«Λοιπόν, δεν είμαι αγία, δυστυχώς, αλλά προσπαθώ… Έχω μόνο ένα γιο, τον Κ. και το μόνο που ζητώ γι' αυτόν από τον Κύριο, είναι να Τον γνωρίσει. Να Τον αγαπήσει. Είναι έξυπνο παιδί και καλός μαθητής και όλοι λένε ότι είναι πολύ ώριμος κ.λπ., μα δεν με νοιάζει, ούτε καμαρώνω γι' αυτό. Καλό είναι βέβαια κι αυτό· αλλά το μόνο που ικετεύω τον Χριστό και την Παναγία, είναι να λατρέψει τον Κύριο. Αυτό ζητώ κάθε μέρα. Δεν πιέζω· δίνω μόνο όση αγάπη μπορώ, με τα λάθη μου βέβαια, συχνά, αλλά χωρίς κριτική και μουρμούρα. Να εύχεστε το παιδί μου να φωτιστεί απ’ το Θεό…»
Τ.Π. Κύπρος (e-mail)
Χαίρετε, αγαπητοί ακροατές της Πειραϊκής Εκκλησίας. Άλλη μια βδομάδα πέρασε και είμαστε πάλι κοντά στην εκπομπή μας «Αθέατα Περάσματα». Δεν είμαστε βέβαια κοντά μόνο μια φορά την εβδομάδα. Εγώ έτσι νιώθω. Είμαστε κοντά όλη τη βδομάδα. Γιατί αυτή η μία φορά που κάνουμε την εκπομπή γίνεται αφορμή να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, να συνδεθούμε και να περιμένει ο ένας τη συνάντηση με τον άλλον. Εγώ περιμένω πότε θα ξανασυναντηθώ μαζί σας στην εκπομπή, εσείς περιμένετε πότε θα ξαναβρεθούμε, ν' ακούσουμε και να τα πούμε· και κυλάει η βδομάδα με τη σκέψη αυτών που είπαμε στα «Αθέατα Περάσματα».
Στην Εκκλησία αυτά που κάνουμε δεν έχουν στιγμιαία διάρκεια. Μας αγγίζουν και μετά. Νομίζεις ότι φεύγει αυτό που πήρες. Πέφτει ο σπόρος στην ψυχή σου και μετά από λίγη ώρα, λίγα λεπτά, λίγες μέρες, λίγους μήνες — ξέρει ο Θεός πόσο — αρχίζει αυτό και δουλεύει μέσα σου. Δουλεύει, το σκέφτεσαι, το σκέφτεσαι και προβληματίζεσαι. Έτσι και τώρα· λέμε μερικά πράγματα την Τρίτη το μεσημέρι — και σε αναμετάδοση που είναι το βράδυ της Δευτέρας — τ' ακούει κανείς και λέει, τ' ακούσε, εντάξει. Ναι, αλλά αυτό που ακούς αρχίζει και δουλεύει μέσα σου. Και με συγκινεί αυτό που μου λένε μερικοί άνθρωποι· ότι: «Αυτό που άκουσα, κάποια στιγμή το θυμήθηκα». Είναι ωραίο ν' ακούς και να ξεχνάς. Κι είναι ωραίο αυτό που ξέχασες να ξανάρθει και να στο θυμίσει μέσα σου ποιος; Ο ίδιος ο Θεός! Το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα! Να σε ξυπνήσει και να σου πει: «Θυμήσου αυτό που άκουσες κάπου, σ' ένα κήρυγμα, σε μια ομιλία. Κάτι που διάβασες, κάτι που κάποτε νόμιζες ότι δε σ' αγγίζει, αλλά τελικά τώρα, που ήρθε η ώρα η κατάλληλη θα σ' αγγίξει. Τώρα που χρειάζεται θα βγει στην επιφάνεια». Κι αυτό φανερώνει τη δυναμική των λόγων του Χριστού. Την αλήθεια των πραγμάτων. Ότι είναι κάτι αληθινό. Τι θα πει αληθινό; Αυτό που δεν ξεχνιέται. Το στερητικό «α-» και λήθη, ξεχνώ, λησμοσύνη. «Αλήθεια» είναι αυτό που δεν ξεχνιέται. Το οποίο, το ξεχνάει ο εγκέφαλός σου, ίσως, αλλά η καρδιά σου δεν το ξεχνάει! Και στο θυμίζει.
Θυμάμαι, κάποτε πήγαινα Κατηχητικό, μικρός· κι ήρθε ένας ξάδερφός μου απ' το χωριό, ο οποίος δεν ήξερε από Κατηχητικά κι εκείνο το απόγευμα είχαμε συνάντηση στο Κατηχητικό. Και λέω: «Τώρα να τον πάρω μαζί ή να μην τον πάρω; Δεν ξέρει αυτός από τέτοια. Δεν έχει μάθει». Ντρεπόμουνα και λίγο να του πω ότι πάω Κατηχητικό. Ρωτάω κάποιο γνωστό. Μου λέει: «Πάρτονε, πάρτονε». Λέω: «Αυτός δεν ασχολείται με τέτοια. Δεν ξέρει και δεν ξέρω αν θα του αρέσει». Λέει: «Δεν πειράζει. Ας έρθει· θ' ακούσει δυο πράγματα. Θα μπούνε στην ψυχή του. Θα πάει στο χωριό του, μπορεί να τα ξεχάσει. Κι αυτά, όταν θα περάσει ο καιρός, θα δουλέψουν μέσα του. Μπορεί μετά από χρόνια να σου πει κάτι που το…, να μη στο πει, δηλαδή, αλλά μες την ψυχή του να δοθεί μια απάντηση και να θυμηθεί με νοσταλγία, αυτή την βραδινή συζήτηση που κάναμε· αυτό το κλίμα κυρίως που πήρε».
Δεν είναι μόνο τα λόγια· είναι η ατμόσφαιρα που μπαίνει στην ψυχή μας κοντά στην Εκκλησία. Είναι αυτό που αγγίζει την καρδιά μας. Είναι η χάρη του Θεού που δεν ξέρεις πώς δουλεύει, δεν ξέρεις πώς λειτουργεί, αλλά βλέπεις τα αποτελέσματα! Όπως, όταν τρως ένα φαγητό. Δε βλέπεις όλη τη διαδικασία της πέψης, πώς χωνεύεις, πώς αναπτύσσεσαι, πώς τα κύτταρα ανανεώνονται, πώς πώς, πώς γίνονται αυτές όλες οι λειτουργίες στον οργανισμό. Αλλά τι βλέπεις Βλέπεις ότι έχεις ευεξία, βλέπεις ότι αντέχεις και ζεις. Βλέπεις ότι αυτό που ακούς, αυτό που τρως σου δίνει δύναμη κι αντοχή στη ζωή. Και μπορείς και συνεχίζεις. Κι αυτό αποδεικνύει ότι τα λόγια που άκουσες δεν ήταν λόγια τυχαία· δεν ήταν λόγια περαστικά· αλλά ήταν λόγια θεϊκά. Βγήκαν από ένα στόμα πήλινο, βγήκαν από έναν άνθρωπο αμαρτωλό — και για να μιλήσουμε, όπως έλεγε ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, «παναμαρτωλό». Είμαστε όλοι πολύ αμαρτωλοί, και πολλές φορές οι άνθρωποι, που μιλούμε για πράγματα άγια και θεϊκά. Μπορεί κι εμείς να είμαστε πολύ αμαρτωλοί — αν κρίνω από τον εαυτό μου. Άλλοι ίσως να μην είναι τόσο. Αλλά παρόλα αυτά, τα λόγια που βγαίνουν από αυτά τα αμαρτωλά χείλη, ζυμώνονται με το Θεό, τη χάρη του Θεού, μπαίνουν στην καλή σου την καρδιά, τη φιλότιμη, την καλοπροαίρετη, τη διψασμένη την καρδιά και μετά φέρνουν αποτέλεσμα. Αυτό είναι το ωραίο! Εσύ θα κάνεις το θαύμα, μαζί μ' αυτά τα φτωχά λόγια.
Λένε μερικοί…: «Πάτερ, αυτά που είπες με προβλημάτισαν, με άγγιξαν». Μου 'πε κάποιος, ότι: «Από τότε που άκουσα εκείνο, που είχες πει για την Αγία Γραφή, θέλω να σε ευχαριστήσω». Λέει: «πάτερ, διαβάζω την Αγία Γραφή». «Διάβαζα», λέει, «και παλιά αλλά δεν το 'χα βάλει και τόσο σύστημα». «Τότε», λέει, «που είπες εκείνο το θέμα, κάπως προβληματίστηκα περισσότερο· με άγγιξε και διαβάζω πιο συχνά την Αγία Γραφή». Ξέρεις τι; Αυτό οφείλεται στην δική σου φιλότιμη, καλοπροαίρετη και διψασμένη ψυχή. Ακόυσες και δυο λογάκια, συνεργάστηκαν όλα αυτά με τη χάρη του Θεού, ζυμώθηκαν στην ψυχή σου κι έφεραν αυτό το ωραίο αποτέλεσμα!
Είναι συγκινητικό, πώς ωφελούνται άνθρωποι μέσα από τα λόγια αυτά που λέμε, στην Πειραϊκή Εκκλησία, όλη τη διάρκεια της ημέρας> όλη τα διάρκεια της νύχτας. Είναι κάτι καταπληκτικό αυτό που γίνεται! Δεν το καταλαβαίνεις εσύ. Μπορεί εσύ να μην ακούσεις αυτή την εκπομπή την άλλη Τρίτη, την παρ' άλλη ή να μην την ξανακούσεις ποτέ. Αλλά κάποιος άλλος μπορεί, τυχαία, ν' ακούσει. Τώρα που κάποιος οδηγεί, ανοίγει το ράδιο και ακούει. Μπορεί ν' ακούσει μια λέξη· μπορεί ν' ακούσει κάτι, να προβληματιστεί. Πού να φανταστούμε, ότι και το βράδυ ακόμα, κάποιοι άνθρωποι ακούνε. Και συγκινούνται· και τους αγγίζουν τα λόγια της Πειραϊκής Εκκλησίας. Οι αναλύσεις που γίνονται στις άλλες εκπομπές, στο Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα οδοιπορικά στο Άγιο Όρος, στα Ιεροσόλυμα. Η φωνή του κυρίου Κώστα Γανωτή, που αγγίζει την ψυχή. Τα σχόλια που κάνει. Οι αναλύσεις που κάνει η κυρία Γαλάτεια Γρηγοριάδου Ιουρέλη, η οποία δίνει τέτοια ζωντάνια σ' αυτά που λέει κι αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων και ζωντανεύει το σπίτι που την ακούει, την ώρα που την ακούει. Και τόσοι άλλοι πατέρες που μιλάνε· απλοί χριστιανοί, λαϊκοί, θεολόγοι, φιλόλογοι, επιστήμονες. Αγγίζουν τις ψυχές αυτά τα λόγια, που εσύ δεν το καταλαβαίνεις.
Με συγκίνησε μια κυρία η οποία πήρε τηλέφωνο από τη Λαμία — αν θυμάμαι καλά — και μου λέει: «Εγώ σας ακούω το βράδυ». Γιατί το βράδυ; Γιατί δουλεύει σε γηροκομείο. Βοηθάει ανθρώπους. Και λέω, κοίτα να δεις… Εμείς όλοι στην Αθήνα κοιμόμαστε, οι περισσότεροι, και κάποιοι άλλοι άνθρωποι το βράδυ ακσύνε και ωφελούνται. Ωραία πράγματα γίνονται στην Εκκλησία. Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή· ζούμε σε πάρα πολύ χάλια εποχή· αλλά και (συγχρόνως) πάρα πολύ ωραία εποχή! Γιατί μέσα σ' αυτά τα χάλια, έρχεται ο Θεός και παίρνει τα χάλια μας και τα κάνει χαλιά για τον παράδεισο!! Έτσι λέει ο πατήρ Παΐσιος. «Παίρνει αυτά τα χάλια ο Θεός και τα κάνει χαλιά για τον Παράδεισο». Σαν εκείνα τα χαλιά, που στρώνουν, τα μεγαλοπρεπή· ή σαν εκείνα τα χαλιά που παλιά στα παραμύθια, λέει, ότι πήρε κάποιον και τον πήγε κάπου μακριά το μαγικό χαλί. Το πρόβλημα της εποχής έρχεται ο Θεός και το ευλογεί και το αγιάζει και δίνει άλλη προοπτική στην εποχή μας.
Η εποχή μας είναι πάρα πολύ ωραία. Παρόλο που είναι πολύ αμαρτωλή, γιατί εδώ πέρα «ὑπερεπερίσσευσεν» η χάρις. Πλεονάζει η αμαρτία, αλλά και υπερπερισσεύει η χάρις του Θεού. Γίνονται φοβερά πράγματα· αλλοιώσεις ψυχών· άνθρωποι που αγαπούν την αγιότητα, που αγαπούν την προσευχή. Που έχουν πόθο να αφιερώσουν τη ζωή τους στο Χριστό, μέσα απ' την οικογένεια που θα κάνουν, μέσα απ' τα παιδιά που θα κάνουν, μέσα απ'το σπίτι που θα αγοράσουν, μέσα απ' τις δουλειές τους. Ωραίο πράγμα. (Άνθρωποι) Που έχουν ξεκάθαρη πίστη, ξεκάθαρους στόχους, που διαβάζουν πνευματικά βιβλία… Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή. Από απόψεως πνευματικής προσφοράς. Έχουμε πολλές δυνατότητες. Εσύ, αν είσαι τώρα μεγάλος, πενήντα χρόνων, εξήντα, θυμάσαι στα νιάτα σου, να υπήρχαν τόσες δυνατότητες στην εκκλησιαστική ζωή; Τόσες πολλές δεν υπήρχαν. Ραδιοφωνικοί σταθμοί, βιβλία, πατερικά κείμενα, απίστευτες εκδόσεις, υπέροχες εκδόσεις, και εμφανισιακά ωραίες, αλλά και… τα νοήματα που αναπτύσσουν, αγγίζουν πολύ τις ψυχές. Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή. Που μας τη δίνει ο Θεός αυτή την ευλογία, να πάρουμε δυνάμεις.
Να πάρουμε δυνάμεις, για να αντέχουμε τα προβλήματα. Να πάρουμε δυνάμεις για τα επερχόμενα, ίσως, προβλήματα, που θα 'ρθουν παγκοσμίως. Να 'χουμε αντοχή. Και λέει η Εκκλησία: «Εγώ δεν μπορεί να ασχολούμαι με το σκοτάδι, εγώ δε μπορεί να ασχολούμαι με τα κακώς κείμενα και να σκαλίζω τη βρωμιά του κόσμου. Εγώ έχω την δική μου πρόταση. Τη δική μου αντιπρόταση, τη μοναδική πρόταση! Ποια είναι η πρόταση; Να παρουσιάσω ενώπιόν σου την αλήθεια. Να σου δώσω το φως. Να σου δώσω την υγεία. Να σου δώσω ό,τι σωστό, ό,τι αληθινό, ό,τι γνήσιο! Πάρ' το αυτό κι όταν αγγίξεις το φως και μπει μέσα σου το φως, τότε αυτομάτως, το σκοτάδι θα φύγει».
Τι νόημα έχει να ασχολούμαστε με την κακία του κόσμου; Τι νόημα έχει να ασχολούμαστε με τον πανικό της εποχής μας; Θα μπούμε κι εμείς σ' αυτή τη διαδικασία και θα αρρωστήσουμε κι εμείς μαζί με όλα αυτά. Η λύση δεν είναι αυτή. Η λύση είναι να ζεις σ' ένα δικό σου ωραίο κόσμο. Στον κόσμο της Εκκλησίας, που είναι ο κόσμος της αλήθειας. Αυτά είχα να πω. […]
Θέλουν κάποιοι να μιλήσουμε. Θέλουν κάποιοι να τα πούμε, να συνεννοηθούμε, να συναντηθούμε κ.λπ. Θέλω να σας πω ότι αυτό δεν είναι εύκολο εκ των πραγμάτων. Και για μένα ισχύει αυτό που λένε μερικοί: «Αυτόν καλύτερα να τον ακούς, παρά να τον γνωρίζεις»! Μπορεί, όταν τον γνωρίζεις, ν' απογοητεύεσαι. Ν' απογοητευτείς και να πεις: «Τελικά, δεν ήταν αυτό που νόμιζα». Κι αυτό ισχύει για μένα. Καλύτερα, ν' ακούμε δυο πράγματα που έχουμε να πούμε, παρά να θέλουμε πολλά από κάποιον που δεν έχει να μας δώσει. Εγώ, ομολογώ ότι δεν έχω να σας δώσω κάτι περισσότερο απ' αυτά τα λίγα που λέω κι από ένα «Κύριε, έλέησον» που θα πω στη θεία Λειτουργία. Κι εκεί ο Θεός — όχι επειδή το λέω εγώ, αλλά επειδή μέσα από μένα η αγία ιεροσύνη διοχετεύεται, η ιεροσύνη του Χριστού ενεργεί — μπορεί, κάτι ν' ακούσει ο Θεός στη δική σας προσευχή και να σας βοηθήσει.
Και πρότεινα και το άλλο. Αν κανείς θέλει να πει κάτι και θέλει οπωσδήποτε να επικοινωνήσει, γιατί μερικοί — το λέω γιατί κάποιοι το θεωρούνε πολύ αναγκαίο κάτι να μου πούνε προσωπικά κ.λπ. — γράψτε ένα γράμμα. Γράψτε ένα γράμμα στο Σταθμό. […] Υπάρχει εκεί ένα συρτάρι στην Πειραϊκή Εκκλησία, ένα συρτάρι της εκπομπής, κι ό,τι γράψετε θα δοθεί προσωπικά σ' εμένα. Κάτι που θέλει κανείς να πει, τον πόνο του, μια στεναχώρια, μια απορία, ένα θέμα που θέλει να συζητήσουμε, κάτι που θέλει να διευκρινίσουμε και θέλει να πάρει μια απάντηση μέσα απ' την εκπομπή κάποτε. […]
Μ' αρέσουν τα γράμματα αυτών των ανθρώπων, που λένε κάτι προσωπικό· που λένε κάτι που τους αγγίζει, που τους πονά· ή, μια χαρά τους να τη μοιραστούν και με εμάς… Να μας διδάξουν κι εμάς μ' αυτά που μας λένε… Εγώ νιώθω ότι διδάσκομαι περισσότερο, παρά διδάσκω… Προβληματίζομαι, ωφελούμαι, στηρίζομαι από σας. Αλήθεια σας λέω. Ευχαριστώ πάρα πολύ, όσους ήδη μου 'χουν στείλει κάποια γράμματα. Και κάποιες επιστολές, και κάποιες κάρτες στις γιορτές, αλλά και αυτούς που γράφουν χωρίς να ζητούν πολλά, απλώς να πουν τον πόνο τους. Ευχαριστώ πολύ τη Λ., ξέρει αυτή ποια είναι. Από κάποιο μέρος του κόσμου… Όχι απ' την Ελλάδα. Που μου 'γραψε τον πόνο της και με συγκίνησε, (λέγοντας) ότι δε ζητά τίποτα. Θέλει απλώς να πει ότι: «Πάτερ, είμαστε μαζί. Είμαστε χριστιανοί. Είσαι κι εσύ, είμαστε κι εμείς και να ξέρεις, ότι (θέλουμε) να μοιραστούμε απλά αυτή τη χαρά της επικοινωνίας. Αυτή τη χαρά της αγάπης. Της ενότητας. Ότι ανήκουμε κι οι δυο στο Χριστό». Και δε ζήτησε τίποτε άλλο, παρά να προσεύχομαι γι' αυτήν, και να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον. Τι ωραίο πράγμα αυτό!
Μ' αρέσουν πολύ οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι ταπεινοί στα προβλήματά τους. Κι ενώ πνίγονται από προβλήματα, δεν έχουν απαιτήσεις, παρά μόνο θέλουν κάπου να πουν τον πόνο τους, να τον μοιραστούν και μετά να συνεχίσουν σιωπηλά τη ζωή τους. Δεν απαιτούν. Δεν έχουν παράπονα. Δε διεκδικούν την ευτυχία. Αλλά την περιμένουν απ' το Θεό. Όταν ο Θεός θέλει να τους δώσει κάτι καλύτερο, τότε. Με συγκίνησε και μια άλλη κυρία που πήρε τηλέφωνο και λέει: «Πάτερ, δεν πειράζει. Ας μη μου μιλήσετε· εγώ αυτά που ακούω θα μου δώσουν απαντήσεις. Δεν αξίζω. Δε θέλω να κουραστείτε με εμένα». Και θέλω να πω ότι όχι απλώς αξίζετε. Αξίζετε κάτι πάρα πολύ, όλοι. Όχι από μένα. Αξίζετε απ' τον ίδιο το Θεό, ο οποίος το κάνει. Ο Θεός ξέρει πόσο πολύ αξίζει ο καθένας μας. Αγαπητέ μου αδελφέ, αγαπητή μου αδελφή, (ο Θεός) ξέρει, ο καθένας πόσο αξίζει γι' αυτό ασχολείται μαζί μας προσωπικά. Κι είναι ο Μόνος κατάλληλος, ν' ασχοληθεί με τη ζωή μας, με την ψυχή μας· να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει. Λοιπόν, αυτά είχα να πω σαν εισαγωγικά. Αυτά τα γενικά που λέω, τ' αρχικά…
Για να μπω και πάλι σ' ένα (θέμα) που είχαμε αρχίσει κάποτε και το 'χαμε αφήσει λίγο στη μέση. Και δεν ξέρω αν είναι η μέση, ή αν είναι μόνο η αρχή. Κι αν αυτό το θέμα έχει ποτέ μέση ή (αν) έχει τέλος. Το θέμα των γονέων. Στο σπίτι τους με τα παιδιά τους. Που νομίζω είναι ένα ατέλειωτο θέμα. Ένα θέμα ζωής, που δε θα τελειώσει ποτέ, όσο είστε γονείς. Δεν υπάρχει ποτέ κάποια ομιλία, που θα γίνει στους γονείς και θα τους λύσει τα προβλήματα. Ούτε κάποιο θέμα που τα περικλείει όλα. Γιατί πάντοτε μαθαίνει κανείς μέσα στην οικογενειακή ζωή· από τότε που ξεκινάει και γνωρίζεται, σχετίζεται, αρραβωνιάζεται, παντρεύεται κάνει τα παιδιά του, μέχρι να κλείσει τα μάτια του. Και στο τέλος θα πω και κάτι άλλο… Ούτε και τότε. Συνεχίζεται και μετά. Το να 'σαι γονέας δε σταματά, όταν κλείσεις τα μάτια σου, αλλά συνεχίζεται για πάντα! Στην αιωνιότητα θα συνεχίσεις αυτό το έργο και θα βοηθάς. Τα παιδιά σου και τον κόσμο όλο· αν είσαι σωστός γονιός, θα βοηθάς! Αυτό θα το πω στο τέλος πώς γίνεται. Αν υπάρξει τέλος στο θέμα αυτό σήμερα. Αλλιώς κάποια άλλη φορά.
Θα 'θελα να παρακαλέσω και να σας πω, έτσι, πολύ φιλικά, ότι θα 'ταν πολύ ωραία στο σπίτι, οι γονείς να μη λένε συνέχεια στα παιδιά αυτή τη λέξη που λέτε πολλές φορές, τώρα με τα σχολεία, με τα διαβάσματα: «διάβασε, διάβασε»· αυτή την πίεση, αυτή την καταπίεση των πραγμάτων. Μια ένταση στο κλίμα του καλού, του σωστού. Μα λέει: «πάτερ, δεν πρέπει να διαβάσει; Δεν πρέπει να μάθει τρόπους; Δεν πρέπει να μάθει να ντύνεται στην ώρα του; Να ετοιμάζεται να πάει σχολείο του;». Για τα μικρότερα παιδιά λέμε: «Δεν πρέπει να γυρίζει σπίτι νωρίς;». Όλα αυτά τα «πρέπει», «πρέπει», «πρέπει» κρύβουνε πολύ ωραία πράγματα στην πραγματικότητα. Εννοείται, δε ζητάς τίποτε κακό. Το να διαβάσει το παιδί σου είναι κάτι πολύ ωραίο, πολύ σωστό. Το να ντύνεται ε… και να μη φεύγει έξω έτσι… χωρίς να πάρει το μπουφάν του, χωρίς να ντυθεί, όπως πρέπει και λοιπά…, χωρίς να κουμπωθεί. Τσακώνονται μερικές φορές για τέτοια πραγματάκια στο σπίτι. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν. Όντως. Αλλά ο τρόπος…, ο τρόπος που τα λέμε να 'ναι τέτοιος, που να μη νιώθουν τα παιδιά τη σχέση τους μαζί μας ως ένα μαρτύριο. Δεν είναι μαρτύριο. Η γνώση, η μελέτη, ό,τι ζητάς απ' το παιδί σου, είναι καρπός αγάπης. Να 'ναι καρπός έμπνευσης, να 'ναι καρπός ενθουσιασμού. Μπορείς, να ενθουσιάσεις το παιδί σου να διαβάσει; Μπορείς να κάνεις τα παιδί σου να αγαπήσει το διάβασμα; Να αγαπήσει την ομορφιά; Να αγαπήσει την τάξη στη ζωή του; Να αγαπήσει το νοικοκυριό; Να αγαπήσει το να είναι ένας άνθρωπος συγκροτημένος, ολοκληρωμένος, αυθεντικός; Αυτό είναι το ωραίο. Να «ζηλέψει»· δηλαδή, να έχει το ζήλο. Να θαυμάσει αυτό που κάνεις εσύ. Αυτό είναι το καταπληκτικό.
Μικρός — να πω και κάτι λίγο προσωπικό, αθέατα περάσματα είναι, περνώ λίγο στην ψυχή μου και σας λέω κάτι που θυμάμαι από παλιά — μικρός όταν ήμουνα περίπου Δευτέρα Δημοτικού, θα σας πω πώς «έκοψα» την τηλεόραση, όταν ήμουν μικρός. Τώρα μπορεί να βλέπω λίγο. Αλλά τότε θα σας πω πώς την «έκοψα». Από Δευτέρα Δημοτικού, λοιπόν, έβλεπα τηλεόραση. Πολλή τηλεόραση!.. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν πολλά κανάλια, υπήρχε μόνο η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ. Δύο κανάλια. ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Οι παλιοί θα θυμούνται. Παρόλα αυτά όμως, εγώ έβλεπα πάρα πολύ. Και σε σημείο που δε χρειαζόταν ούτε καν πρόγραμμα να πάρουμε στο σπίτι· διότι ήξερα όλα τα προγράμματα απ' έξω! Δηλαδή ήξερα… τώρα αλλάζουμε, να δούμε το άλλο το έργο. Τώρα θα αλλάξουμε να δούμε το άλλο, αρχίζει το άλλο, δύο προγράμματα. Τα ήξερα απ' έξω σε σημείο πολλής μεγάλης φασαρίας πολλές φορές στο σπίτι. Σε σημείο να μην προλαβαίνω να διαβάσω· αλλά, πώς τα κατάφερνα κι ήμουνα και στο σχολείο καλός κι έβλεπα και πολλή τηλεόραση! Και αυτό μου έδινε και μια επανάπαυση. Κι έλεγα: «Εντάξει, καλά πάω. Δε χρειάζεται…». Οι γονείς μου, όμως, ήθελαν και να κοιμηθώ, ήθελαν και να σταματήσω, ήθελαν να δουν και κάτι δικό τους… Εγώ είχα το δικό μου το πρόγραμμα. Έβλεπα πάρα πολύ. Σε σημείο που πολλές φορές σηκωτό με πήγαιναν να κοιμηθώ! Δεν ξεκόλλαγα από την τηλεόραση!
Ώσπου κάποια φορά, μάλιστα, φώναξε η δασκάλα τη μητέρα μου να της πει συγχαρητήρια. Γιατί; Γιατί, λέει, ήξερα να ανεβαίνω από το δύο μέχρι το είκοσι, δύο-δύο τους αριθμούς. Δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ, δέκα, δώδεκα και λοιπά και το 'λεγα γρήγορα. Και κατέβαινα και γρήγορα. Και λέει: «Πες της μητέρας σου, να της πω συγχαρητήρια». Κι εγώ λέω: «Ευχαρίστως να τη φωνάξω! Αλλοίμονο! Για συγχαρητήρια!». Φωνάζω τη μητέρα μου στο σχολείο για να ακούσει συγχαρητήρια από τη δασκάλα. Οπότε η δασκάλα λέει: «Συγχαρητήρια! Το παιδί σας ανέβηκε από το δύο μέχρι τα είκοσι και κατέβηκε πάλι μέχρι το δύο πάρα πολύ γρήγορα. Τ' άλλα παιδάκια», λέει, «δε μπορούσανε». Κι αρχίζει η μητέρα μου, εκεί που εγώ καυχιόμουνα και ο εγωισμός μου είχε φτάσει στο τέρμα, να λέει: «εσείς τον παινεύετε… αλλά να σας πω εγώ τι τραβάμε στο σπίτι μ' αυτόν! Τηλεόραση δε σταματάει να βλέπει απ' την ώρα που θα αρχίσει το πρόγραμμα — τότε δεν είχε το πρωί (είχε) το βράδυ, μέχρι, λέει, να τελειώσει. Ώσπου να πάει να κοιμηθεί, τηλεόραση. Ε… κι έχουμε παράπονα στο σπίτι και τσακωνόμαστε και με τον άντρα μου για το παιδί, που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο τηλεόραση βλέπει»! Και γυρίζει η δασκάλα αυτή — ας είναι καλά, της το 'χω συγχωρέσει — και μου δίνει ένα χαστούκι!! Άστραψε το μάγουλό μου μπροστά στη μητέρα μου! Με χαστουκίζει! Οπότε εγώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Εκεί που ήμουνα πανευτυχής και χαρούμενος απ' τα εγκώμια και την υπερηφάνειά μου, ξαφνικά τα χείλη μου άρχισαν να τρέμουν κι ήμουνα μεταξύ να κλάψω… και η ντροπή μου ήταν απίστευτη! Κοκκίνισα, ντράπηκα, ο εγωισμός μου γύρισε απ' την άλλη πλευρά πλέον, το πείσμα μου… Ρεζιλεύτηκα! Μου κακοφάνηκε τόσο πολύ. Κι όταν φύγαμε με κράταγε η μητέρα μου απ' το χέρι — επειδή ήμουνα Δημοτικό- και της το 'σφιγγα! «Άμα σε ξαναφέρω εγώ σχολείο, θα σου πω εγώ. Εγώ σ' έφερα για να ακούσεις επαίνους, κι εσύ μ' έκανες ρεζίλι. Ήταν ανάγκη να τα πεις όλα αυτά στη δασκάλα;». Όλα αυτά 'γίναν στο Δημοτικό.
Ώσπου, πήγα στο Γυμνάσιο. Πρώτη Γυμνασίου, με εντυπωσίασε που σε κάθε μάθημα είχαμε άλλο καθηγητή. Αυτό μου έκανε πολλή εντύπωση. Αυτή η ποικιλία. Λέγαμε Τετάρτη Δημοτικού είχαμε τον κύριο τάδε· Πέμπτη Δημοτικού είχαμε όλη τη χρονιά την κυρία τάδε. Έκτη Δημοτικού.. Γυμνάσιο έβλεπα άλλο φιλόλογο, άλλο μαθηματικό, άλλο φυσικό, γυμναστής, θεολόγος, τι ωραίο πράγμα! Ποικιλία. Βλέπουμε ανθρώπους, γνωρίζουμε χαρακτήρες! Αυτό μου άρεσε. Ανέβαζε έτσι το ηθικό μου και το ενδιαφέρον μου. Πολύ μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Και μου άρεσε ότι ο μαθηματικός που είχαμε μας εξήγησε τα πρόσημα, το συν και το πλην, μ' ένα τρόπο πάρα πολύ ελκυστικό. Πάρα πολύ εντυπωσιακό. Μ' άγγιξε πάρα πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ. Πάω σπίτι, αλλά το πρόγραμμα της τηλεόρασης άρχιζε. Ήμουνα απογευματινός. Τελείωσε η ώρα, τελείωσε εφτά το σχολείο το απόγευμα και πήγα σπίτι. Πάω, λοιπόν, σπίτι κι απ' τη χαρά που είχα, διότι κάναμε Μαθηματικά τις τελευταίες ώρες λέω: «Θα κάτσω τώρα που 'ναι βραδάκι, να λύσω τις ασκήσεις των μαθηματικών, γιατί τις έχω πολύ νωπές. Φρέσκες στο μυαλό μου απ' το μαθηματικό». Ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενος, που τις είχα καταλάβει στο σχολείο. Ενθουσιάστηκα με το μάθημα, αλλά κοίταζα και το ρολόι, γιατί στις οκτώ άρχιζε ένα έργο, το οποίο το παρακολουθούσα. Και λέω: «Γρήγορα τις ασκήσεις, να δούμε το έργο». Οπότε άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Βυθίστηκα μέσα εκεί, ξεχάστηκα… Αγαπούσα αυτό που έκανα, δεν καταλάβαινα τι γινότανε και ξαφνικά γυρίζω πίσω να δω την επαλήθευση του βιβλίου. Λύνω την άσκηση, κοιτάω πίσω… Σωστή η άσκηση!!! Πω πω!!! Είχα άλλες τρεις ασκήσεις. Λοιπόν, τι ώρα είναι; Παρά πέντε. Θα προλάβω· λοιπόν, αρχίζει και το έργο. Και το έργο δε μου 'φευγε απ' το μυαλό. Λοιπόν, να λύσω λίγο ακόμα την άσκηση… Λύνω και την επόμενη άσκηση, κοιτάω την επαλήθευση… Κι αυτή σωστά!!! Πω πω λέω: «Τι ωραία που είναι τα Μαθηματικά!!!». Τ' αγάπησα. Αρχίζει το έργο! Ακούω μέσα στο σαλόνι που ήτανε οι γονείς μου, το μουσικό σήμα. Το σήμα του έργου. Άρχιζε το έργο. Ακόυσα το έργο ότι άρχιζε! Ήταν ένα έργο, θυμάμαι και τον τίτλο… «Ο δρόμος» λεγόταν. Ήταν μια καθημερινή, μια γειτονιά, που 'χε διάφορα σκηνικά… Αθώο έργο. Δηλαδή σε σχέση με τα σημερινά έργα ήτανε πάρα πολύ αθώο. Τίποτα το κακό, τίποτα το πονηρό, τίποτα… Πολύ ανθρώπινο. Καθημερινό. Αρχίζει, λοιπόν, το έργο. Λέω: «Τώρα· τώρα· τώρα θα λύσω κι αυτή την άσκηση κι αμέσως πάω. Αμέσως πάω». Έτοιμος κάθισα στην άκρη της καρέκλας, έτοιμος να φύγω. Αλλά τι έγινε και βυθίστηκα στις ασκήσεις· μαγεύτηκα· κοιτάω λίγο το παρακάτω, την παρακάτω άσκηση, τη λύνω κι αυτή· κοιτάω το επόμενο κεφάλαιο, μπας και το καταλάβω μόνος μου… Το κατάλαβα· και μετά, χωρίς να καταλάβω πώς έγινε αυτό, ακούω το σήμα του έργου. Τι ακούω; Ήταν το έργο που τελείωσε. Τελείωσε το έργο!Είχε πάει η ώρα εννιά παρά, (η ώρα) Που τελείωνε αυτό το έργο. Οπότε, ακούω πάλι το σήμα που τελείωσε το έργο και λέω: «Ωχ, τελείωσε το έργο και δεν είδα τίποτα! Τώρα τι θα γίνει;». Κι αυτομάτως μέσα μου· αυτό ήταν μάλλον ένα θαύμα — βγήκε αυτή η απάντηση. «Δεν πειράζει… Δεν ήταν καλύτερο αυτό που έκανες; Δεν ήταν πολύ ωραία που έλυσες τα Μαθηματικά και χάρηκες μ' αυτό που έκανες;! Το έκανες από αγάπη. Από μεράκι. Δεν θέλω να ξαναδώ το έργο! Θα κάνω ασκήσεις. Θα διαβάζω βιβλία». Αυτό μάλλον ήταν απ' το Θεό. Και από τότε — αλήθεια σας λέω — επειδή ερωτεύτηκα σχεδόν αυτό που έκανα, το διάβασμα αυτό, δεν ξαναείδα τηλεόραση για όλα μου τα χρόνια τα γυμνασιακά, του λυκείου, τα φοιτητικά, τα πανεπιστημιακά όλα, όλα, όλα. Και πάρα πολύ αργά, μετά τα τριάντα τόσα, έβλεπα πάλι επιλεκτικά λίγα πράγματα. Για να 'χω μια μικρή επαφή με τον κόσμο και την πραγματικότητα της ζωής και το σχολείο. Κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Και δε χρειάζεται να το κάνει κανείς κι αυτό.
Αλλά λέω ότι από τότε φτάσαμε στο άλλο σημείο· στο σπίτι πλέον, δηλαδή, να μου λένε οι γονείς: «Ε, είπαμε· είπαμε να μη βλέπεις, αλλ' όχι κι έτσι. Έλα ρε παιδάκι μου, κάτσε λίγο στο σαλόνι. Περνάς απ' το σαλόνι και πας στο δωμάτιό σου. Έλα να κάτσεις λίγο μαζί μας». Και τους έλεγα: «Να κάτσω μαζί σας· να κάτσω. Κλείστε την τηλεόραση να καθίσουμε. Να μιλήσουμε, να τα πούμε. Όχι με την τηλεόραση. Δε θέλω να βλέπω τηλεόραση. Μου 'χει γίνει εξάρτηση τόσα χρόνια και τώρα που απαλλάχτηκα, θέλω να ηρεμήσω. Αφήστε με. Θέλω να διαβάζω». Αυτό, αγαπητοί μου, σας λέω αλήθεια, δε μου το δίδαξε κανείς, δε μου είπε κανείς «μη βλέπεις τηλεόραση» με επιχειρήματα, έτσι που να με πείσει. Αλλά μόνο του μου βγήκε απ' την ψυχή μου, επειδή στη θέση αυτής (της τηλεόρασης) βρήκα κάτι ωραιότερο, κάτι ελκυστικότερο· κάτι που σαγήνεψε την ψυχή μου. Κάτι που ομόρφυνε τον εσωτερικό μου κόσμο και το αγάπησα και το ερωτεύτηκα. Αυτό θα πει ο έρωτας κάποιου πράγματος! Η αγάπη κάποιου πράγματος. Με την καρδιά σου. Με όλη τη θερμότητα της ψυχής σου. Αυτό θα είναι που θα σε κάνει ν' αφήσεις κάτι που κάνεις και να το αντικαταστήσεις με κάτι καινούργιο.
Για να κάνει το παιδί αυτό που κάνει σημαίνει — ας πούμε να χαζεύει, με το να μη διαβάζει, με το να μην προσέχει αυτά που εσύ του λες — σημαίνει, ότι ο νους του κάπου αλλού έχει σκαλώσει. Κάτι άλλο έχει αγαπήσει. Κάτι άλλο έχει ερωτευθεί. Η ζωή, αγαπητοί μου… Η λέξη «έρωτας» κατ' αρχάς στην Εκκλησία, να πω, θα πει «σφοδρός πόθος». Δε συνδέεται μόνο με θέματα σαρκικά, αλλά συνδέεται γενικά με τον πόθο, με το μεράκι, μ' αυτό που λέγανε οι άνθρωποι παλιά ότι: «Ο τάδε είναι μερακλής σ' αυτό που κάνει». Το αγαπά πολύ. Λοιπόν, η ζωή χωρίς έρωτα δεν μπορεί να προχωρήσει! Αν αυτό που κάνεις δεν το 'χεις ερωτευθεί, δεν το αγαπάς, δεν προκόβεις. Δεν έχεις απόδοση. Δεν χαίρεσαι αυτό που κάνεις. Γι' αυτό, λοιπόν, αν διαλέξεις κάτι να κάνεις στη ζωή σου, να το κάνεις με μεράκι. Να το αγαπάς. Να το χαίρεσαι.
Εγώ διάλεξα να γίνω κάτι στη ζωή μου, γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ να γίνω κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω αν θα πω αυτά που θέλω. Λυπάμαι, που άλλα ξεκινάω (να πω) κι άλλα λέω, αλλά μου βγαίνουν στην πορεία του λόγου και δεν μπορώ να μην τα πω. Εγώ, όταν διάλεξα να γίνω θεολόγος και πήγα σε σχολείο κλασικό κι έφυγα απ' το Γυμνάσιο το γενικό, με πιάνει ο Μαθηματικός και μου λέει: «Έλα δω, ρε συ. Είσαι καλά; Είδα», λέει, «ότι δήλωσες να πας σε κλασικό. Σε κλασικό Λύκειο. Είσαι καλά;». Λέω «ναι». «Γιατί πας εκεί;». «Γιατί, (λέω…,) δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω αλλά, εγώ Θέλω να γίνω θεολόγος». «Ε δεν πας καλά! Καλά τους βαθμούς σου δεν τους έχεις δει; Έχεις δεκαεννιά στα Μαθηματικά. Έχεις είκοσι στη φυσική, έχεις είκοσι στα άλλα. Τι πας… Δεν κατάλαβα, θεολόγος; Να κάνεις, τι ως Θεολόγος; Τι θες να κάνεις θεολόγος. Κατ' αρχήν, οι θεολόγοι δε θα 'χουνε δουλειά. Δε διορίζονται. Δεύτερον, εσύ μπορεί να σταδιοδρομήσεις σε κάτι άλλο».
Μου 'λεγε διάφορες σχολές που σκεφτόταν αυτός και του λέω: «Μα δε μ' αρέσουν αυτά». «Καλά δε σ' αρέσουν κι έχεις είκοσι;». «Ναι, έχω είκοσι, αλλά τώρα (λέω) έχω αγαπήσει κάτι άλλο και σκέφτομαι να γίνω κάτι προς τα 'κει.
Ξέρω 'γω…, φιλολογία, θεολογία, ε… θέλω ν' ασχοληθώ με ανθρωπιστικές σπουδές, που έχουν να κάνουν όχι, έτσι, με αριθμούς κι αυτά. Μ' αρέσουν (λέω) αυτά, αλλά τώρα θέλω ν' ασχοληθώ με τον άνθρωπο. Ε.. όχι μέσα απ' τα Μαθηματικά. Γιατί όλα τα πράγματα με τον άνθρωπο ασχολούνται, αλλά ήθελα μια πιο προσωπική σχέση με τους ανθρώπους. Και λέω, θα γίνω θεολόγος». Λέει: «Καλά είσαι σοβαρός; Είσαι μικρό παιδί, ρε παιδί μου. Κάτσε και θα το σκεφτείς αργότερα. Πήγαινε σ' ένα Γενικό σχολείο. Μη δεσμεύεσαι εκεί». Γιατί, όταν κανείς πήγαινε στο Κλασικό Λύκειο δε μπορούσε μετά εύκολα να περάσει σε άλλες σχολές. Το βάρος το ρίχνανε τότε στα Λατινικά, Αρχαία, ιστορικά, φιλολογικά μαθήματα. Λέω: «Όχι, όχι, δεν πειράζει· ευχαριστώ πάρα πολύ»…
Και συγκάλεσε το σύλλογο των καθηγητών! για να πει ότι δεν πρέπει να φύγει αυτό το παιδί απ' το σχολείο για να πάει, ας πούμε, σε άλλο. Κι όμως εγώ τόκανα. Ξέρετε γιατί; Και δεν το μετάνιωσα και δοξάζω το Θεό γι αυτό. Παρόλο που 'μουν ανώριμος τότε — γιατί ήμουν μικρό παιδί και πήγα πρώτη Λυκείου — παρόλα αυτά, έλεγα, θέλω να κάνω κάτι το οποίο, όταν πηγαίνω να το εργαστώ, θα ξυπνάω το πρωί και θα χαίρομαι που το κάνω. Δε θα λέω: «Ωχ, τώρα πάλι για δουλειά, ωχ, τώρα πάλι αγγαρεία, ωχ, τώρα θα…» και το κίνητρό μου θα 'ναι μόνο ο μισθός. Όχι αυτό!
Να μην κάνεις ποτέ κάτι στη ζωή σου, που θα σε κρατά όρθιο μόνο για το μισθό. Γιατί κάπου θα σε τσακίσει αυτό ψυχικά. Θα σε κουράσει αυτό. Θες να γίνεις κάτι; Κάν' το. Το πιο παράξενο πράγμα, αν το αγαπήσεις εσύ, θα το πετύχεις. Εσύ θα καρποφορήσεις σ' αυτό τον τομέα που διαλέγεις. Ενώ κάποιος άλλος, αν έκανε αυτό που κάνεις εσύ, δε θα πετύχαινε, αν δεν το αγαπούσε.
Εγώ, λοιπόν, τράβηξα μπροστά με πολλή ελπίδα. Με πολλή πίστη, με πολύ μεράκι γι αυτό που διάλεξα να κάνω. Και πέρασα! Και το άλλο θαυμαστό, είναι ότι διορίστηκα θεολόγος, — που κι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Και τώρα που ξυπνώ και πάω στο σχολείο και τώρα που ξυπνώ και κάνω το μάθημα στο σχολείο, λέω στα παιδιά: «Παιδιά, να διαλέξετε κάτι στη ζωή σας, που, όταν θα 'ρθει η ώρα να το εργαστείτε και θα διοριστείτε και θα πάτε σε κάποιο γραφείο, σε κάποιο εργοστάσιο, σε κάποια εταιρεία, σε οτιδήποτε κάνεις, να ξυπνάς το πρωί και να χαίρεσαι, που είσαι αυτό που είσαι! Να χαίρεσαι, που είσαι Μαθηματικός· να χαίρεσαι, που είσαι σ' ένα γραφείο· να χαίρεσαι, που δουλεύεις σ' ένα ταξί· να χαίρεσαι, που δουλεύεις στην οικοδομή». Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται μ' αυτά. Ξέρω παιδιά που δουλεύουν στο σιδεράδικο του πατέρα τους κι είναι πανευτυχή. Γιατί αυτό είναι το μεράκι τους. Τα χέρια τους πιάνουνε. Αυτή είναι η αγάπη της δουλειάς τους. Αυτό τους ικανοποιεί, τους γεμίζει. Θέλουν να πάρουν αυτό εκεί το υλικό το ακατέργαστο και να του δώσουν σχήμα. Να το δούνε σ' ένα σπίτι να πιάνει τόπο. Ξέρω έναν υδραυλικό που έρχεται σπίτι και τον θεωρώ σαν Καθηγητή Πανεπιστημίου, λόγω της χρησιμότητάς του για τη ζωή μου. Τον έχω τόσο ψηλά, που ούτε Καθηγητής Πανεπιστημίου να είναι. Και περιζήτητος! (Διότι) Αυτό που κάνει, το αγαπάει. Το αγαπάει και το κάνει με όρεξη και μεράκι. Δεν αγχώνεται. Εγώ τον βλέπω κι αρρωσταίνω. Δηλαδή, λέω: «αν εγώ έκανα αυτό που κάνει τώρα αυτός, δε Θα το άντεχα αυτό το πράμα. Δεν μπορώ· δε μου ταιριάζει· δε μου βγαίνει».
Ο κάθε άνθρωπος, λοιπόν, να βρούμε τι του βγαίνει. Τι αγαπάει να κάνει. Και μετά έγινα ιερέας, και διάλεξα την ιεροσύνη, που εξ' αρχής την ήθελα. Αυτή είναι άλλη ιστορία, θα πούμε κάποια άλλη φορά για την αγία ιεροσύνη. Σας πειράζει που σας λέω προσωπικά πράγματα; Συγχωρέστε με, δεν ξέρω αν επιτρέπεται κι αυτό. Αν ανήκει στη δεοντολογία ε… των εκπομπών, να λέει κανείς και κάτι δικό του. Αλλά όλα δικά μας είναι, τελικά. Ακόμα κι ο τρόπος που επιλέγουμε κάποια άλλα θέματα και γενικά να μιλά κανείς, τον εαυτό του καθρεφτίζει. Τώρα, λοιπόν, εγώ μιλώ χωρίς καν να καθρεφτίζομαι. Λέω ξεκάθαρα. Όταν, λοιπόν, διάλεξα και το να
γίνω ιερέας, κι αυτό θα 'ταν σίγουρα κάτι το οποίο, όταν θα το 'κανα, θα με γέμιζε χαρά. Όταν θα το 'κανα, θα γέμιζε την ψυχή μου ευτυχία. Κι έρχονται στιγμές, που περνά ο καιρός και ξαναθυμάσαι τα παλιά και λες: «Τι ωραία, που έκανα αυτή την επιλογή!»… και χαίρεσαι! Δοξάζεις το Θεό! Είναι ωραίο αυτό που λέει… να μη μετανιώνεις. Δε μετανιώνω που αγάπησα Εσένα μόνο, Χριστέ μου! Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπημένη μου θεολογία. Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπητό μου σχολείο! Δε μετανιώνω για όλα αυτά. Είναι ωραία να διαλέγεις κάτι για τη ζωή σου και να μην το μετανιώνεις. Είναι ωραία να γίνεις μοναχός και να μην το μετανιώσεις. Και να πεις: «Χριστέμου», αυτό που λένε πολλοί…: «Κι αν ξαναγεννιόμουνα, πάλι αυτό θα 'κανα». Πάλι θα παντρευόμουν. Πάλι θα 'κανα τα παιδιά μου. Πάλι θα 'κανα το επάγγελμά μου. Δεν το κάνω, επειδή είναι ανάγκη να το κάνω· επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω. Δεν πήγα εκεί, επειδή με «έριξε» το μηχανογραφικό και το κομπιούτερ του κράτους, του Υπουργείου Παιδείας. Επειδή δεν είχα πού αλλού να πάω…
Μπορεί κάποιος, βέβαια, και (μέσα) από τέτοια κατάσταση, ν' αγαπήσει μετά αυτό που κάνει. Όπως ήξερα κάποιον, που πέρασε στη Γεωπονική Σχολή, ενώ ήθελε κάτι άλλες σχολές και τελικά αγάπησε πάρα πολύ αυτό που κάνει. Την επιστήμη την αγάπησε. Αγάπησε τη γη. Την ποικιλία των φυτών, των λουλουδιών, τη σοφία που εργάζεται ο Θεός· όλα αυτά τα πράγματα. Και του άρεσε πάρα πολύ στο τέλος. Αν όμως στο τέλος δεν του άρεσε, κατά τη γνώμη μου, δεν ξέρω αν έπρεπε να συνεχίσει. Έπρεπε να κάνει κάτι. Έπρεπε να κάνει κάτι για να μπορέσει να ερωτευτεί αυτό που κάνει, ν' αγαπήσει αυτό που κάνει, για να αντέξει στη ζωή. Αλλιώς γερνάς πριν την ώρα σου. Γι' αυτό πολλές μάνες και πολλοί πατέρες που 'χουν κάνει την οικογένειά τους χωρίς καμιά φορά να ε… τους ταίριαζε ακριβώς αυτό. Γιατί είμαστε όλοι πολύ μονόπλευροι. Όταν δούμε κάποιο μοναχό ή ιερέα που αποτυγχάνει, λέμε: «δεν ήταν αυτός για παπάς. Πάνε εκεί πέρα τους παρασύρουν και λοιπά»…
Δεν ξέρω, αν επιτρέπεται να πω ότι και μερικοί δεν είναι να κάνουν οικογένεια. Μερικοί δεν πρέπει να κάνουν σπίτι, γιατί δεν τους ταιριάζει, ίσως. Σε μερικά πράγματα δεν έχουν καταλάβει, δεν το 'χουν αγαπήσει, δεν ξεκινάνε με ωραίες προϋποθέσεις. Δεν το κάνουν με μεράκι. Δεν ξέρουν τι θα βρουν. Κι άλλα ζητούν από το γάμο, ο οποίος έχει άλλα να τους δώσει κι απογοητεύονται και μετά μαραζώνουνε. Και ξυπνάνε το πρωί κάποιες γυναίκες — αυτά δεν είναι της φαντασίας μου, δεν τα λέω εγώ, τα λέτε εσείς. Και δεν τα λέω φυσικά για να εκθέσω κάποιον, αλλά για να περιγράφω μια κατάσταση και να κάνω κοινωνούς και τους άλλους αυτής της καταστάσεως. Και ξυπνάει μια γυναίκα το πρωί και κλαίει. Και της λες: «Γιατί κλαις, καλή μου; Γιατί κλαις;». «Δεν ξέρω· δε μ' αρέσει η ζωή που κάνω. Δε μ' αρέσει ο δρόμος που διάλεξα». «Ποιο δρόμο διάλεξες;». «Δε λέω πως είμαι για μοναχή. Εννοώ, δε μ' αρέσει που έκανα οικογένεια. Νοιώθω… Σκέφτομαι τα παιδιά, το σπίτι μου, τις δουλειές μου και κλαίω. Δε θέλω· έχω μαραζώσει· έχω μελαγχολήσει». «Γιατί έφυγε αυτό το… το ωραίο, αυτή η σπίθα απ' την ψυχή σου; Αυτό που σε κρατάει στη ζωντάνια και στην ευεξία της επιλογής; Γ\ατί χάθηκε αυτό;».
Και ξέρετε τι απαντάτε πολλοί και πολλές; «Δε χάθηκε. Απλούστατα δεν υπήρξε ποτέ! Δεν ξεκίνησα μ' αυτό το μεράκι. Δεν ξεκίνησα μ' αυτόν τον έρωτα».
Μ' αρέσει αυτή η λέξη, γιατί εκφράζει μεγάλες αλήθειες και δυνατές σχέσεις. Και δυνατές σχέσεις θεϊκές. Έρωτας Θεού. Έρωτας ανθρώπου. Να μπορείς ν' αγαπάς. Να μπορείς να δίνεσαι. Να μπορείς να δίνεις όλα σ' αυτό που κάνεις. Κι έτσι, τα βγάζεις πέρα. Έχω δει μανάδες που έχουνε ένα σωρό δουλειές κι έχουν κι ένα σωρό παιδιά, κι έχουν πολύ λίγα λεφτά. Όλα τα άλλα είναι ένα σωρό, τα λεφτά είναι πολύ λίγα. Κανένας σωρός. Κι όμως έχουνε πάρα πολύ μεγάλη χαρά κι ενθουσιασμό γι αυτό που κάνουνε. Και λες: «πώς μπορεί αυτή η γυναίκα;». Γιατί το αγαπάει αυτό που κάνει! Είναι ερωτευμένη μ' αυτό που κάνει. Είναι ενθουσιασμένη μ' αυτό που κάνει· κι ενώ κουράζεται, ξεκουράζεται. Κι ενώ τα δίνει όλα, χαίρεται. Και ζει αυτό που λέει ο ψαλμός: «Ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου». Σαν αετός που πετά στα σύννεφα, στα ουράνια και σχίζει τους ουρανούς μ' αυτή τη ζωντάνια. Αυτό το βλέμμα το καθαρό, το αετίσιο, που λέμε. Έτσι βλέπουν τη ζωή. Και περνάνε τα χρόνια κι αντί να μαραζώνουν και να ζαρώνουν και να αρρωσταίνουν και να πέφτει το ηθικό τους και η ψυχολογία τους, η ψυχή τους γλυκαίνει κι ομορφαίνει. Μπορεί οι δυνάμεις του σώματος κάποτε να σε εγκαταλείψουν. Αλλά η ζωντάνια της ψυχής σου δεν πρέπει ποτέ να σε εγκαταλείψει. Μπορεί να 'σαι παππούς, γιαγιά, να φτάσεις ογδόντα, ενενήντα, εκατό χρονών, αλλά η ζωντάνια της ψυχής σου δεν πρέπει ποτέ να φεύγει.
Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να μη λέμε στα παιδιά: «διάβασε, γράψε, κάνε» όλα αυτά που λέμε… Τις εντολές. Τις εντολές τις καταπιεστικές. Αλλά να δείξεις αυτό που θες να κάνει το παιδί σου· να το δείξεις σαρκωμένο, ζωγραφισμένο στη δική σου τη ζωή. Να σε δει και να το ζηλέψει. Να σε δει και να το θαυμάσει. Εγώ είδα δασκάλους ωραίους, είδα κατηχητές, είδα θεολόγους, είδα ιερείς που ήταν πηγή έμπνευσης για μένα στη ζωή μου. Αυτούς θαύμασα· το ζήλεψα, το αγάπησα, μέθυσα. Κι όταν μεθάς, τραβάς μπροστά και δεν ξέρεις τι κάνεις. Όταν μεθάς από κάτι που αγαπάς, δε βάζεις μπροστά τη λογική, αλλά βάζεις μπροστά την καρδιά! Κι η λογική της καρδιάς είναι υπέροχη! Η λογική της καρδιάς, ό,τι βάλει στο νου της, το πετυχαίνει! Και γίνεται πράξη. Κι απόδειξη, που μου 'λεγε εκείνος ο καθηγητής, ο μαθηματικός — να 'ναι καλά όπου κι αν είναι- κι αν ζει, δεν ξέρω, είναι τόσα χρόνια απ' την Πρώτη Γυμνάσιου, αλλά το θυμάμαι, με αγάπη το θυμάμαι και το ενδιαφέρον του για να μη φύγω.
Αυτή, λοιπόν, η απόδειξη της επιλογής μου είναι αυτό που τώρα ζω. Χαίρομαι μ' αυτό που κάνω! Χαίρομαι μ' αυτή την εκπομπή που κάνω! Χαίρομαι με το σχολείο! Χαίρομαι με την εκκλησία! Χαίρομαι με την εξομολόγηση! Χαίρομαι με όλα αυτά που κάνω μέσα στην Εκκλησία κι αυτά που διάλεξα! Δεν είμαι σωστός· δεν είμαι τέλειος. Δεν είμαι αναμάρτητος αλλά το χωράφι που διάλεξα να εργαστώ και να καλλιεργήσω, χαίρομαι που το διάλεξα. Είναι αυτό που μου ταιριάζει. Είναι αυτό που μου αρέσει. Είναι αυτό που θα εργαστώ, όσο καλύτερα μπορώ!..
Λοιπόν, είναι πάρα πολύ ωραίο τα παιδιά να εμπνευστούν. Να ενθουσιαστούν. Και το λάθος το μεγάλο δεν είναι στα παιδιά. Είναι σε εμάς τους μεγαλύτερους. Είναι στην τηλεόραση. Είναι σε εμάς που πρέπει να είμαστε πρότυπο στα παιδιά και δε δίνουμε τίποτα στα παιδιά να ζηλέψουν. Δε δίνουμε τίποτα στα παιδιά να σαγηνευτούν. «Καί δι’ αυτῶν» λέει: «Φωτίστηκαν». Απ' το … «Εὐλογητός εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ πανσόφους τούς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί δι’ αὐτῶν τήν οἰκουμένην σαγηνεύσας..». Σαγήνευσαν την οικουμένη. Δηλαδή, σαν ένα δίχτυ, τους πήραν όλους κοντά τους. Πώς; Είχαν φλόγα. Είχαν ζωντάνια σ' αυτό που έκαναν. Η τηλεόραση σήμερα κάνει τα παιδιά να ενθουσιάζονται με πράγματα πολύ αμαρτωλά· με πράγματα πολύ μάταια, πολύ ψεύτικα, χωρίς ποιότητα, χωρίς αυθεντικότητα ήθους. Χωρίς δυνατές αλήθειες, που κρατάν τα παιδιά στη ζωή όρθια. Γι' αυτό και τα παιδιά σήμερα δεν έχουνε όνειρα, δεν έχουν ιδανικά δυνατά. Ή, τα ιδανικά τους είναι να μάθουνε, ας πούμε, μόνο τον υπολογιστή, να κάνουνε προγράμματα και λοιπά…
Αυτά τα συναρπάζουν. Είναι κάτι το συναρπαστικό. Αλλ' ως ποιότητα ζωής τους δίνουνε τέτοια πρότυπα; Είμαστε εμείς τέτοιο πρότυπο στο σπίτι, έμπνευσης Που, δε χρειάζεται να είσαι μορφωμένος για να είσαι πηγή έμπνευσης για το παιδί σου. Το Δημοτικό να 'χεις τελειώσει, κι αν δε μπορείς κι αυτό, δεν πειράζει. Να ξέρεις απλώς στα παιδιά σου να πεις ένα ωραίο παραμύθι. Να ξέρεις στα παιδιά σου να δείξεις ότι η ζωή είναι όμορφη. Ότι η ζωή έχει ποιότητα. Ότι η ζωή είναι ένας χώρος που θα ζήσουμε το Θεό. Θα μάθουμε να αγαπάμε. Να 'χουμε ταπείνωση. Να 'χουμε όμορφη ψυχή. Ότι αξίζει κανείς να αγωνιστεί για να ζήσει. Όχι να μαζεύει λεφτά· αλλά για να μάθει ν' αγαπά, να συνυπάρχει μ' αυτούς που είναι αγαπημένος και ν' αγαπήσει το ωραίο. Να αγαπήσει τη γνώση για να φωτιστεί ο νους του. Και να καταλάβει αυτόν τον κόσμο με ταπείνωση. Και μέσα απ' τη γνώση να ταπεινώνεται και να δοξάζει το Θεό.
Και τότε θα τα δει όλα το παιδί πολύ ωραία. Θα καθαρίσει η ψυχή του. Θα καθαρίσει και θα ηρεμήσει η καρδιά του. Και θα δει καθαρά τι θέλει, τι του αρέσει, τι ζηλεύει, τι θα μιμηθεί. Αυτό είναι. Τα παιδιά σήμερα είναι ζαλισμένα. Τα παιδιά σήμερα τα 'χουνε αρρωστήσει. Κι εμείς τα 'χουμε αρρωστήσει άθελά μας. Αλλά υπάρχουν και κάποια κέντρα παγκόσμια τα οποία αρρωσταίνουν τους ανθρώπους όχι άθελά τους, αλλά με πολύ μεγάλο σχέδιο και σύστημα και πρόγραμμα. Αρρωσταίνουν τα παιδιά. Τα παιδιά μας είναι αρρωστημένα. Έχουν δει τόσα πολλά έργα ματαιότητος, τόσες πολλές σκηνές αγριότητος, τόσους πολλούς διαλόγους χυδαιότητος, τόσα πολλά πράγματα βρώμικα, βουτηγμένα στη λάσπη του υποκόσμου, που είναι πολύ φυσικό να 'ναι τόσο αφύσικα στη συμπεριφορά τους, στα νεύρα τους, στην έντασή τους, στην ανεπάρκειά τους ν' ανταποκριθούν σ' αυτά που θέλουμε.
Εκτός απ' τα παιδιά που έχουν μια οικογένεια ισορροπημένη σαν ένα ωραίο λιμάνι! Μια οικογένεια αληθινά χριστιανική. Μια οικογένεια που δε χρειάζονται πολλά λόγια, αλλά αβίαστα περνάει το κλίμα το όμορφο στα παιδιά. Μου 'κανε εντύπωση ένας γνωστός μου κληρικός. Είχε ρωτήσει κάποτε τα παιδιά του. Είχε πάρα πολλά παιδιά. Είναι πολύτεκνος. Και δεν είχανε τηλεόραση. Κι άκουγε τους άλλους που είχανε· οι συγγενείς του, οι φίλοι του. Τα παιδιά ακούγανε ότι υπάρχουνε τηλεοράσεις και λοιπά. Κι αυτοί δεν είχαν τηλεόραση. Αλλά είχανε στο σπίτι πιάνο. Είχανε μουσικά όργανα. Είχανε τα παιδιά του μοιραστεί τις δουλειές. Είχανε αυτό που κάνουνε στα μοναστήρια, «παγκοινιές». Δηλαδή, από κοινού, όλοι μαζί να κάνουν κάτι. Είχα τύχει μια φορά που καθαρίζανε φασολάκια. Είχαν να φάνε τόσα άτομα κι είχαν μαζευτεί όλοι μαζί και καθαρίζανε φασολάκια. Πέρασε αυτή η μισή ώρα κάνοντας αυτή τη δουλειά. Μετά παίξανε πιάνο και τραγουδούσανε. Αλλα παίζανε πιάνο, άλλα τραγουδάγανε, άλλα χτυπάγανε αλλά όργανα, τη φλογέρα και λοιπά. Και υπήρχε μια πολύ ωραία ζωντάνια κι ένα πολύ ωραίο κλίμα αγάπης, ζεστασιάς. Και μετά παίξανε επιτραπέζιο παιγνίδι. Ο ένας με τον άλλον, παίζανε, φωνάζανε, χαιρόντουσαν. Και τους λέει μια μέρα ο πατέρας στην οικογένεια: «Θέλετε», λέει, «μήπως να σας πάρω τηλεόραση;». Και του λένε τα παιδιά: «Τι να την κάνουμε; Ωραία δεν περνάμε;». Όταν περνάει ωραία το παιδί, δε θέλει να δει τηλεόραση. Όταν περνάει ωραία μ' αυτό που κάνει, του αρέσει να κάνει αυτό που κάνει. Και δε θέλει να το αλλάξει με τίποτα.
Λοιπόν, τα παιδιά μας δεν έχουν έμπνευση σ' αυτό που κάνουν γι' αυτό δεν το κάνουν σωστά. Και μην έχετε τη συνήθεια να μαλώνετε πάντα το παιδί. Μπορεί καμιά φορά να πρέπει να μαλώσετε κι εμένα· τον καθηγητή, τον παπά, το μεγαλύτερο. Αυτόν, που έχω υποσχεθεί να δώσω μια αγωγή στα παιδιά, να 'μαι πηγή έμπνευσης για τα παιδιά και δεν είμαι. Όταν το παιδί, ας πούμε, για παράδειγμα, έχει ένα φιλόλογο, ένα μαθηματικό, έναν ιστορικό, οποιοδήποτε καλλιτεχνικό, οποιοδήποτε καθηγητή οποιοσδήποτε ειδικότητος, ο οποίος δε ζει το επάγγελμά του, πάει (σχολείο) και βαριέται τη ζωή του. Μετράει πόσα ένσημα ακόμα πρέπει να κολλήσει για να πάρει σύνταξη. Βαριέται τη ζωή του. Το κάνει αγγαρεία. Βαριέται κάθε χρόνο να λέει τα ίδια και τα ίδια.
Και δε βλέπει την ομορφιά των παιδιών που αλλάζουν κάθε χρόνο. Και δεν καταλαβαίνει, ότι όχι κάθε χρόνο, (αλλά) κάθε μέρα το παιδί είναι διαφορετικό. Δεν έχεις τα ίδια παιδιά μπροστά σου. Κι εσύ (ο γονιός) έχεις τα ίδια.
Έχεις τα ίδια, αλλά δεν είναι τα ίδια! Αλλά δε χαίρεται αυτός ο άνθρωπος την επαφή με τα παιδιά. Τη ζωντάνια της επικοινωνίας με τα παιδιά και δεν αγαπά τη γνώση. Γιατί μετά εσύ μαλώνεις μόνο το παιδί σου που δεν τα καταφέρνει στο μάθημα αυτό ή το άλλο; Γιατί το μαλώνεις Γιατί δε σκέφτεσαι ότι…: «Μήπως, παιδί μου, κάποιος δε σε δίδαξε σωστά; Όχι ότι δε σου είπε ότι ένα κι ένα κάνει δύο. Αυτό το είπε, αλλά το θέμα είναι πώς στο είπε».
Δε μπορώ να πιστέψω ότι στα σχολεία δε γίνεται καλή δουλειά. Στα περισσότερα σχολεία θα πει ο καθηγητής το μάθημα. Θα το πει. Αλλά δεν είναι αυτό που μεταδίδει το μάθημα. Το μάθημα το παιδί το καταλαβαίνει μέσα στο κλίμα της αγάπης. Όταν αγαπήσει το μάθημα, τότε αρπάζει τις έννοιες τις αρπάζει στον αέρα. Και πάει και παρακάτω χωρίς να το καταλάβει. Δηλαδή, κάνει ερωτήσεις για παρακάτω έννοιες, χωρίς να τις έχει διδαχτεί, γιατί γεννάει το μυαλό του. Το μυαλό του απ' την αγάπη, απ' τη φόρτιση, απ' τον ενθουσιασμό γεννάει απόψεις. Γεννάει… Συλλαμβάνει. Έτσι 'γίναν οι συλλήψεις. Οι εφευρέτες, που λέει: «Συνέλαβε μια ιδέα μέσα του…». Τι θα πει συνέλαβε. Θα πει γονιμοποιήθηκε μέσα του μια ιδέα. Τι θα πει αυτό; Υπήρξε ένας έρωτας. Γι' αυτό έγινε αυτή η σύλληψη. Δεν υπάρχει σύλληψη χωρίς έρωτα! Ερωτεύθηκε κάτι. Το αγάπησε πολύ και «παπ»! του ήρθε μια έμπνευση. Και προχώρησε μετά. Και γι' αυτό υπάρχουν άνθρωποι μίζεροι, άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, άνθρωποι που βαριούνται. Δεν υπάρχει περίπτωση αυτοί οι άνθρωποι να γίνουν, ας πούμε, εφευρέτες! Χρειάζεται ενθουσιασμός και ζωντάνια.
Λοιπόν, δεν είναι έτσι το κλίμα γύρω μας. Δεν είναι έτσι το σχολείο. Δεν είναι έτσι το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Δεν έχουμε ενθουσιασμό. Έχουμε ενθουσιασμό, ίσως, να κάνουμε απεργίες. Να κάνουμε καταλήψεις, να φωνάζουμε, να πάμε κάτω· αλλά αγάπη γι' αυτό που κάνουμε, μεράκι γι' αυτό που κάνουμε, δεν έχουμε οι περισσότεροι. Αν κάνω λάθος συγχωρήστε με. Μπορεί κάποιους να τους αδικώ, αλλά όπου υπάρχει ενθουσιασμός και τα παιδιά νομίζω ανταποκρίνο-νται. Γι' αυτό, αγαπητοί γονείς, όσοι είστε, αλλά κι όσοι δεν είστε γονείς, έχετε σχέση με ανθρώπους που έχουν σχέση με τα σχολεία, παιδιά και λοιπά, να ξέρουμε να ερμηνεύουμε σωστά τη συμπεριφορά του άλλου.
Λοιπόν, όταν το παιδί ενθουσιαστεί με κάτι, θα σταματήσει κάτι άλλο που έκανε και δεν είχε νόημα και ποιότητα στη ζωή του. Για να παίζει το παιδί ώρες ατελείωτες κομπιούτερ, σημαίνει, ότι δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο να το ενθουσιάσει, για ν' ασχοληθεί μαζί του. Μου 'πε ένα παιδί μια μέρα στο σχολείο… του λέω: «Πεςμου ένα παράπονο στη ζωή». Μου λέει: «Το παράπονό μου είναι ότι υπάρχει ύπνος. Δε θα 'θελα να υπάρχει ο ύπνος». Του λέω: «γιατί»; Σας λέω αλήθεια, μου το 'πε! «Για να παίζω όλη τη νύχτα κομηιούτερ», λέει. «Πόσο λυπάμαι, όταν πρέπει να κοιμηθώ». Φανταστείτε αγάπη που είχε σ' αυτό το πράγμα! Αγάπη, που του 'χει κλέψει την καρδιά. Αυτό που κάνει ένας μοναχός στο Αγιο Όρος, που δε θέλει να κοιμηθεί από αγάπη στο Θεό και κάνει όλη νύχτα προσευχή από αγάπη και πόθο. Το παιδί το ζει με τον υπολογιστή του. Και το λέει με τόσο θεολογική διατύπωση: «Δε θα 'θελα να υπάρχει ο ύπνος, για να ζω αυτό που αγαπάω». Νάτο, λοιπόν. Αγάπησε κάτι, αλλά δεν αγάπησε αυτό που έπρεπε να αγαπήσει· γιατί δεν του το 'δειξε κάποιος αυτό! Είναι μερικά πράγματα που εμπνέονται, που διδάσκονται και που μπορεί κανείς να τα διδάξει στο παιδί του και στην κοινωνία μας αν θέλει. Δείχνουμε ότι έχουμε άλλους προσανατολισμούς κι άλλους σκοπούς. Γι αυτό, όταν το παιδί σου θες να προοδεύσει, να μη φωνάζεις, να μην απαιτείς, αλλά κυρίως να προσεύχεσαι γι αυτό. Να προσεύχεσαι και να του δείχνεις την ομορφιά αυτού που του προτείνεις. Να του εξηγείς… Η ομορφιά συγκινεί, το ωραίο συγκινεί.
Πήγα να πάρω ένα βιβλίο του Ομήρου. Μου 'στειλε ο κύριος Γανωτής ένα δώρο. Ένα βιβλίο καινούργιο που έγραψε για την Οδύσσεια του Ομήρου. Πάρα πολύ ωραίο βιβλίο. Και πήγα να πάρω ένα βιβλίο, την Οδύσσεια αυτούσια. Το κείμενο της Οδύσσειας να το διαβάσω. Και κοίταζα διάφορα βιβλία στο βιβλιοπωλείο που πήγα. Λέω: «Θέλω να δω τις εκδόσεις που έχετε της Ομήρου Οδύσσειας». Και πήρα διάφορα. Και τι ψάχνεις όταν κοιτάς κάποιο βιβλίο; Κάποιο που να σε συγκινεί, να 'ναι όμορφο. Να 'ναι όμορφα γραμμένο κι όμορφα μεταφρασμένο. Ακόμα και ο τρόπος που είναι το βιβλίο φτιαγμένο. Η κατασκευή του. Όλα παίζουν ρόλο. Η ομορφιά τραβάει τον άνθρωπο. Η ομορφιά σε ελκύει. Και διάλεξα ένα τέτοιο βιβλίο που μου άρεσε για να το διαβάσω. Ώστε να διαβάζω τα σχόλια του κυρίου Γανωτή στο βιβλίο — στην Οδύσσεια, που 'χει γράψει τα σχόλια — και να διαβάζω και το κείμενο, τη μετάφραση της Οδύσσειας· να βλέπω, το τι έγινε. Οι περιπέτειες αυτές του Οδυσσέα.
Αλλά, λέω, η ομορφιά ελκύει το παιδί. Όταν στο παιδί δείξεις κάτι όμορφο, το παιδί θα τραβηχτεί κοντά του. Λέει ο πατήρ Παΐσιος κάτι ωραίο: «Όταν στα παιδάκια, τα ματάκια τους γυαλίσουν απ' την αγάπη του Χριστού, θ' αφήσουν όλα τ' άλλα». Γιατί οι άνθρωποι οι άγιοι, άφησαν τα πάντα κι αφιερώθηκαν μόνο στο Χριστό μερικοί; Και γιατί την ώρα του μαρτυρίου τους δεν τους συγκινούσε ο κόσμος Γιατί δεν τους τραβούσαν οι γυναίκες, οι ηδονές, τα φαγητά, οι απολαύσεις τα αρώματα, τα χρήματα, οι περιουσίες; Γιατί, θυμάστε, ότι στην ώρα του μαρτυρίου τούς έταζαν και τους έλεγαν: «Άσε αυτό και πάρε αυτό που σου δίνω εγώ που είναι πολύ πιο υπέροχο». Κι έλεγαν οι Άγιοι: «Μα εγώ το υπέροχο αγάπησα. Και το πολύ πιο υπέροχο αγαπώ. Κι αυτό διακονώ και γι' αυτό πεθαίνω. Μου δείχνεις τώρα την ομορφιά μιας γυναίκας. Μου δείχνεις τώρα την ομορφιά και την νοστιμιά ενός φαγητού. Την ηδονή του χρήματος. Την ηδονή της δόξας. Μα η απόλαυση που εγώ ζω είναι πολύ μεγαλύτερη. Μα εγώ είμαι ερωτευμένος με κάτι πολύ ανώτερο απ' αυτούς τους έρωτες, που εσύ είχες να μου αντιπροτείνεις. Και γι' αυτό ο έρωτας ο δικός μου νικάει κάθε άλλο έρωτα». Και γι αυτό οι Αγιοι στο μαρτύριό τους υπέφεραν πολύ. Ανθρώπινα, σωματικά, πονούσαν αλλά η ψυχή τους ζούσε καταστάσεις που δεν μπορούν να περιγραφούν, γιατί εμείς δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε.
Και επειδή εμείς δεν έχουμε αγγίξει αυτήν την Αγάπη, η οποία σβήνει όλα τα άλλα πράγματα, δεν έχουμε σαγηνευτεί απ' αυτή την ομορφιά που θα μας κάνει να δούμε όλες τις άλλες ομορφιές διαφορετικά, και να τις βάλουμε σε άλλη θέση. Σε άλλη θέση μες στην καρδιά μας. Γι αυτό ξέρεις τι παθαίνουμε; Δίνουμε την πρώτη θέση σε πράγματα που δεν είναι καθόλου πρώτα, αλλά είναι τελευταία. Αλλά τι να κάνουμε; Αφού για μας αυτό είναι το πρώτο!
Αφού ακόμα δεν έχουμε δει την ωραιότητα της αλήθειας! Την ωραιότητα του Θεού! Αφού δεν έχουμε σαγηνευτεί απ' Αυτόν! Λογικό είναι. Ερμηνεύεται το φαινόμενο. Δικαιολογούμαστε.
Λοιπόν, τα πράγματα δεν αλλάζουν ούτε με τη βία, ούτε με το ζόρι, ούτε με φωνές. Έτσι ξέρει κανείς, έτσι κάνει. Μη ζητάτε από τους άλλους να κάνουν υπερβάσεις, επειδή εσείς τους το λέτε και μόνο. Η υπέρβαση, το να ξεπεράσεις την κατάστασή σου και να ζήσεις κάτι άλλο· πρέπει πρώτα να έρθει μια γοητεία. Μια έλξη, ένας θαυμασμός, ένας έρωτας. Κι αυτή η αγάπη κι αυτός ο θαυμασμός δεν έρχεται με φωνές. Δεν έρχεται με απαιτήσεις, αλλά με προσευχή.
Γίνε εσύ αγαπημένος με το Χριστό, αγάπα εσύ την ομορφιά αυτού που κάνεις, αγάπα εσύ τη ζωή, αγάπα εσύ τον κόσμο, αγάπα εσύ το Θεό και τους ανθρώπους του Θεού κι αυτή είναι η μεγάλη σου προσφορά. Κι έτσι η ψυχή του άλλου θα μαλακώσει. Κι έτσι η ψυχή του παιδιού σου θα δει ότι ο πατέρας του και η μάνα του δεν έχουνε εντάσεις, δεν φωνάζουν, δεν πάνε να το ακουμπήσουν στην ψυχούλα του, το παιδί, με τα χέρια τους άγρια, και δεν είναι τα λόγια τους σαν αγκάθια στην ψυχή του ν' αντιδρούν τα παιδιά, αλλ' έρχονται απαλά οι γονείς. Είναι πολύ ωραίο το παιδί νά 'χει δυο γονείς αγαπημένους, ερωτευμένους με ό,τι ωραίο υπάρχει σ' αυτόν τον κόσμο, με ωραίες εμπνεύσεις. Και τότε το παιδί, η ψυχούλα του, θα ξεμπλοκάρει. Κι αν το θαύμα δε γίνει τώρα, θα γίνει κάποια άλλη στιγμή. Θα πει κανείς: «Ναι, αλλά το τραίνο πάτερ θα έχει φύγει. Τώρα πρέπει να διαβάσει. Αν αυτά που λες εσύ, γίνουν μετά από δεκαπέντε χρόνια τι να τα κάνουμε; Θα τελειώσει το Λύκειο». Ναι, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι εμείς με το ζόρι να ωριμάσει, πριν έρθει η ώρα του.
Έχει ο Θεός τους δικούς Του τρόπους. Έχει ο Θεός το δικό Του πρόγραμμα, το δικό Του σχέδιο για τον κάθε άνθρωπο. Αν τα σχέδια, αν η τακτική που ακολουθείτε ως τώρα έχει αποτύχει ή αποτυγχάνει διαρκώς, προβληματιστείτε μήπως πρέπει να σκεφτείτε και κάτι άλλο. Αυτά που λέω κι εγώ δεν τα απαιτώ, γιατί θα πέσω στο ίδιο λάθος, αν τα απαιτήσω από σας. Απλά σας προβληματίζω να σκεφτείτε μήπως η τακτική που ακολουθούμε μερικές φορές να πιέζουμε τους άλλους ν' αλλάξουν, να φωνάζουμε στα παιδιά μας να διαβάσουν, μήπως αυτή η τακτική δεν είναι η σωστή. Και πρέπει να βρούμε μια άλλη τακτική. Μια τακτική που θ' αγγίξει την καρδιά. Να βοηθήσουμε τα παιδιά να κάνουν Μαθηματικά με την καρδιά τους. Ασκήσεις, εξισώσεις, γεωμετρία με γραμμές ευθείες με την καρδιά τους, η οποία θα ζει μέσα στην καμπυλότητα αυτή της αγάπης και του αγγίγματος του Θεού. Και τότε θα τα προσλάβουν στην καρδιά τους όλα πολύ διαφορετικά.
Λοιπόν, κι αν κάπου κάνω λάθος κι αν κάπου είμαι υπερβολικός, να με συγχωρείτε, διότι εγώ δεν έχω παιδιά· εγώ δεν είμαι πατέρας κι ούτε θα γίνω. Κι εσείς ξέρετε σίγουρα καλύτερα από μένα. Γιατί τα ζείτε στην καθημερινότητα σας. Κι αν έχετε κάποια άλλη πρόταση κι αν έχετε κάποια άλλη ιδέα, θα χαρώ να την ακούσω μ' ένα κείμενο που θα στείλετε στην Πειραϊκή Εκκλησία, με κάτι που θα πείτε να προβληματιστούμε όλοι πάνω σ' αυτό. Μακάρι όλα τα σπίτια να έχουν ένα τέτοιο κλίμα αγάπης, ζεστασιάς, ωραιότητος! Αγάπης στο κάλλος, στην ομορφιά της ζωής, στις γνώσεις, στις αλήθειες του Θεού, ώστε τα παιδιά αβίαστα, όμορφα, ξεκούραστα ν' αγαπούν τη γνώση των πραγμάτων αυτού του κόσμου και τη γνώση του Θεού και της αλήθειας του Χριστού, η οποία είναι η πηγή κάθε άλλης γνώσης και η βάση κάθε άλλης γνώσης.
Αγαπητοί μου αδελφοί, καλή δύναμη! Καλό αγώνα μέχρι την επόμενη εβδομάδα! Και καλή αντάμωση πάλι στα «Αθέατα Περάσματα».
Ο Θεός να 'ναι πάντα μαζί μας.
Χαίρετε!