«…Γειά σας πάτερ. Είμαι η Λ. από την Κ. και με τη μητέρα μου την Ε. ακούμε τις ομιλίες σας, που μας βοηθουν πάρα πολύ! Αυτή τη στιγμή θέλω να γράψω πολλά, αλλά το σημαντικό είναι ότι έχω σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά χάρη στο Θεό, προσπαθώ να το αποδεχτώ πλήρως και να το ξεπεράσω… Δεν είναι εύκολο, αλλά έχω και τη μαμά μου, που με βοηθάει… Ακούμε τις ομιλίες σας και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό. Να εύχεστε να μαλακώσει η καρδιά μου μέσα απ’ τα βάσανα που περνώ…»
Λ.Β. Μυτιλήνη (e-mail)
Και εγώ, Χριστέ μου, τι φταίω; Τι φταίω εγώ, για παράδειγμα, που η καρδιά μου πολλές φορές είναι σαν γη στεγνή; Σαν το χωράφι το στεγνό, το ξερό, το ξεραμένο. Που δεν δέχεται καθόλου μέσα του το σπόρο. Που δεν μπορεί τίποτα να βλαστήσει μέσα του. Τι φταίει όμως το χωράφι το ξερό, το στεγνό, το έρημο; Μπορείς να το μαλώσεις; Μπορείς να πεις σε ένα χωράφι, γιατί είσαι έτσι; Πολλές φορές νιώθει κανείς ότι βαριέται. Βαριέται από μόνος του. Βαριέται την προσευχή, βαριέται τον εκκλησιασμό. Δεν θέλει να ακούσει. Ακούει και ξεχνάει. Εγώ φταίω που ακούω και ξεχνάω; Εγώ φταίω που δεν έχω όρεξη να διαβάσω πνευματικά βιβλία, να διαβάσω πατερικά κείμενα;
Έτσι είναι η γη της ψυχής μου, λέει κανείς. Τα λέω όλα αυτά, αγαπητοί μου φίλοι, με αφορμή αυτά τα λόγια του Χριστού μας, που περιγράφει στην παραβολή αυτή — την θυμάστε — του Σπορέως. Που λέει ότι βγήκε ένας γεωργός να σπείρει το σπόρο του και περιγράφει ο Χριστός μέσα σε τόσο λίγες γραμμές όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Και μας λέει πώς είμαστε. Και λέει ότι ένα μέρος του σπόρου έπεσε στη γη, στο δρόμο, δηλαδή, δίπλα από τη γη, το χωράφι και το πατήσανε οι άνθρωποι που περνούσανε «καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγαν αὐτό». Και τα πουλάκια του ουρανού που πέρασαν έφαγαν το σπόρο κι εξαφανίστηκε. Τίποτα δεν έμεινε, τίποτα δεν φύτρωσε. Τίποτα δεν άγγιξε τη γη. Έπεσε δίπλα, χάθηκε. Αλλο, λέει, έπεσε πάνω στην πέτρα. Αμέσως έπιασε, αλλά «φυέν ἐξηράνθη». Φύτρωσε, αλλά αμέσως ξεράθηκε. Τι εικόνα είναι και αυτή πάλι. Φυτρώνει, λες, νάτο· μεγάλωσε! και μετά από δύο μέρες, ώπ! έπεσε… Ξεράθηκε, κιτρίνισε, τίποτα… Γιατί δεν είχε, λέει, ικμάδα. Δεν είχε μέσα του ζωή, δεν είχε δροσιά, δεν είχε χυμούς να μεγαλώσει. Και άλλος, λέει, σπόρος έπεσε μέσα στα αγκάθια. Και τον έπνιξαν τα αγκάθια. Και άλλος σπόρος έπεσε, λέει, μέσα στα αγκάθια, «ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» και φύτρωσε. Και φύτρωσαν μαζί και τα αγκάθια και «ἀπέπνιξαν αὐτόν». Το σπόρο τον έπνιξαν. Και ένα άλλο μέρος του σπόρου, το ένα τέταρτο, δηλαδή, έπεσε στη γη την αγαθή. Αυτό και μεγάλωσε και φύτρωσε και έκανε καρπό εκατοντα-πλασίονα. Εκατό φορές περισσότερο!..
Κοιτάξτε πόσοι άνθρωποι υπάρχουν! Μέσα σε τόσο λίγες γραμμές περιγράφει ο Χριστός μας όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Και λέει· υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι, υπάρχουν και οι άλλοι άνθρωποι. Και λες τώρα εσύ: «Εγώ τι φταίω γι' αυτό που είμαι»; Πρέπει να πας να μαλώσεις ένα χωράφι επειδή είναι αυτό που είναι; Μπορείς να το μαλώσεις; Φταίει το χωράφι επειδή έχει μέσα αγκάθια; Φταίει το χωράφι επειδή είναι γόνιμο; Μπορείς να του πεις μπράβο; Ένα γόνιμο χωράφι τι έκανε για να είναι γόνιμο; Και λέει ο Χριστός μας — γιατί μπορεί να κάνουμε αυτό το παράπονο και να πούμε, μου το έχουν πει αυτό μερικοί — «Εγώ τι φταίω που είμαι αυτός που είμαι;».
Εγώ θα ήθελα να μπορώ να κάνω αυτά που κάνεις εσύ, να πηγαίνω εκκλησία, να τα αγαπάω όλα αυτά, αλλά δεν μου βγαίνει. Δεν θέλω. Βαριέμαι. Τα ακούω και μου φαίνονται βαρετά. Τα ακούω και δεν τα πιστεύω αυτά που λες. Όχι εσύ· η Εκκλησία. Δεν τα πιστεύω αυτά, δεν με αγγίζουν. Φταίω εγώ που δεν με αγγίζουν; Κοίταξε να δεις. Νομίζω, σε πρώτη φάση, όπως λέμε, δεν φταις εσύ για αυτό που είσαι. Γιατί ο άνθρωπος, αγαπητοί μου, δεν είναι νησίδα μέσα στον κόσμο, δεν είναι ένα νησί απομονωμένο από τους υπόλοιπους. Όχι. Είμαστε ενωμένοι ο ένας με τον άλλο, δίπλα από τον άλλο, ζούμε ο ένας κοντά στον άλλο. Έχουμε πατέρα, μητέρα, παππού, γιαγιά, προγόνους, περιβάλλον, τόπο που ζούμε, συγκεκριμένη καταγωγή, συγκεκριμένο τόπο ο καθένας. Την πόλη του, το χωριό του, τις παραδόσεις του, τις συνήθειές του. Όλα αυτά τον έχουν επηρεάσει.
Υπάρχει μια κληρονομικότητα. Υπάρχει μια εσωτερική προδιάθεση. Υπάρχει μια αγωγή που ο καθένας έχει δεχθεί. Υπάρχει μια αλλοίωση που έχει δεχθεί η ψυχή του. Καλή αλλοίωση ή και κακή επιρροή. Οπότε καταλαβαίνεις, ότι αυτό που είσαι είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες.
Όταν βλέπεις, δηλαδή, κάποιον που έχει έφεση και αγαπάει την πνευματική ζωή και διψάει η γη της καρδιάς του, μη βιαστείς να πεις: «Πολύ καλός άνθρωπος». Διότι δεν ξέρεις τις προϋποθέσεις που είχε αυτός. Και μπορεί αυτός ο καλός άνθρωπος, να έπρεπε να είναι πολύ πιο καλός. Με βάση τις προϋποθέσεις του. Και ο Θεός σ' αυτόν τον καλό να βλέπει ότι του λείπουν πολλά ακόμα. Αυτόν που εσύ θαυμάζεις! Και μπορεί εσύ που βλέπεις τον εαυτό σου να τεμπελιάζει, να ραθυμεί, να ζει σε ένα πνευματικό λήθαργο και να μη σου αρέσουν πολύ αυτά τα πράγματα, ο Θεός να σε επαινεί στους Αγγέλους Του και να λέει: «αυτός ο άνθρωπος, αυτή η ψυχή, αυτή η γη της καρδιάς του, κοίταξε! δέχθηκε αυτές τις σταγόνες, έστω λίγες σταγόνες από τη δική Μου θεϊκή βροχή!.. Αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο αβοήθητος δίπλα του, ήταν τόσο δύσκολο το περιβάλλον του, ήταν τόσο δύσκολος ο χώρος της εργασίας του, του σπιτιού του, οπότε πάλι καλά και αυτό που κάνει. Το βαθμολογώ αλλιώς». Αλλιώς βαθμολογεί ο Θεός!
Γι' αυτό ξέρετε τι μου κάνει εντύπωση; Ότι σε αυτή την παραβολή ο Χριστός συγκρίνει τη γη αυτού του κόσμου, με τη γη της ψυχής μας. Ο Χριστός δεν κάνει κριτική. Δεν μαλώνει κανόναν. Δεν κάνει παρατηρήσεις. Απλώς περιγράφει. Γιατί περιγράφει; Για να μας πει ότι Εγώ, ως Θεός Παντοδύναμος, σας ξέρω. Ξέρω πώς δουλεύει η ψυχή σας, ξέρω όλες τις ψυχές· ξέρω αυτούς που έχουν πόθο, αυτούς που βαριούνται, αυτούς που τεμπελιάζουν, αυτούς που πνίγονται, αυτούς που καρποφορούν με υπομονή· σας ξέρω όλους. Σας ξέρω όλους και σας επισημαίνω τι βλέπω. Τι παρατηρώ. Τα υπόλοιπα είναι δικά σας.
Δηλαδή, ποια είναι τα δικά μας, Κύριε; Τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Τι μας μένει εμάς να κάνουμε; Και λέει ο Χριστός, νομίζω, σας μένει να νοιώσετε ένα δέος μπροστά στο γεγονός αυτό που λέγεται «σωτηρία»! Μπροστά στο γεγονός αυτό που λέγεται «πνευματική καρποφορία»! Σας τα λέω όλα αυτά με τις παραβολές Μου, για να έχετε μια εγρήγορση. Και μόνοι σας να καθίσετε να σκεφθείτε και να πει ο καθένας: «εγώ πού ανήκω; Η δική μου ψυχή πώς είναι, άραγε;» Δηλαδή, να φθάσεις πρώτα σε μια συνείδηση της πραγματικής καταστάσεώς σου. Να δεις τον πραγματικό σου εαυτό. Εσύ πώς είσαι; Ο μέσα σου κόσμος; Θέλεις; Σου αρέσουν αυτά τα πνευματικά; Διψάει η ψυχή σου; Λες: «Όχι και πολύ». Δηλαδή, αυτό που λένε μερικοί: «Από το ένα αυτί μπαίνει και από το άλλο βγαίνει».
Μιλάς σε κάποιον και είτε του μίλησες είτε δεν του μίλησες, δεν κατάλαβε τίποτα. Κάνεις κήρυγμα, βλέπεις κάτω τόσο κόσμο· βλέπεις κάποια μάτια διψασμένα, ρουφάνε, και κάποια άλλα μάτια σαν να χτυπάνε πάνω τα λόγια σου και φεύγουν πάλι πίσω. Δεν καταλαβαίνουν. Άλλα μάτια αυτά. Είναι αυτό που λένε, έρχεται ο διάβολος παίρνει το λόγο του Θεού και χάνεται. Τίποτα δεν καταλαβαίνει ο άλλος. Δεν προβληματίζεται. Δεν καθρεπτίζεται να πει· αυτά που ακούω μήπως με αφορούν; Ακόυσα, ας πούμε, για την ταπείνωση, άκουσα για τον εγωισμό. Μήπως με αφορά; Μπα, τίποτα! Καμία σημασία. Δεν τον αγγίζουν τα λόγια… Μήπως είσαι έτσι;
Ή μήπως είσαι η άλλη κατηγορία που λέει. Η ψυχή σου, δηλαδή, με το που ακούς κάτι ωραίο ενθουσιάζεται, λες «πω πω! ωραίο». Ωραία αυτά τα πράγματα, να μάθουμε, να ακούσουμε.. Ενθουσιασμοί, υπέρ αισιοδοξία, όλα θα πάνε καλά, θα νικήσουμε, θα διορθωθούμε. Ναι, πάμε, πάμε. Πού είστε πάτερ, να έρθουμε να σας δούμε. Πού λειτουργείτε, πού μιλάτε, πού θα σας βρούμε. Ενθουσιασμοί. Για πόσο; Ένα πυροτέχνημα! Ανάβει το πυροτέχνημα. Πόσα δευτερόλεπτα; Γεμίζει ο ουρανός φώτα και μετά από λίγο, φςςς!.. σβήνουν όλα. Σκοτάδι, καπνός, στάχτη. Και πάλι τα ίδια. Και λες: «καλά, εσύ δεν είσαι που ήθελες να έρθεις να με βρεις, να εξομολογηθείς, να αγωνισθείς, να κοινωνήσεις, να διαβάσεις, να κάνεις αγώνα, να νηστέψεις;» Πού πήγαν αυτά; Εσύ έλεγες τότε, «θέλω και θα πάρω βιβλία και θα προσπαθήσω!» Πολύ φόρα είχες πάρει, βρε παιδί μου. Τόση φόρα. Πού πήγε αυτή η φόρα; Πού πήγε αυτή η φόρα, ε; Τώρα δεν κάνεις τίποτα. Σου έλεγα να κάνεις μια νηστεία Τετάρτη και Παρασκευή! Έλεγες, όχι μόνο Τετάρτη και Παρασκευή. Θα κάνω πιο πολλά. Και τώρα δεν κάνεις τίποτα. Τίποτα δεν κάνεις. Ούτε τη Μεγάλη Βδομάδα δεν θέλεις να νηστέψεις τώρα. Πού πήγε εκείνη η φόρα που είχες πάρει;
Ε, καλά· είναι απίστευτος ο Χριστός μας! Είναι μοναδικός! Υπέροχες λέξεις που διαλέγει και τα εξηγεί όλα αυτά. Και λέει: «Διά τό μή έχειν ρίζαν». Δεν είχε ρίζα ο πόθος σου. Και: «Διά τό μή έχειν ικμάδα». Δεν είχε ζωηρότητα μέσα, δεν είχε χυμούς, δεν είχε δροσιά να μεγαλώσει. Είχες ενθουσιασμό. Αλλά δεν είχες ρίζα. Ήσουν μια έκρηξη. Στιγμιαία· που έσβησε. Θα ήταν πολύ πιο καλό να κάνεις λίγο. Λίγο-λίγο κάθε μέρα, παρά πολλά πράγματα απότομα, και μετά τίποτα! Και να σβήσουν όλα…
Μετά οι Απόστολοι, οι Άγιοι, ρώτησαν τον Κύριο και Του είπαν· τι σημαίνει αυτό που λες; Αυτή την παραβολή μπορείς να μας την εξηγήσεις; Τι είναι ο δρόμος; Τι είναι το χωράφι που αμέσως φυτρώνει ο καρπός και ξεραίνεται μετά από λίγο; Ή το άλλο, που φυτρώνει και πνίγεται από τα αγκάθια; Εξήγησέ μας την παραβολή. Και το είπε αυτό. Όσοι είναι δίπλα στο δρόμο, που πέφτει ο σπόρος στο δρόμο, είναι αυτοί που ακούνε, μετά λέει έρχεται ο διάβολος και: «Αἴρει τόν λόγον ἀπό τάς καρδίας αὐτῶν, ἴνα μή πιστεύσαντες σωθῶσι». Ο διάβολος δεν σε αφήνει να ακούσεις, να αγιάσεις, να εφαρμόσεις. Όχι. Ξεχνάς. Χαρακτηριστικό του διαβόλου είναι να σε κάνει να ξεχνάς. Να μη θυμάσαι αυτά που πρέπει να θυμάσαι. Δηλαδή, έρχεται ένας πειρασμός· δεν θέλει ο διάβολος να σε αφήσει να σκεφθείς, τον Παράδεισο, το Θεό. Άστα αυτά, κοίτα άλλα πράγματα, σκέψου άλλα πράγματα. Σου παίρνει το μυαλό. Τα ξεχνάς όλα. Για να μη σωθείς. Η πίστη οδηγεί στη σωτηρία. Όταν πιστέψεις ότι υπάρχει Θεός, όταν εμπι-στευθείς το Θεό στη ζωή σου, σώζεσαι. Γιατί αυτό σε οδηγεί σε βιώματα. Σε αγώνα, σε ανταπόκριση. Κάνεις προσπάθεια μετά.
Μετά Του λένε, καλά αυτοί είναι οι πρώτοι. Ο σπόρος που έπεσε και αμέσως φύτρωσε και μετά μαράθηκε; Τι είναι αυτό το δυσάρεστο; Είναι αυτό που έλεγα πριν. Το πυροτέχνημα που ανάβει. Και λέει ο Χριστός, αυτοί ξέρετε ποιοι είναι; Είναι αυτοί που: «όταν ακούσωσιν, μετά χαράς δέχονται τόν λόγον καί ούτοι ρίζαν ούκ έχουσιν. Πιστεύουσιν πρός καιρόν καί έν καιρώ πειρασμού αφίστανται». Τι φοβερά λόγια! Ακούς μετά χαράς, δέχεσαι τον λόγο, αλλά δεν έχεις ρίζα. Τι να την κάνω μόνο τη χαρά. Καλός ο ενθουσιασμός και πολλά γίνονται με ενθουσιασμό. Πολλοί με ενθουσιασμό ξεκινούν και πετυχαίνουν πολλά πράγματα. Είναι αυτό που λένε, «στη βράση κολλάει το σίδερο». Τώρα που είναι ζεστή η καρδιά σου. Πάρε αποφάσεις τώρα. Αλλά το θέμα είναι… Θυμάμαι, ένα παιδί μια φορά άκουγε ροκ μουσική, κασέτες. Παλιά… Τότε που δεν είχαν βγει τα εά· και είχε κασέτες. Και τους είπα μια φορά στο Κατηχητικό για τη μουσική αυτή. Εξηγούσα κάποια πράγματα και μου λέει, στο τέλος του Κατηχητικού: «Μη φύγετε, πάω σπίτι να σας φέρω κάτι». «Τι θα μου φέρεις;». Και έρχεται μετά από λίγο και μου φέρνει μια σακούλα γεμάτη κασέτες, ροκ μουσικής. «Πάρτε τα, πάρτε τα όλα αυτά, δεν θέλω τίποτα, δεν θέλω να ξανά ανακατευτώ με αυτήν τη μουσική. Κατάλαβα πόσα πράγματα κρύβονται. Πώς ταράζεται η ψυχή μου. Πώς κρύβουν μερικές φορές σατανικές καταστάσεις, άτομα που έχουνε μπλέξει με ναρκωτικά. Δεν θέλω να μπλέξω. Θέλω να είμαι καθαρός στην ψυχή. Πάρτε τα».
Τι είχε γίνει; Ζεστάθηκε η καρδιά του. Ακούσε κάτι. Ζεστάθηκε μέσα του. Φούντωσε η ψυχή του και λέει, θα κάνω αγώνα. Θα κάνω αγώνα!!.. Και φοβήθηκα. Γιατί φοβήθηκα; Γιατί αυτοί οι ενθουσιασμοί είναι ωραίοι, αλλά πρέπει να τουςχειρισθεί κανείς πολύ σωστά, πολύ καλά, για να απλώσουν και ρίζα. Ρίζα! Ρίζα έχεις; Σας έχει τύχει να σας φέρουν κάτι λουλούδια στο σπίτι, σε γλάστρες, που είναι πολύ ωραία, αλλά κάτι γίνεται, και μετά από λίγο χαλάνε αμέσως, μαραίνονται αμέσως. Τα βλέπεις τις δύο πρώτες μέρες υπέροχα και μετά κάτι γίνεται και μαραίνονται. Δεν έχουνε πιάσει καλά. Τα πουλάνε για λίγες μέρες εντυπωσιασμού. Ένα δωράκι· το πας, τελειώνει… Αυτά που έχουν ρίζα! «Κοίτα να δεις», του λέω, «εγώ Θα πάρω τις κασέτες», «και να τις πετάξετε!» μου λέει. «Δεν θα τις πετάξω! Γιατί εσύ μπορεί μετά από λίγες μέρες να μετανιώσεις για αυτό που έκανες. Κι ο Χριστός δεν θέλει με το ζόρι να αλλάζεις ζωή. Το δέχομαι αυτό που κάνεις! Χαίρομαι που ζεστάθηκε η ψυχή σου, αλλά Θέλω να το δείξεις αυτό σε διάρκεια. Σε διάρκεια, θέλω να κάτσεις ένα μήνα χωρίς τις κασέτες, δύο μήνες, πέντε μήνες, ένα χρόνο και εκεί που θα έρθει πάλι ο πειρασμός να αντέχεις να μην ακούς. Αν όμως — στο λέω!- όποτε θελήσεις να τις ξαναπά-ρεις, να μου τις ζητήσεις. Θα τις έχω να στις δώσω».
Γιατί αξίζει ο αγώνας που γίνεται εκούσια, που γίνεται θεληματικά και που μπορείς να διαλέξεις μεταξύ του καλού και του κακού και να πεις: εγώ διαλέγω αυτό! Αυτό είναι το ωραίο. Να διαλέγεις το Χριστό, ενώ υπάρχει και κάτι άλλο να διαλέξεις. Όχι αναγκαστικά. Όχι με το ζόρι. Οι ενθουσιασμοί καλοί είναι σε όλα τα ωραία πράγματα. Ο άλλος ενθουσιάζεται για τη ζωή του. Να κάνει οικογένεια. Βρίσκει μια κοπέλα και λέει, αυτή είναι! Ενθουσιάστηκες. Αλλά πρέπει να έχει ρίζα ο δεσμός αυτός. Να ριζώσει κάτι μέσα σου. Να δοκιμαστεί. Θα έρθει δυσκολία. Κάτσε. Την είδες τώρα ή τον είδες. Τσακωθήκατε ποτέ; Όχι. Ε, κάτσε να τσακωθείτε μια φορά. Κάτσε να γίνει μια μικρή παρεξήγηση. Θα θες να είσαστε πάλι μαζί; Εκεί θα ψηθείς. Εκεί θα δοκιμαστείς. Όταν βγείτε βόλτα και όλα είναι ωραία, εντάξει. Αν όμως γίνει κάποιο λάθος, αν κάτι, μια μικρή παρεξήγηση, ένα ραντεβού — που δεν θα είναι συνεπής στην ώρα- και θα δεις ότι έχει μια αδυναμία, είναι ασυνεπής, ας πούμε, στην ώρα του ή δεν είναι τακτικός στα πράγματα του ή δεν είναι στα λόγια της προσεχτική και λέει πολλά, εκεί, ο ενθουσιασμός ο πρώτος θα μείνει; Σε όλα τα πράγματα. Και στα ανθρώπινα και στα θεϊκά. Γιατί ο άνθρωπος που είναι στα ανθρώπινα ατακτοποίητος, επιπόλαιος, βιαστικός, απλώς ενθουσιώδης, το μεταφέρει αυτό και στο επίπεδο το πνευματικό. Η ζωή μας είναι ενιαία κατάσταση. Έχει σχέση με όλα τα πράγματα του βίου μας. Και για αυτά που μιλούν για το Θεό και με το Θεό, αλλά και με τους ανθρώπους.
Γι' αυτό, λοιπόν, οι άγιοι πολλές φορές είναι επιφυλακτικοί, όταν βλέπουν άτομα τα οποία ενθουσιάζονται. Πετάνε στα σύννεφα, τρελαίνονται από χαρά και λένε: «Θεέ μου κράτα τον! Κράτα τον!» Γι' αυτό, και μερικούς μάλιστα, οι οποίοι ανεβαίνουν πολύ, αμέσως, πνευματικά και θέλουν να κάνουν εκατό ώρες προσευχή, να κάνουν νηστείες αλάδωτες υπερβολές, τους τραβάνε. Και λέει κάποιος άγιος, αν δεις κάποιον να πετάει πολύ ψηλά, πιάστον από το πόδι και τράβα τον λίγο κάτω. Να χαμηλώσει λίγο. Να χαμηλώσει. Αυτά τα απότομα πετάγματα δημιουργούν καμιά φορά, δυστυχώς, και απότομες πτώσεις. Έχετε δει κάτι ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση που δείχνει κάτι αεροπλάνα, που ξεκινάνε, ο κόσμος παρακολουθεί από κάτω· πωπώ τι απογείωση ήταν αυτή! γλυκύτατα ξεκόλλησε από τη γη και πετάει… Και ξαφνικά μετά από δύο λεπτά σωριάζεται και συντρίβεται. Και γεμίζεις καπνούς και σύννεφα και φωτιές και λες, πού πήγε αυτή η απογείωση, πού πήγε αυτή η πτήση; Και έρχεται μια κατάπτωση μετά και μεγάλη πτώση και μεγάλος πάταγος. Για αυτό, αγαπητέ μου, μην απελπίζεσαι, αν ξεκινάς λίγο — λίγο, απαλά· όσο μπορείς αλλά σταθερά. Πέντε λεπτά μπορείς να κάνεις προσευχή τη μέρα; Κάνε πέντε. Του χρόνου μπορεί να κάνεις δέκα λεπτά, του παραχρόνου μπορεί να κάνεις ένα τέταρτο και μετά μπορεί να γίνεις ένας άνθρωπος που αγαπάς την προσευχή και να προσεύχεσαι πολλές ώρες.
Μη κάνεις πολλά, βιαστικά. Απλώς ενθουσιασμός. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο ενθουσιασμός είναι κάτι κακό. Πρέπει να έχεις και χαρά στη ζωή για αυτό που κάνεις· να το χαίρεσαι. Αλλά ταυτόχρονα να βαθαίνεις. Να βαθαίνεις! «Ούτοι ρίζαν ούκ έχουσιν». Ρίζα δεν έχουν. Να έχουμε ρίζα! Να είμαστε χριστιανοί δοκιμασμένοι στη ζωή. Να έχουμε χτυπηθεί στη ζωή και να επιμένουμε στο Χριστό, με τις δοκιμασίες. Για αυτό λέει: «πρός καιρόν πιστεύουσιν». Για λίγη ώρα πιστεύουν. Σε καιρό πειρασμού ανθίστανται. Εδώ σε θέλω. Στον πειρασμό να μείνεις! Στον πειρασμό να μείνεις! Πέθανε μιας γυναίκας το παιδί, δεν ξαναπάτησε εκκλησία. Γιατί κυρία μου; Γιατί δεν ξαναπήγες εκκλησία; «Γιατί», λέει, «εγώ πήγαινα και έκανα πρόσφορα. Εγώ πήγαινα και έδινα ονόματα, εγώ πήγαινα και σφουγγάριζα την εκκλησία τη Μεγάλη Βδομάδα. Και είναι αυτός Θεός που μου πήρε το παιδί; Είναι Θεός αυτός;». Είδατε; ένας Θεός όπως τον θέλουμε εμείς. Ένας Θεός που νομίζουμε ότι μας τάζει πράγματα όπως εμείς τα φανταζόμαστε.
Μας τάζει ο Θεός! Τα πάντα μας δίνει. Τον Παράδεισο μας τάζει. Αλλά δεν πάμε στο Θεό για να μας κάνει τα χατίρια. Πάμε στο Θεό να μας διαπλάσσει. Πάμε στο Θεό να γίνουμε αυτοί που πρέπει να γίνουμε. Και Του λέμε: «Κύριε, πάρε την ψυχή μου, πάρε το χωράφι της καρδιάς μου και βοήθησέ με να αποκτήσω ένα γόνιμο χωράφι. Μια καρδιά ταπεινή. Ένα χώμα μέσα στη ψυχή μου αφράτο. Να μπορεί να πέσει ο Λόγος Σου και να με αγγίξει». Αυτή είναι και η απάντηση στο ερώτημα που έκανα στην αρχή. Που είπα: «Φταίω εγώ που είμαι αυτός που είμαι; Φταίω εγώ που η ψυχή μου είναι επιπόλαιη, ή βιαστική, ή… Εγώ έτσι γεννήθηκα, έτσι μεγάλωσα, έτσι με μάθανε. Τι φταίω εγώ;». Και λέει ο Χριστός: «Δεν φταις, αρχικά· αλλά εσύ δεν είσαι χωράφι άψυχο. Δεν είσαι γη, δεν είσαι χώμα μόνο. Έχεις και ψυχή. Αθάνατη. Λογική. Κι έχεις και κάτι άλλο φοβερό που δεν το έχει κανένα άλλο ον στον κόσμο. Την προαίρεση».
Την προαίρεση! Την επιθυμία την εσωτερική. Την κλίση της καρδιάς σου. Έχεις προαίρεση. Μπορεί να είσαι επιπόλαιος, μπορεί να είσαι αδιάφορος, μπορεί να είσαι ψυχρός, αλλά μπορείς μέσα σου να θέλεις· ο βαθύτερός σου εαυτός — το βαθύτερό σου, το είναι σου — να θέλεις το ωραίο, το καλό. Να έχεις ένα πόθο για κάτι διαφορετικό. Ας μη το ζεις. Και να λες μέσα σου: Κύριε, δεν είμαι γη αγαθή, ταπεινή γη στην ψυχή μου. Είμαι σκληρός, έχω πείσμα, έχω εγωισμό, έχω νεύρα, έχω αντίδραση, έχω αυθάδεια. Έχω όλα τα ελαττώματα μέσα μου. Έτσι βλέπω την ψυχή μου. Τέτοιο χωράφι χάλια είναι η καρδιά μου. Αλλά θα ήθελα!.. Αυτό θα πει προαίρεση. Αυτό το, «θα ήθελα». «Θα ήθελα, Κύριε, Εσύ ο γεωργός ο καλός, Εσύ που μπορείς.
Εσύ που μπορείς, να μου αλλάξεις το χωράφι αυτό. Θέλω να θελήσω, θέλω να αλλάξω. Δεν μπορώ μόνος μου. Γιατί αυτό είναι το χωράφι της ψυχής μου. Ακατάλληλο, στεγνό, ξερό σαν την έρημο. Σαν κάτι χωράφια που έχει να βρέξει χρόνια και έχουν σκάσει. Έχουν ανοίξει, έχει ανοίξει η γη και βλέπεις μέσα, μέσα στη γη τα έγκατά της· και δεν μπορεί να πιάσει κανένας σπόρος: ούτε η αγάπη, ούτε η ταπείνωση φυτρώνει μέσα μου, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η καλοσύνη. Τίποτα από όλα αυτά. Όλες οι κακίες. Σκληρός έχω γίνει». Και λέει ο Χριστός: «δεν σε μαλώνω για αυτό. Για αυτό που είσαι. Σε μαλώνω για αυτό που δεν γίνεσαι! Και μπορείς να γίνεις, αν μου δώσεις την άνεση, την δυνατότητα, να μπω στην ψυχή σου, να μπω στο χωράφι σου και να στο φτιάξω. Θέλεις;…».
Αυτή είναι η διαφορά της παραβολής με την πραγματικότητα. Η παραβολή είναι παραβολή, αλλά δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία με την ψυχή μας. Γιατί η ψυχή μας δεν είναι χωράφι άβουλο. Δεν είναι χωράφι νεκρωμένο σαν το χώμα της γης. Η ψυχή μας έχει λόγο, έχει βούληση, έχει θέλημα. Πού δίνεις το θέλημά σου, πού δίνεις την επιθυμία σου; Πες στο Χριστό: «Κύριε, δεν είμαι αυτός που πρέπει να είμαι, δεν είμαι αυτή που πρέπει να είμαι. Η γη της ψυχής μου είναι χωράφι άκαρπο· αλλά Εσύ, Κύριε, θέλω να με αλλάξεις. Έλα Εσύ να με διορθώσεις. Έλα να με βοηθήσεις. Όλα τα μπορείς Εσύ». Γι' αυτό είπα στην αρχή, ότι ο Χριστός μας, δεν μαλώνει. Κανένα χωράφι δεν το σχολιάζει αρνητικά, με την έννοια να κάνει παρατήρηση. Απλώς περιγράφει, ταπεινά.
Θυμάστε που λέει: «Εγώ ούκ ήλθον, ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλά ίνα σώσω τον κόσμον». Ήρθα να σας σώσω. Όταν ο Χριστός έρθει και σε βρει να είσαι σε ένα λήθαργο, να βαριέσαι που ζεις, να βαριέσαι να πας Εκκλησία, να βαριέσαι να προσευχηθείς, δεν θα έρθει να σου κάνει παρατήρηση, να σου πει, δεν ντρέπεσαι που βαριέσαι! Όχι! Αλλά θα σου πει: «Βαριέσαι»; «Βαριέμαι… Χτυπάει η καμπάνα· πώς βαριέμαι και νυστάζω…». «Ωραία! Θες να αγγίξω την καρδιά σου Εγώ; Θες να σε γνωρίσω και να Με γνωρίσεις καλύτερα; Θες να Μου ανοίξεις την ψυχή σου να μπω μέσα»; «Μη μου ζητάς όμως εκκλησίες και τέτοια. Δεν μπορώ. Τα βαριέμαι. Αυτά, τα κηρύγματα, εκκλησίες, παπάδες, ομιλίες, αυτά δεν τα μπορώ». «Κοίταξε! Αυτά μην τα σκέφτεσαι, έτσι, αγχωτικά. Αυτά θαρθούνε. Θαρθούνε με την καλή σου την προαίρεση. Με την καλή σου την καρδιά. Θα ήθελες»;
Αυτό το «θα ήθελα!», είναι που περιμένει ο Χριστός μας. Αυτή την καλή επιθυμία.
Και να Του πούμε: Κύριε, θα ήθελα, ναι. Θα ήθελα να με βοηθήσεις να αλλάξω. Και το χωράφι της ψυχής μου να γίνει όπως το θες Εσύ. Γη καλή και αγαθή. Γη εύφορη. Να πιάνει ο σπόρος, βρε παιδί μου! Να πιάνει ο σπόρος. Να πέφτει κάτι μέσα και να το ρουφάω.
Αυτό δεν είναι το φυσιολογικό; Η γη, δεν είναι το φυσιολογικό, όταν πέφτει η βροχή να την ρουφάει; Και να μη βλέπεις επάνω νερά να λιμνάζουν. Να το πίνει το νερό. Και όταν το πίνει θα γεμίσει η γη λουλούδια, πράσινο, ευωδίες, ομορφιές. «Θα ήθελες»; «Εννοείται, θα ήθελα». «Εμ, δεν εννοείται!». «Ε, κάτσε τώρα! Θα μας μπερδέψεις». Ναι, δεν εννοείται, γιατί αυτή τη λέξη που λες, ο Θεός την παίρνει πολύ σοβαρά.
Πρόσεξε! Πρόσεξε! Θα πω κάτι. Και το λέω και στον εαυτό μου και το λέω και σε σένα: μην πεις ποτέ στο Θεό πράγματα που δεν τα παίρνεις στα σοβαρά! Ο Χριστός σε παίρνει πολύ στα σοβαρά. Σοβαρολογεί μαζί σου όταν Του μιλάς. Δεν σε παίρνει ο Χριστός επιπόλαια — στην πλάκα, λένε οι νέοι. Όταν μιλάς με το Χριστό σε ακούει πολύ σοβαρά. Δίνει όλη Του την καρδιά. Τείνει το ουςΤου, απλώνει δηλαδή το ενδιαφέρον Του και στρέφει το αυτί Του να σε ακούσει. Και ό,τι Του ζητήσεις θα στο δώσει. Θα στο δώσει με το τίμημα που έχει αυτό που ζητάς και με τη διαδικασία που χρειάζεται. Όταν πεις δηλαδή στο Χριστό, εσύ που έχεις το πείσμα σου, τα νεύρα σου, τον εγωισμό σου, τις παραξενιές σου, τα κρυφά σου πάθη και τα παλιά σου αμαρτήματα και τις κακίες που έχουνε πιάσει μέσα σου ρίζα… Και του λες του Χριστού: «Κύριε, έλα Εσύ απάλλαξέ με· βγάλε μου τα ελαττώματα, κάνε με καινούργιο άνθρωπο, άλλαξε την ψυχή μου!» Σου λέει ο Χριστός: «Αρχίζω έργο! Από τώρα αρχίζω να σε διορθώνω. Το χωράφι σου θα το κάνω απίστευτα ωραίο». Και αυτό ξέρεις πώς γίνεται; Γίνεται με το σκάψιμο. Γίνεται με το υνί που μπαίνει μέσα στο χωράφι· με τα μηχανήματα αυτά που ανακατεύουν τα χώματα, που φέρνουν τα πάνω — κάτω, που σπάνε τις πέτρες, που σπάνε τα κομμάτια που έχουν γίνει συμπαγή· ο πηλός αυτός που ξεραίνεται, το χώμα το ξερό. Θέλει πολύ ξύλο αυτή η υπόθεση. Θέλει πολύ πίεση. Θέλει πολύ πόνο. Θέλει πολύ δάκρυ. Το έλεγες! Έλεγες: «Ωραία, Κύριε, κάνε με όπως με θες να γίνω, όπως πρέπει να γίνω. Αλλαξέ μου τη ζωή. Κάνε με άγιο. Κάνε με ταπεινό. Ναι, αλλά πώς θα γίνει αυτό»; Πώς θα γίνει αυτό… Και παρεξηγείσαι.
Δεν είπες εσύ στο Θεό, γυρίζω τώρα — όχι στην κυρία που έλεγα πριν- στον κάθε άνθρωπο. Εσύ δεν είπες στο Θεό: «Κύριε, κάνε το χωράφι της ψυχής μου ταπεινό»; Εσύ που είχες τον εγωισμό, εσύ που είχες το πείσμα, εσύ που νόμιζες ότι το παιδί είναι δικό σου, το κάνεις ό,τι θέλεις, θα το έχεις όπως θέλεις, διάφορους λόγους. Διάφορους λόγους είχες. Ήξερε ο Θεός. Κι έρχεται ο Θεός και λέει: «Το χωραφάκι της ψυχής σου, αυτός ο πόνος θα το μαλακώσει πολύ το χωράφι της ψυχής σου». «Όταν έχασες τη δουλειά σου, απαντούσα στην προσευχή σου». «Μα δεν έκανα προσευχή Κύριε, να χάσω τη δουλειά μου!». «Ναι, παιδί μου, ζητούσες όμως να μαλακώσει το χώμα της ψυχής σου. Αυτή η δουλειά που έχασες, σε μαλάκωσε λιγάκι, θυμάσαι; Ταπεινώθηκες». «Ναι, αλλά την άλλη φορά που στη δουλειά μου μου φερθήκανε έτσι άσχημα; Την άλλη φορά που αρρώστησε η γυναίκα μου; Την άλλη φορά που έπαθα εκείνο το τρακάρισμα; Την άλλη φορά που…». «Όλα αυτά, παιδί Μου, όλα αυτά είναι ο διάλογος που έχω μαζί σου!». «Μα Κύριε, είσαι πολύ σκληρός!». «Δεν είμαι Εγώ σκληρός. Είναι η ψυχή σου πολύ σκληρή και όταν πάω να την ακουμπήσω, νιώθεις αυτή τη σκληρότητα σε Μένα, αλλά υπάρχει σε εσένα. Δεν γίνεται αλλιώς αυτή η ψυχή που κουβαλάς να μαλακώσει και να ταπεινωθεί, αν δεν πονέσει τόσο πολύ…». «Τόσο πολύ; Να μου πάρεις το παιδί»;
Και ο Κύριος δεν απαντά, παρά μόνο απλώνει πάλι τα χέρια Του πάνω στο Γολγοθά και μας δείχνει το σταυρό Του. Πώς τον κρατά. Και μας λέει: «Ιδού η απάντηση: Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι ο μόνος δρόμος, ο μόνος τρόπος, το χωράφι της καρδιάς σου να μαλακώσει. Εγώ, παιδί μου, σοβαρολογώ απέναντι σου. Εγώ πήρα στα σοβαρά αυτό που μου είπες. Εγώ δεν παίζω μαζί σου. Εγώ θέλω να σε σώσω. Εγώ θέλω να πας στον παράδεισο. Εγώ θέλω να γίνεις αυτός που πρέπει να γίνεις». «Τόσο πολύ πρέπει να πονέσω»;
«Όσο πιο γρήγορα η ψυχή σου ταπεινωθεί, θα διορθωθείς. Θα μαλακώσεις και δεν θα υπάρχει πλέον λόγος να πονάς. Εκτός, αν θέλω να σε κάνω πλέον Άγιο. Άγιο! Να λάμψεις σαν τον ήλιο». Αλλά εμείς, αδελφοί μου, δεν ανήκουμε σ' αυτή την κατηγορία. Μη βιαστείτε να πείτε ότι μας κάνει ο Θεός αγίους· στους πιο πολλούς από εμάς, ακόμα σπάει ο Χριστός τα μεγάλα κομμάτια του εγωισμού μας που έχουν γίνει σαν ογκόλιθοι μέσα στην καρδιά μας. Αυτό κάνει ο Χριστός… «Και αυτός ο καρκίνος που ήρθε;» Αυτό ήταν ακριβώς και αυτός ο καρκίνος. Λέει ο πατήρ Παΐσιος, ότι ήταν εκεί στο Αγιο Όρος ένας γέροντας που είχε παλιά γνωρίσει. Έναν τόσο σκληρό, ήταν πολύ σκληρός. Είχε μια θέση στο μοναστήρι, και είχε πολύ ύφος, εξουσιαστικό. Είχε αρκετό εγωισμό ο άνθρωπος. Δεν τον κατηγορούσε (ο πατήρ Παΐσιος), αλλά το έλεγε· δεν τολμούσες να του πεις ποτέ τίποτα. Και ούτε ποτέ παρακαλούσε. Όλο ζητούσε απαιτητικά. Θα κάνεις αυτό, θα γίνει εκείνο. Ύφος απαιτητικό και πολύ εγωιστικό. Και αυτός, λέει, έπαθε καρκίνο και τον διακονούσα και τον βοηθούσα. Να δείτε πώς έκανε ο καρκίνος την ψυχούλα του! Πώς τον ταπείνωσε ο Θεός αυτόν τον άνθρωπο. Πόσο με δίδασκε με αυτό που πέρασε! Κι αυτός ο σκληρός, ο απότομος, ο απόλυτος, ο παράξενος, μου έλεγε: «Μου δίνεις λίγο νεράκι; διψάω». Και του έδινα λίγο νεράκι με το ποτήρι και μετά μου έλεγε: «σε ευχαριστώ παρά πολύ, την ευχή μου να έχεις!». Ακου, λέει, πράγματα! Αυτός, να λέει «ευχαριστώ»! Ποτέ δεν έλεγε ευχαριστώ! Μόνο ζητούσε. Ποτέ δεν ευχαριστούσε. Ποτέ δεν μιλούσε ευγενικά. Πώς τον έκανε έτσι, λέει, η αρρώστια του!..
Φαίνεται κι αυτός είχε αυτό που είπα στην αρχή. Τι; Την καλή προαίρεση! Αδελφέ μου, δεν θα την είχε; Για να πάει στο Άγιο Όρος να αφιερώσει τη ζωή του, όσο παράξενος κι αν ήτανε, κάτι καλό θα είχε μέσα του. Ε, σε αυτό το καλό πόνταρε ο Θεός. Στηρίχτηκε, έκανε επένδυση ο Θεός σ' αυτό το καλό, το λίγο. Και λέει: θα σου κάνω την ψυχή αφράτο χωραφάκι. Ταπεινό χωράφι. Να σπείρω μετά μέσα τις αρετές Μου, την αγάπη, την ταπείνωση, την καλοσύνη, την ευγένεια της ψυχής, την ευγνωμοσύνη. Πώς θα γίνει αυτό; Με τα χτυπήματα. Με τα χτυπήματα, με το σκάψιμο, με το όργωμα, με τα δάκρυα, με τον πόνο. Αυτοί οι άνθρωποι βοηθούν. Διδάσκουν οι πονεμένοι. Διδάσκουν όλους εμάς να μαλακώσουμε, να ταπεινωθούμε, να ξυπνήσουμε, να βγούμε από το λήθαργο που ζούμε και να καταλάβουμε τη ματαιότητα αυτής της ζωής. Και τη σοβαρότητα της σωτηρίας μας.
Τι μεγάλο πράγμα είναι αυτό που το λέμε «σωτηρία»! Να σώσω την ψυχή μου! Μου το είπε ένα παιδί. Παιδί! Είκοσι πέντε χρονών άνθρωπος! Και μου λέει: «το θέμα είναι να μην χάσω την ψυχή μου! Να σώσω την ψυχή μου θέλω. Δεν με ενδιαφέρει πώς και πού και τι. Αν θα είμαι εδώ, αν θα γίνω μοναχός, αν θα πάω στο Άγιο Όρος, αν θα παντρευτώ, αν θα γίνω ιεραπόστολος. Δεν μ' ενδιαφέρει αυτό. Με ενδιαφέρει πώς Θα σώσω την ψυχή μου μέσα από οποιοδήποτε δρόμο». Και όμως, μας πνίγουν οι ματαιότητες της ζωής και ξεχνάμε αυτό το μεγάλο θέμα και μας κλέβει η ζωή. Μας κλέβει η ζωή…
Το λέει και ο Κύριος στην άλλη κατηγορία, στο σπόρο που πέφτει μέσα στα αγκάθια. Φυτρώνουν και τα αγκάθια και: «Καί σνμφυείσαι αί άκανθαι, απέπνιξαν αυτό». Φυτρώνει ο σπόρος, βγαίνει ο βλαστός για να μεγαλώσει, δίπλα του τα αγκάθια, τα άλλα ζιζάνια, τα φυτά αυτά που είναι γύρω-γύρω τα άχρηστα, που δεν χρειάζονται σε τίποτα· το πνίγουν και δεν μπορεί να μεγαλώσει. Και απαντά ο Κύριος και λέει: «Τό δέ είς τάς ακάνθας πεσόν ούτοι εισίν οί ακούσαντες, καί υπό μεριμνών καί πλούτου καί ηδονών τού βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί ού τελεσφοροῦσι». Είδες; ακούσανε, αλλά πνιγήκανε. Πώς συμπνίγονται; Από τι; Από μέριμνες, από τον πλούτο, από τις ηδονές του βίου. Στο μυαλό σου χίλια δύο πράγματα. Μα δεν προλαβαίνω, έχω δουλειές, έχω εκείνα, έχω τα άλλα… Είχα πει σε κάποιον: ακούς τι λένε για τη Δευτέρα Παρουσία; Ότι έρχονται εσχατολογικά γεγονότα. «Μα εγώ δεν προλαβαίνω. Μα τι λέτε τώρα! Εγώ έχω να κάνω μεταπτυχιακό, έχω να κάνω διπλωματική στο Πανεπιστήμιο! Τι Δευτέρα Παρουσία! Δεν μπορεί να γίνει τώρα η Δευτέρα Παρουσία», μου λέει. «Έχω πολλές δουλειές να κάνω ακόμα. Δεν πρέπει να γίνει τώρα. Έχω διπλωματική». Μη γελάς! Έτσι είναι. Εσύ δεν είπες για διπλωματική, αλλά αν δεις τη ζωή σου, με πόσα πράγματα και εσύ έχεις απορροφηθεί. Από τα προβλήματά σου, από τα θέματά σου, τα οποία τα θεωρείς τόσο σοβαρά, ξεχνάς το κεντρικό θέμα της ζωής που είναι ο Χριστός και η συνάντηση μαζί Του. Είσαι έτοιμος; Είσαι έτοιμος να σου πει ο Θεός: «Σήμερα, παιδί μου, θέλω να συναντηθώ μαζί σου. Σήμερα θέλω να δω αν σκέφτεσαι Εμένα, αν είσαι έτοιμος να έρθεις κοντά σ' Εμένα. Αν είσαι έτοιμος να αφήσεις όλα αυτά που κάνεις». «Μα όλα αυτά που κάνω να τα αφήσω; Το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου, τα παιδιά μου, την περιουσία μου; Έχω τόσες δουλειές». «Μα οι δουλειές αυτές δεν θα σταματήσουν ποτέ. Τις δουλειές αυτές στις έδωσα για να σου θυμίζουν Εμένα. Να σε οδηγούν προς Εμένα. Να τις χρησιμοποιείς για Εμένα. Για τη δική Μου δόξα, για τη δική Μου συνάντηση, για τη δική σου βοήθεια στο πώς να Με πλησιάσεις. Και εσύ ξέρεις τι έχεις πάθει; Απορροφήθηκες από όλα αυτά · ζειςστη γη και απλώνεις ρίζες στη γη. Κόλλησες, βάλτωσες». Το έχεις πάθει; Το έχεις πάθει να βαλτώσεις κάπου με το αυτοκίνητό σου και να μη μπορείς να ξεκολλήσεις; Το έχω πάθει μια φορά μέσα στη λάσπη. Και να γυρίζει η ρόδα και να μη φεύγεις. Και να λέει ο Χριστός: «Μα πρέπει να ξεκολλήσετε από τη γη αυτή. Μη σας πνίξουν τα πράγματα αυτά. Οι δουλειές, το φαγητό. Μα το φαγητό δεν θα τελειώσει ποτέ. Τα μαγειρέματα δεν θα τελειώσουν ποτέ, οι υποχρεώσεις, τα ψώνια, οι αγορές». «Μα να μην τα κάνω»; «Να τα κάνεις όλα αυτά, αλλά η καρδιά σου να μην απορροφηθεί από αυτά».
Γιατί, να σε ρωτήσω κάτι; Πού είναι ο παππούς σου; Ζει; Η γιαγιά σου πού είναι; Ο προπάππος σου, ο προπροπαππούς σου και η προπρογιαγιά σου πού πήγαν; Πού πήγαν όλοι αυτοί; Που κι αυτοί χτίζανε, μαζεύανε, κάνανε παιδιά, είχανε όνειρα και ιδανικά. Πού είναι τώρα; πού είναι;… Είναι στο χωριό. Τι κάνουνε; Είναι εκεί, τους πήγαμε μ' ένα κουτάκι. Σε ένα κουτάκι… Χωρέσανε σε ένα κουτάκι, όλα αυτά τα όνειρα; Πέντε κόκαλα είναι ο άνθρωπος στο τέλος. Και όμως, αυτά τα πέντε κόκαλα δεν μπορούν να χορτάσουν με όλη τη γη και με όλα τα αγαθά της γης. Γιατί; Γιατί ο Θεός μάς έχει πλάσει για να μη χορταίνουμε με τίποτα σ' αυτό τον κόσμο. Για να διψάμε τον Παράδεισο· για να διψάμε το απόλυτο, το τέλειο, το ατέλειωτο, που είναι ο Θεός. Γι' αυτό, μην πάθουμε αυτή την απάτη, αυτή την παγίδα του κόσμου που μας κάνει και συμπνιγόμαστε.
Για κάτσε σκέψου το βράδυ, τι θα κάνεις από το πρωί ως την ώρα που θα νυχτώσει. Ή, αν είναι βράδυ και ακούς τη βραδινή εκπομπή, σκέψου τι έχεις κάνει σήμερα όλη μέρα, και τι από αυτά — από όλα αυτά που έκανες — θα σου χρειαστεί την ημέρα εκείνη που θα συναντήσεις το Χριστό, που θα σώσεις την ψυχή σου εκεί που θα υπάρχουν αυτά τα πέντε κόκαλα;… Δεν στο λέω για να τρομάξεις, στο λέω για να καταλάβεις την αλήθεια! Γιατί δεν σου αρέσει αυτό το μοντέρνο που κάνω; είναι πολύ μοντέρνο αυτό που κάνω, το ότι σου λέω τα πράγματα έτσι ωμά. Έτσι δεν κάνουν οι γιατροί στην Αμερική και στις μεγάλες χώρες; Όταν έχεις κάτι και σου λένε την ασθένειά σου, στο λένε ξεκάθαρα. Γιατί απ' τη μια θες να είσαι τόσο σύγχρονος και επίκαιρος και απ' την άλλη, όταν σου λένε την αλήθεια δεν θέλεις να ακούσεις και τρομάζεις; Πρέπει να ετοιμαστείς· όχι για να πεθάνεις, μα για να ζήσεις! Αλλά για να ζήσεις, πρέπει να μάθεις τα μυστικά της ζωής.
Είμαι υπέρ της ζωής, είμαι υπέρ της αιώνιας ζωής, είμαι υπέρ της Ανάστασης. Δεν είμαι υπέρ του θανάτου, ούτε θέλω τα λόγια μου να μυρίζουν θάνατο, αλλά να μυρίζουν ζωή. Αλλά για να καταλάβεις την ζωή, πρέπει να καταλάβεις την απάτη αυτού του κόσμου. Να μην μας ξελογιάσει ο κόσμος. Αυτό που λέει ο πατήρ Ιωσήφ η ησυχαστής σε μια επιστολή του, εκεί στην «Έκφραση μοναχικής εμπειρίας» που λέει σε μια επικεφαλίδα, «καημένε κόσμε, ψεύτικε ντουνιά, όλους μας κοροϊδεύεις και μας παραπλανάς, καημένε κόσμε ψεύτικε ντουνιά!» Αυτό είναι ο κόσμος όλος. Μια απάτη· μας κοροϊδεύει, μας κλέβει μας κάνει να ξεχνάμε τα ουσιώδη, τα μόνιμα, τα ατέλειωτα, το Θεό τον ίδιο, και στο τέλος λέμε «τι γίνεται; Πού πήγαν όλα αυτά; Πώς θα συνεχίσω τώρα τη ζωή μου;» Και λέει: «Δεν είναι αυτή η ζωή το πάν». Οι μέριμνες, ο πλούτος, και οι ηδονές. Κοιτάξτε, λέξεις του Χριστού. Ε; Θεϊκή επιλογή των λέξεων. Οι μέριμνες, δηλαδή όλο δουλειές, δουλειές, δουλειές. Θα ήθελαν πολλοί να κάνουν προσευχή, αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έχουν δουλειές.
Δεν είναι ότι είσαι κακός και δεν θες να κάνεις προσευχή. Θα ήθελες παρά πολύ να κάνεις, αλλά δεν προλαβαίνεις. Κάτσε να κάνω τώρα λίγο το σίδερο. Έχω σιδέρωμα, έχω εκείνο, έχω το άλλο· μετά έχω λίγο ψώνια, μα άμα γυρίσεις από τα ψώνια, έχεις να βάλεις τα πράγματα όλα στα ντουλάπια. Μετά έχεις να πλύνεις τα σαλατικά να κάνεις σαλάτα, μετά έχεις να πας να πληρώσεις τα κοινόχρηστα, μετά γυρίζουν τα παιδιά από το σχολείο, περνάνε πέντε ώρες και λες: «Πώς πέρασαν πέντε ώρες και εγώ ήθελα να κάνω προσευχή το πρωί και τώρα έχει πάει δύο η ώρα και δεν έχω κάνει τίποτα». Και ποιο είναι το μυστικό; Μέσα σε όλα όσα κάνεις, να βάλεις την προσευχή. Όχι να σταματήσεις τις δουλειές, αλλά να μη σε κλέβουν οι δουλειές. Κοίτα, ο Κύριος μίλαγε για τα χωράφια και έκανε τη γεωργική αυτή εργασία, το γεωργό που ρίχνει τον σπόρο και λοιπά, το έκανε αφορμή σκέψης, εμβάθυνσης. Βρήκε το βάθος των όντων. Το «λόγο των όντων», όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, δηλαδή, βλέπει γύρω Του ο Χριστός και ο κόσμος δεν Τον τρομάζει, ούτε θεωρεί τον κόσμο κάτι κακό που πρέπει να αρνηθούμε. Απλώς να μην κολλήσουμε. Κατά τα άλλα ο κόσμος και τα πράγματα του κόσμου, είναι πολύ βοηθητικά να πας κοντά στο Θεό. Δηλαδή, στο είπα τώρα. Ο Χριστός βλέπει τη γη και δεν μένει στη γη.
Αλλά σου λέει, κοίτα η γη πώς ρίχνεις το σπόρο. Έτσι και η ψυχή σου. Αλλού βλέπει τα πουλιά. Δεν βλέπει απλώς τα πουλιά να πετάνε. Λέει, όπως πετάνε τα πουλάκια και όλα τα φροντίζει ο Ουράνιος Πατέρας, έτσι και εσύ να εμπιστευτείς το Θεό. Βλέπει αλλού τα λουλουδάκια. Λέει, κοίτα τι ωραία που είναι τα λουλουδάκια! Χωρίς να έχουν άγχος είναι πανέμορφα. Έτσι και εσύ· αν βγάλεις το άγχος από μέσα σου, θα είσαι πανέμορφος. Θα ομορφύνει η ψυχή σου, και το σώμα σου και το πρόσωπό σου. Θα έχει γαλήνη. Αυτό είναι το μυστικό. Να ζεις μέσα στον κόσμο, μέσα στις δουλειές που δεν μπορείς να αποφύγεις, μέσα στον πλούτο που σου δίνει ο Θεός, μέσα στις ηδονές που σου δίνει ο Θεός. Ο Θεός σου έδωσε τις ηδονές. Οι ηδονές που μας δίνει ο Θεός, ένα ωραίο φαγητό, η οικογενειακή αγάπη και η σχέση. Τα δώρα Του, τα ποτά, η θέα του ουρανού, της φύσης και λοιπά, είναι ηδονές των αισθήσεών μας, δηλαδή, απολαύσεις που ο Θεός μάς έδωσε.
Δεν μας τα έδωσε για κακό σκοπό, ούτε μας τα έδωσε για να μας μαλώσει επειδή τα χρησιμοποιούμε, γιατί τότε μπορεί να πει κανείς στο Θεό: «Συγγνώμη, με μαλώνεις για τις ηδονές που απολαμβάνω, ενώ Εσύ μου τις έδωσες;». Και λέει ο Θεός: «Εγώ στις έδωσα, αλλά στις έδωσα για να τις απολαμβάνεις με ευχαριστιακή διάθεση. Δεν στις έδωσα για να βουλιάξεις. Δεν σου έδωσα το φαγητό για να κάνεις καταχρήσεις και για να γίνεις έτσι όπως έχεις γίνει. Αυτό είναι η διαφορά. Σου έδωσα για να φας σαν άνθρωπος. Σου έδωσα να φας και να πεις το „ευχαριστώ“ σου στο Θεό με ευγνωμοσύνη. Σου έδωσα να φας, να χαρείς που έφαγες και να σκεφτείς και αυτούς που δεν τρώνε. Και να πεις „τι ωραία που έφαγα εγώ και τώρα νιώθω πληρότητα. Οι άλλοι πεινούν. Τι κρίμα. Να τους βοηθήσω“. Αυτή είναι η διαφορά. Σου δίνω όλα τα ωραία, για να τα δεις και αναγωγικά. Να δεις όπως βλέπω και Εγώ τη φύση, με παραβολές».
Βλέπει τον κόσμο ο Χριστός, τον επίγειο, και μας μιλάει για τον ουράνιο. Βλέπει την άκαρπη συκή και σχολιάζει την υποκρισία της συναγωγής και την ακαρπία της συναγωγής. Βλέπει τα φαινόμενα του ουρανού, και λέει, «βλέπετε τον ουρανό και καταλαβαίνετε αν θα βρέξει ή αν θα κάνει ζέστη. Έτσι να μάθετε να καταλαβαίνετε και τα σημεία των καιρών». Αυτό είναι. Βλέπει τα γύρω Του. Αυτό το είχε ένας Άγιος. Και άλλοι το είχανε. Ό,τι βλέ-πάνε το χρησιμοποιούσανε σαν αφορμή να μαλακώσουν την ψυχή τους και να νιώσουν το Θεό μέσα σε όλα. Έβλεπε ένας άγιος ένα ηλιοβασίλεμα και έλεγε, «όπως ο ήλιος δύει σήμερα, έτσι θα δύσει κάποια στιγμή και η ζωή μου. Θα έρθει το ηλιοβασίλεμα». Έβλεπε την ανατολή και έλεγε, «όπως, Κύριε, βγαίνει ο ήλιος έτσι να βγει στην καρδιά μου ο ήλιος της αγάπης Σου». Έπλενε το πρόσωπό του και έλεγε, «όπως, Κύριε, ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου έτσι και να ξεπλύνω και την ψυχή μου και τον εσωτερικό τον εαυτό μου». Έβλεπε τη βροχή να πέφτει και έλεγε, «Κύριε, όπως πέφτουν οι σταγόνες της βροχής έτσι να πέφτουν και τα δάκρυα από τα μάτια μου, από αγάπη για τον κόσμο, για τον πόνο του κόσμου· από αγάπη για Σένα, να μαλακώσει και η ψυχή μου». Έβλεπε ένα ξερό κλαδί και έλεγε, «Κύριε, έτσι είναι η ψυχή μου. Ξεράθηκε η ψυχή μου από τον εγωισμό μου».
Πρέπει να μάθουμε, οι μέριμνες, ο πλούτος, οι ηδονές, όλα αυτά· να τα χρησιμοποιούμε όπως ο Θεός θέλει να τα χρησιμοποιούμε. Μη τα αρνηθούμε, αλλά να αναχθούμε. Να ανεβούμε πάνω από αυτά και πάνω από αυτά· και μέσα σε αυτά να βλέπουμε τη χάρη του Θεού. Την αγάπη του Θεού. Το πρόσωπο του Χριστού που μας αναζητά μέσα από όλα αυτά. Αλλιώς θα βουλιάξουμε μέσα στα δώρα του Θεού. Θα βουλιάξουμε μέσα στα επιτεύγματά μας. Θα καταστραφούμε μέσα στην ευτυχία μας. Τρελό δεν είναι; Οξύμωρο δεν ακούγεται; Παράλογο, αλλά είναι αληθινό και δυστυχώς το ζούμε.
Ζούμε τόσο φοβερή έκρηξη τεχνολογική, ηλεκτρονική, διαδικτυακή. Έκρηξη προσφοράς, δυνατοτήτων μοναδικών στην εποχή μας. Και όμως κινδυνεύει τόσο πολύ ο πλανήτης μας· κινδυνεύει τόσο πολύ η ζωή μας, κινδυνεύει τόσο πολύ η σωτηρία του κόσμου αυτού, αλλά και της ψυχής μας. Σε μια εποχή που τα έχουμε όλα· γιατί δεν έχουμε μάθει να τα έχουμε. Όταν τσακωθείς με τη γυναίκα σου και βγαίνεις στο μπαλκόνι να καπνίσεις, μπορεί να έχεις εκεί μια τριανταφυλλιά. Αλλά την ώρα που καπνίζεις και έχεις τα νεύρα σου, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ούτε το τριαντάφυλλο βλέπεις που ανθίζει, ούτε την ευωδία καταλαβαίνεις που έρχεται να σπάσει στη μύτη σου· τίποτα δεν σε αγγίζει. Ζεις στον κόσμο σου, στα νεύρα σου, στον εγωισμό σου, στη σκληροκαρδία σου. Είδατε, μας έχει δώσει ο Θεός κάποιες δυνατότητες να μαλακώσουμε την ψυχή μας και να την κάνουμε «γή καλή καί αγαθή». Αλλά εμείς δεν πιάνουμε τα μηνύματα. Γιατί είμαστε, ζούμε μες στα πάθη μας. Και δεν θέλουμε να βγούμε και από τα πάθη μας. Αυτό είναι το κακό. Το τραγικό δεν είναι ότι έχεις πάθη. Έχουμε όλοι πάθη και αδυναμίες. Το τραγικό είναι να μην θέλεις να βγεις. Θέλεις. Εννοείται ότι θέλεις. Εσύ θέλεις! Δεν λέω για σένα, γιατί εσύ ακούς.
Και τόση ώρα που κάθεσαι και ακούς, ξέρεις πόση ώρα πέρασε; Πολλή ώρα πέρασε. Μιλάμε τώρα και σε κούρασα πάλι. Εσύ θέλεις. Πρόσεξε μόνο μην βιαστείς. Να κάνεις αυτή την προσευχή και εσύ και εγώ και όλοι μας· και να πούμε, Κύριε, κάνε μου την ψυχή γη ταπεινή, γη αγαθή, γη εύφορη, καρποφόρα· να γίνω όπως πρέπει, να ρουφάω αυτά που μου δίνεις. Κυρίως να ρουφάω την αγάπη Σου που την διώχνω, που την κλωτσάω· που Σε διώχνω από κοντά μου· αυτό είναι το χειρότερο. Μάθε με, Κύριε, να ρουφάω την αγάπη Σου. Και αυτό πονάει. Αν το ζητήσεις να είσαι έτοιμος να πονέσεις, να ματώσεις. Αλλά να σου πω κάτι. Αξίζει τον κόπο. Αξίζει τον κόπο! Θα σωθείς στο τέλος. Θα σωθείς. Τι προτιμάς. Να πας εκατό χρονών και η ψυχή σου να είναι άκαρπη και άγονη και σκληρή και στείρα ή να μαλακώσει η καρδία σου και να σε πάρει ο Θεός με οποιοδήποτε τρόπο θέλει; Εννοείται θα ζητάμε «Μή εισενέγκης ημάς είς πειρασμόν». Κύριε, όσο μπορείς να πας με το μαλακό, Κύριε. Δεν μπορώ τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορώ τον πόνο, δεν μπορώ το πολύ δάκρυ· δεν μπορώ. Άνθρωπος είμαι. Στην οδοντίατρο που καμία φορά πηγαίνω, «σας παρακαλώ», λέω, «όσο γίνεται τον λιγότερο δυνατόν πόνο». Ανθρωποι είμαστε. Μόνο οι άγιοι ζήταγαν να δοθούν στο Θεό και έλεγαν, «Κύριε, κάνε με ό,τι θέλεις. Ό,τι θέλεις. Και καρκίνο δώσε μου, δεν με πειράζει. Σώσε με μόνο. Μόνο σώσε με».
Αδελφοί μου, και αυτή η εκπομπή τελείωσε. Εύχομαι να μην αντιστεκόμαστε στην αγάπη του Θεού που έρχεται να κάνει την ψυχή μας «γή καλή καί αγαθή» που θα καρποφορεί με υπομονή. Χαίρετε.