44 Η Μικρότερη Λύπη

Το πουκάμισο του Ραντ κολλούσε πάνω του από τον ιδρώτα του μόχθου, αλλά φορούσε ακόμα το σακάκι για προστασία από τον άνεμο, που μαινόταν με κατεύθυνση την Καιρχίν. Ο ήλιος ήθελε τουλάχιστον άλλη μια ώρα μέχρι να μεσουρανήσει, όμως εκείνος ήδη ένιωθε σαν να έτρεχε όλο το πρωί και στο τέλος τον είχαν δείρει μ’ ένα ραβδί. Τυλιγμένος στο Κενό, ελάχιστα καταλάβαινε την κούραση και αντιλαμβανόταν μονάχα αμυδρά τους πόνους στα χέρια και στους ώμους του, στη μέση του, και τον αφύσικα γρήγορο παλμό γύρω από την ευαίσθητη λαβωματιά στο πλευρό του. Ήταν σημαντικό ότι τα αντιλαμβανόταν καν. Με τη Δύναμη μέσα του, μπορούσε να διακρίνει χωριστά το κάθε φύλλο στα δένδρα που ήταν εκατό βήματα πιο πέρα, όμως ό,τι του συνέβαινε σωματικά θα έπρεπε να το νιώθει σαν να το πάθαινε κάποιος άλλος.

Είχε αρχίσει εδώ και ώρα να αντλεί το σαϊντίν μέσω του ανγκριάλ στην τσέπη του, το πέτρινο ειδώλιο του χοντρού ανθρωπάκου. Έστω κι έτσι, τώρα πια ήταν μεγάλος κόπος να δουλεύει με τη Δύναμη, να την υφαίνει σε απόσταση μιλίων· αλλά μόνο τα δυσώδη νήματα που υπήρχαν μέσα στη Δύναμη, την οποία αντλούσε, τον εμπόδιζαν να αντλήσει περισσότερη, να την δεχθεί όλη μέσα του. Η Δύναμη ήταν πολύ γλυκιά, παρά το μίασμα. Ύστερα από ώρες διαβίβασης δίχως ανάπαυση, ήταν κατάκοπος. Και ταυτοχρόνως έπρεπε να παλεύει ακόμα πιο δυνατά με το σαϊντίν, να βάζει την αντοχή του για να μην καεί και γίνει στάχτη επιτόπου, για να μην γίνει στάχτη το μυαλό του. Κι ήταν ακόμα πιο δύσκολο να αποσοβεί την καταστροφή που έφερνε το σαϊντίν, πιο δύσκολο να αντιστέκεται στην επιθυμία να αντλήσει περισσότερο, πιο δύσκολο να χειρίζεται αυτό που αντλούσε. Ήταν μια επικίνδυνη κατηφοριά, και θα περνούσαν πολλές ώρες ακόμα μέχρι να κριθεί η μάχη.

Σκούπισε τον ιδρώτα από τα μάτια του κι έσφιξε το τραχύ κιγκλίδωμα της εξέδρας. Ήταν κοντά στα όριά του, όμως ήταν ισχυρότερος από την Εγκουέν ή από την Αβιέντα. Η Αελίτισσα στεκόταν κι ατένιζε την Καιρχίν και τα σύννεφα της βροχής, σκύβοντας πού και πού για να κοιτάξει μέσα από το μακρύ κιάλι· η Εγκουέν καθόταν σταυροπόδι, έγερνε σε ένα κάθετο στήριγμα που είχε ακόμα τον γκρίζο φλοιό του, με τα μάτια κλεισμένα. Και οι δύο έμοιαζαν εξουθενωμένες, όπως ένιωθε και ο Ραντ μέσα του.

Προτού μπορέσει να κάνει κάτι —όχι πως ήξερε τι να κάνει· δεν είχε ταλέντο στη Θεραπεία― η Εγκουέν άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε, ανταλλάσσοντας χαμηλόφωνα μερικά λόγια με την Αβιέντα, τα οποία ο άνεμος έκλεψε ακόμα και από την ενισχυμένη με το σαϊντίν ακοή του. Κι ύστερα η Αβιέντα κάθισε στη θέση της Εγκουέν κι έγειρε το κεφάλι στο στήριγμα. Τα μαύρα σύννεφα γύρω από την πόλη συνέχισαν να εξαπολύουν κεραυνούς, μα τώρα ήταν περισσότερο αδέσποτες διχάλες παρά εύστοχες λόγχες.

Αρα δούλευαν εναλλάξ, προσφέροντας η μια στην άλλη ευκαιρία να αναπαυθεί. Θα ήταν ωραίο, αν είχε και ο ίδιος κάποιον για να το κάνει αυτό, αλλά δεν μετάνιωνε που είχε πει στον Ασμόντιαν να μείνει στη σκηνή του. Δεν θα τον εμπιστευόταν να διαβιβάσει. Ειδικά τώρα. Ποιος ήξερε τι άραγε θα έκανε βλέποντας τον Ραντ τόσο εξασθενημένο;

Ο Ραντ, παραπατώντας λιγάκι, έστριψε το κιάλι για να εξετάσει τους λόφους έξω από την πόλη. Τώρα φαινόταν ζωή εκεί. Και θάνατος. Όπου κοίταζε, έβλεπε μάχη, Αελίτες εναντίον Αελιτών, χίλιους εδώ, πέντε χιλιάδες εκεί, που χιμούσαν στους άδενδρους λόφους τόσο μπερδεμένοι μεταξύ τους, ώστε ο Ραντ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η ματιά του δεν έβρισκε τη φάλαγγα με τους ιππείς και με τους λογχοφόρους.

Τρεις φορές τους είχε δει, τη μια να πολεμούν δύναμη διπλάσιων Αελιτών. Ήταν σίγουρος ότι ήταν ακόμα εκεί έξω. Δεν φαινόταν πιθανό ότι ο Μελάνριλ θα αποφάσιζε να υπακούσει τώρα, σχεδόν την τελευταία στιγμή, στις διαταγές του Ραντ. Ήταν λάθος που τον είχε επιλέξει μόνο και μόνο επειδή ο Μελάνριλ είχε την αξιοπρέπεια να ντραπεί για τη συμπεριφορά του Γουίραμον, αλλά δεν είχε πολύ χρόνο για να κάνει μια επιλογή, κι έπρεπε να ξεφορτωθεί τον Γουίραμον. Τώρα δεν γινόταν τίποτα γι’ αυτό. Ίσως να μπορούσε να τοποθετηθεί επικεφαλής κάποιος από τους Καιρχινούς. Αν η άμεση του διαταγή αρκούσε ώστε να κάνει τους Δακρυνούς να ακολουθήσουν έναν Καιρχινό.

Μια αναβράζουσα μάζα στο ψηλό γκρίζο τείχος της πόλης τράβηξε το βλέμμα του. Οι ψηλές, ενισχυμένες με σίδερο πύλες έστεκαν ανοιχτές και οι Αελίτες μάχονταν καβαλάρηδες και στρατιώτες με δόρατα, σχεδόν στ’ ανοιχτά, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να κλείσουν τις πύλες, προσπαθούσαν και αποτύγχαναν από την πίεση τόσων κορμιών. Υπήρχαν άλογα με άδειες σέλες και αρματωμένοι άνδρες ασάλευτοι στο χώμα μισό μίλι έξω από την πύλη, που έδειχναν το σημείο όπου είχε απωθηθεί η έξοδός τους. Βέλη έπεφταν βροχή από τα τείχη, μαζί με χαλάσματα σε μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού —ακόμα και μερικά δόρατα, που έπεφταν με αρκετή δύναμη ώστε να τρυπήσουν δυο επιτιθέμενους ή τρεις, αν και ο Ραντ ακόμα δεν έβλεπε από πού προέρχονταν― όμως οι Αελίτες σκαρφάλωναν στους νεκρούς τους, έτοιμοι να χωθούν μέσα. Χτένισε γρήγορα την περιοχή με το βλέμμα και είδε δύο ακόμα φάλαγγες Αελιτών, οι οποίοι έτρεχαν προς τις πύλες, ίσως τρεις χιλιάδες άτομα συνολικά. Δεν είχε αμφιβολία πως ήταν κι αυτοί του Κουλάντιν.

Κατάλαβε ότι έτριζε τα δόντια του. Αν οι Σάιντο έμπαιναν στην Καιρχίν, δεν θα τους έδιωχνε ποτέ προς το βορρά. Θα έπρεπε να τους ξετρυπώσει δρόμο-δρόμο· το κόστος σε ζωές θα ήταν πολλαπλάσιο των ήδη νεκρών και η ίδια η πόλη θα ερειπωνόταν, σαν το Έιανροντ, αν όχι σαν το Τάιεν. Οι Καιρχινοί και οι Σάιντο ήταν ανακατεμένοι σαν μυρμήγκια σε γαβάθα, όμως κάτι έπρεπε να κάνει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και διαβίβασε. Οι δύο γυναίκες είχαν δημιουργήσει τις συνθήκες, είχαν φέρει τα σύννεφα της καταιγίδας· δεν χρειαζόταν να δει την ύφανση τους για να τα αξιοποιήσει. Εκτυφλωτικοί ασημογάλανοι κεραυνοί χτύπησαν στο μέσον των Αελιτών, μια, δυο φορές, ξαναχτύπησαν, γοργά σαν παλαμάκια.

Ο Ραντ σήκωσε απότομα το κεφάλι, ανοιγόκλεισε τα μάτια, για να διώξει τις γραμμές που έμοιαζαν ακόμα χαραγμένες στην όραση του, και, όταν ξανακοίταξε μέσα από το μακρύ σωλήνα, οι Σάιντο κείτονταν σαν θερισμένο κριθάρι γύρω από το σημείο που είχαν πέσει τα αστροπελέκια. Άνδρες και άλογα σφάδαζαν στο χώμα κοντά στις πύλες επίσης, και μερικοί δεν σάλευαν καθόλου, όμως εκείνοι που δεν είχαν πάθει τίποτα τραβούσαν τους πληγωμένους και οι πύλες έκλειναν.

Πόσοι δεν θα μπορέσουν να ξαναμπούν μέσα; Πόσους δικούς μου σκότωσα; Η ψυχρή αλήθεια ήταν ότι δεν είχε σημασία. Έπρεπε να γίνει και είχε γίνει.

Και καλά που είχε γίνει. Ένιωσε από μακριά τα γόνατά του να τρέμουν. Θα έπρεπε να συγκρατηθεί, αν ήθελε να αντέξει όλη τη μέρα. Δεν θα άπλωνε τον εαυτό του παντού· έπρεπε να εντοπίσει το σημείο που τον είχαν ιδιαίτερη ανάγκη, εκεί που μπορούσε να κρίνει την―

Τα σύννεφα της καταιγίδας ήταν συγκεντρωμένα μονάχα πάνω από την πόλη και τους λόφους προς το νότο, όμως αυτό δεν εμπόδισε μια αστραπή να χιμήξει από τον καθαρό, ανέφελο ουρανό πάνω στον πύργο, πέφτοντας στις Κόρες, οι οποίες ήταν μαζεμένες από κάτω, μ’ έναν εκκωφαντικό κρότο.

Ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει, με τα μαλλιά του να υψώνονται από ένα μυρμήγκιασμα στον αέρα. Ένιωθε εκείνη την αστραπή και μ’ έναν άλλο τρόπο, την ύφανση του σαϊντίν που την είχε πλάσει. Άρα ο Ασμόντιαν είχε μπει στον πειρασμό ακόμα και από τη σκηνή.

Αλλά δεν είχε χρόνο για σκέψη. Σαν γοργά χτυπήματα σε γιγάντιο τύμπανο, το ένα αστροπελέκι ακολούθησε το άλλο, προχωρώντας ανάμεσα στις Κόρες, ώσπου το τελευταίο έπεσε στη βάση του πύργου, προκαλώντας μια έκρηξη από θραύσματα ξύλων μεγάλα σαν χέρια και πόδια.

Καθώς ο πύργος κλονιζόταν αργά, ο Ραντ όρμησε πάνω στην Εγκουέν και στην Αβιέντα. Με κάποιον τρόπο κατάφερε να τις αγκαλιάσει με το ένα χέρι, και με το άλλο πιάστηκε από ένα όρθιο στήριγμα που τώρα βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της εξέδρας. Τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια, ανοίγοντας το στόμα, αλλά δεν υπήρχε χρόνος πια για λόγια, ούτε για σκέψη. Ο συντετριμμένος ξύλινος πύργος έγειρε και γκρεμίστηκε ανάμεσα στα κλαριά των δένδρων. Για μια στιγμή, ο Ραντ πίστεψε ότι θα μαλάκωναν την πτώση.

Μ’ έναν ξερό ήχο, το υποστήριγμα απ’ όπου πιανόταν έσπασε. Το έδαφος υψώθηκε και του έκοψε την ανάσα, μια στιγμή προτού πέσουν πάνω του οι γυναίκες. Τον κατάπιε το σκοτάδι.

Συνήλθε αργά. Πρώτα επέστρεψε η ακοή.

«...μας ξέθαψες σαν βράχο και μας έστειλες να κουτρουβαλήσουμε στην πλαγιά του λόφου μέσα στη νύχτα». Ήταν η φωνή της Αβιέντα, χαμηλή, σαν να μιλούσε μόνο για να τ’ ακούσει η ίδια. Κάτι κινούταν στο πρόσωπό του. «Μας πήρες αυτό που είμαστε, αυτό που ήμασταν. Πρέπει να μας δώσεις κάτι σε ανταπόδοση, κάτι για να γίνουμε. Σε χρειαζόμαστε». Το πράγμα που σάλευε βράδυνε, άρχισε ν’ αγγίζει πιο μαλακά. «Σε χρειάζομαι. Ξέρεις, όχι για μένα. Για την Ηλαίην. Ό,τι υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μένα, είναι ανάμεσα σ’ αυτήν και σε μένα, αλλά θα σε παραδώσω σ’ αυτήν. Θα το κάνω. Αν πεθάνεις, θα της κουβαλήσω το πτώμα σου! Αν πεθάνεις—»

Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, και για μια στιγμή ο Ραντ και η Αβιέντα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, σχεδόν μύτη με μύτη. Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα, η μαντίλα είχε χαθεί και μια μελανιά τής ασχήμαινε το μάγουλο. Ίσιωσε το κορμί της σπασμωδικά, διπλώνοντας ένα υγρό ύφασμα λεκιασμένο από αίμα, και άρχισε να του σκουπίζει το μέτωπο αρκετά πιο δυνατά απ’ όσο πριν.

«Δεν σκοπεύω να πεθάνω», της είπε, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου βέβαιος γι’ αυτό. Το Κενό και το σαϊντίν φυσικά είχαν εξαφανιστεί. Και μόνο στη σκέψη ότι τα είχε χάσει, ανατρίχιασε· μόνο από καθαρή τύχη το σαϊντίν δεν του είχε σβήσει το μυαλό εκείνη την τελευταία στιγμή. Και μόνο στη σκέψη ότι θα ξανάπιανε την Πηγή, άφησε ένα βογκητό. Δίχως το Κενό για ουδέτερη ζώνη, αισθανόταν στο έπακρο τον κάθε πόνο, την κάθε μελανιά και την κάθε αμυχή. Ήταν τόσο κουρασμένος, που θα είχε αποκοιμηθεί αμέσως, αν δεν πονούσε τόσο πολύ. Καλύτερα που πονούσε λοιπόν, επειδή δεν έπρεπε να κοιμηθεί. Για πολύ μεγάλο διάστημα ακόμα.

Έχωσε το χέρι κάτω από το σακάκι, άγγιξε το πλευρό του και μετά σκούπισε προσεκτικά στο πουκάμισο το αίμα που είχε μείνει στα δάχτυλά του προτού ξαναβγάλει το χέρι. Δεν ήταν παράξενο που μια τέτοια πτώση είχε ξανανοίξει τη λαβωματιά που ήταν μισογιατρεμένη, που δεν είχε γιατρευτεί ποτέ. Δεν έμοιαζε να αιμορραγεί πολύ, αλλά, αν το έβλεπαν οι Κόρες ή η Εγκουέν ή έστω η Αβιέντα, ίσως χρειαζόταν να τσακωθεί μαζί τους, για να μην τον σύρουν στη Μουαραίν να τον Θεραπεύσει. Είχε πολλή δουλειά ακόμα και δεν περίσσευε χρόνος για κάτι τέτοιο —έπειτα απ’ όσα του είχαν συμβεί, η Θεραπεία θα ήταν σαν να τον χτυπούσαν με ρόπαλο στον κρόταφο― κι εκτός αυτού, πρέπει να ήταν κι άλλοι, πιο βαριά τραυματισμένοι που έπρεπε να τους φροντίσει η Άες Σεντάι.

Άφησε μια γκριμάτσα, έπνιξε άλλο ένα βογκητό, και σηκώθηκε όρθιος με λίγη μόνο βοήθεια από την Αβιέντα. Και αμέσως ξέχασε τις πληγές του.

Η Σούλιν καθόταν στο χώμα εκεί κοντά, με την Εγκουέν να δένει μια ματωμένη πληγή στο κρανίο της και να μουρμουρίζει άγρια μέσα από τα δόντια της, επειδή δεν ήξερε να Θεραπεύει, όμως η ασπρομάλλα Κόρη δεν ήταν η μόνη τραυματίας και, μακράν, δεν βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση. Παντού γυναίκες με καντιν’σόρ σκέπαζαν τις νεκρές με κουβέρτες και φρόντιζαν όσους είχαν απλώς καεί, αν μπορούσες να πεις τη λέξη «απλώς» για εγκαύματα από κεραυνό. Με εξαίρεση τη γκρίνια της Εγκουέν, η λοφοπλαγιά ήταν σχεδόν σιωπηλή, ακόμα και οι τραυματισμένες ήταν αμίλητες, και μόνο οι τραχιές ανάσες ακούγονταν.

Ο ξύλινος πύργος, που τώρα είχε γίνει αγνώριστος, δεν είχε λυπηθεί τις Κόρες όπως σωριαζόταν, και είχε σπάσει χέρια και πόδια, είχε ανοίξει σάρκες. Ο Ραντ είδε να κρύβουν με κουβέρτα το πρόσωπο μιας Κόρης με χρυσοκόκκινα μαλλιά σχεδόν στην απόχρωση της Ηλαίην, με το κεφάλι γυρισμένο σε αφύσικη γωνία και με τα γυάλινα μάτια να ατενίζουν. Η Τζόλιεν. Μια από κείνες που είχαν περάσει το Δρακότειχος για να αναζητήσουν Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή. Είχε πάει γι’ αυτόν στην Πέτρα του Δακρύου. Και τώρα είχε σκοτωθεί. Γι’ αυτόν. Μια χαρά τα κατάφερες να μην πάθουν τίποτα οι Κόρες, σκέφτηκε πικρά. Μια χαρά.

Ένιωθε ακόμα τον κεραυνό, ή μάλλον τα υπολείμματα της κατασκευής του. Σχεδόν σαν το μετείκασμα που είχε χαραχτεί στα μάτια του νωρίτερα, μπορούσε να εντοπίσει την ύφανση, αν και ξεθώριαζε. Προς έκπληξη του, οδηγούσε δυτικά, όχι πίσω στις σκηνές. Δεν ήταν λοιπόν ο Ασμόντιαν.

«Ο Σαμαήλ». Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Ο Σαμαήλ είχε στήσει εκείνη την επίθεση στο Τζανγκάι, ο Σαμαήλ ήταν πίσω από τους πειρατές και τις επιδρομές στο Δάκρυ και ο Σαμαήλ το είχε κάνει αυτό εδώ. Τα χείλη του τραβήχτηκαν πίσω με μια άγρια γκριμάτσα και η φωνή του ήταν ένας τραχύς ψίθυρος. «Ο Σαμαήλ!» Δεν κατάλαβε ότι είχε κάνει ένα βήμα μπρος, παρά μόνο όταν του έπιασε το χέρι η Αβιέντα.

Ύστερα από μια στιγμή, η Εγκουέν του έπιασε και το άλλο, και οι δυο τους τον έσφιξαν σαν να ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν εκεί πέρα. «Μην είσαι τελείως βλάκας», του είπε η Εγκουέν και ξαφνιάστηκε από την άγρια ματιά του, αλλά δεν τον άφησε. Είχε ξαναδέσει ολόγυρα τα μαλλιά της με την καφέ μαντίλα, αλλά αυτά δεν είχαν στρώσει όπως τα είχε χτενίσει με τα δάχτυλα, ενώ η μπλούζα και η φούστα της ήταν ακόμα γεμάτες σκόνη. «Όποιος κι αν το έκανε, γιατί άραγε νομίζεις ότι περίμενε τόσο πολύ, μέχρι να κουραστείς; Επειδή, αν δεν κατόρθωνε να σε σκοτώσει, και τον κυνηγούσες, θα ήσουν εύκολη λεία. Μόλις που μπορείς να σταθείς στα πόδια σου!»

Η Αβιέντα δεν ήθελε ούτε αυτή να τον αφήσει, και του αντιγύρισε μια ήρεμη ματιά στο επίμονο βλέμμα του. «Σε χρειαζόμαστε εδώ, Ραντ αλ’Θόρ. Εδώ, Καρ’α’κάρν. Η τιμή σου έγκειται στο να σκοτώσεις αυτόν τον άνθρωπο, ή είναι εδώ, μ’ αυτούς που έφερες σε τούτη τη γη;»

Ένας νεαρός Αελίτης έφτασε τρέχοντας ανάμεσα στις Κόρες, με το σούφα στους ώμους, κουνώντας με δύναμη τα δόρατα και τη στρογγυλή ασπίδα. Αν του φάνηκε παράξενο που δυο γυναίκες κρατούσαν τον Ραντ ανάμεσά τους, δεν το έδειξε πάντως. Κοίταξε τα σκορπισμένα ερείπια του πύργου και τις νεκρές και τις πληγωμένες με κάποια περιέργεια, σαν να αναρωτιόταν πώς είχε συμβεί αυτό και πού ήταν τα πτώματα των εχθρών. Έχωσε τα δόρατα στο χώμα μπροστά στον Ραντ και είπε, «Είμαι ο Σάιριν, της σέπτας Σοράρα του Τομανέλε».

«Σε βλέπω, Σάιριν», απάντησε ο Ραντ εξίσου επίσημα. Δεν ήταν εύκολο, με δυο γυναίκες να τον κρατούν, σαν να πίστευαν ότι θα το έβαζε στα πόδια.

«Ο Χαν του Τομανέλε στέλνει μήνυμα στον Καρ’α’κάρν. Οι φατρίες στα ανατολικά κινούνται η μια προς την άλλη. Και οι τέσσερις. Ο Χαν σκοπεύει να ενωθεί με τις δυνάμεις του Ντηάρικ, κι έστειλε μήνυμα στον Έριμ να πάει κι αυτός μαζί τους».

Ο Ραντ πήρε μια ανάσα προσεκτικά κι έλπισε να πίστευαν οι γυναίκες πως για τη γκριμάτσα έφταιγαν τα νέα· το πλευρό του τον έκαιγε κι ένιωθε το αίμα να απλώνεται στο πουκάμισό του. Άρα δεν θα είχε με τι να ωθήσει τον Κουλάντιν στα βόρεια όταν υποχωρούσε το Σάιντο· αν υποχωρούσε· ακόμα δεν είχαν δείξει τέτοια σημάδια απ’ όσο είχε δει. Γιατί ενώνονταν το Μιαγκόμα και οι άλλοι; Αν ήθελαν να τα βάλουν μαζί του, αυτό που έκαναν ήταν να τον προειδοποιήσουν. Αλλά, αν ήθελαν να τα βάλουν μαζί του, τότε ο Χαν και ο Ντηάρικ και ο Έριμ θα υστερούσαν αριθμητικά, και, αν οι Σάιντο κρατούσαν αρκετά ακόμα και οι τέσσερις φατρίες κατάφερναν να περάσουν... Είδε πέρα από τους δασόφυτους λόφους ότι είχε πιάσει βροχή πάνω από την πόλη τώρα, που η Εγκουέν και η Αβιέντα δεν συγκρατούσαν τα σύννεφα. Αυτό θα δυσκόλευε και τις δύο παρατάξεις. Αν οι δύο γυναίκες δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ’ όσο φαίνονταν, ίσως δεν μπορούσαν να ανακτήσουν τον έλεγχο απ’ αυτή την απόσταση.

«Πες στον Χαν να κάνει ό,τι μπορεί για να μην μας πλησιάσουν».

Παρ’ όλο που ήταν νεαρός —για την ακρίβεια, ήταν περίπου συνομήλικος του Ραντ― ο Σάιριν ύψωσε έκπληκτος το ένα φρύδι. Φυσικά. Ο Χαν δεν θα έκανε τίποτα το διαφορετικό και ο Σάιριν το ήξερε. Ο Αελίτης έμεινε μια στιγμή ακόμα για να βεβαιωθεί ότι ο Ραντ δεν είχε άλλο μήνυμα να δώσει, και μετά άρχισε να τρέχει στην κατηφοριά, όσο γρήγορα είχε έρθει. Χωρίς αμφιβολία, έλπιζε να επιστρέψει χάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο από τη μάχη. Μπορεί βέβαια η μάχη να είχε ήδη αρχίσει, εκεί στα ανατολικά.

«Θέλω κάποιος να φέρει τον Τζήντ’εν», είπε ο Ραντ μόλις έφυγε ο Σάιριν. Αν προσπαθούσε να πάει μακριά με τα πόδια, τότε στ’ αλήθεια θα χρειαζόταν τις γυναίκες να τον στηρίξουν. Οι δυο τους δεν έμοιαζαν σε τίποτα, όμως είχαν μια πανομοιότυπη έκφραση καχυποψίας. Αυτά τα συνοφρυώματα πρέπει να ήταν κάτι που κάθε κορίτσι μάθαινε από τη μητέρα του. «Δεν θα κυνηγήσω τον Σαμαήλ». Όχι ακόμα. «Πρέπει όμως να πλησιάσω στην πόλη». Ένευσε προς τον γκρεμισμένο πύργο· ήταν η μόνη κίνηση που μπορούσε να κάνει, έτσι όπως τον στρίμωχναν οι δύο γυναίκες. Ίσως ο αφέντης Τοβίρ κατόρθωνε να περισώσει τους φακούς από τα κιάλια, όμως δεν είχαν μείνει ούτε τρεις κορμοί του πύργου που να μην είναι σπασμένοι. Δεν θα παρακολουθούσε περισσότερο από ψηλά σήμερα.

Η Εγκουέν ήταν διστακτική ως συνήθως, αλλά η Αβιέντα σχεδόν αμέσως ζήτησε από μια νεαρή Κόρη να πάει στους γκαϊ’σάιν. Και να φέρει και τη Μιστ επίσης, κάτι το οποίο δεν είχε υπολογίσει ο Ραντ. Η Εγκουέν άρχισε να ξεσκονίζεται, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια της για τη σκόνη, και η Αβιέντα κάπου βρήκε μια φιλντισένια χτένα και άλλη μια μαντίλα. Παρά την πτώση, έμοιαζαν πολύ λιγότερο ταλαιπωρημένες από εκείνον. Η κούραση ακόμα πρόβαλλε ανάγλυφη στα πρόσωπά τους, αλλά, όσο μπορούσαν να διαβιβάσουν, θα του ήταν χρήσιμες.

Αυτό τον ξάφνιασε. Το μόνο που σκεφτόταν για τους άλλους ήταν πόσο χρήσιμοι του ήταν; Θα έπρεπε να είχε προστατεύσει τις γυναίκες εκεί πάνω στον πύργο. Όχι ότι ο πύργος ήταν ασφαλής, όπως είχε αποδειχθεί, αλλά αυτή τη φορά θα έκανε καλύτερη δουλειά.

Η Σούλιν σηκώθηκε, καθώς την πλησίαζε· ο επίδεσμος από αλγκόντ σχημάτιζε ένα ανοιχτόχρωμο καπελάκι στην κορυφή του κεφαλιού της και τα μαλλιά της έμοιαζαν με λευκό κρόσσι από κάτω.

«Θα πάω πιο κοντά στην πόλη», της είπε, «για να βλέπω τι συμβαίνει, ίσως και για να βοηθήσω. Οι τραυματίες να μείνουν εδώ, μαζί με αρκετές Κόρες, για να τις προστατεύσουν, αν χρειαστεί. Βάλε ισχυρή φρουρά, Σούλιν· εγώ θέλω ελάχιστες μαζί μου και θα ξεπληρώσω άσχημα την τιμή που μου έκαναν οι Κόρες, αν αφήσω τις τραυματισμένες τους να σφαχτούν». Έτσι οι περισσότερες θα έμεναν μακριά από τη μάχη. Κι ο ίδιος θα έπρεπε να αποφύγει τη μάχη, ώστε να την αποφύγουν και οι υπόλοιπες, αλλά στην κατάσταση που βρισκόταν, δεν θα ήταν δύσκολο. «Θέλω να μείνεις εδώ και―»

«Δεν είμαι τραυματίας», του είπε αυτή παγωμένα, κι αυτός δίστασε και ύστερα ένευσε αργά.

«Πολύ καλά». Δεν αμφέβαλλε ότι η πληγή της ήταν σοβαρή, αλλά από την άλλη δεν αμφέβαλλε ότι η Σούλιν ήταν σκληροτράχηλη. Και αν έμενε αυτή εδώ, μπορεί να του φορτωνόταν καμιά Ενάιλα για να οδηγήσει τη φρουρά του. Το να τον αντιμετωπίζουν σαν αδελφό τους ήταν λιγότερο ενοχλητικό από το να τον αντιμετωπίζουν σαν παιδί τους, και δεν είχε διάθεση να ανεχθεί αυτό το τελευταίο. «Αλλά βασίζομαι πάνω σου για να μην με ακολουθήσει κάποια που να είναι τραυματίας, Σούλιν. Θα πρέπει να μετακινούμαι, και δεν θέλω κανέναν που να με καθυστερεί, κανέναν που ίσως χρειαστεί να τον αφήσουμε πίσω».

Εκείνη ένευσε τόσο γοργά, που ο Ραντ πείστηκε ότι θα άφηνε πίσω όσες Κόρες είχαν έστω και μια αμυχή. Εκτός από την ίδια, φυσικά. Αυτή τη φορά, δεν ένιωθε ενοχή που εκμεταλλευόταν κάποιον. Οι Κόρες είχαν επιλέξει να φέρουν το δόρυ, όμως επίσης είχαν επιλέξει να τον ακολουθήσουν. Ίσως η λέξη «ακολουθήσουν» να μην ήταν η σωστή, αν σκεφτόταν μερικά από τα πράγματα που είχαν κάνει, αλλά γι’ αυτόν δεν άλλαζε τίποτα. Δεν θα διέταζε μια γυναίκα να πάει στο θάνατο, δεν θα μπορούσε να το κάνει, και η απόφασή του δεν θα άλλαζε. Στην πραγματικότητα, περίμενε κάποιες διαμαρτυρίες γι’ αυτό. Χάρηκε που δεν υπήρξαν. Μάλλον είμαι πιο πανούργος απ’ όσο νόμιζα.

Δύο γκαϊ’σάιν με ανοιχτόχρωμες ρόμπες έφτασαν σέρνοντας τον Τζήντ’εν και τη Μιστ, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ένα πλήθος, με αγκαλιές γεμάτες επιδέσμους και αλοιφές και ασκιά με νερό ριγμένα στοίβες στους ώμους, υπό την επίβλεψη της Σορίλεα και δώδεκα άλλων Σοφών, τις οποίες είχε συναντήσει. Ζήτημα ήταν αν ήξερε τα ονόματα των μισών.

Η Σορίλεα ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας επικεφαλής εκεί και γρήγορα έβαλε μαζί τους γκαϊ’σάιν και τις άλλες Σοφές να κυκλοφορούν ανάμεσα στις τραυματισμένες Κόρες και να φροντίζουν τις πληγές τους. Κοίταξε τον Ραντ, την Εγκουέν και την Αβιέντα, έσμιξε τα φρύδια σκεφτικά και σούφρωσε τα λεπτά χείλη της, ενώ προφανώς σκεφτόταν ότι και οι τρεις έμοιαζαν να είναι σε αρκετά κακή κατάσταση και σίγουρα οι πληγές τους θα έπρεπε να καθαριστούν. Η ματιά εκείνη ήταν αρκετή για την Εγκουέν και την έκανε να σκαρφαλώσει στη σέλα της γκρίζας φοράδας της, απ’ όπου χαμογέλασε κι ένευσε στην ηλικιωμένη Σοφή, μολονότι, αν η Αελίτισσα ήξερε πιο πολλά από ιππασία, θα είχε καταλάβει ότι το μούδιασμα της Εγκουέν δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. Και ήταν ενδεικτικό της κατάστασης της Αβιέντα το ότι άφησε την Εγκουέν να την τραβήξει στη σέλα χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία. Χαμογέλασε κι αυτή στη Σορίλεα.

Ο Ραντ έτριξε τα δόντια και ανέβηκε στη σέλα του με μια μαλακή κίνηση. Οι διαμαρτυρίες των πονεμένων μυών χάθηκαν κάτω από μια πλημμύρα πόνου στο πλευρό του, σαν να τον είχαν καρφώσει άλλη μια φορά, κι έκανε ένα ολόκληρο λεπτό για να ανασάνει ξανά, αλλά δεν άφησε τίποτα απ’ αυτά να φανεί.

Η Εγκουέν έκανε τη Μιστ να πλησιάσει τον Τζήντ’εν, αρκετά κοντά για να του ψιθυρίσει. «Αν δεν μπορείς να ανέβεις πιο σωστά στο άλογο, Ραντ αλ’Θόρ, ίσως πρέπει να ξεχάσεις για λίγες μέρες την ιππασία». Η Αβιέντα έδειχνε ανέκφραστη, όπως συνήθιζαν οι Αελίτες, αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό του.

«Πρόσεξα κι εγώ πώς ανέβηκες», της είπε χαμηλόφωνα. «Ίσως θα έπρεπε να μείνεις εδώ και να βοηθήσεις τη Σορίλεα μέχρι να νιώσεις καλύτερα». Αυτό την έκανε να κλείσει το στόμα, αν κι έσφιξε τα χείλη με μια ξινή έκφραση. Η Αβιέντα χάρισε άλλο ένα χαμόγελο στη Σορίλεα· η ηλικιωμένη Σοφή ακόμα τους παρακολουθούσε.

Ο Ραντ χτύπησε με την μπότα το άλογό του κι αυτό πήρε τρέχοντας τον κατήφορο. Κάθε βήμα τού τράνταζε το πλευρό, κάνοντάς τον να ανασαίνει μέσα από τα δόντια του, αλλά είχε να διανύσει μεγάλη απόσταση και δεν μπορούσε να πάει με το πάσο του. Εκτός αυτού, το βλέμμα της Σορίλεα του έδινε στα νεύρα.

Η Μιστ πρόφτασε τον Τζήντ’εν προτού κάνει πενήντα βήματα στην πυκνή βλάστηση του λόφου, και σε άλλα πενήντα ήρθαν και η Σούλιν με μια ομάδα Κόρες, που μερικές έτρεξαν για να πάρουν θέση μπροστά. Ήταν περισσότερες απ’ όσες έλπιζε ο Ραντ, αλλά δεν είχε σημασία. Γι’ αυτό που θα έκανε, δεν χρειαζόταν να πλησιάσει πολύ τη μάχη. Μπορούσαν να μείνουν μαζί του, ασφαλείς μακριά από κει.

Χρειάστηκε να κοπιάσει για να αδράξει το σαϊντίν, παρά το ανγκριάλ, και το βάρος του σαϊντίν έμοιαζε να τον πιέζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά, και το μίασμα να είναι εντονότερο. Τουλάχιστον το Κενό τον θωράκιζε από τον πόνο που ένιωθε. Τουλάχιστον ως ένα σημείο. Κι αν ο Σαμαήλ προσπαθούσε πάλι να παίξει παιχνιδάκια μαζί του...

Έβαλε τον Τζήντ’εν να ταχύνει το βήμα. Ό,τι κι αν έκανε ο Σαμαήλ, ο Ραντ είχε ν’ ασχοληθεί με τα δικά του.


Η βροχή έσταζε από το γύρο του καπέλου του Ματ κι αυτός αναγκαζόταν κάθε λίγο να χαμηλώνει το κιάλι του και να σκουπίζει την άκρη του σωλήνα. Η νεροποντή είχε καταλαγιάσει το τελευταίο ημίωρο, όμως τα αραιά κλαριά από πάνω του δεν πρόσφεραν καταφύγιο. Το σακάκι του είχε μουλιάσει εδώ και ώρα, τα αυτιά του Πιπς ήταν χαμηλωμένα· το άλογο στεκόταν σαν μην είχε την παραμικρή πρόθεση να κινηθεί, όσο κι αν το χτυπούσε με τις φτέρνες. Ο Ματ δεν ήξερε στα σίγουρα τι ώρα ήταν. Κάπου στα μισά του απογεύματος, νόμιζε, αλλά τα σκοτεινά σύννεφα δεν είχαν αραιώσει με τη βροχή κι έκρυβαν τον ήλιο. Από την άλλη μεριά, έμοιαζαν να είχαν περάσει τρεις ή τέσσερις μέρες από τότε που είχε κατέβει για να προειδοποιήσει τους Δακρυνούς. Ακόμα δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει.

Κοίταζε προς τα νότια κι έψαχνε για μια διέξοδο. Διέξοδο για τρεις χιλιάδες άνδρες· τόσοι και περισσότεροι είχαν επιζήσει, αν και δεν είχαν ιδέα τι ετοίμαζε. Εκείνοι πίστευαν ότι έψαχνε να τους βρει κι άλλη μάχη, αλλά, κατά τη γνώμη του, οι τρεις, στις οποίες είχαν λάβει μέρος, έφταναν και περίσσευαν. Του φαινόταν ότι τώρα θα μπορούσε να το σκάσει και μόνος του, αρκεί να είχε τα μάτια του δεκατέσσερα και να κρατούσε την ψυχραιμία του. Τρεις χιλιάδες άνδρες όμως τραβούσαν τα βλέμματα όποτε μετακινούνταν, και δεν προχωρούσαν γρήγορα, εφόσον παραπάνω από τους μισούς προχωρούσαν πεζή. Γι’ αυτό είχε πάει σε κείνο τον Φωτοκατάρατο λόφο και γι’ αυτό οι Δακρυνοί και οι Καιρχινοί βρίσκονταν όλοι στριμωγμένοι στο μακρύ, στενό γούβωμα ανάμεσα σ’ αυτόν τον λόφο και στον επόμενο. Αν έτρεχε να το σκάσει έτσι απλά...

Κόλλησε ξανά το κιάλι στο μάτι του και κοίταξε νότια τους λόφους με τα αραιά δάση. Αραιά και πού υπήρχαν σύδενδρα, μερικά αρκετά μεγάλα, όμως η γη στο μεγαλύτερο μέρος της είχε χαμόδεντρα ή γρασίδι, ακόμα κι εδώ. Είχε επιστρέψει στα ανατολικά, χρησιμοποιώντας και την παραμικρή πτυχή του εδάφους, φέρνοντας τη φάλαγγα μαζί του από την άδενδρη γη σε σημείο που υπήρχε κάποια σωστή κάλυψη. Περνώντας μέσα από κείνους τους κεραυνούς και τις πύρινες μπάλες· δεν ήξερε αν αυτά ήταν το χειρότερο ή ίσως όταν η γη έσκαζε μ’ ένα δυνατό βρυχηθμό δίχως λόγο. Είχε κάνει τόσο κόπο, μόνο και μόνο για να δει ότι η μάχη τον ακολουθούσε. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν μπορούσε να βγει από το επίκεντρο της.

Πού είναι η καμένη η τύχη μου τώρα που τη χρειάζομαι; Ήταν βλάκας που είχε μείνει. Μπορεί να τους είχε κρατήσει ζωντανούς ως τώρα, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα μπορούσε να το συνεχίσει. Κάποια στιγμή, νωρίτερα ή αργότερα, τα ζάρια θα έφερναν τα Μάτια του Σκοτεινού. Αυτοί είναι στρατιώτες. Θα ’πρεπε να τα αφήσω όλα αυτά πάνω τους και να φύγω.

Αλλά συνέχισε να ψάχνει, να χτενίζει με το βλέμμα τις δασώδεις κορυφές και τις ράχες. Δεν πρόσφεραν κάλυψη αποκλειστικά στον ίδιο αλλά και στους Αελίτες του Κουλάντιν, όμως τους διέκρινε εδώ κι εκεί. Δεν ήταν όλοι μπλεγμένοι σε μάχες, αλλά όλες οι ομάδες που διέκρινε ήταν μεγαλύτερες από τη δικιά του, και όλες βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στην ασφάλεια που θα πρόσφερε ο νότος, και δεν θα ήξερε ποιοι ήταν με το μέρος ποιου, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Οι Αελίτες έμοιαζαν να το καταλαβαίνουν με μια ματιά, αλλά αυτό δεν τον βοηθούσε.

Ένα μίλι περίπου πιο πέρα, κάποιες εκατοντάδες μορφές, ντυμένες με καντιν’σόρ έτρεχαν κατά οκτάδες και κατευθύνονταν προς τα ανατολικά, περνώντας από ένα ύψωμα, όπου πέντ’ έξι χαμαιδάφνες πάσχιζαν να σχηματίσουν ένα δασάκι. Προτού η εμπροσθοφυλακή αρχίσει να κατεβαίνει από την άλλη μεριά, ένας κεραυνός άστραψε ανάμεσά τους, τινάζοντας άνδρες και χώμα, σαν πέτρα ριγμένη σε λίμνη. Ο Πιπς ούτε καν τρεμούλιασε όταν ο βρόντος έφτασε στον Ματ· το μουνούχι είχε συνηθίσει σε χτυπήματα κοντινότερα από αυτό.

Μερικοί πεσμένοι σηκώθηκαν κουτσαίνοντας, και αμέσως, όπως και οι άλλοι που είχαν μείνει όρθιοι, άρχισαν να ψάχνουν βιαστικά ανάμεσα σε όσους ήταν ασάλευτοι. Έσυραν δέκα-δώδεκα, τραβώντας τους από τους ώμους, κι εξαφανίστηκαν από το ψήλωμα, από κει που είχαν έρθει. Κανείς δεν στάθηκε να κοιτάξει τον κρατήρα. Ο Ματ τους είχε δει να μαθαίνουν αυτό το μάθημα· αν στέκονταν να περιμένουν, θα ήταν μια πρόσκληση για άλλη μια ασημένια λόγχη από τα σύννεφα. Μέσα σε μια στιγμή είχαν χαθεί από το βλέμμα του. Εκτός από τους νεκρούς.

Ο Ματ γύρισε το κιάλι προς τα ανατολικά. Έμοιαζε να υπάρχει λιακάδα μερικά μίλια πιο εκεί. Ο πύργος από κορμούς θα έπρεπε να φαίνεται, να ξεπροβάλλει πάνω από τα δένδρα, αλλά ο Ματ εδώ και ώρα δεν μπορούσε να τον βρει. Μπορεί να κοίταζε σε λάθος μέρη. Δεν είχε σημασία. Ο κεραυνός πρέπει να ήταν έργο του Ραντ, όπως και τα υπόλοιπα. Αν μπορέσω να φτάσω ως εκεί, τότε...

Θα ξαναβρισκόταν εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Ακόμα κι αν δεν ήταν η έλξη του τα’βίρεν να τον τραβάει πίσω, θα δυσκολευόταν να ξαναφύγει μόλις το μάθαινε η Μουαραίν. Και είχε να σκεφτεί και τη Μελίντρα. Οι γυναίκες δεν το καλοδέχονταν όταν ένας άνδρας προσπαθούσε να φύγει από τη ζωή τους χωρίς να τους το πει.

Καθώς γύριζε αργά το κιάλι, κυνηγώντας τον πύργο, μια πλαγιά γεμάτη αραιές χαμαιδάφνες και πέιπερμπαρκ ξαφνικά τυλίχτηκε στις φλόγες, μ’ όλα τα δένδρα να γίνονται μονομιάς αναμμένοι δαυλοί.

Χαμήλωσε αργά το σωλήνα με την μπρούντζινη επένδυση· δεν τον χρειαζόταν για να δει τη φωτιά, και ο πυκνός, γκρίζος καπνός ήδη σχημάτιζε ένα πηχτό σύννεφο στον ουρανό. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερα σημάδια για να καταλάβει μια διαβίβαση, όταν αυτή συνέβαινε. Είχε, άραγε, ο Ραντ αγγίξει τελικά το χείλος της τρέλας; Ή ίσως η Αβιέντα τελικά είχε βαρεθεί που ήταν αναγκασμένη να μένει κοντά του. Μην ταράζεις μια γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει· ο Ματ σπανίως κατόρθωνε να ακολουθήσει αυτόν τον κανόνα, αλλά προσπαθούσε.

Άσε τις εξυπνάδες για κάποιον άλλο, σκέφτηκε ξινά. Απλώς, προσπαθούσε να μη σκεφτεί την τρίτη πιθανότητα. Αν ο Ραντ δεν είχε τρελαθεί και αν δεν είχαν αποφασίσει να τον ξεφορτωθούν η Αβιέντα ή η Εγκουέν ή κάποια Σοφή, τότε κάποιος άλλος είχε βάλει το χεράκι του στη σημερινή υπόθεση. Ο Ματ ήξερε να προσθέσει δύο και δύο χωρίς να πει ότι κάνουν πέντε. Ο Σαμαήλ. Και σκεφτόταν να ξεφύγει από κει· δεν υπήρχε καμία διέξοδος εκεί πέρα. Μα το αίμα και τις στάχτες! Πού είναι η —;

Ένα πεσμένο κλαδάκι έτριξε κάτω από ένα πόδι πίσω του και ο Ματ αντέδρασε δίχως σκέψη, καθοδηγώντας τον Πιπς περισσότερο με τα γόνατα παρά με τα γκέμια, τραβώντας απότομα το δόρυ από το μπροστάρι της σέλας του.

Του Εστέαν παραλίγο θα του έπεφτε το κράνος και τα μάτια του γούρλωσαν, καθώς η κοντή λεπίδα σταμάτησε παρά τρίχα προτού του ανοίξει το κεφάλι στα δύο. Η βροχή τού είχε κολλήσει τα μαλλιά στο πρόσωπο. Ο Ναλέσεν, πεζός κι αυτός, χαμογέλασε πλατιά, εν μέρει ξαφνιασμένος, εν μέρει γελώντας με τη σαστισμάρα του άλλου νεαρού Δακρυνού. Με θεληματικό πρόσωπο και γεροδεμένο σώμα, ο Ναλέσεν ήταν ο δεύτερος μετά τον Μελάνριλ που οδηγούσε το Δακρυνό ιππικό. Ο Ταλμέηνς και ο Ντήριντ ήταν κι αυτοί εκεί, ένα βήμα πιο πίσω, ως συνήθως, με ανέκφραστη όψη κάτω από τα κωδωνόσχημα κράνη τους, επίσης ως συνήθως. Οι τέσσερις είχαν αφήσει τα άλογα πιο πέρα στα δένδρα.

«Έρχονται Αελίτες καταπάνω μας, Ματ», είπε ο Ναλέσεν, ενώ ο Ματ όρθωνε το δόρυ με το σημάδι του κορακιού. «Το Φως να κάψει την ψυχή μου, αν είναι έστω κι ένας λιγότερος από πέντε χιλιάδες». Χαμογέλασε και μ’ αυτό επίσης. «Δεν νομίζω πως ξέρουν ότι τους περιμένουμε».

Ο Εστέαν ένευσε κοφτά. «Πάνε από τις κοιλάδες και τις γούβες. Κρύβονται από...» Κοίταξε τα σύννεφα και ανατρίχιασε. Δεν ήταν ο μόνος που ανησυχούσε για το τι μπορεί να έριχνε ο ουρανός· οι άλλοι τρεις ύψωσαν κι αυτοί το βλέμμα. «Τέλος πάντων, είναι φανερό ότι θέλουν να περάσουν από κει που βρίσκονται οι άνδρες του Ντήριντ». Η φωνή του είχε μια δόση σεβασμού όταν ανέφερε τις λόγχες. Μπορεί να ήταν συγκρατημένος και αδύναμος, αλλά ήταν δύσκολο να κοιτάς περιφρονητικά κάποιον όταν σου είχε σώσει το τομάρι μερικές φορές. «Θα πέσουν πάνω μας προτού μας δουν».

«Υπέροχα», είπε μαλακά ο Ματ. «Απλώς υπέροχα».

Το εννοούσε σαρκαστικά, όμως ο Ναλέσεν και ο Εστέαν δεν έπιασαν φυσικά την ουσία. Έδειξαν να ενθουσιάζονται. Όμως το σημαδεμένο πρόσωπο του Ντήριντ ήταν ανέκφραστο σαν βράχος και ο Ταλμέηνς ύψωσε ελάχιστα το φρύδι, κοιτώντας τον Ματ, και κούνησε τόσο δα το κεφάλι. Αυτοί οι δύο ήξεραν από μάχες.

Η πρώτη συνάντηση με τους Σάιντο ήταν ένα στοίχημα με ίσες πιθανότητες, το οποίο δεν θα είχε δεχθεί ο Ματ, αν δεν ήταν αναγκασμένος. Δεν άλλαζε τίποτα το γεγονός ότι οι αστραπές είχαν κλονίσει τους Αελίτες αρκετά, ώστε να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή. Δυο φορές ακόμα σήμερα είχαν πολεμήσει, όταν ο Ματ είχε βρεθεί σε καταστάσεις που έπρεπε ή να αιφνιδιάσει τους Αελίτες ή να τον αιφνιδιάσουν αυτοί, αλλά και στις δύο φορές η έκβαση δεν ήταν τόσο πετυχημένη όσο πίστευαν οι Δακρυνοί. Τη μια είχαν καταλήξει σε ισοπαλία, μόνο όμως επειδή είχε καταφέρει να κάνει τους Σάιντο να τον χάσουν, όταν αυτοί είχαν οπισθοχωρήσει για να ανασυγκροτηθούν. Ή, τουλάχιστον, δεν είχαν επιστρέψει, όσο αυτός απομάκρυνε τους στρατιώτες περνώντας από τις φιδίσιες κοιλάδες ανάμεσα στους λόφους. Υποψιαζόταν ότι κάτι άλλο τους είχε τραβήξει την προσοχή· ίσως κι άλλοι κεραυνοί ή πύρινες μπάλες ή το Φως μόνο ήξερε τι. Ο Ματ γνώριζε πολύ καλά τι τους είχε επιτρέψει να γλιτώσουν από την τελευταία μάχη σώοι οι περισσότεροι. Ήταν μια άλλη ομάδα Αελιτών, που είχαν επιτεθεί από πίσω σ’ αυτούς που τον μάχονταν, πάνω στην ώρα που θα υποχωρούσαν οι λογχοφόροι. Οι Σάιντο είχαν αποφασίσει να υποχωρήσουν προς το νότο, και όσο για τους άλλους ― ο Ματ ακόμα δεν ήξερε ποιοι ήταν― είχαν στρίψει προς τα δυτικά, αφήνοντάς στα χέρια του το πεδίο της μάχης. Ο Ναλέσεν και ο Εστέαν το θεωρούσαν καθαρή νίκη. Ο Ντήριντ και ο Ταλμέηνς όμως γνώριζαν καλύτερα.

«Σε πόση ώρα;» ρώτησε ο Ματ.

Του απάντησε ο Ταλμέηνς. «Σε μισή ώρα. Ίσως λίγο περισσότερο, αν η χάρη μάς ευνοήσει». Οι Δακρυνοί έδειξαν να αμφιβάλλουν· ακόμα δεν καταλάβαιναν πόσο γρήγορα μπορούσαν να κινηθούν οι Αελίτες.

Ο Ματ δεν είχε τέτοιες ψευδαισθήσεις. Είχε ήδη μελετήσει την περιβάλλουσα περιοχή, όμως την ξανακοίταξε και αναστέναξε. Είχε πολύ καλή θέα απ’ αυτό το λόφο και η μόνη κάπως πυκνή συστάδα δένδρων σε ακτίνα μισού μιλίου ήταν ακριβώς εκεί που καθόταν στη σέλα του. Η υπόλοιπη περιοχή ήταν όλο χαμόδεντρα, ελάχιστα από τα οποία έφταναν ως τη μέση ενός ανθρώπου, με αραιές χαμαιδάφνες και πέιπερμπαρκ και καμιά βελανιδιά πού και που. Οι Αελίτες σίγουρα θα έστελναν μπροστά ανιχνευτές να ρίξουν μια ματιά, και, στο χρονικό διάστημα που διέθεταν, δεν προλάβαιναν να κρυφτούν ούτε οι έφιπποι. Οι λογχοφόροι θα ήταν εκεί στ’ ανοιχτά. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει —ήταν πάλι περίπτωση που ή θα τον αιφνιδίαζαν ή θα τους αιφνιδίαζε― αλλά δεν του άρεσε.

Είχε ρίξει μονάχα μια ματιά, αλλά, προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα του, ο Ντήριντ είπε, «Οι ανιχνευτές μου λένε ότι μ’ αυτούς εδώ είναι κι ο ίδιος ο Κουλάντιν. Ή, τουλάχιστον, ο αρχηγός τους έχει τα χέρια γυμνά και δείχνει σημάδια σαν αυτά που λένε ότι φέρει και ο Άρχοντας Δράκοντας».

Ο Ματ μούγκρισε. Ο Κουλάντιν, που κατευθυνόταν ανατολικά. Αν ο Ματ έβρισκε τρόπο να παραμερίσει, ο Κουλάντιν θα έπεφτε πάνω στον Ραντ. Μπορεί αυτό ακριβώς να ήθελε. Ο Ματ ένιωσε ότι μέσα του έβραζε, και αυτό δεν είχε καμία σχέση με το ότι ο Κουλάντιν ήθελε να σκοτώσει τον Ραντ. Ο αρχηγός των Σάιντο ή όποιος κι αν ήταν αυτός μπορεί να θυμόταν αμυδρά τον Ματ σαν κάποιον που γυρόφερνε τον Ραντ, αλλά ο Κουλάντιν ήταν ο λόγος που ο Ματ ήταν στριμωγμένος εκεί, στο μέσον μιας μάχης, προσπαθώντας να επιζήσει, ενώ σκεφτόταν ότι η μάχη ανά πάσα στιγμή μπορούσε να γίνει προσωπικός καυγάς μεταξύ του Ραντ και του Σαμαήλ, ένας καυγάς που ενδεχομένως θα σκότωνε τους πάντες και τα πάντα σε ακτίνα δύο ή τριών μιλίων. Κι όλα αυτά, αν δεν μου καρφώσουν πρώτα κάνα δόρυ στο στήθος. Και δεν είχε περισσότερο λόγο σ’ αυτό απ’ όσο μια χήνα κρεμασμένη έξω από την πόρτα της κουζίνας. Τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαινε, αν δεν ήταν ο Κουλάντιν.

Κρίμα που κανείς δεν είχε σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο πριν από χρόνια. Είχε δώσει πλήθος αφορμές. Οι Αελίτες σπανίως άφηναν το θυμό τους να φανεί, και όταν τον έδειχναν, ήταν ψυχρός, συγκρατημένος. Ο Κουλάντιν, αντιθέτως, έμοιαζε να λυσσομανά δυο-τρεις φορές τη μέρα, να βγαίνει έξαλλος εκτός εαυτού, τόσο εύκολα όσο μπορεί να σπάσει ένα άχυρο. Ήταν θαύμα που ζούσε ακόμα, είχε την τύχη του Σκοτεινού.

«Ναλέσεν», είπε θυμωμένος ο Ματ, «πάρε τους Δακρυνούς και κάνε έναν πλατύ κύκλο προς το βορρά και πήγαινε να ριχτείς στους φίλους μας από πίσω. Εμείς θα αποσπάσουμε την προσοχή τους, γι’ αυτό κάνε γρήγορα και πέσε πάνω τους σαν στάβλος που γκρεμίζεται». Έχει την τύχη του Σκοτεινού, ε; Μα το αίμα και τις στάχτες, ελπίζω να έχει επιστρέψει και η δική μου τύχη. «Ταλμέηνς, κάνε κι εσύ το ίδιο προς το νότο. Φύγετε, εμπρός. Δεν έχουμε χρόνο, μην τον σπαταλάμε».

Οι δύο Δακρυνοί υποκλίθηκαν βιαστικά κι έτρεξαν στα άλογά τους, ενώ έβαζαν τα κράνη τους. Ο Ταλμέηνς υποκλίθηκε με περισσότερη επισημότητα. «Η χάρη να χαμογελά στο σπαθί σου, Ματ. Ή ίσως θα έπρεπε να πω στο δόρυ σου». Και μετά χάθηκε κι αυτός.

Ο Ντήριντ ύψωσε το βλέμμα στον Ματ, καθώς οι τρεις κατηφόριζαν το λόφο, και σκούπισε τη βροχή από τα μάτια με το δάχτυλό του. «Άρα αυτή τη φορά θα μείνεις με τις λόγχες. Μην αφήνεις τον θυμό σου με τον Κουλάντιν να σε πνίξει. Η μάχη δεν είναι το κατάλληλο πεδίο για μια μονομαχία μαζί του».

Ο Ματ μόλις κατάφερε να μην μείνει με το στόμα ανοιχτό. Μονομαχία; Αυτός; Με τον Κουλάντιν; Ο Ντήριντ νόμιζε ότι γι’ αυτό θα έμενε με το πεζικό; Το είχε διαλέξει επειδή ήταν ασφαλέστερο να είσαι πίσω από τις λόγχες. Αυτός ήταν ο λόγος. Ο μοναδικός λόγος. «Μη ανησυχείς. Μπορώ να συγκρατηθώ». Και είχε σκεφτεί ότι ο Ντήριντ ήταν ο λογικότερος απ’ όλους εκεί.

Ο Καιρχινός απλώς ένευσε. «Το ήξερα. Ορκίζομαι πως έχεις ξαναδεί λόγχες από κοντά και σίγουρα έχεις αντιμετωπίσει κάποιες επελάσεις. Ο Ταλμέηνς επαινεί μόνο όταν υπάρχουν δυο φεγγάρια στον ουρανό, αλλά τον άκουσα να λέει ότι θα σε ακολουθούσε όπου κι αν τον οδηγούσες. Κάποια μέρα θα ήθελα να ακούσω την ιστορία σου, Αντορίτη. Μα είσαι νεαρός —μα το Φως, το λέω μ’ όλο το σεβασμό — και το αίμα των νεαρών βράζει».

«Αν μη τι άλλο, αυτή η βροχή θα το δροσίσει». Μα το αίμα και τις στάχτες. Ήταν όλοι μουρλοί; Τον επαινούσε ο Ταλμέηνς; Αναρωτήθηκε τι θα έλεγαν, αν μάθαιναν ότι ήταν ένας τζογαδόρος που ακολουθούσε κουρέλια αναμνήσεων από ανθρώπους νεκρούς εδώ και χίλια χρόνια. Θα έριχναν κλήρο για να δουν ποιος θα τον πρωτοσούβλιζε σαν γουρούνι. Ειδικά οι άρχοντες· σε κανέναν δεν άρεσε να γελοιοποιείται, αλλά με τους άρχοντες ήταν ακόμα χειρότερα, ίσως επειδή κατόρθωναν τόσο συχνά να γελοιοποιούνται από μόνοι τους. Τέλος πάντων, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, σκόπευε να βρίσκεται μίλια μακριά όταν θα το ανακάλυπταν. Ο καμένος ο Κουλάντιν. Θα ’θελα να χώσω αυτό το δόρυ στο λαρύγγι του! Κλώτσησε με τις φτέρνες τον Πιπς και ξεκίνησε για την απέναντι πλαγιά, όπου περίμενε το πεζικό πιο κάτω.

Ο Ντήριντ ανέβηκε στο άλογό του και τον ακολούθησε, νεύοντας, καθώς ο Ματ τού ανέπτυσσε το σχέδιό του. Οι τοξότες θα ήταν στις πλαγιές, απ’ όπου μπορούσαν να καλύψουν τα πλαϊνά, αλλά ξαπλωμένοι, κρυμμένοι στους θάμνους μέχρι την τελευταία στιγμή. Ένας άνδρας θα ήταν στη ράχη, για να δώσει σήμα όταν θα εμφανίζονταν οι Αελίτες, και οι λόγχες θα ξεκινούσαν μαζί με τον Ματ, προελαύνοντας ευθεία προς τον εχθρό που θα πλησίαζε. «Μόλις δούμε εμείς τους Σάιντο, θα οπισθοχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, σχεδόν ως πίσω στο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο λόγους, και μετά θα στρίψουμε για να τους αντιμετωπίσουμε».

«Θα νομίζουν ότι θέλαμε να σκάσουμε, καταλάβαμε ότι δεν μπορούμε, και γυρίσαμε επιτόπου σαν αρκούδα που τα βάζει με λαγωνικά», του απάντησε ο Ντήριντ. «Όταν δουν ότι είμαστε οι μισοί απ’ αυτούς και πολεμάμε μόνο επειδή είμαστε αναγκασμένοι, τότε θα πιστέψουν ότι θα μας λιώσουν. Αν μπορέσουμε να κρατήσουμε την προσοχή τους μέχρι να έρθει το ιππικό από πίσω...» Ο Καιρχινός χαμογέλασε. «Χρησιμοποιούμε την τακτική των Αελιτών εναντίον τους».

«Πρέπει να κρατήσουμε την προσοχή τους, που να καεί». Όσο βρεγμένος ήταν ο Ματ, τόσο ξερός ήταν ο τόνος του. «Για να το εξασφαλίσουμε αυτό —για να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα αρχίσουν να κάνουν αυτοί κύκλους γύρω από τα πλαϊνά μας― θέλω να υψώσουμε φωνή, αμέσως μόλις σταματήσεις την υποχώρηση. “Προστατέψτε τον Άρχοντα Δράκοντα”». Αυτή τη φορά ο Ντήριντ έβαλε τα γέλια.

Αυτό σίγουρα θα έφερνε τους Σάιντο, ειδικά αν τους οδηγούσε ο Κουλάντιν, Αν πράγματι καθοδηγούσε ο Κουλάντιν, αν πίστευε πως ο Ραντ ήταν με τους λογχοφόρους, αν οι λόγχες άντεχαν μέχρι να φτάσει το ιππικό... Πολλά «αν». Ο Ματ άκουγε πάλι τα ζάρια να γυρνάνε στο κεφάλι του. Ήταν το πιο μεγάλο στοίχημα που είχε βάλει στη ζωή του. Αναρωτήθηκε πόση ώρα ήθελε ακόμα μέχρι να πέσει η νύχτα· μέσα στο σκοτάδι, κάποιος θα είχε τη δυνατότητα να το σκάσει. Ευχήθηκε να έβγαιναν εκείνα τα ζάρια από το μυαλό του ή τουλάχιστον να έπεφταν κάποια στιγμή, για να δει τι θα έδειχναν. Με σκυθρωπή όψη μέσα στη βροχή, συνέχισε με τον Πιπς να κατεβαίνουν τη λοφοπλαγιά.


Ο Τζήντ’εν σταμάτησε σε μια ράχη, όπου μια ντουζίνα δένδρα σχημάτιζαν ένα αραιό λοφίο, και ο Ραντ καμπούριασε λίγο με τον πόνο στο πλευρό του. Η ημισέληνος, που είχε υψωθεί, έριχνε ένα χλωμό φως, όμως ακόμα και για το ενισχυμένο με το σαϊντίν βλέμμα του, ό,τι απείχε πάνω από εκατό βήματα ήταν μια θολή σκιά. Η νύχτα κατάπινε ολόκληρους τους γύρω λόφους, και ο Ραντ μόλις που ένιωθε τη Σούλιν να στέκεται εκεί κοντά, και τις Κόρες ολόγυρά του. Με δυσκολία κρατούσε τα μάτια ανοιχτά· τα ένιωθε να τον τρώνε, και του φαινόταν ότι ο πόνος που του ροκάνιζε το πλευρό ήταν το μόνο πράγμα που τον κρατούσε ξύπνιο. Δεν τον σκεφτόταν πολύ συχνά. Αν και τώρα ο πόνος δεν ήταν μόνο μακρινός, ήταν και αργός.

Άραγε σήμερα ο Σαμαήλ είχε κάνει δυο φορές απόπειρα κατά της ζωής του ή τρεις; Περισσότερες; Του φαινόταν ότι θα έπρεπε να θυμάται πότε κάποιος προσπαθούσε να τον σκοτώσει. Όχι, όχι να τον σκοτώσει. Να τον παρασύρει. Ακόμα με φθονείς, Τελ Τζάνιν; Πότε σε αδίκησα, πότε σου στέρησα το παραμικρό από το μοιράδι σου;

Ο Ραντ ταλαντεύτηκε, πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του. Είχε κάτι παράξενο αυτή η σκέψη, αλλά δεν θυμόταν τι. Ο Σαμαήλ... Όχι. Θα τον κανόνιζε, όταν... αν... Δεν είχε σημασία. Αργότερα. Σήμερα ο Σαμαήλ ήταν απλώς κάτι που του αποσπούσε την προσοχή από αυτό που ήταν σημαντικό. Μπορεί και να είχε φύγει.

Αόριστα, σκέφτηκε ότι δεν είχε συμβεί επίθεση ύστερα από... Από τι; Θυμήθηκε πως είχε απαντήσει στην τελευταία κίνηση του Σαμαήλ με κάτι ιδιαίτερα άσχημο, αλλά δεν μπορούσε να φέρει την ανάμνηση στην επιφάνεια. Δεν ήταν μοιροφωτιά. Δεν πρέπει να χρησιμοποιώ μοιροφωτιά. Απειλεί το υφάδι του Σχήματος. Ούτε καν για την Ιλυένα; Θα έκαιγα τον κόσμο και θα έβαζα την ψυχή μου προσάναμμα, για να ξανακούσω το γέλιο της.

Η σκέψη του πάλι ξεστράτιζε απ’ αυτό που ήταν σημαντικό.

Όταν είχε βασιλέψει ο ήλιος, όση ώρα πριν κι αν είχε γίνει αυτό, η μάχη συνεχιζόταν, οι σκιές που μάκραιναν σταδιακά ρουφούσαν το χρυσοκόκκινο φως, οι άνδρες σκότωναν και πέθαιναν. Τώρα οι άστατοι άνεμοι έφερναν ακόμα μακρινές φωνές και ουρλιαχτά. Εξαιτίας του Κουλάντιν, αυτό ήταν αλήθεια, αλλά, στην καρδιά του ζητήματος, εξαιτίας του ίδιου.

Για μια στιγμή, δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά του.

«Ραντ αλ’Θόρ», είπε μεγαλόφωνα κι ανατρίχιασε, παρ’ όλο που το σακάκι του ήταν μουσκεμένο από τον ιδρώτα. Για μια στιγμή, εκείνο το όνομα τού είχε φανεί παράξενο. «Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ, και πρέπει να... πρέπει να δω».

Είχε να φάει από το πρωί, όμως το μίασμα στο σαϊντίν τού έδιωχνε την πείνα. Το Κενό ριγούσε διαρκώς και ο Ραντ κρεμόταν από την Αληθινή Πηγή με τα νύχια. Ήταν σαν να καβαλούσε ταύρο που είχε τρελαθεί από το κοκκινόχορτο, σαν να κολυμπούσε σε ένα ποτάμι από φωτιά που το ανάδευαν αιχμηρά αγκωνάρια πάγου. Όμως, όταν δεν ένιωθε σαν να τον ξεκοιλιάζουν, να τον χτυπούν, να τον πνίγουν, του φαινόταν ότι το σαϊντίν ήταν η μόνη δύναμη που του είχε απομείνει. Το σαϊντίν ήταν εκεί, άγγιζε τα όρια του εαυτού του, προσπαθούσε να του ποτίσει ή να του διαβρώσει το μυαλό, αλλά ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.

Διαβίβασε μ’ ένα σπασμωδικό νεύμα και κάτι φάνηκε να καίγεται ψηλά στον ουρανό. Κάτι. Μια μπάλα από γαλάζια φλόγα που ανάβραζε, διώχνοντας το σκοτάδι με το σκληρό φως της.

Λόφοι εμφανίστηκαν γύρω του, δένδρα μαύρα στον τραχύ φωτισμό. Τίποτα δεν σάλευε. Μια σπιλιάδα του ανέμου τού έφερε έναν αμυδρό ήχο. Ζητωκραυγές ίσως, ή τραγούδια. Ή μπορεί να το είχε φανταστεί· ήταν τόσο αδύναμος ο ήχος, που μπορεί να ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, κι έσβησε με τον άνεμο.

Ξαφνικά, ο Ραντ κατάλαβε ότι υπήρχαν Κόρες γύρω του, εκατοντάδες. Μερικές, ανάμεσά τους και η Σούλιν, είχαν το βλέμμα τους πάνω του, αλλά πολλές είχαν τα μάτια σφαλισμένα σφιχτά. Άργησε μια στιγμή, αλλά κατάλαβε ότι προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη νυχτερινή όρασή τους. Έσμιξε τα φρύδια, ψάχνοντας με το βλέμμα. Η Εγκουέν και η Αβιέντα δεν ήταν πια εκεί. Μια ακόμα ατέλειωτη στιγμή πέρασε, και τότε θυμήθηκε και άφησε την ύφανση της διαβίβασης του για να αγκαλιάσει πάλι το σκοτάδι την περιοχή. Τώρα μια βαθιά μαυρίλα του έκλεινε το βλέμμα.

«Πού είναι;» Ένιωσε μια αόριστη ενόχληση που έπρεπε να πει ποιες εννοούσε, και κατάλαβε, αόριστα επίσης, ότι η ενόχληση ήταν αναίτια.

«Όταν σουρούπωσε, πήγαν στη Μουαραίν Σεντάι και στις Σοφές, Καρ’α’κάρν», απάντησε η Σούλιν, πλησιάζοντας τον Τζήντ’εν. Τα κοντά λευκά μαλλιά της έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο. Όχι, το κεφάλι της ήταν δεμένο με επίδεσμο. Πώς το είχε ξεχάσει; «Πέρασαν δυο ολόκληρες ώρες. Ξέρουν ότι η σάρκα δεν είναι πέτρα. Ακόμα και τα πιο γερά πόδια δεν μπορούν να τρέχουν συνέχεια».

Ο Ραντ έσμιξε τα φρύδια. Πόδια; Οι δύο γυναίκες ίππευαν τη Μιστ. Δεν είχε νόημα αυτό που έλεγε η Σούλιν. «Πρέπει να βρεθούν».

«Είναι με τη Μουαραίν Σεντάι και με τις Σοφές, Καρ’α’κάρν», του είπε αργά εκείνη. Του φάνηκε ότι είχε σμίξει κι αυτή τα φρύδια, αλλά δεν ήταν σίγουρος.

«Όχι αυτές», μουρμούρισε. «Πρέπει να βρω το λαό μου. Είναι ακόμα εκεί έξω, Σούλιν». Γιατί δεν προχωρούσε το άτι; «Τους ακούς; Εκεί πέρα, μέσα στη νύχτα. Πολεμούν ακόμα. Πρέπει να τους βοηθήσω». Φυσικά· έπρεπε να κλωτσήσει με τις φτέρνες τα πλευρά του πιτσιλωτού αλόγου. Αλλά, όταν το έκανε, ο Τζήντ’εν απλώς σάλεψε προς το πλάι, καθώς η Σούλιν τον κρατούσε από τα γκέμια. Δεν τη θυμόταν να έχει πιάσει τα γκέμια.

«Οι Σοφές πρέπει να σου μιλήσουν, Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της είχε αλλάξει, αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, που τώρα δεν καταλάβαινε τον τόνο της.

«Δεν μπορεί να περιμένει αυτό;» Μάλλον δεν είχε προσέξει τον αγγελιαφόρο με το μήνυμα. «Πρέπει να τους βρω, Σούλιν».

Η Ενάιλα φάνηκε να ξεφυτρώνει από την άλλη μεριά του κεφαλιού του αλόγου του. «Έχεις βρει το λαό σου, Ραντ αλ’Θόρ».

«Οι Σοφές σε περιμένουν», πρόσθεσε η Σούλιν. Οι δύο γυναίκες έκαναν τον Τζήντ’εν να γυρίσει, δίχως να περιμένουν τη σύμφωνη γνώμη του Ραντ. Οι Κόρες για κάποιο λόγο πλησίασαν και στριμώχτηκαν γύρω του, καθώς όλοι μαζί έπαιρναν ένα στριφογυριστό δρομάκι που κατηφόριζε τη λοφοπλαγιά, και τα πρόσωπά τους καθρέφτιζαν το φεγγαρόφωτο, καθώς τον κοίταζαν, τόσο κοντά, ώστε οι ώμοι τους άγγιζαν τα πλευρά του αλόγου.

«Δεν ξέρω τι θέλουν», μούγκρισε, «αλλά καλά θα κάνουν να μην καθυστερήσουν». Δεν χρειαζόταν να οδηγούν αυτές τον Τζήντ’εν, όμως ο Ραντ θεώρησε ότι θα ήταν υπερβολικός κόπος να διαμαρτυρηθεί. Γύρισε να κοιτάξει πίσω, γρυλίζοντας από τον πόνο στο πλευρό του· η νύχτα είχε καταπιεί τη ράχη του λόφου. «Έχω ακόμα πολλά να κάνω. Πρέπει να βρω...» Τον Κουλάντιν. Τον Σαμαήλ. Τους άνδρες που πολεμούσαν και πέθαιναν για τον Ραντ. «Πρέπει να τους βρω». Ήταν τόσο κουρασμένος, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ακόμα.

Λάμπες πάνω σε στύλους φώτιζαν το στρατόπεδο των Σοφών και υπήρχαν φωτιές με κατσαρολάκια γεμάτα νερό, τα οποία, μόλις έβραζαν, αντικαθίσταντο από λευκοφορεμένους άνδρες και γυναίκες. Παντού έτρεχαν γκαϊ’σάιν, όπως και Σοφές επίσης, για να φροντίσουν τους πληγωμένους που είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο. Η Μουαραίν ακολουθούσε τις μακριές σειρές εκείνων που δεν μπορούσαν να σταθούν· κοντοστεκόταν, σπανίως, για να αγγίξει με τα χέρια κάποιον Αελίτη, ο οποίος τότε σφάδαζε, καθώς Θεραπευόταν. Η Μουαραίν μετά ορθωνόταν και ταλαντευόταν, και ο Λαν στεκόταν πίσω της, σαν να ήθελε να την πιάσει προτού πέσει, σαν να περίμενε ότι σε λίγο θα έπεφτε. Η Σούλιν αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την Αντελίν και την Ενάιλα, τόσο χαμηλόφωνα, που ο Ραντ δεν μπόρεσε να ακούσει τίποτα, και οι νεότερες γυναίκες έτρεξαν να μιλήσουν στην Άες Σεντάι.

Παρά τον αριθμό των τραυματιών, δεν είχαν πάει όλες οι Σοφές να τους φροντίσουν. Μέσα σε ένα περίπτερο στην άκρη, περίπου είκοσι Σοφές κάθονταν σε κύκλο και άκουγαν μια που στεκόταν στο κέντρο. Όταν αυτή κάθισε, μια άλλη πήρε τη θέση της. Οι γκαϊ’σάιν γονάτιζαν έξω από το περίπτερο, όμως καμία από τις Σοφές δεν φαινόταν να νοιάζεται για κρασί ή για οτιδήποτε άλλο, εκτός μόνο από αυτά που άκουγαν. Του Ραντ του φάνηκε ότι η ομιλήτρια ήταν η Άμυς.

Προς έκπληξή του, και ο Ασμόντιαν βοηθούσε τους πληγωμένους, μ’ ένα ασκί γεμάτο νερό κρεμασμένο σε κάθε ώμο, ένα παράξενο θέαμα πλάι στο σκούρο βελούδινο σακάκι του και στη λευκή δαντέλα. Έχοντας δώσει νερό σε κάποιον που ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, εκτός από τους επιδέσμους του, ορθώθηκε, είδε τον Ραντ και κοντοστάθηκε.

Έπειτα από μια στιγμή, έδωσε τα ασκιά σε έναν γκαϊ’σάιν και πέρασε ανάμεσα από τις Κόρες για να πλησιάσει τον Ραντ. Εκείνες τον αγνόησαν —παρακολουθούσαν την Αντελίν και την Ενάιλα, που μιλούσαν με τη Μουαραίν, ή κοίταζαν τον Ραντ― και, όταν πια έφτασε και στάθηκε έξω από τον συμπαγή κύκλο των Φαρ Ντάραϊς Μάι γύρω από τον Τζήντ’εν, είχε μια έντονη έκφραση. Παραμέρισαν αργά και άνοιξαν ένα στενό δρομάκι, ίσα-ίσα για να φτάσει στον αναβολέα του Ραντ.

«Ήμουν σίγουρος ότι είσαι σώος. Ήμουν σίγουρος». Ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι κάθε άλλο παρά σίγουρος ήταν. Ο Ραντ δεν μίλησε και ο Ασμόντιαν σήκωσε τους ώμους αμήχανα. «Η Μουαραίν επέμεινε να κουβαλώ νερό. Πολύ ισχυρή γυναίκα, για να μην επιτρέπει στον βάρδο του Άρχοντα Δράκοντα να...» Η φωνή του έσβησε κι αυτός έγλειψε γοργά τα χείλη. «Τι συνέβη;»

«Ο Σαμαήλ», είπε ο Ραντ, αλλά δεν του απαντούσε. Απλώς έλεγε τις σκέψεις που αιωρούνταν στο Κενό. «Θυμάμαι τότε που πρωτονομάστηκε Καταστροφέας της Ελπίδας. Αφότου πρόδωσε τις Πύλες του Χέβαν κι έφερε τη Σκιά εκεί κάτω στο Ρορν Μ’ντόι και στην καρδιά του Σατέλ. Η ελπίδα ήταν σαν να πέθανε εκείνη τη μέρα. Ο Κούλαν Κούχαν έκλαψε. Τι συνέβη;» Το πρόσωπο του Ασμόντιαν είχε ασπρίσει σαν τα μαλλιά της Σούλιν· απλώς κούνησε το κεφάλι βουβά. Ο Ραντ κοίταξε το περίπτερο. Δεν γνώριζε αυτήν που μιλούσε τώρα. «Εκεί με περιμένουν; Τότε πρέπει να πάω να τις συναντήσω».

«Δεν θα σε καλωσορίσουν ακόμα», είπε ο Λαν, καθώς εμφανιζόταν πλάι στον Ασμόντιαν, ο οποίος τινάχτηκε, «ούτε οποιονδήποτε άλλον άνδρα». Ούτε ο Ραντ είχε καταλάβει τον Πρόμαχο που πλησίαζε, αλλά απλώς έστριψε το κεφάλι. Ακόμα κι αυτό απαιτούσε κόπο. Έμοιαζε να είναι το κεφάλι κάποιου άλλου. «Έχουν συνάντηση με τις Σοφές από το Μιαγκόμα, το Κοντάρα, το Σιάντε και το Νταράυν».

«Οι φατρίες έρχονται με το μέρος μου», είπε ανέκφραστα ο Ραντ. Αλλά περίμεναν τόσο, που η σημερινή μέρα ήταν ακόμα πιο αιματηρή. Αυτό στα παραμύθια δεν συνέβαινε ποτέ.

«Έτσι φαίνεται. Όμως οι τέσσερις αρχηγοί δεν θα συναντηθούν μαζί σου μέχρι να το ρυθμίσουν οι Σοφές», πρόσθεσε ξερά ο Λαν. «Έλα. Η Μουαραίν μπορεί να σου πει περισσότερα απ’ όσα εγώ».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Αυτό τελείωσε. Θα ακούσω μετά τις λεπτομέρειες. Αν ο Χαν δεν χρειάζεται πια να προστατεύει τα νώτα μας απ’ αυτούς, τότε τον θέλω. Σούλιν, στείλε αγγελιοφόρο. Ο Χαν―»

«Τελείωσε, Ραντ», επέμεινε ο Πρόμαχος. «Όλα τελείωσαν. Μόνο λίγοι Σάιντο έχουν μείνει νότια της πόλης. Χιλιάδες πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους περνούν τον Γκάελιν. Θα σου στέλναμε μήνυμα εδώ και μια ώρα, αν ήξερε κάποιος πού ήσουν. Όλο άλλαζες θέση. Έλα να σου τα πει η Μουαραίν».

«Τελείωσε; Νικήσαμε;»

«Νίκησες. Απόλυτα».

Ο Ραντ κοίταξε τους άνδρες που τους έβαζαν επιδέσμους, τις υπομονετικές σειρές εκείνων που περίμεναν επιδέσμους, τους άνδρες που είχαν τελειώσει και έφευγαν. Τις σειρές που έμεναν σχεδόν ακίνητες. Η Μουαραίν ακόμα τις ακολουθούσε εκείνες, κοντοστεκόταν εδώ κι εκεί για να Θεραπεύσει. Ελάχιστοι από τους πληγωμένους θα ήταν εδώ, φυσικά. Οι τραυματισμένοι θα έρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και θα έφευγαν όποτε μπορούσαν. Αν μπορούσαν. Κανένας από τους νεκρούς δεν θα ήταν εκεί. Μόνο μια χαμένη μάχη είναι πιο θλιβερό θέαμα από μια κερδισμένη. Θυμόταν πως το είχε πει κάποτε αυτό, παλιά. Ίσως να το ’χε διαβάσει.

Όχι. Ήταν πολλοί οι ζωντανοί για τους οποίους έφερε ευθύνη, δεν θα ανησυχούσε και για τους νεκρούς. Όμως πόσα πρόσωπα θα αναγνωρίζω ανάμεσά τους, όπως της Τζόλιεν; Ποτέ δεν θα ξεχάσω την Ιλυένα, ακόμα κι αν καεί ολόκληρος ο κόσμος!

Συνοφρυώθηκε, σήκωσε το χέρι στο κεφάλι. Αυτές οι σκέψεις έμοιαζαν να έρχονται η μια πάνω στην άλλη, από διαφορετικά μέρη. Ήταν τόσο κουρασμένος, που σχεδόν δεν μπορούσε να σκεφτεί. Αλλά έπρεπε να σκεφτεί, χρειαζόταν σκέψεις που δε θα ξεγλιστρούσαν και δε θα χάνονταν. Άφησε την Πηγή και το Κενό, κι ένας σπασμός τον κλόνισε, καθώς το σαϊντίν παραλίγο θα τον έπνιγε, καθώς υποχωρούσε. Μόλις που πρόφτασε να καταλάβει το λάθος του. Τώρα που η Δύναμη είχε φύγει, η εξάντληση και ο πόνος τον καταπλάκωσαν.

Ένιωσε τα πρόσωπα που στρέφονταν πάνω του, καθώς γκρεμιζόταν από τη σέλα, τα στόματα να ανοίγουν, τα χέρια να απλώνονται για να τον πιάσουν, να μαλακώσουν την πτώση του.

«Μουαραίν!» φώναξε ο Λαν, κι η φωνή του ήχησε κούφια στ’ αυτιά του Ραντ. «Αιμορραγεί πολύ!»

Η Σούλιν είχε το κεφάλι του στην αγκαλιά της. «Βάστα, Ραντ αλ’Θόρ», του έλεγε επιτακτικά. «Βάστα».

Ο Ασμόντιαν δεν είπε τίποτα, όμως το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει, και ο Ραντ ένιωσε ένα ρυάκι σαϊντίν να κυλά μέσα του από τον άλλο. Τον τύλιξε το σκοτάδι.

Загрузка...