Γύρισα από το Άγιο Όρος



«… πήγα κι εγώ πέρυσι στο Άγιο Όρος, κι όταν φιλούσα την εικόνα της Παναγίας, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ερχόταν να κλάψω».

Τ.Μ. Λαμία (e-mail)


Πήγα λίγες μέρες πάλι στο Άγιο Όρος. Έλειψα λίγες μέρες. Τέσσερις-πέντε μέρες ήταν· και πήγα λίγο να καθαρίσει το μυαλό μου. Πήγα λίγο να ησυχάσω, πήγα λίγο να ηρεμήσω. Πήγα λίγο να ξεκουραστώ, να βρω λίγο τον εαυτό μου, ν' αγγίξω λίγο πάλι το Θεό μου! Και γύρισα τώρα. Σκέφτηκα να μην σου πω κάποιο συνηθισμένο θέμα, αλλά να σου πω κάποια νέα φρέσκα που έχω. Φρέσκιες αναμνήσεις, φρέσκιες εντυπώσεις, από το μικρό αυτό ταξιδάκι και προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Θέλεις;

Θα σου πω μερικά πράγματα που μου έκαναν εντύπωση. Και λέω, τι ωραία που ήταν αυτές οι μέρες χωρίς τηλέφωνο, χωρίς θγπ3ϊΙ, χωρίς τηλεόραση, ειδήσεις, ραδιόφωνο, περιοδικά, εφημερίδες. Χωρίς τίποτα απ' όλα αυτά! Καθαρίζει το μυαλό μας. Καθάρισε το μυαλό μου για λίγες μέρες. Ηρέμησε η ψυχή μου για λίγες μέρες. Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό! Αυτή η αποτοξίνωση! Και καταλαβαίνεις ότι, τελικά, δε ζούμε φυσιολογική ζωή εδώ πέρα στον κόσμο. Κοίταξε τώρα, μη ζηλεύεις που τ' ακούς· και λένε μερικοί: «Εσύ μπορείς και τα κάνεις». Δεν είναι και εύκολο. Εννοείται, ότι και εμείς παίρνουμε την άδειά μας, αφήνουμε πίσω υποχρεώσεις, αφήνουμε πίσω ανθρώπους που έχουν ανάγκη, αλλά δε γίνεται… Δε γίνεται να διαλυθείς σ' αυτό τον κόσμο. Έχεις ανάγκη από ξεκούραση· και έχουμε ανάγκη όλοι να βρούμε λίγο χρόνο.

Άλλος που μπορεί να πάει στο Άγιο Όρος άλλος να πάει στο εξοχικό του να ηρεμήσει, άλλος να πάει σ' ένα προσκύνημα άλλο, να γαληνέψει. Ο Κύριος ο Ίδιος όταν οι μαθητές Του γύρισαν από μια αποστολική περιοδεία που τους είχε στείλει, τους είπε: «Δεύτε καί υμείς αναπαύεσθε ολίγον». Ελάτε λίγο να ξεκουραστείτε τώρα. Το έχει ανάγκη αυτό ο άνθρωπος και όταν αυτό το ζήσεις καταλαβαίνεις το πόσο αφύσικη έχει γίνει η ζωή μας μέσα στις πόλεις! Πόσο άρρωστο είναι το μυαλό μας! Ένας συνεχής καταιγισμός ειδήσεων, γεγονότων, πληροφοριών… Τρελαινόμαστε και δεν το καταλαβαίνουμε. Και όχι μόνο αυτό. Την έχουμε ανάγκη αυτήν την τρέλα, νιώθουμε ότι δεν μπορούμε χωρίς αυτή την τρέλα!

Και σε ρωτώ: τι έπαθα αυτές τις μέρες που δεν είδα καθόλου τηλεόραση, τι έπαθα που δεν είδα καθόλου ειδήσεις; που δεν έμαθα γεγονότα; Χωρίς να ξέρω τι γίνεται στον κόσμο έκανα προσευχή για τον κόσμο, έλεγα την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τόν κόσμο Σου»! Δεν ήξερα τα γεγονότα, δεν ήξερα τις εξελίξεις. Τι (χρειάζεται) να ξέρω τις λεπτομέρειες; Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές: (προβλήματα), προβλήματα, πόλεμοι, οικονομική κρίση, στεναχώριες, αρρώστιες, σεισμοί, καταποντισμοί. Αυτά δεν τα ξέρουμε; Τα ίδια δεν είναι; Τα ίδια, διαρκώς επαναλαμβανόμενα, που τώρα εδώ τα μαθαίνουμε, αλλά δεν κάνουμε τίποτα! Τ' ακούς, αλλά δεν προσεύχεσαι. Εκεί δεν τ' άκουγα, δεν τα μάθαινα, δεν είχα πληροφορία εγκεφαλικού τύπου, αλλά ενημέρωση μέσα στην καρδιά μου από τον Θεό· και προσευχόμουν γι' αυτούς τους ανθρώπους, τις καταστάσεις κ.λπ. χωρίς να τις ακούω. Εδώ στην πόλη ακούμε (ειδήσεις) και περνάνε έτσι ξώφαλτσα από την καρδιά μας, από τον νου μας. Φεύγουν, χάνονται και αρρωσταίνουμε πραγματικά.

Δεν είναι φυσιολογική (η) ζωή που ζούμε. Δεν είναι φυσιολογικό ούτε το νερό που πίνουμε. Δεν είναι φυσικός και καθαρός ούτε ο αέρας που αναπνέουμε. Εκεί είναι όλα αγνά και παρθενικά! Γνήσια και αυθεντικά και όμορφα. Καθαρίζουν τα πνευμόνια σου. Καθαρίζουν τα πνευμόνια και της καρδιάς σου και του κορμιού σου. Πίνεις νεράκι και δροσίζεσαι και χωνεύεις στ' αλήθεια. Νερό καθαρό, από πηγές γάργαρες που κατεβαίνουν από τα βουνά. Και ο αέρας!.. αναπνέεις οξυγόνο! Αναπνέεις το ιώδιο της θάλασσας. Κοιτάς το πέλαγος και τα μάτια σου απλώνουν και χαίρεσαι! Εδώ πέρα κοιτάς και πέφτεις πάνω σε πολυκατοικίες, σε κολώνες σε άσφαλτο, σε φανάρια. Θορύβους ενοχλητικούς εδώ· εκεί, μια απέραντη γαλήνη!.. (Ακούς) Τα πουλάκια, (βλέπεις) τους μοναχούς που κάνουν τόσο ήρεμα τις δουλειές τους, τα διακονήματά τους. Ήρεμοι ρυθμοί… Σιγά-σιγά τα πράγματα. Ένα καραβάκι την ημέρα, που λες: «Θα πάω να το πάρω»… χωρίς άγχος, χωρίς πανικό. Σιγά-σιγά όλα. Τι ωραίο πράγμα αυτό! Μου άρεσε· και τώρα που γύρισα λέω: Μου έκανε καλό αυτό. Μου έκανε καλό το κλειστό κινητό. Αυτή η εξάρτηση των μηνυμάτων, των τηλεφωνημάτων! Με θέλουν, τους θέλω, να μπω, να δω, μη τους χάσω. Αυτή η απελευθέρωση! Γίνεσαι πάλι ο εαυτός σου. Και είναι πολύ ωραίο να γινόμαστε πάλι ο εαυτός μας έτσι όπως μας έκανε ο Κύριος. Μας έβαλε σε ήρεμους ρυθμούς ο Θεός μέσα στη φύση.

Μη φανταστείς ότι και εγώ αυτά τα απόλαυσα άπειρες μέρες. Σου είπα, τέσσερις-πέντε μέρες ήταν αυτή η υπόθεση. Δεν ήταν τόσο πολύ. Απλώς εκεί είναι τόσο δυνατό! Αυτή η ωφέλεια που παίρνεις που σου αφήνει ένα σημάδι στην καρδιά, ένα σημάδι γαλήνης και ηρεμίας. Βγήκα ένα βράδυ να πάω στην ακολουθία — που σηκώνονται τρεις η ώρα — και κοίταξα τον ουρανό. Τρεις η ώρα το βράδυ! Άλλοι άνθρωποι εκεί πέρα! Προσευχόμενοι! Κοίταξα τον ουρανό και ήταν γεμάτος αστέρια· αστέρια πανέμορφα, που εδώ στην πόλη δεν τα βλέπεις από το νέφος. Και που δεν ξυπνάς τέτοια ώρα. Δεν έχεις κίνητρο εύκολο να σηκωθείς. Κίνητρο είναι μια ομάδα ανθρώπων· βλέπεις σαράντα πατέρες πενήντα-εξήντα, ανάλογα με το μοναστήρι που πάει ο καθένας και ο ένας συμπαρασύρει τον άλλον, ο ένας ενθουσιάζει τον άλλον, ο ένας παρακινεί τον άλλον και λες: «Δεν είμαι μόνος». Όπως τα κελιά που κάνουν θόρυβο από τις μετάνοιες γκαπ, γκουπ, γκαπ, γκουπ! μετάνοιες. Και κάνουν και κάνουν μετάνοιες. Προσεύχονται για όλο τον κόσμο και λες «Τι, εγώ θα τεμπελιάζω;» Εδώ υπάρχει μια φλόγα προσευχής! Εδώ είναι πυρπολημένες οι καρδιές τους από προσευχή! Παίρνεις και εσύ κουράγιο· και τεμπέλης να είσαι και αναίσθητος να είσαι και αδιάφορος να είσαι, ξυπνάς λιγάκι και λες «Κι εγώ να κάνω προσευχή, όπως κάνουν όλοι»! Και είναι ένα πανηγύρι εορταστικό προσευχομένων ανθρώπων που σου μεταδίδεται και σένα. Τι όμορφα που ήταν στις ακολουθίες το πρωί, τρεις η ώρα! Την νύχτα είδα ανθρώπους πολύ σπουδαίους πολύ αγίους που μόνο που τους σκέφτομαι παίρνω δύναμη. Που μόνο που τους σκέφτομαι, τους βάζω μετάνοια και φιλώ το χέρι τους και τα πόδια τους. Και ευχαριστώ πάρα πολύ που αυτοί οι άνθρωποι απλώς υπάρχουν. «Και μόνο που υπάρχεις, πάτερ μου, στο Άγιο Όρος· και μόνο που υπάρχεις, θέλω να σ' ευχαριστήσω· και τίποτα άλλο να μην κάνεις, αυτή την προσευχούλα που κάνεις… Εσύ δε θα χτίσεις ποτέ πολυκατοικίες, δε θα κάνεις έργα, δε θα κάνεις προσφορά, όπως λέμε, στον κόσμο, κάτι να φανεί. Αλλά αυτό που κάνεις είναι πολύ μεγάλο, γιατί εγώ και μόνο που σε σκέφτομαι ανασταίνομαι. Μόνο που σε σκέφτομαι αφυπνίζομαι, ξυπνάω, θέλω να διορθωθώ, θέλω να κάνω και εγώ κάτι!».

Είδα, λοιπόν, και εγώ έναν παππού ασκητή. Ένα μοναχό, πενήντα χρόνια στο Άγιο Όρος. Δεν έχει βγει ποτέ· πενήντα χρόνια δεν έχει βγει! Πενήντα χρόνια και δεν έχει πάει στα άλλα μοναστήρια. Δεν πηγαίνει σε πανηγύρια, σε λειτουργίες σε αγρυπνίες. Μόνο στο δικό του το μοναστήρι. Κάθεται πενήντα χρόνια σ' έναν τόπο. Και σ' αυτόν τον τόπο γνώρισε τον Θεό· και λέει συνέχεια την ευχή. Αυτό το δώρο του έκανε ο Θεός: να μνημονεύει συνέχεια, αδιάλειπτα, το όνομα του Ιησού Χριστού. Και λέει: «Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησέ με». Συνέχεια, μέρα-νύχτα. Και σ' αυτόν τον τόπο γνώρισε το Παν, που είναι ο Θεός και μέσα στο Θεό βρήκε όλο τον κόσμο! Και χωρίς να πηγαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και να πηγαίνει στα υπόλοιπα μοναστήρια, νοιώθει όλο τον κόσμο μες στην καρδιά του. Και δε χρειάζεται να μετακινηθεί. Έρχονται οι άνθρωποι να τον δουν — στην κυριολεξία να τον δουν. Γιατί δεν μιλάει, δεν πιάνει κουβέντα. Πολύ σπάνια μιλάει· και συνήθως ξεγλιστράει και αποφεύγει να πει αυτά που ζει. Και μου είπε μια φορά ότι πήγε στη Θεσσαλονίκη, επειδή λιποθύμησε την ώρα που έψελνε, νομίζω· και τον πήγαν χωρίς να το ελέγξει ο ίδιος. «Και γι' αυτό βγήκα», λέει, «γιατίμε βγάλανε. Εγώ δεν έχω βγει και ούτε θα ήθελα να φύγω από εδώ ποτέ».

Και μου είπε να κάνω μια προσευχή γι' αυτόν «μιας και είσαι», λέει, «παπάς και εγώ είμαι απλός μοναχός, να κάνεις την εξής προσευχή», μου λέει, «την άλλη φορά που θα έρθεις να μη με βρεις. Θα 'θελα να έχω φύγει». Μου λέει, «την άλλη φορά που θα έρθεις, να μη ζω σ' αυτόν τον κόσμο. Να είμαι κοντά στο Χριστό». Και το έλεγε και ήταν ευτυχισμένος! Το έλεγε χαρούμενος! Το έλεγε όχι μίζερα, όχι με κατάθλιψη, αλλά με πολύ πόθο για την όντως Ζωή που είναι ο Χριστός! «Εε», του λέω, «Πάτερ», μου λέει, «αλήθεια στο λέω· δεν το λέω έτσι: Κάνε προσευχή να (έχω φύγει)». «Κοίταξε να δεις», μου λέει, «πόσα χρόνια θα ζήσουμε; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας. Δεν είναι να πλησιάσουμε το Χριστό»; «Εγώ», λέει, «Τον αγαπάω και Του μιλάω όλη μέρα· θέλω να Τον συναντήσω και αυτή θα είναι η ευτυχία μου»! «Να, τώρα», λέει, «που θα πάω στο κελί μου, μπορεί», λέει, «τώρα να με πάρει Αυτός να φύγω; Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα», λέει, «να φύγεις κοντά στο Χριστό τον Οποίον αγαπάς»! Εμείς οι υπόλοιποι δε θέλουμε να φύγουμε γιατί δεν αγαπάμε το Χριστό και είναι ωραία η ζωή. Είναι ωραία τα κανάλια, ωραίες οι σειρές τα σήριαλ, οι εκπομπές, οι βόλτες, τα φαγητά. Αυτή η ζωή μας έχει μαγέψει, μας έχει κλέψει. Μας έχει σαγηνέψει αυτός ο κόσμος και απλώσαμε ρίζες. Αυτός δεν έχει απλώσει ρίζες σ' αυτή τη ζωή. Ζει εδώ και είναι αλλού. Η καρδιά του έχει κάνει εγκατάσταση και κατάληψη ήδη από τώρα στον Παράδεισο! Τι άνθρωπος! Και μου λέει: «Να το λες και στον κόσμο. Να λες στους ανθρώπους», λέει, «να κάνουν κι αυτοί προσευχή, να λένε την ευχή. Εσύ», λέει, «που κάνεις και κηρύγματα πες το αυτό το πράγμα». Να λες: «„Κύριε, Ίησοῦ Χριστέ, ελέησόν με“. Να το λένε όλοι αυτό. Γιατί να μην το πουν; Μπορούν και στον κόσμο να παρακαλούν το Χριστό, να λένε το όνομά Του. Να επικαλούνται την Χάρη Του»! «Α», του λέω, «πάτερ μου, έτσι, τώρα λυπάμαι που φεύγω από κοντά σας. Ωραία πέρασα εδώ». «Όχι», μου λέει, «μη το λες αυτό. Όπου και να πας είναι ο Χριστός παντού. Άκου να σου πω», λέει, «τι θα κάνεις. Θα πας σπίτι σου, θα τραβήξεις τις κουρτίνες, θα τις κλείσεις και θα νιώσεις ότι είσαι εδώ. Και κάνε ό,τι θα έκανες εδώ. Τι θα έκανες εδώ; Προσευχή; Κάνε και εκεί. Μπορείς! Νηστεία; Κάνε και εκεί. Αγρυπνία; Κάνε και σπίτι σου μια μικρή αγρυπνία. Και εκεί μπορείς! Αν διάβαζες ένα πνευματικό βιβλίο εδώ, διάβαζέ το και εκεί. Τράβα τις κουρτίνες», μου λέει, «και μη σκέφτεσαι ότι είσαι σπίτι σου, στην Αθήνα. Να σκέφτεσαι ότι είσαι πάλι εδώ και ό,τι θα έκανες εδώ κάνε το και εκεί. Οπότε, κάνεις το σπίτι σου Αγιο Όρος! Γιατί δεν έχει σημασία ο τόπος, αλλά ο τρόπος που ζεις»!

Πολύ ωραίο, ε; «Τράβα τις κουρτίνες και κάνε ό,τι θα έκανες και εδώ». Δεν είναι δύσκολο, εύκολο είναι! Και, αν το σκεφτώ τώρα νοερά, ότι είμαι εκεί, δηλαδή τι θα έκανα εκεί; Εκεί τώρα δε θα είχα άγχος. Ωραία· και εδώ να μην έχω άγχος. Είναι κάτι που μπορώ να το ελέγξω. Εκεί δε θα έκανα νευρικές και βιαστικές κινήσεις και εδώ μπορώ να το κάνω. Εκεί δε θα τηλεφωνούσα όλη μέρα· κι εδώ μπορώ να το κάνω. Μπορώ να αφήσω τα τηλέφωνα και εδώ· και να πω για λίγες ώρες ή και για λίγες μέρες: δε θα μιλώ και θα ζω με ησυχία. Μπορώ να το κάνω. Δεν είναι ωραίο να ζηλεύουμε. Να ζηλεύουμε το Χριστό, τους αγίους αλλά να μη ζηλεύουμε τοποθεσίες, γιατί είναι σαν να λέμε στο Χριστό: «Κύριε, εδώ πέρα Εσύ δεν είσαι. Κύριε, εδώ πέρα Εσύ με αδικείς». Είναι σαν να λέμε στο Χριστό: «Δεν είναι δίκαιη η συμπεριφορά Σου και η πρόνοιά Σου και η φροντίδα Σου απέναντι στον κόσμο». Όχι! ο Χριστός είναι παντού! Η αγάπη Του είναι παντού και εκεί που είμαι εγώ μπορώ να κάνω πολλά για το Χριστό.

Ήταν εκεί και ένας άλλος παππούλης, (Βασίλη Χατζηνικολάου), που μου είπε και για σένα, για τη μουσική που βάζεις, που την ακούει. Και είναι ασυνήθιστος, (μου λέει), για μουσική. «Εγώ θέλω κήρυγμα» μου λέει, «εσύ βάζεις μουσική». «Πες το, στο μουσικό σου». Και του λέω: «Πάτερ μου, ο κόσμος σήμερα στην πόλη δεν είναι σαν και εσάς, έτσι ασκητικοί άνθρωποι όλοι, να μπορούν μόνο το λόγο. Έτσι, διανθίζουμε το λόγο με κάτι πιο χαλαρωτικό, με κάτι πιο εύληπτο. Να έρχεται πιο απαλά μέσα μας ο λόγος, με λίγη μουσική». «Εγώ», μου λέει, «δε ξέρω από τέτοια. Εγώ, θέλω να ακούω μόνο λόγια». Μια και το είπα αυτό, Βασίλη, ξεκούρασέ μας με λίγη μουσική για να καταλάβουμε ότι και τη μουσική εδώ στον κόσμο, εμάς τους κουρασμένους του 21ου αιώνα, την έχουμε πολύ ανάγκη. Η μουσική μάς ηαρηγορεί λιγάκι. Γιατί — εδώ που τα λέμε — και στον Παράδεισο θα έχει μουσική. Τη μουσική των Αγγέλων που δεν ξέρουμε πώς θα είναι. Κι αυτός ο παππούλης έχει μάθει τώρα και κάνει και αυτός υπομονή. Και λέει, «τέλος πάντων, αλλά εγώ θέλω να ακούω λόγια και όχι μουσικές». «Πάτερ μου, αν μας ακούς τώρα κάνε λίγο υπομονή, γιατί ο Βασίλης Χατζηνικολάου που είναι και πάλι μαζί μας, ο μουσικός και ηχολήπτης της εκπομπής μας, (σ' ευχαριστώ πάρα πολύ Βασίλη) και σήμερα θα μας ξεκουράσει λίγο, εμάς τους κακομαθημένους Χριστιανούς των πόλεων».

Μου λέει, λοιπόν, αυτός ο άλλος παππούλης που σας λέω: «Καλά, ρε παιδί μου· εκεί που μιλάς στον κόσμο δεν ντρέπεσαι που σ' ακούει τόσος κόσμος; Όταν σ' ακούνε, δεν ντρέπεσαι; Δεν τα χάνεις που σε κοιτάνε και σ' ακούνε»; Και του λέω: «πάτερ, έχεις δίκιο, τα χάνω μερικές φορές, αλλά, όταν βλέπω την αγάπη των ανθρώπων παίρνω κουράγιο και δύναμη· γιατί δε μιλάω σε ξένους· μιλάω σε ανθρώπους που με αγαπούν. Δε βγήκα σε μια πλατεία να απευθυνθώ σε κάποιους που δε θέλουν να με ακούσουν, που θα γελάσουν, θα κοροϊδέψουν, που δεν πιστεύουν. (Μιλάω) σε ανθρώπους οι οποίοι είναι αδέρφια μου, είναι φίλοι μου, είναι Χριστιανοί. Αγωνίζονται πιο πολύ από εμένα και με περιβάλλουν με την προσευχή τους και την αγάπη τους και αυτό παίρνει τον φόβο μου». «Τι να σου πω», λέει, «πάντως εγώ θα δυσκολευόμουν σε τόσο κόσμο να μιλάω». Και του λέω: «μη ξεχνάτε και η προσευχή σας με έχει βοηθήσει σ' αυτό», γιατί τώρα θα σας πω το μυστικό μου:

Αυτός στο Άγιο Όρος μου είχε πει κάποτε: «Να μιλάς, κύριε προϊστάμενε». «Κύριε προϊστάμενε», έτσι με έλεγε, με έλεγε προϊστάμενο. «Να μιλάς, κύριε προϊστάμενε. Ο Κύριος σε έχει κάνει ιερέα για να μιλάς στους πιστούς, να λες το θέλημά Του». Και του λέω, «άμα χρειαστεί, ναι». «'Οταν σε καλέσουν λοιπόν να μιλήσεις, να μιλάς». […]. Και να, λοιπόν, που ήρθαν έτσι τα πράγματα! Και μου είπαν διάφορες συμβουλές εκεί οι πατέρες και πήρα κουράγιο, πήρα δύναμη στο Άγιο Όρος. Μ' άρεσε πολύ!

Πήγα μετά και σε ένα άλλο μοναστήρι, σας τα λέω λίγο μπερδεμένα, γιατί τώρα είμαι και από το ταξίδι, έτσι πρόσφατα που έχω το ταξίδι μέσα στο μυαλό μου και δεν τα έχω πολύ στη σειρά κοιτάξει. Όπως και γενικά δεν τα έχω συντάξει, όπως κατάλαβες αυτά που λέω. Μια φορά μίλαγα και έλεγα διάφορα σ' ένα θέμα και από το ένα πήγαινα στο άλλο και πάλι γύριζα στο άλλο. Και μου λέει στο τέλος ένας: «Α, πολύ ωραία αυτά που είπες». Και του λέω: «Μπορείς να μου πεις τι είπα; Τι κατάλαβες; Τι είπα; Είπα τόσα πολλά». «Όχι, όχι, ωραία τα είπες». «Μα δεν είπα τίποτα συγκεκριμένο, μίλησα για πολλά. Εσύ», του λέω, «αν πας σπίτι σου και σου πει η γυναίκα σου, τι είπε τώρα αυτός, ξέρεις τι είπα»; Και μου είπε μια ωραία απάντηση: «Βέβαια! Τι; Για τον Κύριο μας μίλησες», λέει, «για τον Κύριο». Και μέσα μου δε σας κρύβω, χάρηκα λίγο. Χάρηκα λίγο που κατάλαβε ότι αυτό το «πήγαινε-έλα» στα διάφορα θέματα — θέλω αυτό να σου μείνει — ότι το συμπέρασμα είναι πάλι για τον Κύριο. Αυτός δεν είναι το κέντρο; Αυτός δεν είναι το παν; Αυτός δε μας ενώνει; Γι' Αυτόν δεν μιλάμε; Γι' Αυτόν δεν λέμε (και τα άσχετα) και τα περιστατικά και τα γεγονότα; Εκεί δε θέλουμε να καταλήξουμε; Σ' Αυτόν! Στο Κέντρο, στην Ουσία· στο βασικό Πρόσωπο της πίστης μας που είναι ο Χριστός.

Πήγα, λοιπόν, και σε ένα άλλο μοναστήρι και εκεί βρήκα… τι βρήκα λες Βασίλη, βρήκα ένα μαθητή δεκαοχτώ χρονών που είχε τελειώσει το Λύκειο, ο οποίος ήταν προδόκιμος δηλαδή, δόκιμος να δοκιμάσει εάν αντέχει να μείνει στο Αγιο Όρος. «Τι κάνεις», του λέω, «εδώ πέρα»; Λέει: «είμαι δόκιμος. Ήρθα να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ». Γιατί δόκιμος αυτό θα πει. Αυτός ο οποίος δοκιμάζει αν του αρέσει αυτή η ζωή, αλλά και αυτός τον οποίο και οι άλλοι δοκιμάζουν αν τους αρέσει. Δηλαδή, και συ βλέπεις αν μπορείς να μείνεις και οι άλλοι όμως βλέπουν αν μπορούν να σε κρατήσουν. Οπότε, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Πας δοκιμάζεις, βλέπεις δε δεσμεύεσαι, δεν υποχρεώνεσαι, ούτε σε υποχρεώνουν. Άμα θες φεύγεις. Άμα θες μένεις. Αυτό είναι ένα στάδιο προπαρασκευαστικό και δοκιμαστικό, γι' αυτό και λέγεται «δόκιμος», αυτός που πάει στο Άγιο Όρος και μένει (δοκιμαστικά).

Ακούει κάποιος και μου λέει: «Τι πράγματα είναι αυτά; Δεκαοχτώ χρονών παιδί; Αυτά είναι απαράδεκτα, επιπολαιότητες. Ανωριμότητες είναι αυτές». Και του λέω: «Για κάτσε· με συγχωρείς. Η μητέρα μου παντρεύτηκε δεκαεννέα χρονών. Ανωριμότητα ήταν αυτό που έκανε; Η μητέρα μου με έφερε στη ζωή και έρχεσαι εσύ και λες·; „να' ναι καλά η μανούλα σου που γέννησε έναν ιερέα“. Αυτό το ανώριμο που έκανε η μητέρα μου, που λες εσύ ανώριμο, η βιασύνη…». «Α», λέει, «αυτό δεν είναι ανώριμο». Δεν κατάλαβα· γιατί δεν είναι ανώριμο; Εγώ ξέρω πάρα πολλούς οι οποίοι έχουν παντρευτεί νωρίς και το μετάνιωσαν. Τι πρέπει να κάνουν τώρα και αυτοί; Υπάρχουν στιγμές ενθουσιασμού στη ζωή μας, που παίρνουμε αποφάσεις. Απλώς οι πιο πολλοί όταν βλέπουμε κάποιον να παντρεύεται νωρίς επειδή έτσι κάνουν όλοι, δε λέμε τίποτα· δε λέμε: «παντρεύτηκε νωρίς». Όταν όμως δούμε κάποιον που να θέλει να αφιερωθεί στο Θεό νωρίς εκεί μας πιάνει κάτι. Εγώ, να σου πω την αλήθεια; Όσα χρόνια ξέρω μαθητές ας πούμε, παιδιά που τελείωσαν το Λύκειο, πρώτη φορά είδα ένα τέτοιο παιδί, γνωστό μου που από δεκαοχτώ χρονών να πηγαίνει στο Άγιο Όρος από τόσο μικρό. Δεν ξέρω άλλα παιδιά. Τόσα χρόνια, πρώτη φορά είδα. Είναι η εξαίρεση· και μάλιστα μια εξαίρεση όμορφη, μια εξαίρεση ευλογημένη. Μια εξαίρεση που δείχνει ότι ο Θεός εμπνέει και σήμερα ψυχές και βάζει μες στις καρδιές νέων παιδιών τον πόθο να αγαπήσουν πολύ το Χριστό.

Κακό είναι αυτό; Τόσο πολύ σε πείραξε αυτό; Και να σου πω και κάτι άλλο: είσαι καρδιογνώστης; Εσύ είσαι καρδιογνώστης; Ξέρεις την καρδιά του κάθε ανθρώπου; Δηλαδή, αν είναι επιπόλαιος, αν είναι ανώριμος, αν… Για περίμενε· ο πατήρ Πορφύριος δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος και σήμερα όλοι διαβάζουν τα βιβλία του και ακούνε τη ζωή του και συγκινούνται, και μετανιώνουν και βλέπουν θαύματα από αυτόν τον άνθρωπο, που από δώδεκα χρονών, όχι δεκαοχτώ, δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος. Και (από) πιο μικρός έκανε αγώνα πνευματικό. Και λες εσύ: «Ναι, αλλά αυτός είναι η εξαίρεση». Ωραία· και σένα ποιος σου είπε ότι αυτό το παιδί δε θα είναι η εξαίρεση; Εσύ που βιάζεσαι και λες, μην είσαι καρδιογνώστης, μην κάνεις αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει: να ξέρεις δήθεν τα μυστικά του κάθε ανθρώπου.

«Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Όταν όμως κάποιος το κάνει αυτό το δεύτερο, και από μικρός θέλει να γίνει μοναχός, ολόκληρη επανάσταση γίνεται. Ολόκληρη επανάσταση! Εγώ έχω πειστεί πλέον στη ζωή, ότι αυτά τα πράγματα είναι του Θεού. Κι αν είναι από το Θεό κάτι να γίνει, θα γίνει. Και αν δεν είναι από το Θεό, ο κόσμος να χαλάσει, δε θα γίνει! Δηλαδή, και να θέλει κάποιος να γίνει μοναχός δε θα γίνει, αν δεν είναι από το Θεό. Θα γίνει κάτι, ένα εμπόδιο… Αρκεί ο άλλος να έχει μια καλή προαίρεση. Να το καταλάβει και να σταματήσει. Γιατί, αν έχεις πείσμα, θα γίνεις μοναχός από ένα πείσμα, ίσως, όπως και θα παντρευτείς από ένα πείσμα. Και το έχεις πει· υπάρχουν και πολλοί αποτυχημένοι γάμοι, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν να παντρευτούν, αλλά παντρεύτηκαν χωρίς να ξέρουν καλά καλά γιατί το έκαναν. Και αυτοί οι άνθρωποι ήταν από το Θεό (να παντρευτούν). Ίσως μέσα στην καρδιά τους να ήταν να αφιερωθούν στο Θεό, αλλά δεν ήξεραν αυτό το δρόμο, δεν τους μίλησε κανείς γι' αυτήν την προοπτική. Το θεωρούσαν απίστευτο, αδύνατο, αφύσικο, ασυνήθιστο.

Και όμως πολλούς ο Θεός τους έχει σήμερα με τέτοια κλίση, να αφιερωθούν σ' Αυτόν. Αλλά αυτή την κλίση δεν την καλλιεργεί κανείς στην εποχή μας. Κανείς δεν έρχεται σήμερα να εμπνεύσει νέους ανθρώπους να δοθούν στο Θεό. Τι ωραίο πράγμα, αυτό! Που το κατηγορούμε τόσο εύκολα. Να υπάρχουν άνθρωποι που θα προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Που θα ζουν αυτό που ζούσε ο στάρετς Παρθένιος στη Ρωσία. Ένας Άγιος ασκητής, που είπε μια μέρα στην Παναγία: «Παναγία μου, τι σημαίνει αυτό; Που έγινα, δηλαδή, μοναχός; Ποιο είναι το νόημα αυτού που έκανα; Πες μου το μυστικό αυτό». Και του απαντά η Παναγία: «Ξέρεις τι θα πει που έγινες μοναχός; Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου». Να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου! Να γίνεις μια προσφορά για όλη την ανθρωπότητα. Να μην κοιμάμαι εγώ από αῦπνία, και να υπάρχουν στο Άγιο Όρος πατέρες που προσεύχονται άυπνοι για να με πάρει εμένα ο ύπνος. Να είμαι εγώ στα νοσοκομεία, να είμαι εγώ στις αμαρτίες μου, στις ασωτίες μου, στη φτώχια μου, στην ταλαιπωρία μου, στο διαζύγιο μου, στην αρρώστια μου και αυτοί να προσεύχονται για μένα. Είναι τόσο κακό αυτό, να αφιερωθούν άνθρωποι στο Θεό;

Εγώ δε σας κρύβω συγκινήθηκα πάρα πολύ που είδα ένα νέο παιδί. Όχι μόνο ένα· υπάρχουν πολλά παιδιά που πάνε να αφιερωθούν. Αλλά, αυτό (το παιδί) τελείωσε τώρα το Λύκειο και πήγε. Πήγε να δοκιμάσει αν θα μείνει. Δε ξέρω τι θα κάνει τελικά. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Γιατί, το είπα και σε κάποιον (που με ρώτησε): «Να σου πω κάτπ πες ότι αυτός που πάει να γίνει μοναχός και δοκιμάζει, μετά από λίγο καιρό το μετανιώνει και φεύγει». «Ε», λέει, «δεν θα είναι αποτυχημένος;» «Καθόλου», του λέω, «δεν το θεωρώ αποτυχία αυτό. Θα το θεωρώ μεγάλη ευλογία του Θεού στη ζωή του. Ποιο; Το ότι για τέσσερις μήνες, για πέντε μήνες, για όσο αντέξει και κάτσει εκεί πέρα, έχει ένα τέτοιο ιερό πόθο στην καρδιά του-κι ας μη τον εκπλήρωσε. Θα θυμάμαι πάντα ότι αυτός ο άνθρωπος πόθησε να αγγίξει μια κορυφή, να ανεβεί ψηλά. Έβαλε στόχο άγιο, ευλογημένο. Έβαλε στόχο θεϊκό. Κακό είναι αυτό; Έστω.. Δοκίμασε! Είδε τις αντοχές του, ότι δε φτάνουν ως εκεί ψηλά, και ταπεινά, είπε:„Δεν το μπορώ αυτό και φεύγω“. Δεν πειράζει. Μπράβο που το θέλησες, μπράβο που το πόθησες! Οι άλλοι θέλουν πράγματα μάταια».

Ο άλλος, λέει, έχω βάλει στόχο της ζωής μου να πάρω αυτοκίνητο την τάδε μάρκα· θα μαζέψω λεφτά. Είναι αυτός στόχος ζωής; Είναι αυτό κάτι που δίνει νόημα στη ζωή σου; Κάτι τόσο φοβερό; Και όμως, το κάνει· και κανείς δεν τον κοροϊδεύει. Κανείς δεν τολμά να του πει τίποτα, γιατί θα γίνει επεισόδιο και θα παρεξηγηθεί κιόλας. Και ο άλλος βάζει στόχο να πάει να δει τους Ολυμπιακούς. Είναι στόχος ζωής; Εντάξει, δεν το κατηγορώ, αλλά δεν είναι το ίδιο μ' έναν που λέει βάζω στόχο ζωής να αγαπήσω το Χριστό και να αφιερωθώ ολόψυχα σ' Αυτόν. Εγώ διδάχτηκα από αυτό. Να βλέπεις τώρα, τρεις η ώρα το πρωί να σηκώνεται, να πηγαίνει να διαβάζει το μεσονυκτικό, να κάνει υπακοή, να κάνει θυσίες να προσφέρει, να εργάζεται, να βοηθάει. Μας περιποιήθηκε, μας έφερε φαγητό. Μάλιστα με ήξερε. «Θα σου φέρω και άλλο», λέει, «πάτερ. Έχει μείνει ένα γλυκό. Το φυλάμε για σένα. Χάρηκα που ήρθες». Είναι ωραίο πράγμα. Ωραία πράγματα γίνονται μέσα στην Εκκλησία μας. Άγνωστα βέβαια και στους πολλούς άγνωστα και στα κανάλια. Γιατί η τηλεόραση αυτό δε θα το πει ποτέ! Δε θα πει (ότι) ο κόσμος δε χάθηκε, ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θέλουν ωραία πράγματα στη ζωή.

Εκεί στο μοναστήρι είδα και έναν άλλον άνθρωπο που μου είπε κάτι που με συγκίνησε. (Σας λέω, γύρισα από το Άγιο Όρος, έτσι; Και σας λέω μερικά που είναι φρέσκα στο μυαλό μου, που μ' άρεσαν και με άγγιξαν. Από αυτά που είδα, ίσως, και εσένα κάπως σε προβληματίσουν). Είδα έναν άνθρωπο ο οποίος μου είπε ταπεινά για τη ζωή του. Τον ήξερα και μου λέει: «Είχα πάει ιεραποστολή», πού πήγε, δε θυμάμαι· Ζαΐρ, Αφρική, κάπου πήγε. «Και ενώ πήγα, με ειδοποίησαν από το μοναστήρι ότι έπρεπε να γυρίσω στο μοναστήρι. Γιατί έπρεπε να γυρίσω. Υπήρχαν ανάγκες εδώ». «Εγώ», μου λέει, «αγαπούσα πάρα πολύ την ιεραποστολή. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έκανα· αλλά εμείς οι μοναχοί έχουμε την υπακοή. Υπακούμε», λέει, «στον Πνευματικό μας. Δεν έχουμε», λέει, «δικαιώματα να λέμε „εγώ θέλω αυτό ή απαιτώ ή έχω πείσμα σ' αυτό που κάνω ή έχω αυτό που λέμε „προσπάθεια“ σ' αυτό που κάνω“». Δηλαδή, «προσπάθεια» θα πει εμπαθής προσκόλληση, το θέλω έντονα και δεν μπορώ με τίποτα να το αποχωριστώ. Αυτό είναι η «προσπάθεια».

Να μην μπορώ χωρίς κάτι. «Αυτό», λέει, «δεν το έχουμε εμείς. Εμείς τα μπορούμε όλα. Αλλά μπορούμε να τα αφήσουμε και όλα, αν μας το ζητήσουν. Δε σου κρύβω», μου λέει, «πάτερ, ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ιεραποστολή. Να βλέπεις τους ανθρώπους να σε ακούν μ' ορθάνοιχτα τα μάτια και τα αυτιά. Έκπληκτοι να ρουφάνε τα λόγια του Χριστού. Να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να βαφτίζονται σε μεγάλη και σε μικρή ηλικία. Να καίνε τα βιβλία της μαγείας. Να βλέπεις θαύματα του Χριστού εκεί. Να βλέπεις τη δίψα των ανθρώπων, την αποτελεσματικότητα του Ευαγγελικού λόγου σ' αυτές τις ψυχές. Να ευφραίνεται η καρδιά σου. Να ευφραίνεσαι που προσφέρεις για τη δόξα του Χριστού. Να σε αγαπούν οι άνθρωποι και να τους αγαπάς. Να δένεσαι μαζί τους, γιατί εκεί τρως μαζί τους! Και ξαφνικά! να σου λένε από το μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα, ότι πρέπει να γυρίσεις πίσω (!..) Και τα άφησα όλα και έφυγα». Και του λέω: «Τώρα πότε θα ξαναπάτε»; Και μου λέει: «Δε θα ξαναπάω· γιατί μου είπαν ότι δεν πρέπει να ξαναπάω, για κάποιους λόγους που έχουν (ανάγκη) εδώ πέρα». Και μου το έλεγε και το πρόσωπό του… Λέω: «Πάτερ μη στενοχωριέστε». Μου λέει: «Δε στενοχωριέμαι, απλώς το αναφέρω». Και εγώ συγκινήθηκα. Κι αυτός δε συγκινήθηκε. Ήταν ψύχραιμος, ήταν νηφάλιος. Εγώ έφερα τον εαυτό μου στη θέση του και λέω ότι εγώ, αν μου το έκαναν αυτό, θα στεναχωριόμουνα. Ποιο; Να σου ακυρώνουν μια επιθυμία, να σου καταστρέφουν ένα σχέδιο. Να σου χαλάνε τα σχέδια και να σου λένε: «Τι θέλεις; Αυτό; Όχι· θα κάνεις εκείνο». Και λέει ο κάθε μοναχός: «Δεν πειράζει, δεν έχω σχέδιο». «Μα εκεί δε σου άρεσε»; «Μου άρεσε, αλλά και τώρα θα μου αρέσει αυτό το καινούργιο που θα μου πεις». Και τον είδα πολύ ψύχραιμο και νηφάλιο.

Και συγκινήθηκα· γιατί, όταν γύρισα εγώ από το Άγιο Όρος, με πήρε μια κυρία τηλέφωνο και μου έλεγε πως με τον άντρα της τσακώνονται, επειδή ο ένας δεν μπορούσε να υποχωρήσει στο χατίρι του άλλου και δεν μπορούσε κανείς από τους δυο να ακυρώσει τα δικά του σχέδια. Ήθελε ο καθένας να κάνει το δικό του. Φοβερό δεν είναι αυτό; Αυτό που οι μοναχοί το ζουν σαν μια καθημερινή άσκηση και αγώνα και μια πραγματικότητα στη ζωή τους, (οι περισσότεροι το έχουν βιώσει αυτό). Δεν έχουν θέλημα απαιτητικό σε τίποτα. Θα γίνεις ιερέας. Θα γίνω. Δε θα γίνεις ιερέας. Δε θα γίνω. Θα πας να γίνεις, ας πούμε, ψαράς να ψαρεύεις ψάρια στο μοναστήρι και μετά θα πας στη βιβλιοθήκη. Και εμένα μου αρέσουν τα ψάρια· μου αρέσει η θάλασσα, ο βυθός. Μου αρέσουν οι πετονιές. Μου αρέσει οτιδήποτε. Ωραία, ας σου αρέσει! Αυτή η ταπείνωση, αυτή η ετοιμότητα να αλλάζεις, να μαλακώνει η ψυχή σου, να είσαι ευέλικτος, να μην είσαι μονοκόμματος, να μην είσαι απαιτητικός. Αν το είχαμε αυτό εμείς εδώ στην πόλη, τα ζευγάρια θα ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένα. Οι οικογένειες θα ήταν πολύ χαρούμενες. Ο ένας θα υποχωρούσε στον άλλον.

Διδάχτηκα πάρα πολύ από αυτήν την ακύρωση της επιθυμίας αυτού του μοναχού. Του λέω: «Πάτερ, εγώ μόνο που σκέφτομαι αυτό που έκανες, να ξέρεις πως η ιεραποστολή σου συνεχίζεται… σ' ένα άλλο επίπεδο πλέον! Γιατί και αυτό το μήνυμα που τώρα βγαίνει και στους πατέρες εδώ, που ξέρουν τι κάνεις, και στον κόσμο που το ξέρει, και στην ιεραποστολή που θα το μάθουν, δηλαδή, ότι εσύ γύρισες όχι επειδή αντιπάθησες κάποιους ή επειδή τσακώθηκες ή επειδή δεν τους θέλεις, αλλά επειδή πάνω απ' όλα θέλεις να κάνεις το θέλημα του Θεού, δια του Πνευματικού σου, όπως φανερώνεται έτσι, αυτό είναι μεγάλη προσφορά! Είναι μεγάλη ιεραποστολή! Και εμένα», του λέω, «τώρα, να ξέρεις, με διδάσκεις. Σε μένα τώρα κάνεις ιεραποστολή. Τώρα που δεν είσαι σε ιεραποστολή στην Αφρική, είσαι ένας ιεραπόστολος και τώρα. Γιατί σιωπάς, ενώ έχεις τόσα να πεις· και πάλι λες· και τι λες. Λες τη λέξη „ταπείνωση“. Τη λέξη „υπακοή“. Τη λέξη „αγάπη στο Θεό“. Τη λέξη „θυσία“. Τη λέξη „αφήνομαι στο Θεό“, „εμπιστεύομαι“, „ηρεμώ“». Να είσαι, λένε οι Άγιοι, σαν μια σφαίρα που όταν την κυλάς στο πάτωμα, στο χώμα, πάει παντού. Μια σφαίρα, μια μπάλα πηγαίνει παντού. Δεν έχει γωνίες να σκαλώσει. Όπως κυλήσει, πηγαίνει. «Αυτό έχεις πετύχει», του λέω, «και εσύ. Είσαι σαν μια σφαίρα στα χέρια του θεού και σε πηγαίνει όπου θέλει και εσύ δεν αντιδράς. Είσαι σαν ένα φυλλαράκι του φθινοπώρου που πέφτει κάτω στην αυλή. Τα ξερά φύλλα τα φυσάει ο άνεμος και βλέπεις καθώς κατρακυλάνε τακ-τακ-τακ γυρνάνε, γυρνάνε, γυρνάνε και κάπου σταματάνε· και μετά πάλι φυσάει ο άνεμος και τα πάει πιο κάτω. Και τα φυλλαράκια αυτά δεν έχουν απαίτηση, δεν πάνε κόντρα στην πνοή του Θεού. Στην πνοή αυτού του ανέμου». Οι μοναχοί το ζουν αυτό. Οι καλοί μοναχοί το ζουν γιατί, αν κανείς δε θέλει να αγωνιστεί, και στο μοναστήρι να είναι μπορεί να έχει και εκεί πείσματα και να λέει: «Όχι, εγώ θέλω αυτό» ή να πάει με ένα πλάγιο τρόπο να το πετύχει. Αλλά τώρα μιλάμε για έναν άνθρωπο που θέλει να κάνει αγώνα. Και — δε σου λέω ψέματα- αυτός ο άνθρωπος στο πρόσωπό του είχε μια ηρεμία! Εγώ δε θα την είχα αυτήν την ηρεμία κάθε φορά. Δηλαδή, το ζηλεύω αυτό· θα' θελα και εγώ έτσι να είμαι, αν ακυρωθεί κάτι στη ζωή μου. Γιατί, όταν κάνεις κάτι για το Θεό, δεν κολλάς σ' αυτό που κάνεις αλλά κολλάς σ' αυτό το «άλλο» που είπαμε· ότι κάνεις κάτι για το Θεό! Οπότε, θέλω εγώ να κάνω κάτι για Σένα, Χριστέ μου!. Αν αυτό που Εσύ θες, είναι να πάω για ιεραποστολή, θα το κάνω· όχι επειδή είναι ιεραποστολή, αλλά επειδή το κάνω για Σένα. Η χαρά μου δεν είναι η ιεραποστολή για την ιεραποστολή, αλλά η ιεραποστολή γιατί αυτό το θέλεις Εσύ. Και μέσα από αυτό εγώ αγαπώ Εσένα. Αν ξέρω, όμως, ότι Εσύ θεςνα Σε αγαπήσω μέσα από μια επιστροφή και να μπω στο αεροπλάνο και να πάρω (μου έλεγε αυτός ο μαναχός, πώς πήρε τις κούτες, τα πράγματά του, τα φόρτωσε, γύρισε) αν θέλεις να Σε αγαπώ έτσι, θα Σε αγαπώ έτσι! Γιατί για μένα, το ζητούμενο είναι να Σε αγαπώ, ασχέτως του πώς θα Σε αγαπώ!..

Θυμάμαι, μια φορά πήγα (να κάνω) μια ομιλία και είχαν κάνει λάθος και δεν είχαν ειδοποιήσει τον κόσμο· δεν τον είχαν καλέσει. Είχαν οργανωθεί εκεί οι υπεύθυνοι, δεν είχαν πει στον κόσμο τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Εγώ πήγαινα στο δρόμο και χαιρόμουν. Και δε ξέρω αν χαιρόμουν γιατί θα μιλήσω για το Χριστό ή αν χαιρόμουν επειδή πάω να κάνω μια ομιλία. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα αυτά. Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις… Εσύ, Βασίλη, που κάνεις εκδηλώσεις συναυλίες και τραγουδάς, και τα λοιπά, και ψάλλεις θα καταλαβαίνεις τι εννοώ. Άλλο να πηγαίνεις για τη δόξα του Θεού μόνο, και άλλο να πηγαίνεις, γιατί και εσύ ευχαριστιέσαι μ' αυτό που κάνεις. Πάω, λοιπόν, να πω την ομιλία. Πάω στο χώρο το συγκεκριμένο· και δεν ήταν κανένας! Λέω, «θα έρθουν». Και εμφανίζεται κάποιος ιερέας και μου λέει: «Πάτερ, δεν έχει έρθει κανείς. Με συγχωρείς, γιατί δεν ειδοποιήσαμε κανέναν». Εκείνη την ώρα εγώ έπεσα από τα σύννεφα… και λέω (μέσα μου): «Ε, δεν είμαστε καλά· και τώρα τι γίνεται εδώ; Ήρθα τόσο δρόμο, να κάνω ομιλία και δεν είναι κανείς»; Μέσα μου τα έλεγα. Εξωτερικό χαμογελούσα και έλεγα: «Ε, δεν πειράζει τι να κάνουμε. Λάθος θα έγινε». Ενοχλήθηκα… Ενώ, αν αγαπούσα πραγματικά το Θεό, και μόνο Αυτόν, θα έπρεπε να πω: «Κύριε, έτσι θέλησες και έτσι έγινε». Και να πω και το άλλο, το πιο αληθινό, ότι ο Θεός αυτούς τους ανθρώπους θέλησε να τους προστατεύσει από τα δικά μου λόγια που είναι γεμάτα εγωισμό και φιλαυτία και αυτοπροβολή· και ο Θεός θέλησε να μην ακούσουν ένα τέτοιο λόγο μολυσμένο. Καλύτερα να έχεις το απόγευμά σου ήσυχο, παρά να ακούς κηρύγματα τα οποία βγαίνουν από έναν ομιλητή ο οποίος δεν είναι ταπεινός. Έτσι έπρεπε να πω για μένα, όχι για σένα. Εγώ μιλάω για μένα, για το δικό μου λόγο. Αυτή είναι η αλήθεια στην πραγματικότητα, αλλά δεν το σκέφτηκα έτσι. Με δίδαξε, λοιπόν, αυτός ο μοναχός, ο οποίος ακύρωσε τις επιθυμίες του.

Με δίδαξαν και οι άλλοι μοναχοί. Ταπεινοί. Υπάρχει πολλή ταπείνωση στο Άγιο Όρος, αγαπητέ μου, στο λέω αλήθεια. Υπάρχει πολλή ταπείνωση στο Αγιο Όρος. Εγώ ώρες-ώρες σκέφτομαι τους πατέρες στο Άγιο Όρος και συγκινούμαι πάρα πολύ μόνο που υπάρχουν αυτές οι φιγούρες, τυλιγμένες στο μαύρο που δε ξέρεις καλά καλά ποιος είναι. Βλέπεις μια φιγούρα μαύρη εκεί πέρα να περνάει δίπλα σου και δε ξέρεις ποιος είναι. Και δεν τον ενδιαφέρει να ξέρεις ποιος είναι. Είναι κάποιος που αγαπά το Χριστό· τίποτα άλλο. Είναι κάποιος που σε στέλνει (στο Χριστό) και σου δείχνει το Χριστό. Τίποτα άλλο. Τι σε νοιάζει ποιος είναι; Πώς με λένε, από πού είμαι, πόσο χρονών είμαι, τι σπούδασα… Μη σε ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Εγώ ζω για το Χριστό! Αν θέλεις να ξέρεις κάτι για μένα, ένα να ξέρεις: ότι προσεύχομαι… Λέει ένας μοναχός: «Αν θέλεις να ξέρεις κάτι για μένα, ένα να ξέρεις: αν τώρα ανοίξεις την καρδιά μου, είναι χαραγμένο με χρυσά γράμματα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού! Αυτό να το ξέρεις! Αυτό ας το ξέρεις. Τίποτα άλλο δε θέλω να ξέρεις για μένα. Τίποτα άλλο». Αυτό εμένα με διδάσκει πάρα πολύ! Με συγκινεί! Μορφές ταπεινές, πρόσωπα ευλογημένα, χαριτωμένα, άγια, όμορφα· όπως τα θέλει ο Θεός!..

Και εκεί, σ' ένα τραπέζι που τρώγαμε κοίταζα απέναντι. Ήταν ένα άλλο τραπέζι, με κάποιους λαϊκούς εργάτες. Κάποιους εκεί που βοηθούσαν. Και είδα κάποιον που φόραγε ένα σκουφάκι, αυτό που φοράνε τα νέα παιδιά που κάνουν σκι στα βουνά. Φόραγε ένα σκουφάκι και με κοιτούσε. Λέω τώρα, έτσι όπως φόραγε το σκουφάκι του, δε φαινόταν καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Γιατί, όταν βάζεις ένα σκούφο, ένα καπέλο, ας πούμε, αλλάζει η μορφή του προσώπου σου. Δεν κατάλαβα ποιος είναι. Με κοιτούσε.

Πριν καιρό είχα δει μια Κυριακή, πριν από πολλούς μήνες, περίπου έξι μήνες, είχα δει σε μια εκκλησία μια μητέρα· γνωστή μου. Λέω: «Τι κάνει ο γιος σας; Έχω καιρό, χρόνια να τον δω». Και που της λέω έτσι, βάζει τα κλάματα αυτή η μητέρα. Μου λέει: «Δεν τα μάθατε». Λέω, «Τι να μάθω»; «Ο γιος μου έχει μπλέξε». «Πού έχει μπλέξει»; «Έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά». «Τι λέτε», της λέω, «σοβαρολογείτε»;… Το παιδί αυτό το ήξερα. Το πρόσωπο του ήταν ένα σωστό αγγελάκι, ένα ευλογημένο παιδί, ένα χαρούμενο πλάσμα, ένα αγνό πρόσωπο. «Αφήστε», λέει, «πάτερ, ζούμε ένα δράμα. Έχει μπλέξει». Και άρχισε να κλαίει… Συγκλονίστηκα και εγώ που το άκουσα. Μετά τη Λειτουργία περίμενα να πω ένα «γεια», για να φύγω. Λοιπόν, εκείνη την ώρα με καθήλωσε αυτή η κουβέντα. Της λέω: «πού μπορώ να τον βρω; Θέλω να τον πάρω τηλέφωνο». «Δεν μπορείτε να τον βρείτε», λέει. «Πέστε μου», της λέω, «πού είναι να πάω». «Πού είναι πάτερ μου! Στην Ομόνοια!!», μου λέει, «γυρίζει, εκεί θα τον βρείτε, αν τον βρείτε». «Θα μου μιλήσει»; «Δεν ξέρω», λέει, «άμα σας καταλάβει. Άμα μπορέσει. Άμα είναι το μυαλό του καθαρό».

Και σηκώθηκα και πήγα. Έψαχνα εκεί στην Ομόνοια· γιατί έχω δει και άλλα τέτοια πρόσωπα, ναρκομανείς που πέφτουν κάτω στα πεζοδρόμια, παίρνουν τη δόση τους, τους πιάνει εκεί πόσες ώρες, κάθονται καθηλωμένοι και λοιπά. Πήγα εκεί πέρα, κοίταζα από εδώ και από εκεί, πέρναγα διακριτικά από το ένα στενό, από το άλλο, δε το βρήκα το πρόσωπο που έψαχνα. Κι έλεγα, τι θα γίνει τώρα; Και έλεγα: «Θεέ μου, ελέησε το παιδάκι αυτό», πώς έγινε, παιδί μου, αυτό; Ένα καλό παιδί να μπλέκει· πώς παρασύρθηκε; Και προσευχόμουν γι' αυτό το παιδί.

Α, και τώρα στο Αγιο Όρος, λοιπόν, εκεί που έτρωγα στην τράπεζα της Μονής και κοίταζα απέναντι που σας λέω τα άτομα, με κοίταζε κάποιο πρόσωπο. Και όπως πήγα να βγω μετά από την τράπεζα, πέρασε και αυτός μπροστά μου. Δεν κατάλαβε και αυτός ποιος ακριβώς ήμουν κι εγώ, αλλά, όταν αυτός που με κοίταζε με πλησίασε, εγώ κατάλαβα ποιος ήταν. Ήταν αυτός! Αυτό το παιδί που είχα να το δω έξι-επτά χρόνια και εν τω μεταξύ είχε μπλέξει. Και τρελάθηκα!.. Τον βλέπω και τον σταματάω! Και του λέω: «Εσύ είσαι»; Μου λέει: «Πάτερ!» Και με φιλάει. Και με φίλησε, όπως θα φίλαγε τον πατέρα του. Στα μάγουλα κανονικά, όχι σαν παπά με ευλάβεια. Γιατί τα παιδιά αυτά, πώς να το πω, τους λείπει η στοργή, η αγάπη, η ζεστασιά. Όχι ότι δεν την είχε το παιδί αυτό στην οικογένειά του, αλλά πάντα τους λείπει· και ειδικά τώρα που είναι πονεμένα. Και μου πιάνει το χέρι και δε μου το άφηνε. Και το χέρι του έτρεμε, έτρεμε από… δε ξέρω, (αυτοί οι άνθρωποι, τρέμει κάπως το νευρικό τους σύστημα). Είχε μια ευαισθησία και το χέρι του έτρεμε σαν ένας μεγάλος παππούς. Έτρεμε το χέρι του, το ένοιωθα στο χέρι μου, στην παλάμη μου και δε με άφηνε. Του λέω: «Τι κάνεις, βρε παιδί μου»; «Δεν τα μάθατε», μου λέει; «Τα έμαθα», του λέω, «και χαίρομαι πάρα πολύ (που σε βλέπω). Τι ήρθες εδώ να κάνεις»; Λέει: «Ήρθα εδώ πέρα και προσπαθώ να βοηθηθώ από την Παναγία. Κάνω προσευχή, πάω στις ακολουθίες, βοηθάω λίγο εδώ πέρα στις δουλειές· να αποτοξινωθώ, να ηρεμήσω να το ξεπεράσω. Πάω και κάτω λίγο, καμιά φορά, και πάλι μπλέκω. Ξαναγυρί-ζω, πέφτω, σηκώνομαι». Και του λέω: «να σου πω» του λέω, «ξέρεις κάτι; Ο θεός, η Παναγία μας, δε θα σε αφήσουν. Έχεις κι εσύ ένα δρόμο στη ζωή σου. Δε ξέρει κανείς το τέλος του δρόμου σου. Μην απογοητεύεσαι. Μην απελπιστείς· κάνε ό,τι μπορείς· και πολύ χάρηκα που σε είδα εδώ» του λέω. «Σ' έψαχνα», του λέω, «ξέρεις πού»; «Στην Ομόνοια σε έψαχνα να σε βρω. Και τώρα χάρηκα που είσαι στην αγκαλιά της Παναγίας μας, εδώ στο Περιβόλι της!». Και συγκινήθηκε και μου λέει: «Τι ώρα φεύγει το καράβι σου»; Του λέω: «Φεύγει τώρα, δέκα και είκοσι». «Να σε δω, θα έρθω να σε βρω».

Και ήρθε να με δει τα τελευταία δέκα λεπτά, έστω να μου πει ό,τι δεν μπορούσε να μου πει όλα αυτά τα χρόνια… Να μου μιλήσει όσο δεν μπορούσε να μου μιλήσει τον τελευταίο καιρό. Έτρεξε να μου φέρει φωτογραφίες από την οικογένεια του, από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Μιλήσαμε, συγκινήθηκε, με κοιτούσε, μου είπε να προσευχηθώ. Μου ξαναφίλησε το χέρι. Πάλι έδειχνε αυτό τον πόθο του, να νιώσει ζεστασιά και αγάπη και στοργή, και πατρική και μητρική στοργή ταυτόχρονα και όλα τα ήθελε αυτό το παιδάκι. Και λέω: «Χριστέ μου, τι πράγμα είναι αυτό»! Και ήθελα να πω σε ένα δημοσιογράφο στην τηλεόραση (να μη λέω τώρα ονόματα). Να φωνάξω τον κ. τάδε του καναλιού τάδε που συνέχεια σχολιάζουν, που βρίζουν, που κατηγορούν να του πω έλα εδώ εσύ… πάρε αυτό το παιδάκι, να σου δώσει αυτό, μια συνέντευξη! Έλα και πες του παιδιού αυτού για την Εκκλησία, τους μοναχούς πες του, πες του! Γιατί, στην ουσία αυτό κάνεις. Κατήγορός. Δεν αγαπάς την Εκκλησία. Και έλα, πες του! Τι θα σου πει το παιδί αυτό; Θα σου πει, εγώ εδώ πέρα βρήκα νόημα και σκοπό. Εάν δεν είχα έρθει εδώ πέρα, θα είχα πεθάνει! Θα είχα αυτοκτονήσει! Θα είχα τρελαθεί! Θα είχα φτάσει στην έσχατη κατάπτωση. Αυτό είναι το Άγιο Όρος το μυστικό. Αυτό είναι το Άγιο Όρος το κρυφό. Αυτή είναι η προσφορά αυτών που δε θα ακουστούν ποτέ στην τηλεόραση, ποτέ στα κανάλια, ποτέ στις ειδήσεις γιατί απλούστατα — αυτό το έχεις πει και εσύ — αυτά δεν πουλάνε. Αυτά συγκινούν και όταν ο άνθρωπος συγκινηθεί και μετανιώσει, θα κλείσει το κανάλι της τηλεόρασης και δε θα έχεις δουλειά εσύ. Και μετά τι θα κάνεις; Γι' αυτό και λες· για να κρατάμε τον κόσμο, για να έχουμε τηλεθέαση και ακροαματικότητα, βγάλε σκάνδαλα, βγάλε έκτροπα, βγάλε αμαρτίες, βγάλε αταξίες. Και μου λες: «Γιατί; Δε γίνονται, δηλαδή, όλα αυτά τα έκτροπα»; Γίνονται, αλλά γίνονται και αυτά τα ωραία! Υπάρχουν και αυτά τα ωραία στοιχεία της ομορφιάς της αγιότητας της υγείας μέσα στην ασθένεια· της προσφοράς μέσα στην αδυναμία του άλλου. Της αγάπης, της ζεστής αγκαλιάς, του ζεστού φιλιού· που ο άλλος νιώθει την ανάγκη κάποιος να τον αγκαλιάσει, να του δείξει στοργή. Αυτά, γιατί δεν τα λες Αυτό είναι το Άγιο Όρος.

Αυτό το Αγιο Όρος αγάπησα! Αυτό το Άγιο Όρος με συγκίνησε και έφυγα γεμάτος από ευτυχία και δύναμη και παρηγοριά και συγκίνηση και κατάνυξη και προβληματισμό και… πώς να το πω εγώ. Κάποιος μου είπε: «Κάθε φορά που πάω στο Άγιο Όρος είναι κάτι ξεχωριστό αυτό που παίρνω». Κοίτα πόσα πράγματα σου είπα τώρα, που είδα από τέσσερις-πέντε μέρες που έκατσα στο Άγιο Όρος. Και, όταν πήγα στο αεροδρόμιο, (για) να γυρίσω, γιατί είχα βγάλει ένα πολύ φτηνό εισιτήριο εδώ και πολύ καιρό. Για να είναι πολύ φτηνό, το είχα κλείσει. Το λέω αυτό, γιατί μερικοί σκανδαλίζονται. Όταν λες ότι γυρίζεις με αεροπλάνο, νομίζουν ότι δίνεις εκατοντάδες ευρώ. Ήταν πάμφθηνο· τριάντα πέντε ευρώ ήταν. Ήρθε ένα ζευγάρι Γερμανών, στο άσχετο, και με βρήκαν και μου έβγαλαν ένα κουτά κι με βέρες και μου έλεγαν στα Γερμανικά κάτι, μισο-καταλάβαινα ελάχιστα. «Θέλουμε», λέει, «να μας ευλογήσετε τις βέρες». Με είδαν που βγήκα από το Άγιο Όρος; Δεν ήξεραν ότι βγήκα από το Άγιο Όρος και δε ξέρω γιατί, με βρήκαν στο αεροδρόμιο. Λέω: «Είστε ορθόδοξοι»; Λέει, «Όχι, πειράζει; Θέλουμε να μας ευλογήσεις· είναι κακό να μας ευλογήσεις τις βέρες»; «Να σας ευλογήσω». Και τους ευλόγησα τις βέρες και με χαιρέτησαν με πολλή αγάπη. Και λέω: «Βρε παιδί μου, κοίτα να δεις· φεύγω από το Άγιο Όρος συγκινημένος, πάω στο αεροδρόμιο και κάθομαι-και ενώ θέλω να κλειστώ στον εαυτό μου και να σκεφτώ όλα αυτά τα ωραία που έζησα, κάποιος ξαφνικά, σαν να τον τράβηξε κάτι και ήρθε κοντά μου και μου ζητά ευλογία». Μου λέει, «έχουμε πενήντα χρόνια γάμου-επέτειο και θέλουμε να μας ευλογήσετε εσείς». Βγήκα από το Άγιο Όρος και αμέσως ήρθε κάποιος κοντά μου να ζητήσει ευλογία. Εγώ που το αισθάνθηκα στη ψυχή μου αυτό, έτσι το πήρα: Όταν πραγματικά πας κοντά στο Θεό, έστω λίγο να Τον ακουμπήσεις, μετά οι άλλοι, όταν γυρίσεις θέλουν κι αυτοί να σε πλησιάσουν χωρίς να το επιδιώξεις. Χωρίς να το θέλεις. Μόνο και μόνο επειδή είσαι άνθρωπος του Θεού, έστω και λίγο.

Και μετά πήγα στον ηλεκτρικό, όταν πήγα στην Αθήνα, για να πάω σπίτι μου, και μπήκε μέσα ένας ναρκομανής που έβγαλε τα χαρτιά του και άρχισε να λέει αυτά που λέει, και τα λοιπά, ότι έχει κάνει αποτοξίνωση, τον έχει δείξει το κανάλι τάδε και θέλω βοήθεια. Και λέω: «Τώρα εγώ δε γίνεται να μην του δώσω». «Μα», μου λέει ένας, «θα πάρει ναρκωτικά». Μα, τι λες τώρα; Ο Θεός που του δίνει ζωή! δεν ξέρει τι κάνει; Όλοι ναρκομανείς δεν είμαστε; Εσύ, όταν βλέπεις εκατό ώρες την ημέρα τηλεόραση, ναρκομανής δεν είσαι; Τι είσαι; Εσύ, όταν μιλάς στο τηλέφωνο εκατό ώρες ναρκωτικό δεν είναι; Και η πολυλογία σου; Τι κάνεις γι' αυτό; Σε τιμωρεί ο Θεός; Όχι! Και εγώ γιατί να τιμωρήσω αυτόν; Ύστερα, με το μισό ευρώ που θα του δώσω, θα πάει να πάρει ναρκωτικά; Όχι, αγαπητέ μου. Αγάπη του δίνω. Ο ιερέας είναι αγάπη, είναι προσφορά. Δεν μπορώ να μη του δώσω τίποτε και να περάσει έτσι μπροστά από έναν παπά… και έβαλα το χέρι στην τσέπη και ζητούσα κάτι ψιλά. Είκοσι, τριάντα λεπτά· και μάζεψα έτσι ψιλολόγια και βγήκαν πενήντα, εξήντα λεπτά και του τα έδωσα στο χέρι. Και αντί αυτός να φύγει… μέσα στον κόσμο, μες στον ηλεκτρικό που όλο το βαγόνι ήταν γεμάτο, μου φιλάει το χέρι και δε σηκώνει τα χείλη από το χέρι μου. Μες τον κόσμο. Και κοίταζαν όλοι έναν ναρκομανή με τα χαρτιά του ανοιχτά, να φιλάει το χέρι ενός παπά που είχε γυρίσει από το Αγιο Όρος που δεν το ήξερε κανείς όμως. Το ήξερε όμως ο Θεός και πήγε στην ψυχή αυτού του παιδιού και του λέει, είναι ένας παπάς αμαρτωλός, το ξέρει ο Θεός αλλά πίσω από αυτό κρύβεται η Χάρη του Χριστού, ο Οποίος είναι Αγάπη, ο Οποίος είναι ο μόνος που έχει ανάγκη ο κόσμος. Αυτόν έχει ανάγκη και πήρε μια ευχή από έναν αμαρτωλό παπά. Και κανενός άλλου το χέρι εκεί μέσα δεν το φίλησε. Σε κανέναν άλλο δε στάθηκε έτσι, όπως στάθηκε μπροστά στην ιεροσύνη, στην Εκκλησία, στο Χριστό. Αυτόν έχει ανάγκη όλος ο κόσμος.

Αυτό μου έδειξε εμένα το Αγιο Όρος. Ότι, αν είσαι άνθρωπος του Θεού, έχεις πολλά να δώσεις. Ακόμα και όταν κάθεσαι στον ηλεκτρικό και πας στη δουλειά σου και δεν κάνεις τίποτα· μόνο που υπάρχεις, μόνο που αναπνέεις. Γιατί η αναπνοή σου μυροβλύζει το όνομα του Χριστού. Αυτό το απλό· να λες: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με». Και να κάθεσαι στον ηλεκτρικό, να πας Μαρούσι-Πειραιάς και να μην κάνεις τίποτα. Να λες μόνο την ευχή. Είναι μεγάλη βοήθεια, μεγάλη προσφορά, μεγάλη καρποφορία· και (άσε) τον κόσμο μετά να κάνει ό,τι θέλει. Αλλος θα έρθει να σε πλησιάσει, άλλος θα έρθει να σου μιλήσει, άλλος θα έρθει να αντιδράσει και να δει πώς θα αντιδράσεις κι εσύ και να σε δοκιμάσει να δει αν είσαι αληθινός. Πάντως όλοι το Χριστό ζητούν. Πάντως, είναι πολύ ωραίο να είμαστε Χριστιανοί. Είναι πολύ μεγάλη τιμή ο Χριστός!

Κοιτώ την ώρα, πέρασε. Σας κούρασα πάλι σήμερα με τα δικά μου· που δεν είναι όμως δικά μου, είναι δικά σου, είναι δικά μας είναι της Εκκλησίας μας. Είναι τα θαυμάσια και τα μεγαλεία του Χριστού μας! Εμείς οι κληρικοί αυτό δεν πρέπει να κάνουμε; Να σου θυμίζουμε τα μεγαλεία του Θεού! Να παρηγορηθεί η καρδιά όλων μας και να πάρουμε λίγη δύναμη.

Βασίλη Χατζηνικολάου, πολύ σ' ευχαριστώ που και σήμερα μας παρηγόρησες και — αλήθεια σού λέω — χωρίς αυτήν την όμορφη μουσική που πλαισιώνει και στολίζει τα φτωχά μου λόγια, εγώ δε θα μπορούσα να σταθώ. Στο λέω αλήθεια! Σ' ευχαριστώ πολύ και ευχαριστώ για το τελευταίο κλείσιμο που θα μας βάλεις.

Εύχομαι να είστε ευλογημένοι, εύχομαι η χάρη της Παναγίας μας, η χάρη όλων των Αγιορειτών Πατέρων, των Αγιορειτών Αγίων της Εκκλησίας να επισκιάζει τη ζωή όλων μας και να βοηθήσει όλους μας η Παναγία να καταλάβουμε ότι ο κάθε τόπος είναι το Αγιο Όρος. Το κάθε σπίτι, το κάθε δωμάτιο, μπορεί να είναι Άγιο Όρος και ότι, τελικά, αυτό που όλοι ζητάμε είναι ο Χριστός μας η Παναγία μας, οι Αγιοί μας. Η παρηγοριά αυτή που μας δίνει η Εκκλησία, η τόσο ζεστή, η τόσο αληθινή.

Καλή δύναμη, αγαπητοί μου φίλοι· και θα χαρώ πολύ να σας συναντήσω και την επόμενη φορά στην εκπομπή μας. Χαίρετε!

Загрузка...