53 Λέξεις που Σβήνουν

Στα βάθη του Κενού που ζάρωνε, ο Ραντ είδε τη Μουαραίν να τρέχει, βγαίνοντας, θαρρείς, από το πουθενά, για να πιαστεί στα χέρια με τη Λανφίαρ. Οι επιθέσεις εναντίον του σταμάτησαν όταν οι δύο γυναίκες έπεσαν μέσα στο τερ’ανγκριάλ-πόρτα με μια λάμψη λευκού φωτός που δεν έλεγε να τελειώσει· η λάμψη γέμισε το αδιόρατα στρεβλό ορθογώνιο, σαν να προσπαθούσε να χιμήξει έξω, αλλά τη σταματούσε ένα αόρατο φράγμα. Κυρτοί κεραυνοί, ασημένιοι και γαλάζιοι, απλώνονταν γύρω από το τερ’ανγκριάλ, με ολοένα μεγαλύτερη σφοδρότητα· βραχνά βουητά τριζοβολούσαν στον αέρα.

Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας. Ο πόνος δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς, όμως η πίεση είχε φύγει, μια υπόσχεση ότι θα έφευγε και ο πόνος. Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το τερ’ανγκριάλ. Μουαραίν. Το όνομά της αιωρήθηκε μέσα στο μυαλό του, γλιστρώντας στο Κενό.

Ο Λαν τον προσπέρασε με βία, με την προσοχή του συγκεντρωμένη στην άμαξα, γέρνοντας, λες και ο μόνος τρόπος για να μην πέσει ήταν να προχωρήσει μπροστά.

Ο Ραντ προς το παρόν μπορούσε μονάχα να σταθεί όρθιος. Διαβίβασε, έπιασε τον Πρόμαχο με ροές Αέρα. «Δεν... Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Λαν. Δεν μπορείς να την ακολουθήσεις».

«Το ξέρω», είπε απελπισμένα ο Λαν. Ακινητοποιημένος, με το πόδι στον αέρα, δεν πάλευε, μόνο ατένιζε το τερ’ανγκριάλ που είχε καταπιεί τη Μουαραίν. «Το Φως να μου χαρίσει γαλήνη, το ξέρω».

Η άμαξα είχε πιάσει φωτιά. Ο Ραντ προσπάθησε να πνίξει τις φλόγες, όμως, καθώς τραβούσε τη θερμότητα από μια πυρά, οι κεραυνοί άναβαν μια άλλη. Η πόρτα έβγαζε καπνό, παρ’ όλο που ήταν πέτρινη, έναν λευκό, δριμύ καπνό που μαζευόταν και πύκνωνε κάτω από τον γκρίζο θόλο. Μια τολύπη τού έκαψε τα ρουθούνια του Ραντ και του έφερε βήχα· το δέρμα του έτσουζε εκεί που το είχε αγγίξει ο καπνός. Έλυσε βιαστικά την ύφανση του θόλου, τη διέλυσε, αντί να περιμένει να σβήσει, και ύφανε γύρω από την άμαξα μια ψηλή καμινάδα από Αέρα που έλαμπε σαν γυαλί, για να πάρει τους καπνούς ψηλά, μακριά. Μόνο τότε άφησε τον Λαν. Δεν θα του έκανε εντύπωση, αν ο Πρόμαχος αποφάσιζε να ακολουθήσει τη Μουαραίν ούτως ή άλλως, εφόσον μπορούσε να φτάσει στην άμαξα. Την είχαν καταπιεί οι φλόγες τώρα, όπως και την πόρτα από κοκκινόπετρα, η οποία έλιωνε σαν να ’ταν κέρινη, όμως αυτά μπορεί να μην είχαν σημασία για έναν Πρόμαχο.

«Χάθηκε. Δεν μπορώ να αισθανθώ την παρουσία της». Τα λόγια έμοιαζαν να ξεριζώνονται από το στήθος του Λαν. Γύρισε και προχώρησε πλάι στη σειρά των αμαξών χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του.

Ακολουθώντας τον Πρόμαχο με το βλέμμα, ο Ραντ είδε την Αβιέντα πεσμένη στα γόνατα να κρατά την Εγκουέν. Άφησε το σαϊντίν κι έτρεξε στο μόλο. Ο σωματικός πόνος, που πριν ήταν απόμακρος, τον τύλιξε, αλλά αυτός συνέχισε να τρέχει, αν και με δυσκολία. Ήταν εκεί και ο Ασμόντιαν επίσης, κοιτάζοντας γύρω του σαν να περίμενε πως η Λανφίαρ θα ξεπηδούσε πίσω από κάποια άμαξα ή από κάποιο αναποδογυρισμένο κάρο. Και ο Ματ, μισογονατισμένος, με το δόρυ στηριγμένο στον ώμο του, που έκανε αέρα στην Εγκουέν με το καπέλο του.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε. «Είναι...;»

«Δεν ξέρω», έκανε ο Ματ θλιμμένα.

«Ανασαίνει ακόμα». Η Αβιέντα φαινόταν να μην είναι σίγουρη για πόσο θα συνεχιζόταν αυτό, όμως τα μάτια της Εγκουέν πετάρισαν κι άνοιξαν, καθώς η Άμυς και η Μπάιρ προσπερνούσαν τον Ραντ σπρώχνοντάς τον απότομα, μαζί με τη Μελαίν και τη Σορίλεα. Οι Σοφές μαζεύτηκαν και γονάτισαν γύρω από την πεσμένη γυναίκα, μονολογώντας και μουρμουρίζοντας μεταξύ τους καθώς εξέταζαν την Εγκουέν.

«Νιώθω...» άρχισε να λέει αδύναμα η Εγκουέν, και σταμάτησε για να καταπιεί. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο. «Πονάω...» Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της.

«Φυσικά και πονάς», είπε απότομα η Σορίλεα. «Είδες τι παθαίνεις όταν μπλέκεις στα σχέδια ενός άνδρα».

«Δεν μπορεί να έρθει μαζί σου, Ραντ αλ’Θόρ». Η όμορφη, ηλιόξανθη Μελαίν ήταν θυμωμένη, αλλά δεν κοίταζε τον Ραντ· ο θυμός της μπορεί να οφειλόταν στον ίδιο ή σ’ αυτό που είχε συμβεί.

«Θα είμαι... μια χαρά... αν ξεκουραστώ λιγάκι», ψιθύρισε η Εγκουέν.

Η Μπάιρ έβρεξε ένα πανί με νερό από ένα φλασκί και το ακούμπησε στο μέτωπο της Εγκουέν. «Θα είσαι μια χαρά με άφθονη ξεκούραση. Φοβάμαι ότι δεν θα συναντήσεις τη Νυνάβε και την Ηλαίην απόψε. Δεν θα πλησιάσεις τον Τελ’αράν’ριοντ για αρκετές μέρες, μέχρι να δυναμώσεις ξανά. Μην με κοιτάς έτσι πεισματάρικα, κορίτσι μου. Αν χρειαστεί, θα παρακολουθούμε τα όνειρά σου, προκειμένου να είμαστε σίγουρες, και θα βάλουμε τη Σορίλεα να σε φροντίζει, αν σου περάσει από το μυαλό να παρακούσεις».

«Αν με παρακούσεις μια φορά, δεν θα το κάνεις δεύτερη, είτε είσαι Άες Σεντάι είτε όχι», είπε η Σορίλεα, αλλά με μια νότα συμπάθειας στη φωνή που ερχόταν σε αντίθεση με τη βλοσυρή έκφραση της. Το πρόσωπο της Εγκουέν έδειχνε σύγχυση.

«Εγώ τουλάχιστον είμαι αρκετά καλά για να κάνω αυτό που πρέπει να γίνει», είπε η Αβιέντα. Στην πραγματικότητα, δεν φαινόταν να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την Εγκουέν, αλλά κατάφερε να κοιτάξει αγέρωχα τον Ραντ, προφανώς περιμένοντας να της φέρει αντιρρήσεις. Το αγέρωχο βλέμμα της υποχώρησε κάπως όταν κατάλαβε ότι την κοίταζαν οι τέσσερις Σοφές. «Μα είμαι», μουρμούρισε.

«Φυσικά», είπε άτονα ο Ραντ.

«Είμαι», επέμεινε αυτή. Προς αυτόν· είχε προσέξει να αποφύγει το βλέμμα των Σοφών. «Η Λανφίαρ με είχε μια στιγμή λιγότερο απ’ όσο την Εγκουέν. Αυτό είναι αρκετή διαφορά ανάμεσά μας. Σου έχω τοχ, Ραντ αλ’Θόρ. Νομίζω πως δεν θα αντέχαμε πολλές στιγμές ακόμα. Ήταν πολύ δυνατή». Το βλέμμα της στράφηκε στην άμαξα που καιγόταν. Οι μανιασμένες φλόγες το είχαν ήδη κάνει μια άμορφη καμένη μάζα μέσα στη σαν από γυαλί καμινάδα του· το τερ’ανγκριάλ από κοκκινόπετρα δεν φαινόταν πια καθόλου. «Δεν είδα όλα όσα συνέβησαν».

«Είναι...» Ο Ραντ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Χάθηκαν και οι δύο. Η Λανφίαρ είναι νεκρή. Το ίδιο και η Μουαραίν». Η Εγκουέν έβαλε τα κλάματα, με λυγμούς που έσειαν το κορμί της, καθώς την αγκάλιαζε η Αβιέντα. Η Αβιέντα έσκυψε το κεφάλι στον ώμο της άλλης, ίσως επειδή μπορεί να έκλαιγε και η ίδια.

«Είσαι ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Άμυς καθώς σηκωνόταν όρθια. Το ασυνήθιστα νεανικό πρόσωπο κάτω από τη μαντήλα που σκέπαζε το κεφάλι της και τα λευκά μαλλιά της ήταν σκληρό σαν πέτρα. «Και γι’ αυτό και για πολλά άλλα πράγματα, είσαι ανόητος».

Εκείνος γύρισε την πλάτη στα μάτια της που τον κατηγορούσαν. Η Μουαραίν ήταν νεκρή. Νεκρή, επειδή ο Ραντ δεν άντεχε να σκοτώσει μια Αποδιωγμένη. Δεν ήξερε αν ήθελε να κλάψει ή να γελάσει τρανταχτά· ό,τι από τα δύο και να έκανε, ίσως να μην σταματούσε.

Το λιμάνι που άδειαζε όταν είχε φτιάξει το θόλο τώρα είχε ξαναγεμίσει, αν και ελάχιστοι πλησίαζαν πιο κοντά από το σημείο όπου στεκόταν εκείνος ο ομιχλώδης, γκρίζος θόλος. Οι Σοφές πηγαινοέρχονταν βοηθώντας τους καμένους, παρηγορώντας τους ετοιμοθάνατους, με τη βοήθεια λευκοφορεμένων γκαϊ’σάιν και ανδρών με καντιν’σόρ. Βογκητά και κραυγές τρυπούσαν τ’ αυτιά του. Δεν είχε δράσει όσο γρήγορα έπρεπε. Η Μουαραίν ήταν νεκρή· δεν θα υπήρχε Θεραπεία ούτε και για τους πιο βαριά τραυματισμένους. Επειδή ο Ραντ... Δεν μπορούσα. Που να με βοηθήσει το Φως, δεν μπορούσα!

Υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες που στέκονταν και τον κοίταζαν, μερικοί που μόνο τώρα κατέβαζαν το πέπλο τους· ακόμα δεν έβλεπε καμία Κόρη. Δεν ήταν μόνο Αελίτες εκεί. Ο Ντομπραίν, με το πρόσωπο γυμνό, καβάλα σ’ ένα μαύρο μουνούχι, δεν έπαιρνε το βλέμμα από τον Ραντ, και λίγο παραπέρα ο Ταλμέηνς, ο Ναλέσεν και ο Ντήριντ κάθονταν στα άλογά τους και παρακολουθούσαν τον Ματ σχεδόν όσο προσεκτικά κοίταζαν και τον Ραντ. Υπήρχαν άνθρωποι στην κορυφή του μεγάλου τείχους, που ο ανατέλλων ήλιος τους βύθιζε στη σκιά και σχημάτιζε το περίγραμμά τους, κι άλλοι ακόμα στους σαν παραπετάσματα τοίχους στο ποτάμι. Δύο σκιερές μορφές γύρισαν από την άλλη, όταν ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα, κοίταξαν η μια την άλλη και φάνηκαν να ξαφνιάζονται. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα ότι ήταν ο Μάιλαν και ο Μαρίνγκιλ.

Ο Λαν είχε επιστρέψει με τα άλογα από την τελευταία άμαξα της σειράς, χαϊδεύοντας τη λευκή μουσούδα της Αλντίμπ. Της φοράδας της Μουαραίν.

Ο Ραντ τον πλησίασε. «Λυπάμαι, Λαν. Αν είχα κάνει πιο γρήγορα, αν είχα...» Αφησε μια βαριά ανάσα να βγει. Δεν μπορούσα να σκοτώσω τη μια, έτσι σκότωσα την άλλη. Το Φως να με τυφλώσει! Αν γινόταν αυτό που ζητούσε εκείνη τη στιγμή, δεν θα τον πείραζε καθόλου.

«Ο Τροχός υφαίνει». Ο Λαν πλησίασε τον Μαντάρμπ και κοίταξε αν ήταν καλά δεμένα τα λουριά του μαύρου επιβήτορα. «Ήταν στρατιώτης, πολεμίστρια με τον τρόπο της, όσο κι εγώ. Αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί διακόσιες φορές τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το ήξερε, το ίδιο κι εγώ. Ήταν μια καλή μέρα για να πεθάνει». Η φωνή του ήταν σκληρή όσο πάντα, όμως τα ψυχρά γαλανά μάτια είχαν κοκκινίσει.

«Πάντως, λυπάμαι. Έπρεπε να είχα...» Αυτά τα «έπρεπε» δεν θα παρηγορούσαν τον Λαν και ήταν δαγκωνιές στην ψυχή του Ραντ. «Ελπίζω να είσαι ακόμα φίλος μου, Λαν, ύστερα από... εκτιμώ τις συμβουλές σου —και τα μαθήματα ξιφασκίας― και θα τα χρειαστώ στις μέρες που έρχονται».

«Είμαι φίλος σου, Ραντ. Αλλά δεν μπορώ να μείνω». Ο Λαν ανέβηκε στη σέλα. «Η Μουαραίν μού έκανε κάτι που δεν έχει γίνει εδώ και εκατοντάδες χρόνια, από τότε που οι Άες Σεντάι ακόμα μερικές φορές δέσμευαν έναν Πρόμαχο είτε αυτός το ήθελε είτε όχι. Τροποποίησε το δεσμό μου, ώστε να περάσει σε μια άλλη, όταν αυτή θα πέθαινε. Τώρα πρέπει να βρω αυτή την άλλη, να γίνω ένας από τους Προμάχους της. Ήδη είμαι ένας απ’ αυτούς. Τη νιώθω αμυδρά, κάπου μακριά στα δυτικά, και μπορεί να με νιώσει κι αυτή. Πρέπει να φύγω, Ραντ. Είναι ένα από αυτά που έκανε η Μουαραίν. Είπε ότι δεν θα μου έδινε χρόνο να πεθάνω προσπαθώντας να πάρω εκδίκηση γι’

αυτήν». Έσφιξε τα γκέμια σαν να συγκρατούσε τον Μαντάρμπ, σαν να συγκρατούσε τον εαυτό του για να μην σπιρουνίσει το άλογο. «Αν ποτέ ξαναδείς τη Νυνάβε, πες της...» Για μια στιγμή, το πέτρινο εκείνο πρόσωπο ταράχτηκε· μια στιγμή μόνο και μετά ξανάγινε γρανίτης. Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, όμως ο Ραντ το άκουσε. «Η καθαρή πληγή θεραπεύεται γρηγορότερα και πονάει λιγότερο». Είπε δυνατά, «Πες της ότι βρήκα κάποια άλλη. Οι Πράσινες αδελφές μερικές φορές είναι κοντά στους Προμάχους τους όσο άλλες γυναίκες είναι στο σύζυγό τους. Μ’ όλους τους τρόπους. Πες της ότι πήγα να γίνω εραστής και σπαθί μιας Πράσινης αδελφής. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που την είδα».

«Θα της πω ό,τι μου πεις, Λαν, όμως δεν ξέρω αν θα με πιστέψει».

Ο Λαν έγειρε από τη σέλα κι έσφιξε δυνατά τον ώμο του Ραντ. Ο Ραντ θυμήθηκε που τον είχε αποκαλέσει μισοδαμασμένο λύκο, όμως τα μάτια του τώρα θα έκαναν έναν λύκο να μοιάζει με σκυλάκι σαλονιού. «Μοιάζουμε πολύ σε μερικά πράγματα εγώ κι εσύ. Υπάρχει ένα σκοτάδι μέσα μας. Σκοτάδι, πόνος, θάνατος. Ακτινοβολούν από μέσα μας. Αν αγαπήσεις ποτέ σου γυναίκα, Ραντ, άφησέ την και άσε την να βρει άλλον. Θα είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς να της κάνεις». Σηκώθηκε και ύψωσε το χέρι. «Η ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου. Ταϊ’σαρ Μανέθερεν». Ο αρχαίος χαιρετισμός. Αληθινό αίμα της Μανέθερεν.

Ο Ραντ σήκωσε το χέρι του. «Ταϊ’σαρ Μαλκίρ».

Ο Λανφίαρ σπιρούνισε τα πλευρά του Μαντάρμπ και το άτι όρμηξε μπροστά, σκορπίζοντας τους Αελίτες και όλους τους άλλους από το δρόμο του, σαν να ήθελε να πάει τον τελευταίο των Μαλκιρινών στον προορισμό του καλπάζοντας σ’ όλο το δρόμο.

«Το τελευταίο αγκάλιασμα της μητέρας να σε καλωσορίσει στο σπίτι, Λαν», μουρμούρισε ο Ραντ και μετά ανατρίχιασε. Ήταν απόσπασμα από την επικήδεια τελετή στο Σίναρ και οπουδήποτε αλλού στις Μεθόριες.

Ακόμα τον παρακολουθούσαν, οι Αελίτες, οι άνθρωποι στους τοίχους. Ο Πύργος θα μάθαινε για τη σημερινή μέρα, ή κάποια εκδοχή των συμβάντων, μόλις έφτανε εκεί περιστέρι. Αν ο Ράχβιν είχε κι αυτός τρόπο να τον παρακολουθεί —αρκούσε ένα κοράκι στην πόλη, ένας αρουραίος εδώ στο ποτάμι― σίγουρα δεν θα περίμενε να συμβεί τίποτα σήμερα. Η Ελάιντα θα τον θεωρούσε αποδυναμωμένο, ίσως πιο υποχωρητικό, και ο Ράχβιν...

Κατάλαβε τι έκανε και μόρφασε. Σταμάτα! Έστω για ένα λεπτό, σταμάτα για να θρηνήσεις! Δεν ήθελε όλα αυτά τα βλέμματα πάνω του. Οι Αελίτες άνοιξαν δρόμο μπροστά του σχεδόν όσο γρήγορα είχαν ανοίξει και για τον Μαντάρμπ.

Η παράγκα του λιμενάρχη ήταν ένα δωματιάκι φτιαγμένο από πέτρα, με λιθοκέραμα στη στέγη, δίχως παράθυρα, όλο ράφια με βιβλία και κυλίνδρους και χαρτιά, που τη φώτιζαν δυο λάμπες σε ένα πρόχειρο τραπέζι που το σκέπαζαν σφραγίδες φόρων και στάμπες τελωνείων. Ο Ραντ βρόντηξε την πόρτα πίσω του για να διώξει τα βλέμματα.

Η Μουαραίν ήταν νεκρή, η Εγκουέν τραυματισμένη και ο Λαν είχε φύγει. Μεγάλο το τίμημα που είχε πληρώσει για τη Λανφίαρ.

«Θρήνησε, που να καείς!» μούγκρισε. «Το δικαιούταν! Δεν σου έχουν μείνει καθόλου συναισθήματα;» Αλλά πάνω απ’ όλα ένιωθε μουδιασμένος. Το σώμα του πονούσε, αλλά κάτω από τον πόνο ήταν νεκρό.

Καμπούριασε τους ώμους, έχωσε τα χέρια στις τσέπες και ένιωσε τα γράμματα της Μουαραίν. Τα έβγαλε αργά. Κάποια πράγματα που έπρεπε να σκεφτεί, έτσι του είχε πει. Ξανάκρυψε το γράμμα για τον Θομ κι έσπασε τη σφραγίδα του άλλου. Οι σελίδες ξεχείλιζαν από τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της Μουαραίν.

Αυτά τα λόγια θα σβήσουν λίγες στιγμές αφότου αφήσεις το χαρτί από τα χέρια σου —είναι ένα ξόρκι φύλαξης συντονισμένο σε σένα― γι’ αυτό πρόσεξέ το. Για να το διαβάζεις, σημαίνει ότι τα γεγονότα στο μόλο εκτυλίχθηκαν όπως ήλπιζα...

Ο Ραντ σταμάτησε, κοιτώντας προσεκτικά την επιστολή, και μετά συνέχισε να διαβάζει γοργά.

Από την πρώτη μέρα που έφτασα στο Ρουίντιαν, ήδη γνώριζα —μη σε απασχολεί το πώς· μερικά μυστικά ανήκουν σε άλλους και δεν θα τα προδώσω― ότι θα ερχόταν μια μέρα στην Καιρχίν που θα έφταναν νέα για τη Μοργκέις. Δεν ήξερα τι θα έλεγαν —αν αληθεύουν αυτά που ακούσαμε, τότε το Φως να ελεήσει την ψυχή της· ήταν αποφασιστική και πεισματάρα, με νεύρα λέαινας μερικές φορές, παρ’ όλα αυτά όμως δεν έπαυε να είναι μια πραγματική, καλή και αξιοπρεπής βασίλισσα — αλλά κάθε φορά αυτά τα νέα οδηγούσαν στο μόλο την επόμενη μέρα. Υπήρχαν τρία παρακλάδια από το μόλο, αλλά, αν το διαβάζεις αυτό, έχω χαθεί, το ίδιο και η Λανφίαρ...

Τα χέρια του έσφιξαν τις σελίδες. Η Μουαραίν το ήξερε. Το ήξερε, αλλά και πάλι τον είχε φέρει εδώ. Ίσιωσε βιαστικά το τσαλακωμένο χαρτί.

Τα άλλα δύο μονοπάτια ήταν πολύ χειρότερα. Στο ένα, η Λανφίαρ σε σκότωνε. Στο άλλο, σε έπαιρνε αλλού και, όταν σε ξαναβλέπαμε, ζητούσες να σε προσφωνούν Λουζ Θέριν Τέλαμον και ήσουν ο αφοσιωμένος εραστής της.

Ελπίζω η Εγκουέν και η Αβιέντα να επέζησαν χωρίς να έχουν πάθει κάτι. Βλέπεις, δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά στον κόσμο, με εξαίρεση ίσως ένα πραγματάκι, το οποίο δεν σε αφορά.

Δεν μπορούσα να σου το πω, για τον ίδιο λόγο που δεν μπορούσα να το πω στον Λαν. Ακόμα και με τις επιλογές που υπήρχαν, δεν ήμουν σίγουρος τι θα διαλέξεις. Φαίνεται ότι οι άνδρες στους Δύο Ποταμούς διατηρούν πολλά μέσα τους από τη Μανέθερεν των ιστοριών, χαρακτηριστικά κοινά με τους άνδρες των Μεθορίων. Λένε ότι ο Μεθορίτης προτιμά να δεχτεί πληγή από μαχαίρι, αν είναι να αποφύγει να πειράξει γυναίκα, και το θεωρεί δίκαιο. Δεν ήθελα να ρισκάρω μήπως βάλεις τη ζωή μου πάνω από τη δική σου, πιστεύοντας ότι θα ξεφύγεις με κάποιον τρόπο από τη μοίρα. Φοβάμαι πως αυτό δεν ήταν ρίσκο αλλά ανόητη βεβαιότητα, όπως σίγουρα απέδειξε η σημερινή μέρα...

«Δική μου επιλογή, Μουαραίν», μουρμούρισε αυτός. «Ήταν δική μου επιλογή».

Μερικές τελευταίες επισημάνσεις.

Αν ο Λαν δεν έχει ήδη φύγει, πες του ότι αυτό που του έκανα, το έκανα επειδή ήταν το καλύτερο που μπορούσε να γίνει. Κάποια μέρα θα με καταλάβει, και, ελπίζω, θα με ευλογήσει γι’ αυτό.

Μην εμπιστεύεσαι τελείως καμία γυναίκα που είναι τώρα Άες Σεντάι. Δεν μιλώ μόνο για το Μαύρο Άτζα, αν και πρέπει πάντα να έχεις το νου σου σ’ αυτές. Να είσαι καχύποπτος ως προς τη Βέριν όπως είσαι και προς την Αλβιάριν. Κάναμε τον κόσμο να χορεύει στο σκοπό μας τρεις χιλιάδες χρόνια. Δύσκολα χάνεται αυτή η συνήθεια, όπως έμαθα όταν χόρευα στο δικό σου σκοπό. Πρέπει να χορέψεις ελεύθερα, ενώ ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετες αδελφές μου ίσως προσπαθήσουν να καθοδηγήσουν το βήμα σου, όπως έκανα κάποτε κι εγώ.

Σε παρακαλώ, παράδωσε άθικτη την επιστολή στον Θομ Μέριλιν μόλις τον ξανασυναντήσεις. Υπάρχει ένα πραγματάκι που είχα πει κάποτε, το οποίο πρέπει να αποσαφηνίσω, για να μην βασανίζει το μυαλό του.

Τέλος, να φυλάγεσαι κι από τον αφέντη Τζέησιν Νατάελ. Δεν εγκρίνω απολύτως, αλλά καταλαβαίνω. Ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος. Όμως πρόσεχε τον. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που ήταν πάντα. Μην το ξεχνάς.

Είθε το Φως να σε φωτίζει και να σε προστατεύει. Θα τα πας μια χαρά.

Ως υπογραφή είχε απλώς τη λέξη «Μουαραίν». Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε το όνομα του Οίκου της.

Ξαναδιάβασε προσεκτικά την προτελευταία παράγραφο. Με κάποιον τρόπο, ήξερε ποιος ήταν ο Ασμόντιαν. Αυτό πρέπει να εννοούσε. Ήξερε ότι ήταν εκεί μπροστά της ένας Αποδιωγμένος, και δεν είχε χάσει στιγμή την ψυχραιμία της. Ήξερε και το λόγο επίσης, αν ο Ραντ ερμήνευε τα λόγια της σωστά. Κατά τη γνώμη του, σε ένα γράμμα που θα σβηνόταν όταν το άφηνε κάτω, η Μουαραίν θα μπορούσε να πει ξεκάθαρα τι εννοούσε. Όχι μόνο για τον Ασμόντιαν. Αλλά και για το πώς είχε μάθει αυτά τα πράγματα στο Ρουίντιαν —ο Ραντ μάντευε, αν δεν έκανε λάθος, ότι η απάντηση είχε να κάνει με τις Σοφές, οι οποίες θα του έλεγαν πολύ λιγότερα απ’ όσα του έλεγε το γράμμα― κι επίσης μπορούσε να του πει ξεκάθαρα για τις Άες Σεντάι —άραγε υπήρχε λόγος που είχε αναφέρει τη Βέριν; Και γιατί την Αλβιάριν αντί για την Ελάιντα;― και για τον Θομ και τον Λαν. Για κάποιο λόγο, ο Ραντ δεν πίστευε ότι η Μουαραίν είχε αφήσει γράμμα για τον Λαν· ο Πρόμαχος δεν ήταν ο μόνος που πίστευε στις καθαρές πληγές. Παραλίγο θα έβγαζε το γράμμα του Θομ να το ανοίξει, αλλά μπορεί η Μουαραίν να είχε βάλει ξόρκι φύλαξης όπως και στο δικό του. Άες Σεντάι και Καιρχινή καθώς ήταν, είχε τυλιχτεί στο μυστήριο και στις πλεκτάνες ως το τέλος. Ως το τέλος.

Αυτό προσπαθούσε να αποφύγει ο Ραντ, κατηγορώντας την ανόητα για τα μυστικά της, Η Μουαραίν ήξερε τι θα συνέβαινε και είχε προχωρήσει τόσο γενναία όσο κάθε Αελίτισσα. Είχε φτάσει στο θάνατο γνωρίζοντας ότι την περίμενε. Είχε πεθάνει επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να σκοτώσει τη Λανφίαρ. Δεν μπορούσε να σκοτώσει μια γυναίκα, έτσι είχε πεθάνει μια άλλη. Το βλέμμα του έπεσε στα τελευταία λόγια της.

...Θα τα πας μια χαρά.

Τον έκοψαν σαν παγωμένο ξυράφι.

«Γιατί κλαις μονάχος εδώ πέρα, Ραντ αλ’Θόρ; Άκουσα ότι κάποιοι υδρόβιοι νομίζουν ότι είναι ντροπή να τους δουν να κλαίνε».

Αυτός αγριοκοίταξε τη Σούλιν που στεκόταν στην πόρτα. Ήταν αρματωμένη ως τα δόντια, με το θήκη του τόξου στην πλάτη της, τη φαρέτρα στη ζώνη, τη στρογγυλή ασπίδα με την επένδυση από τομάρι στο χέρι μαζί με τρία δόρατα. «Δεν...» Τα μάγουλά του ήταν υγρά. Τα σκούπισε. «Κάνει ζέστη εδώ. Ιδρώνω σαν... Τι θες; Νόμιζα ότι αποφασίσατε να με εγκαταλείψετε και να γυρίσετε στην Τρίπτυχη Γη».

«Δεν σ’ εγκαταλείψαμε εμείς, Ραντ αλ’Θόρ». Έκλεισε την πόρτα πίσω της, κάθισε στο πάτωμα και απίθωσε την ασπίδα και δύο δόρατα. «Εσύ μας εγκατέλειψες». Με μια γοργή κίνηση, έβαλε το πόδι κόντρα στο άλλο δόρυ που κρατούσε στα χέρια, και αυτό έσπασε σε δύο κομμάτια.

«Τι κάνεις;» Η Σούλιν πέταξε στην άκρη τα κομμάτια κι έπιασε άλλο ένα δόρυ. «Είπα, τι κάνεις;» Το πρόσωπο της ασπρομάλλας Κόρης μπορεί να έκανε ακόμα και τον Λαν να κοντοσταθεί, όμως ο Ραντ έσκυψε κι έπιασε το δόρυ που είχε στα χέρια της· το πόδι της με τη μπότα από μαλακό δέρμα ακούμπησε τις αρθρώσεις του. Κάθε άλλο παρά ανάλαφρα.

«Θα μας αναγκάσεις να βάλουμε φουστάνια, να παντρευτούμε και να προσέχουμε την εστία του σπιτιού; Ή μήπως πρέπει να ξαπλώνουμε πλάι στη φωτιά σου και να σου γλείφουμε το χέρι όταν μας δίνεις ένα κομμάτι κρέας;» Οι μύες της τεντώθηκαν και το δόρυ έσπασε, γεμίζοντας με σκίζες την παλάμη του.

Εκείνος τράβηξε πίσω το χέρι του με μια βλαστήμια, τινάζοντας σταγόνες αίματος, «Δεν εννοούσα τίποτα τέτοιο. Νόμιζα ότι καταλάβατε». Εκείνη πήρε το τελευταίο δόρυ, έβαλε πόδι, και ο Ραντ διαβίβασε, υφαίνοντας Αέρα, για να τη σταματήσει εκεί που ήταν. Αυτή έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς λέξη. «Που να καώ, δεν είπες τίποτα! Εντάξει, δεν άφησα τις Κόρες να μπουν στη μάχη με τον Κουλάντιν. Δεν πολέμησαν όλοι εκείνη τη μέρα. Και δεν είπες ποτέ λέξη».

Τα μάτια της Σούλιν πλάτυναν από έκπληξη. «Εσύ εμπόδισες εμάς να χορέψουμε τα δόρατα; Εμείς σταματήσαμε εσένα από το να χορέψεις. Ήσουν σαν κορίτσι φρεσκοπαντρεμένο με το δόρυ, έτοιμος να τρέξεις και να σκοτώσεις τον Κουλάντιν δίχως σκέψη για το δόρυ που μπορεί να σε κάρφωνε από πίσω. Είσαι ο Καρ’α’κάρν. Δεν έχεις δικαίωμα να θέτεις άσκοπα σε κίνδυνο τον εαυτό σου». Η φωνή της ηρέμησε. «Πήγαινε τώρα να πολεμήσεις τον Αποδιωγμένο. Το μυστικό σου είναι ασφαλές, όμως άκουσα αρκετά από κείνους που ηγούνται στις άλλες κοινωνίες».

«Και θέλεις να με αποκλείσεις κι απ’ αυτή τη μάχη;» είπε αυτός χαμηλόφωνα.

«Μην είσαι ανόητος, Ραντ αλ’Θόρ. Ο καθένας θα μπορούσε να χορέψει τα δόρατα με τον Κουλάντιν· να το ρισκάρεις εσύ, θα ήταν σκέψη παιδιού. Κανείς ανάμεσά μας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους Σκιόψυχους, εκτός από σένα».

«Τότε, γιατί...;» Σταμάτησε· ήδη ήξερε την απάντηση. Ύστερα από κείνη την αιματηρή μέρα ενάντια στον Κουλάντιν, είχε πείσει τον εαυτό του ότι κάτι τέτοιο δεν θα τις πείραζε. Έτσι ήθελε να πιστεύει.

«Αυτοί που θα έρθουν μαζί σου έχουν επιλεγεί». Τα λόγια έβγαιναν σαν πέτρες που εκσφενδονίζονταν. «Άνδρες απ’ όλες τις κοινωνίες. Άνδρες. Δεν υπάρχουν Κόρες, Ραντ αλ’Θόρ. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι φέρουν την τιμή σου, κι εσύ στερείς τη δική μας».

Αυτός πήρε μια βαθιά ανάσα, έψαξε να βρει λόγια. «Δεν... δεν μου αρέσει να βλέπω μια γυναίκα να πεθαίνει. Το μισώ, Σούλιν. Με τρώει μέσα μου. Δεν θα μπορούσα να σκοτώσω μια γυναίκα, ακόμα κι αν απ’ αυτό εξαρτιόταν η ζωή μου». Οι σελίδες του γράμματος της Μουαραίν θρόισαν στο χέρι του. Ήταν νεκρή επειδή ο Ραντ δεν μπορούσε να σκοτώσει τη Λανφίαρ. Καμιά φορά, δεν εξαρτιόταν μόνο η δική του ζωή απ’ αυτό. «Σούλιν, θα προτιμούσα να πάω μόνος εναντίον του Ράχβιν παρά να δω μια από σας να πεθαίνει».

«Τι ανοησία. Ο καθένας χρειάζεται κάποιον να του φυλά τα νώτα. Ε, αυτή τη φορά είναι ο Ράχβιν. Ακόμα και ο Ρόινταν των Κεραυνοπόρων και ο Τούρολ των Σκυλιών της Πέτρας έχουν φυλάξει τα νώτα άλλων» Κοίταξε το μετέωρο πόδι της, το οποίο κρατούσαν κόντρα στο δόρυ οι ίδιες ροές που της παγίδευαν τα μπράτσα. «Άφησε με και θα μιλήσουμε».

Εκείνος δίστασε μια στιγμή και μετά έλυσε την ύφανση. Ήταν έτοιμος να την ξαναπιάσει, αν χρειαζόταν, όμως αυτή απλώς σταύρωσε τα πόδια και κάθισε παίζοντας το δόρυ στις παλάμες της. «Μερικές φορές ξεχνάω ότι δεν ανατράφηκες κοντά μας, Ραντ αλ’Θόρ. Άκουσέ με. Είμαι αυτό που είμαι. Να τι είμαι». Ζύγιασε το δόρυ.

«Σούλιν―»

«Άκουσε με, Ραντ αλ’Θόρ. Είμαι το δόρυ. Όταν ένας εραστής μου μπήκε ανάμεσα σε μένα και στο δόρυ, διάλεξα το δόρυ. Κάποιες διαλέγουν το άλλο μονοπάτι. Κάποιες αποφασίζουν ότι αρκετό καιρό έτρεξαν με τα δόρατα, ότι θέλουν άντρα, παιδί. Εγώ ποτέ δεν ήθελα τίποτα άλλο. Κανένας αρχηγός δεν θα δίσταζε να με στείλει εκεί που λυσσομανά ο χορός. Αν πέθαινα εκεί, οι πρωταδελφές μου θα με έκλαιγαν, αλλά ούτε ένα νυχάκι περισσότερο απ’ όσο όταν έπεσε ο πρωταδελφός μας. Αν ένας δεδροφονιάς με κάρφωνε στην καρδιά πάνω στον ύπνο μου, θα με τιμούσε περισσότερο απ’ αυτό που κάνεις εσύ. Καταλαβαίνεις τώρα;»

«Καταλαβαίνω, αλλά...» Καταλάβαινε. Η Σούλιν δεν ήθελε να την κάνει ο Ραντ κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν μέσα της. Αρκούσε ένα πράγμα, να ήταν διατεθειμένος να δει το θάνατό της. «Τι θα συμβεί, αν σπάσεις το τελευταίο δόρυ;»

«Αν δεν έχω τιμή σ’ αυτή τη ζωή, ίσως στην επόμενη». Το είπε σαν να ήταν απλώς άλλη μια εξήγηση. Ο Ραντ άργησε μια στιγμή να το καταλάβει. Αρκούσε να ήταν διατεθειμένος να δει το θάνατό της.

«Δεν μου αφήνεις πολλές επιλογές, ε;» Όσες του είχε αφήσει και η Μουαραίν.

«Πάντα υπάρχουν επιλογές, Ραντ αλ’Θόρ. Έχεις εσύ, έχω κι εγώ. Το τζι’ε’τόχ δεν επιτρέπει τίποτα άλλο».

Του ήρθε να της βάλει τις φωνές, να βρίσει το τζι’ε’τόχ και όσους το ακολουθούσαν. «Διάλεξε ποιες Κόρες θέλεις, Σούλιν. Δεν ξέρω πόσους μπορώ να πάρω, όμως οι Φαρ Ντάραϊς Μάι θα έχουν όσα άτομα θα έχουν και οι άλλες κοινωνίες».

Την προσπέρασε, κι αυτήν και το ξαφνικό χαμόγελό της. Δεν ήταν από ανακούφιση. Ήταν από ευχαρίστηση. Ευχαρίστηση, επειδή θα είχε την ευκαιρία να πεθάνει. Έπρεπε να την άφηνε εκεί τυλιγμένη στο σαϊντίν, να την άφηνε εκεί για να την αντιμετωπίσει με κάποιον τρόπο όταν θα επέστρεφε από το Κάεμλυν. Άνοιξε την πόρτα με φούρια και βγήκε στο μόλο ― κι εκεί στάθηκε.

Η Ενάιλα ήταν επικεφαλής μιας σειράς από Κόρες που καθεμιά είχε τρία δόρατα στο χέρι, μιας σειράς που ξεκινούσε από την πόρτα της παράγκας του λιμενάρχη και χανόταν στην κοντινότερη πύλη προς την πόλη. Κάποιοι Αελίτες στο λιμάνι τις κοίταζαν με περιέργεια, αλλά ήταν προφανώς κάτι μεταξύ των Φαρ Ντάραϊς Μάι και του Καρ’α’κάρν, όχι κάτι που αφορούσε τις άλλες κοινωνίες. Η Άμυς και τρεις-τέσσερις ακόμα Σοφές, που κάποτε ήταν Κόρες, παρακολουθούσαν πιο προσεκτικά. Οι περισσότεροι από όσους δεν ήταν Αελίτες είχαν φύγει, με εξαίρεση κάτι λίγους που σήκωναν νευρικά τα κάρα τους και προσπαθούσαν να κοιτάζουν από την άλλη. Η Ενάιλα πλησίασε τον Ραντ και μετά σταμάτησε και χαμογέλασε, καθώς έβγαινε έξω η Σούλιν. Όχι ανακούφιση. Ευχαρίστηση. Χαμόγελα ευχαρίστησης διέτρεξαν τη μακριά εκείνη σειρά από Κόρες. Υπήρχαν χαμόγελα ακόμα και στα πρόσωπα εκείνων των Σοφών, και η Άμυς του απεύθυνε ένα κοφτό νεύμα, σαν να είχε δώσει τέλος σε κάποια ανόητη συμπεριφορά.

«Νόμιζα ότι θα έμπαιναν μια-μια, να σε σώσουν με φιλιά από τη δυστυχία σου», είπε ο Ματ.

Ο Ραντ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, ενώ ο Ματ στεκόταν εκεί, στηριγμένος στο δόρυ του, χαμογελαστός, με το πλατύγυρο καπέλο γερμένο πίσω στο κεφάλι του. «Πού βρίσκεις τόσο κέφι;» Η μυρωδιά της καμένης σάρκας ακόμα πλανιόταν στον αέρα, ενώ ηχούσαν τα βογκητά των καμένων που τους φρόντιζαν οι Σοφές.

«Επειδή είμαι ζωντανός», είπε τραχιά ο Ματ. «Τι θες να κάνω, να κλαίω;» Σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Η Άμυς λέει ότι η Εγκουέν θα είναι στ’ αλήθεια μια χαρά σε λίγες μέρες». Τότε κοίταξε γύρω του, αλλά με τρόπο σαν να μην ήθελε να δει αυτά που αντίκριζε. «Που να καώ, αν είναι να το κάνουμε αυτό που λέγαμε, ας το κάνουμε. Ντοβι’άντι σε τόβυα σαγκαίν».

«Τι πράγμα;»

«Είπα, ώρα να ρίξουμε τα ζάρια. Βουίζουν τ’ αυτιά σου μετά τη Σούλιν;»

«Ώρα να ρίξουμε τα ζάρια», συμφώνησε ο Ραντ. Οι φλόγες είχαν σβήσει μέσα στη σαν γυαλί καμινάδα του Αέρα, όμως ο λευκός καπνός ακόμα υψωνόταν, σαν να έκαιγαν ακόμα το τερ’ανγκριάλ οι φλόγες. Μουαραίν, Έπρεπε να είχε... Ό,τι έγινε έγινε. Οι Κόρες είχαν μαζευτεί γύρω από τη Σούλιν, όσες μπορούσαν να χωρέσουν στο μόλο. Ό,τι έγινε έγινε, κι έπρεπε να ζήσει μ’ αυτό. Ο θάνατος θα τον έσωζε απ’ αυτό με το οποίο έπρεπε να ζήσει. «Ας το κάνουμε».

Загрузка...