ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Οι άγριες ερημιές του Βορρά

Κατά τις εννιά το άλλο πρωί τρεις μοναχικές σιλουέτες φάνηκαν να περνούν το ποτάμι Σριμπλ, πότε πατώντας πάνω σε κοτρόνες πότε σε νησίδες από χώμα. Ήταν ένα ξέβαθο, βουερό μικρό ποτάμι και μέχρι που να φτάσουν στη βορινή όχθη του ακόμα κι η Τζιλ είχε καταφέρει να μείνει στεγνή από το γόνατο και πάνω. Καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, η γη ανηφόριζε μέχρι εκεί που άρχιζε ο ρεικότοπος, κι όπου έφτανε η ματιά σου, έβλεπες απότομα υψώματα, συχνά και βράχους.

«Εγώ λέω ότι από κει πρέπει να ’ναι ο δρόμος μας!» είπε ο Ευστάθιος δείχνοντας αριστερά του κατά τη δύση όπου ένα ρυάκι κύλαγε από ψηλά, από το ρεικότοπο, περνώντας μέσα από ένα στενό φαράγγι. Όμως ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κούνησε το κεφάλι του.

«Οι γίγαντες περνούν τον πιο πολύ καιρό δίπλα σε τούτο το φαράγγι» είπε. «Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό το φαράγγι είναι κάτι σαν δρόμος γι’ αυτούς. Καλύτερα να τραβήξουμε ίσια μπροστά μας, κι ας είναι πιο απότομος ο δρόμος από δω.»

Βρήκαν ένα πέρασμα απ’ όπου σκαρφάλωσαν και σε καμιά δεκαριά λεπτά στέκονταν λαχανιασμένοι στην κορυφή. Έριξαν ένα βλέμμα γιομάτο νοσταλγία πίσω τους κατά την κοιλάδα της Νάρνια, και μετά γύρισαν τα μάτια κατά το Βορρά. Ο απέραντος, ερημικός ρεικότοπος απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά τους. Στ’ αριστερά τους το έδαφος ήταν όλο βράχια. Η Τζιλ σκέφτηκε ότι εκεί θα πρέπει να ήταν το φρύδι του φαραγγιού όπου ζούσαν οι γίγαντες κι έτσι δεν το ’κανε και πολύ κέφι να κοιτάει κατά κει. Ξεκίνησαν πάλι.

Η γη, μαλακιά, ήταν ό,τι έπρεπε για περπάτημα, το ίδιο μαλακό ήταν και το πρωινό μ’ εκείνο το γλυκό χειμωνιάτικο ήλιο. Όσο μπαίναν όλο και πιο βαθιά στο ρεικότοπο, τόσο μεγάλωνε αυτή η αίσθηση μοναξιάς: να μην ακούς παρά μόνο καλλιμάνες και στη χάση και στη φέξη να βλέπεις κανά γεράκι. Κάπου στα μισά του πρωινού κάθισαν να ξαποστάσουν και να δροσιστούν σ’ ένα μικρό κοίλωμα δίπλα στο ποτάμι. Η Τζιλ έκανε τη σκέψη ότι τελικά μπορεί να ’χε και το γούστο της τούτη η περιπέτεια και το είπε και στους άλλους.

«Για την ώρα δε βλέπω να είχαμε καμιά περιπέτεια» παρατήρησε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας.

Μετά από την πρώτη διακοπή, το βάδισμα δεν είναι πια το ίδιο – όπως το μάθημα μετά από διάλειμμα ή το ταξίδι με σιδηρόδρομο όταν αλλάζεις τρένο. Όταν ξεκίνησαν πάλι, η Τζιλ πρόσεξε ότι εκείνο το ανώμαλο φρύδι του φαραγγιού σαν να ’ταν τώρα πιο κοντά τους. Και τα βράχια σαν να μοιάζαν πιο ψηλά, πιο όρθια απ’ ό,τι πρωτύτερα. Στην πραγματικότητα ήταν σαν πυργίσκοι από βράχο. Και τι αστεία σχήματα που είχαν!

«Κάτι μου λέει» σκέφτηκε η Τζιλ, «πως όλες αυτές οι ιστορίες για γίγαντες βγήκαν από αυτούς τους αστείους βράχους. Εδώ που τα λέμε, έτσι και φτάσεις εδώ με μισοσκόταδο, δε θες και πολύ για να πάρεις εκείνους τους σωρούς τα βράχια για γίγαντες. Εκείνο εκεί, για παράδειγμα! Με το μυαλό σου μπορεί να νομίσεις εκείνο το εξόγκωμα για κεφάλι. Παραείναι μεγάλο βέβαια σε σύγκριση με το σώμα, αλλά για έναν ανασούμπαλο γίγαντα θα ’ταν εντάξει. Κι όλο εκείνο το πράμα που ’ναι σαν θάμνος – αυτά θα πρέπει να ’ναι ρείκια και σίγουρα θα ’χουν φωλιές τα πουλιά εκεί – αυτό ταιριάζει τέλεια για μαλλί και γένι. Και τα μαραφέτια που πετάνε στα πλάγια, ολόιδια αυτιά. Τεράστια βέβαια, αλλά σάμπως τα αυτιά κάποιου γίγαντα όμοια με ελέφαντα δε θα πρέπει να ’ναι! Και – οοοχ…»

Πάγωσε το αίμα της. Εκείνο το πράμα είχε κουνηθεί. Ήταν γίγαντας πραγματικός. Δεν είχε κάνει λάθος. Τον είδε να στρίβει το κεφάλι του. Το μάτι της πρόλαβε να πιάσει εκείνο το πελώριο, χαζό μούτρο με τα φουσκωμένα μάγουλα. Όλα αυτά τα πράματα ήταν γίγαντες, όχι βράχοι. Ήταν καμιά σαρανταριά ή πενηνταριά στη σειρά. Προφανώς στέκονταν όρθιοι με τα πόδια να πατάνε στη βάση του φαραγγιού και με τους αγκώνες να ακουμπούν πάνω στο φρύδι του, έτσι όπως οι άνθρωποι ακουμπάνε πάνω σ’ ένα φράχτη – άνθρωποι που ραχατεύουν στη λιακάδα μετά το πρωινό τους.

«Συνεχίστε να περπατάτε» ψιθύρισε ο Λασπομούρμουρος, που τους είχε προσέξει κι αυτός. «Μην τους κοιτάτε. Κι ό,τι κι αν συμβεί, μην τυχόν και τρέξετε. Θα μας φτάσουν στο λεπτό.»

Έτσι λοιπόν καμώθηκαν πως τάχα μου δεν είχαν δει τους γίγαντες και συνέχισαν να περπατάνε. Ένιωθαν το ίδιο όπως όταν περνάς μπροστά από καγκελόπορτα σπιτιού όπου υπάρχει ένα άγριο μαντρόσκυλο – μόνο πολύ χειρότερα. Οι γίγαντες δεν είχαν τελειωμό. Δεν έδειχναν θυμό ή χαρά, ή έστω κάποια περιέργεια. Εδώ που τα λέμε δεν έδειχναν καν να τους έχουνε πάρει χαμπάρι.

Ξαφνικά «σβιν σβιν σβιν» ένα βαρύ πράγμα σβούρισε στον αέρα και καμιά εικοσαριά βήματα μπροστά τους είδαν να βροντάει κάτω στο χώμα μια μεγάλη κοτρόνα. Και μετά «μπαμ!» μια άλλη είκοσι μέτρα πίσω τους.

«Εμάς σημαδεύουν;» ρώτησε τρομαγμένος ο Ευστάθιος.

«Α μπα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μακάρι να μας σημάδευαν. Αυτοί έχουν βάλει στόχο εκείνο – εκείνο το σωρό τις πέτρες εκεί δεξιά. Δεν πρόκειται να το πετύχουν με τίποτα, να ’στε σίγουροι. Εκείνο καλά την έχει βολέψει· βλέπετε από σημάδι οι γίγαντες είναι νούλες. Κάθε πρωί, όταν κάνει καλό καιρό, αυτό είναι το παιχνίδι τους. Το μόνο που κόβει το ξερό τους.»

Οι ώρες ήταν μαρτυρικές. Δεν έμοιαζε να παίρνει τέλος αυτή η σειρά από τους γίγαντες, ούτε και οι πέτρες που εκσφενδόνιζαν, που μερικές πέφτανε επικίνδυνα κοντά τους. Δεν έφτανε ο πραγματικός κίνδυνος, ήταν και η θέα της φάτσας τους κι ο ήχος της φωνής τους που σου κόβαν τη χολή. Η Τζιλ προσπαθούσε να μην τους κοιτάει.

Είχαν περάσει κάπου είκοσι πέντε λεπτά και φαίνεται ότι οι γίγαντες πιαστήκαν στον καβγά. Αυτό έδωσε τέλος στις βολές, όμως δεν είναι διόλου ευχάριστο να βρίσκεσαι μόνο ένα μίλι μακριά από γίγαντες που τσακώνονται. Χαλάγαν τον κόσμο με φωνές και γιούχα και πετούσαν κάτι λέξεις, ακαταλαβίστικα μακρυνάρια, καμιά εικοσαριά συλλαβές η κάθε λέξη. Άφριζαν και χτυπιόντουσαν και πήδαγαν σαν λυσσασμένοι και με κάθε τους πήδο τρανταζόταν η γη σαν να ’σκαγε μπόμπα. Είχαν κάτι πελώρια κακοφτιαγμένα πέτρινα σφυριά και κοπανάγαν ο ένας το κεφάλι του άλλου· μόνο που το κρανίο το δικό τους ήταν τόσο σκληρό που το σφυρί έκανε γκέλα. Τότε το τέρας που είχε καταφέρει το χτύπημα παράταγε το σφυρί κάτω και πάταγε ουρλιαχτά πόνου, γιατί με το σφυρί είχε κοπανήσει τα δάχτυλά του. Ήταν όμως τόσο κουφιοκεφαλάκηδες που δεν παίρναγε λίγη ώρα, φτου κι απ’ την αρχή. Αυτό τελικά αποδείχτηκε πολύ βολικό, γιατί σε καμιά ώρα όλοι οι γίγαντες είχαν χτυπήσει τόσο, που απ’ τον πόνο κάθισαν καταγής και πιάσαν τα κλάματα. Όταν κάθισαν, τα κεφάλια τους χάθηκαν πίσω από το φρύδι του φαραγγιού έτσι που δε φαίνονταν πια καθόλου· ωστόσο, μολονότι βρίσκονταν ένα μίλι μακριά, η Τζιλ τους άκουγε ακόμα να ουρλιάζουν και να σκούζουν ή να χαχανίζουν κοροϊδευτικά σαν μεγάλα μωρά.

Εκείνο το βράδυ στρατοπεδεύσανε στο γυμνό ρεικότοπο κι ο Λασπομούρμουρος έδειξε στα παιδιά πώς να κοιμηθούν πλάτη με πλάτη για να κάνουν την καλύτερη εκμετάλλευση της κουβέρτας τους. (Η μια πλάτη ζεσταίνει την άλλη κι έτσι χρησιμοποιείς και τις δυο κουβέρτες για να σκεπαστείς.) Ακόμα κι έτσι όμως έκανε κρύο τσουχτερό και το έδαφος ήταν σκληρό και γεμάτο σγρούμπους. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας βρήκε να τους παρηγορήσει λέγοντάς τους ότι αυτό το κρύο δεν ήταν τίποτα μπροστά στην παγωνιά που θα ’βρισκαν καθώς θ’ ανέβαιναν όλο και πιο βόρεια· και φυσικά τους έκανε την καρδιά περιβόλι.

Πορεύονταν μέρες τώρα στο Έτινσμορ. Φύλαγαν το μπέικον και τρέφονταν κυρίως με τα πετεινά που ο Ευστάθιος κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κυνηγούσαν στο ρεικότοπο (όχι βέβαια πουλιά που μιλούσαν). Η Τζιλ τον ψιλοζήλευε τον Ευστάθιο γι’ αυτή του την ικανότητα. Αυτό που δεν τους έλειψε καθόλου ήταν το νερό, καθώς τα ρυάκια ήταν αναρίθμητα. Η Τζιλ έκανε τη σκέψη ότι, στα βιβλία, όταν διαβάζεις πως κάποιος ζει με το κυνήγι, ποτέ δε σου λένε πόση ώρα σου τρώει, πόσο βρομοκοπάει και πόσο σιχαμένη είναι όλη αυτή η ιστορία, να μαδήσεις και να καθαρίσεις δηλαδή τα σκοτωμένα πουλιά· αφήνω που είχαν κοκαλώσει τα δάχτυλά της. Για καλή τους τύχη, δεν είχαν κανένα συναπάντημα με γίγαντες. Και κάποιος γίγαντας που τους είδε, πάτησε ένα γέλιο, βρυχηθμό σκέτο, κι ύστερα απομακρύνθηκε με βαριά βήματα για τη δουλειά του.

Είχαν περάσει καμιά δεκαριά μέρες όταν έφθασαν σ’ ένα μέρος όπου το τοπίο άλλαζε. Βρέθηκαν στο βόρειο άκρο του ρεικότοπου απ’ όπου φαινόταν μια μεγάλη απότομη πλαγιά που κατέληγε σε ένα διαφορετικό, πιο άγριο τοπίο. Στο τέρμα της πλαγιάς φαίνονταν βράχια: πίσω τους, μια περιοχή από ψηλά βουνά, σκοτεινά βάραθρα, πεδιάδες όλο πέτρα, χαράδρες τόσο βαθιές και στενές, που η ματιά σου δεν έφτανε μέχρι το τέρμα τους, και ποτάμια που τα νερά τους αντιλαλούσαν καθώς ξεχύνονταν ορμητικά μέσα από φαράγγια για να χαθούν στα σκοτεινά ερέβη. Δε χρειάζεται να πούμε ότι ο Λασπομούρμουρος ήταν αυτός που έδειξε το χιόνι που σπίθιζε στις μακρινές πλαγιές.

«Αυτό δεν είναι τίποτα. Να δείτε χιόνι που θα βρούμε στη βορινή πλευρά, δε θέλει ρώτημα» πρόσθεσε.

Τους πήρε κάποια ώρα να φτάσουν στη βάση της πλαγιάς και τότε, ψηλά από την κορυφή των βράχων, είδαν ένα ποτάμι που κύλαγε κάτω από τα πόδια τους από δύση σ’ ανατολή. Στα πλάγια υψώνονταν σαν τείχη γκρεμοί που ξεκινούσαν από μακριά και συνέχιζαν σ’ όλο το μήκος του ποταμού μέχρι το σημείο που βρίσκονταν αυτοί. Το ποτάμι, πράσινο κι ανήλιαγο, ήταν γεμάτο ορμητικά ρεύματα και καταρράκτες. Ακόμα κι εκεί που στέκονταν αυτοί, ένιωθαν τη γη να σείεται από τη βουή του νερού.

«Το καλό είναι» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, «ότι, καθώς θα κατεβαίνουμε τα βράχια, μπορεί να σπάσουμε κανά σβέρκο, οπότε γλιτώνουμε το πνίξιμο στα νερά του ποταμού».

«Τι έχετε να πείτε για κείνο κει!» είπε ξαφνικά ο Ευστάθιος δείχνοντας στ’ αριστερά τους. Γύρισαν όλοι το κεφάλι και είδαν το τελευταίο πράμα που θα περίμεναν ποτέ – ένα γεφύρι. Και τι γεφύρι! Μια και μόνη τεράστια αψίδα που ένωνε το φαράγγι από τη μια κορυφή του βράχου στην άλλη. Η κορυφή της αψίδας είχε την ίδια απόσταση από τους βράχους που είχε κι ο τρούλος του Αγίου Στεφάνου από το δρόμο τους.

«Ποπό! Καλέ αυτή θα ’ναι γέφυρα για γίγαντες!» είπε η Τζιλ.

«Ή για κανένα μάγο μάλλον» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πρέπει να ’χουμε τα μάτια μας τετρακόσια σ’ αυτό εδώ το μέρος μήπως έχει μάγια. Εμένα, να ξέρετε, μου φαίνεται για παγίδα. Μας βλέπω να ’μαστε κάπου στα μισά του γεφυριού και τότε αυτό να γίνεται καταχνιά και να διαλύεται.»

«Όχου! Για τ’ όνομα του Θεού, σταμάτα να φέρνεις την καταστροφή» είπε ο Ευστάθιος. «Τι στο καλό! Αποκλείεται δηλαδή να ’ναι κανονικό γεφύρι;»

«Εσύ πάλι τι νομίζεις; Είναι δυνατό κανένας γίγαντας απ’ αυτούς που συναντήσαμε να ’χει τόσο νιονιό που να μπορεί να χτίσει ένα τέτοιο γεφύρι;» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Αποκλείεται να ’χει χτιστεί από κάποιους άλλους γίγαντες;» ρώτησε η Τζιλ. «Θέλω να πω από γίγαντες που ζήσανε εκατοντάδες χρόνια πριν και ήταν πολύ πιο έξυπνοι από τους σημερινούς. Μπορεί να το ’χτισαν εκείνοι οι ίδιοι γίγαντες που έχτισαν και την πόλη των γιγάντων που ψάχνουμε. Πράμα που σημαίνει ότι είμαστε στο σωστό δρόμο – η παλιά γέφυρα που οδηγεί στην παλιά πόλη!»

«Κοίτα ο εγκέφαλος! Μπράβο Πόουλ!» είπε ο Ευστάθιος. «Αυτό πρέπει να ’ναι. Ελάτε!»

Πήραν λοιπόν το δρόμο για το γεφύρι. Όταν φτάσανε, είδαν ότι ήταν μια χαρά στέρεο γεφύρι. Η κάθε πέτρα ήταν τεράστια, το μέγεθος που έχουν και οι πέτρες στο Στόουνχεντζ1. Θα πρέπει να τις είχαν τετραγωνίσει κάποιοι καλοί χτίστες κάποτε, αν και τώρα έβλεπες ρωγμές και σημάδια φθοράς. Πάνω στο πέτρινο παραπέτο έβλεπες ακόμα απομεινάρια από πλούσια σκαλίσματα που κάποτε θα το είχαν στολίσει. Αποσαθρωμένα πρόσωπα και φιγούρες γιγάντων, μινώταυροι, καλαμάρια, σαρανταποδαρούσες και φοβερές θεότητες. Ο Λασπομούρμουρος συνέχισε να ’χει τις επιφυλάξεις του, αλλά συμφώνησε να περάσει το γεφύρι μαζί με τα παιδιά.

Τους πήρε χρόνο και πολύ κόπο ώσπου να φτάσουν στην κορυφή της αψίδας. Σε πολλά σημεία έλλειπαν τεράστιες πέτρες, αφήνοντας τρομερά κενά που έχασκαν κατά το ποτάμι που άφριζε χιλιάδες μέτρα από κάτω. Είδαν έναν αετό να πετάει κάτω από τα πόδια τους. Κι όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο πιο τσουχτερό γινόταν το κρύο, κι ο άνεμος είχε δυναμώσει τόσο, που δυσκόλευε το βάδισμά τους. Θα ’λεγες ότι σχεδόν ταρακουνούσε το γεφύρι.

Σαν έφτασαν στην κορυφή απ’ όπου μπορούσαν να δουν την κατηφορική πλευρά του γεφυριού, μπροστά τους είδαν τα ίχνη κάποιου παλιού δρόμου γιγάντων ξεκίναγε από το γεφύρι και χανόταν μέσα στην καρδιά του βουνού. Πολλές πέτρες από το πλακόστρωτο έλειπαν κι ανάμεσα σας υπόλοιπες έβλεπες μεγάλα μπαλώματα χορτάρι. Και ξάφνου πάνω σ’ αυτόν τον αρχαίο δρόμο πρόβαλαν δυο καβαλάρηδες, στο μπόι φυσιολογικού ανθρώπου, να ’ρχονται κατά το μέρος τους.

«Συνεχίστε να περπατάτε κατά τη μεριά τους σαν να μη συμβαίνει τίποτα!» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Όποιον και να συναντήσουμε σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό, είναι δεν είναι φιλικός μαζί μας, εμείς ένα θα ’χουμε στο νου μας: μη μας πάρουν χαμπάρι ότι φοβόμαστε.»

Ώσπου να φτάσουν εκεί που τέλειωνε το γεφύρι κι άρχιζε το γρασίδι, οι δυο ξένοι είχαν πλησιάσει αρκετά. Ο ένας καβαλάρης ήταν ένας σιδερόφρακτος ιππότης με το προσωπείο του κατεβασμένο. Αρματωσιά κι άλογο ήταν μαύρα· δεν υπήρχε έμβλημα στην ασπίδα του ούτε λάβαρο στο ξίφος του. Ο άλλος ήταν μια γυναίκα καβάλα πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, τόσο όμορφο που σου ’ρχόταν να του σκάσεις ένα φιλί στη μύτη και να το τρατάρεις έναν κύβο ζάχαρη. Όμως η ξένη που καβαλίκευε γυναικεία και φορούσε ένα μακρύ, φουρφουρένιο φόρεμα σ’ ένα εκτυφλωτικό πράσινο χρώμα, αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη.

«Καλή σας μέρ-ρ-ρα, ταξιδιώτες» φώναξε με μια φωνή γλυκιά, του γλυκύτερου πουλιού, και μ’ ένα εξαίσια τραγουδιστό ρο. «Κάποιοι από σας θα είστε μικροί προσκυνητές για να θέλετε να διαβείτε τούτη την έρημη χώρα.»

«Έτσι φαίνεται, Κυρία μου» είπε ο Λασπομούρμουρος ξερά και επιφυλακτικά.

«Ψάχνουμε για την ερειπωμένη πόλη των γιγάντων» είπε η Τζιλ.

«Την ερ-ρ-ρειπωμένη πόλη;» είπε εκείνη. «Παράξενο μέρος γυρεύετε. Και τι θα κάνετε αν τη βρείτε;»

«Πρέπει να…» άρχισε η Τζιλ, αλλά ο Λασπομούρμουρος την έκοψε.

«Ζητώ τη συγγνώμη σας, Κυρία μου. Όμως δε σας γνωρίζουμε, ούτε και το φίλο σας – σιωπηλός τύπος, ε; –κι ούτε και σεις μας γνωρίζετε. Αν δε σας πειράζει, δε θα θέλαμε να μιλάμε σε ξένους. Κι όπου να ’ναι βλέπω να ’ρχεται βροχούλα, δε νομίζετε;»

Η Αρχόντισσα γέλασε· ένα γέλιο πλούσιο, το πιο μελωδικό που μπορείτε να φανταστείτε. «Λοιπόν, παιδιά μου» είπε, «βλέπω ότι έχετε μαζί σας ένα σοφό και σοβαρό γερο-οδηγό. Δε βρίσκω τίποτε μεμπτό στις συμβουλές του, θα σας πω όμως κι εγώ την άποψή μου. Άκουσα πολλές φορές γι’ αυτή την Ερειπωμένη Πόλη, όμως ποτέ μου δε συνάντησα κάποιον να ξέρει να μου πει πώς θα πάω εκεί. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην επαρχία και στο κάστρο του Χάρφανγκ όπου ζουν οι ευγενικοί γίγαντες. Όσο ανόητοι, επιθετικοί, άγριοι, και βάρβαροι είναι οι γίγαντες του Έτινσμορ τόσο αυτοί είναι μαλακοί, πολιτισμένοι, συνετοί και ευγενικοί. Στο Χάρφανγκ μπορεί ν’ ακούσετε κάποια πληροφορία για την Ερειπωμένη Πόλη, μπορεί κι όχι. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι θα βρείτε ευχάριστο κατάλυμα και χαρούμενους οικοδεσπότες. Θα ήταν φρόνιμο εκ μέρους σας να ξεχειμωνιάσετε εκεί, ή τουλάχιστον να παραμείνετε για λίγη ανάπαυση και ανανέωση. Θα βρείτε ατμόλουτρα, μαλακά κρεβάτια και λαμπερές εστίες· όσο για τα ψητά και τα φουρνιστά και τα γλυκά και τα ποτά, θα σερβίρονται στο τραπέζι τέσσερις φορές την ημέρα».

«Τι ακούω, μανούλα μου!» φώναξε κατενθουσιασμένος ο Ευστάθιος. «Θα τρελαθώ! Σκεφθείτε να ξανακοιμηθούμε σε κρεβάτι!»

«Ναι! Και να κάνουμε και ζεστό μπανάκι» είπε η Τζιλ. «Νομίζετε ότι θα ήθελαν να μας φιλοξενήσουν; Βλέπετε, εμείς δεν τους γνωρίζουμε.»

«Το μόνο που χρειάζεται να τους πείτε» αποκρίθηκε η Κυρία, «είναι ότι Εκείνη με τον Πράσινο Χιτώνα τους στέλνει τους χαιρετισμούς της και δυο όμορφα παιδιά του Νότου για τη Γιορτή του Φθινοπώρου».

«Αχ, σας ευχαριστούμε πάρα πάρα πολύ» είπαν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος.

«Προσέξτε, όμως!» είπε η Κυρία. «Όποια μέρα κι αν φτάσετε στο Χάρφανγκ, μην πάτε στην είσοδο του κάστρου πολύ αργά. Γιατί οι πύλες κλείνουν λίγες ώρες μετά το μεσημέρι και το ’χουν έθιμο στο κάστρο, από τη στιγμή που έχουν κατεβάσει την αμπάρα, να μην ανοίγουν σε κανένα όσο δυνατά κι αν χτυπάει την πόρτα.»

Τα παιδιά την ξαναευχαρίστησαν με μάτια που έλαμπαν από χαρά και η Αρχόντισσα τους χαιρέτησε ανεμίζοντας το χέρι της. Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έβγαλε το σουβλερό καπέλο του κι έκανε μια πολύ ψυχρή υπόκλιση. Μετά ο σιωπηλός ιππότης και η Αρχόντισσα πήραν την ανηφόρα του γεφυριού καβάλα στ’ άλογα με τις οπλές ν’ αντηχούν ολόγυρα.

«Μάλιστα!» έκανε ο Λασπομούρμουρος. «Και τι δε θα ’δινα να μάθω από πού έρχεται η αφεντιά της και πού πάει. Δεν ήταν πάντως ό,τι θα περίμενε να συναντήσει κανείς στην ερημιά της χώρας των Γιγάντων, έτσι; Εμένα δε μου φαίνεται σόι ό,τι και να μου πείτε.»

«Α, δε μας παρατάς πια!» είπε ο Ευστάθιος. «Εμένα μου φάνηκε φανταστική. Άσε εκείνα τ’ αχνιστά πιάτα και τα ζεστά δωμάτια. Παναγίτσα μου, κάνε να μην είναι μακριά αυτό το Χάρφανγκ!»

«Αχ, ναι!» είπε κι η Τζιλ. «Καλέ κι εκείνο το φόρεμα της τι απίθανο που ήταν! Και το άλογο!»

«Παρ’ όλ’ αυτά» επέμενε ο Λασπομούρμουρος, «εγώ θα ήθελα να ξέραμε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν».

«Εγώ ήμουνα στο τσακ να τη ρωτήσω» είπε η Τζιλ, «αλλά πού να τολμήσω εφόσον εσύ δεν αποφάσιζες να της πεις τίποτα για μας».

«Ναι» είπε ο Ευστάθιος. «Και γιατί ήσουνα τόσο μονοκόμματος και βαρύς; Γιατί δεν τους είδες με καλό μάτι;»

«Τους;» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Και ποιοι ήταν οι τους. Εγώ είδα μόνο την

«Καλά, εσύ τον Ιππότη δεν τον είδες;» ρώτησε η Τζιλ.

«Εγώ είδα ένα μάτσο σίδερα» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Γιατί δεν έβγαζε μιλιά;»

«Φαντάζομαι γιατί ήταν ντροπαλός» είπε η Τζιλ. «Ή μπορεί, γιατί του έφτανε να την κοιτάει και ν’ ακούει την υπέροχη φωνή της. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση του.»

«Πολύ θα ’θελα να ’ξερα» είπε ο Λασπομούρμουρος, «τι θα ’βλεπε κανείς αν σήκωνε το προσωπείο της περικεφαλαίας και κοίταζε μέσα».

«Α, θα μας σκάσεις!» είπε ο Ευστάθιος. «Για φέρε στο μυαλό σου την πανοπλία! Θυμήσου πόσο μεγάλη ήταν! Δηλαδή, τι άλλο μπορούσε να έβλεπε παρά έναν άνθρωπο».

«Και γιατί όχι ένα σκελετό;» ρώτησε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας με μια απαίσια χαρά. «Ή μπορεί» πρόσθεσε σα να το ξανασκέφτηκε, «απολύτως τίποτα. Θέλω να πω τίποτα που να φαίνεται. Κάποιον αόρατο».

«Ξέρεις κάτι, Λασπομούρμουρε» είπε η Τζιλ ανατριχιάζοντας, «το ξέρεις ότι σου ’ρχονται οι πιο μακάβριες ιδέες; Να χαρείς, πώς σου κατεβαίνουν στο κεφάλι όλα αυτά;»

«Μην ασχολείσαι, μωρέ!» είπε ο Ευστάθιος. «Περιμένει συνέχεια το χειρότερο, και πάντα πέφτει έξω. Για να δούμε τώρα τι γίνεται μ’ αυτούς τους Ευγενικούς Γίγαντες και πώς θα φτάσουμε στο Χάρφανγκ μια ώρα αρχύτερα. Πολύ θα ’θελα να ’ξερα πόσο μακριά είναι ακόμα.»

Να λοιπόν που κόντεψαν να ’χουν τον πρώτο τους καβγά όπως το είχε προβλέψει ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας: όχι ότι και πρωτύτερα δεν τσακώνονταν και δεν αρπάζονταν η Τζιλ κι ο Ευστάθιος, αλλά αυτός ήταν πραγματικά ο πρώτος σοβαρός καβγάς τους. Ο Λασπομούρμουρος δεν είχε καμιά όρεξη να πάνε στο Χάρφανγκ. Είπε ότι δεν ήξερε πώς την εννοούν την ευγένεια οι γίγαντες, όταν είναι «ευγενικοί», κι ότι, εν πάση περιπτώσει, του Ασλάν οι εντολές δεν ανέφεραν τίποτα για παραμονή τους κοντά σε γίγαντες, είτε ήταν ευγενικοί είτε όχι. Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά είχαν μπαφιάσει με τις βροχές και τους αέρηδες, με τα πετσιασμένα πετεινά που τα ψήναν πάνω στη φωτιά, και με το σκληρό, ψυχρό χώμα που είχαν για στρώμα. Εκείνα λοιπόν δεν κρατιόνταν να κάνουν επίσκεψη το γρηγορότερο στους Ευγενικούς Γίγαντες. Τελικά, ο Λασπομούρμουρος δέχτηκε να πάνε υπό έναν όρο. Τα παιδιά έπρεπε να του υποσχεθούν ότι με κανένα τρόπο δε θα λέγανε στους Ευγενικούς Γίγαντες ότι έρχονταν από τη Νάρνια ή ότι έψαχναν για τον Πρίγκιπα Ριλιανό, εκτός αν τους έδινε εκείνος την άδεια. Τα παιδιά έδωσαν το λόγο τους, κι έτσι συνέχισαν.

Μετά τη συνάντησή τους με την Αρχόντισσα, τα πράματα χειροτέρεψαν για τους εξής δυο διαφορετικούς λόγους. Πρώτον, η περιοχή γινόταν όλο και πιο προβληματική. Ο δρόμος τούς οδηγούσε μέσα από ατέλειωτες, στενές κοιλάδες, ενώ ο ανελέητος βοριάς μαστίγωνε τα πρόσωπά τους. Δεν έβρισκαν τίποτα για ν’ ανάψουνε φωτιά, ούτε και όμορφες μικρές σπηλιές για να ξαποστάσουν σαν αυτές που είχε στο ρεικότοπο. Όσο για το έδαφος, ήταν πετρώδες και κούραζε τα πόδια τους τη μέρα κι ολόκληρο το σώμα τους τη νύχτα.

Δεύτερον, άσχετα με το ποια ήταν η πρόθεση της Αρχόντισσας, όταν τους μίλησε για το Χάρφανγκ, η ουσιαστική επίδραση πάνω στα παιδιά ήταν δυσμενής. Το μόνο που είχαν πια στο νου τους, ήταν κρεβάτια και λουτρά και ζεστό φαγάκι και τι ωραία θα ήταν να μπουν στο κάστρο. Δεν κάνανε κουβέντα πια για τον Ασλάν, ούτε καν για το χαμένο Πρίγκιπα. Όσο για την Τζιλ είχε εγκαταλείψει το συνήθειο να επαναλαμβάνει μέσα της τα σημάδια κάθε νύχτα και κάθε πρωί. Το μόνο που έλεγε στον εαυτό της, στην αρχή, ήταν πόσο κουρασμένη ένιωθε, αλλά κι αυτό το ξέχασε αργότερα. Και μολονότι θα περίμενε κανείς ότι η σκέψη τής καλοπέρασης στο Χάρφανγκ θα έκανε τα παιδιά πιο χαρούμενα, τα έβλεπες να ’ναι πιο σκυθρωπά κι εριστικά αναμεταξύ τους και με το Λασπομούρμουρο.

Κάποιο απομεσήμερο επιτέλους φτάσανε σ’ ένα μέρος όπου το φαράγγι άρχισε να πλαταίνει. Σκουρόχρωμα έλατα υψώνονταν δεξιά κι αριστερά. Κοίταξαν πέρα μακριά και κατάλαβαν ότι είχαν πια περάσει τα βουνά. Μπροστά τους ξανοιγόταν μια έρημη πεδιάδα όλο πέτρα: πιο πίσω, κι άλλα βουνά σκεπασμένα με χιόνι. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τα μακρινά βουνά, υψωνόταν ένας χαμηλός λόφος με κάπως ανώμαλη, αλλά πλακουτσωτή κορυφή.

«Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!» φώναξε η Τζιλ κι έδειξε κατά την άκρη της πεδιάδας. Κι εκεί, μέσα από την πάχνη που έπεφτε και πέρα από τον πατικωμένο λόφο, είδαν όλοι τους φώτα. Φώτα! Όχι του φεγγαριού, ούτε της φωτιάς, αλλά μια σειρά φωτισμένα παράθυρα που σε γέμιζαν θαλπωρή και χαρά. Αν δε σας έχει τύχει να βρίσκεστε στην άγρια ερημιά για μέρες, για βδομάδες, δεν μπορείτε να καταλάβετε τι ένιωσαν.

«Χάρφανγκ!» φώναξαν ο Ευστάθιος κι η Τζιλ καταχαρούμενοι. Και «Χάρφανγκ!» ακούστηκε κι η φωνή του Λασπομούρμουρου πεσμένη και βαριά. Κι ύστερα «Βρε, καλώς τες! Αγριόχηνες!» και στη στιγμή τράβηξε το τόξο πίσω από τον ώμο του. Και να σου καταγής μια στρουμπουλή χήνα. Εκείνη τη μέρα, παραήταν αργά για να διανοηθούν να πάνε στο Χάρφανγκ. Απολαύσανε ζεστό φαΐ και φωτιά και ξεκίνησαν τη βραδιά τους ζεσταμένοι πράγμα που είχαν να το νιώσουν πάνω από μια βδομάδα. Όταν έσβησε η φωτιά, έπεσε κρύο τσουχτερό και σαν ξύπνησαν το άλλο πρωί, οι κουβέρτες τους είχαν κοκαλώσει από τον πάγο.

«Δεν πειράζει!» είπε η Τζιλ χτυπώντας τα πόδια της κάτω. «Απόψε έχει ζεστό μπανάκι!»

1

Μεγαλιθικό μνημείο προϊστορικών χρόνων στην Αγγλία.

Загрузка...