22 Μία Απάντηση

Η Πεβάρα περίμενε μ’ ένα ίχνος ανυπομονησίας καθώς η λεπτοκαμωμένη Αποδεχθείσα τοποθετούσε τον στεφανωμένο ασημένιο δίσκο στο βοηθητικό τραπεζάκι και ξεσκέπαζε το πιάτο με τα κέικ. Κοντή και σοβαρή, η Πέντρα δεν ήταν διόλου αργοκίνητη, ούτε χολωμένη επειδή περνούσε τα πρωινά της φροντίζοντας μια Καθήμενη. Αντιθέτως, ήταν ακριβής και προσεκτική στις κινήσεις της. Πολύ χρήσιμα προσόντα, που επιβραβεύονταν. Ωστόσο, όταν η Αποδεχθείσα τη ρώτησε αν έπρεπε να σερβίρει και το κρασί, η Πεβάρα απάντησε κάπως ξερά: «Θα το σερβίρουμε εμείς, παιδί μου. Εσύ μπορείς να περιμένεις στον προθάλαμο». Ήταν σαν να έλεγε στη νεαρή γυναίκα να επιστρέψει στη μελέτη της.

Η Πέντρα άπλωσε τη ραβδωτή λευκή φούστα της, κάνοντας μια υπόκλιση όλο χάρη, χωρίς την παραμικρή ένδειξη του εκνευρισμού που έδειχναν συχνά οι Αποδεχθείσες όταν οι Καθήμενες τους φέρονταν κάπως απότομα. Εξίσου συχνά, οι Αποδεχθείσες ερμήνευαν τον τόνο της φωνής μιας Καθήμενης ως ένδειξη της καταλληλότητάς τους για το επώμιο, λες κι οι Καθήμενες δεν είχαν άλλη δουλειά να κάνουν.

Η Πεβάρα περίμενε να κλείσει η πόρτα πίσω από την Πέντρα και να ακουστεί ο ήχος από το μάνταλο που κλείδωνε, πριν νεύσει επιδοκιμαστικά. «Αυτή θα γίνει Άες Σεντάι πολύ σύντομα», σχολίασε. Ήταν ικανοποιητικό όταν μια γυναίκα κέρδιζε το επώμιο, ειδικά όταν δεν ήταν ιδιαίτερα υποσχόμενη. Σε μια τέτοια εποχή, οι μικρές χαρές ήταν το μόνο που τους είχε απομείνει.

«Αν και νομίζω πως δεν θα γίνει σαν εμάς», ήρθε η απάντηση από τη φιλοξενούμενή της, η παρουσία της οποίας προκαλούσε έκπληξη. Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα της από μια σειρά ζωγραφισμένες μινιατούρες της νεκρής οικογένειας της Πεβάρα, που στέκονταν στο μαρμάρινο πρέκι με τα κυματιστά σκαλίσματα πάνω από το τζάκι. «Είναι κάπως ανασφαλής με τους άντρες. Πιστεύω πως της προκαλούν αμηχανία».

Η Τάρνα ποτέ δεν είχε νιώσει αμηχανία με τους άντρες ή με οτιδήποτε άλλο, πριν τουλάχιστον κατακτήσει το επώμιο, περίπου είκοσι χρόνια πριν. Η Πεβάρα θυμόταν μια μαθητευόμενη που αναπηδούσε με το παραμικρό, αλλά η γαλανή ματιά της ανοιχτόξανθης γυναίκας ήταν πλέον σταθερή σαν πέτρα, κι εξίσου θερμή μ’ έναν βράχο τον χειμώνα. Ακόμα κι έτσι, όμως, κάτι υπήρχε σ’ αυτό το ψυχρό και γεμάτο έπαρση πρόσωπο και στον τρόπο που έσφιγγε τα χείλη της, το οποίο μαρτυρούσε ότι, σήμερα το πρωί τουλάχιστον, ένιωθε ανήσυχη. Η Πεβάρα δεν μπορούσε να φανταστεί καν τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε την Τάρνα Φάιρ να αισθάνεται τόση νευρικότητα.

Η πραγματική ερώτηση, όμως, ήταν γιατί είχε έρθει να τη δει αυτή η γυναίκα. Μια κατ’ ιδίαν επίσκεψη σε Καθήμενη άγγιζε τα όρια της ανάρμοστης συμπεριφοράς, ειδικά σε Κόκκινη. Η Τάρνα εξακολουθούσε να έχει τα διαμερίσματά της εδώ, στον Κόκκινο τομέα, αλλά όσο κρατούσε τη νέα της θέση, δεν νοούνταν ως μέρος του Κόκκινου Άτζα, παρά το πορφυρό κέντημα στο σκούρο γκρίζο φόρεμά της. Η καθυστέρηση της μετακίνησης της στα νέα της διαμερίσματα θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη διακριτικότητας απ’ όσους δεν τη γνώριζαν καλά.

Από τότε που η Σέαν την είχε αναγκάσει να κυνηγήσει το Μαύρο Άτζα, οτιδήποτε ασυνήθιστο έκανε την Πεβάρα επιφυλακτική. Η δε Ελάιντα θεωρούσε έμπιστη την Τάρνα, όπως είχε θεωρήσει και την Γκαλίνα· χρειαζόταν να είναι κανείς εξαιρετικά προσεκτικός απέναντι σε οποιαδήποτε εμπιστευόταν η Ελάιντα. Και μόνο η σκέψη της Γκαλίνα —που το Φως να την καίει στην αιωνιότητα!— έκανε τα δόντια της Πεβάρα να τρίξουν, αλλά υπήρχε και μια δεύτερη διασύνδεση. Η Γκαλίνα είχε ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την Τάρνα ως μαθητευόμενη. Η αλήθεια ήταν ότι η Γκαλίνα έδειχνε ενδιαφέρον για οποιαδήποτε μαθητευόμενη ή Αποδεχθείσα θεωρούσε πως μπορεί να μπει στις τάξεις των Κόκκινων, αλλά αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για να είναι κανείς επιφυλακτικός.

Φυσικά, ούτε η Πεβάρα άφησε να εξωτερικευτεί κάτι στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Ήταν πολύ καιρό Άες Σεντάι κι είχε μάθει να συγκρατείται. Χαμογελώντας, άπλωσε το χέρι της να πιάσει την ασημένια κανάτα με τον μακρύ λαιμό, ακουμπισμένη πάνω στον δίσκο, που ανέδιδε τη γλυκιά οσμή των αρωματικών. «Να σου προσφέρω κρασί, Τάρνα, για να γιορτάσουμε την προαγωγή σου;»

Κρατώντας τις ασημένιες κούπες, οι δύο γυναίκες κάθισαν στις πολυθρόνες με τα σπειροειδή σχήματα, ένα στυλ που ήταν πια εκτός μόδας στο Κάντορ εδώ κι εκατό χρόνια, αλλά άρεσε στην Πεβάρα. Δεν έβλεπε για ποιο λόγο έπρεπε να αλλάξει την επίπλωσή της ή οτιδήποτε άλλο ανάλογα με τα καπρίτσια της στιγμής. Τα καθίσματα την είχαν υπηρετήσει πιστά από τότε που φτιάχτηκαν, και με την προσθήκη λίγων μαξιλαριών, γίνονταν πολύ άνετα. Η Τάρνα, ωστόσο, παρέμεινε κορδωμένη στην άκρη του καθίσματός της. Κανείς δεν θα τολμούσε να την αποκαλέσει νωθρή, αλλά σίγουρα ήταν κάπως ανήσυχη.

«Δεν είμαι βέβαιη κατά πόσον αρμόζουν τα συγχαρητήρια·», είπε, ψηλαφώντας το στενό κόκκινο επώμιο που ήταν περασμένο στον λαιμό της. Η ακριβής απόχρωση ήταν κάπως αόριστη, αν κι όποιος το έβλεπε, θα αποκαλούσε το χρώμα κόκκινο. Η γυναίκα είχε διαλέξει ένα λαμπερό πορφυρό, που σχεδόν ακτινοβολούσε. «Η Ελάιντα επέμενε, οπότε μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ. Πολλά άλλαξαν από τότε που έφυγα από τον Πύργο, τόσο μέσα, όσο κι έξω. Η Αλβιάριν, είχε-δεν είχε, έκανε τους πάντες επιφυλακτικούς απέναντι στην... Τηρήτρια. Θαρρώ πως όλο και κάποιος θα θέλει να τη μαστιγώσει μόλις επιστρέψει. Η δε Ελάιντα...» Έκανε μια παύση να πιει μια γουλιά, αλλά όταν χαμήλωσε την κούπα, άλλαξε θέμα. «Ακούω συχνά να σε αποκαλούν αντισυμβατική. Άκουσα, μάλιστα, πως είπες κάποτε ότι θα ήθελες να έχεις Πρόμαχο».

«Με έχουν αποκαλέσει και κάτι χειρότερο από αντισυμβατική», απάντησε ξερά η Πεβάρα. Σκόπευε, άραγε, να πει κάτι σχετικό με την Ελάιντα; Ακουγόταν λες και, δεδομένων των επιθυμιών της, είχε αρνηθεί το επιτραχήλιο της Τηρήτριας. Περίεργο. Η Τάρνα δεν ήταν ούτε ντροπαλή, ούτε ζαρωμένη από φόβο. Η σιωπή ίσως ήταν προτιμότερη, ειδικά στο θέμα των Προμάχων. Αν αυτό αποτελούσε γενικό κουτσομπολιό, σήμαινε ότι μιλούσε πολύ. Από την άλλη, αν παρέμενε κάμποση ώρα σιωπηλή, η άλλη γυναίκα θα μιλούσε μόνο και μόνο για να καλύψει τη σιωπή. Μπορούσες να μάθεις πολλά από τη σιωπή. Ρούφηξε αργά μια γουλιά κρασί, το οποίο περιείχε πολύ μέλι για τα γούστα της κι ελάχιστη πιπερόριζα.

Εξακολουθώντας να έχει άκαμπτη στάση, η Τάρνα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το τζάκι, όπου έμεινε ακίνητη, κοιτώντας τις μινιατούρες που στέκονταν πάνω στα άσπρα βερνικωμένα στηρίγματά τους. Ανασήκωσε το χέρι της για να αγγίξει ένα από τα φιλντισένια οβάλ, κι η Πεβάρα αισθάνθηκε τους ώμους της να σφίγγονται παρά τη θέλησή της. Ο Τζοργκ, ο νεότερος αδελφός της, ήταν μονάχα δώδεκα χρόνων όταν πέθανε ή, για την ακρίβεια, όταν πέθαναν όλοι όσοι απεικονίζονταν στις μινιατούρες, σε μια εξέγερση των Σκοτεινόφιλων. Δεν ήταν από τις οικογένειες που μπορούσαν να αγοράσουν φιλντισένια αγαλματάκια, αλλά μια κι η Πεβάρα είχε κάποια χρήματα στην άκρη, βρήκε έναν ζωγράφο που κατάφερε να απεικονίσει τις μνήμες της. Ο Τζοργκ ήταν όμορφο αγόρι, ψηλός για τα χρόνια του κι άφοβος. Η Πεβάρα έμαθε με ποιον τρόπο είχε πεθάνει αρκετό καιρό μετά τα γεγονότα. Μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι, πάνω από το πτώμα του πατέρα του και προσπαθώντας να απομακρύνει τον όχλο από τη μητέρα τους. Πόσα χρόνια είχαν περάσει... Βέβαια, όπως και να έχει, λογικά θα ήταν όλοι πεθαμένοι από καιρό, κι αυτοί και τα παιδιά των παιδιών τους, αλλά κάποια μίση δεν σβήνουν ποτέ.

«Άκουσα πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι τα’βίρεν», είπε τελικά η Τάρνα, εξακολουθώντας να κοιτά την εικόνα του Τζοργκ. «Πιστεύεις πως μπορεί να αλλοιώσει τις συγκυρίες ή μήπως εμείς οι ίδιοι αλλάζουμε το μέλλον από μόνοι μας, με αλληλοδιαδοχικά βήματα, μέχρι να βρεθούμε κάπου που δεν περιμέναμε;»

«Τι ακριβώς εννοείς;» ρώτησε η Πεβάρα, κάπως πιο κοφτά απ’ όσο θα ήθελε. Δεν της άρεσε καθόλου που η Τάρνα κοιτούσε τόσο έντονα την εικόνα του αδελφού της ενώ ταυτόχρονα μιλούσε για έναν άντρα ικανό να διαβιβάσει, κι ας επρόκειτο για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δάγκωσε τα χείλη της, ίσα-ίσα για να μην πει στην Τάρνα να γυρίσει και να την κοιτάξει στα μάτια. Άλλο να διαβάζεις την έκφραση κάποιου κι άλλο την πλάτη του.

«Δεν περίμενα ιδιαίτερες δυσκολίες στο Σαλιντάρ. Ούτε μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, αν κι αυτό που βρήκα...» Κούνησε το κεφάλι της ή μήπως απλώς άλλαξε τη γωνία από την οποία κοιτούσε τη μινιατούρα; Μίλησε αργά, αλλά ένα υπόγειο ρεύμα αναμνήσεων την έκανε να ακούγεται βιαστική. «Άφησα μια εκπαιδεύτρια περιστεριών σε απόσταση μίας μέρας έξω από το χωριό, αλλά μου πήρε λιγότερο από μισή μέρα να επιστρέψω, κι αφού ελευθέρωσα τα περιστέρια με αντίγραφα των αναφορών μου, ήμουν τόσο πιεστική, που αναγκάστηκα να αποπληρώσω τη γυναίκα γιατί δεν άντεχε άλλο. Ούτε που θυμάμαι πόσα άλογα χρησιμοποίησα. Υπήρχαν φορές που το ζώο ήταν τόσο εξαντλημένο, που αναγκαζόμουν να δείξω το δαχτυλίδι μου σε κάποιον σταβλίτη για να το βάλει στον στάβλο, άσε που καμιά φορά έδινα και φιλοδώρημα. Κι επειδή ακριβώς βιάστηκα τόσο πολύ, έτυχε κι έφθασα σ’ ένα χωριό στο Μουράντυ τη στιγμή που βρισκόταν εκεί μια... ομάδα στρατολόγησης. Αν δεν είχα φοβηθεί τόσο πολύ για τον Πύργο με όσα είδα στο Σαλιντάρ, θα πήγαινα «καβάλα μέχρι το Έμπου Νταρ, θα έπαιρνα το πλοίο για το Ίλιαν κι από κει θα ανηφόριζα το ποτάμι, αλλά η σκέψη να κατευθυνθώ νότια αντί για βόρεια και να περιμένω κάποιο σκάφος μ’ έκανε να τρέξω σαν βέλος προς την Ταρ Βάλον. Έτσι, βρέθηκα σ’ εκείνο το χωριό και τους είδα».

«Ποιους, Τάρνα;»

«Τους Άσα’μαν». Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια της ήταν γαλάζιος πάγος, αλλά το βλέμμα της εξακολουθούσε να είναι σταθερό. Κρατούσε την κούπα και με τα δύο χέρια, λες και προσπαθούσε να απορροφήσει τη ζεστασιά της. «Φυσικά, δεν ήξερα τι ήταν, αλλά προφανώς στρατολογούσαν κόσμο για να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι έκρινα ως συνετότερο να ακούσω πριν μιλήσω. Καλύτερο για μένα, δηλαδή. Υπήρχαν έξι από δαύτους, Πεβάρα, έξι άντρες με μαύρα πανωφόρια. Δύο, με ασημένια ξίφη στα πέτα, ξεψάχνιζαν διάφορους άντρες για το αν θα τους άρεσε να μάθουν να διαβιβάζουν. Βέβαια, δεν το έλεγαν ευθέως. Πώς να χειρίζεσαι τις αστραπές, έτσι το έλεγαν. Να χειρίζεσαι τις αστραπές και να καβαλάς τη βροντή. Κατάλαβα αμέσως όμως τι εννοούσαν, και μάλλον θα κατάλαβαν κι οι ανόητοι στους οποίους απευθύνονταν».

«Ναι, ήταν έξυπνη κίνηση να παραμείνεις σιωπηλή», είπε σιγανά η Πεβάρα. «Έξι άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης αποτελούν κάτι παραπάνω από απλό κίνδυνο για μια αδελφή. Οι κατάσκοποι μας μιλούν συνεχώς γι’ αυτές τις ομάδες στρατολόγησης που έχουν εμφανιστεί παντού, από τη Σαλδαία έως το Δάκρυ, αλλά κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει πώς να τους σταματήσει. Αν, δηλαδή, δεν είναι ήδη αργά για κάτι τέτοιο». Δάγκωσε ξανά τα χείλη της. Το πρόβλημα όταν μιλάς είναι ότι μπορεί να σου ξεφύγουν κάποια πράγματα που δεν θα ήθελες.

Παραδόξως, το συγκεκριμένο σχόλιο έκανε την Τάρνα να χάσει κάτι από την ακαμψία της. Έκατσε ξανά στη θέση της κι έγειρε πίσω, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να υπάρχει μια υποψία επιφυλακτικότητας στους τρόπους της. Διάλεξε προσεκτικά τα λόγια της, κάνοντας παύσεις για να αγγίξει με τα χείλη της το κρασί, αν κι, απ’ όσο πρόσεξε η Πεβάρα, δεν ήπιε καθόλου. «Είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου πάνω στο ποταμόπλοιο που κατευθυνόταν βόρεια, ειδικά αν σκεφτείς ότι εκείνος ο ηλίθιος, ο καπετάνιος, μας έβγαλε τόσο άτσαλα στην ξηρά, που έσπασε ένα κατάρτι κι άνοιξε τρύπα στο σκαρί. Ξεμείναμε στην ακτή και πέρασαν κάμποσες μέρες μέχρι να βρεθεί άλλο πλοίο, κι άλλες τόσες μέχρι να καταφέρω να βρω άλογο. Τελικά, έξι από αυτούς τους άντρες που είχαν σταλεί σε ένα χωριό κατάφεραν και με έπεισαν. Α, ναι, έπεισαν κι όλη τη γύρω περιοχή, αν κι ήταν κάπως αραιοκατοικημένη. Θαρρώ πως... είναι μάλλον αργά».

«Η Ελάιντα πιστεύει πως όλοι αυτοί μπορούν να ειρηνευτούν», είπε κάπως διφορούμενα η Πεβάρα. Ήδη είχε εκτεθεί αρκετά.

«Πώς θα γίνει αυτό, όταν μπορούν να στείλουν έξι άντρες σ’ ένα μικρό χωριό κι έχουν τη δυνατότητα του Ταξιδέματος; Απ’ όσο μπορώ να δω, μόνο μία απάντηση υπάρχει. Μπορούμε να...» Η Τάρνα πήρε μια βαθιά ανάσα, ψηλαφώντας ξανά το επώμιο με το ζωηρό κόκκινο χρώμα, αλλά τώρα έδινε την εντύπωση πως ήταν θλιμμένη κι όχι πως προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. «Οι Κόκκινες αδελφές πρέπει να τους δεσμεύσουν ως Προμάχους, Πεβάρα».

Ήταν τόσο απότομο αυτό που είπε, που η Πεβάρα βλεφάρισε. Αν διέθετε λιγότερη αυτοκυριαρχία, θα είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. «Μιλάς σοβαρά;»

Τα γαλάζια μάτια στυλώθηκαν επάνω της. Τα χειρότερα είχαν περάσει —καθότι είχε λεχθεί το αδιανόητο— κι η Τάρνα είχε μεταβληθεί ξανά σε γυναίκα από πέτρα. «Δεν νομίζω πως είναι ώρα για αστεία. Η άλλη επιλογή είναι να τους αφήσουμε να κάνουν ό,τι θέλουν. Ποιες άλλες μπορούν να τα καταφέρουν; Οι Κόκκινες αδελφές έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν άντρες σαν αυτούς, κι είναι έτοιμες να πάρουν το απαραίτητο ρίσκο. Όλες οι άλλες θα έκαναν πίσω. Κάθε αδελφή θα χρειαστεί να δεσμεύσει περισσότερους από έναν, κι οι Πράσινες φαίνεται πως δεν έχουν πρόβλημα με κάτι τέτοιο, αν και νομίζω πως θα έπεφταν ξερές αν τους το προτείναμε. Εμείς... οι Κόκκινες αδελφές... θα κάνουμε αυτό που πρέπει».

«Το συζήτησες αυτό με την Ελάιντα;» ρώτησε η Πεβάρα κι η Τάρνα κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονα.

«Η Ελάιντα πιστεύει αυτό που είπες, και...» Η ξανθομάλλα γυναίκα κοίταξε συνοφρυωμένη την κούπα με το κρασί της πριν συνεχίσει. «Συχνά, πιστεύει όσα θέλει να πιστεύει, και βλέπει μόνο όσα επιθυμεί η ίδια να δει. Προσπάθησα να ανακινήσω το ζήτημα των Άσα’μαν από την πρώτη κιόλας μέρα που επέστρεψα. Δεν ανέφερα καν το θέμα της δέσμευσης. Όχι σ’ εκείνη, τουλάχιστον. Δεν είμαι τόσο τρελή. Μου απαγόρευσε να ξαναμιλήσω γι’ αυτό το θέμα. Εσύ, όμως, είσαι... αντισυμβατική».

«Και πιστεύεις πως μπορούν να ειρηνευτούν αφού πρώτα δεσμευτούν; Δεν έχω ιδέα τι θα πάθαινε η αδελφή που θα ήταν υπεύθυνη αυτού του δεσμού, κι η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να μάθω». Η Πεβάρα συνειδητοποίησε ότι τώρα ήταν αυτή που προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Δεν ήξερε καν πού θα οδηγούσε αυτή η κουβέντα όταν ξεκίνησε, αλλά θα έβαζε στοίχημα πως δεν θα κατέληγε εδώ που κατέληξε.

«Κάτι τέτοιο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το τέλος, αν κι ίσως αποδειχτεί αδύνατον», αποκρίθηκε ψυχρά η άλλη γυναίκα. Ναι, αυτή η γυναίκα ήταν πράγματι φτιαγμένη από πέτρα. «Όπως και να έχει, δεν βλέπω με ποιον άλλον τρόπο μπορούμε να χειριστούμε το θέμα των Άσα’μαν. Οι Κόκκινες αδελφές πρέπει να τους δεσμεύσουν ως Προμάχους. Αν υπάρχει άλλος τρόπος, θα είμαι η πρώτη που θα τον εφαρμόσω, αλλά κάτι πρέπει να γίνει».

Έμεινε ακίνητη, ρουφώντας ήρεμα το κρασί της, και για κάμποση ώρα η Πεβάρα απέμεινε να την κοιτάει σαστισμένη. Απ’ όσα είχε πει η Τάρνα, τίποτα δεν αποδείκνυε ότι δεν ανήκε στο Μαύρο Άτζα, ωστόσο της ήταν αδύνατον να πάψει να εμπιστεύεται κάθε αδελφή που αδυνατούσε να αποδείξει κάτι τέτοιο. Βέβαια, αυτό συνέβαινε όταν συζητούσαν θέματα σχετικά με το Μαύρο Άτζα, προς το παρόν όμως την απασχολούσαν άλλα πράγματα. Ήταν Καθήμενη, όχι κυνηγόσκυλο, και καθήκον της ήταν να σκεφτεί τον Λευκό Πύργο, τις Άες Σεντάι και το μέλλον.

Βυθίζοντας τα δάχτυλά της στο κεντητό πουγκί της ζώνης της, ανέσυρε ένα μικρό κομμάτι χαρτί, τυλιγμένο σε λεπτό κύλινδρο. Της φάνηκε πως λαμπύριζε κι ότι τα γράμματα επάνω του έβγαζαν φλόγες. Μέχρι στιγμής, η ίδια ήταν η μία από τις δύο γυναίκες του Πύργου που γνώριζαν τι ήταν γραμμένο εκεί, αλλά ακόμα και τώρα δίσταζε να το δώσει στην Τάρνα. «Αυτό εδώ κατέφθασε από έναν πράκτορά μας στην Καιρχίν, αλλά εστάλη από την Τοβέιν Γκάζαλ».

Στην αναφορά αυτού του ονόματος, η ματιά της Τάρνα καρφώθηκε στο πρόσωπο της Πεβάρα και κατόπιν το βλέμμα της έπεσε πάνω στο χαρτί. Η πέτρινη έκφραση της δεν άλλαξε ακόμα κι αφού το διάβασε και το τύλιξε ξανά σε κύλινδρο με το χέρι της. «Αυτό δεν αλλάζει τίποτα», είπε ξερά και ψυχρά. «Απλώς κάνει πιο επιτακτικό αυτό που είπα».

«Αντιθέτως», αποκρίθηκε η Πεβάρα αναστενάζοντας. «Αλλάζει τα πάντα. Ολάκερο τον κόσμο».

Загрузка...