ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Οι πληγές κλείνουν

Όταν το άλλο πρωί ξύπνησε η Τζιλ και είδε πως βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά, για ένα εφιαλτικό λεπτό νόμισε ότι βρισκόταν πίσω στα Έγκατα της Γης. Όταν όμως πρόσεξε πως ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα κρεβάτι από ρείκια κι είχε μια γούνινη κάπα ριγμένη πάνω της, κι όταν είδε μια χαρούμενη φωτιά να τριζοβολάει (φρεσκοαναμμένη) πάνω σε μια πέτρινη εστία, και πιο πέρα, να χώνεται μέσα στη σπηλιά το πρωινό φως του ήλιου, τότε ήρθε στο νου της όλη η όμορφη πραγματικότητα. Θυμήθηκε ότι είχαν ένα υπέροχο δείπνο, μαζεμένοι όλοι μέσα στη σπηλιά κι ότι αυτή κουτούλαγε πριν καλά καλά τελειώσει το φαγητό της. Θυμόταν αμυδρά τους Νάνους να στριμώχνονται γύρω από τη φωτιά με κάτι τηγάνια μεγαλύτερα από το μπόι τους, κι εκείνο το τσιτσίρισμα και τη θεσπέσια μυρωδιά από λουκάνικα, κι άλλα, και δώστου κι άλλα λουκάνικα. Καμιά σχέση με τα απαίσια λουκάνικα που ξέρουμε, τα παραγεμισμένα με νιανιά και σόγια μπιν, αλλά λουκάνικα με κρέας αληθινό, με το μπαχάρι τους και με το λίπος τους, να τσιτσιρίζουν και να σκάνε και ίσα που ν’ αρπάζουν λιγουλάκι. Κι ακόμα θυμόταν πελώριες κούπες με αφρισμένη σοκολάτα, και ψητές πατάτες και ψημένα κάστανα και μαγειρεμένα μήλα με σταφίδες χωμένες στη θέση των κουκουτσιών, και τέλος παγωτά να δροσιστείς μετά από τόσα ζεστά πράματα.

Η Τζιλ κάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε τριγύρω. Ο Λασπομούρμουρος και ο Ευστάθιος ήταν ξαπλωμένοι παραπέρα και κοιμόνταν ακόμα του καλού καιρού.

«Έι, εσείς οι δυο!» πάτησε η Τζιλ μια φωνάρα. «Δε σκοπεύετε να σηκωθείτε;»

«Σου, σου!» ακούστηκε μια νυσταγμένη φωνή που ερχόταν από κάπου ψηλά. «Είναι ώρα για ησυχία. Και να λείπει η φασαρία. Τώρα όνειρα γλυκά. Κουκουβάου-κουκουβά!»

«Καλέ, δεν το πιστεύω!» είπε η Τζιλ και όταν κοίταξε ψηλά είδε ένα μάτσο φουντωτά φτερά που ’χαν κουρνιάσει πάνω σ’ ένα παλιό εκκρεμές σε μια γωνιά της σπηλιάς. «Ε, μη μου πείτε! Η Θαμποφτερού!»

«Κουκουβάου-κουκουβά! Αληθινά! Αληθινά!» έκρωξε η Κουκουβάγια κι έβγαλε το κεφάλι της που το ’χε χωμένο κάτω από ’να της φτερό. Άνοιξε το ένα μάτι και είπε. «Ήρθα κατά τις δύο με μήνυμα για τον Πρίγκιπα. Οι Σκίουροι μας έφεραν τα καλά μαντάτα. Μήνυμα για τον Πρίγκιπα. Έφυγε κιόλας. Πρέπει να πάτε να τον βρείτε κι εσείς οι δυο. Καλή σου μέρα…» και το κεφάλι της ξαναχάθηκε.

Απ’ ό,τι φαινόταν, η Τζιλ δεν επρόκειτο να μάθει τίποτε περισσότερο από την Κουκουβάγια. Σηκώθηκε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει γύρω της μπας και υπήρχε ελπίδα κάπως να πλυθεί και να τσιμπήσει τίποτε για πρωινό. Μα σχεδόν την ίδια στιγμή φάνηκε ένας μικρούλης Φαύνος που μπήκε μέσα στη σπηλιά μ’ εκείνο το δυνατό κλικ κλακ που κάναν οι τραγίσιες του οπλές πάνω στις πέτρες.

«Επιτέλους, κόρη της Εύας! Ξύπνησες!» είπε. «Μάλλον πρέπει να ξυπνήσεις και το Γιο του Αδάμ. Σε λίγα λεπτά πρέπει να ξεκινήσετε. Δυο Κένταυροι είχαν την καλοσύνη να προσφερθούν να σας πάνε στο Κάιρ Πάραβελ καβάλα στην πλάτη τους.» Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Βέβαια, καταλαβαίνεις τι ιδιαίτερη και πρωτάκουστη τιμή είναι να σας επιτραπεί να καβαλικέψετε Κένταυρο. Τέτοιο πράμα δεν έχει ματαγίνει. Δεν κάνει λοιπόν να τους αφήσετε να περιμένουν».

«Πού είναι ο Πρίγκιπας;» ήταν το πρώτο πράμα που ρώτησε ο Ευστάθιος και ο Λασπομούρμουρος μόλις ξύπνησαν.

«Πήγε στο Κάιρ Πάραβελ να συναντήσει το Βασιλιά, τον πατέρα του» είπε ο Φαύνος που τ’ όνομά του ήταν Όρουνς. «Απ’ ώρα σ’ ώρα περιμένουν να πιάσει λιμάνι το πλοίο που φέρνει το Μεγαλειότατο. Φαίνεται ότι ο Βασιλιάς συνάντησε τον Ασλάν – δεν ξέρω αν ήταν σε κάποιο όραμα ή στην πραγματικότητα – πριν το πλοίο ξανοιχτεί πολύ, και ο Ασλάν τον συμβούλεψε να γυρίσει πίσω και του είπε ότι θα ξανανταμώσει το χαμένο από καιρό γιο του που θα τον περίμενε στο λιμάνι τής Νάρνια.»

Ο Ευστάθιος είχε τώρα σηκωθεί και μαζί με την Τζιλ βοηθούσε τον Όρουνς να ετοιμάσουν το πρωινό. Του Λασπομούρμουρου του είπαν να μείνει στο κρεβάτι. Ένας Κένταυρος, που τον λέγαν Συννεφογέννητο Πουλί, φημισμένος θεραπευτής, ή (κατά τον Όρουνς) «βδέλλα», θα ερχόταν να φροντίσει το καμένο του πόδι.

«Α!» είπε ο Λασπομούρμουρος με ένα ύφος λες και το φχαριστιόταν, «αυτός, να δείτε, θα θέλει να μου κόψει το πόδι από το γόνατο, δε θέλει ρώτημα. Να μου τρυπήσετε τη μύτη αν δεν το πει». Σαν να του καλάρεσε όμως που θα ’μενε στο κρεβάτι.

Το πρωινό ήταν ομελέτα και τοστ κι ο Ευστάθιος είχε πέσει κι έτρωγε λες και δεν είχε προηγηθεί εκείνο το τσιμπούσι τα μεσάνυχτα.

«Κοίτα να δεις, Γιε του Αδάμ» είπε ένας Φαύνος που κοίταζε σχεδόν με δέος τις μπουκιές που κατέβαζε ο Ευστάθιος. «Είπαμε να κάνετε γρήγορα, αλλά όχι και τόσο. Εξάλλου δε νομίζω ότι οι Κένταυροι έχουν τελειώσει ακόμη το δικό τους πρωινό.»

«Δηλαδή αυτοί ξύπνησαν πολύ πιο αργά» είπε ο Ευστάθιος. «Πάω στοίχημα πως είναι περασμένες δέκα.»

«Α, όχι» είπε ο Όρουνς. «Εκείνοι ξύπνησαν πριν φέξει.»

«Ε, τότε θα χαζολόγαγαν ένα κάρο ώρες ώσπου να φάνε πρωινό» είπε ο Ευστάθιος.

«Καθόλου» είπε ο Όρουνς. «Αρχισαν να τρώνε μόλις ξύπνησαν.»

«Έλα, Παναγίτσα μου!» είπε ο Ευστάθιος. «Μα τι κατεβάζουν και δε λένε να τελειώσουν!»

«Μα, Γιε του Αδάμ, ίσια κι όμοια είστε; Οι Κένταυροι έχουν και ανθρώπινο στομάχι και αλογίσιο. Και φυσικά και τα δυο στομάχια απαιτούν το πρωινό τους. Έτσι, λοιπόν, πρώτα τρώνε πόριτζ και ψάρι και νεφρά και μπέικον κι ομελέτα και κρύο χοιρομέρι και τοστ και μαρμελάδα και καφέ και μπίρα. Έπειτα φροντίζουν την αλογίσια φύση τους. Έτσι λοιπόν βόσκουνε για καμιά ώρα και τελειώνουν μ’ ένα ζεστό χυλό, κάμποση βρώμη κι ένα σάκο ζάχαρη. Καταλαβαίνεις τώρα τι μεγάλο πρόβλημα είναι να καλέσεις στο σπίτι σου Κένταυρο για Σαββατοκύριακο. Μεγάλο, δε λες τίποτα.»

Εκείνη τη στιγμή, από το στόμιο της σπηλιάς ακούστηκαν οπλές αλόγου να χτυπούν πάνω σε βράχο. Τα παιδιά γύρισαν το κεφάλι κατά κει και είδαν τους δυο Κένταυρους, τον ένα με μια μαύρη και τον άλλο με μια χρυσαφένια γενειάδα να κυματίζει πάνω στο μεγαλόπρεπο γυμνό τους στέρνο. Έστεκαν και τους περίμεναν γέρνοντας λίγο το κεφάλι σαν να ’θελαν να δουν μέσα στη σπηλιά. Αμέσως η Τζιλ κι ο Ευστάθιος, σαν καλά παιδιά, αποτέλειωσαν το πρωινό τους μάνι μάνι. Δεν υπάρχει κανένας να ’χει πει πως οι Κένταυροι του φαίνονται αστείοι. Είναι σοβαρά, μεγαλόπρεπα πλάσματα, και κουβαλούν την αρχαία σοφία που τη μαθαίνουν από τ’ αστέρια· δεν είναι στο χέρι σου ούτε να τους εξαγριώσεις ούτε και να τους μαλακώσεις· έτσι όμως κι αγριέψουν τότε η οργή τους είναι σωστή θύελλα.

«Γεια χαρά, καλέ μου Λασπομούρμουρε» είπε η Τζιλ και ζύγωσε το κρεβάτι του Βαλτο-Ψηλολέλεκα. «Σου ζητάω συγγνώμη για κείνο το γρουσούζης που σου κολλήσαμε.»

«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Ευστάθιος. «Ήσουνα για μας ο καλύτερος φίλος στον κόσμο.»

«Κι ελπίζω να ξαναϊδωθούμε» πρόσθεσε η Τζιλ.

«Δε βλέπω να ’χουμε και μεγάλες ελπίδες, πρέπει να πω» αποκρίθηκε ο Λασπομούρμουρος. «Εδώ αμφιβάλλω αν θα μπορέσω να ξαναδώ τη σκηνούλα μου. Κι εκείνος ο Πρίγκιπας – καλό παιδί – δε μου λέτε, σας φαίνεται εσάς γερή κράση; Σαν να στραπατσαρίστηκε μ’ όλα αυτά που πέρασε σ’ εκείνα τα λαγούμια, δε θέλει ρώτημα.»

«Βρε Λασπομούρμουρε!» είπε η Τζιλ. «Είσαι σκέτη απάτη! Δείχνεις στις μαύρες σου, λες κι είσαι σε κηδεία, και πάω στοίχημα ότι είσαι τρισευτυχισμένος. Και μιλάς σαν να τρέμεις από το φόβο σου, την ώρα που είσαι γενναίος λες κι είσαι κανένα – κανένα λιοντάρι.»

«Δε μου λέτε, μια και μιλάμε για κηδείες» άρχισε να λέει ο Λασπομούρμουρος, αλλά η Τζιλ που πίσω της άκουσε τους Κένταυρους να χτυπούν τις οπλές τους, τον άφησε άφωνο όταν του αγκάλιασε τον αδύνατο λαιμό με τα δυο της χέρια και του έσκασε ένα φιλί στο λασπιάρικο μούτρο του, ενώ ο Ευστάθιος του ξέρανε το χέρι από το σφίξιμο. Μετά, τρέξανε κι οι δυο βιαστικά κατά τη μεριά των Κένταυρων, κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας, βούλιαξε στα μαξιλάρια λέγοντας μέσα του: «Κοίτα η Τζιλ! Αυτό ούτε στ’ όνειρό μου δε θα το περίμενα! Τι τα θες, τελικά είμαι ομορφούλης».

Δίχως αμφιβολία, το να πηγαίνεις καβάλα πάνω σ’ έναν Κένταυρο είναι μια μεγάλη τιμή (κι αν εξαιρέσουμε την Τζιλ και τον Ευστάθιο, δε φαντάζομαι να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να του ’χει γίνει στις μέρες μας αυτή η τιμή). Είναι όμως και ταλαιπωρία σκέτη. Γιατί αν έχεις περί πολλού τη ζωούλα σου δεν προτείνεις να μπει σέλα πάνω σε Κένταυρο, αν πάλι καβαλάς γυμνή την πλάτη του, δεν καλοπερνάς· ιδιαίτερα αν τυχαίνει, σαν τον Ευστάθιο, να μην έχεις μάθει ποτέ σου ιππασία. Οι Κένταυροι ήταν ευγενέστατοι μ’ εκείνον τον τρόπο τους το γεμάτο σοβαρότητα, χάρη και ωριμότητα. Καθώς ορμούσαν μέσα στα δάση της Νάρνια, δίχως να στρέφουν τα κεφάλια, μιλούσαν στα παιδιά για τις ιδιότητες που έχουν τα βότανα και οι ρίζες, για την επίδραση των πλανητών, για τα εννέα ονόματα του Ασλάν και το νόημα που έχουν, και διάφορα τέτοια. Όσα και να τράβηξαν τα δυο παιδιά απ’ τον πόνο και το τράνταγμα, και τι δε θα ’διναν τώρα να ξανακάνουν εκείνο το ταξίδι: να ξαναδούν εκείνα τα ξέφωτα και τις πλαγιές που αστραποβολούσαν από το χιόνι της προηγούμενης νύχτας, ν’ ανταμώσουν σκίουρους και λαγούς και πουλιά που τα καλημέριζαν, ν’ ανασάνουν πάλι τον αέρα της Νάρνια και ν’ αφουγκραστούν τη φωνή των δέντρων της Νάρνια.

Έφτασαν κάτω στο ποτάμι που κύλαγε αστραφτερό και γαλάζιο στη χειμωνιάτικη λιακάδα, πολύ πιο κάτω από το τελευταίο γιοφύρι (που ’ναι χτισμένο στη Βερούνα, την ήσυχη, μικρή πολιτεία με τις κόκκινες στέγες). Στο πέραμα ανεβήκαν πάνω στο σλέπι· τους πέρασε αντίκρυ ένας περατάρης, καλύτερα να πω ένας περατάρης-ψηλολέλεκας, γιατί στη Νάρνια κάθε δουλειά που έχει σχέση με νερά και ψάρια γίνεται από τους Ψηλολέλεκες των Βάλτων. Σαν περάσαν το ποτάμι, πήραν το δρόμο που κατεβαίνει παράλληλα με το ποτάμι και τους έβγαλε ακριβώς στο Κάιρ Πάραβελ. Τη στιγμή ακριβώς που φτάναν, ξανάδαν εκείνο το λαμπερό πλοίο που είχανε δει την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους στη Νάρνια. Ανέβαινε το ποτάμι γλιστρώντας πάνω στο νερό σαν πελώριο πουλί. Για μια ακόμη φορά, οι αυλικοί όλοι ήταν μαζεμένοι στο γρασίδι που απλώνεται ανάμεσα στο κάστρο και στο μόλο, περιμένοντας να καλωσορίσουν το Βασιλιά Κασπιανό που ξαναγύριζε στη γη του. Ο Ριλιανός, που είχε βγάλει τα μαύρα του τα ρούχα και τώρα φορούσε πορφυρό μανδύα πάνω από ασημένια πανοπλία, στεκόταν στην άκρη του μόλου, με το κεφάλι ξέσκεπο, έτοιμος να υποδεχτεί τον πατέρα του· κι ο Νάνος Τράμπκιν καθόταν δίπλα του στο μικρό θρόνο που έσερνε ο γαϊδαράκος. Τα παιδιά βλέπανε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρουν να πλησιάσουν τον Πρίγκιπα, διασχίζοντας όλο αυτό το πλήθος, και, όπως και να το κάνουμε, τώρα ένιωθαν και κάποια συστολή. Έτσι λοιπόν ρώτησαν τους Κένταυρους αν θα μπορούσαν να κάτσουν λίγο ακόμα στην πλάτη τους για να βλέπουν καλύτερα πάνω από τα κεφάλια των αυλικών. Και οι Κένταυροι δεν το αρνήθηκαν.

Από το κατάστρωμα του πλοίου ήχησαν οι ασημένιες σάλπιγγες· Ποντικοί (Ποντικοί που Μιλάνε φυσικά) και Βαλτο-Ψηλολέλεκες δώσαν στα γρήγορα ένα σάλτο στη στεριά και το πλεούμενο άραξε. Μουσικοί που ήταν κρυμμένοι κάπου ανάμεσα στο πλήθος, άρχισαν να παίζουν ένα σοβαρό, θριαμβικό, σκοπό. Μόλις το γαλιόνι του Βασιλιά πλεύρισε, τα Ποντίκια στήριξαν πάνω του το μαδέρι.

Η Τζιλ περίμενε πότε θα κατέβει ο Βασιλιάς. Ωστόσο, έμοιαζε να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ένας κάτωχρος Ιππότης βγήκε στη στεριά και γονάτισε μπροστά στον Πρίγκιπα και στον Τράμπκιν. Για λίγα λεπτά, κι οι τρεις κόλλησαν τα κεφάλια κοντά το ’να στ’ άλλο και πιάσαν να μιλάνε, αλλά κανένας δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι λέγαν. Η μουσική συνέχισε να παίζει· ωστόσο ένιωθες πως όλοι είχαν αρχίσει ν’ ανησυχούν. Ύστερα στο κατάστρωμα πάνω φάνηκαν τέσσερις Ιππότες που κρατούσαν κάτι και πήγαιναν αργά αργά. Όταν άρχισαν να κατεβαίνουν το μαδέρι, φάνηκε ξεκάθαρα τι κρατούσαν: το γερο-Βασιλιά, κάτωχρο κι ασάλευτο, πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Το ακούμπησαν κάτω. Ο Πρίγκιπας γονάτισε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Είδαν το Βασιλιά Κασπιανό που σήκωσε το χέρι για να ευλογήσει το γιο του. Κι όλοι ζητωκραύγασαν, αλλά με μισή καρδιά, γιατί όλοι ένιωθαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε ξαφνικά το κεφάλι του Βασιλιά έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, η μουσική σταμάτησε κι έπεσε νεκρική σιγή. Ο Πρίγκιπας, γονατισμένος ακόμα δίπλα στο Βασιλιά, έριξε το κεφάλι πάνω στο κρεβάτι κι άρχισε να κλαίει.

Αμέσως ψίθυροι παντού και σούρτα φέρτα. Τότε η Τζιλ πρόσεξε ότι όλοι όσοι φορούσαν καπέλα, σκούφους, περικεφαλαίες ή κουκούλες τα έβγαλαν – το ίδιο κι ο Ευστάθιος. Ύστερα άκουσε να ’ρχεται από το κάστρο ένας θόρυβος σαν θρόισμα, σαν φτεροκόπημα· όταν γύρισε το κεφάλι της κατά κει είδε ότι είχαν κατεβάσει μεσίστιο το μεγάλο λάβαρο με το σήμα του χρυσαφένιου Λιονταριού. Κι ύστερα, αργά, σπαραχτικά, με τα έγχορδα και τα πνευστά να θρηνούν απαρηγόρητα, η μουσική ξανάρχισε: τούτη τη φορά μια μελωδία που σου ράγιζε την καρδιά.

Τα δυο παιδιά κατέβηκαν από την πλάτη των Κένταυρων (που ούτε που τους πήραν είδηση).

«Πόσο θα ’θελα να ’μουνα στο σπιτάκι μου!» είπε η Τζιλ.

Ο Ευστάθιος κούνησε το κεφάλι του, δεν είπε λέξη, μόνο δάγκωσε τα χείλη του.

«Ήρθα!» αντήχησε μια βαθιά φωνή πίσω τους. Γύρισαν κι είδαν το Λιοντάρι το ίδιο, τόσο λαμπερό κι αληθινό και δυνατό καθετί που δίπλα του άλλο στη στιγμή ξεθώριασε κι έσβησε. Και σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο κρατάει μια ανάσα, η Τζιλ είχε κιόλας ξεχάσει το νεκρό Βασιλιά της Νάρνια και το μόνο που της ερχόταν στο νου ήταν ότι ο Ευστάθιος είχε πέσει από το βράχο εκείνο από δικό της φταίξιμο, πως είχε βάλει το χεράκι της για να γίνουν μαντάρα όλα τα σημάδια, κι ακόμα της ήρθαν στο νου όλοι οι τσακωμοί και οι καβγάδες τους. Και ήθελε να πει «Συγγνώμη», μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Τότε το Λιοντάρι με το βλέμμα του τράβηξε τα δυο παιδιά κοντά του κι έσκυψε και με τη γλώσσα του άγγιξε τα χλομά τους πρόσωπα και είπε:

«Μην σκέφτεστε τίποτε άλλο πια. Δε θα σας ξαναμαλώσω. Τη δουλειά για την οποία σας έστειλα στη Νάρνια την κάνατε.»

«Σε παρακαλούμε, Ασλάν» είπε η Τζιλ, «μπορούμε τώρα να πάμε στα σπίτια μας;»

«Μα γι’ αυτό ήρθα. Για να σας πάω στα σπίτια σας» είπε ο Ασλάν. Κι ύστερα άνοιξε ένα πελώριο στόμα και φύσηξε. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είχαν την αίσθηση ότι πετούσαν στον αέρα: αντίθετα, τους φάνηκε ότι αυτοί έμειναν ασάλευτοι κι ότι η άγρια ανάσα του Ασλάν έδιωξε μακριά το πλοιάριο και το νεκρό Βασιλιά και το κάστρο και το χιόνι και το χειμωνιάτικο ουρανό. Γιατί όλα αυτά πέταξαν μακριά, στον αέρα, ίδια δαχτυλίδια καπνού, και ξαφνικά βρέθηκαν να στέκονται στη λαμπερή λιακάδα, κατακαλόκαιρο, πάνω στην απαλή χλόη, ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, και δίπλα σ’ ένα δροσερό, κελαρυστό ρυάκι. Μετά διαπίστωσαν πως για μια ακόμα φορά βρίσκονταν πάνω στο Βουνό του Ασλάν, πιο ψηλά και πιο μακριά από το τέλος εκείνου του κόσμου όπου απλώνεται η Νάρνια. Όμως πράγμα παράξενο, η θρηνητική μελωδία για το Βασιλιά Κασπιανό συνεχιζόταν αν και κανείς τους δεν καταλάβαινε από πού ερχόταν. Περπατούσαν δίπλα στο ποταμάκι με το Λιοντάρι μπροστά τους: κι εκείνο ήταν τόσο όμορφο κι η μουσική τόσο θλιμμένη που η Τζιλ δεν ήξερε τι από τα δυο γέμισε με δάκρυα τα μάτια της.

Κάποια στιγμή ο Ασλάν σταμάτησε και τα παιδιά κοίταξαν μέσα στο ποταμάκι. Κι εκεί, πάνω στα χρυσαφένια βότσαλα στην κοίτη του ποταμού, είδαν να κείτεται ο Βασιλιάς Κασπιανός, με το νερό να κυλάει από πάνω του και να τον σκεπάζει σαν υδάτινο γυαλί. Η μακριά λευκή γενειάδα του κυμάτιζε μέσα στο νερό σαν μακρύ φύκι. Σταμάτησαν κι οι τρεις κι έκλαψαν. Ακόμη και το Λιοντάρι έκλαψε: κόμποι μεγάλοι Λιονταρίσια δάκρυα, κάθε δάκρυ πιο πολύτιμο κι από ολάκερη τη Γη αν ήταν ένα μοναδικό στέρεο διαμάντι. Και η Τζιλ πρόσεξε ότι ο Ευστάθιος δεν έμοιαζε ούτε με μικρό παιδί που κλαψουρίζει, ούτε με κάποιο αγόρι που ’χει βάλει τα κλάματα και πάσχιζε να το κρύψει, αλλά με ώριμο άντρα που έκλαιγε. Τουλάχιστον, κάπως έτσι το καταλάβαινε: όμως πραγματικά, απ’ ό,τι έλεγε αργότερα, οι άνθρωποι σ’ εκείνο το βουνό δε φαίνονταν να έχουν κάποια συγκεκριμμένη ηλικία.

«Γιε του Αδάμ» είπε ο Ασλάν, «πήγαινε μέσα σ’ εκείνο το σύδεντρο και κόψε το αγκάθι που θα βρεις εκεί και φέρ’ το μου».

Ο Ευστάθιος υπάκουσε. Το αγκάθι ήταν κάπου τριάντα πόντους μακρύ και μυτερό σαν την άκρη σπαθιού.

«Χώσ’ το μέσα στην πατούσα μου, γιε του Αδάμ» είπε ο Ασλάν σηκώνοντας την μπροστινή δεξιά του πατούσα και τεντώνοντας την κατά τον Ευστάθιο.

«Πρέπει να το κάνω;» είπε ο Ευστάθιος.

«Ναι» απάντησε ο Ασλάν.

Τότε ο Ευστάθιος έσφιξε τα δόντια του κι έχωσε το αγκάθι μέσα στην πατούσα του Λιονταριού. Κι από κει έσταξε μια μεγάλη σταγόνα αίμα, πιο κόκκινη από κάθε τι κόκκινο που έχετε δει ποτέ ή φανταστεί. Και πιτσίλισε το νερό στο σημείο που βρισκόταν το νεκρό σώμα του Βασιλιά. Την ίδια στιγμή η θλιμμένη μουσική σταμάτησε. Και κάτι άρχισε ν’ αλλάζει στον πεθαμένο Βασιλιά. Η λευκή του γενειάδα έγινε γκρίζα, κι ύστερα κίτρινη, και κόντυνε ώσπου χάθηκε ολότελα: και τα σκαμμένα του μάγουλα στρογγύλεψαν και πήραν χρώμα και οι ρυτίδες του έγιναν απαλότερες, και τα μάτια του άνοιξαν, και μάτια και χείλη γέλασαν, και ξάφνου έδωσε έναν πήδο και στάθηκε μπροστά τους – ένας νιος, ένα αγόρι. (Μα η Τζιλ δεν μπορούσε να πει τι από τα δυο, γιατί, όπως ξανάπα, οι άνθρωποι στη χώρα του Ασλάν δεν έχουν συγκεκριμμένη ηλικία. Βέβαια ακόμα και στο δικό μας κόσμο συμβαίνει να βλέπεις πολύ χαζά παιδιά να συμπεριφέρονται σαν να ’ταν πιο μικρά και πολύ χαζούς ενήλικες σαν να ’ταν πιο μεγάλοι.) Ο Βασιλιάς λοιπόν έτρεξε κατά τον Ασλάν και τύλιξε τα δυο του χέρια γύρω από τον τεράστιο λαιμό του Ασλάν, μέχρι εκεί που φτάναν φυσικά: κι έσκασε κάτι δυνατά, βασιλικά φιλιά στον Ασλάν, κι ο Ασλάν του έδωσε άγρια Λιονταρίσια φιλιά.

Ύστερα ο Κασπιανός γύρισε κατά τα παιδιά. Ξέσπασε σε γέλια γεμάτος έκπληξη και χαρά.

«Τι βλέπω! Ο Ευστάθιος!» είπε. «Ευστάθιε! Να λοιπόν που τελικά έφτασες στο τέρμα του κόσμου. Τι απόγινε το δεύτερο καλύτερό μου σπαθί που το έσπασες πάνω στο θαλασσινό φίδι;»

Ο Ευστάθιος έκανε ένα βήμα προς το μέρος του με τα δυο του χέρια τεντωμένα, μα ύστερα έκανε πίσω με μια κάπως σαστισμένη έκφραση.

«Μα καλά, τι συμβαίνει;» τραύλισε. «Όλα αυτά είναι υπέροχα. Μα δεν είσαι; – θέλω να πω – δεν ήσουνα;»

«Έλα, άσε τις κουταμάρες τώρα» είπε ο Κασπιανός.

«Μα» είπε ο Ευστάθιος κοιτάζοντας τον Ασλάν. «Καλά, δηλαδή, δεν – εε – δεν πέθανε;»

«Βεβαίως» είπε το Λιοντάρι με μια πολύ ήσυχη φωνή, σχεδόν γελώντας (έτσι της φάνηκε της Τζιλ). «Πέθανε. Πολλοί άνθρωποι, καθώς ξέρεις, πεθαίνουν. Ακόμα κι εγώ. Είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν πεθαίνουν.»

«Α» είπε ο Κασπιανός. «Καταλαβαίνω τι σε απασχολεί. Πιστεύεις ότι είμαι φάντασμα ή κάτι ακατανόητο. Μα δεν το βλέπεις λοιπόν; Θα ήμουνα φάντασμα μοναχά αν εμφανιζόμουνα τώρα δα στη Νάρνια· γιατί δεν ανήκω πλέον εκεί. Δεν μπορείς όμως να είσαι φάντασμα στην ίδια σου τη χώρα. Θα μπορούσα να εμφανιστώ σαν φάντασμα αν ερχόμουνα στον κόσμο το δικό σου. Τι να πω κι εγώ. Φαντάζομαι ότι ούτε και δικός σου είναι μια και τώρα βρίσκεσαι εδώ πέρα.»

Μια μεγάλη ελπίδα άναψε στις καρδιές των παιδιών. Όμως ο Ασλάν κούνησε το δασύτριχο κεφάλι του. «Όχι, αγαπημένα μου παιδιά. Σαν ξανασμίξουμε εδώ, θα είναι γιατί ήρθατε να μείνετε. Όμως τώρα όχι. Πρέπει να ξαναπάτε πίσω στον κόσμο τον δικό σας για λίγο.»

«Κύριε» είπε ο Κασπιανός, «είχα πάντα την επιθυμία να ρίξω μια ματιά στον δικό τους κόσμο. Είναι λάθος μου;»

«Δεν μπορείς να επιθυμείς λάθος πράγματα πια, γιε μου, εφόσον έχεις πεθάνει» είπε ο Ασλάν. «Και θα μπορέσεις να τον δεις τον κόσμο τους – για πέντε λεπτά του δικού τους χρόνου. Δε θα σου πάρει και περισσότερο χρόνο για να βάλεις κάποια τάξη εκεί.» Ύστερα ο Ασλάν εξήγησε στον Κασπιανό πώς ήταν ο κόσμος της Τζιλ και του Ευστάθιου όπου θα επέστρεφαν καθώς επίσης και όλα τα σχετικά με την Πειραματική Σχολή· φαινόταν να ξέρει όλα όσα ξέραν κι αυτοί.

«Κόρη μου» είπε ο Ασλάν στην Τζιλ. «Τράβα μια βέργα από κείνο το θάμνο και μάδησέ τη». Το έκανε κι αμέσως βρέθηκε να βαστάει στο χέρι της ένα όμορφο, καινούριο μαστίγιο.

«Τώρα, τέκνα του Αδάμ, βγάλτε τα σπαθιά από το θηκάρι» είπε ο Ασλάν. «Αλλά να χρησιμοποιήσετε μοναχά την πλευρά που δεν κόβει γιατί σας στέλνω ν’ αντιμετωπίσετε παιδιά και θρασίμια· όχι πολεμιστές.»

«Θα έρθεις μαζί μας, Ασλάν;» ρώτησε η Τζιλ.

«Θα δουν μοναχά την πλάτη μου» είπε ο Ασλάν.

Τους οδήγησε γρήγορα μέσα από το δάσος και πριν καλά καλά κάνουν μερικά βήματα, μπροστά τους είδαν να ορθώνεται ο μαντρότοιχος της Πειραματικής Σχολής. Τότε ο Ασλάν βρυχήθηκε με τόση δύναμη που τραντάχτηκε ο ήλιος πάνω στον ουρανό και καμιά δεκαριά μέτρα της μάντρας κατέρρευσαν μπροστά τους. Κοίταξαν μέσα από το κενό και είδαν κάτω χαμηλά τις πρασινάδες του σχολείου και την οροφή του γυμναστηρίου, όλα κάτω από τον ίδιο εκείνο μουντό φθινοπωρινό ουρανό που είχαν δει και πριν αρχίσουν οι περιπέτειές τους. Ο Ασλάν γύρισε το κεφάλι κατά την Τζιλ και τον Ευστάθιο και τους χάιδεψε με την ανάσα του και άγγιξε το μέτωπό τους με τη γλώσσα του. Ύστερα θρονιάστηκε στο κενό που είχε κάνει στο μαντρότοιχο γυρνώντας τη χρυσαφιά του πλάτη κατά την Αγγλία και το μεγαλόπρεπο πρόσωπό του κατά τις χώρες τις δικές του. Το ίδιο λεπτό η Τζιλ είδε όλους εκείνους τους τύπους που τους ήξερε από την καλή να τρέχουν κατά τη μεριά τους ανάμεσα στα δαφνόδεντρα. Οι πιο πολλοί της συμμορίας ήταν εκεί – η Αδέλα Πενιφάδερ κι ο Χολμόντελι Μέιτζορ, η Έντιθ Γουίντερμπλοτ, ο Σπότι Σόρνερ, το θηρίο ο Μπάνιστερ, και τα δυο αντιπαθέστατα δίδυμα, οι Γκάρετ. Ξαφνικά όμως μείναν όλοι τους κοκαλωμένοι. Τα πρόσωπά τους πήραν άλλη όψη κι όλη εκείνη η μοχθηρία, η προκλητικότητα, η βιαιότητα, και η ξιπασιά θαρρείς και κάναν φτερά και τώρα είχαν μια μοναδική έκφραση: τον τρόμο. Γιατί είδαν να ’χει πέσει ο τοίχος και στη θέση του να κάθεται ένα λιοντάρι τόσο μεγάλο όσο ένας μικρός ελέφαντας, και τρεις οπλισμένες σιλουέτες με ρούχα γυαλιστερά να ορμούν καταπάνω τους. Γιατί, έχοντας μέσα τους τη δύναμη που τους πέρασε ο Ασλάν, η μεν Τζιλ έφερνε βόλτα με μεγάλη μαστοριά το μαστίγιό της και συγύριζε τα κορίτσια, ο δε Κασπιανός κι ο Ευστάθιος, με την πλατιά μεριά του σπαθιού τους, κοπανούσαν τ’ αγόρια τόσο αποτελεσματικά, που μέσα σε δυο λεπτά, όλοι αυτοί που κάναν τον παλικαρά τρέχαν σαν τρελοί, και τους γδερνόταν το λαρύγγι απ’ τις φωνές: «Δολοφόνοι! Φασίστες! Λιοντάρια! Αυτό είναι άδικο». Και τότε κατέφθασε τρεχάτη και η κεφαλή του σχολείου (που, με την ευκαιρία, σας λέω πως ήταν γυναίκα), για να δει τι συνέβαινε. Και μόλις είδε το λιοντάρι και τον γκρεμισμένο τοίχο και τον Κασπιανό και την Τζιλ και τον Ευστάθιο (ούτε που τους αναγνώρισε αυτούς τους δυο) την έπιασε υστερία· γύρισε αμέσως σαν βολίδα πίσω στη σχολή και βάλθηκε να τηλεφωνάει στην αστυνομία και να τους αραδιάζει ιστορίες για κάποιο λιοντάρι που το ’χε σκάσει από κάποιο τσίρκο, και για κάτι δραπέτες κατάδικους που γκρέμισαν τους τοίχους του σχολείου και κρατούσαν σπαθιά στα χέρια τους. Μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, η Τζιλ κι ο Ευστάθιος γλίστρησαν ήσυχα ήσυχα μέσα κι άλλαξαν τα λαμπερά τους ρούχα και φόρεσαν τα συνηθισμένα τους κι ο Κασπιανός ξαναγύρισε πίσω στο δικό του κόσμο. Κι ο τοίχος, με μια λέξη του Ασλάν, ξανάγινε όπως ήταν πριν. Όταν έφτασε το περιπολικό κι οι αστυνόμοι δεν είδαν πουθενά, ούτε λιοντάρι ούτε γκρεμισμένο τοίχο, ούτε κατάδικους, μόνο βρήκαν τη Διευθύντρια να ωρύεται σαν παρανοϊκή, έκαναν μια έρευνα για να βρουν άκρη. Όσο γινόταν η έρευνα βγήκαν στη φόρα ένα σωρό πράματα για την Πειραματική Σχολή και με την ευκαιρία, καμιά δεκαριά από κει μέσα φάγανε φύσημα. Μετά από αυτό το επεισόδιο, οι φίλοι της Διευθύντριας είδαν ότι δεν είχε χαΐρι ως Διευθύντρια, κι έτσι την κάνανε Επιθεωρήτρια για να χώνει τη μύτη της στη δουλειά των άλλων Διευθυντών. Κι όταν είδαν κι απόειδαν ότι και σ’ αυτό το πόστο δεν έκανε δουλειά της προκοπής, τη στείλανε στο Κοινοβούλιο κι έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.

Κάποιο βράδυ, ο Ευστάθιος έθαψε τα ωραία του ρούχα στα κρυφά στον κήπο του σχολείου, αλλά η Τζιλ τα δικά της τα παράχωσε κάπου μέσα στο σπίτι της και τα φόρεσε σ’ έναν αποκριάτικο χορό. Κι από κείνη τη μέρα κι ύστερα πολλά πράματα άλλαξαν προς το καλύτερο στην Πειραματική Σχολή, που έγινε ένα εξαιρετικό σχολείο. Από τότε, η Τζιλ κι ο Ευστάθιος γίνανε φιλαράκια.

Όμως για να ξαναγυρίσουμε στη Νάρνια, ο Βασιλιάς Ριλιανός έθαψε τον πατέρα του, τον Κασπιανό τον Ποντοπόρο, το Δέκατο μ’ αυτό το όνομα, και τον πένθησε. Ο ίδιος ο Ριλιανός βασίλεψε στη Νάρνια συνετά κι η χώρα γνώρισε ευτυχισμένες μέρες κατά τη βασιλεία του, αν κι ο Λασπομούρμουρος (που μέσα σε τρεις μέρες το πόδι του τού το ’φτιαξαν καινούριο) έλεγε και ξανάλεγε ότι τα λαμπερά πρωινά φέρνουνε βροχερά απομεσήμερα κι ότι δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι οι καλοσύνες κρατάνε για πάντα. Το άνοιγμα στην πλαγιά του λόφου έμεινε κενό, και συχνά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, οι Ναρνιανοί πηγαίνουν εκεί με πλεούμενα και φανούς και κατεβαίνουν στη δροσερή υπόγεια θάλασσα και τραγουδώντας αρμενίζουν πέρα δώθε. Κι έχουν να λένε ιστορίες για πολιτείες που βρίσκονται πολλές οργιές πιο κάτω, στα σπλάχνα της γης. Αν ποτέ αξιωθείτε να βρεθείτε κι εσείς στη Νάρνια, μην το ξεχάσετε: ρίξτε μια ματιά σ’ αυτές τις σπηλιές.

Загрузка...