55 Τα Νήματα Καίγονται

Ο Ραντ σταμάτησε. Ένα μακρύ σημάδι καψίματος στον τοίχο του διαδρόμου έδειχνε το σημείο που πέντ’ έξι ακριβές ταπισερί είχαν γίνει στάχτη. Φλόγες έγλειφαν μια άλλη· μερικά σμιλεμένα σεντούκια και τραπέζια είχαν μετατραπεί σε αποκαΐδια. Δεν ήταν δικό του έργο αυτό. Τριάντα βήματα παραπέρα, άνδρες με κόκκινα σακάκια, με προστήθια και κράνη με προσωπίδες, κείτονταν στα άσπρα πλακάκια του δαπέδου με τα κορμιά συστρεμμένα από τους επιθανάτιους σπασμούς, κρατώντας τα άχρηστα σπαθιά τους. Ούτε κι αυτό ήταν δικό του έργο. Ο Ράχβιν είχε σπαταλήσει τις ζωές των ανθρώπων του προσπαθώντας να πετύχει τον Ραντ. Ήταν έξυπνος στις επιθέσεις του, έξυπνος στη διαφυγή του, αλλά, από τη στιγμή που το είχε σκάσει από την αίθουσα του θρόνου, δεν είχε σταθεί να αντιμετωπίσει τον Ραντ, παρά μόνο τη στιγμή που χρειαζόταν να χτυπήσει και να φύγει. Ο Ράχβιν ήταν δυνατός, ίσως εξίσου δυνατός με τον Ραντ, και είχε περισσότερες γνώσεις, όμως ο Ραντ είχε το ανγκριάλ του χοντρού ανθρωπάκου στην τσέπη, ενώ ο Ράχβιν τίποτα.

Ο διάδρομος τού ήταν διπλά οικείος· τη μια φορά επειδή τον είχε ξαναδεί, και την άλλη επειδή είχε δει κάτι παρόμοιο.

Πέρασα από δω μαζί με την Ηλαίην και τον Γκάγουυν τη μέρα που γνώρισα τη Μοργκέις. Η σκέψη γλίστρησε οδυνηρά πάνω στα όρια του Κενού. Ήταν παγωμένος εκεί, δίχως συναισθήματα. Το σαϊντίν λυσσομανούσε και φλεγόταν, όμως αυτόν τον κατείχε παγερή γαλήνη.

Και μια άλλη σκέψη, σαν σουβλιά. Κειτόταν στο πάτωμα έτσι ακριβώς, τα χρυσά μαλλιά της ήταν απλωμένα σαν να κοιμόταν. Η Ιλυένα η Ηλιόμαλλη. Η Ιλυένα μου.

Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί και η Ελάιντα. Πρόβλεψε τον πόνο που θα φέρω. Κατάλαβε το σκοτάδι μέσα μου. Εν μέρει. Έφτανε αυτό.

Ιλυένα, δεν ήξερα τι έκανα. Ήμουν τρελός! Είμαι τρελός. Αχ, Ιλυένα!

Η Ελάιντα ήξερε —κάτι― αλλά δεν τα είπε όλα. Καλύτερα να τα είχε πει.

Αχ, Φως μου, δεν υπάρχει συγχώρεση; Ό,τι έκανα το έκανα μέσα στην τρέλα μου. Δεν υπάρχει έλεος;

Ο Γκάρεθ Μπράυν θα με σκότωνε, αν το ήξερε. Η Μοργκέις θα είχε διατάξει το θάνατό μου. Η Μοργκέις θα ήταν ζωντανή. Ο Ματ. Η Μουαραίν. Πόσοι θα ζούσαν, αν εγώ είχα πεθάνει;

Κέρδισα αυτό το μαρτύριο. Μου αξίζει ο τελικός θάνατος. Αχ, Ιλυένα, μου αξίζει ο θάνατος.

Μου αξίζει ο θάνατος.

Βήματα από μπότες πίσω του. Στριφογύρισε.

Ακούγονταν από έναν πλατύ κάθετο διάδρομο ούτε είκοσι βήματα πιο πέρα, δυο δωδεκάδες άνδρες με θώρακες, κράνη και τα κόκκινα σακάκια με το λευκό γιακά των Φρουρών της Βασίλισσας. Μόνο που τώρα το Άντορ δεν είχε βασίλισσα και αυτοί οι άνδρες δεν την είχαν υπηρετήσει όσο εκείνη ζούσε. Ένας Μυρντράαλ τούς οδηγούσε, με πρόσωπο χλωμό, ανόφθαλμο, θυμίζοντας κάτι που έβρισκες κάτω από πέτρα, ενώ τα επικαλυπτόμενα ελάσματα της μαύρης πανοπλίας τόνιζαν την ψευδαίσθηση ερπετού καθώς προχωρούσε και ο μαύρος μανδύας στεκόταν ασάλευτος παρά τις κινήσεις του. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου ήταν φόβος, όμως ο φόβος ήταν κάτι μακρινό στο Κενό. Δίστασαν όταν τον είδαν· ύστερα ο Ημιάνθρωπος ύψωσε το σπαθί του που είχε μαύρη λεπίδα. Όσοι από τους ανθρώπους δεν είχαν ήδη ξιφουλκήσει, έφεραν τα χέρια στις λαβές των σπαθιών τους.

Ο Ραντ —του φαινόταν ότι αυτό ήταν το όνομά του― διαβίβασε με τρόπο που δεν θυμόταν να έχει κάνει άλλοτε.

Άνδρες και Μυρντράαλ μαρμάρωσαν εκεί που στέκονταν. Μια λευκή πάχνη φάνηκε και απλώθηκε σ’ ένα χοντρό στρώμα πάνω τους, πάχνη που κάπνιζε, όπως κάπνιζαν προηγουμένως οι μπότες του Ματ. Το ανασηκωμένο χέρι του Μυρντράαλ έσπασε μ’ ένα δυνατό κρακ. Όταν έπεσε στο δάπεδο, το χέρι και σπαθί έγιναν θρύψαλα.

Ο Ραντ ένιωθε την παγωνιά —ναι, αυτό ήταν το όνομά του, Ραντ — σαν μαχαίρι καθώς τους προσπερνούσε πηγαίνοντας από κει που είχε έρθει. Έκανε κρύο, όμως ήταν πιο ζεστά απ’ όσο το σαϊντίν.

Ένας άνδρας και μια γυναίκα ζάρωναν στον τοίχο, υπηρέτες με επίσημες ερυθρόλευκες στολές, σχεδόν μεσήλικες και οι δύο, πιασμένοι μεταξύ τους, σαν να ήθελαν να φυλαχτούν. Βλέποντας τον Ραντ —είχε κάτι παραπάνω αυτό το όνομα· όχι μόνο Ραντ― ο άνδρας έκανε να σηκωθεί από κει που κρυβόταν, πέρα από την ομάδα με αρχηγό τον Μυρντράαλ, όμως η γυναίκα τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε πίσω.

«Η ειρήνη μαζί σας», είπε ο Ραντ, απλώνοντας το χέρι του. Αλ’Θόρ. Ναι. Ραντ αλ’Θόρ. «Δεν θα σας πειράξω, αλλά ίσως πάθετε κάτι, αν μείνετε».

Τα καστανά μάτια της γυναίκας γύρισαν στο κεφάλι της. Θα σωριαζόταν κάτω, αν δεν την έπιανε ο άνδρας, που το στενό του στόμα ανοιγόκλεινε γοργά, σαν να προσευχόταν μην μπορώντας όμως να αρθρώσει τις λέξεις.

Ο Ραντ ακολούθησε το βλέμμα του άνδρα. Το χέρι του είχε γυμνωθεί από το μανίκι και είχε αποκαλύψει τη χρυσή χαίτη του Δράκοντα που ήταν μέρος του δέρματός του. «Δεν θα σας πειράξω», είπε, και συνέχισε, αφήνοντάς τους εκεί. Έπρεπε να στριμώξει τον Ράχβιν. Να σκοτώσει τον Ράχβιν. Και μετά;

Δεν ακουγόταν κανένας ήχος, παρά μόνο το ξερό τακ-τακ που έκαναν οι μπότες του στα πλακάκια. Και βαθιά στο μυαλό του, μια αχνή φωνή που μουρμούριζε θρηνητικά για την Ιλυένα και για τη συγχώρεση. Πάσχισε να νιώσει τον Ράχβιν να διαβιβάζει, να τον νιώσει γεμάτο από την Αληθινή Πηγή, Τίποτα. Το σαϊντίν τού έκαιγε τα κόκαλα, του πάγωνε τη σάρκα, του καρβούνιαζε την ψυχή, όμως απ’ έξω ήταν δύσκολο να το δει κάποιος, αν δεν ήταν πολύ κοντά. Σαν λιοντάρι σε ψηλό χορτάρι, είχε πει κάποτε ο Ασμόντιαν. Λυσσασμένο λιοντάρι. Θα ’πρεπε να μετρήσει και τον Ασμόντιαν μεταξύ εκείνων που δεν έπρεπε να πεθάνουν; Ή τη Λανφίαρ; Όχι. Αν δεν―

Είχε προειδοποίηση μονάχα μιας στιγμής για να πέσει στο πάτωμα, μια ελάχιστη στιγμή από τότε που ένιωσε τις ροές να υφαίνονται ξαφνικά μέχρι που μια χοντρή σαν το μπράτσο του δέσμη λευκού φωτός, υγρής φωτιάς, έκοψε τον τοίχο, σχίζοντας σαν σπαθί το σημείο που πριν ήταν το στήθος του. Όπου έκοβε αυτή η δέσμη, και στις δύο πλευρές των διαδρόμων, έπαυαν να υπάρχουν τοίχοι και ανάγλυφα, πόρτες και ταπισερί. Μια βροχή από διαλυμένες ταπισερί και κομμάτια πέτρας και γύψου έπεσε στο πάτωμα.

Να πόσο φοβούνταν οι Αποδιωγμένοι να χρησιμοποιήσουν τη μοιροφωτιά. Ποιος του το είχε πει αυτό; Η Μουαραίν. Εκείνης σίγουρα της άξιζε να ζήσει.

Μοιροφωτιά ξεχύθηκε από τα χέρια του, ένα εκτυφλωτικό, λευκό κοντάρι που χίμηξε εκεί απ’ όπου είχε έρθει το άλλο. Το άλλο έσβησε τη στιγμή που το δικό του τρυπούσε τον τοίχο, αφήνοντας ένα μωβ μετείκασμα σαν βεντάλια στα μάτια του. Άφησε τη ροή του. Μήπως τελικά τα είχε καταφέρει;

Σηκώθηκε με κόπο όρθιος και διαβίβασε Αέρα, ανοίγοντας τις κατεστραμμένες πόρτες με τόση βία, που τα απομεινάρια τους ξεκόλλησαν από τους μεντεσέδες τους. Μέσα, το δωμάτιο ήταν άδειο. Ήταν ένα καθιστικό, με καρέκλες παραταγμένες μπροστά σε ένα μεγάλο μαρμάρινο τζάκι. Η μοιροφωτιά του είχε κόψει μια δαγκωνιά σε μια από τις αψίδες που οδηγούσαν σε μια μικρή αυλή με σιντριβάνι, και σε μια αυλακωτή κολόνα στο δρομάκι για περίπατο πιο πέρα.

Ο Ράχβιν όμως δεν είχε πάει από κει και δεν είχε πεθάνει σε κείνο το ξέσπασμα της μοιροφωτιάς. Ένα υπόλειμμα έπλεε στον αέρα, ένα ξεθωριασμένο απομεινάρι υφασμένου σαϊντίν. Ο Ραντ το αναγνώρισε. Ήταν διαφορετικό από την πύλη που είχε δημιουργήσει για να Ολισθήσει στο Κάεμλυν, ή την άλλη που είχε κάνει για να Ταξιδέψει —τώρα ήξερε ότι αυτό είχε κάνει― στην αίθουσα του θρόνου. Όμως είχε δει μια τέτοια στο Δάκρυ, είχε κάνει κι ο ίδιος μία.

Τώρα ύφανε μια άλλη. Μια πύλη, ένα άνοιγμα, μια τρύπα στην πραγματικότητα. Στην άλλη μεριά, δεν υπήρχε σκοτάδι. Αν μάλιστα δεν ήξερε ότι ο δρόμος ήταν εκεί, αν δεν είχε δει την ύφανσή του, μπορεί να μην ήξερε να το κάνει. Εκεί μπροστά του ήταν οι ίδιες αψίδες που έβγαζαν στην ίδια αυλή με το σιντριβάνι, η ίδια κιονοστοιχία με το δρομάκι. Για μια στιγμή, οι σχεδόν στρογγυλές τρύπες που είχε αφήσει η μοιροφωτιά του στην αψίδα και στην κολόνα τρεμούλιασαν, γέμισαν, και ύστερα ήταν πάλι τρύπες. Όπου κι αν οδηγούσε η πύλη, ήταν κάπου αλλού, ένα καθρέφτισμα του Βασιλικού Παλατιού, όπως κάποτε είχε υπάρξει καθρέφτισμα της Πέτρας του Δακρύου. Μετάνιωσε αόριστα που δεν το είχε συζητήσει λίγο με τον Ασμόντιαν όταν είχε την ευκαιρία, όμως ποτέ δεν είχε κατορθώσει να μιλήσει με κανέναν για κείνη τη μέρα. Δεν είχε σημασία. Εκείνη τη μέρα κρατούσε το Καλαντόρ, όμως το ανγκριάλ στην τσέπη του είχε ήδη αποδειχθεί αρκετό για να τρομάξει τον Ράχβιν.

Πέρασε σβέλτα, άφησε την ύφανση και έτρεξε γρήγορα στην αυλή, ενώ η πύλη εξαφανιζόταν. Ο Ράχβιν θα είχε νιώσει την πύλη, αν ήταν κοντά, και θα προσπαθούσε να αντιληφθεί την παρουσία του Ραντ, Ο χοντρός πέτρινος ανθρωπάκος δεν σήμαινε ότι μπορούσε να κάτσει και να περιμένει πότε θα δεχόταν επίθεση.

Ίχνος ζωής πουθενά, εκτός από τον ίδιο και μια μύγα. Έτσι ήταν και στο Δάκρυ επίσης. Οι λάμπες σε φανοστάτες στους διαδρόμους δεν ήταν αναμμένες και είχαν χλωμά φιτίλια, που δεν είχαν νιώσει ποτέ τους φλόγα, όμως ακόμα και σ’ αυτούς τους διαδρόμους, που θα έπρεπε να είναι οι πιο σκοτεινοί, υπήρχε φως, το οποίο έμοιαζε να βγαίνει από παντού και από πουθενά. Μερικές φορές, εκείνες οι λάμπες μετακινούνταν, όπως και άλλα αντικείμενα. Από τη μια ματιά ως την άλλη, μια ψηλή λάμπα μπορεί να είχε μετακινηθεί μισό μέτρο, ένα βάζο στην εσοχή του στον τοίχο έναν πόντο. Μικροπράγματα, σαν να τους άλλαζε κάποιος θέση, όταν ο ίδιος είχε το βλέμμα του γυρισμένο. Όπου κι αν ήταν αυτό το μέρος, ήταν παράξενο.

Του ήρθε η σκέψη, καθώς έτρεχε σε μια άλλη κιονοστοιχία, προσπαθώντας να αισθανθεί τον Ράχβιν, ότι, αφότου είχε διαβιβάσει τη μοιροφωτιά, δεν είχε ξανακούσει τη φωνή που έκλαιγε για την Ιλυένα. Ίσως με κάποιον τρόπο είχε διώξει τον Λουζ Θέριν από το μυαλό του.

Ωραία. Στάθηκε στην άκρη ενός κήπου του παλατιού. Τα τριαντάφυλλα και οι θάμνοι των λευκών κρίνων έμοιαζαν τόσο ταλαιπωρημένα από την ξηρασία όσο θα ήταν και στο πραγματικό παλάτι. Σε μερικά λευκή βέλη που υψώνονταν πάνω από τις στέγες κυμάτιζε το λάβαρο του Λευκού Λιονταριού, όμως τα σημεία άλλαζαν όταν βλεφάριζε. Ωραία, αν δεν είμαι υποχρεωμένος να μοιράζομαι το κεφάλι μου με―

Ένιωθε παράξενα. Άυλος. Σήκωσε το χέρι κι έμεινε να κοιτάζει. Έβλεπε τον κήπο μέσα από το μανίκι και το χέρι του σαν να κοίταζε μέσα από ομίχλη. Μια ομίχλη που αραίωνε. Όταν χαμήλωσε το βλέμμα, είδε μέσα από το σώμα του το πλακόστρωτο του μονοπατιού.

Όχι! Δεν ήταν η δική του σκέψη. Μια εικόνα άρχισε να εμφανίζεται. Ένας ψηλός άνδρας με μαύρα μάτια, πρόσωπο ρυτιδιασμένο από ανησυχία και μαλλιά που ήταν πιο πολύ λευκά παρά καστανά. Είμαι ο Λουζ Θέρ―

Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ, τον διέκοψε ο Ραντ. Δεν ήξερε τι συνέβαινε, όμως ο αμυδρός Δράκοντας είχε αρχίσει να ξεθωριάζει από το ομιχλώδες χέρι που ύψωνε μπροστά στο πρόσωπό του. Το χέρι άρχισε να σκουραίνει, τα δάχτυλα στο χέρι του να μακραίνουν. Είμαι εγώ. Οι λέξεις αντιλάλησαν στο Κενό. Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ.

Πάλεψε να φανταστεί τον εαυτό του να είναι μέσα στο μυαλό του, πάσχισε να φτιάξει την εικόνα που έβλεπε κάθε μέρα στον καθρέφτη όταν ξυριζόταν, που έβλεπε στον όρθιο καθρέφτη όταν ντυνόταν. Ήταν μια μάχη όλο αγωνία. Ποτέ δεν είχε κοιτάξει προσεκτικά τον εαυτό του. Οι δύο εικόνες ζωντάνευαν κι έσβηναν, ο μεγαλύτερος άνδρας με τα μαύρα μάτια και ο νεότερος με τα γκριζογάλανα. Αργά, η νεότερη εικόνα δυνάμωσε, η μεγαλύτερη ξεθώριασε. Αργά, το χέρι του έγινε συμπαγές. Το χέρι του, με τον Δράκοντα πλεγμένο γύρω του και τον ερωδιό να σημαδεύει την παλάμη του. Υπήρχαν φορές που μισούσε εκείνα τα σημάδια, αλλά τώρα, ακόμα και κυκλωμένος από το ασυγκίνητο Κενό, σχεδόν χαμογέλασε βλέποντας τα.

Γιατί άραγε είχε προσπαθήσει να τον καταλάβει ο Λουζ Θέριν; Για να τον μετατρέψει σε Λουζ Θέριν. Ήταν σίγουρος ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος με τα μαύρα μάτια και το βασανισμένο πρόσωπο. Γιατί τώρα; Επειδή μπορούσε να το κάνει σ’ αυτό το μέρος, ό,τι κι αν ήταν; Κάτσε μια στιγμή. Εκείνο το κατηγορηματικό «όχι» το είχε φωνάξει ο Λουζ Θέριν. Δεν ήταν μια επίθεση από τον Λουζ Θέριν. Ήταν μια επίθεση από τον Ράχβιν, χωρίς να χρησιμοποιεί τη Δύναμη. Αν ο Αποδιωγμένος μπορούσε να το κάνει αυτό στο Κάεμλυν, στο πραγματικό Κάεμλυν, θα το είχε κάνει. Πρέπει να ήταν μια ικανότητα την οποία είχε αποκτήσει εδώ. Και, αν την είχε αποκτήσει ο Ράχβιν, τότε ίσως την είχε και ο ίδιος. Ήταν η εικόνα του εαυτού του αυτό που τον είχε συγκρατήσει, που τον είχε φέρει πίσω.

Εστίασε την προσοχή του στον κοντινότερο θάμνο της τριανταφυλλιάς, ένα φυτό ύψους μιας απλωσιάς, και τον φαντάστηκε να αραιώνει, να γίνεται ομιχλώδης. Υπάκουα εκείνος έλιωσε κι εξαφανίστηκε, αλλά, μόλις χάθηκε η εικόνα από το μυαλό του, η τριανταφυλλιά ξαφνικά επανήλθε, ίδια με πριν.

Ο Ραντ ένευσε ψυχρά. Υπήρχαν όρια λοιπόν. Πάντοτε υπήρχαν όρια και κανόνες και δεν τα ήξερε εδώ. Όμως ήξερε τη Δύναμη, όση του είχε μάθει ο Ασμόντιαν και είχε διδαχθεί μόνος του, ενώ το σαϊντίν ήταν ακόμα μέσα του, όλη η γλύκα της ζωής, όλη η σαπίλα του θανάτου. Ο Ράχβιν πρέπει να τον έβλεπε όταν του είχε επιταθεί. Με τη Δύναμη έπρεπε να δεις κάτι για να το επηρεάσεις, ή να ξέρεις ακριβώς πού ήταν σε σχέση με σένα, με ακρίβεια τρίχας. Ίσως εδώ να ήταν αλλιώς, αλλά δεν το πίστευε. Σχεδόν ευχόταν να μην είχε σιωπήσει πάλι ο Λουζ Θέριν. Μπορεί ο άνθρωπος να ήξερε αυτό το μέρος και τους κανόνες του.

Βεράντες και παράθυρα πρόσφεραν θέα στον κήπο, μερικές φορές από ύψος τριών ορόφων. Ο Ράχβιν είχε προσπαθήσει να τον... σβήσει. Άντλησε το μανιασμένο χείμαρρο του σαϊντίν μέσω του ανγκριάλ. Κεραυνοί έσχισαν τον ουρανό, εκατό διχαλωτά ασημένια αστροπελέκια, και περισσότερα, που κάρφωσαν όλα τα παράθυρα, όλα τα μπαλκόνια. Βροντές γέμισαν τον κήπο, κομμάτια πέτρας πετάχτηκαν με σφοδρότητα. Ο αέρας τριζοβολούσε και οι τρίχες στα μπράτσα και το στήθος του προσπάθησαν να σηκωθούν κάτω από το σακάκι του. Ακόμα και οι τρίχες του κεφαλιού του άρχισαν να υψώνονται. Άφησε τους κεραυνούς να καταλαγιάσουν. Εδώ κι εκεί, ξεκολλούσαν κομμάτια από μπαλκόνια και από θρυμματισμένα πέτρινα πλαίσια παράθυρων, ενώ ο πάταγος της πτώσης τους ερχόταν πνιχτός ανάμεσα στους κεραυνούς που ακόμα αντηχούσαν στ’ αυτιά του.

Τρύπες που έχασκαν τον κοίταζαν από κει που πριν υπήρχαν παράθυρα. Έμοιαζαν με κόγχες τερατώδους κρανίου και οι κατεστραμμένες βεράντες ήταν σαν δώδεκα σχισμένα στόματα. Αν βρίσκονταν κάπου εκεί ο Ράχβιν, σίγουρα ήταν νεκρός. Ο Ραντ δεν θα το πίστευε, αν δεν έβλεπε το πτώμα του. Ήθελε να δει τον Ράχβιν νεκρό.

Με τα δόντια γυμνωμένα σ’ ένα γρύλισμα που δεν το αντιλαμβανόταν, γύρισε με μεγάλα βήματα να ξαναμπεί στο παλάτι. Ήθελε να δει τον Ράχβιν να πεθαίνει.


Η Νυνάβε ρίχτηκε κάτω μπρούμυτα και σύρθηκε στο πάτωμα του διαδρόμου, καθώς κάτι έκοβε τον κοντινότερο τοίχο. Η Μογκέντιεν έπεσε κι αυτή κάτω εξίσου γρήγορα, αλλά, αν δεν το είχε κάνει, θα την είχε τραβήξει η Νυνάβε κάτω με το α’ντάμ. Ποιος άραγε το είχε κάνει, ο Ραντ ή ο Ράχβιν; Είχε δει τέτοιες στήλες λευκής φωτιάς, υγρού φωτός, στο Τάντσικο, και δεν ήθελε να ξαναβρεθεί κοντά τους. Δεν ήξερε τι ήταν, και δεν ήθελε να μάθει. Θέλω να Θεραπεύω, που να καούν και οι δύο αυτοί ανόητοι, όχι να μάθω ένα φανταχτερό τρόπο για να σκοτώνω!

Ανασηκώθηκε και κάθισε ζαρωμένη, κοίταξε πίσω, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Τίποτα. Ένας άδειος διάδρομος του παλατιού. Με μια χαρακιά μήκους τριών μέτρων και στους δύο τοίχους, ίσια και με ομαλές άκρες, σαν να την είχαν ανοίξει λιθοξόοι, ενώ κομμάτια ταπισερί ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Οι άνδρες δεν φαίνονταν πουθενά. Ως τώρα δεν τους είχε δει ούτε φευγαλέα. Μόνο το έργο τους. Μερικές φορές, αυτό το έργο παραλίγο θα ήταν η ίδια. Καλά που μπορούσε να πάρει το θυμό της Μογκέντιεν, να διώξει τον τρόμο που πάλευε να ξεφύγει, και ...να τον αφήσει να την ποτίσει. Ο δικός της θυμός ήταν ένα αξιολύπητο πραγματάκι, το οποίο δεν θα τη βοηθούσε ούτε καν να νιώσει την Αληθινή Πηγή, πόσο μάλλον να διαβιβάσει τη ροή του Πνεύματος που την κρατούσε στον Τελ’αράν’ριοντ.

Η Μογκέντιεν ήταν ζαρωμένη, με τα γόνατα διπλωμένα, προσπαθώντας να κάνει εμετό χωρίς να βγαίνει τίποτα. Είχε θελήσει πάλι να βγάλει το α’ντάμ. Η διάθεση της για συνεργασία είχε εξανεμιστεί γρήγορα, μόλις είχαν ανακαλύψει τον Ραντ και τον Ράχβιν στον Τελ’αράν’ριοντ. Το να προσπαθήσεις να βγάλεις το κολάρο όταν ήταν στο λαιμό σου ήταν αρκετή τιμωρία από μόνο του. Τουλάχιστον αυτή τη φορά η Μογκέντιεν δεν είχε τίποτα άλλο στο στομάχι της για να βγάλει.

«Σε παρακαλώ». Η Μογκέντιεν έπιασε τη Νυνάβε από τη φούστα. «Σου λέω, πρέπει να φύγουμε». Ο πανικός έκανε τη φωνή της οδυνηρή στο άκουσμα. Ο έξαλλος τρόμος της Μογκέντιεν καθρεφτιζόταν και στο πρόσωπό της. «Είναι εδώ με σάρκα και οστά. Με σάρκα και οστά!»

«Σιωπή», της είπε η Νυνάβε αφηρημένα. «Αν δεν μου είπες ψέματα, αυτό είναι πλεονέκτημα. Για μένα». Η άλλη γυναίκα ισχυριζόταν ότι το να είσαι εν σώματι στον Κόσμο των Ονείρων περιόριζε τον έλεγχο που είχες στο Όνειρο. Ή μάλλον το είχε παραδεχτεί αφού πρώτα της είχε ξεφύγει ένα μέρος αυτής της γνώσης. Είχε παραδεχτεί επίσης ότι ο Ράχβιν δεν ήξερε τον Τελ’αράν’ριοντ τόσο καλά όσο η ίδια. Η Νυνάβε ευχήθηκε αυτό να σήμαινε ότι δεν τον ήξερε τόσο καλά όσο αυτή. Η Νυνάβε δεν αμφέβαλλε ότι ο Ράχβιν γνώριζε περισσότερα από τον Ραντ. Εκείνος ο κουφιοκέφαλος! Όποιος λόγος κι αν τον είχε κάνει να ακολουθήσει τον Ράχβιν, κακώς τον είχε αφήσει να τον οδηγήσει εδώ, όπου δεν ήξερε τους κανόνες, όπου οι σκέψεις μπορούσαν να σκοτώσουν.

«Γιατί δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; Ακόμα κι αν είχαν έρθει απλώς στο όνειρό τους, ο καθένας θα ήταν πιο δυνατός από μας. Εδώ, εν σώματι, μπορούν να μας λιώσουν χωρίς καν να ιδρώσουν. Εν σώματι, μπορούν να αντλήσουν σαϊντίν πιο βαθιά απ’ όσο εμείς μπορούμε να αντλήσουμε το σαϊντάρ, ενώ ονειρευόμαστε».

«Είμαστε συνδεμένες». Η Νυνάβε, συνεχίζοντας να την αγνοεί, τράβηξε απότομα την πλεξούδα της, Τίποτα δεν έδειχνε πού είχαν πάει. Και δεν θα είχε προειδοποίηση προτού τους έβλεπε. Με κάποιον τρόπο, ακόμα της φαινόταν άδικο το ότι μπορούσαν να διαβιβάζουν χωρίς αυτή να βλέπει ή να αισθάνεται τις ροές. Μια λάμπα που είχε κοπεί στα δύο έγινε ξαφνικά ακέραιη και μετά όπως ήταν πριν, εξίσου γοργά. Εκείνη η λευκή φωτιά πρέπει να ήταν απίστευτα ισχυρή. Ο Τελ’αράν’ριοντ συνήθως θεραπευόταν γοργά, ό,τι και να του έκανες.

«Αμυαλη, ανόητη», κλαψούρισε η Μογκέντιεν, τραντάζοντας τη φούστα της Νυνάβε και με τα δύο χέρια, σαν να ήθελε να τραντάξει την ίδια τη Νυνάβε. «Δεν έχει σημασία πόσο γενναία είσαι. Είμαστε συνδεμένες, αλλά, έτσι όπως είσαι, δεν προσφέρεις τίποτα. Ούτε τόσο δα. Είναι δική μου η δύναμη και δική σου η τρέλα. Αυτοί είναι εδώ με σάρκα και οστά, δεν ονειρεύονται! Χρησιμοποιούν πράγματα που δεν έχεις καν ονειρευτεί! Αν μείνουμε, θα μας καταστρέψουν!»

«Μην υψώνεις τη φωνή», την αποπήρε η Νυνάβε. «Θέλεις να μας βρει ένας απ’ τους δυο τους;» Κοίταξε βιαστικά και από τις δύο μεριές, όμως ο διάδρομος ήταν ακόμα άδειος. Μήπως είχε ακούσει βήματα, μπότες; Του Ραντ ή του Ράχβιν; Και οι δύο ήθελαν προσοχή, αν τους πλησίαζε. Ο άνθρωπος που παλεύει για τη ζωή του μπορεί να σε χτυπήσει προτού δει αν είσαι φίλος. Και η Νυνάβε ήταν, εν πάση περιπτώσει.

«Πρέπει να φύγουμε», επέμεινε η Μογκέντιεν, χαμηλώνοντας όμως τη φωνή της. Σηκώθηκε όρθια, στραβώνοντας τα χείλη απείθαρχα. Μέσα της σπαρταρούσαν φόβος και θυμός, και πότε νικούσε το ένα, πότε το άλλο. «Γιατί να σε βοηθήσω κι άλλο; Αυτό είναι τρέλα!»

«Θα προτιμούσες να ξανανιώσεις τις τσουκνίδες;»

Η Μογκέντιεν μόρφασε, όμως τα μαύρα μάτια δεν έχασαν το πεισματικό βλέμμα της. «Νομίζεις ότι θα τους αφήσω να με σκοτώσουν για να μη με πονέσεις; Είσαι στ’ αλήθεια τρελή. Δεν κουνιέμαι απ’ αυτό το σημείο, αν δεν μας πάρεις από δω».

Η Νυνάβε τράβηξε πάλι την πλεξούδα της. Αν η Μογκέντιεν αρνιόταν να περπατήσει, θα έπρεπε να την πάρει σηκωτή. Έτσι, δεν θα μπορούσε να ψάξει γρήγορα, και οι διάδρομοι του παλατιού έμοιαζαν να εκτείνονται πολλά μίλια ακόμα. Έπρεπε να της φερθεί πιο σκληρά την πρώτη φορά που της είχε φέρει αντίρρηση η άλλη. Στη θέση της Νυνάβε, η Μογκέντιεν θα την είχε σκοτώσει δίχως δισταγμό ή, αν τη θεωρούσε χρήσιμη, θα είχε υφάνει το κόλπο που σου αφαιρούσε τη βούληση και σε έκανε να τη λατρεύεις. Η Νυνάβε το είχε γευτεί κάποτε αυτό, στο Τάντσικο, και ήξερε μάλιστα πώς γινόταν, αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε να το κάνει σε άλλον άνθρωπο. Απεχθανόταν αυτή τη γυναίκα, τη μισούσε μ’ όλη της την ψυχή. Αλλά ακόμα κι αν δεν τη χρειαζόταν, δεν θα μπορούσε να τη σκοτώσει έτσι απλά όπως στεκόταν εκεί. Το πρόβλημα ήταν ότι, όπως φοβόταν, η Μογκέντιεν τώρα το ήξερε.

Πάντως, η Σοφία ήταν η επικεφαλής του Κύκλου των Γυναικών —ακόμα κι αν ο Κύκλος δεν συμφωνούσε πάντα― και ο Κύκλος των Γυναικών αποφάσιζε για την τιμωρία που άρμοζε σε μια γυναίκα η οποία παραβίαζε τους νόμους ή καταπατούσε πέρα από κάθε όριο τα έθιμα, ακόμα και στους άνδρες για κάποια αδικήματα. Μπορεί να μην άντεχε να σκοτώσει, να συντρίψει το μυαλό του άλλου, όπως η Μογκέντιεν, όμως...

Η Μογκέντιεν άνοιξε το στόμα και η Νυνάβε της το έκλεισε με ένα φίμωτρο από Αέρα. Ή μάλλον έβαλε τη Μογκέντιεν να το κάνει· με το α’ντάμ να τις συνδέει, ήταν σαν να διαβιβάζει η ίδια, αλλά η Μογκέντιεν ήξερε ότι ήταν οι δικές της ικανότητες, που γίνονταν εργαλείο στο χέρι της Νυνάβε. Τα μαύρα μάτια της Μογκέντιεν άστραψαν αγανακτισμένα, καθώς οι δικές της ροές πίεζαν τα χέρια της στο πλάι και τύλιγαν σφιχτά τα φουστάνια της γύρω από τους αστραγάλους της. Για τα υπόλοιπα, η Νυνάβε χρησιμοποίησε το α’ντάμ, όπως είχε κάνει και με τις τσουκνίδες, δημιουργώντας αυτά που ήθελε να νιώσει η άλλη. Όχι την πραγματικότητα, αλλά την αίσθηση της πραγματικότητας.

Η Μογκέντιεν τεντώθηκε στα δεσμά της, καθώς ένα δερμάτινο λουρί φάνηκε να τη χτυπά στον πισινό. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση θα της πρόσφερε. Οργή και εξευτελισμός κύλησαν στο λουρί του α’ντάμ. Και περιφρόνηση. Σε σύγκριση με τους περίτεχνους τρόπους που είχε για να πληγώσει τους ανθρώπους, αυτό έμοιαζε κατάλληλο για παιδί.

«Όταν θα είσαι πάλι έτοιμη να συνεργαστείς», είπε η Νυνάβε, «κάνε νόημα». Αυτό δεν έπρεπε να κρατήσει πολύ. Δεν μπορούσε να στέκεται εκεί, ενώ ο Ραντ και ο Ράχβιν προσπαθούσαν να αλληλοσκοτωθούν. Αν πέθαινε ο λάθος άνδρας επειδή η ίδια απέφευγε τον κίνδυνο με το να επιτρέπει στη Μογκέντιεν να την κρατά εκεί...

Η Νυνάβε θυμήθηκε μια μέρα όταν ήταν δεκάξι χρονών, λίγο αφότου είχε κριθεί αρκετά μεγάλη για να χτενίσει τα μαλλιά της σε πλεξούδα. Είχε κλέψει μια πουτίγκα με δαμάσκηνα από την Κόριν Αγιέλιν, επειδή η Νέλα Θέην είχε πει ότι δεν τολμούσε να το κάνει, και, βγαίνοντας από την κουζίνα της, είχε πέσει πάνω στην κυρά Αγιέλιν. Η Νυνάβε πρόσθεσε τις συνέπειες, τις έστειλε μέσω του λουριού όλες μαζί και τα μάτια της Μογκέντιεν γούρλωσαν.

Η Νυνάβε το ξανάκανε, βλοσυρά. Δεν θα με σταματήσει! Πάλι. Θα βοηθήσω τον Ραντ, ό,τι κι αν νομίζει αυτή! Και πάλι. Ακόμα κι αν σκοτωθούμε! Πάλι. Αχ, Φως μου, ίσως να έχει δίκιο· ίσως ο Ραντ μας σκοτώσει, προτού καταλάβει ότι είμαι εγώ. Πάλι. Φως μου, πόσο μισώ το να φοβάμαι! Πάλι. Τη μισώ! Πάλι. Τη μισώ! Πάλι.

Ξαφνικά, κατάλαβε ότι η Μογκέντιεν τιναζόταν με αλλοφροσύνη στα δεσμά της κι ένευε το κεφάλι με τόση βία, που θα ’λεγε κανείς ότι κόντευε να ξεκολλήσει από το υπόλοιπο σώμα της. Η Νυνάβε στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας το δακρυσμένο πρόσωπο της άλλης, και μετά σταμάτησε αυτό που έκανε κι έλυσε βιαστικά τις ροές του Αέρα. Μα το Φως, τι είχε κάνει; Δεν ήταν η Μογκέντιεν. «Να θεωρήσω ότι δεν θα μου δημιουργήσεις άλλα προβλήματα;»

«Θα μας σκοτώσουν», μουρμούρισε ή άλλη αμυδρά, σχεδόν ακατάληπτα μέσα στους λυγμούς της, όμως ταυτοχρόνως ένευσε, συμφωνώντας βιαστικά.

Η Νυνάβε σκλήρυνε τον εαυτό της, ηθελημένα. Της Μογκέντιεν της άξιζαν όσα είχε πάθει και πολλά, πάρα πολλά ακόμα. Στον Πύργο, μια Αποδιωγμένη θα την είχαν σιγανέψει κι εκτελέσει ευθύς μόλις ολοκληρωνόταν η δίκη, και δεν χρειάζονταν πολλές αποδείξεις πέραν του ονόματός της. «Ωραία. Τώρα είμαστε―»

Μια βροντή τράνταξε ολόκληρο το παλάτι, ή κάτι όμοιο με βροντή, μόνο που οι τοίχοι σείστηκαν και σκόνη υψώθηκε από το πάτωμα. Η Νυνάβε παραλίγο θα έπεφτε πάνω στη Μογκέντιεν, και οι δυο τους χοροπήδησαν, προσπαθώντας να σταθούν όρθιες. Προτού καταλαγιάσει η αναταραχή, ήρθε ένας βρυχηθμός σαν τερατώδης φωτιά που ανηφόριζε μια καμινάδα σε μέγεθος βουνού. Αυτό κράτησε μονάχα μια στιγμή. Η σιωπή που ακολούθησε φαινόταν πιο βαθιά από κάθε άλλη φορά. Όχι. Ακούστηκαν μπότες. Ένας άνδρας που έτρεχε. Ο ήχος αντιλάλησε στο διάδρομο. Από το βορρά.

Η Νυνάβε έσπρωξε την άλλη γυναίκα. «Έλα».

Η Μογκέντιεν κλαψούρισε, αλλά δεν αντιστάθηκε, καθώς η άλλη την τραβούσε στο διάδρομο. Τα μάτια της όμως ήταν διάπλατα ανοιχτά και η ανάσα της έβγαινε πολύ λαχανιασμένη. Η Νυνάβε σκέφτηκε ότι ευτυχώς που είχε μαζί της τη Μογκέντιεν, και όχι μόνο για να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη. Έπειτα από τόσα χρόνια που κρυβόταν στις σκιές, η Αράχνη ήταν τόσο δειλή που η Νυνάβε συγκριτικά ένιωθε γενναία. Σχεδόν. Μόνο ο θυμός που ένιωθε για το φόβο της τη βοηθούσε να διατηρεί τη μοναδική ροή Πνεύματος που την κρατούσε στον Τελ’αράν’ριοντ. Η Μογκέντιεν φοβόταν ως τα βάθη του εαυτού της.

Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της από το αστραφτερό λουρί, η Νυνάβε τάχυνε το βήμα. Κυνηγώντας τον αμυδρό ήχο εκείνων των άλλων βημάτων.

* * *

Ο Ραντ βγήκε προσεκτικά στη στρογγυλή αυλή. Το μισό εκείνου του λευκού πλακόστρωτου κύκλου είχε άλλα αντίστοιχα στους δύο ορόφους ακριβώς από πάνω, πίσω του· το άλλο μισό σκεπαζόταν από ένα πέτρινο ημικύκλιο πάνω σε ανοιχτόχρωμες κολόνες ύψους πέντε απλωσιών, οι οποίες χώνονταν μέσα σε άλλον ένα κήπο, με σκιερά χαλικόστρωτα δρομάκια κάτω από χαμηλά δένδρα με πλατιές φυλλωσιές. Μαρμάρινα παγκάκια περικύκλωναν μια λιμνούλα γεμάτη νούφαρα. Και ψάρια, χρυσά, άσπρα και κόκκινα.

Ξαφνικά, τα παγκάκια σάλεψαν, κύλησαν, άλλαξαν κι έγιναν απρόσωπες ανθρώπινες μορφές, και πάλι λευκές και σκληρές σαν την πέτρα. Ο Ραντ είχε ήδη μάθει πόσο δύσκολο ήταν να αλλάξει κάτι το οποίο είχε μεταβάλει ο Ράχβιν. Φωτιά χόρεψε από τα ακροδάχτυλά του, συντρίβοντας τους πέτρινους ανθρώπους.

Ο αέρας έγινε νερό.

Καθώς πνιγόταν, ο Ραντ πάσχισε να κολυμπήσει προς τις κολόνες· έβλεπε τον κήπο που υπήρχε παραπέρα. Πρέπει να υπήρχε κάτι σαν φράγμα για να μη χύνονται έξω τα νερά. Προτού προλάβει να διαβιβάσει, χρυσές και κόκκινες και άσπρες μορφές πετάχτηκαν γύρω του, μεγαλύτερες απ’ όσο ήταν τα ψάρια στη λιμνούλα. Και είχαν δόντια.

Τον δάγκωσαν· το αίμα στροβιλίστηκε, σχηματίζοντας μια κόκκινη ομίχλη. Ενστικτωδώς, έκανε να διώξει τα ψάρια με τα χέρια, όμως το παγερό κομμάτι του εαυτού του, που ήταν βαθιά στο Κενό, διαβίβασε. Η μοιροφωτιά χίμηξε προς το φράγμα, αν υπήρχε κάτι τέτοιο, παντού τριγύρω, όπου θα μπορούσε να είναι ο Ράχβιν για να βλέπει την αυλή. Το νερό αναδεύτηκε και τον τίναξε πέρα-δώθε με βία, καθώς χιμούσε για να γεμίσει τις σήραγγες που είχε σκάψει η μοιροφωτιά. Πεταριστές χρυσές και άσπρες και κόκκινες μορφές όρμηξαν πάνω του, προσθέτοντας κι άλλα κόκκινα συννεφάκια στο νερό. Καθώς τιναζόταν ολόγυρα, ο Ραντ δεν μπορούσε να δει πού έπρεπε να εξαπολύσει τα αστροπελέκια του· πετιόταν προς κάθε κατεύθυνση. Δεν του είχε μείνει ανάσα. Προσπάθησε να σκεφτεί αέρα ή να σκεφτεί το νερό να γίνεται αέρας.

Ξαφνικά, έτσι έγινε. Έπεσε βαριά στο πλακόστρωτο ανάμεσα σε ψαράκια που σπαρταρούσαν, κυλίστηκε και σηκώθηκε. Όλα ξανά ήταν αέρας· ακόμα και τα ρούχα του ήταν στεγνά. Το πέτρινο δαχτυλίδι πετάρισε, άθικτο από τη μια, γκρεμισμένο ανάμεσα στα ερείπια στην άλλη με τις μισές κολόνες σωριασμένες. Μερικά δένδρα ήταν πεσμένα πάνω στα κούτσουρά τους που ξεπρόβαλλαν από το έδαφος, μετά άθικτα, μετά πεσμένα πάλι. Το παλάτι πίσω του είχε τρύπες ανοιγμένες σε λευκούς τοίχους, μια από τις οποίες μάλιστα βρισκόταν σε έναν ψηλό επίχρυσο θόλο από πάνω, χαρακιές ανοιγμένες σε παράθυρα, που μερικά είχαν σκαλισμένα πέτρινα προστατευτικά. Οι ζημιές τρεμόσβηναν, εξαφανίζονταν κι επανεμφανίζονταν. Δεν ήταν αργές, ήρεμες αλλαγές όπως πριν, αλλά συνεχείς. Ζημιά, μετά τίποτα, μετά ζημιά, μετά τίποτα, και πάλι από την αρχή.

Έκανε μια γκριμάτσα και πίεσε το χέρι στη μεριά του, στην παλιά, μισογιατρεμένη πληγή. Τον έτσουξε σαν να είχε ξανανοίξει από την προσπάθεια. Έτσουζε ολόκληρος, από δέκα ή περισσότερες δαγκωματιές. Αυτό δεν είχε αλλάξει. Τα ματωμένα σχισίματα στο σακάκι και στο παντελόνι του ήταν ακόμα εκεί. Είχε καταφέρει να κάνει το νερό αέρα; Ή μήπως ένα από τα ξέφρενα αστροπελέκια της μοιροφωτιάς είχε διώξει τον Ράχβιν ή, ίσως και να τον είχε σκοτώσει; Δεν είχε σημασία, εκτός αν ίσχυε αυτό το τελευταίο.

Σκούπισε το αίμα από τα μάτια του και περιεργάστηκε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια γύρω από τον κήπο και την κιονοστοιχία ψηλά, στην απέναντι πλευρά. Ή μάλλον πήγε να τα περιεργαστεί, αλλά κάτι τράβηξε το βλέμμα του. Κάτω από την κιονοστοιχία, διέκρινε τα ξεθωριασμένα υπολείμματα μιας ύφανσης. Από εκεί καταλάβαινε ότι ήταν πύλη, αλλά, για να δει τι είδους και πού οδηγούσε, έπρεπε να βρεθεί πιο κοντά. Πήδηξε πάνω από ένα σωρό σπασμένες σμιλεμένες πέτρες, που εξαφανίστηκαν καθώς περνούσε από πάνω τους, κι έτρεξε στον κήπο, αποφεύγοντας τα δένδρα που ήταν πεσμένα στο μονοπάτι. Εκείνο το απομεινάρι είχε σχεδόν εξαφανιστεί· έπρεπε να το πλησιάσει προτού χανόταν οριστικά.

Ξαφνικά έπεσε, με τα χαλίκια να του γδέρνουν τις παλάμες όπως άπλωνε τα χέρια να στηριχτεί. Δεν έβλεπε τίποτα που να του είχε βάλει τρικλοποδιά. Ένιωσε ζαλάδα, σχεδόν σαν να είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του, να φτάσει σε κείνο το απομεινάρι. Και συνειδητοποίησε ότι το σώμα του σπαρταρούσε. Μακριές τρίχες σκέπαζαν τα χέρια του· τα δάχτυλα του έμοιαζαν να ζαρώνουν, να χώνονται στα χέρια του. Σχεδόν είχαν γίνει πόδια ζώου. Ήταν παγίδα. Ο Ράχβιν δεν το είχε σκάσει. Η πύλη ήταν παγίδα και ο Ραντ είχε πιαστεί.

Η απελπισία αγκάλιασε το Κενό, καθώς ο Ραντ πάλευε να κρατηθεί σφιχτά από τον ίδιο του τον εαυτό. Τα χέρια του. Ήταν χέρια. Σαν χέρια. Πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί. Τα πόδια του έμοιαζαν να λυγίζουν ανάποδα. Η Αληθινή Πηγή απομακρύνθηκε· το Κενό μίκρυνε. Ρεύματα πανικού φλογίστηκαν πέρα από το ασυγκίνητο κενό. Αυτό στο οποίο προσπαθούσε να τον μετατρέψει ο Ράχβιν, ό,τι κι αν ήταν, δεν μπορούσε να διαβιβάσει. Το σαϊντίν τού ξεγλιστρούσε, αραίωνε, ήταν αραιό ακόμα και όπως το αντλούσε από ανγκριάλ. Τα γύρω μπαλκόνια τον ατένιζαν άδεια, όπως και η κιονοστοιχία. Ο Ράχβιν πρέπει να ήταν σε κάποιο από κείνα τα παράθυρα με τα πέτρινα προστατευτικά, αλλά σε ποιο; Αυτή τη φορά, δεν είχε τη δύναμη για εκατό κεραυνούς. Μια ριπή. Αυτό το μπορούσε. Αν το έκανε γρήγορα. Ποιο παράθυρο; Πάλεψε να μείνει ο εαυτός του, πάλεψε να αντλήσει το σαϊντίν μέσα του, καλοδέχτηκε κάθε σταγόνα του μολύσματος ως απόδειξη ότι ακόμα κρατούσε τη Δύναμη. Προχωρώντας σε στραβό κύκλο καθώς παραπατούσε, ψάχνοντας μάταια, βρυχήθηκε το όνομα του Ράχβιν. Του φάνηκε σαν βρυχηθμός θηρίου.


Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της, η Νυνάβε έστριψε τη γωνία. Μπροστά της, ένας άνδρας εξαφανίστηκε στην επόμενη στροφή του διαδρόμου και ο ήχος από τις μπότες του αντήχησε πίσω του. Η Νυνάβε δεν ήξερε πόση ώρα ακολουθούσε εκείνες τις μπότες. Μερικές φορές βουβαίνονταν, κι αυτή αναγκαζόταν να περιμένει για να ξαναρχίσουν και να καταλάβει την κατεύθυνση τους. Μερικές φορές, όταν σταματούσαν, συνέβαιναν πράγματα· δεν είχε δει τίποτα απ’ αυτά, αλλά σε κάποια στιγμή το παλάτι ολόκληρο είχε δονηθεί σαν καμπάνα που σήμαινε, και σε μια άλλη οι τρίχες του κεφαλιού της σχεδόν είχαν σηκωθεί όρθιες, ενώ ο αέρας έμοιαζε να τριζοβολά, και σε μια άλλη... Δεν είχε σημασία. Ήταν η πρώτη φορά που είχε δει με τα μάτια της τον άνθρωπο που φορούσε εκείνες τις μπότες. Δεν πίστευε ότι ο Ραντ φορούσε εκείνο το μαύρο σακάκι. Το ύψος ταίριαζε, αλλά ήταν πολύ μεγαλόσωμος, πολύ φαρδύς στο στέρνο.

Η Νυνάβε άρχισε να τρέχει προτού καλά-καλά το καταλάβει. Τα γερά παπούτσια της εδώ και ώρα είχαν μεταμορφωθεί σε βελούδινα γοβάκια, για να είναι αθόρυβη στις κινήσεις της. Αφού τον άκουγε αυτή, μπορούσε να την ακούσει κι εκείνος. Το ξέφρενο λαχάνιασμα της Μογκέντιεν ήταν πιο δυνατό από τα βήματά τους.

Η Νυνάβε έφτασε τη στροφή και σταμάτησε, κοιτώντας επιφυλακτικά από τη γωνία. Κράτησε το σαϊντάρ —μέσω της Μογκέντιεν, αλλά ήταν δικό της― έτοιμη να διαβιβάσει. Δεν χρειάστηκε. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Υπήρχε μια πόρτα πολύ πιο κάτω σ’ έναν τοίχο με παράθυρα γεμάτα πέτρινα προστατευτικά με αραβουργήματα, αλλά σκέφτηκε ότι ο άνδρας δεν θα είχε προλάβει να φτάσει εκεί. Κοντά, υπήρχε άλλος ένας διάδρομος στα δεξιά. Έτρεξε εκεί, ξανακοίταξε επιφυλακτικά. Αδειος. Όμως εκεί, ελάχιστα πιο πέρα από το σημείο που συναντιούνταν οι διάδρομοι, μια στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε πάνω.

Για μια στιγμή, η Νυνάβε δίστασε. Ο άνδρας κάπου έτρεχε να πάει. Αυτός ο διάδρομος έβγαζε εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Μήπως έτρεχε για να ανέβει εκεί; Ψηλότερα, λοιπόν.

Τραβώντας τη Μογκέντιεν πίσω της, ανέβηκε αργά τα σκαλιά, τεντώνοντας τα αυτιά για να ακούσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τη σχεδόν υστερική ανάσα του Αποδιωγμένου και από το αίμα, που βούιζαν στα αυτιά της. Αν κατέληγε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του... Ήξερε ότι ο Αποδιωγμένος ήταν ήδη εκεί, κάπου μπροστά της. Σίγουρα είχε με το μέρος της το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Η σκάλα τρεμούλιασε λιγάκι κάτω από τα πόδια της, σαν ένας πελώριος πολιορκητικός κριός να είχε χτυπήσει το παλάτι, και ύστερα τρεμούλιασε ξανά. Και ξανά, όταν μια δέσμη από λευκή φωτιά τρύπησε το πάνω μέρος ενός παράθυρου με πέτρινο προστατευτικό, έστριψε προς τα πάνω λοξά και μετά έσβησε, καθώς άρχιζε να κόβει το ταβάνι.

Η Νυνάβε ξεροκατάπιε, ανοιγόκλεισε τα μάτια σε μια μάταια προσπάθεια να διώξει την αχνή βιολετί βεντάλια που είχε σχηματιστεί στην όρασή της σαν ανάμνηση εκείνου του πράγματος. Πρέπει να ήταν ο Ραντ, που προσπαθούσε να χτυπήσει τον Ράχβιν. Αν ήταν πολύ κοντά του, ίσως ο Ραντ τη χτυπούσε κι αυτήν κατά λάθος. Αφού σφάδαζε έτσι —της φαινόταν ότι σφάδαζε― μπορεί να την πετύχαινε οπουδήποτε χωρίς να το καταλάβει.

Τα τρέμουλα είχαν σταματήσει. Τα μάτια της Μογκέντιεν γυάλιζαν από τρόμο. Όμως, κρίνοντας από αυτό που ένιωθε μέσω του α’ντάμ, ήταν θαύμα που η γυναίκα δεν σπαρταρούσε στο πάτωμα, τσιρίζοντας και βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Η Νυνάβε ένιωσε ότι ήθελε και η ίδια να ουρλιάξει. Πίεσε τον εαυτό της να κάνει άλλο ένα βήμα. Προς τα πάνω, αν και δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Το δεύτερο βήμα ήταν σχεδόν εξίσου δύσκολο. Αργά, όμως. Δεν χρειαζόταν να πέσει απότομα πάνω του. Έπρεπε αυτός να ξαφνιαστεί. Η Μογκέντιεν την ακολούθησε σαν δαρμένο σκυλί, ριγώντας.

Καθώς η Νυνάβε ανέβαινε, αγκάλιασε όσο καλύτερα μπορούσε το σαϊντάρ, όσο πιο πολύ μπορούσε να χειριστεί η Μογκέντιεν, σε σημείο που η γλύκα του έγινε σχεδόν πόνος. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση. Αν έπαιρνε κι άλλο, θα έφτανε στο σημείο που θα ξεπερνούσε τις δυνάμεις της, το σημείο στο οποίο θα σιγανευόταν μόνη της, που θα έκαιγε την ικανότητα της να διαβιβάζει. Ή ίσως, υπό αυτές τις συνθήκες, την ικανότητα της Μογκέντιεν. Ή και των δυο τους. Και τα δύο θα ήταν καταστροφικά τώρα. Κράτησε όμως εκείνο το σημείο, τη... ζωή... που τη γέμιζε σαν την ελαφριά πίεση μιας βελόνας, η οποία μόλις και δεν τρυπούσε το δέρμα. Δεν θα μπορούσε να αντλήσει περισσότερο, ακόμα κι αν διαβίβαζε η ίδια. Η Νυνάβε και η Μογκέντιεν ήταν εξίσου ισχυρές στη Δύναμη· είχε αποδειχθεί στο Τάντσικο. Θα έφτανε; Η Μογκέντιεν επέμενε ότι οι άνδρες ήταν δυνατότεροι. Τουλάχιστον ο Ράχβιν —η Μογκέντιεν τον ήξερε― και ο Ραντ μάλλον δεν θα είχε επιζήσει τόσον καιρό, αν δεν ήταν εξίσου δυνατός. Δεν ήταν δίκαιο οι άνδρες να έχουν μυς και να είναι επίσης πιο ισχυροί στη Δύναμη. Οι Άες Σεντάι στον Πύργο πάντα έλεγαν ότι ήταν ίσοι. Αυτό δεν ήταν―

Είχε αφαιρεθεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε τη Μογκέντιεν πίσω της στη σκάλα. Πιο ψηλά δεν είχε.

Αυτός ο χώρος ήταν άδειος. Πήγε εκεί που τον έβρισκε κάθετα ο άλλος διάδρομος, κρυφοκοίταξε. Και ήταν εκεί. Ένας ψηλός μαυροντυμένος άνδρας, μεγαλόσωμος, με λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά του, που κοίταζε από τις σχισμές του πέτρινου προστατευτικού ενός παράθυρου κάτι που ήταν πιο κάτω. Ιδρώτας και κόπος φαίνονταν στο πρόσωπό του, όμως χαμογελούσε. Ήταν όμορφο πρόσωπο, όμορφο σχεδόν όσο του Γκάλαντ, αλλά η Νυνάβε δεν ένιωσε τη καρδιά της να χτυπά δυνατότερα γι’ αυτόν.

Ό,τι και να κοίταζε —μήπως τον Ραντ;― είχε όλη την προσοχή του στραμμένη εκεί, όμως η Νυνάβε δεν του έδωσε καμία ευκαιρία να την αντιληφθεί. Μπορεί να ήταν ο Ραντ εκεί κάτω. Δεν ήξερε αν ο Ράχβιν διαβίβαζε ή όχι. Γέμισε το διάδρομο γύρω του με φωτιά από τοίχο σε τοίχο, από το πάτωμα ως το ταβάνι, έχυσε εκεί όλο το σαϊντάρ που κρατούσε, φωτιά τόσο δυνατή, ώστε η ίδια η πέτρα έβγαλε καπνούς. Η ζέστη την έκανε να τιναχτεί πίσω.

Ο Ράχβιν ούρλιαξε μέσα στη φλόγα —ήταν μία φλόγα― και οπισθοχώρησε από τη Νυνάβε παραπατώντας πίσω, προς το σημείο όπου ο διάδρομος γινόταν μια κιονοστοιχία με μονοπατάκι. Μια στιγμή πέρασε, ίσως λιγότερο, ενώ η Νυνάβε ακόμα μόρφαζε, κι εκείνος στάθηκε όρθιος, μέσα στη φλόγα, περικυκλωμένος από καθαρό αέρα. Κάθε στάλα του σαϊντάρ που μπορούσε να διαβιβάσει πήγαινε σε κείνη την κόλαση, όμως αυτός τη σταματούσε. Η Νυνάβε τον έβλεπε μέσα στη φωτιά· τα πάντα είχαν πάρει μια κόκκινη απόχρωση, όμως τον έβλεπε. Καπνός έβγαινε από το καρβουνιασμένο σακάκι του. Το πρόσωπό του ήταν ένα καμένο κουφάρι, το ένα μάτι άσπρο σαν γάλα. Όμως και τα δύο μάτια είχαν κακία μέσα τους καθώς τα έστρεφε πάνω της.

Κανένα συναίσθημα δεν την έφτασε μέσω του λουριού του α’ντάμ, μόνο μια βαριά νωθρότητα. Η Νυνάβε ένιωσε ναυτία. Η Μογκέντιεν είχε εγκαταλείψει τον αγώνα. Τον είχε εγκαταλείψει επειδή ο θάνατος ερχόταν να τις βρει.


Φωτιά ξεχύθηκε από τα σκαλισμένα πέτρινα προστατευτικά πάνω από τον Ραντ, τα δάχτυλά της γέμισαν όλα τα ανοίγματα, πετάχτηκαν χορεύοντας προς την κιονοστοιχία. Την ίδια στιγμή, ο αγώνας μέσα του έπαψε ξαφνικά. Έγινε ο εαυτός του τόσο απότομα που ήταν σαν σοκ. Αντλούσε απελπισμένα το σαϊντίν, προσπαθούσε να κρατήσει ένα μέρος του. Τώρα το σαϊντίν χίμηξε μέσα του, μια κατολίσθηση φωτιάς και πάγου που έκανε τα γόνατά του να λυγίσουν, έκανε το Κενό να σειστεί από τον πόνο που ήταν σαν να το γδέρνει.

Και ο Ράχβιν βγήκε παραπατώντας προς τα πίσω στην κιονοστοιχία, με το πρόσωπο στραμμένο σε κάτι μέσα. Ο Ράχβιν κουκουλωμένος με φωτιά, όμως με κάποιον τρόπο ακόμα όρθιος, λες και ήταν άθικτος. Αν τώρα ήταν άθικτος, δεν ήταν έτσι πριν από μια στιγμή. Μόνο το μέγεθος της μορφής, το γεγονός ότι ήταν αδύνατο να είναι οποιοσδήποτε άλλος, είπε στον Ραντ ότι ήταν αυτός. Ο Αποδιωγμένος ήταν μια φιγούρα από κάρβουνο και σκασμένη κόκκινη σάρκα, που θα απέλπιζε κάθε Θεραπεύτρια στην προσπάθειά της να τον γιατρέψει. Η αγωνία πρέπει να ήταν συντριπτική. Μόνο που ο Ράχβιν θα βρισκόταν εντός του Κενού μέσα σε κείνο το καμένο απομεινάρι ανθρώπου, τυλιγμένος σε μια αδειανοσύνη όπου ο πόνος του κορμιού θα ήταν απόμακρος και το σαϊντίν κοντινό.

Το σαϊντίν κόχλασε μέσα στον Ραντ, κι αυτός το εξαπέλυσε όλο. Όχι για να Θεραπεύσει.

«Ράχβιν!» ούρλιαξε, και μοιροφωτιά πετάχτηκε από τα χέρια του, λιωμένο φως σε μια δέσμη πιο συμπαγή από ανθρώπινο κορμί, την οποία ωθούσε με όλη τη Δύναμη που μπορούσε να αντλήσει.

Η μοιροφωτιά χτύπησε τον Αποδιωγμένο κι ο Ράχβιν έπαψε να υπάρχει. Τα Σκοτεινόσκυλα στο Ρουίντιαν, προτού χαθούν, είχαν γίνει στίγματα στον αέρα· η όποια ζωή είχαν πάλευε να κρατηθεί ή ίσως το Σχήμα πάλευε να διατηρήσει τη μορφή του ακόμα και γι’ εκείνα. Χτυπημένος απ’ αυτή τη δέσμη, ο Ράχβιν απλώς,., έπαψε.

Ο Ραντ άφησε τη μοιροφωτιά να σβήσει, παραμέρισε για λίγο το σαϊντίν. Βλεφαρίζοντας για να δει μέσα από το μωβ μετείκασμα, κοίταξε την πλατιά τρύπα στα μαρμάρινα κάγκελα, με το απομεινάρι μιας κολόνας από πάνω όμοιο με δόντι, κοίταξε την αντίστοιχη τρύπα στη στέγη του παλατιού. Δεν τρεμόπαιζαν, θαρρείς κι αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο δυνατό, ώστε ακόμα κι αυτό το μέρος δεν μπορούσε να το διορθώσει. Μετά απ’ όλα αυτά, έμοιαζε τόσο εύκολο. Ίσως υπήρχε κάτι εκεί πάνω για να τον πείσει ότι ο Ράχβιν ήταν στ’ αλήθεια νεκρός. Έτρεξε σε μια πόρτα.


Μ’ έξαλλες προσπάθειες, η Νυνάβε έβαλε όλη της τη δύναμη για να τυλίξει σφιχτά τη φωτιά γύρω από τον Ράχβιν άλλη μια φορά. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει αστραπή. Θα πέθαινε. Αυτά τα φριχτά μάτια είχαν στυλωθεί στη Μογκέντιεν, όχι στην ίδια, όμως θα πέθαινε κι αυτή.

Υγρή φωτιά έκαψε την κιονοστοιχία, τόσο καυτή, που έκανε τη δική της φωτιά να μοιάζει κρύα. Το σοκ την ανάγκασε να αφήσει την ύφανση, και σήκωσε το χέρι να προστατέψει το πρόσωπό της, αλλά, προτού το σηκώσει ψηλά, η υγρή φωτιά είχε χαθεί. Το ίδιο και ο Ράχβιν. Δεν πίστευε ότι είχε ξεφύγει. Για μια στιγμούλα, τόσο σύντομη, που ίσως την είχε φανταστεί, εκείνη η λευκή δέσμη τον είχε αγγίξει και ο Ράχβιν είχε γίνει... ομίχλη. Μόνο για μια στιγμούλα. Μπορεί να την είχε φανταστεί. Μα δεν το πίστευε. Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.

Η Μογκέντιεν είχε κρύψει το πρόσωπο στα χέρια και κλαψούριζε, ριγούσε. Το μόνο συναίσθημα που ένιωθε η Νυνάβε μέσω του α’ντάμ ήταν ανακούφιση, τόσο ισχυρή που έπνιγε οτιδήποτε άλλο.

Βιαστικές μπότες ακούστηκαν στα σκαλιά από κάτω.

Η Νυνάβε γύρισε, κάνοντας ένα βήμα προς τη στριφογυριστή σκάλα. Ένιωσε έκπληξη, συνειδητοποιώντας ότι έπινε μεγάλες γουλιές σαϊντίν, και κράτησε τον εαυτό της σε εγρήγορση.

Η έκπληξη έσβησε μόλις εμφανίστηκε ο Ραντ. Δεν ήταν όπως τον θυμόταν. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τα ίδια, αλλά το πρόσωπό του ήταν σκληρό. Τα μάτια του ήταν από γαλάζιο πάγο. Τα ματωμένα σχισίματα στο σακάκι και το παντελόνι, το αίμα στο πρόσωπο, όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν με κείνο το πρόσωπο.

Με τέτοια όψη, η Νυνάβε δεν θα ξαφνιαζόταν, αν ο Ραντ σκότωνε τη Μογκέντιεν επιτόπου μόλις ανακάλυπτε ποια ήταν. Όμως η Νυνάβε είχε κι άλλο λόγο για να τη χρησιμοποιήσει. Το α’ντάμ θα το αναγνώριζε. Δίχως άλλη σκέψη, η Νυνάβε το άλλαξε, έκανε το λουρί να εξαφανιστεί, αφήνοντας μονάχα το ασημένιο βραχιόλι στον καρπό της και το κολάρο στη Μογκέντιεν. Την έπιασε στιγμιαίος πανικός όταν κατάλαβε τι είχε κάνει, όμως αναστέναξε, καταλαβαίνοντας ότι ακόμα ένιωθε την άλλη γυναίκα. Το α’ντάμ δούλευε όπως είχε πει η Ηλαίην. Ο Ραντ ίσως να μην το είχε δει. Η Νυνάβε στεκόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Μογκέντιεν· το λουρί πριν κρεμόταν πίσω της.

Αυτός ούτε που κοίταξε καλά-καλά τη Μογκέντιεν. «Αναρωτιόμουν γι’ αυτές τις φλόγες, όπως ανέβαινα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήσουν εσύ ή... Τι μέρος είναι αυτό; Εδώ συναντάς την Εγκουέν;»

Η Νυνάβε σήκωσε το βλέμμα πάνω του και προσπάθησε να μην ξεροκαταπιεί. Ήταν τόσο παγωμένο εκείνο το πρόσωπο. «Ραντ, οι Σοφές λένε ότι αυτό που έκανες, αυτό που κάνεις, είναι επικίνδυνο, ίσως και κακό. Λένε ότι χάνεις κάτι από τον εαυτό σου όταν έρχεσαι εδώ με σάρκα και οστά, κάποιο μέρος απ’ αυτό που σε κάνει άνθρωπο».

«Οι Σοφές τα ξέρουν όλα;» Την προσπέρασε και στάθηκε κοιτώντας την κιονοστοιχία. «Κάποτε νόμιζα ότι οι Άες Σεντάι τα ξέρουν όλα. Δεν έχει σημασία. Δεν ξέρω πόσο άνθρωπος έχει περιθώριο να είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας».

«Ραντ, θα...» Δεν ήξερε τι να πει. «Έλα, άσε με να σε Θεραπεύσω τουλάχιστον».

Εκείνος έμεινε ακίνητος και την άφησε να του πιάσει το κεφάλι και με τα δύο χέρια. Αυτή προσπάθησε να πνίξει το μορφασμό της. Οι πρόσφατες πληγές δεν ήταν σοβαρές, απλώς πολυάριθμες —τι άραγε τον είχε δαγκώσει; ήταν σίγουρη ότι οι περισσότερες πληγές ήταν από δαγκωνιές― όμως η παλιά πληγή, εκείνη η μισογιατρεμένη, η παντοτινά αγιάτρευτη λαβωματιά στο πλευρό του, ήταν μια ρουφήχτρα σκοταδιού, ένα πηγάδι γεμάτο με κάτι που η Νυνάβε σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν σαν το μόλυσμα του σαϊντίν. Διαβίβασε τις πολύπλοκες ροές, Αέρα και Νερό, Πνεύμα, ακόμα και Φωτιά και Γη σε μικρές ποσότητες, που αποτελούσαν τη Θεραπεία. Ο Ραντ δεν μούγκρισε, δεν τινάχτηκε. Δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια. Ανατρίχιασε. Αυτό ήταν όλο. Κι έπειτα της έπιασε τους καρπούς και κατέβασε τα χέρια της από το πρόσωπό του. Η Νυνάβε δεν αντιστάθηκε. Οι φρέσκιες πληγές του είχαν χαθεί, όλα τα δαγκώματα και οι αμυχές και οι μελανιές, όχι όμως η παλιά λαβωματιά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκεί. Εκτός από το θάνατο, τα πάντα θα έπρεπε να Θεραπεύονται. Τα πάντα!

«Είναι νεκρός;» τη ρώτησε ήρεμα. «Τον είδες να πεθαίνει;»

«Είναι νεκρός, Ραντ. Τον είδα».

Αυτός ένευσε. «Όμως υπάρχουν ακόμα κι άλλοι, σωστά; Αλλοι... Εκλεκτοί».

Η Νυνάβε ένιωσε μια σουβλιά πόνου να έρχεται από τη Μογκέντιεν, όμως δεν κοίταξε πίσω. «Ραντ, πρέπει να φύγεις. Ο Ράχβιν είναι νεκρός και αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο για σένα, όπως είσαι εδώ. Πρέπει να φύγεις και να μην ξανάρθεις με το σώμα σου».

«Θα φύγω».

Ο Ραντ δεν έκανε κάτι απ’ όσο μπορούσε να δει ή να νιώσει η Νυνάβε —φυσικά, δεν θα μπορούσε να το καταλάβει― αλλά, για μια στιγμή, της φάνηκε ότι ο διάδρομος πίσω του είχε... αλλάξει με κάποιον τρόπο. Αλλά δεν φαινόταν διαφορετικός. Μόνο που... Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Η μισοσπασμένη κολόνα στην κιονοστοιχία πίσω του δεν υπήρχε πια, ούτε η τρύπα στα πέτρινα κάγκελα.

Αυτός συνέχισε σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Πες στην Ηλαίην... Ζήτα της να μη με μισήσει. Ρώτα την...» Το πρόσωπό του αλλοιώθηκε από τον πόνο. Για μια στιγμή, η Νυνάβε είδε το αγόρι που ήξερε, που έμοιαζε σαν να του αποσπούσαν με βία κάτι πολύτιμο. Άπλωσε το χέρι να τον παρηγορήσει, κι αυτός έκανε πίσω, με το πρόσωπο πάλι πέτρινο, βλοσυρό. «Ο Λαν είχε δίκιο. Πες στην Ηλαίην να με ξεχάσει, Νυνάβε. Πες της ότι βρήκα μια άλλη ν’ αγαπήσω, και πως δεν χωράει κι αυτή. Ο Λαν ήθελε να σου πω το ίδιο πράγμα. Βρήκε κι αυτός μια άλλη. Είπε να τον ξεχάσεις. Καλύτερα να μην είχατε γεννηθεί ποτέ παρά να μας αγαπήσετε». Πάλι έκανε πίσω, τρία μεγάλα βήματα, ο διάδρομος φάνηκε να γυρνά μαζί του με τρόπο που τη ζάλισε —ή τουλάχιστον ένα μέρος του διαδρόμου― και χάθηκε.

Η Νυνάβε κοίταξε το σημείο όπου μόλις πριν ήταν ο Ραντ, κι όχι την ζημιά στην κιονοστοιχία που τρεμόσβηνε και επανεμφανιζόταν. Αυτό του είχε ζητήσει να πει ο Λαν;

«Είναι... ένας αξιοπρόσεκτος άνθρωπος», είπε μαλακά η Μογκέντιεν. «Ένας εξαιρετικά επικίνδυνος άνθρωπος».

Η Νυνάβε την κοίταξε. Κάτι καινούριο ερχόταν σ’ εκείνη από το βραχιόλι. Υπήρχε ακόμα φόβος εκεί, όμως τον έπνιγε... Προσμονή, αυτή έμοιαζε να είναι η καλύτερη λέξη για να το περιγράψει.

«Σε βοήθησα, έτσι δεν είναι;» είπε η Μογκέντιεν. «Ο Ράχβιν είναι νεκρός, ο Ραντ αλ’Θόρ σώθηκε. Τίποτα απ’ αυτά δεν θα γινόταν χωρίς εμένα».

Η Νυνάβε τώρα κατάλαβε. Ήταν μάλλον ελπίδα παρά προσμονή. Κάποια στιγμή, η Νυνάβε θα έπρεπε να ξυπνήσει. Το α’ντάμ θα εξαφανιζόταν. Η Μογκέντιεν ήθελε να της θυμίσει την αρωγή που είχε προσφέρει —λες και δεν είχε αναγκαστεί να την πάρει δια της βίας― σε περίπτωση που η Νυνάβε προσπαθούσε να σκληρύνει τον εαυτό της για να τη σκοτώσει προτού φύγει. «Είναι ώρα να φεύγω κι εγώ», είπε η Νυνάβε. Η Μογκέντιεν δεν άλλαξε έκφραση, αλλά ο φόβος δυνάμωσε, το ίδιο και η ελπίδα. Ένα μεγάλο ασημένιο κύπελλο εμφανίστηκε στο χέρι της Νυνάβε, που έμοιαζε να είναι γεμάτο τσάι. «Πιες το».

Η Μογκέντιεν έκανε πίσω. «Τι-;»

«Δεν είναι δηλητήριο. Θα μπορούσα πανεύκολα να σε σκοτώσω και χωρίς αυτό, αν ήταν ο σκοπός μου. Στο κάτω-κάτω, ό,τι σου συμβεί εδώ είναι αληθινό και στον ξυπνητό κόσμο». Η ελπίδα τώρα ήταν πολύ δυνατότερη από το φόβο. «Θα σε κάνει να κοιμηθείς. Θα σου φέρει ένα βαθύ ύπνο, τόσο βαθύ, που δεν θα μπορείς να αγγίξεις τον Τελ’αράν’ριοντ. Λέγεται διχαλόριζα».

Η Μογκέντιεν πήρε αργά το κύπελλο. «Για μη μπορέσω να σε ακολουθήσω; Δεν θα διαφωνήσω». Έγειρε το κεφάλι και το ήπιε ως τον πάτο.

Η Νυνάβε την παρακολουθούσε. Η άλλη είχε πιει τόσο πολύ, ώστε κανονικά θα έπρεπε να αποκοιμηθεί αμέσως. Όμως μια άσπλαχνη διάθεση έκανε τη Νυνάβε να μιλήσει. Ήξερε ότι ήταν άσπλαχνο και δεν την ένοιαζε. Η Μογκέντιεν δεν δικαιούταν να κοιμηθεί γαλήνια. «Ήξερες ότι η Μπιργκίτε δεν είναι νεκρή». Τα μάτια της Μογκέντιεν στένεψαν λιγάκι. «Ήξερες ποια είναι η Φαολάιν». Τα μάτια της άλλης έκαναν να πλατύνουν, όμως ήταν ήδη νυσταγμένη. Η Νυνάβε ένιωσε την επίδραση της διχαλόριζας να δυναμώνει. Συγκέντρωσε την προσοχή της στη Μογκέντιεν, που ήταν αιχμάλωτη εδώ στον Τελ’αράν’ριοντ. Δεν θα είχε ήσυχο ύπνο μια Αποδιωγμένη. «Και επίσης ήξερες ποια είναι η Σιουάν, ότι ήταν κάποτε η Έδρα της Άμερλιν. Αυτό ποτέ δεν το ανέφερα στον Τελ’αράν’ριοντ. Ποτέ. Θα σε δω πολύ σύντομα. Στο Σαλιντάρ».

Τα μάτια της Μογκέντιεν γύρισαν προς τα πάνω. Η Νυνάβε δεν ήξερε αν έφταιγε η διχαλόριζα ή αν είχε λιποθυμήσει, αλλά δεν είχε σημασία. Άφησε την άλλη γυναίκα, και η Μογκέντιεν έσβησε. Το ασημένιο κολάρο κουδούνισε, χτυπώντας στα πλακάκια του πατώματος. Η Ηλαίην θα χαιρόταν γι’ αυτό, αν μη τι άλλο.

Η Νυνάβε βγήκε από το Όνειρο.

* * *

Ο Ραντ έτρεχε στους διαδρόμους του παλατιού. Έμοιαζε να υπάρχουν λιγότερες ζημιές απ’ όσο θυμόταν, αλλά δεν πολυκοίταζε. Βγήκε στη μεγάλη αυλή μπροστά στο παλάτι. Ριπές Αέρα σχεδόν γκρέμιζαν τις ψηλές πύλες από τους μεντεσέδες τους. Πιο πέρα υπήρχε μια πελώρια οβάλ πλατεία κι εκεί υπήρχε αυτό που έψαχνε. Τρόλοκ και Μυρντράαλ. Ο Ράχβιν ήταν νεκρός και οι άλλοι Αποδιωγμένοι βρίσκονταν αλλού, όμως υπήρχαν Τρόλοκ και Μυρντράαλ στο Κάεμλυν, που έπρεπε να σκοτωθούν.

Μια αγκαθερή μάζα εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, πολεμούσε, περικυκλώνοντας κάτι, το οποίο ο Ραντ δεν μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα στίφη τους με τις μαύρες αρματωσιές, κάτι ψηλό σαν Μυρντράαλ σε άλογο. Μόλις που διέκρινε το πορφυρό λάβαρό του βαθιά ανάμεσά τους. Κάποιοι γύρισαν να κοιτάξουν το παλάτι, καθώς οι πύλες άνοιγαν με πάταγο.

Όμως ο Ραντ σταμάτησε απότομα. Πύρινες μπάλες κυλούσαν μέσα στην πυκνή μαύρη μάζα και καμένοι Τρόλοκ κείτονταν παντού. Αυτό ήταν αδύνατον.

Μη τολμώντας να ελπίσει ή να σκεφτεί, διαβίβασε. Δέσμες μοιροφωτιάς ξεχύνονταν από τα χέρια του όσο γοργά μπορούσε να τις υφάνει, στενότερες από το μικρό του δαχτυλάκι, ακριβείς, που σταματούσαν μόλις χτυπούσαν το στόχο τους. Ήταν λιγότερο ισχυρές από κείνη που είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του Ράχβιν στο τέλος, από κάθε άλλη που είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του Ράχβιν, αλλά δεν τολμούσε να κάνει κάποια να ξεφύγει και να κόψει εκείνους που ήταν παγιδευμένοι στο κέντρο αυτών των Τρόλοκ. Δεν φαίνονταν να φέρνουν ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Ο Μυρντράαλ που πρωτοχτυπήθηκε αντέστρεψε τα χρώματά του, έγινε μια λευκοντυμένη μαύρη μορφή και μετατράπηκε σε κουκίδες, που αιωρήθηκαν και χάθηκαν όταν το άλογό του άρχισε να τρέχει τρελά. Τρόλοκ, Μυρντράαλ, όσοι γύρισαν προς το μέρος του έπαθαν το ίδιο, και μετά ο Ραντ άρχισε να σκάβει τις ράχες όσων κοίταζαν ακόμα προς την άλλη μεριά, έτσι που μια διαρκής αχλύ από λαμπυρίζουσα σκόνη φάνηκε να γεμίζει τον αέρα και να ανανεώνεται καθώς εξατμιζόταν.

Αυτό δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν. Οι ζωώδεις κραυγές οργής τους έγιναν αλυχτήματα φόβου και το έσκασαν προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από το μέρος του. Έναν Μυρντράαλ που προσπαθούσε να τους σταματήσει, ο Ραντ είδε να τον τσαλαπατούν, άλογο και αναβάτη, όμως οι υπόλοιποι σπιρούνισαν τα ζώα για να το σκάσουν.

Ο Ραντ τους άφησε να φύγουν. Κοίταζε τους πεπλοφορεμένους Αελίτες που ξεχύνονταν από τον κύκλο τους με δόρατα και μαχαίρια με βαριές λεπίδες. Ένας απ’ αυτούς κρατούσε το λάβαρο· οι Αελίτες δεν κουβαλούσαν λάβαρα, αλλά αυτός, με μια κόκκινη λωρίδα στο κεφάλι που φαινόταν κάτω από το σούφα του, έφερε ένα. Μάχες συνεχίζονταν και σε μερικούς δρόμους που άρχιζαν από την πλατεία. Αελίτες εναντίον Τρόλοκ. Καεμλυνοί εναντίον Τρόλοκ. Ακόμα και αρματωμένοι άνδρες με τη στολή των Φρουρών της Βασίλισσας εναντίον των Τρόλοκ. Όπως φαινόταν, κάποιοι, που ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν μια βασίλισσα, δεν άντεχαν τους Τρόλοκ. Ο Ραντ μόλις που το πρόσεξε όμως. Έψαχνε με το βλέμμα μέσα στους Αελίτες.

Εκεί. Μια γυναίκα με λευκή μπλούζα, που με το ένα χέρι σήκωνε τα φαρδιά φουστάνια της, καθώς χτυπούσε μ’ ένα κοντό μαχαίρι έναν Τρόλοκ, ο οποίος το έσκαγε· μια στιγμή αργότερα, φλόγες τύλιξαν τη μορφή με τη μουσούδα αρκούδας.

«Αβιέντα!» Ο Ραντ κατάλαβε ότι έτρεχε μόνο όταν τη φώναξε. «Αβιέντα!»

Και να που ήταν εκεί και ο Ματ, με το σακάκι σχισμένο και με αίμα στην όμοια με σπαθί λεπίδα του δόρατός του, στηριγμένος στο μαύρο κοντάρι, να παρακολουθεί τους Τρόλοκ να το σκάνε· απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε καμία αντίρρηση να τους πολεμήσει κάποιος άλλος, τώρα που μπορούσε να γίνει αυτό. Και ήταν εκεί και ο Ασμόντιαν, κρατώντας αδέξια ένα σπαθί, προσπαθώντας να κοιτάζει παντού ολόγυρά του, μη τυχόν αποφάσιζε κάποιος Τρόλοκ να ξαναγυρίσει. Ο Ραντ ένιωθε σαϊντίν μέσα του, αν και αδύναμο· δεν πίστευε ότι η λεπίδα ήταν το κύριο όπλο του Ασμόντιαν.

Μοιροφωτιά. Η μοιροφωτιά που είχε κάψει ένα νήμα από το Σχήμα. Όσο πιο δυνατή ήταν η μοιροφωτιά, τόσο πιο πίσω πήγαινε εκείνο το κάψιμο. Και ό,τι είχε κάνει εκείνο το άτομο πλέον δεν είχε συμβεί. Δεν τον ένοιαζε αν η επίθεσή του στον Ράχβιν είχε ξηλώσει το μισό Σχήμα, Όχι, αν ήταν αυτό το αποτέλεσμα.

Ένιωσε δάκρυα στο μάγουλο του και άφησε το σαϊντίν και το Κενό να χαθούν. Ήθελε να το νιώσει αυτό. «Αβιέντα!» Τη σήκωσε ψηλά, τη στριφογύρισε, ενώ αυτή τον κοίταζε σαν να ήταν τρελός, Δεν ήθελε να την αφήσει κάτω, αλλά το έκανε. Για να αγκαλιάσει τον Ματ. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησε.

Ο Ματ τον απέφυγε. «Καλά, τι έπαθες; Κάνεις σαν να ήμασταν νεκροί. Όχι, δεν πεθάναμε, αν και λίγο έλειψε. Το να είσαι στρατηγός θα έπρεπε να είναι πιο ασφαλές!»

«Είσαι ζωντανός», είπε γελώντας ο Ραντ. Χάιδεψε τα μαλλιά της Αβιέντα· της είχε πέσει η μαντήλα και κρεμόταν λυμένη στο λαιμό της. «Χαίρομαι που ζείτε. Αυτό είναι όλο».

Ξανακοίταξε την πλατεία και η χαρά του υποχώρησε. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σβήσει, όμως τα πτώματα που κείτονταν σε σωρούς εκεί που είχαν σταθεί οι Αελίτες για να πολεμήσουν την έκαναν να καταλαγιάσει. Πολλά ήταν τόσο μικρόσωμα, ώστε αποκλείεται να ήταν άνδρες. Ήταν εκεί η Λαμέλ, με το πέπλο να λείπει, όπως επίσης και ο μισός λαιμός της· δεν θα του ξανάκανε ποτέ σούπα. Ο Πέβιν, που έσφιγγε και με τα δύο χέρια το χοντρό σαν καρπό ανθρώπου κοντάρι ενός δόρατος Τρόλοκ, ενώ του τρυπούσε το στήθος, με την πρώτη έκφραση που είχε δει ποτέ ο Ραντ στο πρόσωπό του. Έκπληξη. Η μοιροφωτιά είχε κοροϊδέψει το θάνατο για μερικούς φίλους του, όμως όχι για άλλους. Για πάρα πολλούς. Για πάρα πολλές Κόρες.

Πάρε ό,τι μπορείς να κρατήσεις. Αγαλλίασε μ’ αυτό που μπορείς να σώσεις, και μη θρηνείς πολύ για τις απώλειες σου. Δεν ήταν δική του η σκέψη, αλλά τη δέχτηκε. Του φάνηκε ότι ήταν ένας καλός τρόπος για να αποφύγει την τρέλα προτού τον οδηγούσε εκεί το σαϊντίν.

«Πού πήγες;» ζήτησε να μάθει η Αβιέντα. Όχι με θυμό. Μάλιστα έδειχνε ανακουφισμένη. «Τη μια στιγμή ήσουν εκεί, και την άλλη είχες χαθεί».

«Έπρεπε να σκοτώσω τον Ράχβιν», είπε ο Ραντ ήσυχα. Εκείνη άνοιξε το στόμα, όμως αυτός το ακούμπησε με τα δάχτυλα για να τη σταματήσει, και μετά την έσπρωξε μαλακά. Πάρε ό,τι μπορείς να κρατήσεις. «Μη ρωτάς άλλα. Είναι νεκρός».

Ο Μπάελ ήρθε κουτσαίνοντας, με το σούφα ακόμα τυλιγμένο στο κεφάλι, αλλά με το πέπλο να κρέμεται στο στήθος του. Είχε αίμα στο μηρό κι επίσης στη μύτη του ενός δόρατος που του είχε απομείνει. «Οι Νυκτοδρομείς και οι Σκιοστρέβλωτοι το έχουν βάλει στα πόδια, Καρ’α’κάρν. Μερικοί υδρόβιοι ήρθαν στο χορό μας εναντίον τους. Ακόμα και μερικοί αρματωμένοι, αν και αυτοί στην αρχή χόρεψαν εναντίον μας». Η Σούλιν ήταν πίσω του, χωρίς πέπλο, με μια άσχημη κόκκινη χαρακιά στο μάγουλο.

«Κυνηγήστε τους, όσο καιρό κι αν πάρει», είπε ο Ραντ. Αρχισε να περπατά, δίχως να ξέρει πού πήγαινε, αρκεί να απομακρυνόταν από την Αβιέντα. «Δεν θέλω να τριγυρνούν αδέσποτοι στα βουνά. Το νου σας στους Φρουρούς. Αργότερα θα βρω ποιοι ήταν άνθρωποι του Ράχβιν και ποιοι...» Συνέχισε να περπατά, μιλώντας, χωρίς να κοιτάζει πίσω. Πάρε ό,τι μπορείς να κρατήσεις.

Загрузка...