30 Ένα Στοίχημα

Ένα γλυκό νυχτερινό αεράκι φύσηξε σ’ ολόκληρη τη μικρή πόλη του Έιανροντ κι ύστερα καταλάγιασε. Καθισμένος στο πέτρινο παραπέτο της πλατιάς επίπεδης γέφυρας στην καρδιά της πόλης, ο Ραντ σκέφτηκε ότι η αύρα ήταν ζεστή, αλλά δεν την ένιωθε να τον ζεσταίνει σε σύγκριση με τον αέρα της Ερημιάς. Μπορεί να ήταν ζεστή για βράδυ, αλλά όχι αρκετά για να ξεκουμπώσει το κόκκινο σακάκι του. Το ποτάμι από κάτω του ποτέ δεν ήταν μεγάλο και τώρα είχε το μισό πλάτος του, όμως ο Ραντ ακόμα απολάμβανε να βλέπει το νερό να κυλά προς το βορρά, με τις φεγγαροσκιές που έριχναν τα περαστικά σύννεφα να παίζουν στη σκοτεινή, λαμπυριστή επιφάνεια. Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ο λόγος που βρισκόταν εδώ έξω νυχτιάτικα· για να κοιτάξει για λίγη ώρα το τρεχούμενο νερό. Τα ξόρκια φύλαξης είχαν τοποθετηθεί και περικύκλωναν το στρατόπεδο των Αελιτών, που με τη σειρά του περικύκλωνε την πόλη. Οι Αελίτες με τη σειρά τους φυλούσαν σκοπιά τόσο προσεκτικά, που ούτε χελιδόνι δεν μπορούσε να περάσει χωρίς να το δουν. Ο Ραντ μπορούσε να σπαταλήσει μια ώρα έτσι, να γαληνεύεται από τη ροή ενός ποταμού.

Σίγουρα ήταν καλύτερο από άλλες νύχτες που έπρεπε να διατάξει τη Μουαραίν να φύγει, ώστε να μπορέσει να μελετήσει με τον Ασμόντιαν. Η Μουαραίν μάλιστα είχε αποκτήσει τη συνήθεια να του φέρνει το φαγητό του και να του μιλάει όσο έτρωγε, σαν να σκόπευε να του γεμίσει το κεφάλι μ’ όσα ήξερε προτού φτάσουν στην πόλη της Καιρχίν. Ο Ραντ δεν άντεχε να την αντικρίσει πάλι να τον ικετεύει να μείνει —να τον ικετεύει στ’ αλήθεια!― όπως είχε κάνει την περασμένη νύχτα. Για μια γυναίκα σαν τη Μουαραίν, αυτή η συμπεριφορά ήταν τόσο αφύσικη, που είχε θελήσει να συμφωνήσει μόνο και μόνο για να σταματήσει να τον ικετεύει. Και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που το είχε κάνει. Καλύτερα μια ώρα να αφουγκράζεται τα ήσυχα, υγρά ρυτιδίσματα του ποταμού. Με λίγη τύχη, η Μουαραίν θα είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια γι’ απόψε.

Ο πηλός που απλωνόταν σε πλάτος οκτώ ή δέκα βημάτων ανάμεσα στο νερό και στα χορτάρια, τόσο δεξιά όσο και αριστερά εκεί κάτω, είχε ψηθεί και είχε ραγίσει. Ο Ραντ σήκωσε το βλέμμα, καθώς σύννεφα περνούσαν μπροστά από το φεγγάρι. Μπορούσε να δοκιμάσει να κάνει τα σύννεφα να ρίξουν βροχή. Τα δύο σιντριβάνια της πόλης ήταν κατάστεγνα και τα περισσότερα πηγάδια ήταν τόσο βρώμικα, που δεν μπορούσαν να καθαριστούν, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο, που δεν ήταν, είχε γεμίσει σκόνη. Η λέξη «δοκιμάσει» ήταν όμως η σωστή. Κάποτε είχε φέρει βροχή· το κόλπο ήταν να θυμηθεί πώς το είχε καταφέρει. Αν το κατόρθωνε, τότε αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να μην γίνει κατακλυσμός και να μην ξεσπάσει μια ανεμοθύελλα που θα παράσερνε τα δένδρα.

Ο Ασμόντιαν δεν θα βοηθούσε· απ’ ό,τι φαινόταν, δεν ήξερε πολλά για τον καιρό. Για κάθε τι που του δίδασκε ο Αποδιωγμένος, υπήρχαν δύο ακόμα που έκαναν τον Ασμόντιαν να σηκώνει τα χέρια ανήμπορος ή να δίνει αόριστες υποσχέσεις. Κάποτε ο Ραντ νόμιζε ότι ο Αποδιωγμένοι ήξεραν τα πάντα, ότι ήταν σχεδόν παντοδύναμοι. Αλλά, αν οι υπόλοιποι ήταν σαν τον Ασμόντιαν, τότε είχαν και άγνοια και αδυναμίες. Ίσως ο Ραντ για κάποια θέματα να ήξερε περισσότερα από τους Αποδιωγμένους. Περισσότερα από κάποιους Αποδιωγμένους, για την ακρίβεια. Το πρόβλημα ήταν να βρει ποιοι ήταν. Η Σέμιραγκ ήταν σχεδόν εξίσου αδύναμη με τον Ασμόντιαν στο χειρισμό του καιρού.

Ανατρίχιασε, λες και ήταν νύχτα στην Τρίπτυχη Γη. Ο Ασμόντιαν δεν του τα είχε πει ποτέ αυτά. Αν ήθελε να κλείσει μάτι απόψε, θα ήταν καλύτερο να πάψει τις σκέψεις και να αφουγκραστεί τα νερά.

Τον πλησίασε η Σούλιν, με το σούφα να κρέμεται γύρω από τους ώμους, έτσι ώστε να αφήνει ξέσκεπα τα κοντά άσπρα μαλλιά της, κι έγειρε στο παραπέτο. Η νευρώδης Κόρη ήταν οπλισμένη για μάχη, με τόξο και βέλη, δόρατα και μαχαίρι και στρογγυλή ασπίδα. Είχε αναλάβει τη διοίκηση των φυλάκων του απόψε. Δυο δωδεκάδες Φαρ Ντάραϊς Μάι κάθονταν ανέμελα στη γέφυρα δέκα βήματα παραπέρα. «Παράξενη νύχτα», του είπε. «Παίζαμε ζάρια, όμως ξαφνικά όλοι άρχισαν να ρίχνουν μονάχα εξάρες».

«Συγγνώμη», της είπε χωρίς να το σκεφτεί, κι εκείνη του έριξε μια αλλόκοτη ματιά. Δεν το ήξερε, φυσικά· ο Ραντ δεν το είχε διαδώσει. Τα ρυτιδίσματα που προκαλούσε ως τα’βίρεν απλώνονταν με παράξενους, τυχαίους τρόπους. Ακόμα και οι Αελίτες δεν θα τον ζύγωναν, αν το ήξεραν.

Νωρίτερα, την ίδια μέρα το έδαφος είχε υποχωρήσει κάτω από τρία Σκυλιά της Πέτρας ρίχνοντας τους σε φωλιά από οχιές, όμως τα δεκάδες δαγκώματα είχαν πετύχει μόνο τα ρούχα τους. Ο Ραντ ήξερε ότι το είχε προκαλέσει ο ίδιος, στρεβλώνοντας τις πιθανότητες. Ο Ταλ Νέθιν, ο σελοποιός, είχε επιζήσει από το Τάιεν μόνο και μόνο για να σκοντάψει σε μια πέτρα τώρα το μεσημέρι και να σπάσει τον αυχένα του, πέφτοντας σε ίσωμα γεμάτο γρασίδι. Ο Ραντ φοβόταν ότι και αυτό το είχε προκαλέσει ο ίδιος. Από την άλλη μεριά, ο Μπάελ και ο Τζέραν είχαν δώσει τέλος στη βεντέτα αίματος που υπήρχε μεταξύ του Σάαραντ και του Γκόσιεν, ενώ ο Ραντ ήταν μαζί τους και, προχωρώντας, έτρωγε ξεραμένο κρέας για μεσημεριανό κολατσιό. Ακόμα δεν συμπαθούσαν ο ένας τον άλλο και δεν έδειχναν να πολυκαταλαβαίνουν τι ακριβώς είχαν κάνει, αλλά είχε γίνει κι είχαν δοθεί υποσχέσεις και όρκοι ύδατος, με τον καθένα τους να κρατά το κύπελλο για να πιει ο άλλος· μπορεί να περνούσαν γενιές μέχρι οι Σάαραντ και οι Γκόσιεν να έκαναν έστω μια επιδρομή για να κλέψουν τα πρόβατα ή τα κατσίκια ή τα γελάδια του άλλου.

Ο Ραντ αναρωτιόταν αν αυτές οι τυχαίες επιδράσεις θα απέβαιναν ποτέ σε όφελός του· ίσως αυτό ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει. Δεν ήξερε τι άλλο είχε συμβεί σήμερα, για το οποίο ίσως έφταιγε αυτός· ποτέ δεν ρωτούσε και προτιμούσε να μην μαθαίνει. Οι Μπάελ και οι Τζέραν μόνο εν μέρει μπορούσαν να αντισταθμίσουν τους όποιους Ταλ Νέθιν.

«Μέρες έχω να δω την Ενάιλα και την Αντελίν», είπε. Υπήρχαν και χειρότερα θέματα συζήτησης. Αυτές οι συγκεκριμένες δύο έδειχναν ζηλότυπες για τη θέση τους, καθώς τον φρουρούσαν. «Είναι άρρωστες;»

Η ματιά που του έριξε η Σούλιν ήταν ακόμα πιο αλλόκοτη. «Θα επιστρέψουν όταν μάθουν ότι δεν πρέπει πια να παίζουν με κούκλες, Ραντ αλ’Θόρ».

Αυτός άνοιξε το στόμα, και μετά το ξανάκλεισε. Οι Αελίτες ήταν παράξενοι —τα μαθήματα της Αβιέντα συχνά έτειναν να τους δείχνουν περισσότερο κι όχι λιγότερο παράξενους― όμως αυτό ήταν γελοίο. «Τέλος πάντων, πες τους ότι είναι μεγάλες γυναίκες και θα ’πρεπε να φέρονται αναλόγως».

Ακόμα και στο φεγγαρόφωτο, κατάλαβε ότι το χαμόγελο της έδειχνε ικανοποίηση. «Θα γίνει όπως επιθυμεί ο Καρ’α’κάρν». Τι σήμαινε αυτό; Τον κοίταξε μια στιγμή, με τα χείλη σουφρωμένα σκεφτικά. «Ακόμα δεν έφαγες απόψε. Έχει ακόμα αρκετό φαΐ για όλους και δεν θα το στερήσεις από άλλον, αν μείνεις νηστικός. Αν δεν φας, οι άνθρωποι θα ανησυχήσουν μήπως αρρώστησες. Και θ’ αρρωστήσεις».

Εκείνος γέλασε μαλακά, μ’ ένα βραχνό, ασθματικό ήχο. Τη μια στιγμή ήταν ο Καρ’α’κάρν και την άλλη... Αν δεν πήγαινε να φάει κάτι, μάλλον θα του το έφερνε η Σούλιν. Και επιπλέον θα προσπαθούσε να το τον ταΐσει. «Θα φάω. Η Μουαραίν θα πρέπει να ’χει ξαπλώσει πια». Αυτή τη φορά το παράξενο βλέμμα της του έφερε ικανοποίηση· έτσι για αλλαγή, είχε πει κάτι που εκείνη δεν καταλάβαινε.

Ενώ κατέβαζε τα πόδια από το παραπέτο, άκουσε το κροτοβολητό από οπλές αλόγου να αντηχεί στο λιθόστρωτο δρόμο που έβγαζε στη γέφυρα. Αμέσως, όλες οι Κόρες σηκώθηκαν, με τα πρόσωπα πεπλοφορεμένα και με βέλη σε μισοτραβηγμένες χορδές. Το χέρι του πήγε από ένστικτο στη ζώνη του, όμως το σπαθί δεν ήταν εκεί. Οι Αελίτες ένιωθαν παράξενα βλέποντάς τον να ιππεύει άλογο και να μεταφέρει αυτό το αντικείμενο στη σέλα του· δεν ήθελε να προσβάλλει κι άλλο τα έθιμά τους φορώντας το. Πάντως τα άλογα δεν ήταν πολλά και έρχονταν με μετρημένο βήμα.

Όταν εμφανίστηκαν οι καβαλάρηδες, περικυκλωμένοι από μια ομάδα πενήντα Αελιτών, ήταν λιγότεροι από είκοσι κι έγερναν στις σέλες αποθαρρυμένοι. Οι περισσότεροι είχαν κράνη με στενό γύρο και Δακρυνά σακάκια με φαρδιά, ριγέ μανίκια κάτω από τα προστήθιά τους. Οι δύο που προπορεύονταν φορούσαν περίτεχνα στολισμένους θώρακες και μεγάλα λευκά φτερά ξεπηδούσαν από την πρόσοψη του κράνους, ενώ οι ρίγες στα μανίκια τους γυάλιζαν σαν σατέν στο φως του φεγγαριού. Πέντ’ έξι άνδρες στην οπισθοφυλακή όμως, κοντύτεροι και πιο μικρόσωμοι από τους Δακρυνούς —δύο με μικρά λάβαρα που λέγονταν κον σε κοντούς ιστούς στερεωμένα στις πλάτες τους — φορούσαν σκούρα σακάκια και κράνη με σχήμα καμπάνας, κομμένα έτσι ώστε να φαίνονται τα πρόσωπά τους. Οι Καιρχινοί χρησιμοποιούσαν λάβαρα, για να ξεχωρίζουν οι αξιωματικοί στη μάχη κι επίσης για να διακρίνονται οι προσωπικοί βοηθοί των αρχόντων.

Οι Δακρυνοί με τα φτερά έμειναν να κοιτάζουν όταν τον είδαν, αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές, και μετά ξεπέζεψαν βιαστικά για να έρθουν και να γονατίσουν μπροστά του, με τα κράνη παραμάσχαλα. Ήταν νεαροί, ελάχιστα μεγαλύτεροί του, και είχαν και οι δύο περιποιημένη μαύρη γενειάδα, που κατέληγε σε μυτερό άκρο, όπως ήταν η μόδα στους Δακρυνούς αριστοκράτες. Οι θώρακές τους ήταν γουβιασμένοι και τα επίχρυσα στολίδια πελεκημένα· κάπου είχαν πολεμήσει με σπαθιά. Κανείς τους δεν έριξε έστω μια ματιά στους Αελίτες που τους κύκλωναν, λες και θα εξαφανίζονταν, αν τους αγνοούσαν. Οι Κόρες κατέβασαν τα πέπλα, αν και φαίνονταν έτοιμες να τρυπήσουν με δόρυ ή με τόξο τους γονατισμένους άνδρες.

Ο Ρούαρκ ακολούθησε τους Δακρυνούς, με έναν γκριζομάτη Αελίτη που ήταν νεότερος και κάπως πιο ψηλός από τον ίδιο, και στάθηκαν πίσω τους. Ο Μάνγκιν ήταν από το Τζίντο Τάαρνταντ, κι ένας από κείνους που είχαν πάει στην Πέτρα του Δακρύου. Το Τζίντο έφερνε τους καβαλάρηδες.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε το παχουλό, ροδαλό αρχοντόπουλο, «που να καεί η ψυχή μου, σε πήραν και σένα αιχμάλωτο;» Ο σύντροφός του, με αυτιά σαν χερούλι κανάτας και μύτη σαν πατάτα, που τον έκαναν να μοιάζει με αγρότη, παρά τη γενειάδα του, παραμέριζε νευρικά από το μέτωπό του τα ίσια μαλλιά που όλο ξανάπεφταν. «Είπαν ότι θα μας πάνε σε κάποιον τύπο της Αυγής. Τον Καρ’α’κάρν. Αυτό σημαίνει κάτι για αρχηγούς, αν θυμάμαι καλά τι μου έλεγε ο δάσκαλός μου. Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Δράκοντα. Είμαι ο Εντόριον του Οίκου Σελόρνα και αυτός είναι ο Εστέαν του Οίκου Αντιάμα».

«Εγώ είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με την Αυγή», τους είπε ήσυχα ο Ραντ. «Κι ο Καρ’α’κάρν». Τώρα τους θυμόταν: νεαροί άρχοντες που περνούσαν τον καιρό τους μεθοκοπώντας, στοιχηματίζοντας και κυνηγώντας τον ποδόγυρο, όταν αυτός βρισκόταν στην Πέτρα. Τα μάτια του Εστέαν γούρλωσαν, παραλίγο θα του έπεφταν· ο Εντόριον φάνηκε εξίσου έκπληκτος για μια στιγμή και ύστερα ένευσε αργά, σαν να καταλάβαινε τώρα ότι αυτό ήταν λογικό. «Σηκωθείτε. Ποιοι είναι οι Καιρχινοί σύντροφοί σας;» Θα ήταν ενδιαφέρον να συναντούσε Καιρχινούς που δεν έτρεχαν να γλιτώσουν από το Σάιντο και από όποιους άλλους Αελίτες έβλεπαν. Και μάλιστα, αν ήταν μαζί με τον Εντόριον και τον Εστέαν, ίσως να ήταν οι πρώτοι υποστηρικτές του που είχε συναντήσει σ’ αυτά τα μέρη. Αν οι πατέρες των δύο Δακρυνών είχαν ακολουθήσει τις εντολές του. «Φέρτε τους μπροστά».

Ο Εστέαν βλεφάρισε έκπληκτος καθώς σηκωνόταν, όμως ο Εντόριον μόλις που κοντοστάθηκε προτού γυρίσει για να φωνάξει, «Μερέσιν! Νταρικαίν! Ελάτε εδώ!» Λες και φώναζε σκυλιά. Καθώς αυτοί ξεπέζευαν αργά, τα λάβαρά τους ανεβοκατέβηκαν.

«Άρχοντα Δράκοντα». Ο Εστέαν δίστασε, γλείφοντας τα χείλη σαν να διψούσε. «Μήπως... Μήπως έστειλες τους Αελίτες ενάντια στην Καιρχίν;»

«Επιτέθηκαν στην πόλη, λοιπόν;»

Ο Ρούαρκ ένευσε και ο Μάνγκιν είπε, «Αν πιστέψουμε αυτούς εδώ, η Καιρχίν βαστά ακόμα. Ή τουλάχιστον βαστούσε πριν από τρεις μέρες». Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι κατά τη γνώμη του είχε πέσει κι ότι ο ίδιος δεν νοιαζόταν για μια πόλη δενδροφονιάδων.

«Δεν τους έστειλα εγώ, Εστέαν», είπε ο Ραντ, καθώς πλησίαζαν οι δύο Καιρχινοί, που γονάτισαν, βγάζοντας τα κράνη, για να αποκαλύψουν άνδρες συνομήλικους του Εντόριον και του Εστέαν, με μαλλιά ξυρισμένα από μπροστά ως τα αυτιά κι επιφυλακτικά μαύρα μάτια. «Εκείνοι που επιτίθενται στην πόλη είναι οι εχθροί μου, οι Σάιντο. Σκοπός μου είναι να σώσω την Καιρχίν, αν σώζεται».

Χρειάστηκε να ξαναπεί τα ίδια, για να σηκωθούν οι Καιρχινοί· ο καιρός που είχε περάσει με τους Αελίτες σχεδόν τον είχε κάνει να ξεχάσει αυτές τις συνήθειες που υπήρχαν στην εδώ πλευρά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου, τον κόσμο που υποκλινόταν και γονάτιζε παντού. Χρειάστηκε να ζητήσει να του συστηθούν, και οι Καιρχινοί υπάκουσαν. Ήταν ο υπολοχαγός Άρχοντας Μερέσιν του Οίκου Ντέηγκανρεντ —το κον του ήταν όλο κάθετες κυματιστές γραμμές, κόκκινες και λευκές― και ο υπολοχαγός Άρχοντας Νταρικαίν του Οίκου Ανάλιν, με το κον του γεμάτο μικρά τετράγωνα, κόκκινα και μαύρα. Ήταν παράξενο το ότι ήταν άρχοντες. Παρ’ όλο που στην Καιρχίν οι άρχοντες διοικούσαν και οδηγούσαν στρατιώτες, δεν ξύριζαν τα κεφάλια και δεν γίνονταν στρατιώτες. Τουλάχιστον άλλοτε· πολλά πράγματα, φαίνεται, είχαν αλλάξει.

«Άρχοντα Δράκοντα». Ο Μερέσιν κόμπιασε λίγο, καθώς το έλεγε. Τόσο αυτός όσο και ο Νταρικαίν ήταν χλωμοί, λιγνοί άνδρες, με στενά πρόσωπα και μακριές μύτες, αλλά ο Μερέσιν ήταν κάπως βαρύτερος. Όπως φαινόταν, τον τελευταίο καιρό δεν έτρωγαν καλά. Ο Μερέσιν συνέχισε ορμητικά, σαν να φοβόταν μήπως τον διακόψουν. «Άρχοντα Δράκοντα, η Καιρχίν μπορεί ν’ αντέξει. Για μέρες ακόμα, ίσως δέκα ή δώδεκα, αλλά, αν είναι να τη σώσεις, πρέπει να έρθεις γρήγορα».

«Γι’ αυτό ήρθαμε», είπε ο Εστέαν, ρίχνοντας ένα σκοτεινό βλέμμα στον Μερέσιν. Του το ανταπέδωσαν οι δύο Καιρχινοί, όμως το επιθετικό ύφος τους είχε και μια χροιά παραίτησης. Ο Εστέαν έξυσε τα μαλλιά που είχαν κολλήσει στο μέτωπό του. «Για να βρούμε βοήθεια. Έχουμε στείλει αποσπάσματα προς κάθε κατεύθυνση, Άρχοντα Δράκοντα». Ανατρίχιασε, παρά τον ιδρώτα στο κούτελλό του, και η φωνή του έγινε ισχνή, κούφια. «Ήμασταν περισσότεροι ξεκινώντας. Είδα τον Μπάραν να πέφτει, ουρλιάζοντας μ’ ένα δόρυ στα σπλάχνα. Ποτέ πια δεν θα ξαναπαίξει χαρτιά. Δεν θα ’λεγα όχι για ένα κύπελλο δυνατό μπράντυ».

Ο Εντόριον στριφογύρισε το κράνος στα γαντοφορεμένα χέρια του, σμίγοντας τα φρύδια. «Άρχοντα Δράκοντα, η πόλη αντέχει λίγο ακόμη, αλλά, ακόμα κι αν τούτοι εδώ οι Αελίτες πολεμήσουν τους άλλους, το ερώτημα είναι, μπορείς να τους φέρει εκεί εγκαίρως; Προσωπικά, νομίζω ότι δέκα με δώδεκα μέρες είναι πολύ αισιόδοξη εκτίμηση. Η αλήθεια είναι ότι ήρθα μόνο επειδή σκέφτηκα ότι είναι προτιμότερο να με τρυπήσει δόρυ, παρά να με πιάσουν ζωντανό, όταν περάσουν τα τείχη. Η πόλη είναι γεμάτη πρόσφυγες που το έσκαγαν από τους Αελίτες· δεν έχει απομείνει ούτε σκυλί ούτε περιστέρι μέσα, και σε λίγο αμφιβάλλω αν θα μείνει ποντίκι. Το καλό είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να νοιάζεται για το ποιος θα πάρει το Θρόνο του Ήλιου, με τον Κουλάντιν απ’ έξω».

«Μας κάλεσε να παραδοθούμε σε Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή, τη δεύτερη μέρα», πετάχτηκε ο Νταρικαίν, εισπράττοντας ένα αιχμηρό βλέμμα από τον Εντόριον για τη διακοπή.

«Ο Κουλάντιν έχει κάτι σαν χόμπι με τους αιχμαλώτους», είπε ο Εστέαν. «Μακριά από το βεληνεκές των τόξων, αλλά μπροστά, να φαίνεται από παντού στα τείχη. Τους ακούς επίσης να ουρλιάζουν. Που να κάψει το Φως την ψυχή μου, δεν ξέρω αν προσπαθεί να μας τσακίσει τη βούληση ή απλώς του αρέσει. Μερικές φορές αφήνουν χωρικούς να τρέξουν προς την πόλη, και μετά τους γεμίζουν βέλη, τη στιγμή σχεδόν που είναι ασφαλείς. Όσο ασφαλής μπορεί να είναι η Καιρχίν. Απλοί χωρικοί είναι, αλλά...» Η φωνή του ξεψύχησε, ξεροκατάπιε, σαν να είχε θυμηθεί τι γνώμη είχε ο Ραντ για τους «απλούς χωρικούς». Ο Ραντ μόνο που τον κοίταξε, αλλά εκείνος φάνηκε να ζαρώνει, και μουρμούρισε μέσα στα δόντια του κάτι για μπράντυ.

Ο Εντόριον άρπαξε τη στιγμιαία σιωπή. «Άρχοντα Δράκοντα, το θέμα είναι ότι η πόλη αντέχει μέχρι να έρθεις, αν μπορέσεις να έρθεις γρήγορα. Ο μόνος λόγος που αποκρούσαμε την πρώτη επίθεση ήταν επειδή τα Προπύλαια έπιασαν φωτιά...»

«Οι φλόγες παραλίγο θα κατάπιναν την πόλη», παρενέβη ο Εστέαν. Τα Προπύλαια, πόλη σωστή έξω από τα τείχη της Καιρχίν, ήταν φτιαγμένα κυρίως από ξύλο, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ. «Θα ήταν καταστροφή, αν δεν βρισκόταν εκεί δίπλα το ποτάμι».

Ο άλλος Δακρυνός συνέχισε να μιλάει παράλληλα. «...αλλά ο Άρχοντας Μάιλαν είχε σχεδιάσει καλά την άμυνα και οι Καιρχινοί δεν έχουν βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια ακόμα». Ο Μερέσιν και ο Νταρικαίν του έριξαν συνοφρυωμένα βλέμματα, τα οποία εκείνος ή δεν είδε ή έκανε πως δεν τα είδε. «Επτά μέρες με λίγη τύχη, ίσως οκτώ το πολύ. Αν μπορείς...» Ένας βαρύς αναστεναγμός ξαφνικά φάνηκε να ξεφουσκώνει το παχουλό κορμί του Εντόριον. «Δεν είδα άλογο πουθενά», είπε, σαν να μονολογούσε. «Οι Αελίτες δεν ιππεύουν. Δεν θα μπορέσεις να μετακινήσεις πεζούς έγκαιρα σε τόση απόσταση».

«Πόσο θα πάρει;» ρώτησε ο Ραντ τον Ρούαρκ.

«Επτά μέρες» ήταν η απάντηση. Ο Μάνγκιν ένευσε και ο Εστέαν γέλασε.

«Που να καεί η ψυχή μου, τόσο κάναμε να έρθουμε καβάλα στ’ άλογα. Αν νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις στον ίδιο χρόνο το γυρισμό πεζός, σίγουρα είσαι...» Καταλαβαίνοντας τα Αελίτικα βλέμματα πάνω του, ο Εστέαν έδιωξε τα μαλλιά από το πρόσωπό του. «Υπάρχει καθόλου μπράντυ σ’ αυτή την πόλη;» μουρμούρισε.

«Το θέμα δεν είναι πόσο γρήγορα μπορούμε να πάμε εμείς», είπε ήσυχα ο Ραντ, «αλλά πόσο γρήγορα μπορείτε να πάτε εσείς, αν αφήσετε πεζούς μερικούς ιππείς σας και χρησιμοποιήσετε τα άλογά σας ως εφεδρικά. Θα ήθελα να μάθουν ο Μάιλαν και η Καιρχίν ότι έρχεται βοήθεια. Αλλά όποιος πάει πρέπει να είναι σίγουρος ότι θα κρατήσει το στόμα του κλειστό, αν τον πιάσουν οι Σάιντο. Δεν θέλω να ξέρει ο Κουλάντιν περισσότερα απ’ όσα μπορεί να μάθει μόνος του». Ο Εστέαν χλώμιασε περισσότερο από τους Καιρχινούς.

Ο Μερέσιν και ο Νταρικαίν έπεσαν στα γόνατα μαζί κι ο καθένας έπιασε ένα χέρι του Ραντ να το φιλήσει. Αυτός τους άφησε, μ’ όση υπομονή είχε· μια συμβουλή της Μουαραίν, που έμοιαζε να απηχεί την κοινή λογική, ήταν ότι δεν πρέπει να προσβάλλεις τα έθιμα του κόσμου, όσο παράξενα ή απωθητικά κι αν τα βρίσκεις, εκτός αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αλλά, ακόμα και τότε, θα έπρεπε να το σκεφτείς και δεύτερη φορά.

«Θα πάμε, Άρχοντα Δράκοντα», είπε με κομμένη την ανάσα ο Μερέσιν. «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντα Δράκοντα. Σ’ ευχαριστώ. Κάτω από το Φως, ορκίζομαι ότι θα προτιμήσω να πεθάνω παρά να πω λέξη σε οποιονδήποτε εκτός από τον πατέρα μου ή τον Υψηλό Άρχοντα Μάιλαν».

«Η Χάρη να σου χαμογελά, Άρχοντα μου», πρόσθεσε ο άλλος. «Η Χάρη να σου χαμογελά, και το Φως να σε φωτίζει παντοτινά. Είμαι δικός σου μέχρι θανάτου». Ο Ραντ άφησε και τον Μερέσιν να πει ότι ήταν κι αυτός επίσης δικός του, προτού τραβήξει τα χέρια του και τους πει να σηκωθούν. Δεν του άρεσε ο τρόπος που τον κοιτούσαν. Ο Εντόριον τους είχε φωνάξει σαν να ήταν σκυλιά, αλλά ένας άνδρας δεν έπρεπε να κοιτάζει κανέναν σαν σκύλος που κοιτάζει το αφεντικό του.

Ο Εντόριον πήρε μια βαθιά ανάσα, φούσκωσε τα ροδαλά μάγουλά του, και την άφησε να βγει αργά. «Αφού κατάφερα να βγω χωρίς να πάθω τίποτα, φαντάζομαι θα μπορέσω και να ξαναγυρίσω. Άρχοντα Δράκοντα, συγχώρεσέ με, αν σε προσβάλλω, αλλά θα ήθελες να στοιχηματίσεις, ας πούμε, χίλιες χρυσές κορώνες, ότι μπορείς πραγματικά να φτάσεις σε επτά μέρες;»

Ο Ραντ στάθηκε να τον κοιτάξει. Ο άνθρωπος ήταν χειρότερος από τον Ματ. «Δεν έχω ούτε εκατό ασημένιες κορώνες, πόσο μάλλον χίλιες χρυ―»

Η Σούλιν τον διέκοψε. «Τις έχει, Δακρυνέ», είπε με σταθερή φωνή. «Θα δεχθεί το στοίχημά σου, αν βάλεις δέκα χιλιάδες σε βάρος».

Ο Εντόριον γέλασε. «Έγινε, Αελίτισσα. Και θα αξίζει και το τελευταίο χάλκινο, αν χάσω. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θα ζήσω για να τα εισπράξω, αν κερδίσω. Ελάτε, Μερέσιν, Νταρικαίν». Και πάλι ήταν σαν να έβαζε σκυλιά να γονατίσουν. «Στ’ άλογα».

Ο Ραντ περίμενε να υποκλιθούν οι τρεις και να ξεκινήσουν για τα άλογά τους, προτού στραφεί στην ασπρομάλλα Κόρη. «Τι εννοείς λέγοντας ότι έχω χίλιες χρυσές κορώνες; Ούτε καν έχω δει χίλιες κορώνες, πόσο μάλλον δέκα χιλιάδες».

Οι Κόρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαν να είχε παραφρονήσει· το ίδιο έκαναν ο Ρούαρκ και ο Μάνγκιν. «Το ένα πέμπτο του θησαυρού που ήταν στην Πέτρα του Δακρύου ανήκει σε κείνους που κατέκτησαν την Πέτρα, και θα το διεκδικήσουν, όταν μπορέσουν να το μεταφέρουν αλλού». Η Σούλιν μιλούσε σαν να απευθυνόταν σε παιδί, διδάσκοντάς του τα απλά γεγονότα της καθημερινής ζωής. «Ως αρχηγός και μάχιμος ηγέτης εκεί, το ένα δέκατο του ενός πέμπτου είναι δικό σου. Το Δάκρυ υποτάχθηκε και σε δέχθηκε για αρχηγό του δικαιωματικά, επειδή θριάμβευσες στη μάχη, έτσι το ένα δέκατο του Δακρύου είναι επίσης δικό σου. Κι έχεις πει ότι μπορούμε να πάρουμε το ένα πέμπτο σ’ αυτές τις χώρες ― τον... φόρο, όπως τον είπες». Τη δυσκόλεψε η λέξη· οι Αελίτες δεν είχαν φόρους. «Το ένα δέκατο αυτού είναι επίσης δικό σου, ως Καρ’α’κάρν».

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. Σ’ όλες τις συζητήσεις του με την Αβιέντα, δεν του είχε περάσει ποτέ από το νου να ρωτήσει αν το πέμπτο ίσχυε και γι’ αυτόν· δεν ήταν Αελίτης, είτε ήταν Καρ’α’κάρν είτε όχι, και δεν του φαινόταν ότι είχε να κάνει μ’ αυτόν. Τέλος πάντων, μπορεί να μην ήταν φόρος αλλά μπορούσε να το χρησιμοποιήσει όπως οι βασιλιάδες τους φόρους. Δυστυχώς, δεν είχε παρά μόνο μια αόριστη ιδέα για το τι ακριβώς έκαναν. Θα έπρεπε να ρωτήσει τη Μουαραίν· ήταν το μόνο που είχε ξεχάσει στις διαλέξεις της. Ίσως να το θεωρούσε τόσο προφανές, ώστε πίστευε ότι ο Ραντ το ήξερε.

Η Ηλαίην θα ήξερε τι κάνεις με τους φόρους· σίγουρα ήταν πιο διασκεδαστικό να ακούει τις δικές της συμβουλές παρά της Μουαραίν. Μακάρι να ήξερε πού ήταν. Μάλλον θα ’ταν ακόμα στο Τάντσικο· η Εγκουέν δεν του έλεγε πολλά, πέρα από τις συνεχείς ευχές της. Μακάρι να μπορούσε να κάτσει δίπλα στην Ηλαίην και να τη βάλει να του εξηγήσει εκείνα τα δύο γράμματα. Είτε Κόρες του Δόρατος είτε Κόρες-Διάδοχοι του Άντορ, οι γυναίκες ήταν παράξενες. Με εξαίρεση ίσως τη Μιν. Εκείνη γελούσε μαζί του, αλλά ποτέ δεν τον είχε κάνει να πιστέψει ότι μιλούσε κάποια παράξενη γλώσσα. Τώρα δεν θα γελούσε. Αν την ξανάβλεπε ποτέ, η Μιν θα το ’βαζε στα πόδια για να γλιτώσει από τον Αναγεννημένο Δράκοντα.

Ο Εντόριον διέταξε τους άνδρες του να αφιππεύσουν, πήρε ένα από τα άλογά τους κι έδεσε τα άλλα μαζί από τα γκέμια, μαζί με το άλογο του Εστέαν. Σίγουρα άφηνε το δικό του για την τελευταία ξέφρενη διαδρομή ανάμεσα στους Σάιντο. Ο Μερέσιν και ο Νταρικαίν έκαναν το ίδιο με τους δικούς τους άνδρες. Παρ’ όλο που αυτό σήμαινε ότι οι Καιρχινοί είχαν μόνο δύο περίσσια άλογα ο καθένας, δεν έδειξαν ότι ήθελαν να πάρουν μερικά από τα άλογα του Δακρυνού. Ξεκίνησαν μαζί προς τα δυτικά τριποδίζοντας, με τη συνοδεία των Τζίντο.

Ο Εστέαν, προσέχοντας να μην κοιτάξει κανέναν, πλησίασε αργά τους στρατιώτες που στέκονταν ταραγμένοι μέσα σ’ έναν κύκλο Αελιτών στην αρχή της γέφυρας. Ο Μάνγκιν τον έπιασε από το μανίκι με τις κόκκινες ρίγες. «Μπορείς να μας πεις για τις συνθήκες μέσα στην Καιρχίν, υδρόβιε». Ο νεαρός με το παχουλό πρόσωπο έμοιαζε έτοιμος να λιποθυμήσει.

«Είμαι βέβαιος ότι θα απαντήσει σε ό,τι τον ρωτήσεις», είπε κοφτά ο Ραντ, τονίζοντας την τελευταία λέξη.

«Απλώς θα ρωτήσουμε», είπε ο Ρούαρκ, πιάνοντας το άλλο χέρι του Δακρυνού. Οι δυο τους έμοιαζαν να κρατούν όρθιο ανάμεσά τους τον κοντύτερο άνδρα. «Καλά κάνουμε και ειδοποιούμε τους υπερασπιστές της πόλης, Ραντ αλ’Θόρ», συνέχισε ο Ρούαρκ, «αλλά θα ’πρεπε να στείλουμε ανιχνευτές. Τρέχοντας, θα φτάσουν στην Καιρχίν όσο γρήγορα θα φτάσουν εκείνοι με τα άλογα, και θα μας ανταμώσουν στην επιστροφή για να μας πουν πώς έχει παρατάξει τους Σάιντο ο Κουλάντιν».

Ο Ραντ ένιωθε πάνω του τα βλέμματα από τις Κόρες, όμως κοίταξε κατάματα τον Ρούαρκ. «Κεραυνοπόρους;» πρότεινε.

«Σά’μαντ Κόντε», συμφώνησε ο Ρούαρκ. Μαζί με τον Μάνγκιν, γύρισαν τον Εστέαν —στ’ αλήθεια τον συγκρατούσαν― από την άλλη και ξεκίνησαν να πλησιάσουν τους άλλους στρατιώτες.

«Ρωτήστε!» φώναξε πίσω τους ο Ραντ. «Είναι σύμμαχός σας, και υποτελής μου». Δεν είχε ιδέα αν ο Εστέαν ήταν υποτελής του ή όχι —ήταν κάτι ακόμα που έπρεπε να ρωτήσει τη Μουαραίν― ή ακόμα και κατά πόσο ήταν σύμμαχός του —ο πατέρας του, ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, αρκετά είχε συνωμοτήσει εναντίον του Ραντ― αλλά δεν θα επέτρεπε κάτι αντίστοιχο με τη συμπεριφορά του Κουλάντιν.

Ο Ρούαρκ γύρισε το κεφάλι κι ένευσε.

«Φροντίζεις καλά τους ανθρώπους σου, Ραντ αλ’Θόρ». Η φωνή της Σούλιν ήταν ανέκφραστη σαν πέτρα.

«Προσπαθώ», της είπε. Δεν θα κατάπινε το δόλωμα. Όποιοι και να πήγαιναν για ανίχνευση στους Σάιντο, κάποιοι δεν θα επέστρεφαν, και δεν γινόταν τίποτα γι’ αυτό. «Λέω να φάω κάτι τώρα. Και να κοιμηθώ λιγάκι». Έμεναν το πολύ δυο ώρες για τα μεσάνυχτα και αυτή την εποχή η αυγή ακόμα ερχόταν νωρίς. Οι Κόρες τον ακολούθησαν, κοιτώντας επιφυλακτικά τις σκιές, σαν να περίμεναν επίθεση, χειρομιλώντας έντονα μεταξύ τους. Αλλά, βέβαια, οι Αελίτες πάντα έδειχναν να περιμένουν επίθεση.

Загрузка...