17 Μαστικά

Μόλις η Ντελάνα σιγουρεύτηκε ότι τα ζιζάνια που είχε σπείρει έπιασαν τόπο, μουρμούρισε πως ίσως θα ήταν καλύτερο να μην τις δουν να επιστρέφουν μαζί στο στρατόπεδο, και ξεγλίστρησε τσιγκλώντας τη φοράδα της σε γοργό τροχασμό μέσα στο χιόνι, αφήνοντας τους υπόλοιπους να προχωρούν εν μέσω αμήχανης σιωπής, με μόνη εξαίρεση το κριτσάνισμα των οπλών των αλόγων. Οι Πρόμαχοι διατηρούσαν την απόστασή τους πίσω κι οι συνοδοί στρατιώτες είχαν στραμμένη την προσοχή τους στις αγροικίες και στις λόχμες, χωρίς να ρίχνουν ματιά προς τη μεριά των Άες Σεντάι. Οι άντρες, ωστόσο, δεν ήξεραν πότε έπρεπε να κρατήσουν τα στόματά τους κλειστά. Αν έλεγες σ’ έναν άντρα να παραμείνει σιωπηλός, ήταν σαν να του έλεγες να κουτσομπολέψει ακόμα πιο ζωηρά, σε έμπιστους φίλους, βέβαια, λες κι αυτοί με τη σειρά τους δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν οπουδήποτε αλλού. Οι Πρόμαχοι ίσως ήταν διαφορετική περίπτωση —οι Άες Σεντάι επέμεναν μονίμως σε αυτό, όσες διέθεταν Προμάχους— αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι στρατιώτες θα κουτσομπόλευαν τις αδελφές που λογομαχούσαν και θα σχολίαζαν το γεγονός ότι η Ντελάνα είχε φύγει βάζοντάς τους ψύλλους στα αυτιά. Η γυναίκα τα είχε σχεδιάσει όλα με μεγάλη προσοχή. Αν ο σπόρος που είχε σπείρει φύτρωνε, θα ήταν χειρότερος κι από σαπρόφυτα, αλλά η Γκρίζα Καθήμενη ήταν τέλεια προφυλαγμένη απ’ οποιαδήποτε κατηγόρια. Η αλήθεια σχεδόν πάντα έλαμπε στο τέλος, αλλά μέχρι τότε αυτή η αλήθεια ήταν τόσο τυλιγμένη στον μύθο, στις εικασίες, στις φήμες και στα ψέματα, ώστε οι περισσότεροι δεν την πίστευαν.

«Θεωρώ ως δεδομένο ότι δεν χρειάζεται να ρωτήσω αν κάποια από εσάς είχε ακούσει κάτι σχετικό στο παρελθόν». Η Εγκουέν μίλησε με αρκετή άνεση, δήθεν χαζεύοντας το τοπίο καθώς προχωρούσαν, αλλά ικανοποιήθηκε όταν όλες το αρνήθηκαν κατηγορηματικά και με αξιοσημείωτη αγανάκτηση, συμπεριλαμβανομένης της Μπεόνιν, η οποία κάτι πήγε να πει αγριοκοιτάζοντας τη Μόρβριν. Η Εγκουέν τις εμπιστευόταν κατά το δυνατόν —άλλωστε, δεν θα είχαν πάρει όρκους πίστης απέναντι της μη σκοπεύοντας να κρατήσουν τον λόγο τους εκτός αν ανήκαν στο Μαύρο Άτζα, μια ενοχλητική λεπτομέρεια που δικαιολογούσε την επιφύλαξή της— αλλά ακόμα κι οι όρκοι πίστης δεν απέκλειαν την περίπτωση ανθρώπων που έκαναν τα χειρότερα πιστεύοντας ότι τα έκαναν για καλό. Κι όσοι άνθρωποι είχαν εξαναγκαστεί να πάρουν τους σχετικούς όρκους, ήξεραν πολύ καλά πότε μπορούσαν να παρεκτραπούν.

«Το πραγματικό ερώτημα», συνέχισε, «είναι, τι ακριβώς επεδίωκε η Ντελάνα;» Δεν ήταν ανάγκη να εξηγήσει περαιτέρω, όχι σε αυτές τις γυναίκες, αφού καθεμία ήταν πεπειραμένη στο Παιχνίδι των Οίκων. Αν το μόνο που επιθυμούσε η Ντελάνα ήταν να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με την Ελάιντα βγάζοντας έξω την ουρά της, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μιλήσει ιδιαιτέρως στην Εγκουέν. Οι Καθήμενες δεν χρειάζονταν δικαιολογίες για να επισκεφθούν το γραφείο της Άμερλιν. Ή θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τη Χάλιμα, η οποία κοιμόταν σε μια ψάθα στη σκηνή της Εγκουέν, αν κι εκτελούσε χρέη γραμματέως της Ντελάνα. Η Εγκουέν υπέφερε συχνά από πονοκεφάλους και, κάποιες νύχτες, μόνο οι μαλάξεις της Χάλιμα ήταν ικανές να τους καταπραΰνουν ώστε να την πάρει ο ύπνος. Ένα ανώνυμο σημείωμα θα ήταν αρκετό για να την κάνει να παρουσιάσει στην Αίθουσα ένα διάταγμα που θα απαγόρευε τις διαπραγματεύσεις. Ακόμα κι οι πιο εύθικτες και σχολαστικές θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι οι συζητήσεις περί λήξης του πολέμου είχαν άρωμα πολέμου. Ήταν ολοφάνερο, όμως, ότι η Ντελάνα ήθελε να το μάθουν κι η Σέριαμ κι οι υπόλοιπες. Οι διαδόσεις της δεν ήταν παρά ένα βέλος που στόχευε αλλού.

«Σύγκρουση ανάμεσα στις επικεφαλής των Άτζα και στις Καθήμενες», είπε η Καρλίνυα παγερά σαν το χιόνι. «Ίσως και σύγκρουση μεταξύ των ίδιων των Άτζα». Σιάζοντας χαλαρά τον μανδύα της με τα λευκά περίτεχνα κεντίδια στο λευκό ύφασμα και την κατάμαυρη γούνα, θα μπορούσε κάλλιστα να συζητάει για την τιμή μιας κουβαρίστρας. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί θα ήθελε κάτι τέτοιο, αλλά τα αποτελέσματα θα ήταν δεδομένα, εκτός κι αν είμαστε προσεκτικές χωρίς να το αντιληφθεί ή να έχει κανέναν λόγο να το πιστέψει, οπότε λογικά στοχεύει σε ένα από τα δύο».

«Η πρώτη απάντηση που σου έρχεται στο μυαλό δεν είναι πάντα η σωστή, Καρλίνυα», είπε η Μόρβριν. «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Ντελάνα μελέτησε τόσο προσεκτικά τις κινήσεις της όσο εσύ, ή ότι σκέφτηκε παρόμοια μ’ εμάς». Η εύσωμη Καφετιά αδελφή πίστευε πιότερο στην κοινή λογική παρά στη λογική —έτσι έλεγε, τουλάχιστον— αλλά, στην πραγματικότητα, το μόνο που έκανε ήταν να τις συγχέει· αυτός ο συνδυασμός την έκανε πολύ ξεροκέφαλη και καχύποπτη στις γρήγορες κι εύκολες απαντήσεις, κάτι όχι ιδιαίτερα κακό. «Η Ντελάνα ίσως προσπαθεί να πείσει μερικές Καθήμενες σχετικά με κάποιο ζήτημα που είναι σημαντικό για την ίδια. Ίσως, έτσι, ευελπιστεί ν’ αναγκάσει την Ελάιντα να δηλώσει ότι ανήκει στο Μαύρο Άτζα. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, όμως, μπορεί να αποσκοπεί σε κάτι που δεν υποψιαζόμαστε καν. Οι Καθήμενες μπορούν να γίνουν μικρόψυχες, όπως κάθε άνθρωπος. Απ’ όσο ξέρουμε, ίσως τρέφει μνησικακία απέναντι σε κάποια που κατονόμασε, η οποία ξεκίνησε από την εποχή που η ίδια ήταν μαθητευόμενη και τη δίδασκαν. Καλύτερα να στρέψουμε την προσοχή μας στο ενδεχόμενο αποτέλεσμα, παρά ν’ ανησυχούμε για την αιτία, μέχρι τουλάχιστον να μάθουμε περισσότερα». Ο τόνος της φωνής της ήταν ήρεμος, όπως και το πλατύ πρόσωπό της, αλλά η ψυχρή αταραξία της Καρλίνυα άλλαξε ανεπαίσθητα προς στιγμήν σε παγερή καταφρόνια. Ο ορθολογισμός της δεν άφηνε περιθώρια στην ανθρώπινη ματαιοδοξία. Ή σε οποιονδήποτε διαφωνούσε μαζί της.

Η Ανάγια γέλασε μ’ έναν ήχο που θύμιζε μητρική ευθυμία, αναγκάζοντας τη φοράδα της να αναπηδήσει μερικά βήματα πριν της τραβήξει τα γκέμια για να βαδίσει κανονικά. Μια αγρότισσα όλο μητρότητα, που διασκέδαζε με τους παλιάτσους του χωριού. Μερικές αδελφές ήταν αρκετά ανόητες ώστε να την αποπέμψουν με ευκολία. «Μην κατσουφιάζεις, Καρλίνυα. Πιθανότατα, έχεις δίκιο. Όχι, Μόρβριν, μάλλον έχει δίκιο. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω πως μπορούμε να συνθλίψουμε τις όποιες ελπίδες της για διχόνοια». Αυτό δεν ακούστηκε διόλου εύθυμο. Καμία Γαλάζια αδελφή δεν ευθυμούσε με κάτι που θα μπορούσε να εμποδίσει την πτώση της Ελάιντα.

Η Μυρέλ ένευσε κοφτά ότι συμφωνούσε, αλλά την επόμενη στιγμή ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της, όταν η Νισάο είπε: «Έχεις τη δυνατότητα να το σταματήσεις, Μητέρα;» Η μικροκαμωμένη Κίτρινη δεν μιλούσε συχνά. «Δεν εννοώ αυτό που πάει να κάνει η Ντελάνα. Αν, δηλαδή, καταλήξουμε στο περί τίνος πρόκειται», πρόσθεσε βιαστικά, κάνοντας μια χειρονομία προς το μέρος της Μόρβριν, η οποία είχε ξανανοίξει το στόμα της για να μιλήσει. Η Νισάο φάνταζε σαν παιδούλα δίπλα στις άλλες γυναίκες, αλλά η χειρονομία της είχε κάτι το απόλυτο. Ήταν Κίτρινη, εξάλλου, με όλη την αυτοπεποίθηση που συνεπαγόταν κάτι τέτοιο, κι απρόθυμη να υποχωρήσει προς χάριν οποιουδήποτε τις περισσότερες φορές. «Εννοώ το κουβεντολόι για τις διαπραγματεύσεις με τις Καθήμενες του Πύργου».

Για μια στιγμή, όλες απέμειναν να την κοιτάζουν χάσκοντας, ακόμα κι η Μπεόνιν.

«Και γιατί θα θέλαμε να επιτρέψουμε κάτι τέτοιο;» ρώτησε τελικά η Ανάγια· φωνή της ακουγόταν επικίνδυνη. «Δεν κάναμε τόσο δρόμο για ένα κουβεντολόι με την Ελάιντα». Ήταν μια αγρότισσα μ’ έναν μπαλτά κρυμμένο πίσω από την πλάτη της, και πανέτοιμη να τον χρησιμοποιήσει.

Η Νισάο τη λοξοκοίταξε και ρουθούνισε περιφρονητικά. «Δεν είπα ότι αυτό θέλουμε. Ρώτησα αν είμαστε αρκετά τολμηρές για να το σταματήσουμε».

«Δεν βλέπω καμία διαφορά». Η φωνή της Σέριαμ ήταν παγερή και το πρόσωπό της ωχρό. Από θυμό, σκέφτηκε η Εγκουέν, αλλά μπορεί κι από φόβο.

«Σκέψου για λίγο, τότε, και μπορεί να τη δεις», απάντησε με σκληρή φωνή η Νισάο. Σκληρή όσο η λάμα ενός μαχαιριού, κι εξίσου αιχμηρή. «Προς το παρόν, οι συζητήσεις περί διαπραγματεύσεων περιορίζονται σε πέντε Καθήμενες, και μάλιστα εντελώς αθόρυβα, αλλά για πόσο θα είναι έτσι; Από τη στιγμή που θ’ αρχίσει να διαδίδεται ότι προτάθηκαν κάποια θέματα κι απορρίφθηκαν, η απόγνωση δεν απέχει πολύ. Λοιπόν, ακούστε με! Όλες μας βράζουμε από θυμό για να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά να που καθόμαστε εδώ, ατενίζοντας τα τείχη της Ταρ Βάλον ενώ την ίδια στιγμή η Ελάιντα βρίσκεται στον Πύργο. Είμαστε εδώ σχεδόν δύο βδομάδες και, απ’ όσο βλέπω, ίσως παραμείνουμε άλλα δύο χρόνια. Ή ακόμα κι είκοσι. Όσο καθόμαστε εδώ άπραγες, τόσο θα πληθαίνουν οι αδελφές που θα δικαιολογούν τα εγκλήματα της Ελάιντα. Θα αρχίσουν να σκέφτονται όλο και περισσότερο ότι εμείς πρέπει να αποκαταστήσουμε τον Πύργο, ανεξαρτήτως τιμήματος. Θέλετε να περιμένετε μέχρις ότου οι αδελφές αρχίσουν να συντάσσονται ξανά υπέρ της Ελάιντα μία προς μία; Αδυνατώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάθεται στην όχθη και να αψηφά αυτή τη γυναίκα μόνο μαζί με το Γαλάζιο Άτζα κι εσάς τις υπόλοιπες. Οι διαπραγματεύσεις, αν μη τι άλλο, θα κάνουν τους πάντες να καταλάβουν ότι κάτι συμβαίνει».

«Καμία δεν πρόκειται να επιστρέψει στην Ελάιντα», διαμαρτυρήθηκε η Ανάγια μετακινούμενη στη σέλα της, έχοντας όμως ένα συνοφρύωμα ανησυχίας χαραγμένο στο πρόσωπό της· ακούστηκε σαν να έβλεπε ήδη την εξέλιξη. Ο Πύργος είλκυε κάθε Άες Σεντάι. Ακόμα κι οι Μαύρες αδελφές, πιθανόν, λαχταρούσαν την επανένωση του Πύργου, ο οποίος στεκόταν εκεί, σε απόσταση λίγων μιλίων, φαντάζοντας όμως απρόσιτος.

«Με τις συζητήσεις θα κερδίσουμε χρόνο, Μητέρα», είπε η Μόρβριν διστακτικά, ενώ καμία από τις γυναίκες δεν θα μπορούσε να ακουστεί πιο απρόθυμη. Η βλοσυρή έκφρασή της είχε κάτι το στοχαστικό αλλά διόλου ευχάριστο. «Λίγες βδομάδες ακόμα, κι ο Άρχοντας Γκάρεθ ίσως κατορθώσει να εξασφαλίσει τα πλοία με τα οποία θα μπλοκάρει το λιμάνι, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα να αλλάξουν τα πάντα προς όφελός μας. Δίχως τρόπο να μπουν τα τρόφιμα ή να βγουν τα πεινασμένα στόματα, η πόλη θα λιμοκτονήσει μέσα σ’ έναν μήνα».

Η Εγκουέν κατέβαλλε προσπάθεια για να διατηρεί γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό της. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε ελπίδα για πλοία που θα μπλόκαραν το λιμάνι, αν και καμιά τους δεν το γνώριζε. Ο Γκάρεθ, ωστόσο, της το είχε ξεκαθαρίσει αρκετό καιρό πριν φύγουν από το Μουράντυ. Σε γενικές γραμμές, είχε την προσδοκία να αγοράσει πλοιάρια όσο προχωρούσαν βόρεια, παράλληλα με τον Ερινίν, χρησιμοποιώντας τα για μεταφορά προμηθειών μέχρι να φτάσουν στην Ταρ Βάλον, κι έπειτα να τα βυθίσει στα στόμια του λιμανιού. Κάνοντας χρήση των πυλών για να φτάσουν στην Ταρ Βάλον όμως, το συγκεκριμένο σχέδιο είχε πάρει τέλος με περισσότερους από έναν τρόπους. Η είδηση της πολιορκίας είχε ξεχυθεί από την πόλη με τα πρώτα καράβια που άνοιξαν πανιά μετά την άφιξη του στρατού, και τώρα, τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο, απ’ όσο τον πληροφορούσαν οι καβαλάρηδες που είχε στείλει, οι καπετάνιοι έκαναν δουλειές με τους στεριανούς μέσω βαρκών, από αγκυροβόλια που είχαν στήσει στο ποτάμι. Κανένας καπετάνιος δεν διακινδύνευε την κατάσχεση του καραβιού του. Ο Γκάρεθ έδινε αναφορά μόνο στην ίδια, ενώ οι αξιωματικοί του μόνο σ’ αυτόν, αλλά ακόμα και με ελάχιστους στρατιώτες να μιλούσε, οι αδελφές θα το μάθαιναν αμέσως.

Ευτυχώς, ακόμα κι οι αδελφές που έψαχναν Προμάχους σπάνια μιλούσαν με στρατιώτες. Γενικώς, θεωρούνταν κλεφτρόνια κι αγράμματοι, που πλένονταν μόνο τυχαία, όταν έπρεπε να διασχίζουν κάποιο ρέμα. Σίγουρα δεν ήταν το είδος των αντρών που θα συναναστρέφονταν οι αδελφές, εκτός αν ήταν υποχρεωμένες. Αυτό το γεγονός έκανε ευκολότερη τη διατήρηση των μυστικών και μερικά μυστικά ήταν πολύ σημαντικά. Συμπεριλαμβανομένων κάποιων που δεν θα τα αποκάλυπτες ούτε σε όσους είναι, φαινομενικά, με το μέρος σου. Η Εγκουέν δεν θυμόταν να σκεφτόταν έτσι στο παρελθόν, αλλά αυτό ήταν μέρος της ψυχολογίας της κόρης του πανδοχέα, κάτι που είχε δεσμευτεί να αφήσει πίσω της οριστικά κι αμετάκλητα. Αυτός εδώ ήταν ένας άλλος κόσμος, με εντελώς διαφορετικούς κανόνες από εκείνους που ίσχυαν στο Πεδίο του Έμοντ. Εκεί, μια λάθος κίνηση σήμαινε ότι θα λογοδοτούσε στον Κύκλο των Γυναικών. Εδώ, μια λάθος κίνηση σήμαινε θάνατο ή κάτι ακόμα χειρότερο, κι όχι μόνο για την ίδια.

«Οι Καθήμενες που έχουν παραμείνει στον Πύργο θα πρέπει να είναι πρόθυμες να συζητήσουν», επενέβη η Καρλίνυα αναστενάζοντας. «Πρέπει να μάθουν ότι, όσο περισσότερο διαρκεί η πολιορκία, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες του Άρχοντα Γκάρεθ να βρει τα πλοία του. Βέβαια, δεν έχω ιδέα για πόσο καιρό θα συνεχίζουν τις συζητήσεις όταν συνειδητοποιήσουν ότι δεν σκοπεύουμε να παραδοθούμε».

«Η Ελάιντα θα επιμείνει σ’ αυτό», μουρμούρισε η Μυρέλ, αν και δεν φάνηκε να διαφωνεί, απλώς μονολογούσε. Η Σέριαμ αναρρίγησε και τράβηξε τον μανδύα πιο σφικτά στο κορμί της, λες κι είχε αφήσει την παγωνιά να την αγγίξει.

Μονάχα η Μπεόνιν έμοιαζε χαρούμενη, έτσι όπως καθόταν ανυπόμονη και στητή στη σέλα της, με τα σκούρα μελένια μαλλιά της να πλαισιώνουν ένα πλατύ χαμόγελο που διαγραφόταν μέσα από την κουκούλα της. Ωστόσο, δεν πίεζε κανέναν με τις απόψεις της. Ήταν πολύ καλή στις διαπραγματεύσεις, έτσι έλεγαν όλοι, και γνώριζε πότε έπρεπε να περιμένει.

«Είπα ήδη ότι μπορείς να ξεκινήσεις», είπε η Εγκουέν. Δεν εννοούσε κάτι παραπάνω από μια απλή επίπληξη, αλλά αν επρόκειτο να ζεις με βάση τους Τρεις Όρκους, θα έπρεπε να παραμείνεις πιστή σε όσα είπες. Ανυπομονούσε να κρατήσει τη Ράβδο των Όρκων. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα τότε... «Απλώς, να είσαι πολύ προσεκτική σε όσα λες. Εκτός κι αν πιστέψουν όχι όλες βγάλαμε φτερά και πετάξαμε έως εδώ, λογικά θα υποψιαστούν πως ανακαλύψαμε ξανά το Ταξίδεμα, αν και δεν θα είναι σίγουρες μέχρι κάποιος να το επιβεβαιώσει. Μας συμφέρει να έχουν αυτή την αβεβαιότητα. Είναι ένα μυστικό που πρέπει να το κρατήσεις καλά φυλαγμένο, όσο και το μυστικό των ερευνών μας στον Πύργο».

Η Μυρέλ κι η Ανάγια αναπήδησαν με αυτά τα λόγια, η δε Καρλίνυα άρχισε να κοιτάει τριγύρω σαν να φοβόταν κάτι, αν κι ούτε οι Πρόμαχοι ούτε οι στρατιώτες βρίσκονταν σε απόσταση ακοής, εκτός αν κάποια από τις γυναίκες μιλούσε φωναχτά. Η Μόρβριν πήρε ακόμα πιο ξινισμένη έκφραση. Ακόμα κι η Νισάο έμοιαζε κάπως άρρωστη, παρ’ ότι δεν είχε συμμετάσχει στην απόφαση να σταλούν μυστικά αδελφές στον Πύργο, για να απαντήσουν, υποτίθεται, στο κάλεσμα της Ελάιντα. Η Αίθουσα θα χαιρόταν πολύ αν μάθαινε ότι δέκα αδελφές βρίσκονταν στον Πύργο προσπαθώντας να υπονομεύσουν όπως μπορούσαν την Ελάιντα, έστω κι αν η προσπάθεια αυτή δεν ήταν επιτυχής έως τώρα, οι Καθήμενες όμως κάθε άλλο παρά ευχαριστημένες θα ήταν, συνειδητοποιώντας ότι τους το είχαν κρατήσει μυστικό επειδή οι γυναίκες αυτές πίστευαν πως κάποιες από τις Καθήμενες μπορεί να ανήκαν στο Μαύρο Άτζα. Πιο πιθανό ήταν για τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες να αποκαλύψουν τους όρκους τους στην Εγκουέν, παρά αυτό. Έτσι κι αλλιώς, το αποτέλεσμα για τις ίδιες δεν θα διέφερε ιδιαίτερα. Η Αίθουσα δεν είχε δώσει ακόμα καμία διαταγή περί μαστιγώματος, αλλά έτσι όπως εκνευρίζονταν οι περισσότερες Καθήμενες επειδή η Εγκουέν είχε τον πλήρη έλεγχο του πολέμου, δεν θα ήταν έκπληξη αν άρπαζαν την ευκαιρία να δείξουν ότι εξακολουθούσαν να ασκούν κάποια εξουσία εκφράζοντας, ταυτόχρονα, με άσχημο τρόπο τη δυσαρέσκειά τους.

Η Μπεόνιν ήταν, προφανώς, η μόνη που είχε εναντιωθεί σ’ εκείνη την απόφαση —τουλάχιστον, μέχρις ότου έγινε φανερό ότι οι υπόλοιπες θα την έκαναν οπωσδήποτε πράξη— αλλά πήρε κι αυτή μια βαθιά ανάσα, αναρριγώντας επίσης, κι έκλεισε σφικτά τα μάτια της. Στην περίπτωσή της, η ξαφνική συνειδητοποίηση αυτού που είχε αναλάβει μπορεί να έπαιζε σημαντικό ρόλο. Το να βρει κάποια στον Πύργο πρόθυμη να μιλήσει ίσως αποδεικνυόταν αποθαρρυντικό. Οι κατάσκοποι στο εσωτερικό της Ταρ Βάλον μόνο διαδόσεις μπορούσαν να αναφέρουν σχετικά με τα γεγονότα στα ενδότερα του Πύργου· τα μαντάτα του ίδιου του Πύργου έρχονταν με το σταγονόμετρο, κυρίως από αδελφές που επιχειρούσαν να μπουν στον Τελ’αράν’ριοντ για να πιάσουν φευγαλέες εικόνες των αντανακλάσεων του κόσμου της εγρήγορσης, αλλά κάθε εισερχόμενη πληροφορία αποκάλυπτε ότι η Ελάιντα κυβερνούσε εκδίδοντας διατάγματα σύμφωνα με τα καπρίτσια της, ενώ ακόμα κι η Αίθουσα δεν τολμούσε να της αντιταχθεί. Το πρόσωπο της Μπεόνιν πήρε μια σταχτιά απόχρωση, μέχρι που άρχισε να φαίνεται πιο αρρωστημένο από αυτό της Νισάο. Η Ανάγια κι οι υπόλοιπες είχαν καταβληθεί από μια θανάσιμη βλοσυρότητα.

Ένα κύμα κατήφειας συνεπήρε την Εγκουέν. Αυτές οι γυναίκες ήταν οι ισχυρότερες που μπορούσε να παρατάξει απέναντι στην Ελάιντα, κι αυτό ίσχυε ακόμα και για την αδύναμη Μπεόνιν, η οποία πάντα προτιμούσε να μιλάει παρά να πράττει. Τέλος πάντων, οι Γκρίζες ξεχώριζαν, επειδή πίστευαν ότι όλα μπορούσαν να λυθούν μέσω του διαλόγου. Ας δοκίμαζαν κάτι τέτοιο μ’ έναν Τρόλοκ καμιά φορά, ή με κανέναν ληστή στον δρόμο, και θα έβλεπαν! Χωρίς τη Σέριαμ και τις υπόλοιπες, η αντίσταση στην Ελάιντα θα διαλυόταν πριν καλά-καλά δημιουργηθεί. Από μια άποψη, αυτό κόντεψε να γίνει. Η Ελάιντα, ωστόσο, παρέμενε βολεμένη στον Πύργο, όπως πάντα, κι έπειτα από όλα όσα είχαν περάσει κι όσα είχαν κάνει, φαίνεται πως ακόμα κι η Ανάγια θεωρούσε ότι τα πάντα θα κατέληγαν σε καταστροφή.

Όχι! Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Εγκουέν ίσιωσε τους ώμους της κι έμεινε στητή πάνω στη σέλα. Αυτή ήταν η νόμιμη Άμερλιν, άσχετα από το τι πίστευε η Αίθουσα όταν την εξέλεξε, και καθήκον της ήταν να διατηρήσει ζωντανή την αντίσταση στην Ελάιντα, ώστε να έχει ο Πύργος ελπίδες γιατρειάς. Ακόμα κι αν αυτό απαιτούσε να προσποιηθεί διαπραγματεύσεις, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που μια Άες Σεντάι υποκρινόταν πως στοχεύει κάτι για να πετύχει κάτι άλλο. Έπρεπε να κάνει οτιδήποτε ήταν απαραίτητο για να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση και να ανατρέψει την Ελάιντα. Οτιδήποτε ήταν απαραίτητο.

«Παράτεινε τις συνομιλίες όσο μπορείς», είπε στην Μπεόνιν. «Μπορείς να συζητήσεις οτιδήποτε, αρκεί να μην αποκαλύψεις τα σχετικά μυστικά, αλλά μη συμφωνήσεις σε τίποτα. Άσ’ τες απλώς να μιλάνε». Η Γκρίζα αδελφή μετακινήθηκε πάνω στη σέλα της, φαντάζοντας πλέον ακόμα πιο άρρωστη από την Ανάγια. Έμοιαζε έτοιμη να κάνει εμετό.

Μόλις άρχισε να φαίνεται το στρατόπεδο, με τον ήλιο να έχει καλύψει σχεδόν τη μισή διαδρομή προς το ζενίθ, η συνοδεία των ψιλά οπλισμένων ιππέων στράφηκε προς το μέρος του ποταμού, αφήνοντας την Εγκουέν και τις αδελφές να καλύψουν το τελευταίο μίλι μέσα στο χιόνι με την ακολουθία των Προμάχων. Ο Άρχοντας Γκάρεθ σταμάτησε, σαν να ήθελε να μιλήσει μαζί της για άλλη μια φορά, αλλά τελικά έστρεψε το καστανοκόκκινο άλογά του ανατολικά, πίσω από τους ιππείς, τροχάζοντας για να τους προλάβει καθώς χάνονταν μέσα σε μια μακρόστενη λόχμη. Δεν μπορούσε να αναμοχλεύσει τις διαφωνίες τους ή τις συζητήσεις τους, αφού θα μπορούσε να ακουστεί απ’ οποιονδήποτε, και πίστευε ότι η Μπεόνιν κι οι άλλες ήταν ακριβώς αυτό που θεωρούνταν: τα μαντρόσκυλα των Άτζα. Η Εγκουέν λυπήθηκε κάπως που δεν του τα αποκάλυπτε όλα, αλλά όσο λιγότεροι ήξεραν ένα μυστικό, τόσο πιθανότερο ήταν να παραμείνει μυστικό.

Το στρατόπεδο ήταν μια άναρχη διάταξη από σκηνές κάθε μορφής, μεγέθους, χρώματος και κατάστασης, που κάλυπτε σχεδόν εξ ολοκλήρου ένα πλατύ λιβάδι κυκλωμένο από δέντρα, στα μισά του δρόμου μεταξύ της Ταρ Βάλον και του Όρους του Δράκοντα, στο εσωτερικό ενός δακτυλίου από σειρές αλόγων, κάρων κι αμαξών επίσης διαφόρων μεγεθών και μορφών. Καπνός από καμινάδες αναδυόταν σε διάφορα μέρη, λίγα μίλια από τις σειρές των δέντρων, αλλά οι ντόπιοι αγρότες παρέμεναν μακριά εκτός αν ήταν να πουλήσουν αβγά, γάλα ή βούτυρο, ή αν καμιά φορά κάποιος από δαύτους χρειαζόταν Θεραπεία από κάποιο ατύχημα. Μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη του στρατού που είχε φέρει η Εγκουέν. Ο Γκάρεθ είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του κατά μήκος του ποταμού, καταλαμβάνοντας εν μέρει τις γεφυρωμένες πόλεις κι από τις δύο όχθες και την υπόλοιπη περιοχή μ’ αυτά που αποκαλούσε «στρατόπεδα εφεδρείας», σε σημεία όπου οι άντρες του θα μπορούσαν να σπεύσουν μαζικά για να καταστείλουν κάποια έφοδο από την πόλη, στην περίπτωση που έκανε λάθος σχετικά με τις προθέσεις του Ύπατου Ηγέτη Τσουμπάιν. Όπως είχε πει και στην Εγκουέν, πρέπει πάντα να λαμβάνεις υπ’ όψιν την πιθανότητα οι υποθέσεις σου ν’ αποδειχτούν λανθασμένες. Φυσικά, κανείς δεν του είχε προβάλει αντιρρήσεις ως προς την τοπογραφία των στρατοπέδων, όχι δημοσίως τουλάχιστον. Οι αδελφές, βέβαια, δεν ήθελαν και πολύ για να κουτσομπολέψουν τις λεπτομέρειες, αλλά, σε τελική ανάλυση, η κατάληψη των γεφυρωμένων πόλεων ήταν ο μόνος τρόπος για να πολιορκήσει την Ταρ Βάλον. Από ξηράς, δηλαδή. Εκτός αυτού, οι περισσότερες Άες Σεντάι χαίρονταν που δεν είχαν την παραμικρή επαφή με τους στρατιώτες, τους οποίους προσπαθούσαν να βγάλουν ακόμα κι από το μυαλό τους.

Τρεις Πρόμαχοι με μανδύες σε εναλλασσόμενα χρώματα βγήκαν καλπάζοντας από το στρατόπεδο καθώς η Εγκουέν κι οι υπόλοιπες πλησίαζαν, ένας απ’ αυτούς πολύ ψηλός κι ένας άλλος αρκετά κοντός, σαν να βρίσκονταν πάνω σε σκαλοπάτια. Υποκλίθηκαν στην Εγκουέν και στις αδελφές κι ένευσαν προς τους Πρόμαχους που τις ακολουθούσαν, μ’ εκείνη την επικίνδυνη κοψιά των αντρών που έχουν τόση αυτοπεποίθηση, ώστε δεν χρειάζεται να πείσουν κανέναν για το πόσο επικίνδυνοι είναι, κάτι που τρόπον τινά έδινε έμφαση στο προφανές. Ένας Πρόμαχος που αναπαύεται μοιάζει με λιοντάρι που αράζει στον λόφο, έλεγε ένα παλιό γνωμικό των Άες Σεντάι. Το υπόλοιπο κομμάτι είχε χαθεί με τα χρόνια, αλλά δεν ήταν απαραίτητο να πει κανείς περισσότερα. Δεδομένων των συνθηκών, πάντως, οι αδελφές δεν ήταν τόσο σίγουρες ως προς το θέμα της ασφάλειας, παρ’ όλο που το στρατόπεδο ήταν γεμάτο από Άες Σεντάι. Οι Πρόμαχοι περιπολούσαν συχνά επί μίλια, προς κάθε κατεύθυνση, σαν λιοντάρια σε αναζήτηση λείας.

Εκτός από τη Σέριαμ, η Ανάγια κι οι υπόλοιπες διασκορπίστηκαν μόλις έφτασαν στις πρώτες σειρές των σκηνών, λίγο πιο πέρα από τις άμαξες. Καθεμία αναζητούσε την επικεφαλής του Άτζα της, δήθεν για να αναφέρει τη «βόλτα» της Εγκουέν στο ποτάμι μαζί με τον άρχοντα Γκάρεθ, αλλά κυρίως για να βεβαιωθούν ότι οι επικεφαλής των Άτζα γνώριζαν ότι κάποιες Καθήμενες συζητούσαν το ενδεχόμενο συνομιλιών με την Ελάιντα κι ότι η Εγκουέν ήταν κάθετη σε αυτό. Θα ήταν ευκολότερο αν ήξερε ποιες ήταν εκείνες οι γυναίκες, αλλά ακόμα κι οι όρκοι πίστης δεν αρκούσαν για ν’ αποκαλυφθεί κάτι τέτοιο. Η Μυρέλ είχε κοντέψει να καταπιεί τη γλώσσα της μόλις το πρότεινε η Εγκουέν. Δεν μαθαίνεις εύκολα μια δουλειά αν δεν έχεις εκπαιδευτεί προηγουμένως, κι η Εγκουέν γνώριζε καλά ότι έπρεπε να κολυμπήσει σε ωκεανούς γνώσεων σχετικά με τον ρόλο της Άμερλιν. Να κολυμπήσει σ’ ωκεανούς γνώσεων και να δουλέψει πολύ, ταυτόχρονα.

«Αν μου επιτρέπεις, Μητέρα», είπε η Σέριαμ μόλις η Μπεόνιν, που ήταν κι η τελευταία, εξαφανίστηκε ανάμεσα στις σκηνές, ακολουθούμενη από τον βλογιοκομμένο Πρόμαχό της. «Έχω ένα γραφείο μ’ ένα βουνό χαρτιά πάνω του». Η έλλειψη ενθουσιασμού στη φωνή της ήταν κατανοητή. Το επιτραχήλιο της Τηρήτριας συνεπαγόταν ατελείωτες στοίβες αναφορών που έπρεπε να καταχωριστούν κι εγγράφων που έπρεπε να ετοιμαστούν. Παρά τον ζήλο για τα υπόλοιπα καθήκοντά της —την εύρυθμη λειτουργία του στρατοπέδου, εν προκειμένω—, συχνά την άκουγαν να καταριέται που εξακολουθούσε να είναι Κυρά των Μαθητευομένων όποτε ερχόταν αντιμέτωπη με μία ακόμη στοίβα χαρτιών.

Ωστόσο, μόλις η Εγκουέν έδωσε την άδεια, σπιρούνισε το διάστικτο ζώο της, αναγκάζοντάς το σε τροχασμό και σκορπίζοντας μια ομάδα εργατών με τραχιά ρούχα και κασκόλ τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους, οι οποίοι κουβαλούσαν στην πλάτη τους τεράστια καλάθια. Ένας από δαύτους έπεσε μπρούμυτα στον μισοπαγωμένο βόρβορο που λογιζόταν ως δρόμος. Ο Αρινβαρ, ο Πρόμαχος της Σέριαμ, ένας αδύνατος Καιρχινός με γκρίζους κροτάφους, σταμάτησε για λίγο, για να βεβαιωθεί όχι ο τύπος θα στεκόταν στα πόδια του, κι έπειτα σπιρούνισε τον σκουροκάστανο επιβήτορά του στο κατόπι της, αφήνοντας τον εργάτη να βρίζει, απευθυνόμενος περισσότερο στους συντρόφους του, οι οποίοι γελούσαν. Ήταν πασίγνωστο ότι, όταν μία Άες Σεντάι θέλει να πάει κάπου, εσύ παραμερίζεις.

Η Εγκουέν έπιασε με την άκρη του ματιού της αυτό που είχε χυθεί στον δρόμο από το καλάθι του εργάτη, κι ανατρίχιασε. Ήταν ένας μεγάλος σωρός από πλιγούρι με τόσο πολλά σκαθάρια, ώστε τα κινούμενα μαύρα σημάδια φάνταζαν περισσότερα από τους κόκκους του δημητριακού. Μάλλον αυτοί οι άντρες κουβαλούσαν το χαλασμένο πλιγούρι στους σωρούς με την κοπριά. Δεν είχε νόημα να κοσκινίσεις κάτι ήδη μολυσμένο —μόνο κάποιος λιμασμένος θα μπορούσε να το φάει— αλλά τα καλάθια με πλιγούρι κι αλλά δημητριακά που έπρεπε να πετιούνται καθημερινά ήταν πάρα πολλά. Επιπλέον, τα μισά βαρέλια παστού χοιρινού και βοδινού που ανοίγονταν προς χρήση βρωμούσαν τόσο πολύ, ώστε το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να τα θάψουν. Για τους υπηρέτες και τους εργάτες, ειδικά για όσους είχαν πείρα από τη ζωή σε στρατόπεδα, αυτό δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ήταν μεν λίγο χειρότερο από το συνηθισμένο, αλλά όχι ανήκουστο. Τα σκαθάρια εμφανίζονταν συχνά, ενώ οι έμποροι που κοιτούσαν να βγάλουν κάτι παραπάνω, πουλούσαν πάντα και λίγο χαλασμένο κρέας μαζί με το καλό. Για τις Άες Σεντάι, ωστόσο, αυτό αποτελούσε πηγή βαθιάς ανησυχίας. Κάθε βαρέλι κρέατος, κάθε σακί με δημητριακά, αλεύρι ή πλιγούρι, περιβαλλόταν από τη Συντήρηση άμα τη αγορά του, κι ό,τι ήταν περιβεβλημένο με Συντήρηση, δεν μπορούσε να αλλάξει μέχρι την αφαίρεση της ύφανσης. Το κρέας, ωστόσο, εξακολουθούσε να σαπίζει και τα έντομα να πολλαπλασιάζονται, λες και το σαϊντάρ δεν λειτουργούσε σωστά. Πιο εύκολα θα κατάφερνες μια αδελφή ν’ αστειευτεί σχετικά με το Μαύρο Άτζα, παρά να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα.

Κάποιος από τους άντρες που γελούσαν πρόσεξε την Εγκουέν να τους περιεργάζεται, και σκούντησε με τον αγκώνα του τον λασπωμένο φίλο του, ο οποίος μετρίασε τα λόγια του, αν κι ελάχιστα. Έφθασε στο σημείο να την αγριοκοιτάξει, λες κι έφταιγε εκείνη για το πέσιμο του. Μια και το πρόσωπό της ήταν μισοκαλυμμένο από την κουκούλα της και το επιτραχήλιο διπλωμένο στο πουγκί της ζώνης της, μάλλον την είχαν περάσει για κάποια Αποδεχθείσα, καθότι δεν διέθεταν όλες τον ανάλογο ρουχισμό για να ντύνονται πάντα όπως έπρεπε, ή για κάποια επισκέπτρια. Συχνά, διάφορες γυναίκες γλιστρούσαν στο στρατόπεδο έχοντας τα πρόσωπά τους κρυμμένα από την κοινή θέα μέχρι να φύγουν ξανά, άσχετα από το αν φορούσαν πανέμορφα μεταξωτά ή φθαρμένα μάλλινα, οπότε ήταν σίγουρα πιο ασφαλές να ξινίζουν τα μούτρα τους απέναντι σε κάποια άγνωστη ή σε μια Αποδεχθείσα, παρά να κάνουν γκριμάτσες σε μία Άες Σεντάι. Φάνταζε παράξενο που κανείς δεν υποκλίθηκε.

Είχε βρεθεί πάνω στη σέλα προτού καν χαράξει, κι αν δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει ένα ζεστό μπάνιο —αφού το νερό έπρεπε να κουβαληθεί από τα πηγάδια που είχαν σκαφτεί μισό μίλι δυτικά του στρατοπέδου, κάτι που έκανε όλες τις ακατάδεκτες κι εγωπαθείς αδελφές να το θεωρούν ανυπόφορη αγγαρεία— και να μουλιάσει στο ζεστό νερό, τουλάχιστον ας ακουμπούσε επιτέλους το πόδι της στο έδαφος. Ή, ακόμα καλύτερα, σ’ ένα σκαμνάκι. Επιπλέον, άλλο να μην αφήνεις το κρύο να σ’ αγγίζει, κι άλλο να ζεσταίνεις τα χέρια σου πάνω από ένα καυτό μαγκάλι. Και το δικό της γραφείο θα ήταν γεμάτο χαρτούρα. Το προηγούμενο βράδυ, είχε πει στη Σέριαμ να της παραδώσει τις αναφορές για τις επισκευές των αμαξών και για τις προμήθειες σανού για τα άλογα. Θα ήταν ξερές και μονότονες, αν κι έκανε αυτοπροσώπως έλεγχο σε διαφορετικές περιοχές κάθε μέρα, για να διαπιστώσει αν όσα της έλεγαν βασίζονταν σε γεγονότα ή σε ευχολόγια. Φυσικά, υπήρχαν πάντα κι οι αναφορές που έρχονταν από τους κατασκόπους. Οι πληροφορίες που διοχέτευαν τα Άτζα στην Έδρα της Άμερλιν ήταν πολύ πιο εντυπωσιακές, συγκρινόμενες μ’ εκείνες που της έδιναν η Σιουάν κι η Ληάνε, οι οποίες προέρχονταν από τους δικούς τους πράκτορες. Δεν ήταν τόσο θέμα αντιφάσεων, ωστόσο όσα στοιχεία αποφάσιζαν τα Άτζα να κρατήσουν για τον εαυτό τους σχημάτιζαν μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα. Η άνεση και το καθήκον την ωθούσαν προς το γραφείο της —στην πραγματικότητα επρόκειτο για ακόμα μία απλή σκηνή, αν κι όλοι την αποκαλούσαν «το μελετητήριο της Άμερλιν»— αλλά τώρα ήταν ευκαιρία να κάνει έναν γύρο χωρίς να υπάρχει η ανάλογη βιασύνη να είναι όλα έτοιμα πριν από την άφιξή της. Τραβώντας την κουκούλα λίγο πιο κάτω, για να κρύψει καλύτερα το πρόσωπό της, σπιρούνισε ελαφρά τα πλευρά του Ντάισαρ.

Ελάχιστοι ήταν οι έφιπποι, κι από αυτούς οι περισσότεροι Πρόμαχοι, αν κι όλο και κάποιος σταβλίτης έκανε την εμφάνισή του, με κάποιο άλογο που πάσχιζε να τροχάσει, οδηγώντας το όσο καλύτερα μπορούσε μέσα σε αυτό το λασπόνερο που του έφτανε ως τον αστράγαλο, αλλά κανείς δεν φάνηκε να αναγνωρίζει ούτε την ίδια ούτε το άλογά της. Αντίθετα με τους σχεδόν άδειους δρόμους, οι ξύλινες διαβάσεις, που δεν ήταν παρά τραχιές σανίδες τοποθετημένες πάνω σε πριονισμένα κούτσουρα, μετακινούνταν ελαφρώς υπό το βάρος των ανθρώπων. Μια χούφτα άντρες, που ξεχώριζαν στην πλημμυρίδα των γυναικών σαν σταφίδες σε φθηνό κέικ, περπατούσαν δύο φορές γρηγορότερα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Εκτός από τους Προμάχους, οι άλλοι άντρες που έκαναν δουλειές σχετικές με τις Άες Σεντάι κοίταγαν να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα. Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους, με τις ανάσες τους να δημιουργούν αχλή στο άνοιγμα της κουκούλας τους. Ωστόσο, δεν ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τις Άες Σεντάι από τις επισκέπτριες, άσχετα από το αν φορούσαν απέριττους μανδύες ή κεντητούς και φοδραρισμένους με γούνα. Τα πλήθη παραμέριζαν μπροστά σε μια αδελφή, ενώ οποιαδήποτε άλλη γυναίκα έπρεπε να ελιχθεί ανάμεσά τους. Όχι ότι κυκλοφορούσαν και πολλές αδελφές αυτό το παγερό πρωί. Οι πιο πολλές ήταν βολεμένες στις σκηνές τους. Μόνες ή ανά δύο-τρεις, μπορεί να διάβαζαν ή να έγραφαν επιστολές ή να ρωτούσαν τις επισκέπτριες για τις ειδήσεις που έφερναν, κάτι αδύνατον να μοιραστούν με τις αδελφές των υπόλοιπων Άτζα, πόσω μάλλον με άλλους ανθρώπους.

Ο κόσμος έβλεπε τις Άες Σεντάι ως μονόλιθο, επιβλητικές κι ακλόνητες, ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε προτού η τρέχουσα διάσπαση του Πύργου γίνει γνωστή σε όλους. Ωστόσο, ήταν γεγονός ότι τα Άτζα διέφεραν σε όλα, εκτός από το όνομα, κι ότι η Αίθουσα ήταν το μοναδικό σημείο συνάντησής τους. Οι ίδιες οι αδελφές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συνάθροιση ερημιτών, που έλεγαν δυο-τρία λόγια παραπάνω απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο μόνο σε λίγους φίλους. Ή σε κάποια άλλη αδελφή, με την οποία είχαν κάποιου είδους σχέση. Πολλά μπορεί να άλλαζαν στον Πύργο, αλλά η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ. Δεν είχε νόημα να προσποιηθεί κανείς πως οι Άες Σεντάι είχαν υπάρξει ποτέ κάτι άλλο ή ότι θα γίνονταν κάτι άλλο, ένας τεράστιος ποταμός που κυλά στο διηνεκές, με πανίσχυρα ρεύματα κρυμμένα στα βάθη, διαφοροποιώντας την πορεία του με ανεπαίσθητη βραδύτητα. Η ίδια είχε κατασκευάσει μερικά πρόχειρα φράγματα ενάντια σε αυτόν τον ποταμό, αλλάζοντας την πορεία μερικών ρευμάτων για προσωπικούς της λόγους, μολονότι γνώριζε καλά ότι επρόκειτο για προσωρινές κατασκευές. Αργά ή γρήγορα, τα βαθιά ρεύματα θα διέλυαν τα φράγματά της. Απλώς ευχόταν να άντεχαν αρκετά. Πέρα από τις ευχές της, τα στήριζε όσο καλύτερα μπορούσε.

Πού και πού, όλο και κάποια Αποδεχθείσα εμφανιζόταν μες στο πλήθος, με τις εφτά πολύχρωμες λωρίδες στην κουκούλα του λευκού της μανδύα, αλλά οι περισσότερες δεν ήταν παρά μαθητευόμενες με λιτά λευκά μάλλινα φορέματα. Αν και μόνο μια χούφτα από τις είκοσι μία Αποδεχθείσες του στρατοπέδου διέθεταν μανδύες με λωρίδες, φυλάσσοντας τα αντίστοιχα φορέματα για τα μαθήματα ή για τη συνοδεία αδελφών, είχαν καταβληθεί σοβαρές προσπάθειες να είναι μονίμως όλες ντυμένες στα λευκά, ακόμα και χωρίς άλλες αλλαγές πάνω τους. Οι Αποδεχθείσες, αναπόφευκτα, πάσχιζαν να κινούνται με το κύκνειο γλίστρημα των Άες Σεντάι, και μια-δυο τα κατάφερναν, παρ’ ότι το μονοπάτι κάτω από τα πόδια τους έγερνε κάπως, αλλά οι μαθητευόμενες προχωρούσαν γοργά, σχεδόν όσο οι άντρες, κάνοντας θελήματα ή σπεύδοντας στα μαθήματα σε ομάδες των έξι-εφτά.

Οι Άες Σεντάι είχαν πολύ καιρό να διδάξουν τόσο πολλές μαθητευόμενες —από την εποχή των Πολέμων των Τρόλοκ, όταν οι ίδιες οι Άες Σεντάι ήταν περισσότερες— οπότε το να βρεθούν με σχεδόν χίλιες μαθήτριες μπορεί να προκαλούσε πλήρη σύγχυση, μέχρι που οργανώθηκαν σ’ εκείνες τις «οικογένειες». Το όνομα δεν ήταν ακριβώς επίσημο, αλλά το χρησιμοποιούσαν ακόμη κι Άες Σεντάι που δεν ήθελαν να αναλαμβάνουν κάθε γυναίκα που τους το ζητούσε. Πλέον, η κάθε μαθητευόμενη γνώριζε πού έπρεπε να βρίσκεται και πότε, κι η κάθε αδελφή δεν είχε την παραμικρή δυσκολία να το ανακαλύψει. Για να μην αναφέρουμε τον αριθμό των φυγάδων που ελαττωνόταν διαρκώς, ζήτημα που ανέκαθεν απασχολούσε τις Άες Σεντάι, αφού αρκετές εκατοντάδες εξ αυτών θα μπορούσαν κάποια στιγμή να φορέσουν το επώμιο. Καμία αδελφή δεν ήθελε να χάσει ούτε μία από δαύτες, πόσω μάλλον περισσότερες, όχι πριν ληφθεί η απόφαση για την αποπομπή κάποιας γυναίκας, τουλάχιστον. Πού και πού, όλο και κάποια γυναίκα το έσκαγε, μόλις αντιλαμβανόταν ότι η εκπαίδευση ήταν σκληρότερη απ’ όσο περίμενε, κι ότι ο δρόμος για την απόκτηση του επωμίου των Άες Σεντάι ήταν μακρύς, αλλά πέρα από το ότι οι οικογένειες μπορούσαν να τις εντοπίσουν ευκολότερα, σε μερικές γυναίκες δεν άρεσε και τόσο η ιδέα του φευγιού, καθότι στηρίζονταν σε πέντε ή έξι ξαδέλφες, όπως τις αποκαλούσαν.

Λίγο πριν τη μεγάλη τετράγωνη σκηνή που χρησίμευε ως Αίθουσα του Πύργου, η Εγκουέν έστρεψε τον Ντάισαρ σ’ έναν παράπλευρο δρόμο. Το μονοπάτι μπροστά από το ωχρό καφετί καναβάτσο της σκηνής ήταν άδειο —κανείς δεν προσέγγιζε την Αίθουσα χωρίς να έχει κάποια σχετική δουλειά— αλλά οι χιλιομπαλωμένες κουρτίνες στα πλαϊνά ήταν τραβηγμένες χωρίς λόγο, μια και δεν υπήρχε λόγος να γίνουν δημοσίως γνωστές οι διαδικασίες της Αίθουσας, οπότε ήταν αδύνατον να συμπεράνει ποια θα έβγαινε. Οποιαδήποτε Καθήμενη θ’ αναγνώριζε τον Ντάισαρ με μια ματιά, ενώ, αντίθετα με κάποιες άλλες, μερικές θα τον απέφευγαν. Η Ρομάντα κι η Λελαίν, για παράδειγμα, που αντιστέκονταν στην εξουσία της ενστικτωδώς όπως αντιτίθεντο μεταξύ τους. Ή οποιαδήποτε από εκείνες που είχαν ξεκινήσει τις συζητήσεις περί διαπραγματεύσεων. Πήγαινε πολύ να πιστεύει πως ειδικά αυτές ήλπιζαν σε ανασύσταση δυνάμεων, ειδάλλως δεν θα έδιναν αφορμή σε ψιθύρους. Οι αβρότητες έπρεπε να διατηρηθούν, ωστόσο, ανεξάρτητα από τη συχνότητα με την οποία ευχόταν να χαστουκίσει κάποια από δαύτες, αν και καμιά αδελφή δεν θεωρούσε τον εαυτό της ταπεινωμένο αν δεν την είδε η Εγκουέν.

Ακριβώς μπροστά της, ένα αχνό ασημί φως άστραψε πίσω από έναν ψηλό τοίχο από καναβάτσο, κυκλώνοντας τη μία από τις δύο περιοχές Ταξιδέματος του στρατοπέδου. Αμέσως μετά, δύο αδελφές ξεπρόβαλαν από μια υφασμάτινη είσοδο. Ούτε η Φεντρίνε ούτε η Σιμάρι ήταν αρκετά δυνατές για να υφάνουν πύλη από μόνες τους, αλλά η Εγκουέν πίστευε πως, αν συνδέονταν, θα κατάφερναν να κατασκευάσουν μία αρκετά μεγάλη για να περάσουν. Καρφίτσωναν τους μανδύες τους, έχοντας τα κεφάλια τους κοντά-κοντά, μάλλον απορροφημένες σε κάποια ενδελεχή συζήτηση. Η Εγκουέν έκανε πως δεν τις είδε καθώς τις προσπερνούσε. Και οι δύο Καφετιές την είχαν διδάξει ως μαθητευόμενη, κι η Φεντρίνε έδειχνε έκπληκτη που η Εγκουέν είχε γίνει Άμερλιν. Λιγνή σαν ερωδιός, ήταν ικανή να τσαλαβουτήσει μες στον βόρβορο μόνο και μόνο για να ρωτήσει την Εγκουέν αν χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Η Σιμάρι, μια σφριγηλή γυναίκα με τετράγωνο πρόσωπο, η οποία έμοιαζε πιο πολύ με Πράσινη παρά με βιβλιοθηκάριο, ήταν κάτι περισσότερο από μη τυπική στη συμπεριφορά της. Πολύ περισσότερο. Οι βαθιές υποκλίσεις της, κατάλληλες για μαθητευόμενη, έκρυβαν μια υποψία ειρωνείας, άσχετα από την ηρεμία που έδειχνε το πρόσωπο της, άσε που άρχισε να υποκλίνεται μόλις είδε την Εγκουέν εκατό βήματα πιο πέρα.

Αναρωτήθηκε πού βρίσκονταν προηγουμένως. Μπορεί να είχαν αποσυρθεί στο εσωτερικό για λίγη ζεστασιά από την παγωνιά του στρατοπέδου. Βέβαια, τα πηγαινέλα των αδελφών δεν απασχολούσαν κανέναν, ούτε καν τα Άτζα. Η παράδοση επικρατούσε παντού, αποθαρρύνοντας ιδιαίτερα τις άμεσες ερωτήσεις γύρω από το τι κάνει και πού πηγαίνει μια αδελφή. Το πιθανότερο ήταν πως η Φεντρίνε κι η Σιμάρι είχαν πάει να δουν αυτοπροσώπως τους κατασκόπους τους για να μάθουν νέα. Ίσως, πάλι, έψαχναν κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη. Σε τελική ανάλυση, ήταν Καφετιές. Ωστόσο, το σχόλιο της Νισάο σχετικά με αδελφές που αποσκιρτούσαν για να ταχθούν υπέρ της Ελάιντα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό της Εγκουέν. Δεν ήταν δύσκολο να πληρώσει έναν βαρκάρη για να διασχίσει το ποτάμι και να φθάσει στην πόλη, εκεί όπου δεκάδες μικροσκοπικοί υδατοφράκτες χρησίμευαν ως είσοδοι για όποιον επιθυμούσε, αλλά με την πύλη δεν ήταν ανάγκη να διακινδυνεύσει να τη δουν να πηγαίνει στο ποτάμι και να ψάχνει για βαρκάρηδες. Και μόνο μία αδελφή να επέστρεφε στον Πύργο με τη γνώση της ύφανσης, ήταν αρκετή για να χάσουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημά τους. Επιπλέον, δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσει, εκτός αν συνέχιζε σθεναρά να αντιτίθεται στην Ελάιντα και να κάνει τις αδελφές να πιστέψουν πως το τέλος θα ήταν γρήγορο. Αν, δηλαδή, υπήρχε τρόπος για ένα γρήγορο τέλος.

Όχι πολύ μακριά από την περιοχή του Ταξιδέματος, η Εγκουέν τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου της και κοίταξε συνοφρυωμένη τον μακρόστενο υφασμάτινο τοίχο μιας σκηνής που ήταν πιο μπαλωμένη κι από την Αίθουσα. Μια Άες Σεντάι ήρθε γλιστρώντας σαν κύκνος από το μονοπάτι —φορούσε έναν απέριττο μανδύα σε σκούρο μπλε χρώμα κι η καλύπτρα έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά τόσο οι μαθητευόμενες όσο κι άλλες γυναίκες έκαναν στην άκρη λες και περνούσε, ας πούμε, κάποιος γνωστός έμπορος— και σταμάτησε μπροστά στη σκηνή, κοιτώντας τη για πολλή ώρα πριν τραβήξει την υφασμάτινη καλύπτρα για να εισέλθει. Η απροθυμία της ήταν εξαιρετικά έκδηλη. Η Εγκουέν δεν είχε πάει ποτέ εκεί, γιατί διαισθανόταν να διαβιβάζεται σαϊντάρ στο εσωτερικό, αν κι αδιόρατα. Η απαιτούμενη ποσότητα ήταν εκπληκτικά μικρή. Ωστόσο, μια σύντομη επίσκεψη της Άμερλιν δεν θα τραβούσε πολύ την προσοχή. Επιθυμούσε διακαώς να δει τα αποτελέσματα των ενεργειών της.

Όταν όμως ξεπέζεψε μπροστά στη σκηνή, ανακάλυψε μια μικρή δυσκολία. Δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να δέσει τον Ντάισαρ. Η Άμερλιν είχε πάντα στη διάθεσή της κάποιον να τρέχει για να της κρατήσει τον αναβολέα και να πάρει το άλογά της, αλλά τώρα η Εγκουέν στεκόταν ακίνητη κρατώντας στο χέρι τα γκέμια του μουνουχιού της, ενώ κάμποσες μαθητευόμενες την προσπερνούσαν ρίχνοντάς της μονάχα φευγαλέες ματιές, χωρίς να της δίνουν σημασία, θεωρώντας την επισκέπτρια. Τώρα πια, κάθε μαθητευόμενη ήξερε να αναγνωρίζει μια Αποδεχθείσα με το που την έβλεπε, αλλά λίγες είχαν δει την Έδρα της Άμερλιν από κοντά. Δεν είχε καν το αγέραστο πρόσωπο των Άες Σεντάι. Με ένα αξιοθρήνητο γέλιο, ακούμπησε το ένα γαντοφορεμένο της χέρι στο πουγκί που είχε περασμένο στο ζωνάρι της. Το επιτραχήλιο θα μαρτυρούσε ποια ήταν, κι έπειτα θα μπορούσε να διατάξει κάποια από δαύτες να της κρατήσει για λίγο το άλογο, εκτός αν οι μαθητευόμενες είχαν την εντύπωση πως επρόκειτο για κάποιο κακόγουστο αστείο. Κάποιες μαθητευόμενες από το Πεδίο του Έμοντ είχαν προσπαθήσει να τραβήξουν το επιτραχήλιο από τον λαιμό της για να αποφύγει τις φασαρίες. Όχι, όλα αυτά ήταν πια περασμένα-ξεχασμένα.

Ξαφνικά, η υφασμάτινη είσοδος άνοιξε απότομα και φάνηκε η Ληάνε, στερεώνοντας τον σκουροπράσινο μανδύα της με μια ασημένια καρφίτσα σε σχήμα ψαριού. Ο μανδύας ήταν μεταξένιος και πλούσια διακοσμημένος με ασήμι και χρυσάφι, όπως επίσης και το μπούστο του φορέματος ιππασίας της. Τα πορφυρά της γάντια ήταν κεντητά στο πίσω μέρος. Η Ληάνε δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στα ρούχα της από τότε που είχε ενταχθεί στο Πράσινο Άτζα. Τα μάτια της γούρλωσαν ελαφρά μόλις πρόσεξε την Εγκουέν, αλλά το χαλκόχρωμο πρόσωπό της χαλάρωσε αμέσως. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της κι άπλωσε το χέρι της για να σταματήσει μια μαθητευόμενη που έμοιαζε μόνη της. Οι μαθητευόμενες πήγαιναν για μάθημα ανά οικογένειες. «Πώς λέγεσαι, παιδί μου;» Πολλά μπορεί να είχαν αλλάξει στη Ληάνε, αλλά όχι ο κοφτός τόνος της φωνής της, εκτός αν το επιθυμούσε η ίδια. Οι περισσότεροι άντρες τη βαριούνταν γιατί πολλές φορές η φωνή της γινόταν νωθρή, αλλά με τις γυναίκες είχε διαφορετική συμπεριφορά. «Κάνεις θελήματα για κάποια αδελφή;»

Η μαθητευόμενη, μια μεσήλικη γυναίκα με ανοιχτόχρωμα μάτια κι επιδερμίδα αψεγάδιαστη κι ανέγγιχτη έστω κι από μίας μέρας δουλειά στους αγρούς, την κοίταξε σαν χαζή πριν καταλάβει ποια ήταν κι αρχίσει τις υποκλίσεις, απλώνοντας επιδέξια με τα καλυμμένα από γάντια χέρια της τη λευκή της φούστα. Ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, αλλά λυγερή, ευπαρουσίαστη κι αρκετά όμορφη, η Ληάνε δεν είχε τη χαρακτηριστική αγέραστη εμφάνιση, αν και το πρόσωπό της ήταν το ένα από τα δύο γνωστότερα του στρατοπέδου. Οι μαθητευόμενες την έδειχναν με δέος, μια αδελφή που κάποτε ήταν Τηρήτρια κι είχε σιγανευτεί, αν κι αργότερα Θεραπεύτηκε κι άρχισε να διαβιβάζει ξανά, όχι όμως με την ίδια ένταση. Κατόπιν, είχε αλλάξει Άτζα! Οι νεότερες γυναίκες στα λευκά είχαν μάθει ήδη ότι αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ, παρ’ ότι είχε γίνει κάτι σαν μορφή απόκρυφης γνώσης, δυστυχώς. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να αναγκάσεις μια μαθητευόμενη να προχωρά σιγά-σιγά αν δεν της εξηγούσες ότι, έτσι, ρίσκαρε να μην αποκτήσει ποτέ το επώμιο, να εξουθενωθεί και να χάσει για πάντα την πρόσβασή της στη Μία Δύναμη.

«Λέτις Μάροου, Άες Σεντάι», είπε η γυναίκα γεμάτη σεβασμό, με ρυθμική, Μουραντιανή προφορά. Ακουγόταν σαν να ήθελε να πει περισσότερα, ίσως να σκόπευε να αποκαλύψει τον τίτλο της, αλλά ένα από τα πρώτα μαθήματα που έπαιρνες για να εισέλθεις στον Πύργο ήταν ότι έπρεπε να αφήσεις πίσω σου οτιδήποτε είχες υπάρξει στο παρελθόν. Σκληρό μάθημα για μερικές, ειδικά αν κατείχαν κάποιον τίτλο. «Πάω να επισκεφθώ την αδελφή μου. Δεν την έχω δει περισσότερο από ένα λεπτό από τότε που φύγαμε από το Μουράντυ». Οι συγγενείς έμπαιναν πάντα σε διαφορετικές οικογένειες μαθητευομένων, όπως επίσης κι οι γυναίκες που γνωρίζονταν μεταξύ τους πριν καταγραφούν στο βιβλίο των μαθητευομένων. Έτσι, ενθαρρύνονταν να κάνουν νέες παρέες, και μ’ αυτόν τον τρόπο αποκλείονταν οι αναπόφευκτες εντάσεις στην περίπτωση που κάποια είχε μεγαλύτερη ικανότητα μάθησης από τις άλλες, ή περισσότερες δυνατότητες. «Δεν έχει μάθημα έως το απόγευμα και...»

«Η αδελφή σου θα χρειαστεί να περιμένει λιγάκι, παιδί μου», τη διέκοψε η Ληάνε. «Έχε τον νου σου στο άλογο της Άμερλιν».

Η Λέτις αναπήδησε ξαφνιασμένη και κοίταξε την Εγκουέν, η οποία είχε καταφέρει τελικά να βγάλει το επιτραχήλιό της. Δίνοντας τα χαλινάρια του Ντάισαρ στη γυναίκα, χαμήλωσε την καλύπτρα της και τοποθέτησε το μακρόστενο κομμάτι υφάσματος στους ώμους της. Ανάλαφρο σαν φτερό μες στο πουγκί της, το επιτραχήλιο έπεφτε πραγματικά βαρύ γύρω από τον λαιμό της. Η Σιουάν ισχυριζόταν πως μερικές φορές ένιωθες να κρέμονται από τις άκρες του όσες γυναίκες το είχαν φορέσει, μια διαρκής υπενθύμιση ευθύνης και καθήκοντος, κι η Εγκουέν πίστευε κάθε της λέξη. Η Μουραντιανή την κοίταξε με περισσότερο δέος απ’ ό,τι τη Ληάνε, και της πήρε λίγο περισσότερη ώρα να θυμηθεί να υποκλιθεί. Αναμφίβολα, θα είχε ακουστά ότι η Άμερλιν ήταν νεαρή, αλλά δύσκολα θα φανταζόταν πόσο.

«Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου», είπε ήρεμα η Εγκουέν. Μια περίοδο, αισθανόταν παράξενα όταν αποκαλούσε «παιδί» μια γυναίκα δέκα χρόνια μεγαλύτερή της. Με τον καιρό, όμως, τα πάντα αλλάζουν. «Δεν θ’ αργήσω. Ληάνε, μπορείς να βρεις κάποιον ιπποκόμο να φροντίσει τον Ντάισαρ; Τώρα που κατέβηκα από τη σέλα, θα μείνω λίγο παραπάνω, για να πάει κι η Λέτις να δει την αδελφή της».

«Θα το φροντίσω προσωπικά, Μητέρα».

Η Ληάνε έκανε μια ρευστή υπόκλιση κι απομακρύνθηκε, χωρίς ν’ αφήσει την παραμικρή υπόνοια όχι υπήρχε κάτι παραπάνω μεταξύ τους από αυτή την τυχαία συνάντηση. Η Εγκουέν την εμπιστευόταν πολύ περισσότερο από την Ανάγια, ακόμα κι από τη Σέριαμ. Δεν κρατούσε μυστικά από τη Ληάνε, ούτε από τη Σιουάν. Η φιλία τους, όμως, ήταν άλλο ένα πράγμα που έπρεπε να κρατηθεί μυστικό. Κατ’ αρχάς, η Ληάνε είχε κατασκόπους στο εσωτερικό της Ταρ Βάλον, αν όχι και του ίδιου του Πύργου, κι οι αναφορές τους έφθαναν αποκλειστικά και μόνο στην Εγκουέν. Κατά δεύτερον, η Ληάνε είχε γίνει εξαιρετικά συμπαθής όχι μόνο επειδή είχε προσαρμοστεί τόσο καλά στη νέα, αν και πιο υποβαθμισμένη, κατάστασή της, κι όλες οι αδελφές την καλωσόρισαν, αλλά κι επειδή αποτελούσε τη ζωντανή απόδειξη ότι το σιγάνεμα, ο βαθύτερος φόβος της κάθε Άες Σεντάι, μπορούσε να αναστραφεί. Την καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες, και μάλιστα, επειδή ήταν πλέον υποβαθμισμένη και κατώτερη από τις μισές τουλάχιστον αδελφές του καταυλισμού, συχνά μιλούσαν μπροστά της για θέματα που δεν ήθελαν να μάθει η Άμερλιν. Έτσι, η Εγκουέν δεν της έριξε ούτε ματιά καθώς έφευγε. Αντί γι’ αυτό, χάρισε ένα χαμόγελο στη Λέτις —κάνοντάς τη να κοκκινίσει και να υποκλιθεί για άλλη μία φορά— και κατόπιν μπήκε στη σκηνή, βγάζοντας τα γάντια της και τοποθετώντας τα μέσα από τη ζώνη της.

Στο εσωτερικό υπήρχαν οκτώ αντανακλώμενοι φανοί σε ορθοστάτες κατά μήκος του τοίχου, ανάμεσα σε χαμηλά ξύλινα κιβώτια. Ένας από αυτούς ήταν επίχρυσος, αν και κάπως φθαρμένος, ενώ οι υπόλοιποι από βαμμένο σίδερο. Κανείς δεν είχε τον ίδιο αριθμό βραχιόνων με κάποιον άλλο, όμως παρείχαν επαρκή φωτισμό στον χώρο, αν κι όχι εντονότερο από αυτόν που ερχόταν απ’ έξω. Παρατεταγμένα τραπέζια, που έμοιαζαν να έχουν έρθει από εφτά διαφορετικές κουζίνες αγροικιών, σχημάτιζαν σειρά στο κέντρο του δαπέδου από καναβάτσο, ενώ οι πάγκοι των τριών τραπεζιών που βρίσκονταν πιο μακριά καταλαμβάνονταν από μισή ντουζίνα μαθητευόμενες που είχαν τους μανδύες διπλωμένους πλάι τους. Καθεμία περιβαλλόταν από τη λάμψη της Δύναμης. Η Τιάνα, η Κυρά των Μαθητευομένων, δέσποζε ανυπόμονη από πάνω τους, βαδίζοντας ανάμεσα στα τραπέζια, και παραδόξως το ίδιο έκανε κι η Σαρίνα Μελόι, μία από τις μαθητευόμενες που είχαν αποκτήσει στο Μουράντυ.

Εν πάση περιπτώσει, η Σαρίνα δεν δέσποζε ακριβώς, απλώς τις παρακολουθούσε με ηρεμία. Ίσως να μην αποτελούσε έκπληξη που βρισκόταν εκεί. Μια αξιοπρεπής γκριζομάλλα γιαγιά μ’ έναν σφικτό κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, η Σαρίνα είχε πάρει στα στιβαρά της χέρια τις τύχες μιας μεγάλης οικογένειας κι έμοιαζε να έχει υιοθετήσει τις άλλες μαθητευόμενες ως εγγονές και μικρανεψιές. Εκείνη τις είχε οργανώσει σε μικρές οικογένειες, ένα έργο που ανέλαβε κατ’ αποκλειστικότητα, έχοντας βαρεθεί προφανώς να τις βλέπει να προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Οι πιο πολλές Άες Σεντάι δεν μιλούσαν εύκολα γι’ αυτό αν τους το υπενθύμιζες, αν κι είχαν αποδεχτεί γρήγορα τη συγκεκριμένη μέθοδο, από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν πόσο πιο εύκολο ήταν να τις εντοπίζουν και να τις οργανώνουν σε τάξεις. Η Τιάνα επιθεωρούσε με τέτοια αφοσίωση τις εργασίες των μαθητευομένων, που ήταν ολοφάνερο ότι πάσχιζε να αγνοήσει την παρουσία της Σαρίνα. Κοντή και λεπτοκαμωμένη, με μεγάλα καστανά μάτια και λακκάκια στα μάγουλα, η Τιάνα φάνταζε νεαρή πέρα από το αγέραστο πρόσωπο της, ειδικά όταν βρισκόταν ανάμεσα στις ψηλότερες μαθητευόμενες με τα ζαρωμένα μάγουλα και τους φαρδιούς γοφούς.

Το ζευγάρι των Άες Σεντάι που διαβίβαζε στο τραπέζι κοντά στην είσοδο, η Κάιρεν κι η Ασμανάιλε, είχαν και δύο ως κοινό την Τζάνυα Φρέντε, μια Καθήμενη του Καφετιού Άτζα, και τη Σαλίτα Τορέηνς, Καθήμενη του Κίτρινου. Οι Άες Σεντάι κι οι μαθητευόμενες έκαναν την ίδια δουλειά. Μπροστά σε κάθε γυναίκα υπήρχε ένα κλειστό πλέγμα υφασμένο από Γη, Φωτιά κι Αέρα, το οποίο κύκλωνε ένα μικρό μπολ ή κάτι σαν κούπα, φτιαγμένο από τους σιδηρουργούς του στρατοπέδου, οι οποίοι αναρωτιούνταν για ποιο λόγο ήθελαν οι αδελφές όλα αυτά τα σιδερένια αντικείμενα, άσε που έπρεπε να τα φτιάξουν περίτεχνα σαν να ήταν ασημένια. Μια δεύτερη ύφανση από Γη και Φωτιά διαπερνούσε το κάθε πλέγμα κι άγγιζε καθένα από τα αντικείμενα, μετατρέποντάς το αργά-αργά σε λευκό. Πολύ, μα πάρα πολύ αργά.

Η ικανότητα στην ύφανση βελτιωνόταν με την εξάσκηση, αλλά από τις πέντε Δυνάμεις, το κλειδί ήταν η ενίσχυση της Γης, κι εκτός από την ίδια την Εγκουέν, μόνο άλλες εννέα αδελφές στο στρατόπεδο —μαζί με δύο Αποδεχθείσες και σχεδόν είκοσι μαθητευόμενες— κατείχαν αρκετή δύναμη για να κάνουν τις υφάνσεις να λειτουργήσουν. Ωστόσο, ελάχιστες αδελφές επιθυμούσαν να σπαταλήσουν τον ανάλογο χρόνο. Η Ασμανάιλε, αρκετό αδύνατη για να φαίνεται ψηλότερη απ’ όσο ήταν, με τα δάχτυλά της να παίζουν ταμπούρλο πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, κι έχοντας μπροστά της τη μεταλλική κούπα, κοιτούσε βλοσυρά κι ανυπόμονα καθώς η λευκή άκρη απλωνόταν όλο και περισσότερο προς τα πάνω. Τα γαλανά μάτια της Κάιρεν ήταν τόσο παγερά, που το βλέμμα της φαινόταν ικανό να θρυμματίσει το ψηλό κύπελλο πάνω στο οποίο δούλευε κι είχε μόνο ένα μικρό στεφάνι ασπράδας στον πάτο του. Μάλλον η Κάιρεν ήταν εκείνη που είχε δει η Εγκουέν να μπαίνει.

Ωστόσο, υπήρχαν και μερικές που έδειχναν ενθουσιασμό. Η Τζάνυα, λεπτοκαμωμένη μες στα μετάξια στο χρώμα του μπρούντζου, έχοντας περασμένο πάνω στα μπράτσα της το επώμιο με τα καφετιά κρόσσια, κοίταζε εξεταστικά αυτό που έκαναν η Κάιρεν με την Ασμανάιλε. Ο ζήλος της μαρτυρούσε πόσο πολύ θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση τους. Η Τζάνυα ήθελε να μάθει τα πάντα, από το πώς γίνονται μέχρι γιατί γίνονται με τους συγκεκριμένους τρόπους. Είχε απογοητευθεί πολύ όταν δεν κατάφερε να μάθει να φτιάχνει τερ’ανγκριάλ —κάτι που μονάχα τρεις αδελφές, εκτός της Ηλαίην, είχαν καταφέρει να κάνουν μέχρι τώρα, και μάλιστα με αμφίβολα αποτελέσματα— κι είχε κάνει συντονισμένες προσπάθειες να μάθει αυτού του είδους την τέχνη, ακόμα κι όταν οι προκαταρκτικές διαδικασίες είχαν δείξει πως υπολειπόταν της απαραίτητης δύναμης στη χρήση της Γης.

Η Σαλίτα ήταν η πρώτη που πρόσεξε την Εγκουέν. Στρογγυλοπρόσωπη και σκούρα σαν κάρβουνο σχεδόν, κοίταξε την Εγκουέν κατάματα και τα κίτρινα κρόσσια από το επώμιό της ταλαντεύτηκαν ελαφρά καθώς έκανε μια αψεγάδιαστη κι εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη υπόκλιση. Μεγαλωμένη στο Σαλιντάρ, η Σαλίτα αποτελούσε μέρος ενός πολύ ενοχλητικού μοτίβου: πάρα πολλές Καθήμενες ήταν πολύ νεαρές για τη συγκεκριμένη θέση. Η Σαλίτα ήταν Άες Σεντάι μόλις τριάντα πέντε χρόνια, ενώ η θέση σπανίως δινόταν σε κάποια που δεν φορούσε το επώμιο τουλάχιστον επί εκατό χρόνια, ή και παραπάνω. Η Σιουάν, πάντως, διέκρινε το μοτίβο και το θεωρούσε ιδιαίτερα ενοχλητικό, χωρίς να μπορεί να πει γιατί. Ανέκαθεν την ενοχλούσαν τα μοτίβα που αδυνατούσε να κατανοήσει. Ωστόσο, η Σαλίτα ήταν υπέρ του πολέμου ενάντια στην Ελάιντα κι υποστήριζε συχνά την Εγκουέν στην Αίθουσα. Όχι πάντα, όμως, κι όχι στο συγκεκριμένο θέμα. «Μητέρα», είπε ψυχρά.

Η Τζάνυα ανασήκωσε απότομα το κεφάλι της κι έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο. Ήταν κι αυτή υπέρ του πολέμου, η μόνη που είχε υπάρξει Καθήμενη και πριν από τη διαίρεση του Πύργου, εκτός από τις δύο Γαλάζιες, τη Λελαίν και τη Λυρέλ, και παρ’ ότι η υποστήριξή της απέναντι στην Εγκουέν δεν ήταν πάντα ακλόνητη, σε γενικές γραμμές ήταν σταθερή. Ως συνήθως, τα λόγια ξεχύθηκαν από μέσα της. «Αυτό δεν θα το ξεπεράσω ποτέ, Μητέρα. Είναι καταπληκτικό. Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να εκπλησσόμαστε πια όταν προτείνεις κάτι που δεν έχει σκεφτεί ποτέ κανείς άλλος —μερικές φορές, έχω την εντύπωση πως ο τρόπος σκέψης μας παραείναι καθορισμένος, κι ότι παραείμαστε σίγουρες για το τι μπορεί να γίνει και τι όχι— αλλά να βρεις τρόπο να φτιάξεις κουεντιγιάρ...!» Έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα, κι η Σαλίτα βρήκε ευκαιρία και παρενέβη, ήρεμα μεν, ψυχρά δε.

«Εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι λάθος», είπε με σταθερή φωνή. «Παραδέχομαι ότι η ανακάλυψη ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικής δουλειάς εκ μέρους σου, Μητέρα, αλλά οι Άες Σεντάι δεν θα έπρεπε να φτιάχνουν πράγματα προς... πώληση». Η Σαλίτα έντυσε τη λέξη με όλη την περιφρόνηση που θα έδειχνε μια γυναίκα που αποδεχόταν τα εισοδήματα από τα κτήματά της στο Δάκρυ δίχως να σκεφτεί στιγμή τον τρόπο με τον οποίο είχαν προκύψει. Η στάση αυτή δεν ήταν ασυνήθιστη, αν κι οι περισσότερες αδελφές ζούσαν με τα γενναιόδωρα ετήσια επιδόματα του Πύργου. Αυτό πριν διασπαστεί ο Πύργος. «Επιπλέον», συνέχισε, «σχεδόν οι μισές αδελφές που ανακατεύτηκαν με αυτό είναι Κίτρινες. Κάθε μέρα λαμβάνω παράπονα. Εμείς, τουλάχιστον, άξιο ποιούμε τον χρόνο μας με καλύτερο τρόπο από το να φτιάχνου με... μπιχλιμπίδια». Τα λόγια της προκάλεσαν το αγριεμένο βλέμμα της Ασμανάιλε, της Γκρίζας, και μια παγερή ματιά εκ μέρους της Κάιρεν, η οποία ήταν Γαλάζια, αλλά η Σαλίτα τις αγνόησε. Ανήκε στις Κίτρινες που πίστευαν πως τα υπόλοιπα Άτζα δεν ήταν παρά συμπληρώματα του δικού της, κι ότι αυτή ήταν η μόνη πραγματική τους χρησιμότητα.

«Οι δε μαθητευόμενες δεν θα έπρεπε καν να φτιάχνουν υφάνσεις τέτοιας πολυπλοκότητας», πρόσθεσε η Τιάνα, ενώνοντας τη φωνή της με των υπολοίπων. Η Κυρά των Μαθητευομένων δεν δίσταζε ποτέ να κάνει παρατηρήσεις στις Καθήμενες ή στην Άμερλιν, κι η έκφρασή της είχε γίνει κατηφής. Δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται ότι αυτό βάθαινε τα λακκάκια του προσώπου της και την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο βλοσυρή. «Ναι, είναι πράγματι μια εντυπωσιακή ανακάλυψη και, προσωπικά, δεν έχω αντιρρήσεις όσον αφορά στο εμπορικό κομμάτι, αλλά κάποια απ’ αυτά τα κορίτσια δεν μπορούν να κάνουν ούτε μια μπάλα φωτιάς ν’ αλλάξει χρώμα. Αν τις αφήσουμε να χειριστούν υφάνσεις σαν κι αυτές, μετά θα είναι πιο δύσκολο να τις εμποδίσουμε ν’ ασχοληθούν με θέματα που δεν θα μπορούν να διαχειριστούν, και το Φως μόνο ξέρει πόσο δύσκολα είναι ήδη τα πράγματα. Ίσως φτάσουν στο σημείο να κάνουν ζημιά ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό τους».

«Ανοησίες, ανοησίες», αναφώνησε η Τζάνυα, κουνώντας το λεπτεπίλεπτο χέρι της λες κι ήθελε να διώξει την ιδέα. «Κάθε κοπέλα που έχει επιλεγεί μπορεί να φτιάξει τρεις μπάλες φωτιάς ταυτοχρόνως, κάτι που απαιτεί ελάχιστη παραπάνω Δύναμη. Δεν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος, αρκεί να βρίσκεται υπό την επίβλεψη κάποιας αδελφής, κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως. Έχω δει τον κατάλογο με τα ονόματα. Επιπλέον, ό,τι φτιάξουμε μέσα σε μία μέρα, θα είναι αρκετό για να ξεπληρώσει το στράτευμα για μια βδομάδα και παραπάνω, αλλά οι αδελφές από μόνες τους αδυνατούν να παράγουν τόσο πολλή ενέργεια». Αλληθωρίζοντας ελαφρά, φάνηκε να κοιτάει μέσα από την Τιάνα. Η λογοδιάρροιά δεν έπαψε στιγμή, ωστόσο έμοιαζε περισσότερο να μονολογεί. «Θα χρειαστεί να προσέξουμε πολύ τις πωλήσεις. Οι Θαλασσινές έχουν ακόρεστη όρεξη για κουεντιγιάρ, κι απ’ όσο ξέρουμε, υπάρχουν κάμποσα πλοιάριά τους στο Ίλιαν και στο Δάκρυ —οι εκεί ευγενείς είναι εξίσου πλεονέκτες— αλλά ακόμα κι οι άπληστες ορέξεις έχουν τα όριά τους. Εξακολουθώ να είμαι αναποφάσιστη για το αν πρέπει να γίνει μια μαζική παρουσίαση ή σταδιακή. Αργά ή γρήγορα, η τιμή του κουεντιγιάρ θ’ αρχίσει να πέφτει». Ξαφνικά, βλεφάρισε και κοίταξε έντονα πρώτα την Τιάνα κι έπειτα τη Σαλίτα, γέρνοντας το κεφάλι της στη μια πλευρά. «Καταλαβαίνετε ότι έχω δίκιο, έτσι;»

Η Σαλίτα την κοίταξε βλοσυρά κι ανασήκωσε το επώμιο στους ώμους της, ενώ η Τιάνα τίναξε τα χέρια της εκνευρισμένη. Η Εγκουέν διατήρησε την ψυχραιμία της. Αν μη τι άλλο, δεν αισθανόταν ντροπή που την επαινούσαν για κάποια από τις υποτιθέμενες ανακαλύψεις της. Εν αντιθέσει με όλες τις υπόλοιπες, με μοναδική εξαίρεση το Ταξίδεμα, η ανακάλυψη αυτή όντως της ανήκε, παρ’ όλο που η Μογκέντιεν είχε ανοίξει τον δρόμο πριν δραπετεύσει. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα πώς να φτιάξει κάτι —ή, τουλάχιστον, δεν είχε αποκαλύψει κάποια σχετική γνώση, όσο κι αν την είχε πιέσει η Εγκουέν, και την είχε πιέσει πολύ— αλλά η Μογκέντιεν δεν υπολειπόταν σε πλεονεξία, ενώ ακόμα και στην Εποχή των Θρύλων το κουεντιγιάρ αποτελούσε σημαντική πολυτέλεια. Η Εγκουέν γνώριζε αρκετά για την παρασκευή του, οπότε είχε καταφέρει να συμπεράνει τα υπόλοιπα. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα του ποιος διαμαρτυρόταν και πόσο έντονα, η ανάγκη για χρήματα σήμαινε ότι η παραγωγή κουεντιγιάρ έπρεπε να συνεχιστεί. Πάντως, όσον αφορούσε στην ίδια, όσο περισσότερο καθυστερούσαν οι πωλήσεις, τόσο το καλύτερο.

Η Σαρίνα χτύπησε με δύναμη τα χέρια της στο πίσω μέρος της σκηνής κι όλες γύρισαν απότομα τα κεφάλια τους προς το μέρος της. Η Κάιρεν κι η Ασμανάιλε στράφηκαν κι αυτές, κι η Γαλάζια παράτησε απότομα τις υφάνσεις, με αποτέλεσμα το κύπελλο ν’ αναπηδήσει με δύναμη στην επιφάνεια του τραπεζιού, αφήνοντας έναν μεταλλικό ήχο. Ένδειξη βαρεμάρας. Η διαδικασία μπορούσε να ξεκινήσει ξανά, αν κι ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβρεθεί το σωστό σημείο, και μερικές αδελφές άδραχναν την ευκαιρία για να κάνουν οτιδήποτε άλλο στη διάρκεια της μια ώρας που έπρεπε να περάσουν κάθε μέρα στη σκηνή, ή μέχρι να ολοκληρώσουν κάποια συγκεκριμένη διεργασία, εξαρτάται ποιο ερχόταν πρώτο. Υποτίθεται πως αυτό έπρεπε να τις κάνει να πασχίζουν πιο σκληρά για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, αλλά ήταν ελάχιστες αυτές που είχαν προχωρήσει τόσο μακριά.

«Μπόντχουιν, Νίκολα, πηγαίνετε στο επόμενο μάθημά σας», ανακοίνωσε η Σαρίνα. Δεν μιλούσε δυνατά, αλλά η φωνή της είχε μια δύναμη που την έκανε να ακούγεται ακόμα και πάνω από οχλαγωγία, πόσω μάλλον όταν στη σκηνή επικρατούσε ησυχία. «Μόλις που έχετε χρόνο να πλύνετε τα χέρια και τα πρόσωπά σας. Γρήγορα. Δεν νομίζω να θέλετε να δείτε αρνητικές αναφορές».

Η Μποντ —δηλαδή, η Μπόντχουιν— κινήθηκε αποφασιστικά και ζωηρά, αφήνοντας το σαϊντάρ και τοποθετώντας το μισοτελειωμένο της βραχιόλι από κουεντιγιάρ σ’ ένα από τα σεντούκια κατά μήκος του τοίχου για να το τελειώσει κάποια άλλη. Κατόπιν, μάζεψε τον μανδύα της. Ομορφούλα και στρογγυλομάγουλη, είχε κάνει τα μαλλιά της μια μακρόστενη μαύρη πλεξούδα, αν κι η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη πως είχε πάρει άδεια από τον Κύκλο των Γυναικών. Από την άλλη, είχε αφήσει πια πίσω της εκείνον τον κόσμο. Τραβώντας τα γάντια της καθώς έβγαινε βιαστικά από τη σκηνή, η Μποντ παρέμεινε χαμηλοβλεπούσα, χωρίς να ρίχνει ματιά προς την κατεύθυνση της Εγκουέν. Ήταν προφανές ότι δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο μια μαθητευόμενη δεν μπορούσε να συζητήσει με την έδρα της Άμερλιν όποτε επιθυμούσε, ακόμα κι αν είχαν μεγαλώσει μαζί.

Στην Εγκουέν θα άρεσε να μιλάει με την Μποντ και με μερικές από τις υπόλοιπες, αλλά μια Άμερλιν είχε να διδαχτεί κάποια πράγματα ακόμα. Η Άμερλιν είχε πολλά καθήκοντα, λίγους φίλους και καμία εύνοια. Επιπλέον, η παραμικρή νύξη κάποιας εύνοιας απέναντι στα κορίτσια των Δύο Ποταμών θα έκανε τη ζωή τους μίζερη ανάμεσα στις άλλες μαθητευόμενες. Ούτε εγώ θα ωφελούμουν απέναντι στην Αίθουσα, σκέφτηκε πικρόχολα. Ωστόσο, ευχήθηκε να αντιλαμβάνονταν την κατάσταση οι κοπέλες των Δύο Ποταμών.

Η άλλη μαθητευόμενη που είχε προσφωνήσει η Σαρίνα δεν άφησε τον πάγκο, ούτε έπαψε να διαβιβάζει. Τα μαύρα μάτια της Νίκολα άστραψαν προς το μέρος της Σαρίνα. «Θα ήμουν η καλύτερη αν με άφηναν να εξασκηθώ», μουρμούρισε σκυθρωπά. «Βελτιώνομαι μέρα τη μέρα. Το ξέρω. Μπορώ να Προβλέψω, ξέρεις». Λες και το ένα είχε σχέση με το άλλο. «Τιάνα Σεντάι, πες της ότι μπορώ να παραμείνω. Μπορώ να αποτελειώσω το μπολ πριν ξεκινήσει το επόμενο μάθημα, κι είμαι σίγουρη πως η Αντίν Σεντάι δεν θα νευριάσει αν αργήσω λιγάκι». Βέβαια, αν το μάθημά της ξεκινούσε σύντομα, θα αργούσε αρκετά, γιατί σίγουρα θα καθυστερούσε να αποτελειώσει το μπολ. Η προσπάθεια μίας ώρας εκ μέρους της είχε ως αποτέλεσμα να ασπρίσει μόλις το μισό φλιτζάνι.

Η Τιάνα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά πριν καλά-καλά προφέρει μια λέξη, η Σαρίνα ύψωσε ένα δάχτυλο και, μια στιγμή αργότερα, ένα δεύτερο. Η χειρονομία της θα πρέπει να είχε εξαιρετική σημασία, γιατί η Νίκολα χλώμιασε κι άφησε απότομα τις υφάνσεις της, αναπηδώντας τόσο γρήγορα που τράνταξε τον πάγκο, κάνοντας τις άλλες δύο μαθητευόμενες που τον μοιράζονταν μαζί της να της ρίξουν βλοσυρά βλέμματα. Ωστόσο, απορροφήθηκαν γρήγορα και πάλι από τη δουλειά τους, ενώ η Νίκολα έτρεξε σχεδόν να αφήσει το μισοτελειωμένο μπολ σ’ ένα σεντούκι πριν αδράξει τον μανδύα της. Προς μεγάλη έκπληξη της Εγκουέν, μια γυναίκα που δεν είχε προσέξει, ντυμένη μ’ ένα κοντό καφετί πανωφόρι και φαρδύ παντελόνι, αναπήδησε από το σημείο όπου βρισκόταν, στο ύφασμα του δαπέδου λίγο πιο πέρα από τα τραπέζια. Στραβοκοιτάζοντας όλες τις παριστάμενες με το κοφτερό γαλανό βλέμμα της, η Αράινα έτρεξε έξω από τη σκηνή στο κατόπι της Νίκολα· αυτές οι δύο γυναίκες ήταν η προσωποποίηση της δυσαρέσκειας και της δυσφορίας. Η Εγκουέν ανησύχησε βλέποντάς τες μαζί.

«Δεν ήξερα ότι επιτρέπεται στις φίλες να παρακολουθούν», σχολίασε. «Εξακολουθεί να προκαλεί προβλήματα η Νίκολα;» Η Νίκολα κι η Αράινα είχαν προσπαθήσει να την εκβιάσουν, όπως κι η Μυρέλ με τη Νισάο, αλλά δεν εννοούσε αυτό, κάτι που αποτελούσε ένα ακόμη μυστικό.

«Καλύτερα το κορίτσι να ’ναι φιλικό απέναντι στην Αράινα παρά σε κάποιον από τους σταβλίτες», απάντησε η Τιάνα ρουφώντας τη μύτη της. «Είχαμε, ξέρεις, δύο από δαύτες που έπιασαν παιδί, και δέκα ακόμα υποψήφιες εγκύους. Ωστόσο, το κορίτσι χρειάζεται κι άλλες φίλες. Αυτές θα κάνουν τη διαφορά».

Έκοψε τα λόγια της στη μέση καθώς δύο ακόμη λευκοντυμένες μαθητευόμενες μπήκαν βιαστικά στη σκηνή. Τσιρίζοντας, σταμάτησαν απότομα μόλις διαπίστωσαν ότι η Άες Σεντάι στεκόταν μπροστά τους. Κάνοντας βιαστικές υποκλίσεις, υποχώρησαν στο πίσω μέρος της σκηνής υπακούοντας σε μια χειρονομία της Τιάνα. Δίπλωσαν τους μανδύες τους πάνω σ’ έναν πάγκο κι έβγαλαν ένα εν μέρει ασπρισμένο κύπελλο και μια σχεδόν άσπρη κούπα από κάποιο σεντούκι.

Η Σαρίνα φρόντισε να στρωθούν στη δουλειά, μάζεψε τον μανδύα της και τον τοποθέτησε γύρω από τους ώμους της πριν πλησιάσει στη σκηνή. «Αν μου επιτρέπεις, Τιάνα Σεντάι», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση που λίγο απείχε από το να απευθύνεται σε ίση. «Μου είπαν να βοηθήσω με το μεσημεριανό σήμερα, και δεν ήθελα να έρθω σε αντιπαράθεση με τους μάγειρες». Τα μαύρα μάτια της κοίταξαν την Εγκουέν για μια στιγμή κι εκείνη ένευσε σαν να επιβεβαίωνε τα λόγια της.

«Πήγαινε, τότε», απάντησε κοφτά η Τιάνα. «Δεν θα μου άρεσε καθόλου ν’ ακούσω ότι μαστιγώθηκες επειδή άργησες».

Χωρίς το παραμικρό ίχνος εκνευρισμού, η Σαρίνα υποκλίθηκε ξανά —δίχως βιασύνη αλλά ούτε υπερβολή— προς την Τιάνα, τις Καθήμενες και την Εγκουέν, με μια φευγαλέα ματιά που ήταν μεν διαπεραστική αλλά πολύ σύντομη για να αποτελεί πρόκληση. Όταν η υφασμάτινη είσοδος έκλεισε πίσω της, η Τιάνα ξεφύσηξε εξοργισμένη.

«Η Νίκολα προκαλεί λιγότερα προβλήματα από μερικές-μερικές», σχολίασε με σκοτεινιασμένο βλέμμα κι η Τζάνυα κούνησε το κεφάλι της.

«Η Σαρίνα δεν προκαλεί προβλήματα, Τιάνα». Μίλησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αν και σιγανά, έτσι ώστε να μην ακουστεί στο πίσω μέρος της σκηνής. Οι διαφωνίες μεταξύ αδελφών δεν αναφέρονταν ποτέ μπροστά στις μαθητευόμενες, ειδικά όταν αφορούσαν σε κάποια μαθητευόμενη. «Γνωρίζει ήδη τους κανόνες καλύτερα απ’ οποιαδήποτε Αποδεχθείσα και ποτέ της δεν το παρακάνει. Δεν φυγοπονεί ακόμα και στις χειρότερες αγγαρείες, κι είναι η πρώτη που θα δώσει ένα χεράκι για να βοηθήσει κάποια μαθητευόμενη. Έτσι είναι η Σαρίνα και δεν αλλάζει. Μα το Φως, δεν μπορείς να επιτρέπεις σε μια μαθητευόμενη να σε φοβίζει».

Η Τιάνα σφίχτηκε και κάτι πήγε να πει γεμάτη θυμό, αλλά από τη στιγμή που η Τζάνυα άρχιζε την πολυλογία, δεν ήταν εύκολο ν’ ανταλλάξεις λόγια μαζί της. «Η Νίκολα, αντίθετα, προκαλεί διαφόρων ειδών προβλήματα, Μητέρα», είπε βιαστικά η Καφετιά αδελφή. «Από τότε που ανακαλύψαμε ότι διαθέτει το ταλέντο της Πρόβλεψης, δεν σταματάει να Προβλέπει δύο και τρεις φορές τη μέρα, μπορεί να σου το πει κι η ίδια. Ή, μάλλον, θα σου το πει η Αράινα. Η Νίκολα είναι αρκετά έξυπνη ώστε να ξέρει ότι όλοι γνωρίζουν πως δεν θυμάται τι λέει όταν Προβλέπει, αλλά η Αράινα φαίνεται να είναι πάντα παρούσα για να ακούει, να θυμάται και να τη βοηθάει να ερμηνεύει. Κάποια απ’ όσα λέει ανήκουν στην κατηγορία αυτών που θα μπορούσε να κατανοήσει οποιοσδήποτε μέσα στον καταυλισμό, όσο χαζός ή μωρόπιστος κι αν είναι —μάχες με τους Σωντσάν ή τους Άσα’μαν, μια φυλακισμένη Άμερλιν, ο Αναγεννημένος Δράκοντας να πραγματοποιεί εννέα απίθανα κατορθώματα, οράματα που θα μπορούσαν να περιγράφουν την Τάρμον Γκάι’ντον ή ένα χολερικό στομάχι— όλα τα υπόλοιπα, όμως, συμβαίνουν για να καταδείξουν ότι πρέπει να επιτραπεί στη Νίκολα να προχωρήσει γρηγορότερα στα μαθήματά της. Ανέκαθεν ήταν άπληστη σ’ αυτό το ζήτημα. Έχω την εντύπωση πως οι περισσότερες από τις άλλες μαθητευόμενες έχουν πάψει να την πιστεύουν».

«Επίσης, χώνει τη μύτη της παντού», παρενέβη η Σαλίτα, τη στιγμή που η Τζάνυα τής έδωσε την ευκαιρία. «Αυτή κι ο σταβλίτης τα συνηθίζουν κάτι τέτοια». Το πρόσωπό της παρέμενε ήρεμο και ψυχρό, ενώ η ίδια βάλθηκε να μετακινεί το επώμιο της σαν να αποτελούσε το κέντρο της προσοχής της, αλλά άρχισε να μιλάει λίγο πιο γρήγορα, λες και φοβόταν μήπως η Καφετιά ξανάπαιρνε το πάνω χέρι. «Μαστιγώθηκαν και οι δύο, επειδή κρυφάκουγαν κάποιες αδελφές. Εγώ η ίδια έπιασα στα πράσα τη Νίκολα να προσπαθεί να κρυφοκοιτάξει μία από τις περιοχές Ταξιδέματος. Μου είπε ότι ήθελε απλώς να δει μια πύλη ν’ ανοίγει, αλλά νομίζω πως προσπαθούσε να μάθει να υφαίνει. Την ανυπομονησία μπορώ να την καταλάβω, αλλά τον δόλο δεν τον υποφέρω. Δεν πιστεύω πλέον πως η Νίκολα θ’ αποκτήσει το επώμιο, κι έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι, ειλικρινά, μήπως θα έπρεπε να διωχθεί τώρα παρά αργότερα. Το βιβλίο των μαθητευομένων μπορεί να είναι ανοικτό για καθεμία», αποτελείωσε την πρότασή της με μια ανέκφραστη ματιά προς το μέρος της Εγκουέν, «αλλά δεν είμαστε αναγκασμένες να κατεβάσουμε εντελώς το επίπεδό μας».

Η Τιάνα την αγριοκοίταξε και σούφρωσε τα χείλη της πεισματικά, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τα λακκάκια της. Έδινε την εντύπωση μαθητευόμενης, λες και δεν φορούσε το επώμιο για περισσότερα από τριάντα χρόνια. «Όσο παραμένω Κυρά των Μαθητευομένων, η απόφαση για το αν θα φύγει ένα κορίτσι ή όχι είναι δική μου», είπε όλο έξαψη, «και δεν σκοπεύω να χάσω μια κοπέλα με τις δυνατότητες της Νίκολα». Η Νίκολα θα γινόταν πανίσχυρη στη Δύναμη κάποια μέρα. «Ή με τις δυνατότητες της Σαρίνα», πρόσθεσε μορφάζοντας, καθώς τα χέρια της ίσιωναν νευρικά τη φούστα της. Οι δυνατότητες της Σαρίνα ήταν εντυπωσιακές, ξεπερνώντας εκείνες οποιασδήποτε αδελφής στα χρονικά, ίσως ακόμα και της Νυνάβε. Κάποιες πίστευαν πως θα γινόταν κάτι περισσότερο από πανίσχυρη, αλλά αυτό δεν ήταν παρά εικασίες. «Αν σ’ ενοχλεί η Νίκολα, Μητέρα, μπορώ να φροντίσω επ’ αυτού».

«Απλώς ήμουν περίεργη», απάντησε προσεκτικά η Εγκουέν, ξεροκαταπίνοντας και καταπνίγοντας τον υπαινιγμό ότι η νεαρή γυναίκα κι η φίλη της θα έπρεπε να παρακολουθούνται στενά. Δεν ήθελε να μιλήσει για τη Νίκολα. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να πει ψέματα ή να αποκαλύψει διάφορα ζητήματα που δεν τολμούσε. Κρίμα που δεν είχε επιτρέψει στη Σιουάν να κανονίσει δύο ήσυχους θανάτους.

Το κεφάλι της τινάχτηκε από το σοκ που της προκάλεσε αυτή η σκέψη. Τόσο πολύ είχε προχωρήσει από το Πεδίο του Έμοντ; Ήξερε καλά ότι, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να διατάξει άντρες να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης, και πίστευε πως είχε τη δυνατότητα να διατάξει τον θάνατο κάποιου εφ’ όσον το επέβαλε η ανάγκη. Αν ένας θάνατος μπορούσε να αποτρέψει τον θάνατο χιλιάδων ή, έστω, εκατοντάδων, δεν θα ήταν σωστό να τον διατάξει; Ο κίνδυνος που αντιπροσώπευαν η Νίκολα κι η Αράινα, όμως, ήταν ότι θα μπορούσαν ν’ αποκαλύψουν μυστικά που θα έφερναν σε δύσκολη θέση την Εγκουέν αλ’Βέρ. Ναι, η Μυρέλ κι οι υπόλοιπες μπορεί να ήταν τυχερές και να τη γλίτωναν μ’ ένα απλό μαστίγωμα, αν και σίγουρα θα το θεωρούσαν ως κάτι παραπάνω από μια απλή ενόχληση, αλλά η ταλαιπωρία, όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν αποτελούσε ικανοποιητικό λόγο για σκοτωμούς.

Ξαφνικά, η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι ήταν συνοφρυωμένη κι ότι η Τιάνα με τις δύο Καθήμενες την κοιτούσαν, ενώ η Τζάνυα δεν δίσταζε να κρύψει την περιέργειά της πίσω από μια μάσκα γαλήνης. Για να καλυφθεί, η Εγκουέν πήγε προς το τραπέζι κι άρχισε να κοιτάει βλοσυρή την Κάιρεν και την Ασμανάιλε, οι οποίες είχαν στρωθεί ξανά στη δουλειά. Η ασπράδα στο φλιτζάνι της Ασμανάιλε είχε προχωρήσει κάπως, αλλά σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, η Κάιρεν την είχε προλάβει. Και κάτι παραπάνω, δηλαδή, μια και το κύπελλό της ήταν σχεδόν διπλάσιο από το φλιτζάνι της Ασμανάιλε.

«Η ικανότητα σου βελτιώνεσαι αισθητά, Κάιρεν», σχολίασε επιδοκιμαστικά η Εγκουέν.

Η Γαλάζια κοίταξε προς το μέρος της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το οβάλ πρόσωπό της ήταν η προσωποποίηση της ψυχρής ηρεμίας γύρω από αυτά τα παγερά γαλανά μάτια. «Δεν είναι τόσο θέμα ικανότητας, Μητέρα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να φτιάξεις τις υφάνσεις και να περιμένεις». Η τελευταία αυτή λέξη είχε μια χροιά δριμύτητας, και γι’ αυτό τον λόγο υπήρχε και κάποια διστακτικότητα εκ μέρους της απέναντι στη Μητέρα. Η Κάιρεν είχε σταλεί από το Σαλιντάρ σε μια πολύ σημαντική αποστολή που κατέληξε σε συντρίμμια —όχι από δικό της λάθος— κι είχε επιστρέψει στο Μουράντυ, βρίσκοντας τα πάντα άνω-κάτω κι ένα κορίτσι, το οποίο θυμόταν ως μαθητευόμενη, να φοράει το επιτραχήλιο της Άμερλιν. Τελευταία, η Κάιρεν έκανε αρκετή παρέα με τη Λελαίν.

«Όντως βελτιώνεται σε κάποια πράγματα», παρενέβη η Τζάνυα, με έκδηλη βλοσυρότητα προς τη Γαλάζια αδελφή. Η Τζάνυα ίσως ήταν σίγουρη, όσο οποιαδήποτε άλλη Καθήμενη, ότι η Αίθουσα σκόπευε να έχει μια μαριονέτα, εξ ου κι η Εγκουέν κατείχε το επιτραχήλιο κι ότι άξιζε τον ανάλογο σεβασμό. «Φυσικά, αμφιβάλλω κατά πόσον θα φτάσει τη Ληάνε, εκτός αν δείξει την αντίστοιχη αφοσίωση, πόσω μάλλον εσένα, Μητέρα. Ίσως τη φτάσει η νεαρή Μπόντχουιν, για την ακρίβεια. Προσωπικά, δεν θα μου άρεσε καθόλου να με ξεπεράσει μια μαθητευόμενη, αλλά υποθέτω πως μερικές δεν το βλέπουν έτσι». Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα φάνηκε στα μάγουλα της Κάιρεν κι η ματιά της έπεσε στο κύπελλο.

Η Τιάνα ρουθούνισε. «Η Μπόντχουιν είναι καλό κορίτσι, αλλά αναλώνεται σε γέλια και κουταμάρες με τις άλλες μαθητευόμενες, αντί να κοιτάει μήπως η Σα...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μήπως την παρακολουθούν. Χτες, αυτή μαζί με την Άλθυν Κόνλυ προσπάθησαν να φτιάξουν δύο πράγματα ταυτόχρονα, απλώς και μόνο για να δουν τι θα συμβεί, με αποτέλεσμα τα υλικά να συγχωνευθούν σ’ έναν συμπαγή όγκο. Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να πουληθεί, εκτός αν βρεις κάποιον που να θέλει ένα ζευγάρι φλιτζάνια, εν μέρει από σίδερο κι εν μέρει από κουεντιγιάρ, ενωμένα υπό γωνία. Το Φως μόνο ξέρει τι θα μπορούσαν να πάθουν οι κοπέλες. Φαίνεται πως δεν έπαθαν κάποια σοβαρή ζημιά, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί την επόμενη φορά;»

«Φρόντισε να μην υπάρξει επόμενη φορά», είπε αφηρημένα η Εγκουέν, έχοντας στραμμένη την προσοχή της στο φλιτζάνι της Κάιρεν. Η άσπρη γραμμή σκαρφάλωνε σταθερά. Όταν η Ληάνε είχε φτιάξει αυτή την ύφανση, το μαύρο σίδερο μετατράπηκε σε λευκό κουεντιγιάρ, λες και το έβλεπες να βυθίζεται γρήγορα μέσα σε γάλα. Για την ίδια την Εγκουέν, η αλλαγή ήταν γρηγορότερη κι από ένα βλεφάρισμα, με το μαύρο να γίνεται άσπρο σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η Κάιρεν με τη Ληάνε θα έκαναν καλή δουλειά, αλλά ακόμα κι η Ληάνε δεν ήταν αρκετά γρήγορη, ενώ η Κάιρεν χρειαζόταν χρόνο για να βελτιωθεί. Μέρες; Βδομάδες, ίσως; Όσο ήταν απαραίτητο, μια κι οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε καταστροφή, τόσο για τις γυναίκες που θα λάμβαναν μέρος, όσο και για τους άντρες που θα πέθαιναν πολεμώντας στους δρόμους της Ταρ Βάλον, ίσως δε και για τον ίδιο τον Πύργο. Ξαφνικά, η Εγκουέν χάρηκε που είχε εγκρίνει την πρόταση της Μπεόνιν. Αν έλεγε στην Κάιρεν γιατί έπρεπε να προσπαθήσει πιο σκληρά, μπορεί να την παρακινούσε να εντείνει τις προσπάθειές της, αλλά αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να κρατηθεί μυστικό μέχρι να έρθει η ώρα να το αποκαλύψει στον κόσμο.

Загрузка...