Εμφανίστηκαν δυο πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, αλλά, αντί να μπουν μέσα στο δωμάτιο στήθηκαν στα πλάγια της πόρτας κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Κι αμέσως παρουσιάστηκε το μόνο πρόσωπο που δεν περίμεναν ούτε κι είχαν καμιά όρεξη να δουν: την Κυρία με το Πράσινο Πέπλο, τη Βασίλισσα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης. Στάθηκε στην πόρτα στήλη άλατος. Τα μάτια της πιάσαν στα γρήγορα την κατάσταση – τους τρεις ξένους, τον ασημένιο θρόνο σμπαραλιασμένο και τον Πρίγκιπα λυμένο, με το σπαθί στο χέρι.
Έγινε κάτασπρη σαν το πανί· όμως η Τζιλ σκέφτηκε ότι δεν είχε την ασπρίλα της τρομάρας που πιάνει μερικούς, αλλά της οργής. Για λίγο, η Μάγισσα κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στον Πρίγκιπα· κι ήταν ένα βλέμμα φονικό. Ύστερα φάνηκε ν’ αλλάζει γνώμη.
«Αφήστε μας» είπε στους δυο φρουρούς. «Και μην επιτρέψετε σε κανέναν να μας ενοχλήσει· θα τιμωρηθεί με θάνατο.» Εκείνοι υπάκουσαν κι αλαφροπατώντας βγήκαν έξω. Η Μάγισσα-Βασίλισσα κλειδαμπάρωσε την πόρτα.
«Πες μου, λοιπόν, Πρίγκιπά μου» είπε. «Δεν σ’ έπιασε ακόμα η βραδινή σου κρίση, ή μήπως την ξεπέρασες κιόλας; Και πώς στέκεις έτσι λυμένος; Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι; Μήπως είναι αυτοί που κατέστρεψαν το θρόνο, τη μοναδική σου ασφάλεια;»
Ο Πρίγκιπας Ριλιανός ανατρίχιασε σύγκορμος καθώς την άκουγε να μιλάει. Και όχι δίχως λόγο: δεν είναι κι εύκολο πράμα μέσα σ’ ένα μισάωρο να λύσεις τα μάγια που σε δέναν εδώ και δέκα χρόνια. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, είπε:
«Κυρία μου, αυτός ο θρόνος είναι άχρηστος πλέον. Κι εσύ που τόσες φορές μου είχες πει πόσο πολύ με λυπόσουνα για το ξόρκια που μ’ έδεναν, θα χαρείς, το δίχως άλλο, να μάθεις πως όλα τέλειωσαν για πάντα. Καθώς φαίνεται, κάποιο λάθος θα ’γινε στον τρόπο θεραπείας από την ευγένειά σου. Με απελευθέρωσαν αυτοί εδώ, φίλοι μου αληθινοί. Τώρα είμαι στα λογικά μου κι έχω δυο πράματα να σου πω: Πρώτον, θα θυμάται η ευγένειά σου το σχέδιό της να με βάλει επικεφαλής μιας στρατιάς του Κόσμου στα Έγκατα της Γης για να κάνω έφοδο στον Επάνω Κόσμο κι εκεί, με τη βία, να γίνω βασιλιάς σε κάποια χώρα που δε μ’ έβλαψε ποτέ. Κι αυτό δολοφονώντας τους φυσικούς της άρχοντες κι έτσι κατακτώντας το θρόνο τους σαν ένας αιμοσταγής και ξένος τύραννος. Τώρα που έχω συνέλθει, βρίσκω το σχέδιο ειδεχθές και αποκηρύσσω τη σύμπραξή μου σε μια τέτοια κακοήθεια. Και δεύτερον: είμαι γιος του Βασιλιά της Νάρνια, ο Ριλιανός, ο μοναδικός απόγονος του Κασπιανού του Δέκατου, που μερικοί αποκαλούν Κασπιανό τον Ποντοπόρο. Επομένως, Κυρία μου, είναι σκοπός μου, καθώς επίσης και καθήκον μου, ν’ αναχωρήσω πάραυτα από την αυλή της εξοχότητάς σου και να σπεύσω στη χώρα μου. Σου ζητώ σαν χάρη να εξασφαλίσεις σ’ εμένα και στους φίλους μου ασφαλή επιστροφή παραχωρώντας μας κι έναν οδηγό που θα μας βγάλει μέσα από το σκοτεινό σου βασίλειο».
Τ’ άκουγε όλα αυτά η Μάγισσα δίχως να βγάλει μιλιά. Μοναχά περιδιάβαινε με χάρη μέσα στο δωμάτιο, έχοντας το πρόσωπο συνέχεια γυρισμένο κατά τον Πρίγκιπα και τη ματιά της καρφωμένη πάνω του. Σαν έφτασε κοντά σ’ ένα κασελάκι κολλητά στον τοίχο, όχι μακριά από το τζάκι, το άνοιξε και πρώτα πήρε μια χούφτα πράσινης σκόνης. Μετά την έριξε στη φωτιά. Δεν έβγαλε μεγάλη λάμψη παρά μια πολύ γλυκιά και μεθυστική ευωδιά. Κι όσο διαρκούσε η κουβέντα, αυτή η ευωδιά γινόταν εντονότερη ώσπου πλημμύρισε το δωμάτιο και σου δυσκόλευε τη σκέψη. Ύστερα, πήρε ένα μουσικό όργανο που έμοιαζε κάπως με μαντολίνο κι άρχισε να παίζει. Τα δάχτυλά της γρατσούνιζαν ένα μονότονο σκοπό που ύστερα από λίγο ούτε που τον πρόσεχες. Όμως, όσο λιγότερο τον πρόσεχες τόσο βαθύτερα χωνόταν στο μυαλό σου και στο αίμα σου. Κι αυτό σ’ εμπόδιζε να σκεφτείς. Αφού ταλαιπώρησε τις χορδές για κάμποση ώρα (κι η γλυκιά εκείνη ευωδιά είχε γίνει πολύ έντονη) άρχισε να μιλάει με μια πολύ γλυκιά, ήρεμη φωνή.
«Νάρνια;» είπε. «Νάρνια; Πολλές φορές, στα όνειρά σου, σε είχα ακούσει, Κύριέ μου, να προφέρεις αυτή τη λέξη. Όμως, καλέ μου Πρίγκιπα, θα πρέπει να είσαι σοβαρά άρρωστος. Δεν υπάρχει καμιά χώρα να λέγεται Νάρνια.»
«Εμ, έλα που υπάρχει, Κυρία μου!» πετάχτηκε ο Λασπομούρμουρος. «Βλέπεις τυχαίνει να ζω εκεί από γεννησιμιού μου.»
«Αλήθεια;» είπε η Μάγισσα. «Πες μου, παρακαλώ σε, πού βρίσκεται αυτή η χώρα;»
«Πάνω κει» είπε θαρρετά ο Λασπομούρμουρος δείχνοντας πάνω απ’ το κεφάλι του. «Ε, δηλαδή, κάπου κατά κει.»
«Μα τι ακούω!» είπε η Βασίλισσα, μ’ ένα καλοσυνάτο, απαλό, μελωδικό γέλιο. «Ώστε λοιπόν υπάρχει κάποια χώρα εκεί ψηλά, ανάμεσα στις πέτρες και στη λάσπη της οροφής;»
«Όχι εκεί, ντε» είπε ο Λασπομούρμουρος παλεύοντας ν’ ανασάνει. «Θέλω να πω… στον Επάνω Κόσμο.»
«Και πού και τι είναι αυτό, παρακαλώ… το πώς το είπατε… ο Επάνω Κόσμος;»
«Όχου! Δεν μας παρατάς λέω εγώ!» είπε ο Ευστάθιος που πάλευε ν’ αντισταθεί στο γήτεμα από την ευωδιά και το γρατσούνισμα. «Την ξέρεις και την παραξέρεις αυτή τη χώρα! Επάνω είναι· πάνω ψηλά, εκεί που μπορείς να δεις και ουρανό και ήλιο κι αστέρια. Αφού έχεις πάει κι εσύ η ίδια. Εκεί δε συναντηθήκαμε;»
«Σε καλό σου, αγόρι μου μικρό» γέλασε η Μάγισσα (και πιο όμορφο γέλιο δεν ακούστηκε ποτέ). «Ούτε που θυμάμαι να συναντηθήκαμε ποτέ. Βέβαια ανταμώνουμε φίλους σε παράξενους χώρους όταν ονειρευόμαστε. Δεν μπορείς όμως ν’ απαιτείς να το θυμούνται και οι άλλοι λες και βλέπουν όλοι τα ίδια όνειρα!»
«Κυρία μου» είπε ο Πρίγκιπας αυστηρά, «μόλις πριν πληροφόρησα την ευγένειά σας ότι είμαι ο γιος του Βασιλιά της Νάρνια».
«Και πράγματι θα είσαι, φίλε μου!» είπε η Μάγισσα με μια φωνή γαλίφικη έτσι όπως όταν θες να ξεγελάσεις ένα μικρό παιδί. «Και θα ’λεγα πως στις φαντασιώσεις σου θα ’σαι βασιλιάς σε πολλές χώρες, όχι σε μια.»
«Κι αν θες να ξέρεις μάλιστα, έχουμε πάει εκεί» πετάχτηκε η Τζιλ. Είχε τα νεύρα της γιατί καταλάβαινε ότι την πιάνανε τα μάγια κάθε λεπτό που περνούσε. Βέβαια και μόνο το γεγονός ότι ακόμα τα ένιωθε σήμαινε ότι δεν την είχαν πιάσει για τα καλά.
«Κι εσύ, ομορφούλα, θα είσαι η Βασίλισσα της Νάρνια το δίχως άλλο» είπε η Μάγισσα με ένα ύφος όλο μαλαγανιά και ψιλοειρωνεία.
«Σιγά να μην είμαι» είπε η Τζιλ χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα. «Εμείς είμαστε από άλλο κόσμο.»
«Ώστε έτσι! Ακόμα πιο ενδιαφέρον!» είπε η Μάγισσα. «Πες μας, λοιπόν, μικρή μου, πού βρίσκεται αυτός ο άλλος κόσμος. Ποια καράβια και ποιες άμαξες ενώνουν τους κόσμους μας;»
Εκείνη τη στιγμή βέβαια στο μυαλό της Τζιλ ήρθαν ένα σωρό πράματα: η Πειραματική Σχολή, η Αδέλα Πενιφάδερ, το σπίτι της, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος, τ’ αυτοκίνητα, τ’ αεροπλάνα, τα καταστήματα, οι ουρές. Ωστόσο όλα φαίνονταν μακρινά και ξεθωριασμένα. (Και δώστου οληώρα ντρουν-ντρουν-ντρουν η Μάγισσα στις χορδές του μαντολίνου.) Η Τζιλ όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς τα λέγαν όλα αυτά τα πράματα στον κόσμο μας. Και τούτη τη φορά δεν της πέρασε απ’ το μυαλό ότι φταίγαν τα μάγια, γιατί πια τα μάγια είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους· και φυσικά, όσο πιο μαγεμένος είσαι τόσο πιο σίγουρος νιώθεις πως δεν είσαι διόλου μαγεμένος. Ακούστηκε λοιπόν να λέει (και κείνη την ώρα έκανε πολύ καλά που το ’πε):
«Μα όχι. Νομίζω πως αυτός ο άλλος κόσμος θα ’ναι κάποιο όνειρο».
«Και βέβαια είναι όνειρο» είπε η Μάγισσα συνεχίζοντας να γρατσουνάει τις χορδές.
«Ναι, κάποιο όνειρο» ξανάπε η Τζιλ.
«Ποτέ δεν υπήρξε τέτοιος κόσμος» είπε η Μάγισσα.
«Όχι» είπαν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος. «Δεν υπήρξε τέτοιος κόσμος.»
«Ποτέ δεν υπήρξε άλλος κόσμος παρά μόνο ο δικός μου» είπε η Μάγισσα.
«Ποτέ δεν υπήρξε άλλος κόσμος παρά μόνο ο δικός σου» είπαν και τα παιδιά.
Ο Λασπομούρμουρος αντιστεκόταν ακόμα. «Δεν έχω καλοκαταλάβει τι θέλετε όλοι σας να πείτε με τη λέξη κόσμος» είπε, μιλώντας με δυσκολία σαν να μην είχε αέρα ν’ ανασάνει. «Δεν πά’ να κοπανάς εσύ το βιολάκι σου μέχρι να σου ξεραθούν τα δάχτυλα! Εγώ θα συνεχίσω να θυμάμαι τη Νάρνια! Κι αν θες να ξέρεις, κι ολάκερο τον Επάνω Κόσμο. Δε θα τον ματαδούμε, δε θέλει ρώτημα. Μπορεί να τον έχεις σβήσει από το χάρτη ή να τον έχεις κάνει μαύρο κι άραχνο σαν τούτον εδώ. Το πιο πιθανό. Αυτό που ξέρω όμως εγώ είναι ότι κάποτε ζούσα εκεί. Έχω δει τον ουρανό γεμάτο αστέρια. Έχω δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει στην άκρη της θάλασσας και να βουτάει πίσω από τα βουνά το δειλινό. Και τον έχω δει μεσούρανα να με τυφλώνει με τη λάμψη του.»
Τα λόγια του Λασπομούρμουρου λειτούργησαν σαν διεγερτικό. Οι άλλοι τρεις ξανάρχισαν αμέσως ν’ ανασαίνουν και να κοιτάζονται θαρρείς κι είχαν μόλις ξυπνήσει.
«Μα ναι!» φώναξε ο Πρίγκιπας. «Και βέβαια! Να ’χεις την ευλογία του Ασλάν, καλέ μου Βαλτο-Ψηλολέλεκα. Τούτα τα τελευταία λεπτά ονειρευόμασταν όλοι μας. Μα πώς ήταν δυνατό να το ξεχάσουμε; Και βέβαια έχουμε δει τον ήλιο.»
«Αν τον έχουμε δει λέει!» είπε ο Ευστάθιος. «Να ’σαι καλά, μωρέ Λασπομούρμουρε! Σαν να μου φαίνεται πως είσαι ο μόνος που ’χει λίγο μυαλό εδώ μέσα.»
Και τότε ακούστηκε η φωνή της Μάγισσας. Έμοιαζε με φωνή περιστέρας που σιγανογουργουρίζει πάνω στις ψηλές φτελιές σε κήπο παλιού αρχοντικού, ώρα τρεις, νυσταλέο απομεσήμερο μες στο κατακαλόκαιρο. Και είπε:
«Και τι είναι αυτός ο ήλιος που αναφέρετε όλοι σας; Σημαίνει κάτι αυτή η λέξη;»
«Σημαίνει και παρασημαίνει» είπε ο Ευστάθιος.
«Εξηγείστε μου, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται;» είπε η Μάγισσα (και δώστου ντρουν ντρουν ντρουν, το βιολί της αυτή).
«Με την άδειά σου» είπε ο Πρίγκιπας πολύ ψυχρά και ευγενικά. «Τη βλέπεις εκείνη τη λάμπα; Είναι σφαιρική και κίτρινη και φωτίζει όλο το δωμάτιο· και κρέμεται επίσης από την οροφή. Λοιπόν αυτό το πράμα που αποκαλούμε ήλιο είναι σαν τη λάμπα, μόνο πολύ πιο μεγάλη και λαμπερή. Φωτίζει ολόκληρο τον Επάνω Κόσμο και κρέμεται από τον ουρανό.»
«Κρέμεται από πού είπες, Κύριέ μου;» ρώτησε η Μάγισσα· και τότε, ενώ όλοι σκέφτονταν τι απάντηση να της δώσουν, εκείνη πρόσθεσε, μ’ εκείνα τα απαλά, ασημένια γέλια που ήξερε: «Τα βλέπετε; Όταν προσπαθείτε να σκεφτείτε καθαρά τι πράμα πρέπει να ’ναι αυτός ο ήλιος, δεν τα καταφέρνετε. Το μόνο που μου λέτε είναι πως μοιάζει με λάμπα. Άρα ο ήλιος σας είναι ένα όνειρο· και στ’ όνειρο αυτό είδατε ένα αντίγραφο της λάμπας. Η λάμπα είναι κάτι αληθινό· ο ήλιος δεν είναι παρά ένα παραμύθι για μικρά παιδιά».
«Ναι, τώρα το κατάλαβα» είπε η Τζιλ με βαριά, απελπισμένη φωνή. «Έτσι θα πρέπει να ’ναι.» Το ’λεγε και το ’βρισκε και πολύ λογικό.
Με αργή και σοβαρή φωνή η Μάγισσα ξανάπε: «Δεν υπάρχει ήλιος». Δε μίλησε κανείς. Εκείνη επανέλαβε με πιο απαλή και βαθιά φωνή. «Δεν υπάρχει ήλιος.» Ύστερα από κάποια παύση, και κάποιο αγώνα στο μυαλό τους μέσα, είπαν και οι τέσσερις μαζί. «Δίκιο έχει. Δεν υπάρχει ήλιος.» Τι ανακούφιση που παραδόθηκαν και το παραδέχτηκαν.
«Ποτέ δεν υπήρξε ήλιος» είπε η Μάγισσα.
«Όχι. Ποτέ δεν υπήρξε ήλιος» είπε ο Πρίγκιπας και ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας και τα παιδιά.
Τα τελευταία λίγα λεπτά, η Τζιλ είχε την αίσθηση ότι έπρεπε να βάλει τα δυνατά της να θυμηθεί κάτι. Κι εκείνη τη στιγμή το κατάφερε. Ωστόσο ήταν πολύ επικίνδυνο να το πει. Ένιωθε τα χείλια της κλειδωμένα. Τελικά, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε και είπε:
«Υπάρχει ο Ασλάν!»
«Ο Ασλάν;» είπε η Μάγισσα, γρατσουνώντας όσο πιο γρήγορα γινόταν τις χορδές. «Τι ωραίο όνομα! Τι σημαίνει;»
«Ο Ασλάν είναι το μεγάλο Λιοντάρι που μας κάλεσε να έρθουμε από τον κόσμο μας» είπε ο Ευστάθιος, «και μας έστειλε σε τούτον εδώ για να βρούμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό».
«Τι είναι το λιοντάρι;» ρώτησε η Μάγισσα.
«Να τα μας πάλι!» είπε ο Ευστάθιος. «Δεν το ξέρεις; Πώς να της το περιγράψουμε τώρα. Έχεις δει ποτέ σου γάτα;»
«Μα φυσικά» απάντησε η Βασίλισσα. «Τις λατρεύω τις γάτες.»
«Ε, λοιπόν. Το λιοντάρι είναι λίγο – πολύ λίγο, έχε υπόψη σου – σαν τεράστια γάτα με χαίτη. Δηλαδή, όχι σαν τη χαίτη του αλόγου, ξέρεις, ε; Θυμίζει περισσότερο την περούκα που φοράνε οι δικαστές. Και είναι κίτρινη. Και τρομερά δυνατή.»
Η Μάγισσα κούνησε το κεφάλι της. «Κατάλαβα» είπε, «όσο κατάλαβα για τον περίφημο ήλιο σας, άλλο τόσο κατάλαβα τώρα για το λιοντάρι σας. Έχετε δει λάμπες, και στη φαντασία σας φτιάξατε μια μεγαλύτερη και πιο λαμπερή λάμπα και της δώσατε το όνομα ήλιος. Έχετε δει γάτες, και τώρα ονειρεύεστε μια μεγαλύτερη και ομορφότερη γάτα και θέλετε να της δώσετε το όνομα λιοντάρι. Ωραία είναι όλα αυτά αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν είναι της ηλικίας σας πράματα. Και προσέξτε και τούτο: τίποτα καινούριο δεν μπορείτε να φτιάξετε με τη φαντασία σας παρά μόνο αντίγραφα από τον πραγματικό κόσμο, τον κόσμο το δικό μου που είναι και ο μοναδικός. Όσο για σένα, Πρίγκιπά μου, εσύ που είσαι ένας ώριμος άντρας πια, ντροπή σου! Δεν ντρέπεσαι μ’ αυτά τα καμώματα; Σύνελθετε, όλοι σας. Βάλτε στην άκρη όλα αυτά τα παιδιάστικα κόλπα. Σας έχω δουλειά στον αληθινό κόσμο. Δεν υπάρχει καμιά Νάρνια, κανένας Επάνω Κόσμος, κανένας ουρανός, κανένας ήλιος, κανένας Ασλάν. Ελάτε, ελάτε! Όλοι για ύπνο! Κι από αύριο, ας σοβαρευτούμε πια. Μα πρώτα έναν καλό ύπνο· ένα βαθύ ύπνο, σε μαλακά μαξιλάρια, έναν ύπνο χωρίς ανόητα όνειρα.»
Ο Πρίγκιπας και τα δυο παιδιά στέκονταν με το κεφάλι κρεμασμένο, τα μάγουλα ξαναμμένα, τα μάτια μισόκλειστα· δίχως ίχνος δύναμης πλέον. Τα μάγια είχαν πιάσει ολοκληρωτικά σχεδόν. Ο Λασπομούρμουρος όμως έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να μαζέψει όση δύναμη του είχε απομείνει και πήγε κατά τη φωτιά. Και τότε έκανε κάτι πολύ γενναίο. Ήξερε ότι δε θα πονούσε όσο ένας άνθρωπος· γιατί τα πόδια του (που ήταν γυμνά) ήταν πετσωμένα και σκληρά και ψυχρόαιμα σαν της πάπιας. Ήξερε ωστόσο ότι θα ένιωθε αρκετά δυνατό πόνο· και τον ένιωσε. Έβαλε το γυμνό του πόδι πάνω στη φωτιά και πάτησε με δύναμη, θρυμματίζοντας μπόλικα καμένα ξύλα που σκόρπισαν σε στάχτες. Κι αμέσως έγιναν τρία πράματα.
Πρώτον, μειώθηκε εντυπωσιακά εκείνη η γλυκιά και βαριά ευωδιά. Γιατί, μολονότι η φωτιά δεν είχε ολότελα σβηστεί, παρά μόνο ένα μέρος, ό,τι είχε απομείνει μύριζε έντονα τσουρουφλισμένο βαλτο-ψηλολέλεκα, που δεν ήταν και κανένα θεσπέσιο άρωμα. Στη στιγμή ξεκαθάρισε το μυαλό τους. Ο Πρίγκιπας και τα δυο παιδιά όρθωσαν το κεφάλι ξανά κι άνοιξαν τα μάτια.
Δεύτερον, η Μάγισσα με μια δυνατή, άγρια φωνή, που δεν είχε καμιά σχέση μ’ εκείνη τη γλυκιά που μέχρι τώρα είχαν ακούσει, τσίριξε: «Τι κάνεις εκεί; Για τόλμησε να ξαναπειράξεις τη φωτιά μου, βρομολασπιάρη, και θα κάνω να τρέχει φωτιά μέσα στις φλέβες σου αντί για αίμα».
Τρίτον, με τον πόνο αυτό που ένιωσε ο Λασπομούρμουρος, ένιωσε συνάμα να ξεκαθαρίζει το μυαλό του τόσο ώστε να έχει απόλυτη συνείδηση αυτού που πραγματικά σκεφτόταν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποτελεσματικό για να λυθούν ορισμένα μάγια από ένα γερό σοκ πόνου.
«Μοναχά μια λέξη, Κυρία μου» είπε καθώς ερχόταν από τη φωτιά κουτσαίνοντας από τον πόνο. «Μια λέξη. Όλα όσα μας είπες είναι πολύ σωστά. Δε θέλει ρώτημα. Εγώ είμαι ένας τύπος που συνήθως βλέπω τα πράματα απ’ τη χειρότερη τους όψη κι ύστερα χαίρομαι να τα βλέπω απ’ την καλύτερη. Έτσι, λοιπόν, δε θ’ αρνηθώ τα όσα είπες. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ακόμα κάτι. Ας πούμε ότι όλα αυτά τα πράματα – τα δέντρα, το γρασίδι, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια κι αυτόν ακόμα τον Ασλάν – τα έχουμε μοναχά ονειρευτεί, ότι τα έχουμε βγάλει από το μυαλό μας. Ας πούμε ότι είναι έτσι. Ε, λοιπόν, τότε, ένα έχω να πω: όσα έχουμε κατεβάσει απ’ το μυαλό μας μοιάζουν πολύ πιο σπουδαία από τα πραγματικά. Ας πούμε πως τούτο το μαύρο λαγούμι που ’ν’ το βασίλειό σου είναι ο μοναδικός κόσμος που υπάρχει. Ε, τότε, το μόνο που μπορώ να πω είναι αλίμονο μας. Είναι στ’ αλήθεια πολύ αστείο αν το καλοσκεφτείς. Λες πως δεν είμαστε παρά τέσσερα παιδιά που κατεβάσαμε απ’ την γκλάβα μας ένα παιχνίδι. Να όμως που τέσσερα παιδιά μπορούν με το παιχνίδι τους να φτιάξουν έναν κόσμο που μπροστά του ο δικός σου δεν πιάνει χαρτωσιά. Γι’ αυτό, λοιπόν, εγώ θα πάω με το μέρος αυτού του κόσμου που βγήκε από τούτο το παιχνίδι. Πάω με το μέρος του Ασλάν κι ας μην υπάρχει κανένας Ασλάν να τον διαφεντεύει. Εγώ σκοπεύω να ζήσω ως Ναρνιανός ακόμα κι αν δεν υπάρχει καμιά Νάρνια. Δε μένει λοιπόν παρά να σ’ ευχαριστήσουμε για το ωραίο δείπνο και, εφόσον οι δυο κύριοι και η νεαρή δεσποινίς είναι έτοιμοι, αναχωρούμε από την αυλή σου τούτη δα τη στιγμή και ξεκινάμε μέσα στο σκοτάδι μ’ ένα σκοπό στη ζωή μας: να ψάξουμε να βρούμε τον Επάνω Κόσμο. Όχι πως θα ζήσουμε και αιώνια. Δεν το νομίζω· μα δε θα χάσουμε και τίποτα αν ο κόσμος είναι τόσο απαίσιος καταπώς μας τα λες.»
«Ζήτω! Καλέ μου Λασπομούρμουρε» φώναξαν ο Ευστάθιος και η Τζιλ. Μα ξαφνικά ο Πρίγκιπας πάτησε μια δυνατή φωνή, «Το νου σας! Προσοχή στη Μάγισσα!»
Κι όταν γύρισαν να τη δουν, τα ’χασαν.
Το μουσικό όργανο που κρατούσε έπεσε από τα χέρια της. Τα μπράτσα της θαρρείς και κόλλησαν στα πλευρά της. Τα πόδια της μπλέχτηκαν το ’να με τ’ άλλο κι οι πατούσες σαν να εξαφανίστηκαν. Η μακριά ουρά τής πράσινης φούστας της έγινε σκληρή και στέρεη κι έμοιαζε σαν να ήταν πια ένα σώμα με τα μπλεγμένα της πόδια που τώρα είχαν γίνει μια πράσινη στήλη που σπαρταρούσε. Κι ετούτη η πράσινη στήλη που σπαρταρούσε έκανε καμπύλες και στριψίματα λες και δεν υπήρχαν αρμοί, ή, θα μπορούσες να πεις πως ήταν μοναχά αρμοί που την αποτελούσαν. Το κεφάλι της είχε γύρει πίσω κι ενώ η μύτη της ολοένα μάκραινε, όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου της έλεγες πως χάνονταν κι είχαν μείνει μοναχά τα μάτια. Πελώρια μάτια που πετούσαν φλόγες τώρα πια, δίχως φρύδια και ματοτσίνορα. Μπορεί όλα αυτά να παίρνουν χρόνο για να τα γράψεις στο χαρτί· μα, στην πραγματικότητα, έγιναν με τέτοια ταχύτητα που ίσα που πρόφταινες να τα δεις. Πριν προλάβουν να κάνουν κάτι, η αλλαγή είχε ολοκληρωθεί. Το πελώριο ερπετό, που ήταν η ίδια η Μάγισσα, πράσινο σαν δηλητήριο, με πάχος ίσα με τη μέση της Τζιλ, τινάχτηκε κι έφερε δυο τρεις κύκλους τη σιχαμερή ουρά του γύρω από τα πόδια του Πρίγκιπα. Γρήγορο σαν την αστραπή έκανε ακόμα μια θηλιά και τυλίχτηκε στο σώμα του με σκοπό να του ακινητοποιήσει το χέρι που κράταγε το σπαθί. Όμως εκείνος δεν έχασε χρόνο. Σήκωσε και τα δυο του χέρια ψηλά ελευθερώνοντάς τα: ο ζωντανός βρόγχος έσφιξε μοναχά το στήθος του – έτοιμος να σφίξει τα πλευρά του και να τα κάνει θρύψαλα με την ίδια ευκολία που σπας ξυλαράκια για προσάναμμα.
Με το αριστερό του χέρι, ο Πρίγκιπας έπιασε το λαιμό του ερπετού σφιχτά, ζουλώντας το μέχρι που να πνιγεί. Το πρόσωπο του ερπετού (αν μπορεί να το πει κανείς πρόσωπο) ήταν καμιά δεκαριά πόντους κοντά στο δικό του. Η φοβερή, διχαλωτή γλώσσα μπαινόβγαινε τρεμουλιαστή χωρίς όμως να μπορεί να τον αγγίξει. Έκανε το δεξί του χέρι πίσω, για να πάρει φόρα έτσι ώστε το σπαθί του να πέσει με δύναμη. Στο αναμεταξύ ο Ευστάθιος κι ο Λασπομούρμουρος άρπαξαν κι αυτοί τα δικά τους σπαθιά κι όρμησαν για να τον βοηθήσουν. Και τα τρία χτυπήματα πέσανε ταυτόχρονα: του Ευστάθιου (που πήγε στο βρόντο γιατί δεν κατάφερε ούτε τα λέπια να διαπεράσει) έπεσε στο σώμα του ερπετού, λίγο πιο κάτω από το χέρι του Πρίγκιπα. Ωστόσο, τ’ άλλα δυο, του Πρίγκιπα και του Λασπομούρμουρου πέσανε και τα δυο πάνω στο λαιμό του. Μα ακόμα κι αυτά δεν το ξεκάναν εντελώς. Βέβαια χαλάρωσε κάπως το σφίξιμό του στα πόδια και το στέρνο του Ριλιανού. Όμως χρειάστηκε να δώσουν απανωτά χτυπήματα ώσπου να πετσοκόψουν το κεφάλι. Αν και σκοτωμένο, το τρομερό ερπετό συνέχισε να κουλουριάζεται και να σπαρταράει, λες κι έβλεπες ένα κομμάτι σύρμα να ξετυλίγεται· όπως καταλαβαίνετε, το πάτωμα είχε το μαύρο του το χάλι.
Μόλις πήρε ανάσα, ο Πρίγκιπας είπε: «Κύριοι, σας ευχαριστώ». Για πολλή ώρα, οι τρεις νικητές στάθηκαν κοιτώντας ο ένας τον άλλο, κοντανασαίνοντας, δίχως να βγάζουνε μιλιά. Ευτυχώς που η Τζιλ ήταν από ώρα κάπου καθισμένη και δε σάλευε· έλεγε λοιπόν από μέσα της: «Παναγία μου, κάνε να μη λιποθυμήσω – ή να πατήσω τα κλάματα – ή να μην κάνω τίποτα ηλίθιο τέλος πάντων».
«Η βασιλική μου μητέρα πήρε την εκδίκησή της» είπε ο Ριλιανός αμέσως. «Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτό εδώ είναι το ίδιο ερπετό που μάταια είχα κυνηγήσει τότε κοντά στην πηγή στο δάσος της Νάρνια, χρόνια πριν. Όλο αυτό τον καιρό, ήμουνα σκλάβος της φόνισσας της μητέρας μου. Αυτό που μ’ ευχαριστεί, κύριοι, είναι ότι αυτή η απαίσια Μάγισσα τώρα στο τέλος ξαναπήρε τη μορφή φιδιού. Δε θα το άντεχε η καρδιά μου, μα ούτε και η τιμή μου να σκοτώσω μια γυναίκα. Όμως ας φροντίσουμε την κυρία!» Εννοούσε την Τζιλ.
«Είμαι μια χαρά. Ευχαριστώ» είπε εκείνη.
«Δεσποσύνη» είπε ο Πρίγκιπας και υποκλήθηκε. «Δείξατε απαράμιλλο θάρρος. Συμπεραίνω λοιπόν, ότι το δίχως άλλο έχετε ευγενική καταγωγή στον κόσμο το δικό σας. Όμως, ελάτε, φίλοι μου. Εδώ υπάρχει ακόμα λίγο κρασί. Ας βρέξουμε τα χείλη μας κι ας πιούμε στην υγειά των φίλων. Κι ύστερα, στα σχέδιά μας!»
«Να μια καλή ιδέα, Κύριέ μου!» είπε ο Λασπομούρμουρος.