με το κρασί. «Όσον αφορά στους υπολοίπους, έγιναν Πρόμαχοι με τη θέλησή τους». Λες κι ο άνθρωπος είχε ελεύθερη θέληση. Ο δικός της Πρόμαχος, ο Ρόσαν, ήταν σίγουρο πως δεν ήθελε να γίνει Πρόμαχος, μέχρι που αποφάσισε η ίδια ότι τον ήθελε. Ακόμα κι αν μια γυναίκα δεν ανήκε στις Άες Σεντάι, ήταν ικανή να αναγκάσει έναν άντρα να αποφασίσει αυτό που ήθελε η ίδια. «Το θεωρούσαν καλύτερη κι ασφαλέστερη επιλογή από το να ξαναγίνουν σαν... τους άλλους, όπως εσύ. Βλέπεις, η ζημιά εδώ έγινε με το σαϊντίν. Καταλαβαίνεις ποιος μπορεί να κρύβεται από πίσω; Ήταν μια προσπάθεια να σκοτώσουν αυτόν για την πνευματική υγεία του οποίου φοβάσαι».

Τα λόγια της δεν φάνηκαν να τον εκπλήσσουν. Τι είδους άντρες ήταν αυτοί οι Άσα’μαν; Μήπως αυτός ο περιβόητος Μαύρος Πύργος τους δεν ήταν παρά ένας λάκκος του εγκλήματος; Η ένταση, ωστόσο, χάθηκε από το χέρι του και ξαφνικά ο νεαρός άντρας μετατράπηκε στον κουρασμένο ταξιδιώτη που ήθελε επειγόντως ξύρισμα. «Μα το Φως!» είπε ξεφυσώντας. «Τι κάνουμε τώρα, Λόιαλ; Πού πάμε;»

«Δεν... δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Λόιαλ. Οι ώμοι του βυθίστηκαν, κουρασμένοι, και τα μακριά του αυτιά χαλάρωσαν. «Πρέπει... πρέπει να τον βρούμε, Κάρλντιν. Με κάθε τρόπο. Δεν μπορούμε να τα παρατήσουμε τώρα. Πρέπει να τον πληροφορήσουμε πως κάναμε όσα μας ζήτησε. Όσα μπορούσαμε, τουλάχιστον».

Τι ήταν αυτό που τους είχε ζητήσει να κάνουν ο αλ’Θόρ; αναρωτήθηκε η Σαμίτσου. Με λίγη τύχη, θα μάθαινε αρκετά από αυτούς τους δύο. Ένας ξεθεωμένος άντρας, ακόμα κι ένας Ογκιρανός, χαμένος και μόνος, ήταν ό,τι καταλληλότερο για να πάρει τις απαντήσεις της.

Ο Κάρλντιν αναπήδησε ελαφρά, με το χέρι του σφιγμένο γύρω από τη λαβή του σπαθιού του, κι η γυναίκα κατέπνιξε μια βλαστήμια καθώς μια υπηρέτρια του παλατιού μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο, με τη φούστα της ανασηκωμένη σχεδόν έως τα γόνατά της. «Ο Άρχοντας Ντομπραίν δολοφονήθηκε!» τσίριξε η γυναίκα. «Θα μας σκοτώσουν όλους στον ύπνο μας! Είδα με τα ίδια μου τα μάτια τους νεκρούς να περπατάνε, τον ίδιο τον γέροντα Μαρίνγκιλ, κι η μάνα μου λέει ότι τα πνεύματα θα σε σκοτώσουν αν διαπραχθεί έγκλημα! Αυτοί...» Μαρμάρωσε στη θέση της, με το στόμα ανοικτό, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία των Άες Σεντάι, και σταμάτησε απότομα, γραπώνοντας ακόμα τη φούστα της. Το προσωπικό της κουζίνας έμοιαζε να έχει ακινητοποιηθεί, κι όλοι παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού τους τις Άες Σεντάι για να δουν τι θα έκαναν.

«Όχι τον Ντομπραίν», στέναξε ο Λόιαλ, με τα αυτιά πεσμένα στο κεφάλι του. «Όχι αυτόν». Φάνταζε θυμωμένος αλλά και λυπημένος συγχρόνως, αν κι η έκφραση του προσώπου του ήταν πέτρινη. Η Σαμίτσου δεν είχε δει ποτέ της θυμωμένο Ογκιρανό.

«Πώς σε λένε;» ρώτησε απαιτητικά η Σασέιλ την υπηρέτρια, πριν η Σαμίτσου προλάβει να ανοίξει το στόμα της. «Πώς ξέρεις ότι δολοφονήθηκε; Πώς ξέρεις καν ότι είναι νεκρός;»

Η γυναίκα ξεροκατάπιε, ενώ το ψυχρό βλέμμα της Σασέιλ δεν την άφησε στιγμή. «Σέρα, Άες Σεντάι», είπε διστακτικά, γονατίζοντας στο ένα γόνατο κι υποκλινόμενη, συνειδητοποιώντας μόλις εκείνη τη στιγμή πως είχε ακόμα ανασηκωμένη τη φούστα της. Αν έκανε να τη σιάξει, σίγουρα θα ταραζόταν περισσότερο. «Σέρα Ντόιναλ. Λένε πως... δηλαδή, όλοι λένε πως ο Άρχοντας Ντομπραίν είναι... εννοώ, ήταν... Θέλω να πω...» Ξεροκατάπιε ξανά. «Όλοι λένε πως τα διαμερίσματά του είναι βουτηγμένα στο αίμα κι ότι τον βρήκαν σε μια μεγάλη λίμνη αίματος. Με το κεφάλι κομμένο, έτσι λένε».

«Πολλά λένε», είπε με αυστηρό τόνο η Σασέιλ, «και συνήθως κάνουν λάθος. Σαμίτσου, έλα μαζί μου. Αν έχει συμβεί κάτι στον Άρχοντα Ντομπραίν, ίσως μπορείς να βοηθήσεις. Λόιαλ και Κάρλντιν, θα έρθετε κι εσείς. Δεν θέλω να σας χάσω πριν βρω την ευκαιρία να σας κάνω μερικές ερωτήσεις».

«Παράτα με, με τις ερωτήσεις σου!» γρύλισε ο νεαρός Άσα’μαν, τοποθετώντας στον ώμο του τα υπάρχοντά του. «Φεύγω!»

«Όχι, Κάρλντιν», του είπε ευγενικά ο Λόιαλ, ακουμπώντας ένα τεράστιο χέρι στον ώμο του συντρόφου του. «Δεν μπορούμε να φύγουμε πριν μάθουμε τι συνέβη στον Ντομπραίν. Είναι φίλος του Ραντ και δικός μου. Δεν φεύγουμε. Εν πάση περιπτώσει, προς τα πού θα πάμε;» Ο Κάρλντιν έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Δεν είχε να απαντήσει τίποτα.

Η Σαμίτσου σφάλισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε. Ακολούθησε τη Σασέιλ έξω από την κουζίνα, πασχίζοντας ακόμα μια φορά να τα βγάλει πέρα με τις γοργές, ανάλαφρες δρασκελιές της γυναίκας. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκε ότι έτρεχε σχεδόν. Η Σασέιλ προχωρούσε πιο γρήγορα από πριν.

Μόλις βγήκαν από την πόρτα, οι φλυαρίες και τα μουρμουρητά φούντωσαν πίσω τους. Πιθανότατα, το υπηρετικό προσωπικό της κουζίνας πίεζε τη γυναίκα για να τους πει περισσότερα, λεπτομέρειες που, ελλείψει γνώσης, εφηύρε η ίδια. Δέκα διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων θα ξεπηδούσαν από εκείνη την κουζίνα, αν όχι τόσες εκδοχές όσες και το προσωπικό. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι, διαφορετικές εκδοχές εντός κουζίνας θα διέρρεαν, καθεμία εκ των οποίων θα προστίθετο στις ήδη υπάρχουσες φήμες για τις οποίες αναμφίβολα είχε μεριμνήσει η Κοργκάιντε. Η Σαμίτσου δυσκολευόταν να ανακαλέσει από το παρελθόν κάποια μέρα που τα πράματα να είχαν πάει τόσο στραβά, και μάλιστα τόσο ξαφνικά, λες και γλιστρούσε σε ένα κομμάτι πάγου κι εκεί που πήγαινε να ισορροπήσει, ανακάλυπτε ένα άλλο κάτω από τα πόδια της, κι έπειτα κι άλλο. Ύστερα από όλα αυτά, η Κάντσουεϊν θα την έγδερνε και θα έφτιαχνε γάντια με το πετσί της!

Αν μη τι άλλο, ο Λόιαλ κι ο Κάρλντιν ακολουθούσαν τη Σασέιλ με τον ίδιο ρυθμό. Ό,τι κι αν μάθαινε από αυτούς τους δύο, μπορεί να έβγαινε σε καλό, κι έτσι να κατάφερνε να διασώσει κάτι. Βαδίζοντας δίπλα στη Σασέιλ, έριχνε εξεταστικές ματιές προς το μέρος τους πάνω από τον ώμο της. Προχωρώντας με μικρές δρασκελιές, έτσι που να μην ξεπεράσει τις Άες Σεντάι, ο Ογκιρανός έδειχνε συνοφρυωμένος κι ανήσυχος. Το πιθανότερο ήταν πως σκεφτόταν τον Ντομπραίν, αλλά θα μπορούσε να αναλογίζεται πώς θα φέρει σε πέρας το μυστηριώδες έργο του «όσο γινόταν καλύτερα». Κι αυτό το μυστήριο η Σαμίτσου ήταν αποφασισμένη να το λύσει. Ο νεαρός Άσα’μαν δεν είχε πρόβλημα να συμβαδίζει, παρ’ όλο που μια έκφραση επίμονης απροθυμίας είχε χαραχτεί στο πρόσωπό του και το χέρι του χάιδευε τη λαβή του σπαθιού του. Ο κίνδυνος που εξέπεμπε αυτό το άτομο δεν είχε να κάνει με το ατσάλι. Κοιτούσε καχύποπτα τις πλάτες των δύο Άες Σεντάι και κάποια στιγμή, που η Σαμίτσου έπιασε το βλέμμα του, αντιλήφθηκε ένα σκοτεινό αγριοκοίταγμα. Ωστόσο, ήταν αρκετά λογικός για να κρατάει το στόμα του κλειστό. Η γυναίκα θα έπρεπε να βρει τρόπο να του το ανοίξει αργότερα, κι όχι βέβαια για να τον κάνει να γρυλίσει.

Η Σασέιλ δεν κοίταξε ούτε μια φορά πίσω για να βεβαιωθεί πως το ζευγάρι την ακολουθούσε, αλλά είχε στήσει αυτί για να ακούει τον πνιχτό ήχο που έκαναν οι μπότες του Ογκιρανού πάνω στις πλάκες του δαπέδου. Η έκφρασή της ήταν σκεφτική κι η Σαμίτσου θα έδινε πολλά για να μάθει τι σκεφτόταν. Μπορεί η Σασέιλ να είχε ορκιστεί στον Ραντ αλ’Θόρ, αλλά αυτό δεν εγγυόταν τίποτα για έναν Άσα’μαν. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια Κόκκινη αδελφή, κι αυτό ήταν εντελώς ανεξάρτητο από το τι έκφραση έπαιρνε το πρόσωπό της. Μα το Φως, φαίνεται πως το κομμάτι πάγου που είχε γλιστρήσει τώρα ήταν το χειρότερο απ’ όλα!

Η ανάβαση από την κουζίνα στα διαμερίσματα του Άρχοντα Ντομπραίν, στον Πύργο του Ολόγιομου Φεγγαριού, ήταν μακριά και κοπιαστική, αν και κανείς δεν παραπονιόταν, μια κι αυτό που είχε σημασία ήταν η επίσκεψη σε έναν υψηλόβαθμο ευγενή, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής η Σαμίτσου έβλεπε μπροστά της τις αποδείξεις ότι η Σέρα δεν ήταν η πρώτη που άκουγε όσα είχαν να πουν οι ανώνυμοι κάποιοι. Μια ατελείωτη ροή υπηρετών πηγαινοερχόταν στους διαδρόμους, μικρά μπουλούκια ανθρώπων που ψιθύριζαν ανήσυχα και γεμάτα έξαψη. Μόλις πρόσεξαν τις Άες Σεντάι, έκαναν στην άκρη κι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Μερικοί έμεναν με ανοικτό το στόμα από έκπληξη στη θέα ενός Ογκιρανού να δρασκελίζει το παλάτι, αλλά οι περισσότεροι το έσκαγαν. Οι ευγενείς, που μέχρι πριν από λίγο βρίσκονταν εκεί τριγύρω, είχαν εξαφανιστεί, επιστρέφοντας αναμφίβολα στα διαμερίσματά τους για να συλλογιστούν σχετικά με τις ευκαιρίες και τα ρίσκα που τους πρόσφερε ο θάνατος του Ντομπραίν. Ο,τι και να έλεγε η Σασέιλ, η Σαμίτσου δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Αν ο Ντομπραίν ήταν ζωντανός, οι ίδιοι οι υπηρέτες του θα έθεταν τέρμα στις φήμες.

Λες και χρειαζόταν επιβεβαίωση, ο διάδρομος έξω από το δωμάτιο του Ντομπραίν είχε γεμίσει από ένα πλήθος υπηρετών με πρόσωπα σταχτιά, με τα μανίκια τους καλυμμένα έως τους αγκώνες με τα γαλανόλευκα χρώματα του Οίκου των Τάμποργουιν. Μερικοί έκλαιγαν, ενώ άλλοι έμοιαζαν σαν χαμένοι, λες κι ο θεμέλιος λίθος της ζωής τους είχε χαθεί κάτω από τα πόδια τους. Μια λέξη της Σασέιλ ήταν αρκετή για να κάνουν στην άκρη, έτσι ώστε να περάσουν οι Άες Σεντάι, κι οι κινήσεις τους είχαν κάτι το μεθυσμένο ή μηχανικό. Ζαλισμένα βλέμματα έπεσαν πάνω στον Ογκιρανό, αν κι είναι αμφίβολο κατά πόσον οι κάτοχοι τους κατέγραψαν αυτό που έβλεπαν. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που θυμήθηκαν να κάνουν υποκλίσεις, έστω και με μισή καρδιά.

Στο εσωτερικό, ο προθάλαμος ήταν σχεδόν γεμάτος από τους υπηρέτες του Ντομπραίν, οι περισσότεροι εκ των οποίων κοιτούσαν ζαλισμένοι τριγύρω, λες και τους είχες χτυπήσει με μπαλτά στο κεφάλι. Ο ίδιος ο Ντομπραίν κειτόταν ακίνητος σε ένα φορείο, στο κέντρο του τεράστιου δωματίου, με το κεφάλι ακόμα ενωμένο με το υπόλοιπο κορμί, αλλά τα μάτια κλειστά, ενώ μια ξεραμένη λουρίδα αίματος, από ένα βαθύ κόψιμο στο κρανίο του, κάλυπτε τα ακίνητα χαρακτηριστικά του. Ένα σκούρο ρυάκι είχε τρέξει από το άτονο στόμα του. Με το που είδαν τις Άες Σεντάι να μπαίνουν, δύο υπηρέτες σταμάτησαν απότομα τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να καλύψουν με ένα άσπρο ύφασμα το κεφάλι του αφέντη τους, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα μάγουλά τους. Ο Ντομπραίν δεν ανέπνεε, ενώ στο μπροστινό μέρος του πανωφοριού με τις λεπτές λωρίδες που έφταναν έως τα γόνατα υπήρχαν ανοικτές, ματωμένες πληγές. Δίπλα στο φορείο, μια σκοτεινή μουτζούρα μεγαλύτερη από το σώμα ενός άντρα λέρωνε τον πρασινοκίτρινο δαίδαλο του κροσσωτού Δακρυνού χαλιού. Ένας άνθρωπος που είχε χάσει τόσο πολύ αίμα, θα έπρεπε λογικά να είναι νεκρός. Δύο ακόμα άντρες κείτονταν φαρδιοί-πλατιοί στο πάτωμα. Τα γυάλινα μάτια του ενός ήταν νεκρά κι έβλεπαν στο ταβάνι, ενώ ο άλλος ήταν γυρτός στη μια πλευρά, με τη φιλντισένια λαβή ενός μαχαιριού να εξέχει από τα πλευρά του. Η λάμα μάλλον θα είχε φτάσει στην καρδιά. Κοντοί Καιρχινοί, με χλωμή επιδερμίδα κι οι δύο, φορούσαν τη χαρακτηριστική λιβρέα των υπηρετών του παλατιού, αν κι ένας υπηρέτης δεν κουβαλούσε ποτέ επάνω του το μακρόστενο εγχειρίδιο με την ξύλινη λαβή που κειτόταν πλάι σε κάθε πτώμα. Ένας άντρας από τον Οίκο των Τάμποργουιν είχε ανασηκώσει το πόδι του, έτοιμος να κλωτσήσει ένα από τα πτώματα, αλλά κοντοστάθηκε, βλέποντας τις δύο αδελφές, και περιορίστηκε να χτυπήσει δυνατά με την μπότα του τα πλευρά του νεκρού άντρα. Ήταν προφανές ότι η ευπρέπεια δεν χαρακτήριζε εκείνη τη στιγμή τους παρευρισκόμενους.

«Μετακινήστε αυτό το ύφασμα», είπε η Σασέιλ στους δύο άντρες που ήταν σκυμμένοι πάνω από το φορείο. «Σαμίτσου, κοίτα αν μπορείς να κάνεις κάτι για τον Άρχοντα Ντομπραίν».

Ό,τι κι αν πίστευε, το ένστικτο έσπρωξε τη Σαμίτσου προς το μέρος του Ντομπραίν, αλλά η προσταγή αυτή —κι επρόκειτο όντως για προσταγή!— την έκανε να τρικλίσει λιγάκι. Συνέχισε να προχωράει, τρίζοντας τα δόντια της, και γονάτισε προσεκτικά πλάι στο φορείο, στην απέναντι μεριά από την κηλίδα που εξακολουθούσε να είναι υγρή, τοποθετώντας τα χέρια της στο μουσκεμένο από το αίμα κεφάλι του Ντομπραίν. Δεν την ένοιαξε ποτέ να λερώσει με αίμα τα χέρια της, αλλά οι αιματοβαμμένες κηλίδες δεν έφευγαν από το μετάξι εκτός κι αν διαβίβαζες, κι η Σαμίτσου εξακολουθούσε να νιώθει ενοχές για τη σπατάλη της Δύναμης σε κάτι τόσο κοινότοπο.

Οι απαραίτητες υφάνσεις ήταν δεύτερη φύση της, οπότε η Σαμίτσου αγκάλιασε την Πηγή και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε τον Εντοπισμό στον Καιρχινό άρχοντα. Βλεφάρισε έκπληκτη. Το ένστικτο την έκανε να συνεχίσει, αν κι ήταν σίγουρη πως υπήρχαν τρία πτώματα στο δωμάτιο, κι ωστόσο η ζωή τρεμόπαιζε ακόμα μέσα στον Ντομπραίν. Μια μικροσκοπική ρέουσα φλογίτσα, που το σοκ της Θεραπείας θα μπορούσε κάλλιστα να σβήσει. Το σοκ της Θεραπείας που γνώριζε η ίδια, τουλάχιστον.

Το βλέμμα της περιεργάστηκε τον ασπρομάλλη Άσα’μαν. Ήταν καθισμένος ανακούρκουδα δίπλα σε έναν νεκρό υπηρέτη, μελετώντας τον ήρεμα, εντελώς αδιάφορος στις εμβρόντητες ματιές που του έριχναν οι ζωντανοί υπηρέτες. Μια από τις γυναίκες πρόσεξε ξαφνικά τον Λόιαλ, ο οποίος στεκόταν κοντά στην είσοδο, κι αλληθώρισε λες κι ο Ογκιρανός είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος του και μια λυπημένη έκφραση στο πλατύ του πρόσωπο, ο Ογκιρανός φάνταζε σαν να εκτελούσε χρέη φρουρού.

«Κάρλντιν, μήπως ξέρεις τι είδους Θεραπεία χρησιμοποιεί αυτός ο Ντάμερ Φλιν;» ρώτησε η Σαμίτσου. «Το είδος που κάνει χρήση και των Πέντε Δυνάμεων;»

Ο άντρας κοντοστάθηκε για λίγο και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Ο Φλιν; Δεν ξέρω καν για τι πράγμα μιλάς. Έτσι κι αλλιώς, δεν διαθέτω ιδιαίτερο Ταλέντο στη Θεραπεία». Ρίχνοντας μια ματιά στον Ντομπραίν, πρόσθεσε: «Εμένα, πάντως, μου φαίνεται νεκρός, αλλά ελπίζω να καταφέρεις να τον σώσεις. Ήταν στα Πηγάδια». Έσκυψε ξανά να συνεχίσει το ψαχούλεμα στο πανωφόρι του νεκρού υπηρέτη.

Η Σαμίτσου έγλειψε τα χείλη της. Σε καταστάσεις σαν κι αυτή, το ρίγος που ένιωθε συνήθως όταν τη γέμιζε το σαϊντάρ ήταν αισθητά μειωμένο. Σε καταστάσεις, δηλαδή, όπου όλες οι άλλες επιλογές της ήταν σαφώς χειρότερες. Προσεκτικά, συγκέντρωσε τις ροές του Αέρα, του Πνεύματος και του Νερού και τις ύφανε, άλλωστε αυτή ήταν κι η βασική ύφανση της Θεραπείας που ήξερε καλά η κάθε αδελφή. Κανείς στα χρονικά δεν είχε τόσο ισχυρό Ταλέντο στη Θεραπεία όσο η ίδια, ενώ οι περισσότερες αδελφές είχαν πολύ περιορισμένες δυνατότητες, μερικές μάλιστα το μόνο που μπορούσαν να Θεραπεύσουν ήταν απλοί μώλωπες. Η ίδια συγκέντρωνε ικανότητες Θεραπείας σχεδόν ισάξιες ενός ενωμένου κύκλου. Οι περισσότερες αδελφές δεν μπορούσαν να ρυθμίσουν σε κανέναν βαθμό τις υφάνσεις. Άσε που δεν έμπαιναν καν στον κόπο να διδαχθούν, ενώ αυτή ήταν ικανή εξ αρχής. Βέβαια, δεν μπορούσε να Θεραπεύσει κάτι συγκεκριμένο και να αφήσει όλα τα άλλα ανέγγιχτα, όπως έκανε ο Ντάμερ. Ό,τι έκανε, επηρέαζε κι όλα τα υπόλοιπα, άσχετα αν επρόκειτο για μαχαιριές ή για τη βουλωμένη μύτη από την οποία υπέφερε επίσης ο Ντομπραίν. Ο Εντοπισμός τής είχε αποκαλύψει από τι έπασχε. Ωστόσο, μπορούσε να εξαλείψει τις χειρότερες πληγές, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ή να Θεραπεύσει κάποιον και να τον κάνει να φαίνεται σαν να είχε ανανήψει πριν από μέρες, ή οτιδήποτε άλλο. Ό,τι και να έκανε, απαιτούσε αρκετή ενέργεια εκ μέρους της, αλλά κάπως λιγότερη εκ μέρους του ασθενούς. Όσο μικρότερη η αλλαγή στο σώμα, τόσο μικρότερη κι η αναρρόφηση ενέργειας. Μόνο που, εκτός από την κοψιά στο κεφάλι, οι υπόλοιπες πληγές του Ντομπραίν ήταν αρκετά σοβαρές, τέσσερις βαθιές τρύπες στα πνευμόνια, εκ των οποίων δύο είχαν σκίσει την καρδιά. Η ισχυρότερη Θεραπεία θα τον σκότωνε πριν ακόμα έκλειναν οι πληγές, ενώ η πιο αδύναμη θα τον επανέφερε στις αισθήσεις του ίσα-ίσα για να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα. Έπρεπε να διαλέξει κάτι ενδιάμεσο και να ελπίζει ότι δεν έκανε λάθος εκτίμηση.

Είμαι η καλύτερη κον έχει υπάρξει ποτέ, σκέφτηκε έντονα. Της το είχε πει κι η Κάντσουεϊν. Η καλύτερη! Μεταβάλλοντας ελαφρά την ύφανση, την άφησε να βυθιστεί στον ακίνητο άντρα.

Κάποιοι από τους υπηρέτες ούρλιαξαν ξαφνιασμένοι καθώς το κορμί του Ντομπραίν συσπάστηκε. Ο άντρας μισοανασηκώθηκε, τα βαθουλωτά του μάτια άνοιξαν διάπλατα και κάτι, που ακούστηκε σαν μακρόσυρτος επιθανάτιος ρόγχος, ξεχύθηκε από το στόμα του. Κατόπιν, τα μάτια του γύρισαν ανάποδα, γλίστρησε από την αρπάγη της κι έπεσε βαρύς πίσω, στο φορείο. Με γρήγορες κινήσεις, η Σαμίτσου διευθέτησε ξανά την ύφανση κι αναδίφησε ξανά, κρατώντας την ανάσα της. Ζούσε. Μετά βίας, βέβαια, κι ήταν τόσο αδύναμος που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πεθάνει, χωρίς μάλιστα να είναι εκείνες οι μαχαιριές υπεύθυνες παρά μόνο έμμεσα. Μέσα από το ξεραμένο αίμα που σβόλιαζε στα μαλλιά του, παρ’ ότι ξυρισμένα από το μέτωπό του, μπορούσε να διακρίνει τη ζαρωμένη ροζ γραμμή ενός καινούργιου και σαρκώδους σημαδιού κατά μήκος του κρανίου του. Κάτι παρόμοιο θα πρέπει να είχε και κάτω από το πανωφόρι του, που θα πρέπει να τον ενοχλούσε πολύ όταν κατέβαλλε οποιαδήποτε προσπάθεια, όπως το να ανασηκωθεί, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον ζούσε, κι αυτό ήταν που μέτραγε. Προς το παρόν. Ωστόσο, το θέμα ήταν ποιος τον ήθελε νεκρό και για ποιο λόγο.

Απελευθερώνοντας τη Δύναμη, στάθηκε από πάνω του τρέμοντας. Το σαϊντάρ που έρρεε από μέσα της την έκανε πάντα να νιώθει εξαντλημένη. Ένας από τους υπηρέτες, κοιτώντας τη σαν χαμένος, της έδωσε διστακτικά το ύφασμα με το οποίο σκόπευε να καλύψει το πρόσωπο του κυρίου του, κι η Σαμίτσου το χρησιμοποίησε για να καθαρίσει τα χέρια της. «Βάλτε τον στο κρεβάτι του», είπε. «Δώστε του να πιει όσο περισσότερο υδρόμελο γίνεται. Είναι ανάγκη να ανακτήσει το γρηγορότερο τη δύναμή του. Και βρείτε μια Σοφή... ή, καλύτερα, μια Αναγνώστρια. Θα του χρειαστεί». Τώρα, δεν ήταν πια στο χέρι της να κάνει κάτι, και τα βότανα ίσως να βοηθούσαν. Αν μη τι άλλο, στην καλύτερη περίπτωση δεν θα του έκαναν ζημιά, προερχόμενα μάλιστα από μια Αναγνώστρια, και στη χειρότερη η γυναίκα θα φρόντιζε να του δώσουν την κατάλληλη ποσότητα υδρόμελου κι όχι παραπάνω.

Με κάμποσες υποκλίσεις και μουρμουρίζοντας ευχαριστίες, τέσσερις υπηρέτες πήραν το φορείο και κουβάλησαν τον Ντομπραίν βαθύτερα στα διαμερίσματά του. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ακολούθησαν βιαστικά, με την ανακούφιση έντονα χαραγμένη στα πρόσωπά τους, κι οι άλλοι ξεχύθηκαν στον διάδρομο. Μια στιγμή αργότερα, ακούστηκαν χαρωπές κραυγές γεμάτες ζωηράδα, κι η Σαμίτσου άκουσε να αναφέρουν το όνομά της εξίσου συχνά με αυτό του Ντομπραίν. Πολύ ικανοποιητικό αυτό. Και θα ήταν ικανοποιητικότερο αν η Σασέιλ δεν της χαμογελούσε και δεν της ένευε επιδοκιμαστικά. Επιδοκιμαστικά! Την επόμενη φορά, θα της χάιδευε στοργικά το κεφάλι!

Ο Κάρλντιν δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στη Θεραπεία, απ’ όσο τουλάχιστον καταλάβαινε η Σαμίτσου. Τελειώνοντας την έρευνά του στο δεύτερο πτώμα, σηκώθηκε και διέσχισε το δωμάτιο πηγαίνοντας προς το μέρος του Λόιαλ, σαν να ήθελε να δείξει κάτι στον Ογκιρανό, κάτι που κάλυπτε με το κορμί του για να μην το δουν οι Άες Σεντάι. Ο Λόιαλ άρπαξε από το χέρι του Άσα’μαν ένα κομμάτι χαρτί σε χρώμα κρεμ, τσαλακωμένο από τις πολλαπλές αναδιπλώσεις, το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό του και το άνοιξε με τα παχιά του δάχτυλα, αγνοώντας το αγριοκοίταγμα του Κάρλντιν.

«Δεν βγαίνει νόημα», μουρμούρισε στραβομουτσουνιάζοντας ο Ογκιρανός καθώς διάβαζε. «Δεν βγαίνει καθόλου νόημα. Εκτός κι αν...» Έκοψε απότομα την πρόταση του, τα μακριά του αυτιά πετάρισαν κι αντάλλαξε έντονες ματιές με τον άντρα με τα ξεθωριασμένα μαλλιά, ο οποίος ένευσε κοφτά. «Ω, πολύ κακό αυτό», είπε ο Λόιαλ. «Αν ήταν πάνω από δύο, Κάρλντιν, κι αν βρήκαν...»

Για δεύτερη φορά δεν συνέχισε την πρότασή του καθώς ο νεαρός άντρας κούνησε φρενιασμένα το κεφάλι του.

«Για να το δω, παρακαλώ», είπε η Σασέιλ τεντώνοντας το χέρι της, πιότερο απαιτώντας παρά παρακαλώντας.

Ο Κάρλντιν έκανε να αρπάξει το σημείωμα από το χέρι του Λόιαλ, αλλά ο Ογκιρανός το έδωσε ψύχραιμα στη Σασέιλ, η οποία του έριξε μια ατάραχη, εξεταστική ματιά, και κατόπιν το πάσαρε στη Σαμίτσου. Το χαρτί ήταν παχύ, λείο κι ακριβό, κι έμοιαζε καινούργιο. Η Σαμίτσου κατέβαλλε προσπάθεια να μη γίνει φανερή η έκπληξή της καθώς διάβαζε.

Με δική μου διαταγή, όσοι έχουν στην κατοχή τους αυτό το σημείωμα πρέπει να πάρουν κάποια συγκεκριμένα αντικείμενα, ξέρουν ποια, από αυτό το διαμέρισμα και να τα βγάλουν από το Παλάτι του Ήλιου. Φροντίστε για την ανάλογη εχεμύθεια, δώστε τους όποια βοήθεια χρειαστούν και τηρήστε σιγή ιχθύος στο θέμα, στο όνομα του Αναγεννημένου Δράκοντα κι επί ποινή δυσμένειας εκ μέρους του.

Ντομπραίν Τάμποργουιν

Είχε προσέξει αρκετά συχνά τον γραφικό χαρακτήρα του Ντομπραίν κι αναγνώρισε τα στρογγυλά γράμματα ως δικά του. «Είναι ολοφάνερο ότι κάποιος προσέλαβε έναν πολύ καλό παραχαράκτη», είπε, κι η αντίδραση της Σασέιλ ήταν μια φευγαλέα περιφρονητική ματιά.

«Δεν το βλέπω και πολύ πιθανό να το έγραψε ο ίδιος και να τον μαχαίρωσαν οι δικοί του κατά λάθος», αποκρίθηκε κοφτά η Κόκκινη. Το βλέμμα της στράφηκε προς το μέρος του Λόιαλ και του Άσα’μαν. «Τι είναι αυτό που θα έβρισκαν;» τους ρώτησε απαιτητικά. «Τι είναι αυτό που φοβάστε πως βρήκαν;» Ο Κάρλντιν ανταπέδωσε τη ματιά της, κοιτώντας τη μειλίχια.

«Δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να έψαχναν», απάντησε ο Λόιαλ. «Κάτι είχαν σκοπό να κλέψουν». Τα φουντωτά του αυτιά όμως συσπάστηκαν τόσο δυνατά, που άρχισαν σχεδόν να δονούνται πριν τα ηρεμήσει. Οι περισσότεροι Ογκιρανοί είναι πολύ κακοί ψεύτες, τουλάχιστον σε νεαρή ηλικία.

Οι μπούκλες της Σασέιλ περιστράφηκαν καθώς η γυναίκα κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι της. «Είναι σημαντικό να μας πείτε τι γνωρίζετε εσείς οι δύο. Δεν θα φύγετε αν δεν το μάθω κι εγώ».

«Και πώς σκοπεύεις να μας σταματήσεις;» Ο πράος τρόπος που πρόφερε τις λέξεις ο Κάρλντιν τις έκανε να ακούγονται πιο επικίνδυνες. Κοίταξε κατάματα τη Σασέιλ, λες και δεν τον απασχολούσε τίποτα στον κόσμο. Α, ναι. Σίγουρα ήταν πιότερο λύκος παρά αλεπού.

«Νόμιζα πως δεν θα σας έβρισκα», ανακοίνωσε η Ροζάρα Μεντράνο, μπαίνοντας στο δωμάτιο εκείνη ακριβώς τη στιγμή της απειλητικής σιωπής, εξακολουθώντας να φοράει τα κόκκινα γάντια και τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση, με την κουκούλα τραβηγμένη προς τα πίσω, για να φαίνονται τα σκαλιστά φιλντισένια χτενάκια πάνω στα μαύρα της μαλλιά. Πάνω στους ώμους του μανδύα της υπήρχαν μουσκεμένες κηλίδες από το χιόνι που είχε λιώσει. Ήταν ψηλή γυναίκα, μελαψή σαν ηλιοκαμένος Αελίτης, και με το πρώτο φως της αυγής είχε βγει έξω για να ψάξει για μυρωδικά που θα τα χρησιμοποιούσε σε μια συνταγή για ψητό ψάρι από την πατρίδα της, το Δάκρυ. Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος του Λόιαλ και του Κάρλντιν κι ούτε καν ρώτησε για τον Ντομπραίν. «Μια ομάδα από αδελφές ήρθαν στην πόλη, Σαμίτσου. Έτρεχα σαν τρελή να έρθω εδώ πριν από αυτές, αλλά δεν νομίζω πως θα αργήσουν να φανούν. Υπάρχουν κι Άσα’μαν μαζί τους, κι ένας από αυτούς είναι ο Λογκαίν!»

Ο Κάρλντιν έσκασε στα γέλια, κι η Σαμίτσου αναρωτήθηκε ξαφνικά αν επρόκειτο να ζήσει αρκετά για να τη γδάρει η Κάντσουεϊν.

Загрузка...