25 Όνειρα για τον Γκάλαντ

Η Εγκουέν, αντί να επιστρέψει στο κορμί της, έμεινε να πλέει στο σκοτάδι. Έμοιαζε να είναι η ίδια σκοτάδι, δίχως ουσία. Δεν ήξερε αν το σώμα της βρισκόταν προς τα πάνω ή κάτω ή πλάγιά της —εδώ δεν υπήρχαν κατευθύνσεις― αλλά ήξερε ότι ήταν κοντά, ότι μπορούσε εύκολα να μπει μέσα του. Ολόγυρα της, στο ζόφο, πυγολαμπίδες έμοιαζαν να λαμπυρίζουν, μια πελώρια ορδή που χανόταν σε έναν αφάνταστο ορίζοντα. Υπήρχαν όνειρα, τα όνειρα των Αελιτών του στρατοπέδου, τα όνειρα των ανδρών και των γυναικών σ’ όλη την Καιρχίν, σ’ όλον τον κόσμο, που τρεμόφεγγαν εκεί.

Μπορούσε τώρα να ξεχωρίσει μερικά από τα κοντινότερα και να πει ποιος ήταν ο ονειρευόμενος. Κατά έναν τρόπο, αυτά τα λαμπυρίσματα έμοιαζαν μεταξύ τους όπως οι πυγολαμπίδες —αυτό ήταν που την είχε δυσκολέψει τόσο αρχικά― όμως κατά έναν άλλο τώρα έμοιαζαν ξεχωριστά σαν πρόσωπα. Τα όνειρα του Ραντ και της Μουαραίν, εμφανίζονταν θαμπά, σκοτεινά, εξαιτίας των ξορκιών προφύλαξης που είχαν υφάνει. Τα όνειρα της Άμυς και της Μπάιρ ήταν λαμπερά και ομαλά, καθώς πάλλονταν· απ’ ό,τι φαινόταν, είχαν ακολουθήσει αυτό που είχαν συμβουλέψει την Εγκουέν. Αν δεν τα είχε δει, θα χωνόταν την ίδια στιγμή στο σώμα της. Οι δυο τους ήξεραν καλύτερα από την ίδια να κάνουν βόλτες στο σκοτάδι· δεν θα καταλάβαινε την παρουσία τους, παρά μόνο όταν της ορμούσαν. Αν μάθαινε ποτέ να αναγνωρίζει με τον ίδιο τρόπο την Ηλαίην και τη Νυνάβε, θα μπορούσε να τις βρίσκει μέσα σ’ αυτή την πελώρια συναστρία όπου κι αν βρίσκονταν στον κόσμο. Απόψε όμως δεν ήθελε να παρατηρήσει τα όνειρα κανενός.

Σχημάτισε προσεκτικά στο νου της μια εικόνα που θυμόταν καλά, και βρέθηκε πίσω στον Τελ’αράν’ριοντ, μέσα στο δίχως παράθυρο δωματιάκι του Πύργου όπου είχε ζήσει ως μαθητευόμενη. Υπήρχε ένα στενό κρεβάτι κολλημένο σε έναν ασπροβαμμένο τοίχο. Απέναντι από την πόρτα υπήρχε ένας νιπτήρας κι ένα σκαμνί με τρία πόδια, ενώ στα χοντρά ξύλινα καρφιά ήταν κρεμασμένα τα φορέματα και τα μισοφόρια από λευκό μαλλί και ο λευκός μανδύας της τωρινής κατοίκου του. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο, αν ήταν ολότελα άδειο· ο Πύργος εδώ και πολλά χρόνια δεν μπορούσε να γεμίσει τα καταλύματα των μαθητευόμενων. Το πάτωμα ήταν σχεδόν εξίσου άσπρο με τους τοίχους και τα ρούχα. Κάθε μέρα η μαθητευόμενη που έμενε εκεί το σφουγγάριζε πεσμένη στα τέσσερα· το ίδιο είχε κάνει και η Εγκουέν, και η Ηλαίην στο διπλανό δωμάτιο. Αν ερχόταν μια βασίλισσα να μαθητεύσει στον Πύργο, θα ξεκινούσε από ένα δωματιάκι σαν αυτό, σφουγγαρίζοντας το πάτωμα.

Τα ρούχα ήταν τοποθετημένα σε άλλη θέση όταν τα ξανακοίταξε, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έτοιμη να αγκαλιάσει ακαριαία το σαϊντάρ, άνοιξε την πόρτα, όσο για να ξεπροβάλει το κεφάλι της. Και πήρε μια ανάσα όλο ανακούφιση, όταν είδε το κεφάλι της Ηλαίην να ξεπροβάλλει εξίσου αργά από τη γειτονική πόρτα. Η Εγκουέν έλπισε να μην είχε και η ίδια αυτό το γουρλωμένο, αβέβαιο ύφος. Έκανε νόημα βιαστικά και η Ηλαίην έτρεξε, φορώντας λευκά ρούχα μαθητευόμενης, τα οποία έγιναν ανοιχτόγκριζο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας, καθώς χιμούσε στο δωμάτιο. Η Εγκουέν σιχαινόταν τα γκρίζα φορέματα· τέτοια φορούσαν οι νταμέην.

Έμεινε εκεί για μια στιγμή ακόμα, χτενίζοντας με το βλέμμα τα εσωτερικά μπαλκόνια των καταλυμάτων των μαθητευομένων. Οι όροφοι υψώνονταν ο ένας πάνω από τον άλλο κι έπεφταν άλλοι τόσοι ως την Αυλή των Μαθητευομένων πιο κάτω. Όχι ότι περίμενε να είναι εκεί η Λίαντριν ή κάποια ακόμα χειρότερη, αλλά δεν ήταν κακό να έχεις το νου σου.

«Νόμιζα ότι αυτό εννοούσες», είπε η Ηλαίην, καθώς η Εγκουέν έκλεινε την πόρτα. «Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να θυμάμαι τι μπορώ να λέω και μπροστά σε ποια; Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσαμε να πούμε στις Σοφές τα πάντα. Να πούμε ότι είμαστε απλώς Αποδεχθείσες, και να ξεμπερδεύουμε».

«Εσύ θα ξεμπέρδευες», είπε σταθερά η Εγκουέν. «Εγώ τυχαίνει να κοιμάμαι είκοσι βήματα πιο πέρα απ’ αυτές».

Η Ηλαίην ρίγησε. «Αυτή η Μπάιρ. Μου θυμίζει τη Λίνι, όταν έσπαζα κάτι που δεν έπρεπε να σπάσω».

«Περίμενε να σου γνωρίσω τη Σορίλεα». Η Ηλαίην την κοίταξε με αμφιβολία, όμως βέβαια και η ίδια η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη αν θα πίστευε ότι υπήρχε άνθρωπος σαν τη Σορίλεα χωρίς να την έχει συναντήσει. Δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να κάνει αυτό που ήθελε. Έσιαξε το επώμιό της. «Πες μου πώς γνώρισες τη Μπιργκίτε. Ήταν η Μπιργκίτε, σωστά;»

Η Ηλαίην παραπάτησε, σαν να της είχαν ρίξει γροθιά στο στομάχι. Τα γαλανά μάτια της έκλεισαν για μια στιγμή και πήρε μια ανάσα τόσο βαθιά, που σίγουρα τη γέμισε ως τα δάχτυλα των ποδιών. «Δεν μπορώ να σου μιλήσω γι’ αυτό».

«Τι εννοείς ότι δεν μπορείς να μου μιλήσεις; Έχεις γλώσσα. Η Μπιργκίτε ήταν;»

«Δεν μπορώ, Εγκουέν. Πρέπει να με πιστέψεις. Θα σου έλεγα, αν μπορούσα, μα δεν μπορώ. Ίσως... αν ρωτούσα...» Αν η Ηλαίην συνήθιζε να σφίγγει τα χέρια της, αυτό θα έκανε εκείνη τη στιγμή. Ανοιγόκλεισε το στόμα χωρίς να βγουν λέξεις, τα μάτια της πετάχτηκαν τριγύρω στο δωμάτιο, σαν να ζητούσε έμπνευση και αρωγή. Ανάσανε βαθιά και στύλωσε το τεταμένο γαλανό βλέμμα της στην Εγκουέν. «Ό,τι και να πω, παραβιάζω την εχεμύθεια που υποσχέθηκα. Ακόμα και μ’ αυτό που σου λέω. Σε παρακαλώ, Εγκουέν. Πρέπει να με εμπιστευθείς. Και δεν πρέπει να πεις σε κανέναν αυτό που... νόμισες ότι είδες».

Η Εγκουέν έδιωξε με κόπο το αυστηρό σμίξιμο τω φρυδιών της. «Θα σε εμπιστευτώ». Τουλάχιστον, τώρα ήξερε στα σίγουρα ότι δεν φανταζόταν οράματα. Η Μπιργκίτε; Φως μου! «Ελπίζω κάποια μέρα να με εμπιστεύεσαι αρκετά για να μου το πεις».

«Σε εμπιστεύομαι, αλλά...» Κουνώντας το κεφάλι, η Ηλαίην κάθισε στην άκρη του σχεδόν στρωμένου κρεβατιού. «Φυλάμε μυστικά, πιο πολλά απ’ όσα πρέπει, Εγκουέν, αλλά μερικές φορές υπάρχει λόγος».

Μετά από μια στιγμή, η Εγκουέν ένευσε και κάθισε πλάι της. «Όποτε μπορέσεις», αυτό είπε μόνο, όμως η φίλη της την αγκάλιασε ανακουφισμένη.

«Έλεγα μια φορά να μην το ρωτήσω, Εγκουέν. Μόνο μια φορά, δεν θα γέμιζα τις σκέψεις μου μ’ αυτόν». Το γκρι φόρεμα ιππασίας έγινε λαμπερή πράσινη εσθήτα· η Ηλαίην σίγουρα δεν αντιλαμβανόταν πόσο χαμηλά έπεφτε το ντεκολτέ. «Αλλά... είναι καλά ο Ραντ;»

«Είναι ζωντανός και απείραχτος, αν εννοείς αυτό. Νόμιζα πως ήταν σκληρός στο Δάκρυ, όμως σήμερα τον άκουσα να απειλεί πως θα κρεμούσε όποιον εναντιωνόταν στις διαταγές του. Όχι ότι είναι κακές διαταγές —δεν αφήνει να παίρνουν τρόφιμα χωρίς να τα πληρώσουν, να δολοφονούν ανθρώπους― αλλά και πάλι. Ήταν οι πρώτοι που τον χαιρέτισαν ως Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή· τον ακολούθησαν και έφυγαν από την Ερημιά δίχως δισταγμό. Κι αυτός τους απειλεί, σκληρός σαν ψυχρό ατσάλι».

«Δεν ήταν απειλή, Εγκουέν. Είναι βασιλιάς, ό,τι γνώμη και να έχεις εσύ ή αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος, και οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες πρέπει να απονέμουν δικαιοσύνη δίχως να δείχνουν φόβο στους εχθρούς ή εύνοια στους φίλους. Όποιος το κάνει αυτό, πρέπει να είναι σκληρός. Η μητέρα καμιά φορά κάνει ακόμα και τα τείχη της πόλης να φαντάζουν μαλακά δίπλα της».

«Δεν είναι ανάγκη να γίνεται τόσο αλαζονικός όμως», είπε χωρίς ένταση η Εγκουέν. «Η Νυνάβε είπε ότι θα ’πρεπε να του θυμίσω πως δεν παύει να είναι απλώς άνθρωπος, αλλά ακόμα δεν βρήκα τρόπο να του το πω».

«Πρέπει να θυμάται πως είναι απλώς άνθρωπος. Αλλά έχει δικαίωμα να περιμένει υπακοή από τους άλλους». Στον τόνο της Ηλαίην υπήρχε κάτι υπεροπτικό, ώσπου χαμήλωσε το βλέμμα της. Τότε το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο και ξαφνικά η πράσινη εσθήτα απέκτησε δαντελωτό γιακά που έφτανε ως το σαγόνι της. «Είσαι σίγουρη ότι δεν το παρεξήγησες αυτό για αλαζονεία;» κατέληξε με πνιγμένη φωνή.

«Είναι θρασύς σαν γουρούνι σε μπιζελοχώραφο». Η Εγκουέν ανασάλεψε στο κρεβάτι· το θυμόταν σκληρό, όμως το λεπτό στρώμα έμοιαζε πιο μαλακό από τις κουβέρτες στις οποίες κοιμόταν στη σκηνή της. Δεν ήθελε να μιλήσει για τον Ραντ. «Είσαι σίγουρη ότι αυτός ο καυγάς δεν θα προκαλέσει κι άλλα προβλήματα;» Σίγουρα η αντιζηλία με τη Λατέλ δεν θα διευκόλυνε το ταξίδι τους.

«Δεν το νομίζω. Το παράπονο της Λατέλ από τη Νυνάβε ήταν ότι τώρα όλοι οι ελεύθεροι άνδρες δεν ήταν πια στη διάθεσή της, για να διαλέγει όποιον ήθελε. Φαντάζομαι ότι μερικές γυναίκες έτσι σκέφτονται. Η Αλούντρα δεν ξανοίγεται, η Σεράντιν δεν θα τα έβαζε ούτε με χήνα, προτού της μάθω να υπερασπίζεται τον εαυτό της, και η Κλαρίν είναι παντρεμένη με τον Πέτρα. Όμως η Νυνάβε ξεκαθάρισε ότι θα έστριβε το αυτί όποιου άνδρα τολμούσε έστω και να σκεφτεί να φλερτάρει μαζί της, κι επίσης ζήτησε συγγνώμη από τη Λατέλ. Ελπίζω, λοιπόν, να λύθηκε το πρόβλημα».

«Ζήτησε συγγνώμη;»

Η άλλη ένευσε και η έκφραση του προσώπου της έδειχνε ότι το έβρισκε αστείο όσο και η ίδια η Εγκουέν. «Νόμιζα ότι θα του την άναβε του Λούκα, όταν αυτός της είπε ότι έπρεπε να απολογηθεί —παρεμπιπτόντως, ο Λούκα δεν θεωρεί ότι η απαγόρευση της ισχύει και γι’ αυτόν― όμως στο τέλος το έκανε, αφού γκρίνιαζε μια ολόκληρη ώρα. Για την ακρίβεια, μουρμούριζε για σένα». Δίστασε, έριξε μια λοξή ματιά στην Εγκουέν. «Της είπες τίποτα την τελευταία φορά που βρεθήκατε; Είναι... διαφορετική... από τότε και μερικές φορές μιλάει μόνη της. Τσακώνεται μόνη της, δηλαδή. Για σένα, από το λίγο που άκουσα».

«Δεν της είπα τίποτα που δεν έπρεπε να ειπωθεί». Άρα είχε αντέξει, αυτό που είχε συμβεί μεταξύ τους, ό,τι κι αν ήταν. Ή συνέβαινε αυτό ή η Νυνάβε μάζευε θυμό για την επόμενη φορά που θα συναντιόνταν. Η Εγκουέν δεν θα ανεχόταν πια τα νεύρα της άλλης, τώρα που ήξερε ότι δεν ήταν υποχρεωμένη. «Πες της εκ μέρους μου ότι δεν ταιριάζει στα χρόνια της να κυλιέται στο χώμα παλεύοντας. Αν μπλέξει πάλι σε τσακωμό, έχω και χειρότερα να της πω. Να της το πεις ακριβώς έτσι. Έχω και χειρότερα». Άσε τη Νυνάβε να τυραννά το μυαλό της μέχρι την επόμενη φορά. Ή θα ήταν ήρεμη σαν προβατάκι... Ή, αλλιώς, η Εγκουέν θα έπρεπε να κάνει πράξη την απειλή της. Η Νυνάβε μπορεί να ήταν πιο ισχυρή στη Δύναμη, όταν μπορούσε να διαβιβάσει, αλλά εδώ η δυνατότερη ήταν η Εγκουέν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχε τελειώσει πια με τα ξεσπάσματα της Νυνάβε.

«Θα της το πω», είπε η Ηλαίην. «Κι εσύ άλλαξες. Μοιάζεις να έχεις κάτι από τον τρόπο του Ραντ».

Η Εγκουέν έκανε μια στιγμή να καταλάβει τι εννοούσε, βλέποντας και το χαμογελάκι της Ηλαίην. «Μην είσαι χαζή».

Η Ηλαίην γέλασε δυνατά και την αγκάλιασε πάλι. «Αχ, Εγκουέν, θα γίνεις Έδρα της Αμερλιν κάποια μέρα, όταν θα είμαι Βασίλισσα του Άντορ».

«Αν υπάρχει Πύργος ως τότε», είπε ζοφερά η Εγκουέν και το γέλιο της Ηλαίην μαράθηκε.

«Εγκουέν, η Ελάιντα δεν μπορεί να καταστρέψει τον Λευκό Πύργο. Ό,τι και να κάνει, ο Πύργος θα παραμείνει. Ίσως να μην μείνει Άμερλιν. Όταν η Νυνάβε θυμηθεί το όνομα εκείνης της πόλης, πάω στοίχημα ότι θα βρούμε έναν Πύργο σε εξορία, μ’ όλα τα Άτζα εκτός του Κόκκινου».

«Το ελπίζω». Η Εγκουέν ήξερε ότι η φωνή της φανέρωνε λύπη. Ήθελε οι Άες Σεντάι να υποστηρίξουν τον Ραντ και να αντιταχθούν στην Ελάιντα, όμως αυτό σήμαινε ότι ο Λευκός Πύργος θα ράγιζε για τα καλά και ίσως δε θα ξαναγινόταν ποτέ ακέραιος.

«Πρέπει να γυρίσω πίσω», είπε η Ηλαίην. «Η Νυνάβε επιμένει ότι όποια από τις δυο μας δεν μπαίνει στον Τελ’αράν’ριοντ, πρέπει να μένει ξύπνια, και, με τον πονοκέφαλο που έχει, πρέπει να πιει τσάι από βότανα και να κοιμηθεί. Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο ισχυρογνώμων. Όποια κι αν παρακολουθεί, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να βοηθήσει, και τώρα ξέρουμε και οι δύο αρκετά για να είμαστε εντελώς ασφαλείς». Το πράσινο φόρεμά της πετάρισε και έγινε η φορεσιά της Μπιργκίτε, λευκό σακάκι και πλατύ κίτρινο παντελόνι για μια στιγμή, και ύστερα επανήλθε. «Είπε να μην σου το πω, όμως πιστεύει πως η Μογκέντιεν προσπαθεί να μας βρει. Αυτήν κι εμένα».

Η Εγκουέν δεν έκανε την προφανή ερώτηση. Σίγουρα ήταν κάτι που είχε πει η Μπιργκίτε. Γιατί, άραγε, η Ηλαίην προσπαθούσε να το κρατήσει μυστικό; Επειδή το υποσχέθηκε. Η Ηλαίην ποτέ στη ζωή της δεν πάτησε την υπόσχεση της. «Πες της να προσέχει». Η Νυνάβε μάλλον δεν θα καθόταν να περιμένει, αν πίστευε ότι την κυνηγούσε μια Αποδιωγμένη. Θα θυμόταν ότι την είχε νικήσει κάποτε, και το κουράγιο της πάντα ξεπερνούσε τη λογική της. «Δεν πρέπει να παίρνουμε τους Αποδιωγμένους αψήφιστα. Ούτε και μια Σωντσάν, κι ας είναι δήθεν μια απλή θηριοδαμάστρια. Να της το πεις».

«Δεν φαντάζομαι να με άκουγες, αν σου έλεγα να προσέχεις κι εσύ».

Κοίταξε έκπληκτη την Ηλαίην. «Πάντα προσέχω. Το ξέρεις».

«Φυσικά». Το τελευταίο που είδε η Εγκουέν, καθώς η άλλη γυναίκα ξεθώριαζε, ήταν το ελαφρά κοροϊδευτικό χαμόγελό της.

Η Εγκουέν δεν έφυγε. Αν δεν θυμόταν η Νυνάβε πού βρισκόταν η σύναξη των Γαλάζιων, ίσως να το έβρισκε εδώ. Η ιδέα ήταν κάθε άλλο παρά καινούρια: δεν ήταν το πρώτο ταξίδι της στον Πύργο μετά την τελευταία συνάντησή της με τη Νυνάβε. Φόρεσε ένα αντίγραφο του προσώπου της Ενάιλα με πυρά μαλλιά που έφταναν στους ώμους, και φόρεμα Αποδεχθείσας με ριγέ ποδόγυρο, και μετά σχημάτισε την εικόνα του περίτεχνα επιπλωμένου γραφείου της Ελάιντα.

Το γραφείο δεν είχε αλλάξει, αν και σε κάθε επίσκεψη λιγόστευαν τα σκαμνιά εκείνα με τις σκαλισμένες κληματσίδες που ήταν παραταγμένα σε ημικύκλιο, μπροστά στο πλατύ τραπέζι γραφής. Η Εγκουέν πήγε κατευθείαν στο τραπέζι και παραμέρισε την όμοια με θρόνο καρέκλα, που είχε ενσφηνωμένη τη φιλντισένια Φλόγα της Ταρ Βάλον, για να φτάσει το λακαρισμένο κουτί με τα γράμματα. Σήκωσε το καπάκι, το οποίο ήταν στολισμένο με γεράκια που μάχονταν και με σύννεφα, και άρχισε να χτενίζει με το βλέμμα τις περγαμηνές όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ακόμα κι έτσι, μερικά έλιωναν μισοδιαβασμένα ή άλλαζαν. Δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει εκ των προτέρων τι ήταν σημαντικό και τι ασήμαντο.

Τα πιο πολλά ήταν αναφορές για αποτυχίες. Ακόμα κανένα νέο για το πού είχε πάει το στρατό του ο Άρχοντας του Μπασίρε, κι ένας τόνος σύγχυσης και ανησυχίας χρωμάτιζε τις λέξεις. Το όνομα εκείνο τη γαργάλησε στο βάθος του μυαλού της, αλλά, μην έχοντας χρόνο για χάσιμο, το απόδιωξε και έπιασε άλλο ένα φύλλο. Κανένα νέο για το πού βρισκόταν ο Ραντ, έλεγε μια απελπισμένη αναφορά, σχεδόν πανικόβλητη. Καλά που το είχε μάθει, και μόνο γι’ αυτό άξιζε το ταξίδι. Είχε περάσει πάνω από μήνας από την τελευταία φορά που είχαν στείλει νέα από το Τάντσικο οι πληροφοριοδότες οποιουδήποτε Άτζα, κι επίσης ήταν κι άλλοι στο Τάραμπον που είχαν σιωπήσει· η επιστολογράφος κατηγορούσε την αναρχία που επικρατούσε εκεί· φήμες, που υποστήριζαν ότι κάποιος είχε καταλάβει το Τάντσικο, δεν μπορούσαν να επιβεβαιωθούν, όμως η επιστολογράφος υπαινισσόταν ότι έφταιγε ο Ραντ. Ακόμα καλύτερα, αν η Ελάιντα έψαχνε σε λανθασμένο μέρος, πάνω από χίλιες λεύγες μακριά από το σωστό. Μια μπερδεμένη αναφορά έλεγε ότι μια Κόκκινη αδελφή στο Κάεμλυν ισχυριζόταν πως είχε δει τη Μοργκέις σε ανοιχτή ακρόαση για τον κόσμο, όμως οι πράκτορες διαφόρων Άτζα στο Κάεμλυν έλεγαν ότι η Βασίλισσα είχε απομονωθεί εδώ και μέρες. Μάχες στις Μεθόριες, πιθανότατα μικροεξεγέρσεις στο Σίναρ και στο Άραφελ· η περγαμηνή χάθηκε προτού διαβάσει η Εγκουέν τα αίτια. Ο Πέντρον Νάιαλ καλούσε Λευκομανδίτες στην Αμαδισία, πιθανότατα για να κινηθεί εναντίον της Αλτάρας. Καλά που η Ηλαίην και η Νυνάβε θα έμεναν εκεί μόνο τρεις μέρες ακόμα.

Η επόμενη περγαμηνή αφορούσε την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Πρώτα, η επιστολογράφος συμβούλευε να μην τιμωρηθεί η πράκτορας που τους είχε επιτρέψει να δραπετεύσουν —η Ελάιντα το είχε διαγράψει αυτό με χοντρές γραμμές και είχε γράψει «Να τιμωρηθεί παραδειγματικά!» στο περιθώριο― και μετά, πάνω που η αναφορά έμπαινε σε λεπτομέρειες για τις έρευνες σχετικά με εκείνες τις δύο στην Αμαδισία, το φύλλο έγινε ένα μάτσο χαρτιά, που έμοιαζαν να είναι εκτιμήσεις οικοδόμων και λιθοξόων για την κατασκευή μιας προσωπικής κατοικίας για την Έδρα της Άμερλιν στον περίβολο του Πύργου. Για την κατασκευή παλατιού, ακριβέστερα, κρίνοντας από τον αριθμό των σελίδων.

Άφησε τις σελίδες να πέσουν, και αυτές εξαφανίστηκαν, προτού σκορπιστούν στο τραπέζι. Το λακαρισμένο κουτί ήταν πάλι κλειστό. Ήξερε ότι θα μπορούσε να περάσει εκεί ολόκληρη τη ζωή της· πάντα θα υπήρχαν κι άλλα έγγραφα στο κουτί και πάντα θα άλλαζαν. Όσο πιο εφήμερο ήταν κάτι στον ξυπνητό κόσμο —μια επιστολή, ένα ρούχο, μια γαβάθα που τη μετακινούσαν συχνά― τόσο πιο ασταθές ήταν το καθρέφτισμά του στον Τελ’αράν’ριοντ. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί για πολύ· ο ύπνος όταν ήσουν στον Κόσμο των Ονείρων δεν σε ξεκούραζε όσο όταν κοιμόσουν ανενόχλητος.

Έτρεξε στον προθάλαμο κι έκανε να απλώσει το χέρι στις περγαμηνές και τους κυλίνδρους, που σχημάτιζαν τακτοποιημένες στοίβες στο τραπέζι της Τηρήτριας, άλλες με βουλοκέρι και άλλες χωρίς, όταν το δωμάτιο τρεμόφεξε. Προτού προλάβει να σκεφτεί καν τι σήμαινε αυτό, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Γκάλαντ, χαμογελαστός, μ’ ένα μπροκάρ γαλάζιο σακάκι, που ταίριαζε τέλεια στους ώμους του, και με στενό παντελόνι, που τόνιζε τα γυμνασμένα του πόδια.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένιωσε ναυτία. Δεν ήταν σωστό να έχει ένας άνδρας τόσο όμορφο πρόσωπο.

Εκείνος την πλησίασε, με τα μαύρα μάτια του να λαμπυρίζουν, και άγγιξε το μάγουλό της με τα δάχτυλά του. «Θα κάνεις ένα περίπατο μαζί μου στον Υδρόκηπο;» της είπε με μαλακή φωνή.

«Αν θέλετε να ερωτοτροπήσετε εσείς οι δύο», είπε μια αυστηρή γυναικεία φωνή, «δεν θα το κάνετε εδώ».

Η Εγκουέν στριφογύρισε με γουρλωμένα μάτια και είδε τη Ληάνε, που καθόταν πίσω από το τραπέζι με το επώμιο της Τηρήτριας στους ώμους και με ένα χαμόγελο συμπάθειας στο μπρουντζόχρωμο πρόσωπό της. Η πόρτα προς το γραφείο της Αμερλιν ήταν ανοιχτή και μέσα στεκόταν η Σιουάν πλάι στο απλό, καλογυαλισμένο τραπέζι της, διαβάζοντας μια μακριά περγαμηνή, με το ριγωτό επιτραχήλιο του αξιώματος στους ώμους της. Τι παράκρουση ήταν αυτή;

Το έσκασε χωρίς να σκεφτεί ποια εικόνα σχημάτιζε, και βρέθηκε να βαριανασαίνει στο Κοινό Λιβάδι του Πεδίου του Έμοντ, με τις καλαμοσκεπές των σπιτιών ολόγυρά της και με την Οινοπηγή να αναβλύζει από τη βραχώδη προεξοχή στην πλατιά χλοερή έκταση. Κοντά στο ορμητικό ποταμάκι που πλάταινε γρήγορα, στεκόταν το μικρό πανδοχείο του πατέρα της, με το ισόγειο από πέτρα και τον πρώτο όροφο ασβεστωμένο. «Η μόνη τέτοια στέγη στους Δύο Ποταμούς», έλεγε συχνά ο Μπραν αλ’Βέρ για τα κόκκινα κεραμίδια του. Το μεγάλο πέτρινο θεμέλιο κοντά στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, που από το κέντρο του πετιόταν και απλωνόταν μια πελώρια βελανιδιά, ήταν πολύ αρχαιότερο από το πανδοχείο, αλλά κάποιοι έλεγαν ότι ανέκαθεν υπήρχε πανδοχείο πλάι στο Νερό της Οινοπηγής, δυο χιλιάδες χρόνια τώρα και παραπάνω.

Ανόητη. Ενώ είχε προειδοποιήσει αυστηρά τη Νυνάβε σχετικά με τα όνειρα στον Τελ’αράν’ριοντ, παραλίγο θα αιχμαλωτιζόταν σε ένα δικό της. Αν και ήταν παράξενο που είχε εμφανιστεί ο Γκάλαντ. Τον ονειρευόταν μερικές φορές. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε· σίγουρα δεν τον αγαπούσε, ούτε καν τον πολυσυμπαθούσε, αλλά ήταν όμορφος, και σε κείνα τα όνειρα ανταποκρινόταν με το παραπάνω στις προσδοκίες της. Τον αδελφό του, τον Γκάγουυν, εκείνον ονειρευόταν συχνότερα, όμως κι αυτό ήταν εξίσου ανόητο. Ό,τι κι αν έλεγε η Ηλαίην, ο ίδιος ποτέ δεν είχε δείξει ότι έτρεφε αισθήματα για την Εγκουέν.

Έφταιγε εκείνο το χαζοβιβλίο, με τις ιστορίες περί εραστών. Με το που θα ξυπνούσε το πρωί, θα το επέστρεφε στην Αβιέντα. Και θα της έλεγε ότι κατά τη γνώμη της δεν το διάβαζε καθόλου για τις περιπέτειες.

Όμως δίσταζε να φύγει. Ήταν το σπίτι. Το Πεδίο του Έμοντ. Το τελευταίο μέρος στο οποίο είχε νιώσει ποτέ ασφαλής. Πάνω από χρόνος είχε περάσει από την τελευταία φορά που το είχε δει, όμως όλα έμοιαζαν να είναι όπως τα θυμόταν. Όχι ακριβώς όλα. Στο Κοινό Λιβάδι υπήρχαν δύο ψηλοί ιστοί με μεγάλα λάβαρα, που το ένα έδειχνε έναν κόκκινο αετό και το άλλο μια εξίσου κόκκινη λυκοκεφαλή. Μήπως είχε καμία σχέση μ’ αυτά ο Πέριν; Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς. Όμως ο Πέριν είχε πάει στην πατρίδα, έτσι έλεγε ο Ραντ, και τον είχε ονειρευτεί κάποιες φορές μαζί με λύκους.

Αρκετά είχε καθίσει αργόσχολα εκεί. Ήταν ώρα να―

Τρεμοπαίξιμο.

Από το πανδοχείο βγήκε η μητέρα της, με γκρίζα πλεξούδα κρεμασμένη στον ώμο της. Η Μάριν αλ’Βέρ ήταν λεπτοκαμωμένη γυναίκα, ακόμα όμορφη, και η καλύτερη μαγείρισσα των Δύο Ποταμών. Η Εγκουέν άκουσε τον πατέρα της να γελά μέσα στην κοινή αίθουσα, όπου βρισκόταν σε συνάντηση με τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου του Χωριού.

«Ακόμα εκεί έξω είσαι, παιδί μου;» είπε η μητέρα της, ψέγοντάς την τρυφερά, γελαστά. «Είσαι παντρεμένη καιρό και θα ’πρεπε να έχεις μάθει πια ότι δεν πρέπει να ξέρει ο άνδρας σου ότι μελαγχολείς, περιμένοντάς τον να γυρίσει». Κούνησε το κεφάλι της και γέλασε. «Πολύ αργά. Να ’τος, έρχεται».

Η Εγκουέν γύρισε με προσμονή και το βλέμμα της πέρασε πάνω από τα παιδιά που έπαιζαν στο Κοινό Λιβάδι. Τα καδρόνια της Γέφυρας των Κάρων βόγκηξαν, καθώς ο Γκάγουυν ερχόταν καλπάζοντας με το άλογο και πηδούσε από τη σέλα μπροστά της. Ήταν ψηλός κι ευθυτενής, φορούσε το χρυσοκέντητο κόκκινο σακάκι του, είχε τις χρυσοκόκκινες μπούκλες της αδελφής του και εξαίσια βαθυγάλανα μάτια. Δεν έφτανε βεβαίως στην ομορφιά τον ετεροθαλή αδελφό του, όμως η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά γι’ αυτόν παρά για τον Γκάλαντ —Για τον Γκάλαντ; Τι πράγμα;― και η Εγκουέν πάλεψε να συγκρατήσει το ρίγος που την έπιασε.

«Σου έλειψα;» της είπε χαμογελώντας.

«Λιγάκι». Γιατί σκέφτηκα τον Γκάλαντ; Θαρρείς και τον είδα πριν από ένα λεπτό. «Αραιά και πού, όταν δεν είχα τίποτα πιο ενδιαφέρον να ασχοληθώ. Εγώ σου έλειψα;»

Για απάντηση, αυτός τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Αυτή έχασε τον κόσμο και τον θυμήθηκε μόνο όταν εκείνος την ξανάφησε στα τρεμάμενα πόδια της. Τα λάβαρα είχαν χαθεί. Ποια λάβαρα;

«Να ’τον», είπε η μητέρα της, πλησιάζοντας μ’ ένα μωρό στα σπάργανα. «Να ο γιος σου. Είναι εξαιρετικό αγόρι. Ποτέ δεν κλαίει».

Ο Γκάγουυν γέλασε, καθώς έπαιρνε το παιδί και το σήκωνε ψηλά. «Έχει τα μάτια σου, Εγκουέν. Να δεις τι θα κάνει στις κοπελιές κάποια μέρα».

Η Εγκουέν τραβήχτηκε μακριά τους, κουνώντας το κεφάλι της. Στ’ αλήθεια υπήρχαν λάβαρα, με κόκκινο αετό και κόκκινη λυκοκεφαλή. Στ’ αλήθεια είχε δει τον Γκάλαντ. Στον Πύργο. «ΟΧΙΙΙΙΙΙΙ!»

Το έσκασε, πηδώντας από τον Τελ’αράν’ριοντ στο δικό της σώμα. Μερικά υπολείμματα επίγνωσης παρέμειναν, όσα για να αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν να σταθεί τόσο ηλίθια και να αφήσει τις φαντασιώσεις της να την παγιδέψουν, και ύστερα βρέθηκε βαθιά στο δικό της, ασφαλές όνειρο. Ο Γκάγουυν κάλπασε στη Γέφυρα των Κάρων, ξεπέζεψε...


Η Μογκέντιεν εμφανίστηκε πίσω από ένα σπίτι με καλαμοσκεπή κι αναρωτήθηκε νωχελικά πού άραγε να βρισκόταν αυτό το χωριουδάκι. Δεν ήταν από τα μέρη που θα περίμενε κανείς να δει λάβαρα υψωμένα. Η κοπέλα ήταν δυνατότερη απ’ όσο νόμιζε, για να ξεφύγει από την ύφανση που είχε κάνει η Αποδιωγμένη στον Τελ’αράν’ριοντ. Ακόμα και η Λανφίαρ, ό,τι κι αν ισχυριζόταν, δεν της παράβγαινε εδώ. Πάντως η κοπέλα παρουσίαζε ενδιαφέρον, επειδή μιλούσε με την Ηλαίην Τράκαντ, η οποία ίσως την οδηγούσε στη Νυνάβε αλ’Μεάρα. Ο μόνος λόγος που είχε προσπαθήσει να την παγιδεύσει ήταν για να απαλλάξει τον Τελ’αράν’ριοντ από κάποια που μπορούσε να περπατά εκεί ελεύθερα. Λες και δεν έφτανε που ήταν αναγκασμένη να τον μοιράζεται με τη Λανφίαρ.

Εκείνη η Νυνάβε αλ’Μεάρα όμως... Ήθελε να την τιμωρήσει, να την κάνει να την ικετεύει. Θα τη νικούσε στη σάρκα, κι ίσως να ζητούσε από τον Μέγα Άρχοντα να της χαρίσει την αθανασία, ώστε η Νυνάβε να μετανιώνει παντοτινά που τα είχε βάλει με τη Μογκέντιεν. Η Νυνάβε και η Ηλαίην μηχανορραφούσαν με τη Μπιργκίτε, ε; Άλλη μια, την οποία είχε λόγους να τιμωρήσει. Η Μπιργκίτε δεν ήξερε καν ποια ήταν η Μογκέντιεν, πριν από τόσο καιρό, στην Εποχή των Θρύλων, όταν είχε ανατρέψει το λεπτοδουλεμένο σχέδιο που είχε καταστρώσει η δεύτερη για να παγιδεύσει τον Λουζ Θέριν. Η Μογκέντιεν όμως την ήξερε. Μόνο που η Μπιργκίτε —η Τήντρα, έτσι λεγόταν τότε― είχε πεθάνει προτού πέσει στα χέρια της Μογκέντιεν. Ο θάνατος δεν ήταν τιμωρία, δεν ήταν τέλος, όταν σήμαινε ότι θα ζούσε ξανά εδώ.

Η Νυνάβε αλ’Μεάρα, η Ηλαίην Τράκαντ, και η Μπιργκίτε. Θα τις έβρισκε αυτές τις τρεις, και θα τους έδινε ένα μάθημα. Από τις σκιές, ώστε να μην ξέρουν τι συνέβαινε παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Και στις τρεις, δίχως εξαίρεση.

Εξαφανίστηκε, και τα λάβαρα συνέχισαν να κυματίζουν στον Τελ’αράν’ριοντ.

Загрузка...