16 Το Αντικείμενο των Διαπραγματεύσεων

Ο ήλιος του πρωινού μόλις είχε ανατείλει στον ορίζοντα, αφήνοντας την κοντινότερη μεριά της Ταρ Βάλον τυλιγμένη ακόμα στις σκιές, αν και το χιόνι που κάλυπτε τα πάντα έλαμπε έντονα. Η ίδια η πόλη έμοιαζε ν’ αστράφτει πίσω από τα μακρά λευκά τείχη με τους πανύψηλους πύργους και τα λάβαρα, αλλά για την Εγκουέν, που ήταν καβάλα στο διάστικτο άλογά της στην όχθη του ποταμού πάνω από την πόλη, φάνταζε ακόμα πιο μακρινή απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Ο ποταμός Ερινίν πλάταινε περισσότερο από δύο μίλια εδώ, ενώ ο Αλιντρέλ Ερινίν κι ο Οσεντρέλ Ερινίν, που χύνονταν εκατέρωθεν του νησιού, είχαν σχεδόν το μισό πλάτος, έτσι ώστε η Ταρ Βάλον έμοιαζε να βρίσκεται καταμεσής μιας μεγάλης λίμνης, απρόσιτη παρά τις ογκώδεις γέφυρες που υψώνονταν πάνω από τα νερά για να περνούν εύκολα τα πλοία από κάτω. Ο ίδιος ο Λευκός Πύργος, ένας φαρδύς κι άσπρος σαν κόκαλο άξονας, που έφτανε σε ένα απίστευτο ύψος από την καρδιά της πόλης, γέμιζε την καρδιά της γυναίκας με νοσταλγία. Όχι για τους Δύο Ποταμούς, αλλά για τον Πύργο. Αυτός ήταν το σπίτι της τώρα. Διέκρινε μια τολύπη καπνού, μια αδιόρατη μαύρη γραμμή που ανέβαινε από τη μακρινή όχθη, πέρα από την πόλη, και μόρφασε. Ο Ντάισαρ ποδοπάτησε με τις οπλές του το χιόνι, αλλά ένα φιλικό χτύπημα στον λαιμό του ήταν αρκετό για να ηρεμήσει. Ωστόσο, θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο για να ηρεμήσει κι η αναβάτισσά του. Η νοσταλγία ήταν το λιγότερο. Το ελάχιστο, συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα.

Αναστενάζοντας, ακούμπησε τα γκέμια στο ψηλό μπροστάρι της σέλας κι ανασήκωσε το μακρόστενο κανοκιάλι με την μπρούντζινη επένδυση. Ο μανδύας της έπεσε πίσω, γλιστρώντας από τον έναν ώμο, αλλά η γυναίκα αγνόησε το κρύο που έκανε την ανάσα της να αχνίζει, και τοποθέτησε ένα γαντοφορεμένο χέρι στους μπροστινούς φακούς, για να τους σκιάσει και να μην πέφτει επάνω τους η εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου. Τα τείχη της πόλης ήρθαν πιο κοντά. Εστίασε στους ψηλούς σκαλιστούς βραχίονες του Βόρειου Λιμανιού που εξείχαν προς τα ανοδικά ρεύματα. Κόσμος πηγαινοερχόταν στις πολεμίστρες που κύκλωναν τα τείχη, αλλά από αυτή την απόσταση μετά βίας ξεχώριζε τους άντρες από τις γυναίκες. Χαιρόταν, πάντως, που δεν φορούσε το επιτραχήλιο με τις εφτά ρίγες και που το πρόσωπό της ήταν κουκουλωμένο, γιατί μπορεί κάποιος από την απέναντι μεριά να διέθετε ισχυρότερο κανοκιάλι από το δικό της. Το πλατύ στόμιο του χειροποίητου λιμανιού φρασσόταν από μια ογκώδη σιδερένια αλυσίδα, τεντωμένη λίγα πόδια πάνω από τα νερά. Μικρές κουκκίδες στο νερό, πουλιά που βουτούσαν για να πιάσουν ψάρια στο λιμάνι, μαρτυρούσαν το πραγματικό μέγεθος της αλυσίδας. Ένας και μόνο κρίκος της είχε το μέγεθος μιας δρασκελιάς κι απαιτούνταν τουλάχιστον δύο άντρες για να μετακινηθεί. Μια βάρκα θα μπορούσε να περάσει ξυστά από κάτω, αλλά κανένα σκάφος αξιόλογου μεγέθους δεν μπορούσε να εισέλθει, εκτός αν το επέτρεπε ο Λευκός Πύργος. Φυσικά, σκοπός της αλυσίδας ήταν να κρατάει μακριά τους εχθρούς.

«Να τοι, Μητέρα», μουρμούρισε ο Άρχοντας Γκάρεθ κι η γυναίκα χαμήλωσε το κανοκιάλι της. Ο στρατηγός της ήταν ένας γεροδεμένος άντρας που φορούσε έναν απέριττο θώρακα πάνω από ένα καφετί πανωφόρι. Τα ρούχα του δεν είχαν το παραμικρό ίχνος επιχρύσωσης ή κεντήματος. Το πρόσωπό του ήταν τραχύ κι ανεμοδαρμένο πίσω από τις μπάρες της περικεφαλαίας του, ενώ τα χρόνια τον έκαναν να εκπέμπει ένα παράξενο μείγμα άνεσης κι ηρεμίας. Και μόνο που έβλεπες τον Γκάρεθ Μπράυν, καταλάβαινες αμέσως ότι, ακόμα κι αν άνοιγε μπροστά του το Χάσμα του Χαμού, εκείνος θα κατέπνιγε τον τρόμο του και θα έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο. Και σίγουρα θα τον ακολουθούσαν κι άλλοι. Είχε αποδείξει πολλές φορές στα πεδία των μαχών πως, μόνο αν τον ακολουθούσε κανείς, θα έβρισκε το μονοπάτι για τη νίκη. Η Εγκουέν ήταν τυχερή που είχε έναν τέτοιον άνθρωπο πλάι της. Το βλέμμα της ακολούθησε το γαντοφορεμένο του χέρι, που έδειχνε προς την πάνω πλευρά του ποταμού.

Πίσω από μια προεξέχουσα λουρίδα γης, πρόβαλαν πέντ’ έξι —όχι, εφτά— ποταμόπλοια που χάραζαν αυλάκια στα νερά του Ερινίν. Θεωρούνταν μεγάλα σκάφη για τα δεδομένα του ποταμού, το ένα μάλιστα είχε τρία κατάρτια και τα τριγωνικά του πανιά ήταν υπερυψωμένα, ενώ τα μακρόστενα κουπιά τους έσκιζαν τα γαλαζοπράσινα νερά, ενισχύοντας με ακόμα περισσότερη ταχύτητα τα πλοιάρια. Καθετί σε αυτά τα πλεούμενα μαρτυρούσε διακαή πόθο για ταχύτητα, πόθο να φτάσουν στην Ταρ Βάλον τώρα! Το ποτάμι ήταν αρκετά βαθύ στο συγκεκριμένο σημείο και τα σκάφη μπορούσαν να φτάσουν σε αρκετά κοντινή απόσταση από τις όχθες, αλλά τα συγκεκριμένα έπλεαν σε σχηματισμό φάλαγγας κι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κέντρο του Ερινίν μπορούσαν να τα φέρουν οι πηδαλιούχοι, πηγαίνοντας κόντρα στον άνεμο. Ναύτες σκαρφαλωμένοι στα ισχία έριχναν ματιές σε όλο το μήκος της ακτογραμμής, κι όχι μόνο για να εντοπίσουν ξέρες.

Στην πραγματικότητα, δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν όσο παρέμεναν εκτός του βεληνεκούς των τόξων. Ναι, από το σημείο που στεκόταν, η Εγκουέν μπορούσε αν ήθελε να βάλει φωτιά σε καθένα από αυτά τα πλοιάρια ή απλώς να τα εμβολίσει και να τα αφήσει να βυθιστούν. Ήταν ζήτημα μερικών λεπτών. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, κάποιοι από το πλήρωμα θα πνίγονταν. Τα ρεύματα ήταν δυνατά, το νερό παγωμένο κι η ακτή απείχε αρκετά, άσε που ίσως δεν ήξεραν όλοι να κολυμπούν. Έστω κι ένας θάνατος αρκούσε για να κατηγορηθεί ότι είχε χρησιμοποιήσει τη Δύναμη ως όπλο. Προσπαθούσε να ζει σαν να είχε ήδη δεσμευτεί από τους Τρεις Όρκους, κι οι Όρκοι προστάτευαν αυτά τα πλοιάρια από την ίδια κι από οποιαδήποτε άλλη αδελφή. Μια αδελφή ορκισμένη στη Ράβδο των Όρκων δεν ήταν δυνατόν να αναγκάσει τον εαυτό της να φτιάξει αυτές τις υφάνσεις, ίσως ούτε καν να τις σχηματίσει, εκτός αν ήταν πεπεισμένη ότι κινδύνευε από τα πλοιάρια. Προφανώς όμως, ούτε οι καπετάνιοι ούτε το πλήρωμα πίστευαν κάτι τέτοιο.

Καθώς τα ποταμόπλοια πλησίασαν, κραυγές ψιλές σαν κλωστή από την απόσταση διέσχισαν τα νερά. Οι ναύτες που ήταν σκαρφαλωμένοι στα κατάρτια έδειχναν προς το μέρος της Εγκουέν και του Γκάρεθ, περνώντας την αναμφίβολα για Άες Σεντάι με τον Πρόμαχό της. Αν μη τι άλλο, οι καπετάνιοι φάνηκαν απρόθυμοι να τη θεωρήσουν κάτι άλλο. Μια στιγμή αργότερα, ο ρυθμός των κουπιών αυξήθηκε, ελάχιστα βέβαια, αλλά οι κωπηλάτες πάλευαν να τον διατηρήσουν. Μια γυναίκα στο πρυμναίο κατάστρωμα του πλοιαρίου που ηγούνταν των άλλων, καπετάνισσα μάλλον, κουνούσε μανιασμένα τα χέρια της, σαν να απαιτούσε από το πλήρωμα να καταβάλει ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια, και μια χούφτα άντρες άρχισαν να τρέχουν πέρα-δώθε στο κατάστρωμα, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας τα σχοινιά, ανάλογα με το αν ήθελαν να αλλάξουν τη γωνία των πανιών σε σχέση με το άνεμο, παρ’ όλο που η Εγκουέν δεν είδε να καταφέρνουν κάτι. Υπήρχαν κι άλλοι άντρες στα καταστρώματα εκτός από τους ναύτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων συνωστίζονταν στην κουπαστή, ενώ μερικοί είχαν ανασηκώσει κανοκιάλια και κοίταζαν. Κάποιοι φαίνονταν να μετρούν την απόσταση που έπρεπε να καλυφθεί για να φτάσουν στην ασφάλεια του λιμανιού.

Σκέφτηκε να υφάνει μια αναλαμπή, μια έκρηξη φωτός ακολουθούμενη ίσως από έναν δυνατό κρότο, πάνω από κάθε πλοιάριο ξεχωριστά. Όποιος διέθετε λίγο μυαλό παραπάνω, θα καταλάβαινε πως ούτε η ταχύτητα ούτε η απόσταση ήταν ικανές να τους διατηρήσουν ασφαλείς, παρά μόνο η ανοχή που πήγαζε από τους Τρεις Όρκους. Έπρεπε να μάθουν ότι ήταν ασφαλείς λόγω των Άες Σεντάι. Ξεφυσώντας βαριά, κούνησε το κεφάλι της κι επέπληξε νοητικά τον εαυτό της. Αυτή η απλή ύφανση σίγουρα θα τραβούσε την προσοχή κάποιον από την πόλη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η εμφάνιση μιας αδελφής. Οι αδελφές έρχονταν συχνά στις όχθες του ποταμού για να ατενίσουν την Ταρ Βάλον και τον Πύργο. Ακόμα κι αν η μοναδική αντίδραση στις αναλαμπές της ήταν κάποιο είδος αντίστροφης επίδειξης, από τη στιγμή που θα ξεκινούσε ο αγώνας, θα ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσει, κι ίσως τα πράγματα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Είχαν υπάρξει πάρα πολλές ευκαιρίες να συμβεί κάτι τέτοιο, όπως φαινόταν, κυρίως τις πέντε τελευταίες μέρες.

«Ο λιμενάρχης δεν έχει αφήσει να περάσουν πάνω από οκτώ-εννιά πλοία τη φορά από τότε που φτάσαμε εδώ», είπε ο Γκάρεθ καθώς το πρώτο πλοίο τοποθετήθηκε παράπλευρα, «αλλά φαίνεται πως οι καπετάνιοι συγχρονίστηκαν σωστά. Σύντομα, θα εμφανιστεί κι άλλη φάλαγγα και θα φτάσει στην πόλη την ώρα που οι Φρουροί του Πύργου θα είναι σίγουροι ότι αυτοί οι τύποι έχουν έρθει για να καταταγούν. Ο Τζίμαρ Τσουμπάιν κάτι ξέρει που έχει πάρει τα μέτρα του για να μην επιβιβάζω λαθραία άντρες στα πλοία. Έχει βάλει περισσότερους Φρουρούς στο λιμάνι απ’ οπουδήποτε αλλού, εκτός από τους πύργους στη γέφυρα και, απ’ ό,τι έμαθα, πουθενά αλλού δεν έχει τοποθετήσει τόσο πολλούς. Αυτό θα αλλάξει, ωστόσο. Η ροή των πλοίων ξεκινά την αυγή και διαρκεί έως το σούρουπο, τόσο εδώ όσο και στο Νότιο Λιμάνι. Αυτή η ομάδα δεν φαίνεται να μεταφέρει τόσους στρατιώτες σε σχέση με άλλες. Κάθε σχέδιο είναι εξαιρετικό έως ότου φθάσει η κρίσιμη μέρα, Μητέρα, όμως τότε πρέπει να προσαρμοστείς στις περιστάσεις, αλλιώς χάθηκες».

Η Εγκουέν άφησε έναν ήχο εκνευρισμού. Πάνω σε αυτά τα εφτά πλοία θα πρέπει να υπήρχαν περισσότεροι από διακόσιους επιβάτες. Κάποιοι θα ήταν έμποροι, χονδρέμποροι ή κάποιο άλλο είδος αθώων ταξιδευτών, αλλά ο βυθισμένος ήλιος στον ορίζοντα έριχνε το φως του πάνω σε περικεφαλαίες, θώρακες και ατσάλινους δίσκους σε δερμάτινα γιλέκα. Πόσες καραβιές κατέφθαναν, άραγε, κάθε μέρα; Όσες και να ήταν όμως, γεγονός παρέμενε ότι συνέρρεαν σταθερά στην πόλη για να καταταγούν υπό τις διαταγές του Ύπατου Ηγέτη Τσουμπάιν. «Γιατί οι άντρες βιάζονται πάντα τόσο πολύ να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν;» μουρμούρισε εκνευρισμένη η Εγκουέν.

Ο Άρχοντας Γκάρεθ την κοίταξε ήρεμος. Ανακάθισε στο άλογό του, ένα μεγάλο καστανοκόκκινο μουνούχι με μια λευκή λωρίδα κατά μήκος της μύτης του, σαν άγαλμα. Μερικές φορές, η Εγκουέν νόμιζε πως μπορούσε να κατανοήσει ένα μικρό μέρος των συναισθημάτων της Σιουάν γι’ αυτόν τον άντρα. Άλλες φορές, πάλι, είχε την εντύπωση πως, ανεξαρτήτως προσπάθειας, άξιζε τον κόπο να τον ξαφνιάζει, απλά και μόνο για να τον δει ξαφνιασμένο.

Δυστυχώς, γνώριζε την απάντηση στην ερώτηση της τόσο καλά όσο κι εκείνος. Σε σχέση με τους άντρες που κατατάσσονταν, τουλάχιστον. Φυσικά, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευδαν να υποστηρίξουν έναν σκοπό ή να υπερασπιστούν αυτό που θεωρούσαν ως δίκαιο, ενώ άλλοι αναζητούσαν την περιπέτεια, ό,τι κι αν νόμιζαν πως ήταν αυτό, αλλά ήταν γεγονός ότι ένας άντρας μπορούσε να κερδίσει διπλάσιο ημερομίσθιο φέροντας ένα δόρυ ή μια λόγχη παρά οργώνοντας τη γη κάποιου άλλου. Επιπλέον, μπορούσε να κερδίσει ακόμα περισσότερα χρήματα αν ήξερε να ιππεύει και κατατασσόταν στο ιππικό. Οι τοξότες κι οι βαλλιστροφόροι αποτελούσαν ενδιάμεση κατηγορία. Ο άντρας που δούλευε για λογαριασμό κάποιου άλλου ίσως ονειρευόταν ν’ αποκτήσει το δικό του αγρόκτημα ή το δικό του μαγαζί κάποια μέρα, ή έστω να ξεκινήσει κάτι που θα κληρονομούσαν και θα επέκτειναν τα παιδιά του, αλλά σίγουρα είχε ακούσει χιλιάδες ιστορίες στρατιωτών που υπηρέτησαν για πέντε-δέκα χρόνια κι επέστρεψαν με αρκετό χρυσάφι για να ζήσουν άνετα το υπόλοιπο της ζωής τους, όπως επίσης ιστορίες κοινών μικροαστών που έγιναν στρατηγοί κι άρχοντες. Για έναν φτωχό, έλεγε χωρίς περιστροφές ο Γκάρεθ, η αιχμή του δόρατος είναι πολύ καλύτερη θέα από τα πισινά του αλόγου που σέρνει το άροτρο στα χωράφια κάποιου άλλου, έστω κι αν ήταν πολύ πιο πιθανό να πεθάνει από το δόρυ παρά να κερδίσει φήμη ή περιουσία. Οι προοπτικές ήταν κάπως άσχημες, αλλά η Εγκουέν δεν δυσκολευόταν να φανταστεί πώς έβλεπε τα πράγματα η πλειονότητα των επιβατών σ’ εκείνα τα πλοία. Από την άλλη, κάπως έτσι δεν είχε φτιάξει κι η ίδια τον στρατό της; Για κάθε άντρα που επιθυμούσε να δει τη σφετερίστρια να απομακρύνεται από την Έδρα της Άμερλιν, για κάθε άντρα που γνώριζε καλά ποια ήταν η Ελάιντα, υπήρχαν άλλοι δέκα, ίσως κι εκατό, που κατατάσσονταν μόνο και μόνο για τα λεφτά. Κάποιοι από τους άντρες των πλοίων σήκωναν τα χέρια τους, για να δείξουν στους φρουρούς των τειχών του λιμανιού ότι δεν κρατούσαν όπλα.

«Όχι», είπε κι ο Άρχοντας Γκάρεθ αναστέναξε. Όταν μίλησε, η φωνή του εξακολουθούσε να είναι ήρεμη αλλά τα λόγια του διόλου καθησυχαστικά.

«Μητέρα, όσο τα λιμάνια παραμένουν ανοιχτά, η Ταρ Βάλον θα τρέφεται καλύτερα από εμάς, κι αντί να εξασθενήσει από λιμό, η Φρουρά του Πύργου θα δυναμώνει ολοένα και περισσότερο. Πολύ αμφιβάλλω αν η Ελάιντα θ’ αφήσει τον Τσουμπάιν να μας επιτεθεί, άσχετα από το αν το εύχομαι. Κάθε μέρα καθυστέρησης επιβαρύνει τον λογαριασμό του χασάπη, τον οποίο πρέπει να πληρώσουμε αργά ή γρήγορα. Έχω επισημάνει εξ αρχής ότι το όλο πράγμα θα καταλήξει σε επίθεση τελικά, κι αυτό δεν έχει αλλάξει, μα έχουν αλλάξει όλα τα υπόλοιπα γύρω μας. Πες στις αδελφές να περάσουν εμένα και τους άντρες μου από τα τείχη, κι εγώ θα καταλάβω την Ταρ Βάλον. Δεν θα γίνει αναίμακτα, βέβαια. Αυτά τα πράγματα ποτέ δεν γίνονται αναίμακτα. Μπορώ, όμως, να πάρω την πόλη για χάρη σου. Άσε που, όσο λιγότερο καθυστερείς, τόσο λιγότεροι θα πεθάνουν».

Η γυναίκα ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι, τόσο σφιχτό που μετά βίας μπορούσε να πάρει ανάσα. Προσεκτικά, βήμα-βήμα, άρχισε να κάνει κάποιες ασκήσεις των μαθητευομένων για να χαλαρώσει. Η όχθη περικλείει τον ποταμό, τον καθοδηγεί χωρίς να μπορεί να τον ελέγξει. Αισθάνθηκε την ηρεμία να απλώνεται μέσα της.

Πάρα πολλοί άνθρωποι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πόσο χρήσιμες ήταν οι πύλες κι, από μια άποψη, ο Γκάρεθ αντιπροσώπευε τους χειρότερους. Δουλειά του ήταν ο πόλεμος και την έκανε πολύ καλά. Με το που έμαθε ότι μια πύλη μπορούσε να χωρέσει περισσότερους από μια μικρή ομάδα ανθρώπων τη φορά, είχε καταλάβει αμέσως τι σήμαινε αυτό. Ακόμα και τα τρανά τείχη της Ταρ Βάλον, πέρα από το βεληνεκές οποιουδήποτε πολιορκητικού καταπέλτη που δεν ήταν τοποθετημένος σε μαούνα, κι ενισχυμένα με τη Δύναμη, έτσι ώστε ακόμη κι ο μεγαλύτερος καταπέλτης να μη δύναται να τα στοχεύσει, θα έμοιαζαν χάρτινα για έναν στρατό που μπορούσε να Ταξιδέψει. Άσχετα, όμως, με το τι είχε μάθει ο Γκάρεθ Μπράυν και τι όχι, υπήρχαν κι άλλοι που θα επεξεργάζονταν αυτή την ιδέα. Οι Άσα’μαν μάλλον το είχαν σκεφτεί ήδη. Ο πόλεμος ήταν ανέκαθεν φρικτός, αλλά μάλλον θα γινόταν φρικτότερος.

«Όχι», επανέλαβε η Εγκουέν. «Ξέρω πολύ καλά ότι θα πεθάνουν πολλοί πριν τελειώσει η ιστορία». Το Φως να τη βοηθήσει, αλλά τους έβλεπε να πεθαίνουν κλείνοντας απλώς τα μάτια της. Ωστόσο, θα πέθαιναν ακόμα περισσότεροι αν έκανε τις λάθος εκτιμήσεις, κι όχι μονάχα εδώ. «Χρέος μου, όμως, είναι να διατηρήσω τον Λευκό Πύργο ζωντανό —ενάντια στην Τάρμον Γκάι’ντον— ορθωμένο ανάμεσα στον κόσμο και στους Άσα’μαν, κι ο Πύργος δεν έχει καμιά ελπίδα να ζήσει αν οι αδελφές αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται στους δρόμους της Ταρ Βάλον». Είχε ήδη συμβεί μία φορά στο παρελθόν. Ήταν ανεπίτρεπτο να ξανασυμβεί. «Αν πεθάνει ο Λευκός Πύργος, θα πεθάνει κι η ελπίδα. Δεν θα έπρεπε να σ’ το επαναλάβω».

Ο Ντάισαρ χρεμέτισε και τίναξε το κεφάλι του, κάνοντας απότομες κινήσεις λες κι είχε αισθανθεί τον εκνευρισμό της, αλλά η Εγκουέν τράβηξε τα γκέμια με σταθερό χέρι κι έκρυψε το κανοκιάλι στη δερμάτινη εργαλειοθήκη που κρεμόταν από τη σέλα της. Τα πουλιά παράτησαν το ψάρεμα της λείας τους κι εκτοξεύτηκαν στον αέρα, καθώς η χοντρή αλυσίδα που έφρασσε το Βόρειο Λιμάνι άρχισε να χαμηλώνει. Θα βυθιζόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού πολύ προτού βρεθεί το πρώτο πλοίο στο στόμιο του λιμανιού. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε καταφτάσει κι η ίδια στην Ταρ Βάλον με παρόμοιο τρόπο; Ούτε που θυμόταν πια. Σαν να είχε περάσει μία ολόκληρη Εποχή. Η κοπέλα που βγει τότε στη στεριά, για να συναντήσει την Κυρά των Μαθητευομένων, ήταν κάποια άλλη.

Ο Γκάρεθ κούνησε το κεφάλι του με μια γρήγορη γκριμάτσα. Δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. «Εσύ, Μητέρα, μπορεί να έχεις χρέος να διατηρήσεις ζωντανό τον Λευκό Πύργο, αλλά είναι δική μου δουλειά να σου τον παραδώσω. Εκτός αν τα πράγματα έχουν αλλάξει και δεν έχω ενημερωθεί. Βλέπω αδελφές να ψιθυρίζουν και να κοιτάνε πάνω από τον ώμο τους, παρ’ όλο που δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό. Αν εξακολουθείς να θέλεις τον Πύργο, καλύτερα να επιτεθούμε, και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν».

Ξαφνικά, το πρωινό φάνηκε σκοτεινιασμένο, λες κι ο ήλιος είχε καλυφθεί από σύννεφα. Ό,τι κι αν έκανε η Εγκουέν, οι νεκροί θα στοιβάζονταν σαν καυσόξυλα, αλλά έπρεπε να κρατήσει ζωντανό τον Λευκό Πύργο πάση θυσία. Όταν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, πρέπει να διαλέξεις αυτή που δείχνει λιγότερο λανθασμένη.

«Αρκετά είδα», είπε ήσυχα. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη λεπτή γραμμή του καπνού πέρα από την πόλη, έστρεψε τον Ντάισαρ προς τα δέντρα, σε απόσταση εκατό βημάτων από το ποτάμι, εκεί όπου την περίμενε η συνοδεία της ανάμεσα στις αειθαλείς χαμοδάφνες και στις απογυμνωμένες από τον χειμώνα οξιές και σημύδες.

Διακόσιοι ελαφρά οπλισμένοι άντρες του ιππικού, με δερμάτινες πανοπλίες ή πανωφόρια καλυμμένα με μεταλλικούς δίσκους, σίγουρα θα τραβούσαν την προσοχή αν εμφανίζονταν στις όχθες του ποταμού, αλλά ο Γκάρεθ την είχε πείσει για την αναγκαιότητα αυτών των αντρών με τις λεπτές λόγχες και τα κοντά τόξα. Αναμφίβολα, οι τολύπες καπνού που υψώνονταν από τη μακρινή όχθη προέρχονταν από φλεγόμενες καρότσες ή άμαξες με προμήθειες. Δεν ήταν παρά μικροενοχλήσεις, ωστόσο αυτές οι μικροενοχλήσεις συνέβαιναν κάθε νύχτα, μία, δύο ή και τρεις φορές, μέχρι που το πρωί όλοι έψαχναν μόλις ξυπνούσαν να βρουν στον ορίζοντα σημάδια καπνού. Μέχρι στιγμής, είχε αποδειχτεί σχεδόν αδύνατον να κυνηγήσουν τους επιδρομείς. Αιφνίδιες ριπές χιονιού ή μανιασμένοι και παγωμένοι νυχτερινοί άνεμοι κύκλωναν τους διώκτες, ενώ τα ίχνη χάνονταν ξαφνικά κι απότομα, με το χιόνι πέρα από το τελευταίο αποτύπωμα της οπλής απαλό σαν φρεσκοστρωμένο. Τα απομεινάρια των υφάνσεων μαρτυρούσαν ότι οι δράστες βοηθούνταν από Άες Σεντάι, οπότε δεν είχε νόημα να διακινδυνεύσουν στην περίπτωση που η Ελάιντα είχε τοποθετήσει δικούς της άντρες ή κι αδελφές και στην από δω πλευρά του ποταμού. Ελάχιστα πράγματα θα ευχαριστούσαν περισσότερο την Ελάιντα από το να βάλει στο χέρι την Εγκουέν αλ’Βέρ.

Δεν ήταν, βέβαια, μόνον αυτοί η συνοδεία της. Εκτός από τη Σέριαμ, την Τηρήτριά της, η Εγκουέν είχε ξεκινήσει το πρωί παρέα με έξι ακόμα Άες Σεντάι, εκ των οποίων όσες διέθεταν Προμάχους, τους είχαν φέρει μαζί τους. Έτσι, πίσω από την αδελφή, περίμεναν οκτώ άντρες με μανδύες σε εναλλασσόμενα χρώματα, που αναδεύονταν σε ρυθμούς που σου προκαλούσαν ζαλάδα όποτε τους χτύπαγε η αύρα, ενώ χρησίμευαν κι ως παραλλαγή, κάνοντας ένα μέρος των αναβατών και των αλόγων να χάνονται ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Έχοντας συνειδητοποιήσει τους κινδύνους —από τους καταδρομείς, τουλάχιστον— κι ότι οι Άες Σεντάι δεν ήθελαν και πολύ για να διασπαστούν, παρακολουθούσαν το γύρω δασύλλιο λες και οι άντρες του ιππικού ήταν ανύπαρκτοι. Η ασφάλεια των δικών τους Άες Σεντάι ήταν η πρωταρχική τους έγνοια, την οποία δεν εμπιστεύονταν σε κανέναν άλλον. Ο Σάριν, ένας άντρας με μαύρη γενειάδα, όχι ιδιαίτερα κοντός αλλά υπερβολικά πλατύστερνος, καθόταν τόσο κοντά στη Νισάο, ώστε έμοιαζε να πυργώνεται πάνω από τη μικροκαμωμένη Κίτρινη, κι ο Τζόρι κατάφερνε να δείχνει πιο εντυπωσιακός από τη Μόρβριν, αν και κοντύτερός της στην πραγματικότητα. Ήταν εξίσου πλατύστερνος με τον Σάριν, αλλά πολύ κοντός, ακόμα και για Καιρχινό. Οι τρεις Πρόμαχοι της Μυρέλ —δηλαδή, οι τρεις που τόλμησε να παραδεχτεί ότι είχε— ήταν μαζεμένοι γύρω της, στριμώχνοντάς την τόσο, που δεν μπορούσε να κουνήσει το άλογό της αν δεν παραμέριζε κάποιο από τα δικά τους. Ο Σεταγκάνα της Ανάγια, ψηλόλιγνος, μελαχρινός κι όμορφος, σε αντίθεση με το ανεπιτήδευτο παρουσιαστικό της γυναίκας, κατάφερνε να φαίνεται σαν να την είχε περικυκλώσει μόνος του, κι ο Τερβάιλ, με τη θεληματική μύτη και το βλογιοκομμένο πρόσωπο, έκανε το ίδιο με την Μπεόνιν. Η Καρλίνυα δεν είχε Πρόμαχο, διόλου ασυνήθιστο για Λευκή, αλλά περιεργαζόταν τους άντρες από τα βάθη της επενδυμένης με γούνα κουκούλας της, αναλογιζόμενη ίσως πως καλό θα ήταν να έβρισκε κάποιον.

Όχι πολύ καιρό πριν, η Εγκουέν θα δίσταζε να εμφανιστεί παρέα με αυτές τις έξι γυναίκες, οι οποίες, μαζί με τη Σέριαμ, της είχαν ορκιστεί πίστη κι αφοσίωση για διάφορους λόγους, κι ούτε αυτές ούτε κι η ίδια επιθυμούσαν να γίνει γνωστό το γεγονός ή να δώσουν αφορμή για υποψίες. Οι εν λόγω γυναίκες αποτελούσαν τον τρόπο της να επηρεάζει διάφορα γεγονότα —όσο ήταν δυνατόν, τουλάχιστον— τη στιγμή που όλοι είχαν την εντύπωση πως έπαιζε διακοσμητικό ρόλο και πως δεν ήταν παρά ένα μικρό κοριτσάκι στη θέση της Άμερλιν, το οποίο η Αίθουσα του Πύργου χρησιμοποιούσε όπως κι όποτε ήθελε χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Οι Καθήμενες της Αίθουσας έπαψαν να πιστεύουν σ’ αυτή την αυταπάτη όταν η Εγκουέν τις ανάγκασε να κηρύξουν πόλεμο στην Ελάιντα, παραδεχόμενες τελικά όσα σκόπευαν να κάνουν από τη μέρα που το είχαν σκάσει από τον Πύργο. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα τόσο η Αίθουσα, όσο και τα Άτζα, να παρακολουθούν με έκδηλη ανησυχία τις επόμενες κινήσεις της, προσπαθώντας να βρουν τρόπους ώστε οτιδήποτε γινόταν να εγκρινόταν πρώτα από τις ίδιες. Οι Καθήμενες είχαν εκπλαγεί όταν η Εγκουέν αποδέχτηκε την πρότασή τους για τη δημιουργία συμβουλίου —μία αδελφή από κάθε Άτζα— προκειμένου να τη συμβουλεύουν βάσει της σοφίας και της πείρας τους. Από την άλλη, ίσως νόμιζαν πως η επιτυχία της με την κήρυξη του πολέμου τής είχε πειράξει τα μυαλά. Φυσικά, η Εγκουέν είχε πει στη Μόρβριν, στην Ανάγια και σε όλες τις υπόλοιπες να βεβαιωθούν ότι οι αδελφές που είχαν εκλεγεί ήταν οι κατάλληλες κι ότι διατηρούσαν αρκετό γόητρο στα Άτζα τους για να τα καταφέρουν. Άκουγε τις συμβουλές τους επί εβδομάδες, αν και δεν τις ακολουθούσε όλες, αλλά πλέον δεν ήταν ανάγκη να κανονίζει μυστικές συναντήσεις ή να στέλνει μυστικά μηνύματα.

Φαίνεται, ωστόσο, πως στην ομάδα είχε προστεθεί και κάποιος άλλος όσο η Εγκουέν ατένιζε τον Πύργο.

Η Σέριαμ, με το στενό γαλάζιο επιτραχήλιο του αξιώματός της πάνω από τον μανδύα της, υποκλίθηκε τυπικά από τη σέλα της. Αυτή η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά μπορούσε να γίνει εξαιρετικά τυπική. «Μητέρα, η Καθήμενη Ντελάνα επιθυμεί να σου μιλήσει», είπε, λες κι η Εγκουέν δεν είχε προσέξει την εύσωμη Γκρίζα αδελφή που καθόταν πάνω σε μια διάστικτη φοράδα, σκουρόχρωμη όσο σχεδόν το μαυροπόδαρο άλογο της Σέριαμ. «Λέει όχι πρόκειται για κάτι σημαντικό». Η ελαφριά χροιά τραχύτητας στη φωνή της υποδήλωνε πως η Ντελάνα δεν της είχε αναφέρει περί τίνος επρόκειτο. Στη Σέριαμ δεν άρεσε αυτό. Ώρες-ώρες, γινόταν πολύ κτητική απέναντι στη θέση της.

«Ιδιαιτέρως, αν έχεις την καλοσύνη, Μητέρα», είπε η Ντελάνα, τραβώντας προς τα πίσω τη σκούρα κουκούλα της, για να αποκαλύψει μαλλιά σχεδόν ασημιά. Η φωνή της ήταν αρκετά μπάσα για γυναικεία αλλά όχι ιδιαίτερα επιτακτική για άνθρωπο που έχει να αναφέρει κάτι εξαιρετικής σημασίας.

Η παρουσία της αποτελούσε έκπληξη. Η Ντελάνα υποστήριζε συχνά την Εγκουέν στην Αίθουσα του Πύργου, όπου οι Καθήμενες στρεψόδικούσαν για το αν μια συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε όντως στον πόλεμο εναντίον της Ελάιντα. Αυτό σήμαινε ότι ο Πύργος έπρεπε να στηρίζει υποχρεωτικά τις διαταγές της Εγκουέν σαν να ήταν ομόφωνα αποδεκτές, ενώ ακόμα κι οι Καθήμενες που υποστήριζαν τον πόλεμο, δεν αρέσκονταν σε αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, η οποία οδηγούσε σε ατελείωτες λογομαχίες. Ήθελαν να ρίξουν την Ελάιντα, αλλά αν ήταν στο χέρι τους, η Αίθουσα δεν θα έκανε τίποτε άλλο από το να διαφωνεί. Για να πούμε την αλήθεια, η υποστήριξη της Ντελάνα δεν ήταν πάντα καλοδεχούμενη. Τη μία μέρα μπορεί να ήταν η προσωποποίηση της Γκρίζας διαπραγματεύτριας που αποζητούσε ομοφωνία, και την επομένη να παρουσίαζε τις θέσεις της με τόσο στριγκή φωνή, ώστε οποιαδήποτε Καθήμενη βρισκόταν κοντά της πάσχιζε να τη συγκρατήσει. Με άλλα λόγια, ήταν πασίγνωστο ότι δεν δίσταζε να βάλει την αλεπού στο κοτέτσι. Είχε απαιτήσει πάνω από τρεις φορές από την Αίθουσα να προβεί σε επίσημη ανακοίνωση ότι η Ελάιντα ανήκε στο Μαύρο Άτζα, κάτι που αναπόφευκτα οδήγησε σε μια αμήχανη σιωπή, μέχρι που κάποια ζήτησε να αναβληθεί η σύσκεψη. Ελάχιστες συζητούσαν ανοικτά περί του Μαύρου Άτζα. Η Ντελάνα ήταν άτομο που κουβέντιαζε για τα πάντα, από το πού θα έβρισκαν τα κατάλληλα ρούχα για να ντύσουν εννιακόσιες ογδόντα εφτά μαθητευόμενες μέχρι το κατά πόσον η Ελάιντα είχε κρυφές υποστηρίκτριες μεταξύ των αδελφών — άλλο ένα ακανθώδες ζήτημα μεταξύ των περισσότερων αδελφών. Οπότε, το ερώτημα για ποιο λόγο είχε αναχωρήσει τόσο νωρίς, και μάλιστα μόνη της, παρέμενε ανοιχτό. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε προσεγγίσει την Εγκουέν χωρίς μία ακόμη Καθήμενη, ή και τρεις, για συντροφιά. Τα γαλανά μάτια της Ντελάνα δεν αποκάλυπταν τίποτα περισσότερο από το ήρεμο πρόσωπό της, χαρακτηριστικό μιας Άες Σεντάι.

«Θα μιλάμε προχωρώντας», της είπε η Εγκουέν. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως», πρόσθεσε, μόλις η Σέριαμ άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι. «Μείνε με τις υπόλοιπες, σε παρακαλώ». Τα πράσινα μάτια της Τηρήτριας στένεψαν σε κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως θυμός. Ήταν αποτελεσματική Τηρήτρια, ενθουσιώδης με τη δουλειά της, κι είχε αποθέσει μεγάλες ελπίδες στην Εγκουέν. Δεν κρατούσε κρυφό ότι απογοητευόταν όποτε αποκλειόταν από τις συναντήσεις της Εγκουέν με διάφορους ανθρώπους. Άσχετα όμως από την αναστάτωσή της, έσκυψε το κεφάλι χωρίς δισταγμό, αποδεχόμενη την προσταγή της Εγκουέν. Η Σέριαμ δεν είχε καταλάβει από την αρχή ποια από τις δύο διέταζε, αλλά πλέον το είχε μάθει.

Η περιοχή είχε ανηφορική κλίση από τον Ποταμό Ερινίν, χωρίς ωστόσο να σχηματίζει λόφους. Απλά υψωνόταν προς την τερατώδη κορυφή που δέσποζε δυτικά κι ήταν τόσο ογκώδης, που έμοιαζε σαν να σατιρίζει την ονομασία του ίδιου του βουνού. Το Όρος του Δράκοντα θα πυργωνόταν πάνω από οτιδήποτε, ακόμα και πάνω από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου· στις σχετικά επίπεδες περιοχές γύρω από την Ταρ Βάλον, η λευκή κορυφή του έμοιαζε ν’ αγγίζει τα ουράνια, ειδικά όταν μια λεπτή κλωστή καπνού αναδευόταν από την απόκρημνη κορυφή, όπως τώρα. Μια λεπτή κλωστή σε τέτοιο ύψος μπορεί να αποδεικνυόταν κάτι εντελώς διαφορετικό από κοντά. Τα δέντρα αραίωναν λίγο πριν από το μέσον του Όρους του Δράκοντα και κανείς δεν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να φτάσει μέχρι επάνω, ούτε καν να πλησιάσει, αν και λεγόταν πως στις πλαγιές κείτονταν σκόρπια τα κόκαλα όσων είχαν προσπαθήσει. Και πάλι όμως, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί να προσπαθήσει κάποιος εξ αρχής. Μερικές φορές, η μακρόστενη σκιά του βουνού το δειλινό απλωνόταν μέχρι την πόλη. Όσοι ζούσαν στην περιοχή, είχαν συνηθίσει τη μορφή του Όρους του Δράκοντα που δέσποζε στον ουρανό, ακριβώς όπως είχαν συνηθίσει και τον Λευκό Πύργο που ορθωνόταν από τα τείχη της πόλης κι ήταν ορατός από μίλια μακριά. Και τα δύο αποτελούσαν απαράλλαχτα χαρακτηριστικά του τόπου. Πάντα βρίσκονταν εκεί και πάντα θα βρίσκονταν, αλλά οι άνθρωποι ασχολούνταν με τις δουλειές και τις σοδειές τους, όχι με βουνά ή Άες Σεντάι.

Σε λιλιπούτειες κωμοπόλεις δέκα-δώδεκα πέτρινων σπιτιών με στέγες από καλάμια ή σχιστόλιθο, όπως και σε κάποια διάσπαρτα χωριά με εκατό σπίτια, τα παιδιά που έπαιζαν στο χιόνι ή κουβαλούσαν κουβάδες με νερό από τα πηγάδια σταματούσαν και κοιτούσαν σαν χαζά τους στρατιώτες που παρήλαυναν κατά μήκος των βρωμερών μονοπατιών, τα οποία εκτελούσαν χρέη δρόμων όταν δεν ήταν καλυμμένα με χιόνι. Δεν είχαν λάβαρα μαζί τους, αλλά κάποιοι είχαν χαραγμένη στους μανδύες ή στα μανικέτια τους τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, ενώ οι παράξενοι μανδύες των Προμάχων μαρτυρούσαν ότι κάποιες, τουλάχιστον, από τις γυναίκες ήταν Άες Σεντάι. Ακόμα και τόσο κοντά στην πόλη, οι αδελφές δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα μέχρι προσφάτως, κι η παρουσία τους αρκούσε για να λάμψουν τα παιδικά μάτια. Ωστόσο, κι οι στρατιώτες βρίσκονταν ψηλά στη λίστα των αξιοπερίεργων. Οι αγροικίες πουέτρεφαν την Ταρ Βάλον κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της γης, αγροί περιφραγμένοι με πέτρινα τείχη, που κύκλωναν άναρχα εξαπλωμένα σπίτια κι αποθήκες από πέτρα ή τούβλα, με θάμνους, λόχμες και συστάδες δέντρων ανάμεσα. Παρέες αγροτόπαιδων έτρεχαν συχνά σε μικρή απόσταση, παράλληλα με τους ταξιδευτές, αναπηδώντας στο χιόνι σαν λαγοί. Οι ασχολίες του χειμώνα κρατούσαν τους γεροντότερους στα ενδότερα, αλλά κι όσοι αποτολμούσαν μια έξοδο, τυλιγμένοι με βαριά ρούχα ενάντια στο κρύο, μόλις που έριχναν μια φευγαλέα ματιά στους στρατιώτες, στους Προμάχους ή στις Άες Σεντάι. Σύντομα, θα ερχόταν η άνοιξη και μαζί της το όργωμα και το φύτεμα, κι ό,τι κι αν έκαναν οι Άες Σεντάι, θα είχε ελάχιστη σημασία. Φωτός θέλοντος, φυσικά.

Δεν είχε νόημα να βάλουν φρουρούς, εκτός κι αν περίμεναν στα καλά καθούμενα κάποια επίθεση. Άλλωστε, ο Άρχοντας Γκάρεθ είχε κανονίσει να υπάρχει ένας ισχυρός ουλαμός εμπροσθοφυλακής και πλαγιοφυλακής, με ανιχνευτές στα νώτα τους, ενώ ο ίδιος ηγούνταν του κυρίως όγκου των στρατιωτών ακριβώς πίσω από τους Προμάχους, που ακολουθούσαν κατά πόδας τη Σέριαμ και τις «συμβούλους·». Όλοι μαζί σχημάτιζαν έναν τεράστιο, ασύμμετρο δακτύλιο γύρω από την Εγκουέν, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να φανταστεί πως βρισκόταν μόνη της μαζί με την Ντελάνα, περιδιαβαίνοντας την εξοχή, αν απέφευγε να κοιτάξει τριγύρω, ή αν κοιτούσε πέρα, μακριά. Αντί να πιέσει την Γκρίζα αδελφή να μιλήσει —η απόσταση έως τον καταυλισμό ήταν μεγάλη και δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να υφάνει πύλη, μια κι οι υφάνσεις θα μπορούσαν να γίνουν ορατές, οπότε είχε κάμποσο χρόνο στη διάθεσή της για να ακούσει όσα είχε να της πει η Ντελάνα— η Εγκουέν σύγκρινε τις αγροικίες που προσπερνούσαν με τις αντίστοιχες των Δύο Ποταμών.

Ίσως η συνειδητοποίηση ότι οι Δύο Ποταμοί δεν ήταν η πατρίδα της πλέον, την έκανε να τις κοιτάζει εξεταστικά. Η παραδοχή της αλήθειας δεν αποτελεί προδοσία, αλλά είχε ανάγκη να θυμάται τους Δύο Ποταμούς. Αν ξεχάσεις από πού προέρχεσαι, μπορεί να πάψεις να θυμάσαι και ποιος είσαι· υπήρχαν φορές που η κόρη του πανδοχέα από το Πεδίο του Έμοντ φάνταζε ξένη στα μάτια της. Καθεμία απ’ αυτές τις αγροικίες φάνταζε αλλόκοτη, σε τόσο κοντινή απόσταση στο Πεδίο του Έμοντ, αν και δεν θα έπαιρνε όρκο γιατί ακριβώς συνέβαινε αυτό. Ίσως έφταιγε η διαφορετική μορφή των σπιτιών, ίσως η παράξενη κλίση των σκεπών. Πολύ συχνά, οι σκεπές καλύπτονταν με σχιστόλιθο κι όχι με άχυρα ή καλάμια, εφ’ όσον βέβαια είχες τη δυνατότητα να τις διακρίνεις μέσα από το χιόνι που συσσωρευόταν πάνω τους. Βέβαια, τώρα πια στους Δύο Ποταμούς έβλεπες πιο πολλές πλίνθινες στέγες παρά καλαμοσκεπές. Το είχε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι στον Τελ’αράν’ριοντ. Οι αλλαγές ή θα επέρχονταν τόσο αργά, ώστε δυσκολευόσουν να τις παρακολουθήσεις, ή ενοχλητικά γρήγορα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι συνέβαιναν ούτως ή άλλως. Τίποτα δεν έμενε ίδιο, ακόμα κι όταν είχες διαφορετική εντύπωση ή όταν ήλπιζες να μείνει.

«Κάποιες θεωρούν πως σκοπεύεις να τον δεσμεύσεις ως Πρόμαχό σου», είπε ξαφνικά η Ντελάνα με σιγανή φωνή, αδιάφορη σχεδόν. Έμοιαζε λες κι όλη της η προσοχή είχε στραφεί στο να ισιώσει την κουκούλα του μανδύα της φορώντας ταυτόχρονα εκείνα τα πράσινα γάντια. Ίππευε αρκετά καλά, συνδυάζοντας τόσο επιδέξια τις κινήσεις της μ’ εκείνες της φοράδας, ώστε έμοιαζε να μη δίνει καν σημασία στο ζώο. «Άλλες, πάλι, θεωρούν πως το έχεις κάνει ήδη. Προσωπικά, δεν είχα Πρόμαχο για αρκετό καιρό, αλλά το να ξέρεις και μόνο ότι ο Πρόμαχός σου βρίσκεται εδώ είναι μεγάλη παρηγοριά. Αν έχεις διαλέξει τον κατάλληλο, φυσικά».

Η Εγκουέν ανασήκωσε το ένα της φρύδι —ένιωθε υπερήφανη που δεν κοιτούσε τη γυναίκα σαν χαζή, μια κι αυτό θα ήταν το τελευταίο που περίμενε— κι η Ντελάνα πρόσθεσε: «Ο Άρχοντας Γκάρεθ περνάει αρκετό καιρό μαζί σου. Είναι λίγο μεγαλύτερος από το συνηθισμένο, αλλά οι Πράσινες διαλέγουν συχνά έναν πιο έμπειρο άντρα για πρώτη φορά. Ξέρω όχι, στην πραγματικότητα, δεν ανήκες ποτέ σε κάποιο Άτζα, αλλά έχω την τάση να σε ταυτίζω με τις Πράσινες. Αναρωτιέμαι αν η Σιουάν θα ξαλαφρώσει ή θα αναστατωθεί στην περίπτωση που τον δεσμεύσεις. Πότε πιστεύω το ένα, πότε το άλλο. Η σχέση τους, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, είναι μάλλον παράξενη, η Σιουάν ωστόσο δεν δείχνει να ενοχλείται στο ελάχιστο».

«Ίσως θα έπρεπε να ρωτήσεις την ίδια σχετικά με αυτό». Το χαμόγελο της Εγκουέν ήταν ελαφρώς δηκτικό, όπως κι ο τόνος της. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς για ποιο λόγο ο Γκάρεθ Μπράυν ήταν τόσο πιστός απέναντι της, αλλά η Αίθουσα του Πύργου είχε να ασχοληθεί με σοβαρότερα πράγματα από το να κουτσομπολεύει σαν τις χωριατοπούλες. «Μπορείς να πεις σε όποιον θέλεις ότι δεν έχω δεσμεύσει κανέναν, Ντελάνα. Ο Άρχοντας Γκάρεθ περνάει αρκετό καιρό μαζί μου, όπως το έθεσες, επειδή τυγχάνει να είμαι η Άμερλιν κι εκείνος ο στρατηγός μου. Υπενθύμισε τους το, σε παρακαλώ». Ώστε, η Ντελάνα πίστευε πως είναι Πράσινη. Αυτό το Άτζα θα διάλεγε, βέβαια, αν κι ήθελε μόνο έναν Πρόμαχο πραγματικά. Ο Γκάγουιν, όμως, βρισκόταν ή στην Ταρ Βάλον ή καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν και σε καμία περίπτωση δεν σκόπευε να τον ενοχλήσει ακόμα. Αν και χωρίς λόγο, χτύπησε ανάλαφρα τον λαιμό του Ντάισαρ και πάσχισε να διατηρήσει το χαμόγελό της και να μην εκτραπεί σε αγριοκοίταγμα. Ένιωθε μάλλον ευχάριστα που, έστω και για λίγο, δεν απασχολούσε το μυαλό της με την Αίθουσα, αν μη τι άλλο. Η Αίθουσα την είχε βοηθήσει να κατανοήσει για ποιο λόγο η Σιουάν έμοιαζε με αρκούδα που έχει πονόδοντο όταν ήταν Άμερλιν.

«Δεν θα έλεγα ότι έγινε και καμιά σπουδαία συζήτηση», μουρμούρισε η Ντελάνα. «Μέχρι στιγμής, δηλαδή. Ωστόσο, υπάρχει ενδιαφέρον για το αν όντως θα δέσμευες έναν Πρόμαχο και ποιον. Αμφιβάλλω αν ο Γκάρεθ Μπράυν μπορεί να θεωρηθεί συνετή επιλογή». Στριφογύρισε πάνω στη σέλα της για να κοιτάξει πίσω τους. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήθελε να αντικρίσει τον Άρχοντα Γκάρεθ, αλλά όταν η Καθήμενη γύρισε ξανά μπροστά, είπε πολύ σιγανά: «Η Σέριαμ δεν υπήρξε ποτέ επιλογή σου για Τηρήτρια, φυσικά, αλλά πρέπει να έχεις υπ’ όψιν σου ότι τα Άτζα έβαλαν τις υπόλοιπες από δαύτες να σε παρακολουθούν». Η πιτσιλωτή γκρίζα φοράδα της ήταν κοντύτερη του Ντάισαρ, οπότε η γυναίκα έπρεπε να κοιτάει την Εγκουέν από χαμηλότερη θέση, κάτι που προσπαθούσε να κάνει χωρίς να το τονίζει ιδιαίτερα. Ξαφνικά, εκείνα τα νερωμένα γαλάζια μάτια έγιναν διαπεραστικά. «Υπήρξαν κάποιες σκέψεις, ότι δηλαδή η Σιουάν μπορεί να σου έδωσε μερικές... καλές συμβουλές... σχετικά με την επίδρασή σου στο θέμα της κήρυξης του πολέμου ενάντια στην Ελάιντα. Πάντως, έχει χολώσει λίγο που μερικές καταστάσεις χρειάστηκε να αλλάξουν, έτσι; Η Σέριαμ φαίνεται να είναι η πιθανότερη ένοχη τώρα. Όπως και να έχει, καλό θα είναι να προειδοποιήσεις τα Άτζα την επόμενη φορά που αποφασίσεις να κάνεις κάποια νέα έκπληξη».

«Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση», αποκρίθηκε ευγενικά η Εγκουέν. Ένοχη; Είχε αποδείξει στην Αίθουσα ότι δεν επρόκειτο να γίνει μαριονέτα τους, ωστόσο οι περισσότερες επέμεναν να σκέφτονται πως έπρεπε σώνει και καλά να είναι μαριονέτα κάποιου. Τουλάχιστον, κανείς δεν υποψιαζόταν την αλήθεια σχετικά με το συμβούλιό της. Έτσι ήλπιζε, δηλαδή.

«Υπάρχει άλλος ένας λόγος που θα έπρεπε να είσαι επιφυλακτική», συνέχισε η Ντελάνα, ενώ η ένταση στα μάτια της διέψευδε την ανεμελιά στη φωνή της. Φαίνεται πως δεν ήθελε να μάθει η Εγκουέν τη σπουδαιότητα που είχε για την ίδια αυτό. «Να είσαι σίγουρη πως, όποια συμβουλή κι αν σου δώσει καθεμία από δαύτες, προέρχεται από την κεφαλή του Άτζα της, κι όπως γνωρίζεις, η κεφαλή ενός Άτζα κι οι Καθήμενες σπάνια κοιτάζονται κατάματα. Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή κατά γράμμα, θα βρεθείς σε ασυμφωνία με την Αίθουσα. Να θυμάσαι ότι η κάθε απόφαση δεν αφορά αναγκαστικά στον πόλεμο, αλλά σίγουρα θα θες κάποιες από αυτές να πραγματοποιηθούν».

«Μια Άμερλιν πρέπει να ακούει κάθε πλευρά πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση», αποκρίθηκε η Εγκουέν, «αλλά θα θυμάμαι την προειδοποίησή σου όταν με συμβουλέψουν, Κόρη μου». Μήπως η Ντελάνα την περνούσε για τρελή; Ή μήπως προσπαθούσε να τη θυμώσει; Ο θυμός ήταν πολύ κακός σύμβουλος στις βιαστικές αποφάσεις, ενώ τα συνακόλουθα σκληρά λόγια ήταν δύσκολο να τα πάρεις πίσω μερικές φορές. Αδυνατούσε να φανταστεί καν ποιος ήταν ο σκοπός της Ντελάνα, αλλά όταν οι Καθήμενες δεν μπορούσαν να τη χειριστούν καλά με τον έναν τρόπο, δοκίμαζαν κάποιον άλλο. Είχε εξασκηθεί αρκετά στο να τις αποφεύγει με ελιγμούς από τότε που πήρε την έδρα της Άμερλιν. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, αναζήτησε την αρμονία της ηρεμίας και τη βρήκε. Τελευταία, είχε εξασκηθεί αρκετά και σε αυτό.

Η Γκρίζα αδελφή την κοίταξε μέσα από το πλαίσιο της κουκούλας της, με πρόσωπο εντελώς ήρεμο. Τα γαλάζια της μάτια, όμως, τώρα ήταν υπερβολικά διαπεραστικά, σαν τρυπάνια. «Θα έπρεπε να μάθεις τι σκέφτονται για το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων με την Ελάιντα... Μητέρα».

Η Εγκουέν χαμογέλασε σχεδόν. Η παύση αυτή είχε γίνει σκόπιμα. Προφανώς, δεν άρεσε στην Ντελάνα να αποκαλείται Κόρη από μια γυναίκα νεαρότερη από τις πιο πολλές μαθητευόμενες, νεαρότερη από τις περισσότερες που είχαν έρθει από τον Πύργο, πόσω μάλλον τις καινούργιες. Από την άλλη όμως, η ίδια η Ντελάνα ήταν πολύ νέα για Καθήμενη κι επιπλέον αδυνατούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της το ίδιο καλά όσο η θυγατέρα του πανδοχέα. «Γιατί αυτό;»

«Επειδή το θέμα έχει προκύψει την Αίθουσα εδώ και λίγες μέρες. Όχι ως πρόταση, βέβαια, αλλά αναφέρθηκε διστακτικά από τη Βάριλιν, την Τακίμα και τη Μάγκλα. Επίσης, η Φαϊζέλ κι η Σαρόγια έδειξαν αρκετό ενδιαφέρον».

Ανεξάρτητα από τη φαινομενική γαλήνη της, ένα σκουλήκι οργής άρχισε να σπαρταρά μέσα στην Εγκουέν, κι ήταν πολύ δύσκολο να το καταστρέψει. Οι συγκεκριμένες πέντε ήταν ήδη Καθήμενες πριν από τη διάσπαση του Πύργου, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι είχαν διαιρεθεί ανάμεσα στις δύο κυριότερες κλίκες που πάλευαν για τον τελικό έλεγχο της Αίθουσας. Στην πραγματικότητα, ήταν χωρισμένες ανάμεσα σ’ εκείνες που ακολουθούσαν τη Ρομάντα και σ’ όσες ακολουθούσαν τη Λελαίν, κι ωστόσο αυτές οι δυο δεν θα δίσταζαν να έρθουν σε κόντρα η μία με την άλλη, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα κατέληγαν σε αμοιβαίο πνιγμό. Επιπλέον, είχαν ανηλεή επιρροή στις ακολούθους τους.

Ίσως πίστευε πως οι υπόλοιπες είχαν πανικοβληθεί από τα γεγονότα, κάτι που όμως δεν μπορεί να ίσχυε για τη Ρομάντα ή τη Λελαίν. Εδώ και μισή βδομάδα, οι συζητήσεις περί της Ελάιντα και της ανάκτησης του Πύργου είχαν αντικατασταθεί από λόγια ανησυχίας σχετικά με την πανίσχυρη έκρηξη της Δύναμης. Όλες σχεδόν ήθελαν να μάθουν τι την είχε προκαλέσει, αλλά οι περισσότερες φοβούνταν. Μόλις την προηγούμενη μέρα κατάφερε η Εγκουέν να πείσει την Αίθουσα ότι θα ήταν ασφαλές να Ταξιδέψει μια μικρή ομάδα στο σημείο της έκρηξης — ακόμα κι η απλή θύμησή της ήταν αρκετή για να την εντοπίσει ο οποιοσδήποτε— κι οι πιο πολλές αδελφές έμοιαζαν να κρατούν τις ανάσες τους μέχρι να επιστρέψουν η Ακαρίν κι οι υπόλοιπες. Το κάθε Άτζα ξεχωριστά επιθυμούσε να έχει μία αντιπρόσωπο, αλλά η Ακαρίν ήταν η μόνη Άες Σεντάι που δεν τα παρατούσε εύκολα.

Ωστόσο, ούτε η Λελαίν ούτε η Ρομάντα έμοιαζαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα. Θωρούσαν πως, άσχετα από το αν αυτή η έντονη δραστηριότητα ήταν βίαιη και παρατεταμένη, βρισκόταν πολύ μακριά κι, απ’ όσο ήξεραν, δεν είχε προκαλέσει καμία ζημιά. Αν επρόκειτο για έργο των Αποδιωγμένων, όπως φάνταζε σίγουρο, οι πιθανότητες να μάθουν κάτι μειώνονταν στο ελάχιστο, η δε πιθανότητα να αντιδράσουν με κάποιον τρόπο γινόταν ακόμα μικρότερη. Δεν είχε νόημα να χάσουν χρόνο κι ενέργεια σε κάτι που δεν είχε νόημα, τη στιγμή που τους περίμενε ένα τόσο σημαντικό έργο. Αυτά είπαν και, όταν διαπίστωσαν ότι συμφωνούσαν, άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους. Συμφωνούσαν όντως ότι η Ελάιντα έπρεπε να απογυμνωθεί από το επιτραχήλιο και τη ράβδο, και τόσο η Ρομάντα όσο κι η Λελαίν υποστήριζαν με ιδιαίτερη ζέση αυτή την άποψη. Αν στο παρελθόν η Λελαίν είχε απλώς θυμώσει που η Ελάιντα κατέβασε από τον θρόνο της Άμερλιν μια πρώην Γαλάζια αδελφή, τώρα ήταν σχεδόν έξαλλη με την αναγγελία της περί διάλυσης του Γαλάζιου Άτζα. Αν επέτρεπαν να γίνουν διαπραγματεύσεις. .. Δεν είχε νόημα.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Εγκουέν ήταν να υποψιαστεί η Ντελάνα ή οποιαδήποτε άλλη ότι η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες ήταν κάτι παραπάνω από τσοπανόσκυλα εντεταλμένα να την παρακολουθούν, έτοιμα ωστόσο να τρέξουν κοντά της με το πρώτο κάλεσμα. Ήταν αρκετά έξυπνες για να κρατάνε μυστικό ό,τι ήταν απαραίτητο, μια και τα Άτζα στα οποία ανήκαν θα τις έγδερναν ζωντανές και στα γρήγορα αν μαθεύονταν έστω και τα μισά. Ωστόσο, ήρθαν κοντά και μαζεύτηκαν γύρω της, με τα πρόσωπά τους να έχουν πάρει τη χαρακτηριστική, σαν μάσκες, έκφραση της γαλήνης και της υπομονής των Άες Σεντάι. Κατόπιν, η Εγκουέν είπε στην Ντελάνα να επαναλάβει όσα είχε πει και στην ίδια. Παρά την αρχική της αίτηση για μυστικότητα, η Γκρίζα αδελφή φάνηκε ελάχιστα διστακτική πριν συμμορφωθεί, κάτι που έβαλε τέλος στη γαλήνη και την υπομονή.

«Αυτό είναι τρέλα», είπε η Σέριαμ, πριν προλάβει καμιά να ανοίξει το στόμα της. Ακουγόταν νευριασμένη, ίσως και κάπως φοβισμένη. Μπορεί και να ήταν. Το όνομά της βρισκόταν στη λίστα όσων επρόκειτο να σιγανευτούν. «Δεν μπορεί να πιστεύει κανείς ότι είναι πιθανή μια διαπραγμάτευση».

«Ούτε εγώ νομίζω κάτι τέτοιο», πετάχτηκε ξερά η Ανάγια. Η κοινή φυσιογνωμία της περισσότερο παρέπεμπε σε αγρότισσα παρά σε αδελφή του Γαλάζιου Άτζα. Ντυνόταν απλά, δημοσίως τουλάχιστον, και τα ρούχα της ήταν από μαλλί καλής ποιότητας. Τιθάσευε το καστανοκόκκινο μουνούχι της με την ίδια ευκολία που η Ντελάνα τιθάσευε τη φοράδα της. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την Ανάγια να χάσει την ψυχραιμία της και να αναστατωθεί. Βέβαια, ανάμεσα στις Καθήμενες που συζητούσαν περί διαπραγματεύσεων, δεν συγκαταλεγόταν καμία Γαλάζια αδελφή. Η Ανάγια δεν έδινε και τόσο την εντύπωση στρατιώτη, αλλά για τις Γαλάζιες, ο πόλεμος αυτός ήταν ανηλεής και μέχρις εσχάτων. «Η Ελάιντα ξεκαθάρισε την κατάσταση».

«Η Ελάιντα είναι παράλογη», είπε η Καρλίνυα τινάζοντας το κεφάλι της. Η κουκούλα έπεσε στους ώμους της κι η γυναίκα κούνησε τις κοντές μαύρες μπούκλες της. Νευριασμένη, ξανατράβηξε την κουκούλα. Η Καρλίνυα σπάνια φανέρωνε κάποιο συναίσθημα, ωστόσο τα ωχρά της μάγουλα είχαν αναψοκοκκινίσει όσο και της Σέριαμ, κι η φωνή της ήταν γεμάτη ένταση. «Δεν μπορεί να νομίζει πως όλες μας θα επιστρέψουμε μετανιωμένες και θα συρθούμε στα πόδια της, Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει η Σαρόγια ότι η Ελάιντα θα δεχτεί κάτι λιγότερο από αυτό;»

«Εντούτοις, η Ελάιντα έχει απαιτήσει να συρθούμε στα πόδια της», μουρμούρισε στυφά η Μόρβριν. Το συνήθως γαλήνιο στρογγυλό πρόσωπό της είχε τώρα μια ξινισμένη έκφραση, ενώ η ίδια έσφιγγε τα πλαδαρά της χέρια πάνω στα γκέμια. Κοίταξε τόσο συνοφρυωμένη ένα κοπάδι κίσσες που σκόρπιζαν από μια συστάδα σημύδων καθώς περνούσαν τα άλογα, που θα έλεγες πως τα πουλιά είχαν πέσει από τον ουρανό. «Της Τακίμα της αρέσει ν’ ακούει τη φωνή της μερικές φορές. Είναι απαραίτητο να μιλάει, για ν’ ακούει τον εαυτό της».

«Το ίδιο κι η Φαϊζέλ», είπε ζοφερά η Μυρέλ, αγριοκοιτάζοντας την Ντελάνα λες κι ήθελε να κατηγορήσει αυτή. Η γυναίκα με το ελαιόχρωμο δέρμα ήταν γνωστή για την ιδιοσυγκρασία της, ακόμα και μεταξύ των Πράσινων. «Ποτέ μου δεν περίμενα ν’ ακούσω κάτι τέτοιο εκ μέρους της. Δεν την είχα για ανόητη».

«Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως η Μάγκλα εννοεί όντως κάτι τέτοιο», επέμεινε η Νισάο, κοιτώντας την καθεμία ξεχωριστά. «Αποκλείεται. Αν μη τι άλλο, παρ’ όλο που δεν μου αρέσει καθόλου να το λέω, η Ρομάντα έχει τόσο υποταγμένη τη Μάγκλα, που δεν τολμάει να κάνει κιχ, κι η μόνη αμφιβολία που έχει η Ρομάντα είναι κατά πόσον η Ελάιντα πρέπει να μαστιγωθεί πριν εξοριστεί».

Η έκφραση της Ντελάνα ήταν τόσο μειλίχια, ώστε χρειάστηκε να καταπνίξει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Ήταν ολοφάνερο ότι μια τέτοια αντίδραση περίμενε. «Η Ρομάντα έχει στο χέρι τη Σαρόγια και τη Βάριλιν επίσης, ενώ η Τακίμα κι η Φαϊζέλ δεν κάνουν βήμα δίχως την άδεια της Λελαίν, παρ’ ότι δεν παύουν να λένε όσα λένε. Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως οι σύμβουλοί σου τρέφουν τα ίδια συναισθήματα με τις περισσότερες αδελφές, Μητέρα». Ίσιωσε τα γάντια της και λοξοκοίταξε την Εγκουέν. «Ίσως καταφέρεις να το καταπνίξεις εν τη γενέσει του, αν κινηθείς αποφασιστικά. Φαίνεται πως θα έχεις την υποστήριξη που χρειάζεσαι εκ μέρους των Άτζα. Και τη δική μου, φυσικά, στην Αίθουσα, όπως κι αρκετή ακόμα, ώστε να εξαφανιστεί κάθε απειλή». Λες κι η Εγκουέν είχε ανάγκη υποστήριξης για να τα καταφέρει. Μάλλον η γυναίκα προσπαθούσε να αποκτήσει την εύνοιά της ή να δείξει πως το μόνο που την ένοιαζε ήταν να υποστηρίξει την Εγκουέν.

Η Μπεόνιν ακολουθούσε σιωπηλή, κρατώντας σφιχτά τον μανδύα επάνω της κι ατενίζοντας ένα σημάδι ανάμεσα στα αυτιά της καφετιάς φοράδας της. Ξαφνικά, κούνησε το κεφάλι της. Κανονικά, τα μεγάλα, γκριζογάλανα μάτια της την έκαναν να φαίνεται τρομαγμένη, αλλά τώρα, καθώς κοίταζε μέσα από την κουκούλα, έμοιαζαν να αστράφτουν από οργή. Έριχνε ματιές γεμάτες μίσος στις συντρόφους της, συμπεριλαμβανομένης και της Εγκουέν. «Και για ποιο λόγο αποκλείουμε τις διαπραγματεύσεις;» Η Σέριαμ τη κοίταξε, βλεφαρίζοντας έκπληκτη, κι η Μόρβριν μούτρωσε κι άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Μπεόνιν είχε πάρει φόρα, εκτοξεύοντας τον θυμό της στην Ντελάνα τώρα, με την Ταραμπονέζικη προφορά της εντονότερη από κάθε άλλη φορά. «Εσύ κι εγώ είμαστε Γκρίζες. Διαπραγματευόμαστε και μεσολαβούμε. Οι όροι της Ελάιντα είναι επαχθείς, αλλά έτσι γίνεται πάντα στην αρχή κάθε διαπραγμάτευσης. Αν καθίσουμε και μιλήσουμε, μπορούμε να ενώσουμε ξανά τον Λευκό Πύργο και να φροντίσουμε για την ασφάλεια όλων».

«Κρίνουμε, επίσης», τη διέκοψε κοφτά η Ντελάνα, «κι η Ελάιντα έχει ήδη κριθεί». Δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, αλλά η γυναίκα έμοιαζε ξαφνιασμένη πιότερο από τις υπόλοιπες με το ξέσπασμα της Μπεόνιν. Η φωνή της έσταζε οξύ. «Ίσως είσαι πρόθυμη να διαπραγματευτείς το δικό σου μαστίγωμα. Εγώ, πάντως, δεν είμαι και δεν νομίζω να βρεις άλλες που να είναι».

«Η κατάσταση έχει αλλάξει», επέμεινε η Μπεόνιν. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της Εγκουέν, ικετεύοντάς τη σχεδόν. «Η Ελάιντα δεν θα προέβαινε σε αυτή την εξαγγελία σχετικά με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, εκτός αν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τον είχε στο χέρι. Αυτή η αναλαμπή του σαϊντάρ δεν ήταν παρά μια προειδοποίηση. Οι Αποδιωγμένοι προχωρούν, ενώ ο Λευκός Πύργος...»

«Αρκετά», την έκοψε απότομα η Εγκουέν. «Θέλεις να διαπραγματευτείς ανοικτά με την Ελάιντα; Με τις Καθήμενες να βρίσκονται ακόμα στον Πύργο;» συμπλήρωσε. Η Ελάιντα δεν θα μιλούσε ποτέ.

«Ναι», αποκρίθηκε ζωηρά η Μπεόνιν. «Όλα τα ζητήματα μπορούν να διευθετηθούν προς ικανοποίηση όλων. Ξέρω ότι μπορεί να γίνει».

«Τότε, έχεις την άδειά μου να το κάνεις».

Αμέσως, όλες οι παριστάμενες, εκτός της Μπεόνιν, άρχισαν να μιλάνε μανιασμένα η μία μετά την άλλη, πασχίζοντας να την αποτρέψουν και λέγοντάς της ότι αυτό ήταν παρανοϊκό. Η Ανάγια φώναζε εξίσου δυνατά με τη Σέριαμ, χειρονομώντας με έμφαση, ενώ τα μάτια της Ντελάνα είχαν γουρλώσει σχεδόν από τρόμο. Κάποιοι από την έφιππη συνοδεία άρχισαν να κοιτάνε τις αδελφές όπως τα αγροκτήματα που προσπερνούσαν, και μια αναταραχή διαπέρασε τους Προμάχους, οι οποίοι προς το παρόν δεν είχαν ανάγκη τον δεσμό τους για να καταλάβουν ότι οι Άες Σεντάι ήταν αναστατωμένες. Ωστόσο, παρέμειναν στις θέσεις τους. Οι συνετοί άντρες δεν ανακατεύονται όταν οι Άες Σεντάι υψώνουν τις φωνές.

Η Εγκουέν αγνόησε τις φωνές και τις χειρονομίες. Είχε λάβει υπ’ όψιν της κάθε λογική πιθανότητα για να τελειώσει αυτή η φασαρία, με τον Λευκό Πύργο και πάλι ενωμένο. Είχε κουβεντιάσει επί ώρες με τη Σιουάν, η οποία είχε κάθε λόγο να επιθυμεί την ανατροπή της Ελάιντα. Αν ήταν για το καλό του Πύργου, η Εγκουέν θα παραδιδόταν στην Ελάιντα, ξεχνώντας κατά πόσον αυτή η γυναίκα είχε ανέβει νόμιμα ή όχι στην Έδρα της Άμερλιν. Η Σιουάν είχε κοντέψει να πάθει αποπληξία με αυτή την πρόταση, αν κι είχε συμφωνήσει διστακτικά ότι το παν ήταν η διαφύλαξη του Πύργου. Η Μπεόνιν χαμογελούσε τόσο όμορφα, που θα ήταν έγκλημα να της σβήσεις αυτό το χαμόγελο.

Η Εγκουέν ύψωσε τη φωνή της ελάχιστα, ίσα-ίσα για να ακουστεί. «Θα πλησιάσετε τη Βάριλιν και τις άλλες που κατονόμασε η Ντελάνα και θα κανονίσετε να πάνε στον Λευκό Πύργο. Ιδού οι όροι που θα αποδεχτώ: η Ελάιντα θα παραιτηθεί και θα εξοριστεί». Κι αυτό, επειδή η Ελάιντα δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί ποτέ πίσω τις αδελφές που είχαν επαναστατήσει εναντίον της. Μια Άμερλιν δεν είχε δικαίωμα να συστήσει σε ένα Άτζα πώς θα αυτοκυβερνηθεί, αλλά η Ελάιντα είχε βγάλει διάγγελμα με το οποίο διακήρυσσε ότι όσες αδελφές είχαν αυτομολήσει από τον Πύργο έπαυαν να είναι μέλη οποιουδήποτε Άτζα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, θα έπρεπε να ικετεύσουν για να ξαναγίνουν μέλη σε Άτζα, αφού μετανοούσαν κι εξέτιαν ποινή υπό την άμεση εποπτεία της. Η Ελάιντα όχι μόνο δεν θα ένωνε τον Πύργο, αλλά θα τον διέλυε χειρότερα απ’ ό,τι ήταν ήδη διαλυμένος. «Αυτοί είναι οι μόνοι όροι με τους οποίους δέχομαι, Μπεόνιν. Οι μόνοι. Έγινα κατανοητή;»

Τα μάτια της Μπεόνιν γύρισαν ανάποδα κι ήταν έτοιμη να πέσει από το άλογά της αν δεν την έπιανε η Μόρβριν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, καθώς κρατούσε όρθια την Γκρίζα αδελφή και σκαμπιλίζοντάς την, όχι και τόσο ανάλαφρα. Όλες οι υπόλοιπες ατένιζαν την Εγκουέν λες και δεν την είχαν ξαναδεί, ακόμα κι η Ντελάνα, η οποία είχε σχεδιάσει να συμβεί κάτι τέτοιο από τα πρώτα κιόλας λόγια της. Σταμάτησαν απότομα, εξαιτίας της λιποθυμίας της Μπέονιν, κι οι στρατιώτες που σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους τράβηξαν τα γκέμια υπακούοντας στην ηχηρή προσταγή του Άρχοντα Γκάρεθ. Μερικοί από δαύτους έριχναν ματιές προς το μέρος των Άες Σεντάι, με έκδηλη την ανησυχία στα πρόσωπά τους, παρ’ ότι κρύβονταν πίσω από τις σιδερένιες μπάρες των περικεφαλαιών τους.

«Ώρα να γυρίσουμε στο στρατόπεδο», είπε η Εγκουέν. Με απόλυτη ψυχραιμία. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει. Ίσως, αν παραδιδόταν, να γιατρευόταν ο Πύργος, αν και δεν το πίστευε. Τελικά, το όλο θέμα θα κατέληγε να έρθουν αντιμέτωπες οι Άες Σεντάι στους δρόμους της Ταρ Βάλον, εκτός κι αν έβρισκε τρόπο να επιτύχει το σχέδιό της. «Μας περιμένει δουλειά», είπε, μαζεύοντας τα γκέμια, «και δεν έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας». Ευχήθηκε μόνο να ήταν αρκετός.

Загрузка...