28 Παγίδα

Ένας Πρόμαχος με γκριζοπράσινο σακάκι πλησίασε τον Μπράυν μόλις αυτός πέρασε με τον Ταξιδιώτη από τα πρώτα πέτρινα σπίτια του χωριού. Ο Μπράυν θα καταλάβαινε ότι ήταν Πρόμαχος, βλέποντάς τον να κάνει δυο δρασκελιές, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν τόσες Άες Σεντάι στο δρόμο να τον κοιτάνε. Τι στο όνομα του Φωτός έκαναν τόσες Άες Σεντάι τόσο κοντά στην Αμαδισία; Οι φήμες στα χωριά πίσω του έλεγαν ότι ο Άιλρον σκόπευε να διεκδικήσει αυτή την όχθη του ποταμού Έλνταρ, κάτι που σήμαινε ότι αυτό ήθελαν οι Λευκομανδίτες. Οι Άες Σεντάι ήξεραν να υπερασπίζονται καλά τους εαυτούς τους, αλλά, αν ο Νάιαλ έστελνε μια λεγεώνα να περάσει τον Έλνταρ, πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες θα σκοτώνονταν. Αν δεν είχε χάσει τις γνώσεις του και ήξερε ακόμα να πει πόσο καιρό ήταν εκτεθειμένο ένα κούτσουρο στον αέρα, αυτό το μέρος είχε κρυφτεί στο δάσος εδώ και δύο μήνες. Πού είχε μπλέξει η Μάρα; Ήταν σίγουρος ότι θα την έβρισκε εδώ· οι χωρικοί θυμούνταν τρεις όμορφες νεαρές που ταξίδευαν παρέα, ειδικά όταν μια είχε ρωτήσει οδηγίες για ένα χωριό εγκαταλειμμένο από τον Πόλεμο των Λευκομανδιτών.

Ο Πρόμαχος, ένας μεγαλόσωμος άνδρας με φαρδύ πρόσωπο, Ιλιανός όπως έδειχνε το γένι του, στάθηκε στο δρόμο μπροστά στο ρούσο μουνούχι με την πλατιά μύτη που ίππευε ο Μπράυν, και υποκλίθηκε. «Άρχοντα Μπράυν; Είμαι ο Νούχελ Ντρόμαντ. Αν έχεις την καλοσύνη να έρθεις μαζί μου, υπάρχουν κάποιοι που επιθυμούν να σου μιλήσουν».

Ο Μπράυν ξεπέζεψε αργά, έβγαλε τα γάντια και τα έχωσε στη ζωστήρα του σπαθιού του, ενώ περιεργαζόταν την πόλη. Το απλό κιτρινωπό σακάκι που φορούσε τώρα ήταν καλύτερο για ταξίδι τέτοιου είδους απ’ όσο το γκρίζο μεταξωτό, με το οποίο είχε ξεκινήσει· εκείνο το είχε χαρίσει. Άες Σεντάι και Πρόμαχοι, και κάποιοι άλλοι, τον παρακολουθούσαν σιωπηλά, όμως ακόμα και εκείνοι που πρέπει να ήταν υπηρέτες δεν έδειχναν ξαφνιασμένοι. Και ο Ντρόμαντ ήξερε το όνομά του. Το πρόσωπό του δεν ήταν άγνωστο, αλλά ο Μπράυν υποψιάστηκε κάτι παραπάνω. Αν η Μάρα ― αν εκείνες οι γυναίκες ήταν πράκτορες των Άες Σεντάι, και πάλι δεν άλλαζε ο όρκος που είχαν δώσει. «Οδήγησέ με, Νούχελ Γκαϊντίν». Ο Νούχελ δεν έδειξε να ξαφνιάζεται από την προσφώνηση.

Το πανδοχείο, στο οποίο τον πήγε ο Ντρόμαντ —ή μάλλον ένα κτήριο που κάποτε ήταν πανδοχείο― είχε όψη αρχηγείου για εκστρατεία, όλο τρεχαλητά και σούσουρο. Δηλαδή, αν είχαν διοικήσει ποτέ εκστρατεία οι Άες Σεντάι. Βρήκε με το βλέμμα τη Σερένλα προτού τον δει εκείνη, καθισμένη σε μια γωνιά με έναν μεγαλόσωμο άνδρα που ήταν σχεδόν σίγουρα ο Ντάλυν. Όταν τον είδε, το σαγόνι της έπεσε σχεδόν ως το τραπέζι και μετά τον κοίταξε με στενεμένα μάτια, σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε. Ο Ντάλυν έμοιαζε να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας το τίποτα. Καμία Άες Σεντάι και κανένας Πρόμαχος δεν έδειξαν να τον προσέχουν, καθώς τον οδηγούσε ο Ντρόμαντ, όμως ο Μπράυν θα έβαζε στοίχημα το μέγαρο και τα εδάφη του ότι είχαν δει δέκα φορές περισσότερα απ’ όσα όλοι μαζί οι υπηρέτες που χάζευαν απροκάλυπτα. Θα ’πρεπε να έχει στρίψει για να φύγει τη στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει ποιοι ήταν σ’ αυτό το χωριό.

Πρόσεχε τα πάντα, καθώς υποκλινόταν, ενώ ο Πρόμαχος τον παρουσίαζε στις έξι καθισμένες Άες Σεντάι —μόνο ένας βλάκας θα ήταν απρόσεχτος όταν είχε κοντά του Άες Σεντάι― αλλά ο νους του ήταν στραμμένος στις δύο νεαρές γυναίκες που στέκονταν στον τοίχο πίσω από το φρεσκοσκουπισμένο τζάκι, που έμοιαζαν σαν να τις είχαν μαλώσει. Η αιθέρια Ντομανή του χάρισε ένα χαμόγελο που, για αλλαγή, ήταν περισσότερο τρεμάμενο παρά σαγηνευτικό. Κι η Μάρα επίσης ήταν φοβισμένη —κατατρομαγμένη, θα έλεγε καλύτερα― αλά τα γαλάζια μάτια της αντάμωσαν τα δικά του ανυποχώρητα. Η κοπέλα είχε κουράγιο που έφτανε για λιοντάρι.

«Σε υποδεχόμαστε με χαρά, Άρχοντα Μπράυν», είπε η πυρόμαλλη Άες Σεντάι. Ελάχιστα παχουλή, με τα γερτά της μάτια, ήταν αρκετά όμορφη για να κάνει έναν άνδρα να την κοιτάξει και δεύτερη φορά παρά το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δάχτυλό της. «Θα μας πεις τι σε φέρνει εδώ;»

«Φυσικά, Σέριαμ Σεντάι». Ο Νούχελ στεκόταν δίπλα στον ώμο του, αλλά ο Μπράυν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχαν γυναίκες που να έχουν λιγότερη ανάγκη να τις προστατεύσουν από έναν γέρο στρατιώτη. Ήταν σίγουρος ότι ήδη γνώριζαν, και βεβαιώθηκε, παρατηρώντας τα πρόσωπά τους, καθώς έλεγε την ιστορία. Οι Άες Σεντάι δεν άφηναν να φανεί τίποτα που δεν ήθελαν να φανεί, σίγουρα όμως θα είχε βρεθεί έστω μία να ανοιγοκλείσει τα μάτια ακούγοντας για τον όρκο, αν δεν ήξεραν εκ των προτέρων.

«Τι απαίσια ιστορία αυτή που μας διηγήθηκες, Άρχοντα Μπράυν». Είχε μιλήσει εκείνη που λεγόταν Ανάγια· παρά το αγέραστο πρόσωπό της, περισσότερο έμοιαζε με χαρούμενη, εύπορη αγρότισσα παρά με Άες Σεντάι. «Όμως με ξαφνιάζει το ότι τις ακολούθησες τόσο μακριά, έστω κι αν είναι επίορκες». Τα χλωμά μάγουλα της Μάρα βάφτηκαν μ’ ένα οργισμένο κόκκινο χρώμα. «Πάντως είναι δυνατός όρκος, που δεν θα έπρεπε να έχει καταπατηθεί».

«Δυστυχώς», είπε η Σέριαμ, «δεν μπορούμε να σου επιτρέψουμε να τις πάρεις ακόμα».

Άρα ήταν πράγματι πράκτορες των Άες Σεντάι. «Είναι δυνατός όρκος που δεν θα έπρεπε να έχει καταπατηθεί, παρά ταύτα όμως δεν θα τις αφήσετε να τον τιμήσουν;»

«Θα τον τιμήσουν», είπε η Μυρέλ, ρίχνοντας μια ματιά στις δυο γυναίκες πλάι στο τζάκι, η οποία τις έκανε να καθίσουν πιο ίσια, «και μπορείς να είσαι ήσυχος ότι ήδη έχουν μετανιώσει που έφυγαν αφού πρώτα τον έδωσαν». Αυτή τη φορά κοκκίνισε η Αμάινα· η Μάρα έμοιαζε σαν μια μπάλα από νεύρα. «Ακόμα δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε». Δεν είχαν αναφέρει Άτζα, αλλά είχε την εντύπωση ότι η όμορφη μελαψή ήταν Πράσινη και η στιβαρή στρογγυλοπρόσωπη, που λεγόταν Μόρβριν, ήταν Καφέ. Ίσως να έφταιγε το χαμόγελο που είχε χαρίσει η Μυρέλ στον Ντρόμαντ όταν είχε φέρει εκεί τον Μπράυν, και η έκφραση της Μόρβριν που ήταν σαν να σκεφτόταν κάτι άλλο. «Η αλήθεια είναι ότι δεν είπαν πότε θα υπηρετήσουν, και τις χρειαζόμαστε».

Όλο αυτό ήταν μια ανοησία· θα ’πρεπε να ζητήσει συγγνώμη που τις είχε ενοχλήσει και να φύγει. Κι αυτό επίσης θα ήταν ανόητο. Προτού καν τον φτάσει ο Ντρόμαντ στο δρόμο, ήξερε ότι δεν θα έφευγε ζωντανός από το Σαλιντάρ. Θα πρέπει να υπήρχαν καμιά πενηνταριά Πρόμαχοι στο δάσος γύρω από το σημείο που είχε αφήσει τους άνδρες του, αν όχι εκατό. Ο Τζόνι και οι άλλοι θα μάχονταν γερά, αλλά δεν τους είχε φέρει ως εδώ για να πεθάνουν. Όμως, αν ήταν ανόητος που είχε επιτρέψει σε δυο μάτια να τον παρασύρουν ως εδώ, τουλάχιστον ας έφτανε ως το τέλος. «Εμπρησμός, κλοπή κι επίθεση, Άες Σεντάι. Αυτά ήταν τα εγκλήματα. Δικάστηκαν, καταδικάστηκαν κι έδωσαν τον όρκο. Αλλά δεν έχω αντίρρηση να μείνω εδώ μέχρι να ξεμπερδέψετε μαζί τους. Η Μάρα μπορεί να δουλεύει για μένα ως εκπαιδεύτρια σκύλων, όταν δεν τη χρειάζεστε. Θα σημειώνω τις ώρες που θα δουλεύει για μένα, και θα τις αφαιρώ από την ποινή της».

Η Μάρα άνοιξε το στόμα θυμωμένα, όμως, σχεδόν σαν να ήξεραν ότι θα επιχειρούσε να μιλήσει, τα έξι ζευγάρια μάτια των Άες Σεντάι στράφηκαν πάνω της με πανομοιότυπο τρόπο. Εκείνη κούνησε τους ώμους, έκλεισε απότομα το στόμα και μετά τον αγριοκοίταξε, με τις γροθιές σφιγμένες στο πλάι. Ο Μπράυν χαιρόταν που η γυναίκα δεν κρατούσε μαχαίρι.

Η Μυρέλ έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα γέλια. «Καλύτερα να διαλέξεις την άλλη, Άρχοντα Μπράυν. Έτσι που σε κοιτάζει, πιστεύω πως θα την έβρισκες πιο... συνεννοήσιμη».

Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η Αμάινα θα γινόταν κατακόκκινη, μα κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Και τον κοίταζε με βλέμμα σαν να τον ― επιδοκίμαζε. Αντάλλαξε μάλιστα ένα χαμόγελο με τη Μυρέλ. Ε, στο κάτω-κάτω ήταν Ντομανή, και αυτή η ιδιότητα ήταν πιο έκδηλη από την τελευταία φορά που την είχε δει.

Η Καρλίνυα, τόσο ψυχρή, που έκανε τις άλλες να φαντάζουν φιλικές, έσκυψε μπρος. Ο Μπράυν ήταν επιφυλακτικός απέναντί της, όπως και στην άλλη, με τα μεγάλα μάτια, που λεγόταν Μπεόνιν. Δεν ήξερε να πει γιατί. Μόνο που αν υπήρχε το Παιχνίδι των Οίκων εδώ, θα έλεγε ότι και οι δύο γυναίκες ανέδιδαν φιλοδοξία. Μπορεί ακριβώς σε κάτι τέτοιο να είχε μπλέξει.

«Θα πρέπει να γνωρίζεις», είπε ψυχρά η Καρλίνυα, «ότι η γυναίκα που γνωρίζεις σαν Μάρα, στην πραγματικότητα είναι η Σιουάν Σάντσε, πρώην Έδρα της Άμερλιν. Η Αμάινα είναι στην πραγματικότητα η Ληάνε Σαρίφ, που ήταν Τηρήτρια των Χρονικών».

Μόλις που κατάφερε να μην μείνει χάσκοντας σαν χαζός χωριάτης. Τώρα που το ήξερε, το έβλεπε στο πρόσωπο της Μάρα ή μάλλον της Σιουάν, το πρόσωπο που τον είχε κάνει να γονατίσει, το οποίο είχε μαλακώσει και είχε γίνει νεανικό. «Πώς;» ήταν το μόνο που είπε. Ήταν σχεδόν το μόνο που θα μπορούσε να πει.

«Υπάρχουν πράγματα που οι άνδρες είναι καλύτερο να μην γνωρίζουν», αποκρίθηκε ψυχρά η Σέριαμ, «όπως και οι περισσότερες γυναίκες».

Η Μάρα —όχι, θα ’ταν προτιμότερο να τη σκέφτεται με το σωστό της όνομα― η Σιουάν είχε σιγανευτεί. Αν εκείνη η Ντομανή με το λαιμό κύκνου ήταν πριν η Τηρήτρια, ο Μπράυν θα στοιχημάτιζε ότι είχε σιγανευτεί και αυτή. Αλλά το να μιλήσεις για σιγάνεμα μπροστά σε Άες Σεντάι, ήταν ένας καλός τρόπος για να βρεις πόσο σκληρός ήσουν. Εκτός αυτού, όταν άρχιζαν να γίνονται μυστηριώδεις, οι Άες Σεντάι δεν θα απαντούσαν ευθέως, ακόμα κι αν ρωτούσες ότι ο ουρανός ήταν γαλανός.

Αυτές οι Άες Σεντάι ήταν πολύ καλές. Τον είχαν νανουρίσει και μετά τον είχαν χτυπήσει απότομα, όταν είχε πάψει να φυλάγεται. Με μια αίσθηση ανημποριάς, σκέφτηκε ότι ήξερε για τι τον προετοίμαζαν. Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθει αν είχε δίκιο. «Αυτό δεν αλλάζει τον όρκο που έδωσαν. Αν ήταν ακόμα Άμερλιν και Τηρήτρια, θα όφειλαν να ακολουθήσουν τον όρκο τους σύμφωνα μ’ όλους τους νόμους, ακόμα και τους νόμους της Ταρ Βάλον».

«Εφόσον δεν έχεις αντίρρηση να μείνεις εδώ», είπε η Σέριαμ, «θα μπορούσες να έχεις τη Σιουάν για υπηρέτριά σου, όταν δεν θα τη χρειαζόμαστε. Μπορείς να έχεις και τις τρεις, αν επιθυμείς, μαζί και τη Μιν, την οποία, όπως φαίνεται, ξέρεις σαν Σερένλα. Αυτήν μπορείς να την έχεις συνεχώς στη διάθεσή σου». Για κάποιο λόγο αυτό φάνηκε να εκνευρίζει τη Σιουάν όσο και τα άλλα που είχε πει για την ίδια· άρχισε να μουρμουρίζει μόνη της, όχι τόσο δυνατά ώστε να ακούγεται. «Κι εφόσον δεν έχεις αντίρρηση, Άρχοντα Μπράυν, όσο θα μένεις εδώ μαζί μας υπάρχει μια υπηρεσία που μπορείς να μας προσφέρεις».

«Η ευγνωμοσύνη των Άες Σεντάι δεν είναι αμελητέα», είπε η Μόρβριν.

«Υπηρετώντας εμάς, θα υπηρετήσεις το Φως και τη δικαιοσύνη», πρόσθεσε η Καρλίνυα.

Η Μπεόνιν ένευσε, μιλώντας με σοβαρό τόνο. «Υπηρέτησες πιστά τη Μοργκέις και το Άντορ. Υπηρέτησε έτσι και μας, και στο τέλος δεν θα ανταμειφθείς με εξορία. Τίποτα απ’ όσα θα ζητήσουμε δεν θα αντιβαίνει στην τιμή σου. Τίποτα απ’ όσα θα ζητήσουμε δεν θα βλάψει το Άντορ».

Ο Μπράυν έκανε μια γκριμάτσα. Δεν υπήρχε θέμα, είχε βρεθεί στο Παιχνίδι. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι οι Άες Σεντάι είχαν εφεύρει το Ντάες Νταε’μάρ· έμοιαζαν να το παίζουν ακόμα και στον ύπνο τους. Ο πόλεμος ήταν πιο αιματηρός, αλλά ήταν και πιο τίμιος. Αν ήθελαν να κινούν τα νήματά του, τότε αυτό θα γινόταν —είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, θα το κατάφερναν― αλλά ήταν καιρός να τους δείξει ότι δεν ήταν μια άμυαλη μαριονέτα.

«Ο Λευκός Πύργος γκρεμίστηκε», είπε απερίφραστα. Τα μάτια των Άες Σεντάι πλάτυναν, όμως δεν τις άφησε να μιλήσουν. «Τα Άτζα διχάστηκαν. Αυτός είναι ο μόνος λόγος που είστε όλες εδώ. Σίγουρα δεν έχετε ανάγκη από ένα-δυο σπαθιά επιπλέον» —κοίταξε τον Ντρόμαντ κι εκείνος ένευσε― «άρα η μόνη υπηρεσία που μπορεί να θέλετε από μένα είναι να ηγηθώ ενός στρατού. Να φτιάξω πρώτα έναν, εκτός αν έχετε κι άλλα στρατόπεδα με πολύ περισσότερους άνδρες απ’ όσους έχω δει εδώ. Κι αυτό σημαίνει ότι σκοπεύετε να τα βάλετε με την Ελάιντα». Η Σέριαμ έδειχνε ενοχλημένη, η Ανάγια ανήσυχη, ενώ η Καρλίνυα έκανε να μιλήσει, όμως ο Μπράυν συνέχισε. Ας τον άκουγαν· περίμενε ότι τους μήνες που θα έρχονταν, θα στεκόταν συχνά ακούγοντας τις. «Πολύ καλά. Ποτέ δεν συμπάθησα την Ελάιντα και δεν πιστεύω ότι θα γίνει καλή Άμερλιν. Το σημαντικότερο είναι ότι μπορώ να φτιάξω ένα στρατό που να καταλάβει την Ταρ Βάλον. Αρκεί να ξέρετε ότι η κατάκτησή της θα είναι αιματηρή και μακρόχρονη. Αυτοί όμως είναι οι όροι μου». Μούδιασαν όλες ακούγοντάς την τελευταία φράση, μαζί τους η Σιουάν και η Ληάνε. Οι άνδρες δεν έθεταν όρους στις Άες Σεντάι. «Πρώτον, η διοίκηση είναι δική μου. Θα μου λέτε τι να κάνω, αλλά εγώ θα αποφασίζω το πώς. Θα δίνετε διαταγές σε μένα κι εγώ θα τις δίνω στους στρατιώτες μου, όχι εσείς. Εκτός αν έχω συμφωνήσει εκ των προτέρων». Αρκετές έμειναν με το στόμα ανοιχτό, πρώτα η Καρλίνυα και η Μπεόνιν, αλλά αυτός συνέχισε να μιλά. «Εγώ διορίζω τους άνδρες, τους δίνω προαγωγές, φροντίζω να πειθαρχήσουν. Όχι εσείς. Δεύτερον, αν σας πω ότι δεν μπορεί να γίνει, θα σκεφτείτε τα λόγια μου. Δεν θέλω να υφαρπάξω την εξουσία σας» —όχι ότι θα τον άφηναν― «όμως δεν θέλω να χαθούν άνδρες επειδή δεν καταλαβαίνετε από πόλεμο». Αυτό θα συνέβαινε, αλλά μονάχα μια φορά, αν ήταν τυχερός. «Τρίτον, αν αρχίσετε, θα συνεχίσετε μέχρι τέλους. Θα βάλω το κεφάλι μου στη θηλιά και μαζί τα κεφάλια των ανδρών μου και, αν ύστερα από ένα χρόνο αποφασίσετε ότι η Ελάιντα ως Άμερλιν είναι προτιμότερη από τον πόλεμο, θα σφίξετε τη θηλιά στο λαιμό όσων από εμάς βρουν. Τα έθνη μπορεί να μην αναμιχθούν στον εμφύλιο πόλεμο του Πύργου, αλλά, αν μας εγκαταλείψετε, τότε δεν θα μας αφήσουν ζωντανούς. Θα το φροντίσει αυτό η Ελάιντα.

»Αν δεν συμφωνείτε σ’ αυτά, τότε δεν ξέρω αν μπορώ να σας υπηρετήσω. Είτε με δέσετε με τη Δύναμη για να μου κόψει το λαιμό ο Ντρόμαντ, είτε με δικάσετε και με κρεμάσετε, πάλι ο θάνατος θα είναι το τέλος μου».

Οι Άες Σεντάι δεν μίλησαν. Για μια ατέλειωτη στιγμή έμειναν κοιτώντας τον, ώσπου η φαγούρα που ένιωθε ανάμεσα στις ωμοπλάτες του τον έκανε να αναρωτηθεί μήπως ο Νούχελ ήταν έτοιμος να του χώσει το εγχειρίδιο εκεί. Έπειτα η Σέριαμ σηκώθηκε όρθια και οι άλλες την ακολούθησαν στα παράθυρα. Ο Μπράυν έβλεπε τα χείλη τους, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Αν ήθελαν να κρύψουν τις διαβουλεύσεις τους πίσω από τη Μία Δύναμη, καλά έκαναν. Δεν ήξερε πόσα θα του έδιναν απ’ όσα είχε ζητήσει. Θα του τα έδιναν όλα, αν ήταν λογικές, αλλά οι Άες Σεντάι θεωρούσαν καμιά φορά λογικά κάποια αλλόκοτα πράγματα. Ό,τι κι αν αποφάσιζαν, θα έπρεπε να το δεχθεί μ’ όση αβρότητα μπορούσε. Είχε φτιάξει την τέλεια παγίδα για τον εαυτό του.

Η Ληάνε του έριξε μια ματιά κι ένα χαμόγελο που έλεγε ότι δεν θα μάθαινε ποτέ τι είχε χάσει· του φάνηκε ότι θα ήταν μια υπέροχη καταδίωξη, με τη Ληάνε να τον σέρνει από τη μύτη. Οι Ντομανές δεν υπόσχονταν ούτε τα μισά απ’ όσα νόμιζες ότι σου είχαν υποσχεθεί, κι έδιναν μόνο όσα επέλεγαν και άλλαζαν γνώμη μέσα σε μια στιγμή.

Το δόλωμα στην παγίδα του τον κοίταζε ανέκφραστα και ύστερα διέσχισε την αίθουσα με μεγάλες δρασκελιές και τον πλησίασε, τόσο κοντά που έγειρε πίσω το κεφάλι για να σηκώσει το βλέμμα της πάνω του και να του μιλήσει με χαμηλή, οργισμένη φωνή. «Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί μας ακολούθησες; Για έναν αχυρώνα;»

«Για έναν όρκο». Για δυο γαλανά μάτια. Η Σιουάν Σάντσε ήταν το πολύ δέκα χρόνια νεότερη του, όμως του ήταν δύσκολο να θυμάται ότι ήταν η Σιουάν Σάντσε, όταν κοίταζε ένα πρόσωπο που έμοιαζε να είναι μιας γυναίκας τριάντα χρόνια νεότερης. Τα μάτια όμως ήταν ίδια, βαθυγάλανα και δυνατά. «Ένας όρκος που μου έδωσες και τον καταπάτησες. Γι’ αυτό θα έπρεπε να σου μετρήσω διπλό χρόνο στην ποινή».

Εκείνη κατέβασε το βλέμμα και σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της, μουγκρίζοντας, «Ήδη το φρόντισαν αυτό».

«Εννοείς ότι σε τιμώρησαν που παραβίασες τον όρκο σου; Αν σε έδειραν με βέργα στον πισινό, δεν μετράει, εκτός κι αν το κάνω εγώ».

Το χαμόγελο του Ντρόμαντ ήταν κάτι περισσότερο από σκανδαλισμένο —ο Πρόμαχος σίγουρα ακόμα πάλευε να καταλάβει το ότι η Σιουάν ήταν κάποτε Άμερλιν· κι ο ίδιος μάλλον το ίδιο έκανε― και το πρόσωπό της σκοτείνιασε, τόσο που ο Μπράυν πίστεψε ότι θα πάθαινε αποπληξία. «Η ποινή μου ήδη διπλασιάστηκε, βρε παλιοστοίβα από σάπια σπλάχνα ψαριών! Που κάθεσαι και μετράς ώρες! Οι ώρες δεν θα αρχίσουν να μετρούν παρά μόνο όταν θα μας έχεις και τις τρεις στο μέγαρό σου, ακόμα κι αν χρειαστεί να είμαι... να είμαι... εκπαιδεύτρια σκύλων για είκοσι χρόνια!»

Άρα είχαν έτοιμα σχέδια και γι’ αυτό, η Σέριαμ και οι άλλες. Έριξε μια ματιά εκεί που συσκέπτονταν κοντά στα παράθυρα. Έμοιαζαν να έχουν μοιραστεί σε δύο αντιτιθέμενες ομάδες: η Σέριαμ, η Ανάγια και η Μυρέλ από τη μια πλευρά, η Μόρβριν και η Καρλίνυα από την άλλη, με την Μπεόνιν να στέκεται ανάμεσά τους. Ήταν έτοιμες να του προσφέρουν τη Σιουάν και τη Ληάνε και τη —Μιν;― ως δωροδοκία ή σαν αντάλλαγμα, προτού καν μπει μέσα. Ήταν απελπισμένες, κάτι που σήμαινε ότι ο Μπράυν ήταν με την παράταξη η οποία βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, αλλά ίσως να ήταν τόσο απελπισμένες, που να του έδιναν ό,τι χρειαζόταν για την πιθανότητα της νίκης.

«Το απολαμβάνεις, ε;» είπε άγρια η Σιουάν, όταν το βλέμμα του στράφηκε αλλού. «Όρνιο. Που να καείς, βλάκα με μυαλά κυπρίνου. Τώρα που ξέρεις ποια είμαι, το απολαμβάνεις που θα πρέπει να σου υποκλίνομαι και να σου φέρομαι με σέβας». Πάντως δεν είχε αρχίσει ακόμα να του δείχνει αυτά που έλεγε. «Γιατί; Είναι επειδή σε έκανα να υποχωρήσεις για το Μουράντυ; Είσαι τόσο μικρόψυχος, Γκάρεθ Μπράυν;»

Προσπαθούσε να τον θυμώσει· καταλάβαινε ότι είχε πει πολλά, και δεν ήθελε να του αφήσει χρόνο να τα σκεφτεί. Μπορεί να μην ήταν πια Άες Σεντάι, όμως οι μηχανορραφίες ήταν στο αίμα της.

«Ήσουν η Έδρα της Άμερλιν», της είπε ατάραχος, «και το δαχτυλίδι της Άμερλιν το φιλούν ακόμα κι οι βασιλιάδες. Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε ο τρόπος που το έκανες, και ίσως να συζητήσουμε ήσυχα κάποτε αν ήταν ανάγκη να κάνεις αυτό που έκανες μπροστά στα μάτια της μισής αυλής, αλλά να θυμάσαι ότι ακολούθησα ως εδώ τη Μάρα Τομάνες και ότι ζήτησα τη Μάρα Τομάνες. Όχι τη Σιουάν Σάντσε. Μιας και όλο ρωτάς γιατί, να στο ρωτήσω κι εγώ. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό να αφήσω τους Μουραντιανούς να κάνουν επιδρομές από τα σύνορα;»

«Επειδή η ανάμιξή σου τότε θα ανέτρεπε σημαντικά σχέδια», του είπε εκείνη, τονίζοντας κάθε λέξη με σφιγμένη φωνή, «όπως μπορεί να συμβεί και με την τωρινή ανάμιξη σου. Ο Πύργος είχε βρει έναν νεαρό συνοριακό άρχοντα ονόματι Ντουλαίν, για τον οποίο έκρινε ότι κάποια μέρα θα ένωνε στ’ αλήθεια το Μουράντυ, με τη βοήθειά μας. Δεν μπορούσα να επιτρέψω το ενδεχόμενο να τον σκοτώσουν οι στρατιώτες σου. Έχω να κάνω δουλειές εδώ, Άρχοντα Μπράυν. Άσε με να τις κάνω, και ίσως δεις τη νίκη. Αν αναμιχθείς από πείσμα, θα καταστρέψεις τα πάντα».

«Όποιες κι αν είναι οι δουλειές σου, είμαι βέβαιος ότι η Σέριαμ και οι άλλες θα σε αφήσουν να τις κάνεις. Ντουλαίν είπες; Δεν τον έχω ακουστά. Κάτι μου λέει ότι ακόμα δεν πέτυχε». Κατά τη γνώμη του, το Μουράντυ θα παρέμενε ένα συνονθύλευμα σχεδόν ανεξάρτητων αρχόντων και αρχοντισσών μέχρι που θα γύριζε ο Τροχός και θα ερχόταν μια καινούρια Εποχή. Οι Μουραντιανοί αυτοαποκαλούνταν Λαγκαρντιανοί ή Μινταίοι ή ό,τι άλλο προτού πουν το έθνος τους. Αν θυμούνταν να αναφέρουν κάποιο. Ο Άρχοντας που θα μπορούσε να τους ενώσει και που θα είχε το λουρί της Σιουάν στο λαιμό του, θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικό αριθμό στρατιωτών.

«Ο Ντουλαίν... σκοτώθηκε». Κόκκινες πιτσιλιές φάνηκαν στα μάγουλά της και φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό της. «Ένα μήνα αφότου έφυγα από το Κάεμλυν», μουρμούρισε, «ένας Αντορινός αγρότης τον κάρφωσε με βέλος σε μια επιδρομή για πρόβατα».

Αυτός δεν κρατήθηκε και έβαλε τα γέλια. «Τους αγρότες έπρεπε να βάλεις να γονατίσουν, όχι εμένα. Τέλος πάντων, δεν σε αφορούν πια τέτοια πράγματα». Αυτό σίγουρα ήταν αλήθεια. Ό,τι και να της ετοίμαζαν οι Άες Σεντάι, δεν θα την άφηναν κοντά σε θέσεις εξουσίας ή αποφάσεων πια. Ένιωσε οίκτο γι’ αυτήν. Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να σηκώνει τα χέρια και να πεθαίνει, αλλά είχε χάσει ό,τι ήταν δυνατόν να χάσεις εκτός από την ίδια σου τη ζωή. Από την άλλη μεριά, δεν του άρεσε να τον λένε όρνιο ή στοίβα από σάπια σπλάχνα ψαριών. Πώς το είχε πει το άλλο; Βλάκας με μυαλά κυπρίνου. «Από δω και πέρα, η έγνοια σου θα είναι να έχω καθαρές μπότες και στρωμένο κρεβάτι».

Τα μάτια της στένεψαν, έγιναν χαραμάδες. «Αν αυτό θέλεις, Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν, τότε θα ’πρεπε να διαλέξεις τη Ληάνε. Μπορεί εκείνη να είναι τόσο ανόητη».

Μόλις που συγκρατήθηκε για να μην την κοιτάξει με τα μάτια γουρλωμένα. Ποτέ δεν έπαυε να τον εκπλήσσει ο τρόπος που δούλευε το γυναικείο μυαλό. «Ορκίστηκες να με υπηρετείς με όποιον τρόπο διαλέξω», κατόρθωσε να πει μ’ ένα πνιχτό γελάκι. Γιατί της το έκανε αυτό; Ο Γκάρεθ ήξερε ποια ήταν και τι ήταν. Αλλά τα μάτια εκείνα τον στοίχειωναν, δεν υποχωρούσαν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε ελπίδα, όπως έκαναν τώρα. «Θα ανακαλύψεις τι είδους άνδρας είμαι, Σιουάν». Ήθελε να την παρηγορήσει μετά το αστείο του, όμως από τον τρόπο που πάγωσαν οι ώμοι της, αυτή φάνηκε να το παίρνει σαν απειλή.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι άκουγε τις Άες Σεντάι, ένα μαλακό μουρμούρισμα φωνών που σιώπησαν αμέσως. Στέκονταν μαζί και τον κοίταζαν με αινιγματικές εκφράσεις. Ή μάλλον, κοίταζαν τη Σιουάν. Τα βλέμματά τους την ακολούθησαν, καθώς αυτή οπισθοχωρούσε για να πάει εκεί που στεκόταν ακόμα η Ληάνε· σαν να ένιωθε πάνω της την πίεση των βλεμμάτων, κάθε βήμα ήταν πιο γοργό από το προηγούμενο. Όταν ξανάστριψε, πλάι στο τζάκι, το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο σαν τα δικά τους. Εξαιρετική γυναίκα. Ο Γκάρεθ δεν ήξερε αν στη θέση της θα τα κατάφερνε καλύτερα.

Οι Άες Σεντάι τον περίμεναν να πλησιάσει. Όταν έφτασε κοντά τους, η Σέριαμ είπε, «Δεχόμαστε ανεπιφύλακτα τους όρους σου, Άρχοντα Μπράυν, και ορκιζόμαστε να τους τηρήσουμε. Είναι πολύ λογικοί».

Η Καρλίνυα βέβαια δεν έδειχνε να τους θεωρεί λογικούς, αλλά αυτόν δεν τον ένοιαζε Αν χρειαζόταν, ήταν διατεθειμένος να ξεχάσει όλους τους όρους εκτός από τον τρίτο, να συνεχίσουν μέχρι τέλους.

Γονάτισε εκεί που ήταν, με τη δεξιά γροθιά στηριγμένη στο χαλί, κι αυτές τον κύκλωσαν, ακουμπώντας καθεμιά το χέρι στο σκυμμένο κεφάλι του. Αυτόν δεν τον ένοιαζε αν θα χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη για να τον δεσμεύσουν στον όρκο του ή για να ψάξουν την αλήθεια —δεν ήξερε αν γινόταν κάτι τέτοιο, αλλά ποιος ήξερε στ’ αλήθεια τις ικανότητες των Άες Σεντάι;― κι αν σκόπευαν να κάνουν κάτι άλλο, δεν μπορούσε να τις εμποδίσει. Τον είχαν παγιδεύσει δυο μάτια, σαν ηλίθιο χωριατόπαιδο. Πραγματικά είχε μυαλό κυπρίνου. «Δίνω όρκο και υπόσχεση να σας υπηρετήσω πιστά μέχρι να γίνει δικός σας ο Λευκός Πύργος...»

Ήδη είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδια. Ο Ταντ και ίσως ένας-δυο Πρόμαχοι θα περνούσαν το ποτάμι για να δουν τι σκάρωναν οι Λευκομανδίτες. Ο Τζόνι, ο Μπάριμ και μερικοί άλλοι θα πήγαιναν στο Έμπου Νταρ· έτσι, ο Τζόνι δεν θα κατάπινε τη γλώσσα του κάθε φορά που έβλεπε τη «Μάρα» και την «Αμάινα», κι αυτοί που έστελνε θα ήξεραν πώς να στρατολογήσουν κόσμο.

«...να διαμορφώσω και να καθοδηγήσω το στρατό σας όσο καλύτερα μπορώ...»


Όταν το βουητό των ομιλιών στην κοινή αίθουσα ξεψύχησε, η Μιν σήκωσε το βλέμμα από τα σχέδια που ζωγράφιζε αργόσχολα στο τραπέζι βουτώντας το δάχτυλο στο κρασί. Κι ο Λογκαίν επίσης σάλεψε, σαν από θαύμα, όμως μόνο για να κοιτάξει τους ανθρώπους που ήταν στην κοινή αίθουσα, ή ίσως απλώς το βλέμμα του να είχε περάσει από μέσα τους· ποιος άραγε μπορούσε να ξέρει τι.

Ο Γκάρεθ Μπράυν και ο μεγαλόσωμος Ιλιανός Πρόμαχος βγήκαν πρώτοι από το πίσω δωμάτιο. Μπροστά στα έντονα σιωπηλά βλέμματα όλων, η Μιν άκουσε τον Μπράυν να λέει, «Πες τους ότι σε έστειλε μια υπηρέτρια ταβέρνας από το Έμπου Νταρ, αλλιώς θα σου κόψουν το κεφάλι και θα το στήσουν σε πάσσαλο».

Ο Ιλιανός γέλασε τρανταχτά. «Επικίνδυνη πόλη το Έμπου Νταρ». Τράβηξε τα δερμάτινα γάντια του από τη ζώνη του σπαθιού του και βγήκε στο δρόμο ενώ τα έβαζε.

Οι συζητήσεις ξανάρχισαν, καθώς εμφανιζόταν η Σιουάν. Η Μιν δεν άκουσε τι της είπε ο Μπράυν, όμως εκείνη ακολούθησε τον Πρόμαχο με μεγάλα βήματα, μουρμουρίζοντας μόνη της άγρια. Η Μιν είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι οι Άες Σεντάι είχαν αποφασίσει να τιμήσουν τον ηλίθιο όρκο, για τον οποίο ήταν τόσο περήφανη η Σιουάν, να τον τιμήσουν εδώ και τώρα. Αν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της ότι οι δύο Πρόμαχοι που έγερναν στον τοίχο δεν της έδιναν σημασία, μέσα σε μια στιγμή θα το έσκαγε από την πόρτα και θα βρισκόταν στη σέλα του Γουάιλντροουζ.

Η Σέριαμ και οι άλλες Άες Σεντάι βγήκαν τελευταίες, μαζί με τη Ληάνε, Η Μυρέλ έβαλε τη Ληάνε να καθίσει σε ένα τραπέζι και άρχισε να κουβεντιάζει κάτι μαζί της, ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να τριγυρνούν στο δωμάτιο, σταματώντας για να μιλήσουν σε κάθε Άες Σεντάι. Ό,τι κι αν έλεγαν, οι αντιδράσεις ποίκιλλαν, άλλες ξαφνιάζονταν απροκάλυπτα και άλλες χαμογελούσαν ευχαριστημένα, παρά τη μυθική αταραξία των Άες Σεντάι.

«Κάτσε εδώ», είπε η Μιν στον Λογκαίν, κάνοντας πίσω την ετοιμόρροπη καρέκλα της για να σηκωθεί. Ευχήθηκε να μην έκανε καμιά φασαρία όταν θα τον άφηνε μόνο του. Ο Λογκαίν κοίταζε τα πρόσωπα των Άες Σεντάι, ένα-ένα, και έμοιαζε να βλέπει περισσότερα απ’ όσα είχε δει εδώ και μέρες. «Κάτσε στο τραπέζι μέχρι να ξαναγυρίσω, Ντάλυν». Είχε ξεσυνηθίσει να βρίσκεται κοντά σε ανθρώπους που ήξεραν το πραγματικό του όνομα. «Σε παρακαλώ».

«Με πούλησε στις Άες Σεντάι». Η Μιν ένιωσε σοκ ακούγοντας τον να μιλά μετά από τόση σιωπή. Ο Λογκαίν ανατρίχιασε και μετά ένευσε. «Θα περιμένω».

Η Μιν δίστασε, αλλά, αν δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν οι δύο Πρόμαχοι προτού κάνει καμιά ανοησία, οπωσδήποτε θα τον σταματούσαν οι Άες Σεντάι που γέμιζαν την αίθουσα Όταν έφτασε στην πόρτα, είδε κάποιον που έμοιαζε ιπποκόμος να οδηγεί αλλού ένα χοντρό ρούσο μουνούχι. Πρέπει να ήταν το άλογο του Μπράυν. Τα δικά τους άλογα δεν φαίνονταν πουθενά. Τέλος στα όνειρα περί διαφυγής. Θα τον τιμήσω τον παλιοόρκο! Θα τον τιμήσω! Αλλά δεν μπορούν τώρα να με εμποδίσουν να δω τον Ραντ. Έκανα ό,τι ήθελε η Σιουάν. Πρέπει να με αφήσουν να πάω κοντά του. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι οι Άες Σεντάι αποφάσιζαν μόνες τους τι έπρεπε να κάνουν και συνήθως έπαιρναν αποφάσεις και για τους άλλους.

Η Σιουάν παραλίγο θα έπεφτε πάνω της, καθώς έτρεχε βλοσυρή, με μια κουβέρτα τυλιγμένο κάτω από μασχάλη και με σακίδια σέλας κρεμασμένα στον ώμο της. «Πρόσεχε τον λίγο», σφύριξε μέσα από τα δόντια της χωρίς να σταματήσει. «Να μην του μιλήσει κανείς». Πήγε στις σκάλες, όπου μια γκριζομάλλα γυναίκα, μια υπηρέτρια, οδηγούσε τον Μπράυν να ανέβει, και ακολούθησε κι αυτή. Ήταν τέτοια η ματιά που κάρφωσε στην πλάτη του Μπράυν, που έμοιαζε έτοιμη να πιάσει το μαχαίρι της.

Η Μιν χαμογέλασε στον ψηλό, λεπτό Πρόμαχο που την είχε ακολουθήσει στην πόρτα. Αυτός στεκόταν δυο μέτρα παραπέρα, και μόλις που της έριχνε καμιά ματιά, όμως μέσα της δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις. «Είμαστε καλεσμένες τώρα. Φίλες». Ο Πρόμαχος δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. Που να πάρει και να σηκώσει τους άνδρες με τα παγερά πρόσωπα! Δεν μπορούσαν τουλάχιστον να δώσουν μια ιδέα του τι σκέφτονταν;

Ο Λογκαίν ακόμα περιεργαζόταν τις Άες Σεντάι, όταν η Μιν ξαναγύρισε στο τραπέζι. Ωραία στιγμή είχε διαλέξει η Σιουάν για να τον θέλει αμίλητο, πάνω που είχε αρχίσει να ξαναζωντανεύει. «Λογκαίν», του είπε μαλακά, ελπίζοντας ότι δεν θα την άκουγαν οι Πρόμαχοι που ακουμπούσαν στον τοίχο. Σχεδόν δεν έμοιαζαν ούτε να ανασαίνουν από τη στιγμή που είχαν πάρει θέσεις, με εξαίρεση όταν ένας την είχε ακολουθήσει. «Νομίζω ότι δεν πρέπει να πεις τίποτα μέχρι να σου πει η Μάρα τι σχεδιάζει. Σε κανέναν».

«Η Μάρα;» Την κοίταζε σκοτεινά, χλευαστικά. «Εννοείς τη Σιουάν Σάντσε;» Άρα θυμόταν αυτά που άκουγε στη ζαλάδα του. «Μοιάζει κανείς εδώ να θέλει να μου μιλήσει;» ξανάρχισε να κοιτάζει με σμιγμένα τα φρύδια.

Κανένας δεν έμοιαζε να θέλει να μιλήσει με έναν ειρηνεμένο ψεύτικο Δράκοντα. Με εξαίρεση τους δύο Προμάχους, κανένας δεν φαινόταν να δίνει σημασία στη Μιν και τον Λογκαίν. Η Μιν, αν δεν ήξερε, θα έλεγε ότι οι Άες Σεντάι ήταν ενθουσιασμένες. Δεν έμοιαζαν βέβαια να είναι σε λήθαργο πριν, αλλά τώρα έμοιαζαν να έχουν περισσότερη ζωντάνια, μιλούσαν σε μικρές ομάδες, έδιναν κοφτές εντολές στους Προμάχους. Τα χαρτιά, στα οποία πριν ήταν τόσο προσηλωμένες, τώρα έδειχναν παρατημένα. Η Σέριαμ και οι άλλες που είχαν πάρει κατά μέρος τη Σιουάν, είχαν επιστρέψει στο πίσω δωμάτιο, όμως η Ληάνε τώρα είχε δύο γραφείς στο τραπέζι της, γυναίκες που έγραφαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Κι ένα διαρκές ποτάμι από Άες Σεντάι συνέρεε στο πανδοχείο, εξαφανίζονταν πίσω από την πόρτα με τις φαγωμένες σανίδες και δεν ξανάβγαιναν. Ό,τι και να συνέβαινε εκεί μέσα, η Σιουάν τις είχε ξεσηκώσει για τα καλά.

Η Μιν ευχήθηκε να είχε τη Σιουάν στο τραπέζι, ή καλύτερα κάπου μόνη της, για πέντε λεπτά. Σίγουρα αυτή τη στιγμή έδερνε τον Μπράυν με τα σακίδια της σέλας του. Μπα, η Σιουάν δεν θα κατέφευγε σε κάτι τέτοιο, παρά τα άγρια βλέμματα της. Ο Μπράυν δεν ήταν σαν τον Λογκαίν, πελώριος σε όλες τις διαστάσεις και όλα τα συναισθήματα· ο Λογκαίν είχε κατορθώσει να κατανικήσει για ένα διάστημα τη Σιουάν με τον τρομερό όγκο του. Ο Μπράυν ήταν ήσυχος, μαζεμένος, όχι μικρόσωμος βεβαίως, αλλά δεν σε επισκίαζε κιόλας. Η Μιν δεν ήθελε να έχει για εχθρό της τον άνδρα που θυμόταν από το Κορ Σπρινγκς, αλλά της φαινόταν ότι ο Μπράυν δεν θα άντεχε για πολύ ενάντια στη Σιουάν. Μπορεί να πίστευε ότι θα περνούσε υποταγμένη το χρόνο της ποινής της ως υπηρέτριά του, όμως η Μιν δεν είχε καμία αμφιβολία για το ποιος θα κατέληγε να υπακούει ποιον. Έπρεπε να μιλήσει στη Σιουάν γι’ αυτόν.

Λες και την είχαν φέρει οι σκέψεις της, εμφανίστηκε η Σιουάν, που κουτρουβάλησε τα σκαλιά με έναν άσπρο μπόγο παραμάσχαλα. Ή σωστότερα θα έλεγε ότι είχε κατέβει τα σκαλιά με τρόπο γάτας που παραμονεύει· αν είχε ουρά, θα την κουνούσε. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, παρατηρώντας τη Μιν και τον Λογκαίν, και μετά προχώρησε αποφασιστικά στην πόρτα που έβγαζε στην κουζίνα.

«Στάσου εδώ», προειδοποίησε η Μιν τον Λογκαίν. «Και σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα μέχρι να μπορέσει να σου μιλήσει η... Σιουάν». Θα έπρεπε να ξανασυνηθίσει να τους λέει με τα σωστά ονόματά τους. Εκείνος ούτε που την κοίταξε.

Η Μιν πρόφτασε τη Σιουάν σε ένα διαδρομάκι λίγο πριν από τα μαγειρεία· από τις χαραμάδες στα σανίδια της πόρτας της κουζίνας ακούγονταν η κλαγγή και οι πάταγοι από κατσαρολικά και πιάτα που πλένονταν.

Τα μάτια της Σιουάν πλάτυναν από ανησυχία. «Γιατί τον άφησες; Ζει ακόμα;»

«Απ’ ό,τι βλέπω, θα ζήσει για πάντα. Σιουάν, κανένας δεν θέλει να του μιλήσει. Εγώ όμως πρέπει να μιλήσω μαζί σου». Η Σιουάν της έριξε στην αγκαλιά τον άσπρο μπόγο. Πουκάμισα. «Τι είναι αυτό;»

«Τα παλιοάπλυτα του άτιμου του Μπράυν», γρύλισε η άλλη. «Αφού είσαι και συ μια από τις υπηρέτριές του, μπορείς να τα πλύνεις. Πρέπει να μιλήσω στον Λογκαίν προτού τον βρει άλλος».

Η Μιν την έπιασε από το μπράτσο, καθώς πήγαινε να ξεγλιστρήσει. «Έχεις ένα λεπτό να ακούσεις. Όταν ήρθε ο Μπράυν, είδα μια εικόνα. Μια αύρα, έναν ταύρο να πετάει τριαντάφυλλα γύρω από το λαιμό του και... Τίποτα απ’ αυτά δεν έχει σημασία εκτός από την αύρα. Ούτε καν που την κατάλαβα, όμως τα άλλα ήταν ακόμα πιο ακατανόητα».

«Τι κατάλαβες;»

«Αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να μείνεις κοντά του». Παρά τη ζέστη, η Μιν ανατρίχιασε. Μόνο άλλη μία φορά είχε δει ποτέ εικόνα με «αν» μέσα της· και τις δύο φορές ελλόχευε ο θάνατος. Λες και δεν έφτανε που μερικές φορές ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί· αν άρχιζε να ξέρει και τι υπήρχε πιθανότητα να συμβεί... «Ένα ξέρω. Αν μείνει κοντά σου, ζεις. Αν απομακρυνθεί πολύ, πεθαίνεις. Πεθαίνετε και οι δύο. Δεν ξέρω γιατί είδα κάτι για σένα στην αύρα του, αλλά έμοιαζες να είσαι τμήμα του».

Η Σιουάν χαμογέλασε ξινά σαν να είχε φάει λεμόνι. «Καλύτερα να μπαρκάρω σε ένα σάπιο αμπάρι γεμάτο χέλια που ψάρεψαν τον περασμένο μήνα».

«Δεν φαντάστηκα ότι θα μας ακολουθήσει. Στ’ αλήθεια θα μας αναγκάσουν να φύγουμε μαζί του;»

«Α, όχι, Μιν. Θα οδηγήσει τις στρατιές μας στη νίκη. Και θα κάνει τη ζωή μου Χάσμα του Χαμού! Θα μου σώσει τη ζωή, ε; Δεν ξέρω αν αξίζει αυτό». Πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρωσε τα φουστάνια της. «Όταν τα πλύνεις και τα σιδερώσεις, φέρ’ τα μου. Θα του τα ανεβάσω. Μπορείς να του καθαρίσεις τις μπότες προτού κοιμηθείς απόψε. Έχουμε ένα δωματιάκι —μια τρύπα― κοντά του, έτσι θα είμαστε δίπλα, αν φωνάξει να του σιάξουμε τα μαξιλάρια!» Χάθηκε προτού προλάβει η Μιν να διαμαρτυρηθεί.

Κοιτώντας το σωρό των πουκάμισων, κατάλαβε πολύ καλά ποια θα έκανε όλη τη μπουγάδα του Γκάρεθ Μπράυν, και δεν ήταν η Σιουάν Σάντσε. Πανάθεμά σε, Ραντ αλ’Θόρ. Όταν ερωτευόσουν έναν άνδρα, κατέληγες να πλένεις ρούχα, ακόμα κι αν ήταν τα ρούχα κάποιου άλλου. Όταν μπήκε στην κουζίνα και απαίτησε να της δώσουν λεκάνη και ζεστό νερό, μουρμούριζε χειρότερα από τη Σιουάν.

Загрузка...