9 Ένα Σημάδι

Η Νυνάβε δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν βρει καλό μέρος για να στρατοπεδεύσουν, σ’ ένα αραιό σύδενδρο σε μια ράχη που έβλεπε ανατολικά, σκεπασμένο με πεσμένα φύλλα, ένα μόλις μίλι απόσταση από το Μαρντέσιν. Σκόρπια δένδρα σάουργκαμ και μια μικρή ιτιά με γερμένα κλαριά έκρυβαν το κάρο από το δρόμο και το χωριό κι ένα ποταμάκι πλάτους ενός μέτρου ερχόταν από μια βραχώδη προεξοχή κοντά στην κορυφή του υψώματος και κυλούσε σε μια λασπερή κοίτη διπλάσιου πλάτους. Το νερό τούς ήταν αρκετό. Μάλιστα, κάτω από τα δένδρα είχε περισσότερη δροσιά κι έπνεε μια ευπρόσδεκτη αύρα.

Όταν οι δύο άνδρες πότισαν τα ζωντανά και τα πεδίκλωσαν σε κατάλληλο σημείο, ώστε τα άλογα να βόσκουν στο γρασίδι της πλαγιάς, έριξαν ένα νόμισμα για να αποφασίσουν ποιος θα έπαιρνε το κοκαλιάρικο μουνούχι μέχρι το Μαρντέσιν προκειμένου να αγοράσει τα εφόδια που χρειάζονταν. Το πέταγμα του νομίσματος ήταν ένα “τελετουργικό” που είχαν καθιερώσει. Ο Θομ, που είχε σβέλτα δάχτυλα κι έκανε ταχυδακτυλουργικά, στην αρχή πάντα κέρδιζε όταν πετούσε το νόμισμα, κι έτσι τώρα είχε αναλάβει σε μόνιμη βάση αυτό το καθήκον ο Τζούιλιν.

Ο Θομ πάντως κέρδισε κι ενώ ξεσέλωνε τον Σκάλκερ, η Νυνάβε έχωσε το κεφάλι κάτω από το κάρο και με το μαχαίρι της σήκωσε μια σανίδα. Στην εσοχή, πλάι σε δύο μικρά επίχρυσα κουτιά που περιείχαν τα δώρα της Αμάθιρα, υπήρχαν αρκετά παραφουσκωμένα δερμάτινα πουγκιά γεμάτα νομίσματα. Η Πανάρχουσα είχε φανεί γενναιόδωρη και με το παραπάνω, επιθυμώντας να τις ξεφορτωθεί. Συγκριτικά, τα υπόλοιπα αντικείμενα ωχριούσαν: το μικρό σκούρο ξύλινο κουτί, που ήταν γυαλισμένο αλλά απλό, χωρίς σκαλίσματα, και το δερμάτινο πουγκί, που ήταν ακουμπισμένο επίπεδα και έδειχνε ένα δίσκο μέσα του. Το κουτί περιείχε τα δύο τερ’ανγκριάλ που είχαν ανακτήσει από το Μαύρο Άτζα, τα οποία αμφότερα σχετίζονταν με τα όνειρα, και το πουγκί... Ήταν το δώρο τους από το Τάντσικο. Μια από τις σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού.

Ήθελε πολύ να ξέρει τι θα προτιμούσε η Σιουάν Σάντσε να κάνουν, αν θα έπρεπε τώρα να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα, αλλά αυτή η σφραγίδα ήταν ο λόγος που η Νυνάβε βιαζόταν τόσο να φτάσουν στην Ταρ Βάλον. Ψάρεψε μερικά νομίσματα από τα χοντρά πουγκιά, αποφεύγοντας να αγγίξει το επίπεδο πουγκί· όσο πιο πολύ το είχε στην κατοχή της, τόσο περισσότερο επιθυμούσε να το παραδώσει στην Άμερλιν και να ξεμπερδέψει. Μερικές φορές, όταν ήταν κοντά στο δίσκο, της φαινόταν ότι ένιωθε τον Σκοτεινό να προσπαθεί να βγει.

Ξεπροβόδισε τον Θομ με μια χούφτα ασήμι και τον πρότρεψε με έμφαση να βρει φρούτα και λαχανικά· οι άνδρες ήταν ικανοί να μην αγοράσουν τίποτα άλλο εκτός από κρέας και φασόλια, αν δεν τους το θύμιζες. Έκανε μια γκριμάτσα βλέποντας τον Θομ να κουτσαίνει, καθώς οδηγούσε το άλογο στο δρόμο· ήταν ένα παλιό τραύμα και τώρα δεν γινόταν τίποτα, έτσι είχε πει η Μουαραίν. Αυτό την πίκραινε, όσο και η ίδια η χωλότητά του. Δεν γινόταν τίποτα.

Όταν είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς, το είχε κάνει με σκοπό να προστατεύσει τα νεαρά παιδιά του χωριού της, που τα είχε αρπάξει μέσα στη νύχτα μια Άες Σεντάι. Είχε πάει στον Πύργο ελπίζοντας ακόμα ότι με κάποιον τρόπο θα τα προφύλαγε, κι επιπλέον φιλοδοξώντας να τιμωρήσει τη Μουαραίν για την πράξη της. Ο κόσμος είχε αλλάξει από τότε. Ή ίσως τώρα η Νυνάβε έβλεπε τον κόσμο διαφορετικά. Όχι, δεν άλλαξα εγώ. Εγώ ίδια είμαι· όλα τα άλλα διαφέρουν.

Τώρα, μόλις που μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της. Ο Ραντ ήταν ό,τι ήταν, κι αυτό δεν άλλαζε· η Εγκουέν ακολουθούσε πρόθύμα το δρόμο της και δεν θα άφηνε κανέναν να τη σταματήσει, ακόμα κι αν ο δρόμος της κατέληγε σε γκρεμό· ο Ματ είχε μάθει να νοιάζεται μόνο για τις γυναίκες, το ξεφάντωμα και τον τζόγο. Η Νυνάβε είχε καταλήξει να συμπονά μερικές φορές τη Μουαραίν, προς μεγάλη αηδία της. Τουλάχιστον ο Πέριν είχε ξαναγυρίσει στην πατρίδα. Κάτι τέτοιο είχε ακούσει από την Εγκουέν, που της μετέφερε τα λόγια του Ραντ· ίσως ο Πέριν ήταν ασφαλής.

Το να κυνηγάς το Μαύρο Άτζα ήταν καλό και σωστό και ικανοποιητικό― κι επίσης τρομακτικό, παρ’ όλο που αυτό το τελευταίο προσπαθούσε να το κρύβει· ήταν μεγάλη γυναίκα, όχι κοριτσόπουλο που ήθελε να κρυφτεί στην ποδιά της μάνας της ― όμως δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος που συνέχιζε να χτυπά με το κεφάλι εκείνον τον τοίχο, που συνέχιζε να μαθαίνει με κόπο τη χρήση της Δύναμης, ενώ συνήθως ήταν ανίκανη να διαβιβάσει περισσότερο απ’ όσο ο Θομ. Ο λόγος ήταν το Ταλέντο που λεγόταν Θεραπεία. Ως Σοφία του Πεδίου του Έμοντ, ένιωθε ικανοποίηση όταν έκανε τον Κύκλο των Γυναικών να συμμεριστεί την άποψή της —κι ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι οι γυναίκες που τον απάρτιζαν βρίσκονταν ως επί το πλείστον στην ηλικία της μητέρας της· δίχως να τη χωρίζουν πολλά χρόνια από την Ηλαίην, η Νυνάβε ήταν η νεότερη Σοφία που είχαν ποτέ οι Δύο Ποταμοί― και ακόμα περισσότερη όταν επιτέλους το Συμβούλιο του Χωριού έκανε αυτό που έπρεπε, παρ’ όλο που ήταν όλοι τους πεισματάρηδες άνδρες. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση όμως ήταν όταν έβρισκε τον κατάλληλο συνδυασμό βοτάνων για να θεραπεύσει μια ασθένεια. Το να Θεραπεύεις με τη Μία Δύναμη... Το είχε κάνει, ψηλαφώντας στα τυφλά, θεραπεύοντας ό,τι δεν θεραπευόταν με τις άλλες δεξιότητές της. Η χαρά που ένιωθε τότε της έφερνε δάκρυα. Σκοπός της ήταν μια μέρα να Θεραπεύσει τον Θομ και να τον δει να χορεύει. Μια μέρα θα θεράπευε ακόμα και τη λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ. Σίγουρα δεν υπήρχε τίποτα που να μην θεραπεύεται, αν η γυναίκα που χειριζόταν τη Δύναμη το είχε βάλει σκοπό της.

Όταν έχασε από τα μάτια της τον Θομ, γύρισε και είδε ότι η Ηλαίην είχε γεμίσει τον κουβά που συνήθως κρεμόταν κάτω από το κάρο και είχε γονατίσει για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπό της, ενώ μια πετσέτα ήταν τυλιγμένη γύρω από τους ώμους της για να μην βραχεί το φόρεμα της. Η Νυνάβε είχε μεγάλη επιθυμία να κάνει το ίδιο. Συχνά δεν είχαν άλλο νερό εκτός από κείνο που είχαν στα βαρέλια που ήταν δεμένα στο κάρο, το οποίο το χρειάζονταν για να πίνουν και να μαγειρεύουν, όχι για να πλένονται.

Ο Τζούιλιν καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια ρόδα του κάρου και το ραβδί του, από ανοιχτόχρωμο ξύλο πάχους όσο ο αντίχειράς του ήταν γερμένο πλάι του. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο, το χαζό εκείνο καπέλο έγερνε ετοιμόρροπο πάνω από τα μάτια του, αλλά η Νυνάβε αμφέβαλλε αν κανείς, έστω και άνδρας, μπορούσε να κοιμηθεί τέτοια ώρα το πρωί. Υπήρχαν πράγματα που ο Θομ και ο Τζούιλιν αγνοούσαν, πράγματα που ήταν καλύτερο να τα αγνοούν.

Το χοντρό χαλί των πεσμένων φύλλων των σάουργκαμ έτριξε, καθώς η Νυνάβε καθόταν πλάι στην Ηλαίην. «Λες όντως να έπεσε το Τάντσικο;» Η άλλη γυναίκα, καθώς έτριβε μ’ ένα σαπουνισμένο πανί το πρόσωπό της, δεν απάντησε. Η Νυνάβε ξαναπροσπάθησε. «Νομίζω ότι οι “Άες Σεντάι” που είπε ο Λευκομανδίτης ήμασταν εμείς».

«Ίσως». Η φωνή της Ηλαίην ήταν ψυχρή, σαν να εξήγγειλε κάτι από το θρόνο. Τα μάτια της ήταν γαλάζιος πάγος. Δεν κοίταξε τη Νυνάβε. «Και ίσως οι αναφορές για τις πράξεις μας μπερδεύτηκαν με άλλες φήμες. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο, αν το Τάραμπον αποκτούσε καινούριο βασιλιά και καινούρια πανάρχουσα».

Η Νυνάβε συγκράτησε τα νεύρα της και δεν άφησε τα χέρια της να πλησιάσουν την πλεξούδα της. Αντιθέτως, σφίχτηκαν στα γόνατά της. Θέλεις να μπαλώσεις την κατάσταση. Μέτρα τα λόγια σου. «Η Αμάθιρα ήταν δύσκολη γυναίκα, αλλά δεν θα επιθυμούσα το κακό της. Εσύ;»

«Όμορφη γυναίκα», είπε ο Τζούιλιν, «ειδικά όταν φορούσε ρούχα Ταραμπονέζα υπηρετριούλας, μ’ όμορφο χαμόγελο. Μου φάνηκε ότι―» Είδε την Ηλαίην και τη Νυνάβε να τον κοιτάζουν, και κατέβασε βιαστικά το καπέλο του, κάνοντας ότι κοιμόταν. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν και η Νυνάβε κατάλαβε ότι η Ηλαίην σκεφτόταν το ίδιο μ’ αυτήν. Ανδρες.

«Ό,τι κι αν έπαθε η Αμάθιρα, Νυνάβε, τώρα είναι μακριά μας». Ο τόνος της Ηλαίην ήταν πιο φυσιολογικός. Οι κινήσεις της με το πανί έγιναν πιο αργές. «Της εύχομαι ό,τι καλύτερο, αλλά κυρίως ελπίζω να μην είναι πίσω μας το Μαύρο Άτζα. Εννοώ να μην μας ακολουθεί».

Ο Τζούιλιν ανασάλεψε ανήσυχα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι· ακόμα δεν είχε χωνέψει το ότι οι Μαύρες Άες Σεντάι υπήρχαν και δεν ήταν απλώς μια ιστορία που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα.

Θα πρέπει να είναι ευτυχισμένος που δεν γνωρίζει ό,τι κι εμείς. Η Νυνάβε παραδέχτηκε ότι η σκέψη της δεν ήταν τελείως λογική, αλλά, αν ήξερε ότι οι Αποδιωγμένοι το είχαν σκάσει, τότε ακόμα και η ανόητη εντολή που είχε λάβει από τον Ραντ να προσέχει τη Νυνάβε και την Ηλαίην δεν θα τον εμπόδιζε να το βάλει στα πόδια. Πάντως, ώρες-ώρες ήταν χρήσιμος. Και αυτός και ο Θομ. Τον Θομ τους τον είχε φορτώσει η Μουαραίν και ο άνθρωπος ήξερε πολλά για τον κόσμο, παρ’ όλο που ήταν απλός βάρδος.

«Αν μας ακολουθούσαν, θα μας είχαν πιάσει ως τώρα». Αυτό ήταν σίγουρα αληθινό, τόσο αργά που πήγαιναν συνήθως τα κάρα. «Με τη βοήθεια της τύχης, ακόμα δεν θα ξέρουν ποιες είμαστε».

Η Ηλαίην ένευσε με σκοτεινό βλέμμα, αλλά τώρα ήταν ο παλιός εαυτός της, και ξέπλυνε το πρόσωπό της. Όταν έβαζε στο μυαλό της κάτι, ήταν χειρότερη κι από τις γυναίκες των Δύο Ποταμών. «Η Λίαντριν και οι κολλητές της σίγουρα το έσκασαν από το Τάντσικο. Μπορεί όλες τους. Κι ακόμα δεν ξέρουμε ποια δίνει διαταγές στο Μαύρο Άτζα μέσα από το Λευκό Πύργο. Όπως θα έλεγε ο Ραντ, πρέπει να το κάνουμε, Νυνάβε».

Άθελά της, η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν αλήθεια ότι είχαν μια λίστα με έντεκα ονόματα, αλλά από τη στιγμή που θα επέστρεφαν στον Πύργο, οποιαδήποτε Άες Σεντάι έβρισκαν μπροστά τους μπορούσε να ανήκει στο Μαύρο Άτζα. Ή οποιαδήποτε συναντούσαν στο δρόμο. Φυσικά, ο καθένας που συναντούσαν θα μπορούσε να είναι Σκοτεινόφιλος, όμως δεν ήταν ίδιο πράγμα, ούτε κατά διάνοια.

«Πιο πολύ από το Μαύρο Άτζα», συνέχισε η Ηλαίην, «ανησυχώ για τη Μο―» Η Νυνάβε της ακούμπησε γοργά το μπράτσο κι έκανε ένα μικρό νεύμα με το κεφάλι προς τον Τζούιλιν. Η Ηλαίην έβηξε και συνέχισε, σαν να ήταν ο βήχας ο λόγος που είχε σταματήσει να μιλάει. «Για τη μητέρα μου. Δεν έχει λόγους να σε συμπαθήσει, Νυνάβε. Το αντίθετο μάλιστα».

«Είναι πολύ μακριά από δω». Η Νυνάβε χάρηκε που η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν μιλούσαν για τη μητέρα της Ηλαίην, αλλά για την Αποδιωγμένη, την οποία είχε νικήσει. Ένα μέρος του εαυτού της ευχόταν να ήταν μακριά τους η Μογκέντιεν. Πολύ μακριά.

«Μα αν είναι κοντά;»

«Δεν είναι», είπε με σιγουριά η Νυνάβε, αλλά ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους. Ένα μέρος του εαυτού της θυμόταν τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί στα χέρια της Μογκέντιεν κι επιθυμούσε πάνω απ’ όλα να την αντιμετώπιζε ξανά, να την νικούσε ξανά, αυτή τη φορά οριστικά. Όμως, τι θα συνέβαινε, αν η Μογκέντιεν την αιφνιδίαζε, αν την πλησίαζε, ενώ η Νυνάβε δεν θα ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να μπορεί να διαβιβάσει; Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για όλους τους Αποδιωγμένους, όπως και για όλες τις Μαύρες αδελφές, αλλά μετά τον καυγά τους στο Τάντσικο, η Μογκέντιεν είχε λόγους να τη μισεί προσωπικά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστη η σκέψη ότι μια Αποδιωγμένη ήξερε το όνομά σου και μάλλον ήθελε το κεφάλι σου στο πιάτο. Είναι καθαρή δειλία αυτό, σκέφτηκε αυστηρά. Δεν είσαι δειλή και δεν θα φερθείς σαν δειλή! Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να νιώθει μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά της κάθε φορά που σκεφτόταν τη Μογκέντιεν, θαρρείς και η γυναίκα ήταν πίσω της και την κοίταζε.

«Τι να πω, φαίνεται ότι έχω γίνει νευρική, επειδή συνέχεια κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου μήπως δω ληστές», είπε η Ηλαίην σαν να μην έτρεχε τίποτα, ενώ σκούπιζε το πρόσωπό της με την πετσέτα. «Και, να σου πω, μερικές φορές τώρα τελευταία που ονειρεύομαι, έχω την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί».

Η Νυνάβε τινάχτηκε, σαν να είχε επαναλάβει η Ηλαίην αυτό που σκεφτόταν και η ίδια, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι το “ονειρεύομαι” είχε ειπωθεί με κάποια έμφαση. Δεν ήταν οποιαδήποτε όνειρα, αλλά Τελ’αράν’ριοντ. Κάτι ακόμα που οι άνδρες δεν γνώριζαν. Η Νυνάβε είχε την ίδια αίσθηση, αλλά βέβαια ένιωθες συχνά αόρατα μάτια στον Κόσμο των Ονείρων. Ήταν μια άσχημη αίσθηση, αλλά το είχαν ξανασυζητήσει κι άλλοτε.

Πήρε ανάλαφρο τόνο. «Πάντως, η μητέρα σου δεν είναι στα όνειρά μας, Ηλαίην, αλλιώς θα μας είχε πιάσει από το αυτί». Η Μογκέντιεν μάλλον θα τις βασάνιζε τόσο που θα εκλιπαρούσαν το θάνατο. Ή θα ετοίμαζε έναν κύκλο από δεκατρείς Μαύρες αδελφές και δεκατρείς Μυρντράαλ· έτσι θα σε μπορούσε να σε στρέψει στη Σκιά ενάντια στη θέληση σου, να σε δεσμεύσει με τον Σκοτεινό. Ίσως μάλιστα αυτό να μπορούσε να το κάνει η Μογκέντιεν μόνη της... Μην γίνεσαι γελοία, κορίτσι μου! Αν μπορούσε, θα το είχε κάνει. Δεν θυμάσαι ότι τη νίκησες;

«Ελπίζω όχι», αποκρίθηκε ήρεμα η άλλη.

«Τι θα γίνει, θα με αφήσεις να πλυθώ;» ρώτησε εκνευρισμένη η Νυνάβε. Καλά έκανε και την καθησύχαζε, αλλά δεν χρειαζόταν να συζητάνε τόσο για τη Μογκέντιεν. Η Αποδιωγμένη πρέπει να ήταν κάπου μακριά· δεν θα τις είχε αφήσει να έρθουν απρόσκοπτα ως εδώ, αν ήξερε πού βρίσκονταν. Το Φως να δώσει να είναι αυτό αλήθεια!

Η Ηλαίην άδειασε και ξαναγέμισε η ίδια τον κουβά. Συνήθως ήταν πολύ καλή κοπέλα, όταν θυμόταν ότι δεν βρισκόταν στο Βασιλικό Παλάτι του Κάεμλυν. Κι όταν δεν χαζολογούσε. Η Νυνάβε θα το φρόντιζε αυτό μόλις επέστρεφε ο Θομ.

Με το που η Νυνάβε είχε πλέον απολαύσει την καθαριότητά της, πλένοντας αργά και δροσιστικά το πρόσωπο και τα χέρια της, νοικοκύρεψε την κατασκήνωσή τους και έβαλε τον Τζούιλιν να σπάσει τα ξερά κλαριά των δένδρων, ώστε να τα έχουν έτοιμα για τη φωτιά. Όταν επέστρεψε ο Θομ με δύο ψάθινα καλάθια κρεμασμένα στην πλάτη του αλόγου του, οι κουβέρτες της Νυνάβε και της Ηλαίην βρίσκονταν απλωμένες κάτω από το κάρο, ενώ των ανδρών κάτω από τα κρεμάμενα κλαδιά μιας ιτιάς που έφτανε σε ύψος τα έξι μέτρα, υπήρχε μια καλή στοίβα ξύλα για τη φωτιά, η τσαγιέρα κρύωνε πλάι στις στάχτες της φωτιάς σ’ έναν κύκλο απ’ όπου είχαν μαζέψει τα φύλλα, και τα χοντρά πήλινα κύπελλα ήταν πλυμένα. Ο Τζούιλιν γκρίνιαζε και μονολογούσε, καθώς κουβαλούσε νερό από το ποταμάκι για να ξαναγεμίσει τα βαρέλια. Η Νυνάβε, από τα λίγα αποσπάσματα που άκουγε καθαρά, χαιρόταν που τα έλεγε μέσα από τα δόντια του. Η Ηλαίην, που καθόταν ισορροπώντας σ’ ένα ρυμό του κάρου, μετά βίας έκρυβε την προσπάθειά της να διακρίνει τα λόγια του, Και οι δύο γυναίκες είχαν βάλει καθαρά φορέματα στην άλλη μεριά του κάρου και κατά τύχη είχαν αλλάξει μεταξύ τους τα χρώματα των προηγούμενων.

Ο Θομ έβαλε πέδικλα στα μπροστινά πόδια του μουνουχιού, κατέβασε με ευκολία τα βαριά καλάθια και τα άνοιξε. «Το Μαρντέσιν δεν είναι πλούσιο όσο δείχνει από μακριά». Άφησε στο χώμα ένα διχτάκι με μικρά μήλα κι ένα άλλο που είχε ένα είδος πράσινων λαχανικών όλο φύλλα. «Τώρα που διακόπηκε το εμπόριο με το Τάραμπον, η πόλη μαραζώνει». Τα υπόλοιπα ψώνια ήταν σακιά με ξερά φασόλια και γογγύλια, κι επίσης παστά χοιρομέρια και βοδινό κρέας συντηρημένο με πιπέρι. Και μια γκρίζα πήλινη φιάλη σφραγισμένη με κερί, που η Νυνάβε ήταν σίγουρη πως περιείχε μπράντυ· οι άνδρες παραπονούνταν που δεν είχαν κατιτίς ακόμα, όσο κάπνιζαν τις πίπες τους τα δειλινά. «Δεν κάνεις βήμα χωρίς να δεις Λευκομανδίτες. Η φρουρά έχει καμιά πενηνταριά από δαύτους και ο στρατώνας βρίσκεται στην άλλη μεριά της γέφυρας, πίσω από το λόφο στην πέρα άκρη της πόλης. Είχε πολύ περισσότερους άνδρες, όμως φαίνεται ότι ο Πέντρον Νάιαλ μαζεύει από παντού Λευκομανδίτες για να τους στείλει στο Άμαντορ». Χάιδεψε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων το μακρύ μουστάκι του και στάθηκε συλλογισμένος για λίγο. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκαρώνει». Ο Θομ δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσε η άγνοια· συνήθως του αρκούσαν μερικές ώρες σ’ ένα καινούριο μέρος για να ξετρυπώσει τα παιχνίδια μεταξύ Οίκων ευγενών και Οίκων εμπόρων, τις συμμαχίες και τις μηχανορραφίες και τις πλεκτάνες που αποτελούσαν το λεγόμενο Παιχνίδι των Οίκων. «Όλες οι φήμες λένε ότι ο Νάιαλ προσπαθεί να σταματήσει έναν πόλεμο μεταξύ του Ίλιαν και της Αλτάρα. Ή μεταξύ του Ίλιαν και του Μουράντυ. Δεν υπάρχει λόγος να συγκεντρώνει τους στρατιώτες του εκεί. Ένα έχω να σου πω όμως. Ό,τι και να λέει εκείνος ο υπολοχαγός, τα τρόφιμα που στέλνονται στο Τάραμπον πληρώνονται από το Φόρο του Βασιλιά, κι ο κόσμος είναι δυσαρεστημένος. Δεν θέλουν να ταΐζουν τους Ταραμπονέζους».

«Δεν μας αφορούν ο Βασιλιάς Άιλρον και ο Άρχοντας Διοικητής», είπε η Νυνάβε, ενώ κοίταζε εξεταστικά όσα είχε κουβαλήσει. Τρία παστά χοιρομέρια! «Θα περάσουμε όσο πιο γρήγορα και διακριτικά μπορούμε από την Αμαδισία. Ίσως η Ηλαίην κι εγώ σταθούμε τυχερότερες από σένα, αν ψάξουμε για λαχανικά. Θέλεις να πάμε μια βολτούλα, Ηλαίην;»

Η Ηλαίην σηκώθηκε αμέσως, έσιαξε το γκρίζο φουστάνι της και πήρε το καπέλο της από το κάρο. «Είναι ό,τι πρέπει μετά το σκληρό κάθισμα του κάρου. Ίσως να ήταν διαφορετικά, αν ο Θομ και ο Τζούιλιν με άφηναν να ιππεύω πιο συχνά τον Σκάλκερ». Το καλό ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είχε κοιτάξει κοκέτικα τον γέρο-βάρδο.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν αλληλοκοιτάχτηκαν και ο Δακρυνός ληστοκυνηγός έβγαλε ένα νόμισμα από την τσέπη του σακακιού του, όμως η Νυνάβε τον πρόφτασε, προτού το πετάξει. «Μια χαρά θα πάμε μόνες μας. Αποκλείεται να μπλέξουμε σε φασαρίες με τόσους Λευκομανδίτες να επιβάλλουν την τάξη». Φόρεσε το καπέλο της, έδεσε τη μαντήλα κάτω από το σαγόνι της και τους κοίταξε αυστηρά. «Πέραν τούτου, όλα αυτά τα πράγματα που έφερε ο Θομ πρέπει να μπουν στη θέση τους». Οι δύο άνδρες ένευσαν· αργά και απρόθυμα μεν, αλλά ένευσαν. Μερικές φορές παραέπαιρναν στα σοβαρά το ρόλο του υποτιθέμενου προστάτη.

Εκείνη και η Ηλαίην είχαν φτάσει στον άδειο δρόμο και προχωρούσαν στην άκρη του, πλάι στο αραιό γρασίδι για να μην σηκώνουν σκόνη, και μόνο τότε η Νυνάβε ξεκαθάρισε στο μυαλό της πώς να θίξει αυτό που ήθελε να πει. Προτού όμως ανοίξει το στόμα, η Ηλαίην της είπε, «Προφανώς θέλεις να μου μιλήσεις κατ’ ιδίαν, Νυνάβε, Αφορά στη Μογκέντιεν;»

Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της και τη λοξοκοίταξε. Δεν έπρεπε να ξεχνά ότι η Ηλαίην δεν ήταν χαζή. Απλώς έτσι φερόταν. Η Νυνάβε αποφάσισε να μην αφήσει τα νεύρα της να ξεσπάσουν· τυχόν καυγάς θα επιδείνωνε την ήδη δύσκολη συζήτηση. «Δεν είναι αυτό, Ηλαίην». Η κοπέλα πίστευε ότι έπρεπε να προσθέσουν και τη Μογκέντιεν στη λίστα εκείνων που κυνηγούσαν· απ’ ό,τι φαινόταν, δεν καταλάβαινε τη διαφορά μεταξύ μιας Αποδιωγμένης και της Λίαντριν, παραδείγματος χάρη, ή της Τσέσμαλ. «Σκέφτηκα ότι θα ’πρεπε να συζητήσουμε τη συμπεριφορά σου απέναντι στον Θομ».

«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις», απάντησε η Ηλαίην, κοιτώντας ευθεία μπροστά της κατά την πόλη, όμως το ξαφνικό κοκκίνισμα στα μάγουλά της τη διέψευδε.

«Όχι μόνο είναι αρκετά μεγάλος για να ’ναι πατέρας σου και παραπάνω, αλλά―»

«Δεν είναι ο πατέρας μου!» ξέσπασε η Ηλαίην. «Ο πατέρας μου ήταν ο Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ, Πρίγκιπας της Καιρχίν και Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού του Άντορ!» Έσιαξε το καπέλο της, που δεν είχε στραβώσει, και συνέχισε μιλώντας πιο ήρεμα, όμως όχι πολύ πιο ήρεμα. «Με συγχωρείς, Νυνάβε. Δεν ήθελα να βάλω τις φωνές».

Συγκρατήσου, θύμισε η Νυνάβε στον εαυτό της. «Νόμιζα ότι είσαι ερωτευμένη με τον Ραντ», είπε, δίνοντας τρυφερή χροιά στη φωνή της. Δεν ήταν εύκολο. «Έτσι έλεγαν πάντως τα μηνύματα που με έβαλες να στείλω στην Εγκουέν γι’ αυτόν. Φαντάζομαι πως κι εσύ της λες τα ίδια».

Το πρόσωπο της άλλης γυναίκας κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Τον αγαπώ, όμως... Είναι πολύ μακριά, Νυνάβε. Είναι στην Ερημιά, κυκλωμένος από χίλιες Κόρες του Δόρατος που τρέχουν να κάνουν το θέλημά του. Δεν μπορώ να τον δω, να του μιλήσω, να τον αγγίξω». Η φωνή της στο τέλος είχε γίνει ψίθυρος.

«Δεν πιστεύω να φαντάζεσαι ότι θα βρει καμιά Κόρη», έκανε απορημένη η Νυνάβε. «Είναι άνδρας, αλλά δεν είναι τόσο ρηχός, κι, εκτός αυτού, αν κοίταζε με άλλο μάτι κάποια Κόρη, αυτή θα τον κάρφωνε με το δόρυ, κι ας είναι από την Αυγή και τα λοιπά. Τέλος πάντων, η Εγκουέν λέει ότι η Αβιέντα σού τον φυλάει».

«Το ξέρω, αλλά... έπρεπε να του είχα δείξει στα σίγουρα ότι τον αγαπώ». Μιλούσε με αποφασισμένο τόνο. Και ανήσυχο. «Έπρεπε να του το είχα πει».

Η Νυνάβε σχεδόν δεν είχε κοιτάξει άλλον άνδρα πριν από τον Λαν, τουλάχιστον όχι στα σοβαρά, αλλά ως Σοφία είχε δει και είχε μάθει πολλά· από τις παρατηρήσεις της προέκυπτε ότι δεν υπήρχε πιο σίγουρος τρόπος να κάνεις έναν άνδρα να το βάλει στα πόδια, εκτός αν το «σ’ αγαπώ» το έλεγε πρώτα εκείνος.

«Νομίζω ότι η Μιν είχε μια θέαση», συνέχισε η Ηλαίην. «Με μένα και τον Ραντ. Πάντα αστειευόταν ότι πρέπει να τον μοιραστούμε, αλλά νομίζω ότι δεν ήταν αστείο και πως δεν είχε το θάρρος να πει τι στ’ αλήθεια είχε δει».

«Αυτό είναι εξωφρενικό». Οπωσδήποτε ήταν εξωφρενικό. Αν και στο Δάκρυ η Αβιέντα της είχε μιλήσει για ένα ελεεινό Αελίτικο έθιμο... Εσύ μοιράζεσαι τον Λαν με τη Μουαραίν, ψιθύρισε μια φωνούλα. Δεν είναι το ίδιο πράγμα! της απάντησε απότομα. «Είσαι σίγουρη ότι ήταν από τα οράματα που βλέπει η Μιν;»

«Ναι. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη, όμως όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ βεβαιώνομαι. Αστειευόταν γι’ αυτό τόσο συχνά, ώστε αποκλείεται να σήμαινε κάτι άλλο».

Πάντως, ό,τι κι αν είχε δει η Μιν, ο Ραντ δεν ήταν Αελίτης. Ίσως βέβαια να είχε Αελίτικο αίμα, όπως ισχυρίζονταν οι Σοφές, αλλά είχε μεγαλώσει στους Δύο Ποταμούς, και η Νυνάβε δεν θα καθόταν άπραγη αφήνοντάς τον να υιοθετήσει τους πονηρούς τρόπους των Αελιτών. Ούτε και η Ηλαίην θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. «Αυτός είναι ο λόγος που―» δεν θα έλεγε πέφτεις στην αγκαλιά του «-πειράζεις τον Θομ;»

Η Ηλαίην τη λοξοκοίταξε και τα μάγουλά της είχαν ξανακοκκινίσει. «Χίλιες λεύγες μας χωρίζουν, Νυνάβε. Νομίζεις ότι ο Ραντ αποφεύγει να κοιτάξει άλλες γυναίκες; “Ο άνδρας είναι άνδρας, είτε στο θρόνο είτε στο χοιροστάσιο”». Είχε μεγάλο απόθεμα από παροιμίες που της είχε μάθει η παραμάνα της, μια μυαλωμένη γυναίκα ονόματι Λίνι· η Νυνάβε ευχόταν να τη γνώριζε κάποια μέρα.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φλερτάρεις μόνο και μόνο επειδή ίσως αυτό κάνει ο Ραντ». Απέφυγε να μνημονεύσει πάλι την ηλικία του Θομ. Ο Λαν είναι αρκετά μεγάλος για να ’ναι πατέρας σου, μουρμούρισε εκείνη η φωνούλα. Αγαπάω τον Λαν. Αν έβρισκα τρόπο να τον γλιτώσω από τη Μουαραίν... Δεν είναι αυτό το θέμα τώρα! «Ο Θομ είναι άνθρωπος με μυστικά, Ηλαίην. Μην ξεχνάς ότι η Μουαραίν τον έστειλε μαζί μας. Ό,τι κι αν είναι, σίγουρα δεν πρόκειται για έναν απλό βάρδο που τριγυρνά στα χωριά».

«Ήταν σπουδαίος άνθρωπος κάποτε», είπε μαλακά η Ηλαίην. «Θα μπορούσε να ήταν ακόμα σπουδαιότερος, με εξαίρεση τον έρωτα».

Ακούγοντάς το αυτό, η Νυνάβε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο τα νεύρα της. Όρμηξε στην κοπέλα, αρπάζοντάς την από τους ώμους. «Ο άνθρωπος δεν ξέρει αν πρέπει να σου δώσει ένα χέρι ξύλο ή... ή... αν πρέπει να τρέξει και να κρυφτεί!»

«Το ξέρω». Η Ηλαίην αναστέναξε δυστυχισμένα. «Μα δεν ξέρω τι άλλο να κάνω».

Η Νυνάβε έτριξε τα δόντια της για να μην της ρίξει καμία ανάποδη. «Αν σε άκουγε η μητέρα σου, θα έστελνε τη Λίνι να σε πάρει πίσω στο παιδικό σου δωμάτιο!»

«Δεν είμαι πια παιδί, Νυνάβε». Η φωνή της Ηλαίην ήταν τεταμένη και τα μάγουλά της ήταν κόκκινα, αλλά όχι από ντροπή. «Είμαι γυναίκα όσο και η μητέρα μου».

Η Νυνάβε ξεκίνησε να προχωρά προς το Μαρντέσιν, σφίγγοντας την πλεξούδα της τόσο δυνατά που την πόνεσαν τα δάχτυλα.

Ύστερα από μερικές δρασκελιές, η Ηλαίην την πρόφτασε. «Στ’ αλήθεια θα πάρουμε λαχανικά;» Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, ο τόνος της ελαφρύς.

«Είδες τι κουβάλησε ο Θομ;» είπε με ένταση στη φωνή της η Νυνάβε.

Η Ηλαίην ανατρίχιασε επιδεικτικά. «Τρία χοιρομέρια. Κι εκείνο το φριχτό το πιπεράτο βοδινό! Θα έτρωγαν ποτέ οι άνδρες κάτι άλλο εκτός από κρέας, αν δεν ήμασταν εμείς να τους το βάλουμε στο πιάτο;»

Τα νεύρα της Νυνάβε ηρέμησαν, καθώς οι δυο τους προχωρούσαν μιλώντας για τις αδυναμίες του ασθενούς φύλου —τους άνδρες, φυσικά― και άλλα τέτοια απλά πράγματα. Δεν ηρέμησαν τελείως, φυσικά. Συμπαθούσε την Ηλαίην, απολάμβανε τη συντροφιά της· πού και πού της φαινόταν ότι η κοπέλα ήταν πράγματι αδελφή της Εγκουέν, όπως προσφωνούσαν μερικές φορές η μια την άλλη. Όταν η Ηλαίην δεν κουνούσε την ουρά της στους άνδρες. Ο Θομ φυσικά μπορούσε να το σταματήσει, αλλά ο γερο-ανόητος της έδειχνε ανοχή, όπως θα ’κανε ένας στοργικός πατέρας στην αγαπημένη του κόρη, ακόμα κι όταν δεν ήξερε τι να κάνει μαζί της. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η Νυνάβε σκόπευε να βρει μια άκρη. Όχι για χατίρι του Ραντ, αλλά επειδή αυτή η συμπεριφορά δεν τιμούσε την Ηλαίην. Έκανε λες και είχε κολλήσει κάποιον παράξενο πυρετό. Η Νυνάβε σκόπευε να τον γιατρέψει.

Οι δρόμοι του Μαρντέσιν ήταν στρωμένοι με γρανιτένιες πλάκες, φθαρμένες από γενιές ολόκληρες ποδιών και τροχών, και όλα τα κτήρια ήταν από τούβλα ή από πέτρα. Μερικά ήταν άδεια, τόσο τα μαγαζιά όσο και τα σπίτια και μερικές φορές η πόρτα έχασκε, έτσι ώστε η Νυνάβε μπορούσε να δει το γυμνό εσωτερικό τους. Είδε τρία σιδεράδικα, τα δύο εγκαταλειμμένα, και στο τρίτο τον σιδερά να τρίβει αποκαρδιωμένος τα εργαλεία του με λάδι, ενώ τα αμόνια ήταν κρύα. Σ’ ένα πανδοχείο με λιθοκέραμα στη στέγη, όπου οι άνδρες κάθονταν αργόσχολοι στους πάγκους της πρόσοψής του, υπήρχαν μερικά σπασμένα παράθυρα, και σ’ ένα άλλο ο στάβλος του, που ήταν κολλητά με το κτήριο, είχε πόρτες που μισοκρέμονταν από τους μεντεσέδες και μια σκονισμένη άμαξα στην αυλή, ενώ μια ξεχασμένη χήνα είχε φωλιάσει στο ψηλό κάθισμα του αμαξά. Κάποιος σε κείνο το πανδοχείο έπαιζε το μπίτερν· έμοιαζε να είναι “Το Πέταγμα του Ερωδιού”, όμως ο σκοπός ακουγόταν ξεψυχισμένος. Η πόρτα ενός άλλου πανδοχείου ήταν φραγμένη με δυο αγκαθερές σανίδες που είχαν καρφώσει.

Οι δρόμοι έβριθαν από ανθρώπους, οι οποίοι όμως προχωρούσαν ληθαργικά, ζαλισμένοι από τη ζέστη· νωθρά πρόσωπα έλεγαν ότι δεν είχαν λόγο να κινούνται, παρά μόνο από συνήθεια. Πολλές γυναίκες με μεγάλα βαθιά καπέλα που κατέβαιναν κι έκρυβαν τα μάγουλα, είχαν φουστάνια με φθαρμένο ποδόγυρο, και δεν ήταν λίγοι οι άνδρες που τα κολάρα ή τα μανίκια των μακριών ως το γόνατο σακακιών τους ήταν τριμμένα.

Υπήρχαν πράγματι Λευκομανδίτες σκορπισμένοι στους δρόμους· όχι τόσοι πολλοί όσο έλεγε ο Θομ, αλλά ήταν αρκετοί. Της Νυνάβε της κοβόταν η ανάσα κάθε φορά που έβλεπε να την κοιτάζει άνδρας με άσπιλο μανδύα και αστραφτερή πανοπλία. Ήξερε ότι δεν είχε δουλέψει πολύ καιρό με τη Δύναμη, ώστε να αποκτήσει την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι, όμως αυτοί οι άνθρωποι ίσως επιχειρούσαν να τη σκοτώσουν —οι μάγισσες της Ταρ Βάλον ήταν παράνομες στην Αμαδισία― και μόνο με την υποψία ότι είχε σχέση με τον Λευκό Πύργο. Προχωρούσαν αγέρωχα μέσα στα πλήθη και δεν έμοιαζαν να αντιλαμβάνονται τη φτώχεια γύρω τους. Οι άνθρωποι παραμέριζαν με σεβασμό για να τους αφήσουν να περάσουν, με ένα νεύμα σαν ανταπόκριση κάποιες φορές και συχνά με ένα αυστηρό και ευλαβικό «Πορεύσου εν τω Φωτί».

Αγνοώντας όσο μπορούσε τα Τέκνα του Φωτός, έψαξε να βρει φρέσκα λαχανικά, όταν όμως πια ο ήλιος μεσουράνησε, μια πύρινη σφαίρα από χρυσάφι που έκαιγε διαπερνώντας τα αραιά σύννεφα, οι δυο τους είχαν τριγυρίσει και από τις δύο πλευρές της χαμηλής γέφυρας και είχαν καταφέρει να βρουν μονάχα λίγα γλυκομπίζελα, κάτι μικρά ραπανάκια κι ένα καλάθι για να τα κουβαλήσουν. Ίσως ο Θομ να είχε όντως ψάξει. Αυτή την εποχή του χρόνου, οι πάγκοι και τα κιόσκια κανονικά έπρεπε να ξεχειλίζουν από την παραγωγή του καλοκαιριού, όμως αυτό που έβλεπαν κυρίως ήταν στοίβες από πατάτες και γογγύλια, τα οποία είχαν γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Η Νυνάβε σκέφτηκε τα άδεια αγροκτήματα που είχαν δει πλησιάζοντας στην πόλη και αναρωτήθηκε πώς θα τα έβγαζε πέρα αυτός ο κόσμος το χειμώνα. Συνέχισαν να περπατούν.

Κρεμασμένο ανάποδα πλάι στην πόρτα του μαγαζιού μιας μοδίστρας, το οποίο είχε στέγη από καλαμιές, ήταν ένα ματσάκι ενός φυτού που έμοιαζε με σκουπόχορτο, με μικρά κίτρινα λουλουδάκια· μια λευκή κορδέλα τύλιγε τους βλαστούς τους σ’ ολόκληρο το μήκος τους και μια κίτρινη έδενε τις άκρες και κρεμόταν. Μπορεί να ήταν η μάταια προσπάθεια κάποιας γυναίκας για μια χαρωπή διακόσμηση μέσα σε δύσκολους καιρούς. Όμως η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για κάτι άλλο.

Στάθηκε πλάι σε ένα άδειο κατάστημα που είχε χαραγμένο ένα μαχαίρι για τεμαχισμό κρέατος στην ταμπέλα πλάι στην πόρτα και έκανε ότι έβγαζε μια πέτρα από το παπούτσι της, ενώ εξέταζε κρυφά το μαγαζί της μοδίστρας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και υπήρχαν φανταχτερά τόπια υφάσματος στις μικρές βιτρίνες, όμως δεν έμπαινε και δεν έβγαινε κανείς.

«Δεν το βρίσκεις, Νυνάβε; Βγάλε το παπούτσι».

Το κεφάλι της Νυνάβε τινάχτηκε· είχε σχεδόν ξεχάσει ότι ήταν εκεί και η Ηλαίην. Κανένας δεν τις πρόσεχε και κανένας δεν ήταν τόσο κοντά, ώστε να μπορεί να κρυφακούσει. Καλού-κακού πάντως χαμήλωσε τη φωνή της. «Το ματσάκι με το σκουπόχορτο πλάι στην πόρτα εκείνου του μαγαζιού. Είναι σινιάλο του Κίτρινου Άτζα, σήμα κινδύνου ενός από τους πληροφοριοδότες των Κίτρινων».

Δεν χρειάστηκε να πει της Ηλαίην να μην κοιτάξει απότομα· τα μάτια της κοπέλας μόλις που άγγιξαν το κατάστημα. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Και πού το ξέρεις;»

«Φυσικά και είμαι σίγουρη. Είναι ακριβώς το ίδιο· ακόμα και η κίτρινη κορδέλα που κρέμεται είναι σχισμένη στα τρία». Κοντοστάθηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Αν δεν έκανε κάποιο παταγώδες λάθος, τότε αυτή η ασήμαντη χούφτα του χόρτου είχε τρομερό νόημα. Αν έκανε λάθος, τότε θα γελοιοποιούνταν, και κάτι τέτοιο δεν της άρεσε καθόλου. «Στον Πύργο μιλούσα πολύ με τις Κίτρινες». Ο κύριος σκοπός των Κίτρινων ήταν η Θεραπεία· δεν τις ενδιέφεραν πολύ τα βότανά της, αλλά, όταν μπορούσες να Θεραπεύσεις με τη Δύναμη, δεν χρειαζόσουν βότανα. «Μου το είπε μια απ’ αυτές. Δεν θεώρησε ότι έκανε κάποιο παράπτωμα, εφόσον ήταν σίγουρη ότι θα διαλέξω το Κίτρινο. Εκτός αυτού, έχει να χρησιμοποιηθεί εδώ και τριακόσια σχεδόν χρόνια. Ηλαίην, ελάχιστες γυναίκες σε κάθε Άτζα ξέρουν ποιοι είναι οι πληροφοριοδότες του Άτζα, όμως ένα ματσάκι κίτρινα λουλούδια, δεμένα και κρεμασμένα μ’ αυτόν τον τρόπο λέει σε όλες τις Κίτρινες αδελφές ότι ένας πληροφοριοδότης είναι εδώ κι έχει ένα μήνυμα τόσο επείγον, ώστε ρισκάρει να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της».

«Πώς θα μάθουμε τι είναι;»

Της Νυνάβε της άρεσε αυτό. Όχι «Τι θα κάνουμε;» Η κοπέλα είχε κότσια.

«Έλα και βλέπε τι κάνω», της είπε, σφίγγοντας γερά το καλάθι, καθώς ορθωνόταν. Έλπιζε ότι θυμόταν όλα όσα της είχε πει η Σέμεριν. Έλπιζε ότι η Σέμεριν της τα είχε πει όλα. Η παχουλή Κίτρινη ήταν πολυλογού και άλλαζε συχνά θέμα.

Το μαγαζάκι δεν ήταν μεγάλο και δεν υπήρχε σημείο στον τοίχο που να μην έχει ράφια με τόπια από μετάξι ή καλοϋφασμένο μαλλί, σιρίτια και κορδόνια σε μασούρια, κορδέλες και δαντέλες κάθε λογής και πλάτους. Υπήρχαν κούκλες στο πάτωμα που φορούσαν ρούχα, άλλα τελειωμένα κι άλλα που ακόμα ετοιμάζονταν, από ένα φόρεμα κατάλληλο για χορό, φτιαγμένο από κεντημένο πράσινο μάλλινο ύφασμα, ως μια περλέ γκρίζα μεταξωτή εσθήτα, που θα ταίριαζε σε βασιλική αυλή. Εκ πρώτης όψεως, το κατάστημα έδειχνε ευημερία και ανθηρές δουλειές, όμως το κοφτερό βλέμμα της Νυνάβε πρόσεξε το λεπτό στρώμα σκόνης που είχε μαζευτεί σε έναν ψηλό γιακά από φουντωτή Σολιντέζικη δαντέλα και στο μεγάλο μαύρο βελούδινο φιόγκο της μέσης μιας άλλης εσθήτας.

Στο κατάστημα υπήρχαν δύο μελαχρινές γυναίκες. Η μια, νεαρή και λεπτή, έσφιγγε με ταραχή στον κόρφο της ένα τόπι από ανοιχτό κόκκινο μετάξι, ενώ προσπαθούσε να σκουπίσει προσεχτικά τη μύτη με τη ράχη του χεριού της. Τα μαλλιά της έπεφταν σαν σγουρός καταρράχτης στους ώμους της, όπως ήταν η μόδα στην Αμαδισία, αλλά έμοιαζαν ατημέλητα πλάι στην φροντισμένη κόμμωση της άλλης. Εκείνη, όμορφη, κάπως περασμένης ηλικίας, σίγουρα ήταν η μοδίστρα, όπως έδειχνε το μεγάλο μαξιλαράκι με τις βελόνες που ήταν δεμένο στον καρπό της. Το φόρεμά της ήταν από φίνο πράσινο μετάξι, καλοραμμένο, ώστε να δείχνει την ικανότητά της, αλλά είχε λίγα μόνο κεντημένα λευκά λουλουδάκια γύρω από τον ψηλό γιακά για να αναδεικνύεται το κόψιμό του.

Όταν μπήκαν μέσα η Νυνάβε και η Ηλαίην, οι δύο γυναίκες έμειναν με το στόμα ανοιχτό, λες και είχε να πατήσει κάποιος ένα χρόνο. Πρώτη συνήλθε η μοδίστρα, και τις κοίταξε με αυτοσυγκράτηση και αξιοπρέπεια, καθώς έκλινε ελαφρώς το γόνυ. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Είμαι η Ρόντε Μακούρα. Το μαγαζί μου είναι και δικό σας».

«Θέλω ένα φόρεμα κεντημένο με κίτρινα τριαντάφυλλα στο μπούστο», της είπε η Νυνάβε. «Να μην έχουν όμως αγκάθια», πρόσθεσε γελώντας. «Οι πληγές μου δεν θεραπεύονται γρήγορα». Δεν είχε σημασία τι έλεγε, αρκεί να υπήρχαν στα λόγια της το «κίτρινο» και η «θεραπεία». Τώρα θα φαινόταν αν εκείνο το ματσάκι με τα λουλούδια ήταν τυχαίο. Αν ήταν, τότε θα έπρεπε να βρει λόγο να μην αγοράσει το φόρεμα με τα τριαντάφυλλα. Και κάποιον τρόπο για να μην εξιστορήσει η Ηλαίην αυτό το θλιβερό περιστατικό στον Θομ και τον Τζούιλιν.

Η κυρά Μακούρα έμεινε για μια στιγμή να την κοιτάζει με σκοτεινά μάτια και ύστερα γύρισε στην αδύνατη κοπελίτσα, σπρώχνοντάς την προς το πίσω μέρος του μαγαζιού. «Σύρε στην κουζίνα, Λούσι, να κάνεις τσάι για τις καλές κυρίες. Από το γαλάζιο το βαζάκι. Το νερό καίει, δόξα στο Φως. Άντε, κοπέλα μου. Άσ’ το αυτό που κρατάς και μη χάσκεις. Γρήγορα, γρήγορα. Το γαλάζιο το βαζάκι, είπαμε. Το καλύτερο τσάι μου», είπε, ενώ γυρνούσε πάλι προς τη Νυνάβε, καθώς η κοπέλα χανόταν από την πόρτα στο βάθος. «Μένω πάνω από το μαγαζί, ξέρετε, και η κουζίνα μου είναι πίσω». Έσιαζε νευρικά τα φουστάνια της, ενώ ο αντίχειρας και ο δείκτης του δεξιού χεριού της σχημάτιζαν έναν κύκλο. Ήταν σημάδι για το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Νυνάβε δεν θα χρειαζόταν να βρει δικαιολογία για να μην πάρει το φόρεμα.

Η Νυνάβε επανέλαβε το σημάδι και μετά από μια στιγμή το ίδιο έκανε και η Ηλαίην. «Είμαι η Νυνάβε κι αυτή είναι η Ηλαίην. Είδαμε το σινιάλο σου».

Η μοδίστρα σπαρτάρισε, σαν να ήταν έτοιμη να πετάξει. «Το σινιάλο; Α. Ναι. Φυσικά».

«Λοιπόν;» είπε η Νυνάβε. «Ποιο είναι το επείγον μήνυμα;»

«Δεν πρέπει να μιλήσουμε εδώ πέρα... ε... κυρά Νυνάβε. Μπορεί να μπει κόσμος». Η Νυνάβε αμφέβαλλε γι’ αυτό. «Θα σου τα πω όσο θα πίνουμε ένα ωραίο τσαγάκι. Είπα ότι είναι το καλύτερό μου τσάι;»

Η Νυνάβε και η Ηλαίην κοιτάχτηκαν. Αν η κυρά Μακούρα δίσταζε τόσο πολύ να πει τα νέα, τότε πρέπει να ήταν πολύ άσχημα.

«Αν πάμε πίσω», είπε η Ηλαίην, «δεν θα μας ακούει κανείς». Ο βασιλικός τόνος της φωνής της έκανε τη μοδίστρα να την κοιτάξει. Για μια στιγμή, της Νυνάβε της φάνηκε ότι ίσως η μοδίστρα ξεχνούσε τη νευρικότητά της, όμως αμέσως εκείνη η ανόητη ξανάρχισε να φλυαρεί.

«Το τσάι θα είναι έτοιμο αμέσως. Το νερό βράζει. Κάποτε είχαμε Ταραμπονέζικο τσάι από εμπόρους που περνούσαν. Γι’ αυτό είμαι δω, νομίζω. Όχι για το τσάι, φυσικά. Για το εμπόριο που υπήρχε, και για τα νέα που έφταναν με τις άμαξες και από τις δύο μεριές. Οι ― πιο πολύ σ’ ενδιαφέρουν τα ξεσπάσματα μιας ασθένειας ή κάποιο καινούριο είδος αρρώστιας, αλλά εγώ το βρίσκω ενδιαφέρον. Καταγίνομαι λιγάκι με―» έβηξε και συνέχισε, με τα λόγια να ρέουν σαν ποτάμι· αν έσιαζε λίγο πιο δυνατά το φόρεμά της, θα το τρυπούσε. «Κάτι σχετικό με τα Τέκνα, φυσικά, όμως εκείνοι —εσύ― δεν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς, έτσι δεν είναι;»

«Στην κουζίνα, κυρά Μακούρα», είπε σταθερά η Νυνάβε, μόλις η άλλη γυναίκα σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Αν την είχαν φοβίσει τόσο τα νέα που είχε, τότε η Νυνάβε ήθελε να τα μάθει αμέσως, και δεν θα ανεχόταν άλλη καθυστέρηση.

Η πίσω πόρτα άνοιξε ίσα για να χωρέσει το κεφάλι της Λούσι με την ταραγμένη έκφραση. «Είναι έτοιμο, κυρά», ανακοίνωσε λαχανιασμένη.

«Πέρνα από δω, κυρά Νυνάβε», είπε η μοδίστρα, τρίβοντας συνεχώς το μπροστινό μέρος του φορέματός της. «Κυρά Ηλαίην».

Ένας κοντός διάδρομος περνούσε πλάι από στενά σκαλιά και κατέληγε σε μια μικρή κουζίνα, απ’ όπου φαίνονταν τα δοκάρια της οροφής, με ένα κατσαρολάκι που έβγαζε ατμό στην πυροστιά και ψηλά ντουλάπια παντού. Μπακιρένια κατσαρολικά κρέμονταν ανάμεσα στην πίσω πόρτα κι ένα παράθυρο πρόσφερε θέα στον μικρό αυλόγυρο πίσω από το σπίτι, όπου υπήρχε ένας ψηλός ξύλινος φράχτης. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι στη μέση του δωματίου υπήρχε μια κατακίτρινη τσαγιέρα, ένα πράσινο βαζάκι με μέλι, τρία παράταιρα φλιτζάνια σε διαφορετικά χρώματα κι ένα κοντόχοντρο γαλάζιο πήλινο δοχείο με το καπάκι του κατεβασμένο. Η κυρά Μακούρα άρπαξε το δοχείο, το καπάκωσε και το έβαλε βιαστικά σ’ ένα ντουλάπι, όπου υπήρχαν κι άλλα σε μια ποικιλία περισσότερων από είκοσι χρωμάτων και τόνων.

«Καθίστε, παρακαλώ», είπε, γεμίζοντας τα φλιτζάνια. «Παρακαλώ».

Η Νυνάβε πήρε μια καρέκλα πλάι στην Ηλαίην και η μοδίστρα έβαλε τα φλιτζάνια μπροστά τους, ενώ στη συνέχεια πετάχτηκε σε ένα ντουλάπι για να φέρει κασσιτέρινα κουταλάκια.

«Το μήνυμα;» είπε η Νυνάβε, όταν η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι αντίκρυ τους. Η κυρά Μακούρα ήταν τόσο νευρική, που δεν έλεγε να αγγίξει το φλιτζάνι της. Έτσι, η Νυνάβε έριξε μέλι στο δικό της, το ανακάτεψε και ήπιε μια γουλιά· έκαιγε, αλλά είχε μια δροσερή γεύση όταν κατέβαινε, σαν μέντα. Ίσως το καυτό τσάι απάλυνε τη νευρικότητα της άλλης, αν μπορούσε να την κάνει να το πιει.

«Ευχάριστη γεύση», μουρμούρισε η Ηλαίην με το πρόσωπο κοντά στο φλιτζάνι της. «Τι είδους τσάι είναι;»

Μπράβο, κοπέλα μου! σκέφτηκε η Νυνάβε.

Όμως τα χέρια της μοδίστρας απλώς πετάρισαν νευρικά πλάι στο φλιτζάνι της. «Ένα Ταραμπονέζικο τσάι. Από ένα μέρος κοντά στην Ακτή των Σκιών».

Η Νυνάβε αναστέναξε και ήπιε άλλη μια γουλιά για να μαλακώσει το στομάχι της. «Το μήνυμα», επέμεινε. «Δεν κρέμασες το σημάδι για να μας προσκαλέσεις σε τσάι. Ποια είναι τα επείγοντα νέα που έχεις να πεις;»

«Α. Ναι». Η κυρά Μακούρα έγλειψε τα χείλη της, τις κοίταξε και μετά είπε αργά. «Έφτασαν πριν από ένα μήνα και η διαταγή ήταν να τα μάθουν πάση θυσία όσες αδελφές περάσουν από δω». Έγλειψε πάλι τα χείλη της. «Όλες οι αδελφές είναι ευπρόσδεκτες, αν επιστρέψουν στον Λευκό Πύργο. Ο Πύργος πρέπει να είναι ενωμένος και δυνατός».

Η Νυνάβε περίμενε να ακούσει και τα υπόλοιπα, η άλλη γυναίκα όμως σιώπησε. Αυτό ήταν το δυσοίωνο μήνυμα; Κοίταξε την Ηλαίην, εκείνη όμως έμοιαζε να την είχε πιάσει η ζέστη· είχε ζαρώσει στην καρέκλα της και κοίταζε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε επιτακτικά η Νυνάβε και ξαφνιάστηκε όταν έπιασε τον εαυτό της να χασμουριέται. Φαίνεται, η ζέστη έπιανε και την ίδια.

Η μοδίστρα στεκόταν και την κοίταζε προσηλωμένα.

«Είπα», άρχισε να λέει η Νυνάβε, αλλά ξαφνικά ένιωσε το κεφάλι της τόσο βαρύ, που δεν το σήκωνε ο λαιμός της. Κατάλαβε ότι η Ηλαίην είχε γείρει στο τραπέζι, με τα μάτια της κλειστά και με τα χέρια της να κρέμονται νωθρά. «Τι μας έδωσες;» είπε με βαριά φωνή· ένιωθε ακόμα εκείνη τη γεύση μέντας, αλλά η γλώσσα της είχε πρηστεί. «Πες μου!» Άφησε το φλιτζάνι να πέσει και σηκώθηκε στηριζόμενη στο τραπέζι, με τα γόνατά της να τρέμουν. «Τι, που να σε κάψει το Φως!»

Η κυρά Μακούρα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και απομακρύνθηκε, για να μην μπορεί να την φτάσει, όμως η προηγούμενη νευρικότητά της τώρα είχε μετατραπεί σε βλέμμα ήσυχης ικανοποίησης.

Το σκοτάδι τύλιξε τη Νυνάβε· το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της μοδίστρας. «Πιάσε την, Λούσι!»

Загрузка...