Η Τζιλ είχε αποκοιμηθεί. Από την έναρξη ακόμα της συνεδρίασης εκείνη δεν κρατιόταν από το χασμουρητό και τώρα την είχε πια πάρει ο ύπνος για τα καλά. Φυσικά, δε χάρηκε διόλου όταν την ξύπνησαν ούτε κι όταν διαπίστωσε ότι ήταν ξαπλωμένη πάνω σε γυμνές σανίδες σε τούτο δω το θεοσκότεινο μέρος που θύμιζε καμπαναριό κι ήταν φίσκα στη σκόνη και στις κουκουβάγιες. Χάρηκε ακόμα λιγότερο όταν άκουσε ότι έπρεπε να ξεκινήσουν για κάπου αλλού – κατά τα φαινόμενα όχι για κανένα κρεβάτι – καβάλα σε μια Κουκουβάγια.
«Άντε, μωρέ Πόουλ, κουνήσου!» ακούστηκε ο Ευστάθιος. «Επιτέλους, εδώ πρόκειται να ζήσουμε μια περιπέτεια.»
«Έχω μπαφιάσει με τις περιπέτειες» είπε τσατισμένη η Τζιλ.
Ωστόσο, συμβιβάστηκε με τη σκέψη να σκαρφαλώσει στην πλάτη της Θαμποφτερούς, όπου και ξύπνησε ολότελα (για λίγο) από το απροσδόκητο κρύο αεράκι, καθώς η κουκουβάγια πετούσε μέσα στη νύχτα. Το φεγγάρι είχε χαθεί και στον ουρανό δεν υπήρχαν αστέρια. Πίσω της, μακριά, φαινόταν ένα μοναδικό παράθυρο φωτισμένο αρκετά πιο ψηλά από το έδαφος· σίγουρα, σε κάποιον από τους πύργους του Κάιρ Πάραβελ. Και τι δε θα ’δινε να ’ταν πίσω σ’ εκείνη την υπέροχη κρεβατοκάμαρα, και να χουζουρεύει στο κρεβάτι κοιτώντας το αντιφέγγισμα της φωτιάς πάνω στους τοίχους. Έχωσε τα χέρια κάτω από την κάπα της και την τράβηξε σφιχτά στο κορμί της. Έμοιαζε απόκοσμο ν’ ακούς μέσα στο σκοτάδι δυο φωνές, που το αεράκι έφερνε από κάποια απόσταση· ο Ευστάθιος κι η κουκουβάγια του κουβεντιάζαν. «Μωρέ, χαρά στο κέφι του» είπε μέσα της η Τζιλ. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Ευστάθιος είχε ξαναζήσει μεγάλες περιπέτειες σ’ εκείνο τον κόσμο κι ότι ο αέρας της Νάρνια του ξανάδινε μια δύναμη που την είχε ξανανιώσει τότε που είχαν σαλπάρει για τ’ Ανατολικά Πέλαγα με το Βασιλιά Κασπιανό.
Η Τζιλ κάθε τόσο τσιμπιόταν για να κρατιέται ξυπνητή, γιατί ήξερε ότι έτσι και λαγοκοιμόταν στην πλάτη τής Θαμποφτερούς το πιθανότερο ήταν να γκρεμοτσακιστεί. Όταν πια τερμάτισαν την πτήση τους οι δυο κουκουβάγιες, η Τζιλ ξεκαβαλίκεψε από την πλάτη της Θαμποφτερούς, ολότελα πιασμένη, και είδε ότι πάταγε σε ίσιωμα. Φυσούσε παγωμένος αέρας και απ’ ό,τι φαινόταν ο τόπος αυτός ήταν άδεντρος. «Κουκουβάου, κουκουβού. Πού ’σαι, Λασπομούρμουρε, πού; Ξύπνα. Εντολή από το Λιοντάρι.»
Για πολλή ώρα δεν ακούστηκε καμιά απόκριση. Ύστερα, από αρκετά μακριά, φάνηκε να κοντοζυγώνει κάποιο αχνό φως. Μαζί του και κάποια φωνή.
«Κουκουβάγιες εν όψει!» είπε η φωνή. «Τι τρέχει; Πέθανε ο Βασιλιάς; Ή μπας κι έχουμε απόβαση του εχθρού στη Νάρνια; Καμιά πλημμύρα μήπως; Ή τίποτε δράκοι;»
Όταν το φως έφτασε πια κοντά τους, είδαν ότι έβγαινε από ένα μεγάλο φανάρι. Η Τζιλ δεν μπορούσε να δει καθαρά αυτόν που το κρατούσε. Το μόνο που ξεχώριζε απ’ αυτόν ήταν χέρια και πόδια. Οι κουκουβάγιες του μίλησαν, του εξήγησαν τα πάντα, αλλά η κούραση δεν την άφηνε ν’ ακούσει. Έκανε τ’ αδύνατα δυνατά για να κρατηθεί ξύπνια όταν αντιλήφθηκε ότι την αποχαιρετούσαν. Αλλά κι αργότερα δεν μπόρεσε να ξεκαθαρίσει στο μυαλό της τίποτε άλλο παρά ότι, κάποια στιγμή, αυτή κι ο Ευστάθιος χρειάστηκε να καμπουριάσουν για να περάσουν μια χαμηλή πόρτα κι ύστερα (Δόξα τω Θεώ!) βρέθηκαν ξαπλωμένοι σε κάτι μαλακό και ζεστό, ενώ μια φωνή τους έλεγε:
«Ορίστε. Το καλύτερο που μπορούμε να σας προσφέρουμε. Θα ξαπλώσετε βέβαια στα κρύα και στα σκληρά. Και στα βρεμένα, όσο γι’ αυτό, δε θέλει ρώτημα. Δεν το βλέπω να κλείνετε βλέφαρο· ακόμα κι αν δεν έχουμε καμιά καταιγίδα ή πλημμύρα, ή δεν πέσει η σκηνή πάνω μας να μας καταπλακώσει, όπως το συνηθίζει. Πρέπει να βολευτούμε όπως όπως…» αλλά, πριν αποτελειώσει η φωνή αυτό που έλεγε, η Τζιλ κοιμόταν κιόλας βαθιά.
Όταν ξύπνησαν τα παιδιά αργούτσικα το επόμενο πρωί είδαν ότι ήταν ξαπλωμένα σε στεγνά και ζεστά αχυροστρώματα σ’ ένα σκοτεινό χώρο. Το φως έμπαινε από ένα τριγωνικό άνοιγμα.
«Πού στο καλό είμαστε;» είπε η Τζιλ.
«Στη σκηνή ενός Βαλτο-Ψηλολέλεκα» είπε ο Ευστάθιος.
«Ενός ποιανού;»
«Ενός Βαλτο-Ψηλολέλεκα. Μη με ρωτάς τώρα για τι πλάσμα πρόκειται. Σάμπως το καλοείδα χτες βράδυ; Εγώ σηκώνομαι. Πάμε να το βρούμε.»
«Τι απαίσια που νιώθεις όταν έχεις κοιμηθεί με τα ρούχα σου!» είπε η Τζιλ και κάθισε στο στρώμα.
«Εγώ πάλι ότι σκεφτόμουνα τι ωραία που είναι όταν δεν είσαι αναγκασμένος να ντυθείς» είπε ο Ευστάθιος.
«Ή να πλυθείς, φαντάζομαι» είπε η Τζιλ υποτιμητικά. Όμως ο Ευστάθιος ήταν κιόλας όρθιος· χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, και βγήκε έξω από το σκηνή. Η Τζιλ τον μιμήθηκε.
Αυτό που αντίκρισαν έξω δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη Νάρνια που είχαν δει την προηγούμενη μέρα. Βρίσκονταν σε μια περιοχή απέραντη κι επίπεδη, κατακερματισμένη σε αναρίθμητα νησάκια τριγυρισμένα από αναρίθμητα κανάλια. Τα νησιά ήταν σκεπασμένα με αγριόχορτο και στις άκρες τους φύτρωναν καλάμια και βούρλα. Πού και πού έβλεπες πρασιές από βούρλα που φτάναν κοντά τα τέσσερα στρέμματα. Σμήνη πουλιών ξαπόσταιναν όλη ώρα πάνω στα βούρλα για να ξαναπετάξουν σε λίγο – πάπιες, βαλτομπεκάτσες, νυχτοκόρακες, ερωδιοί. Τόπους τόπους έβλεπες να ξεπετάγονται πολλές σκηνές σαν εκείνη που πέρασαν τη νύχτα, αλλά σε αρκετή απόσταση η μια από την άλλη· κι αυτό γιατί οι Βαλτο-Ψηλολέλεκες αγαπούν τη μοναξιά. Αν εξαιρέσει κανείς το δάσος που φαινόταν στα νοτιοδυτικά, δεν υπήρχε δέντρο τριγύρω ούτε για δείγμα. Στ’ ανατολικά, τα βαλτοτόπια καταλήγανε σε χαμηλούς αμμόλοφους που διακρίνονταν στον ορίζοντα. Ο άνεμος που φυσούσε από κείνη τη μεριά έφερνε μια γεύση αλμύρας, ένδειξη πως εκεί ήταν η θάλασσα. Στα βόρεια, φαίνονταν λόφοι χαμηλοί με χρώματα απαλά και κατά τόπους βράχια που υψώνονταν σαν φρούρια. Ό,τι απόμενε ήταν ένα πλάτωμα από βάλτους. Ένα τοπίο που κάποιο βροχερό απόβραδο θα το ’λεγες καταθλιπτικό. Όμως κάτω από τον πρωινό ήλιο, μ’ ένα δροσερό αεράκι να φυσάει και να γεμίζει από φωνές πουλιών, υπήρχε κάτι θεσπέσιο και δροσερό και καθάριο σ’ αυτό το μοναχικό τοπίο. Τα παιδιά ένιωσαν να ξαναβρίσκουν το κέφι τους.
«Πού στο καλό έχει πάει ο απαυτούλης ήθελα να ’ξερα» είπε η Τζιλ.
«Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας» είπε ο Ευστάθιος με μια δόση περηφάνιας που ήξερε τη λέξη. «Φαντάζομαι πως –Γεια χαρά! – αυτός θα ’ναι». Την ίδια στιγμή τον είδαν κι οι δυο καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, να κάθεται με την πλάτη γυρισμένη και να ψαρεύει. Δεν μπόρεσαν να τον ξεχωρίσουν νωρίτερα, γιατί το χρώμα των ρούχων του δεν ήταν διαφορετικό από των βάλτων και γιατί καθόταν τόσο ασάλευτος.
«Μου φαίνεται ότι πρέπει να πάμε εμείς να του μιλήσουμε» είπε η Τζιλ. Ο Ευστάθιος συμφώνησε. Ένιωθαν κι οι δυο τους κάποια νευρικότητα.
Καθώς πλησίαζαν, αυτός γύρισε το κεφάλι και μπροστά τους είδαν ένα πλάσμα με μακρουλό, αδύνατο πρόσωπο, με μάγουλα βαθουλωτά, στόμα σφιχτά κλεισμένο, σουβλερή μύτη, δίχως γένι. Φορούσε ένα τεράστιο πλατύγυρο καπέλο, που στην κορυφή του πέταγε μια μύτη σαν βέλος, απ’ αυτά που ’χουν τα καμπαναριά. Τα μαλλιά του, αν μπορεί κανείς να τα πει έτσι, χρώμα γκριζοπράσινο, κρέμονταν πάνω από τις τεράστιες αυτάρες του, και κάθε τούφα – πιο κοντά σε πράσο παρά σε μπούκλα – ήταν τόσο ίσια, που έμοιαζε με μάτσο από μικροσκοπικά βούρλα. Είχε έκφραση σοβαρή, επιδερμίδα λασπερή και δεν ήθελες και πολύ για να καταλάβεις ότι στη ζωή τα ’βλεπε όλα μαύρα.
«Καλή σας μέρα, ξένοι!» είπε. «Εγώ βέβαια μπορεί να λέω καλή, αλλά αυτό δεν πάει να πει πως αποκλείεται να το γυρίσει σε βροχή ή ακόμα και σε χιόνι, ή ομίχλη ή καταιγίδα. Δε θα κλείσατε μάτι, δε θέλει ρώτημα.»
«Κι όμως κλείσαμε» είπε η Τζιλ. «Περάσαμε ένα θαυμάσιο βράδυ.»
«Α, έτσι» έκανε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας κουνώντας το κεφάλι του. «Βλέπω ότι προσαρμόζεστε και στις χειρότερες συνθήκες. Μπράβο. Σας έχουν δώσει καλή ανατροφή, φως φανάρι. Σας έχουν διδάξει να βλέπετε την καλή πλευρά σε κάθε πράγμα.»
«Παρακαλώ, δεν ξέρουμε το όνομά σας» είπε ο Ευστάθιος.
«Ονομάζομαι Λασπομούρμουρος. Αλλά δεν πειράζει καθόλου αν το ξεχάσετε. Κι εγώ τι κάνω; Γι’ αυτό είμαι εδώ για να σας το ξαναθυμίζω.»
Τα δυο παιδιά κάθισαν μ’ αυτόν ανάμεσά τους. Τώρα παρατηρούσαν ότι είχε πολύ μακριά πόδια και χέρια, κι ενώ ο κορμός του δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από ενός νάνου, ωστόσο, όρθιος, θα πρέπει να ήταν ψηλότερος από πολλούς ανθρώπους. Τα δάχτυλα των χεριών του ήταν ενωμένα με μεμβράνη σαν του βάτραχου, το ίδιο και τα γυμνά του πόδια που τα κουνούσε πέρα δώθε μέσα στα λασπόνερα. Τα ρούχα του είχαν χωμάτινο χρώμα και κρέμονταν μπόλικα πάνω του.
«Προσπαθώ να πιάσω μερικά χέλια να τα κάνω ψητά για το γεύμα μας» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δεν αποκλείεται βέβαια να μην πιάσω και κανένα. Πάλι και να πιάσω, δεν πάει να πει ότι θα ξετρελαθείτε να τα φάτε.»
«Και γιατί όχι;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Γιατί λογικά δεν μπορεί να σας αρέσουν τα δικά μας φαγητά, αν και είμαι σίγουρος ότι εσείς θα δείξετε τον ανάλογο ενθουσιασμό. Όπως και να ’χει το πράμα, ώσπου να τσιμπήσει κανένα, εσείς οι δυο, για κοιτάξτε ν’ ανάψετε τη φωτιά – δε βλάφτει να κάνετε μια προσπάθεια! Τα ξύλα θα τα βρείτε πίσω από τη σκηνή. Φυσικά θα ’ναι βρεμένα. Ή θα την ανάψετε μέσα στη σκηνή, οπότε θα ’χουμε όλο τον καπνό στα μάτια, ή θα την ανάψετε έξω, οπότε μπορεί να βρέξει και να σβήσει. Ορίστε, πάρτε το τσακμάκι μου. Φαντάζομαι πως δεν έχετε ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσετε.»
Ο Ευστάθιος όμως τα είχε μάθει κάτι τέτοια από την τελευταία του περιπέτεια. Τα παιδιά τρέξανε πίσω από τη σκηνή, βρήκαν τα ξύλα (που ήταν εντελώς στεγνά) και κατάφεραν ν’ ανάψουν τη φωτιά και μάλιστα με πολύ λιγότερη δυσκολία απ’ ό,τι συνήθως. Ύστερα ο Ευστάθιος κάθισε δίπλα στη φωτιά να ’χει το νου του μην τυχόν και σβήσει κι η Τζιλ πήγε στο πιο κοντινό κανάλι για να πλυθεί – ο Θεός να το κάνει πλύσιμο. Ύστερα φρόντισε εκείνη τη φωτιά και πήγε ο Ευστάθιος να πλυθεί. Και οι δυο τους νιώσανε πολύ πιο ευχάριστα, μόνο που είχε αρχίσει να τους κόβει η πείνα.
Δεν άργησε να ’ρθει κοντά τους κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. Ενώ γκρίνιαζε πως δε θα έπιανε κανένα χέλι, είχε καμιά δεκαριά περίπου, που τα ’χε κιόλας γδάρει και καθαρίσει. Έβαλε ένα καζάνι πάνω στη φωτιά, τακτοποίησε τα ξύλα κι ύστερα άναψε την πίπα του. Οι ΒαλτοΨηλολέλεκες καπνίζουν έναν πολύ παράξενο καπνό, βαρύ (μερικοί μάλιστα λένε ότι τον ανακατώνουνε και με λάσπη) και τα παιδιά πρόσεξαν ότι ο καπνός που έβγαινε από την πίπα του Λασπομούρμουρου δεν ανέβαινε ψηλά στον αέρα. Έβγαινε από την άκρη της πίπας και μετά βούταγε κατά κάτω και σουρνόταν καταγής σαν πάχνη. Ήταν κατάμαυρος και του Ευστάθιου του ’φερε βήχα.
«Ξέρετε κάτι;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Θα νυχτωθούμε μέχρι που να γίνουν τούτα τα χέλια, και μου φαίνεται πως εσείς οι δυο θα λιποθυμήσετε από την πείνα ώσπου να ψηθούν. Ήξερα ένα κοριτσάκι – άσε, καλύτερα να μην σας την πω την ιστορία αυτή. Μπορεί να πέσει το ηθικό σας, κι αυτό είναι κάτι που το αποφεύγω σαν και τι. Για να σας φύγει η πείνα από το μυαλό, λοιπόν, καλά θα κάναμε να μιλήσουμε για τα σχέδιά μας.»
«Αχ, ναι, ας μιλήσουμε γι’ αυτά» είπε η Τζιλ. «Μπορείτε να μας βοηθήσετε να βρούμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό;»
Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας ρούφηξε τα μάγουλά του έτσι που βούλιαξαν όσο δεν έπαιρνε. «Να σας πω, δεν ξέρω αν θα μπορούσατε να το πείτε βοήθεια» είπε. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να σας προσφέρει κανείς ακριβώς βοήθεια. Λογικά, δεν έχουμε πολλές πιθανότητες να προχωρήσουμε πολύ κατά το Βορρά, τέτοια εποχή μάλιστα, με το. χειμώνα μπροστά μας κι όλα αυτά. Όμως μη χάνετε και το κουράγιό σας! Κατά πάσα πιθανότητα, κάτι ο εχθρός, και τα βουνά και τα ποτάμια που θα πρέπει να περάσουμε, κάτι που μπορεί να χάσουμε το δρόμο, και κάτι που μπορεί να μη βρίσκουμε τίποτα να φάμε, και να υποφέρουν τα πόδια μας, ούτε που θα τον προσέξουμε τον καιρό. Κι αν δε φτάσουμε αρκετά μακριά για να πετύχουμε κάτι, μπορεί όμως να φτάσουμε τόσο μακριά που να μη χρειάζεται να βιαστούμε κιόλας για να επιστρέψουμε.»
Και τα δυο παιδιά πρόσεξαν ότι δε μιλούσε στο δεύτερο πληθυντικό, αλλά στο πρώτο. Γι’ αυτό κι οι δυο μαζί φώναξαν ταυτόχρονα. «Θα ’ρθετε δηλαδή μαζί μας;»
«Μα, φυσικά. Και βέβαια θα έρθω. Βλέπετε το θέλω κι εγώ πολύ. Δε μου φαίνεται πως θα ξαναδούμε το Βασιλιά μας να γυρίζει πίσω στη Νάρνια τώρα που έβαλε πλώρη για ξένα μέρη· είχε κι ένα γαϊδουρόβηχα τη μέρα που έφυγε. Ύστερα είναι κι ο Τράμπκιν. Έχει πάρει κι αυτός την κάτω βόλτα. Αφήνω τι κακή σοδειά θα έχουμε ύστερα από την ξηρασία του φετινού καλοκαιριού… Όσο για καμιά εχθρική επιδρομή, ε, δε θέλει ρώτημα. Δώστε βάση σ’ αυτά που σας λέω.»
«Και πώς θ’ αρχίσουμε;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Να σας πω» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας αργά αργά, «μέχρι τώρα όλοι όσοι πήγαν να βρουν τον Πρίγκιπα Ριλιανό ξεκίνησαν από την ίδια εκείνη πηγή εκεί που ο Λόρδος Δρινιανός είχε δει την οπτασία. Και συνήθως τραβούσαν κατά το βορρά. Εφόσον κανένας τους δεν ξαναγύρισε πίσω, δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι βρήκαν στην πορεία τους».
«Εμείς θα ξεκινήσουμε από αλλού. Πρέπει να βρούμε την ερειπωμένη πόλη των γιγάντων» είπε η Τζιλ. «Έτσι είπε ο Ασλάν.»
«Πρέπει να βρούμε! Ώστε έτσι, λοιπόν;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Δηλαδή δε μας επιτρέπεται να ψάξουμε;»
«Μα αυτό εννοούσα κι εγώ» είπε η Τζιλ. «Κι ύστερα, όταν τη βρούμε…»
«Τώρα μάλιστα! Όταν!» είπε άχρωμα ο Λασπομούρμουρος.
«Δεν υπάρχει κανένας να ξέρει πού βρίσκεται;» ρώτησε ο Ευστάθιος.
«Έγώ πάντως δεν έχω υπόψη μου αυτόν τον Κανέναν» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Όχι ότι δεν έχω ακούσει γι’ αυτή την Ερειπωμένη Πόλη. Μόνο που δεν ξεκινάς από την πηγή αν θες να πας εκεί. Πρέπει να διασχίσεις το Έτινσμορ. Εκεί βρίσκεται η Ερειπωμένη Πόλη, αν βρίσκεται κάπου δηλαδή. Όμως να μη σας γελάσω. Εγώ έχω πάει μέχρις εκεί κι όπως πάρα πολλοί άλλοι που πήραν αυτή την κατεύθυνση, ερείπια δεν είδα ποτέ μου.»
«Και πού είναι το Έτινσμορ;» είπε ο Ευστάθιος.
«Να! Κοιτάξτε εκεί, κατά το βορρά» είπε ο Λασπομούρμουρος δείχνοντας με την πίπα του. «Βλέπετε εκείνους τους λόφους και τα βράχια; Ε, εκεί αρχίζουν τα όρια του Έτινσμορ. Μας χωρίζει όμως ένα ποτάμι· το ποτάμι Σριμπλ. Και να ’χει και κανένα γεφύρι, καλά θα ’ταν, αλλά πού.»
«Ελπίζω όμως να μπορέσουμε να το περάσουμε» είπε ο Ευστάθιος.
«Πάντως μερικοί το πέρασαν» παραδέχτηκε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας.
«Μπορεί στο Έτινσμορ να συναντήσουμε κάποιους που θα ξέρουν να μας δείξουν το δρόμο» είπε η Τζιλ.
«Όσο για το ότι θα συναντήσουμε κάποιους, έπεσες διάνα» είπε ο Λασπομούρμουρος.
«Τι είδους άνθρωποι ζουν εκεί;» ρώτησε.
«Εμένα δε μου πέφτει λόγος να πω ότι δεν είναι εντάξει με τον δικό τους τρόπο» απάντησε ο Λασπομούρμουρος. «Αν σου αρέσει δηλαδή αυτός ο τρόπος.»
«Καλά, αλλά πώς είναι;» επέμενε η Τζιλ. «Υπάρχουν τόσα παράξενα πλάσματα σ’ αυτή τη χώρα! Θέλω να πω, είναι ζώα, πουλιά, νάνοι ή τι άλλο;»
Ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας έβγαλε έναν ήχο σαν σφύριγμα μακρόσυρτο. «Φίιιου!» έκανε. «Καλά, εσείς δεν ξέρετε τίποτα; Νόμιζα ότι οι κουκουβάγιες σάς το είχαν πει. Είναι γίγαντες.»
Η Τζιλ έκανε μια γκριμάτσα. Τους γίγαντες δεν ήθελε να τους βλέπει ούτε ζωγραφιστούς κι ο μοναδικός που είχε δει κάποτε ήταν σ’ έναν εφιάλτη της. Μετά είδε το πρόσωπο του Ευστάθιου που είχε γίνει κατακίτρινο και είπε μέσα της: «Πάω στοίχημα ότι αυτός τρέμει πιο πολύ από μένα». Αυτή η σκέψη την έκανε να νιώσει πιο θαρραλέα.
«Ο Βασιλιάς, πριν πολύ καιρό» είπε ο Ευστάθιος –«τότε που ήμουνα μαζί του σ’ εκείνο το θαλασσινό ταξίδι – μου, είχε πει ότι σε κάποια μάχη τούς είχε κατατροπώσει και μάλιστα τους είχε υποχρεώσει να πληρώσουν και φόρο υποτέλειας».
«Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Μαζί μας τα ’χουνε καλά, δεν υπάρχει θέμα. Αυτό όμως ισχύει εφόσον τηρούμε τον όρο να μένουμε στην περιοχή μας, από την εδώ πλευρά του Σριμπλ. Στη δικιά τους πλευρά, στο ρεικότοπο – ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά· πάντα υπάρχει ελπίδα. Αν δεν τους πλησιάσουμε, κι αν δεν αθετήσουν το λόγο τους, κι αν δε μας δουν, ε, τότε υπάρχει πιθανότητα να προχωρήσουμε αρκετά μέσα στην περιοχή τους.»
«Για να σας πω!» ξέσπασε ο Ευστάθιος χάνοντας ξαφνικά την ψυχραιμία του, πράγμα που συνήθως παθαίνουν οι άνθρωποι όταν έχουν πανικοβληθεί. «Δεν πιστεύω ούτε τα μισά απ’ όσα μας λέτε. Τα ίδια μας λέγατε και για τα κρεβάτια στη σκηνή, ότι θα ’ναι σκληρά, κι ότι τα ξύλα θα ’ταν μούσκεμα. Αν ήταν να ’χουμε του κόσμου τις αναποδιές, δε μου φαίνεται ότι θα μας έστελνε ο Ασλάν ποτέ του.»
Φυσικά περίμενε ότι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας θα του απαντούσε στον ίδιο θυμωμένο τόνο, εκείνος όμως είπε: «Έτσι μπράβο, παιδί μου! Έτσι σε θέλω! Να βλέπεις την καλή πλευρά. Μόνο που πρέπει όλοι να προσέχουμε τα νεύρα μας, γιατί έχουμε να περάσουμε πολλά από τώρα κι έπειτα. Δεν ωφελεί, ξέρεις, να καβγαδίζουμε. Εν πάση περιπτώσει, μην αρχίσουμε και τόσο νωρίς. Τις ξέρω εγώ αυτές τις εξερευνητικές αποστολές. Συνήθως έτσι τελειώνουν: δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί το έργο της αποστολής κι αρχίζουν τα συντροφικά μαχαιρώματα, δε θέλει ρώτημα. Όσο περισσότερο τα κρατάμε μακριά αυτά…»
«Για να σας πω!» τον έκοψε ο Ευστάθιος. «Αν τα βλέπετε τα πράματα τόσο τραγικά, καλά θα κάνετε να μην έρθετε μαζί μας. Η Πόουλ κι εγώ θα τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας! Έτσι, Πόουλ;»
«Βούλωσ’ το κι άσε τις βλακείες, Στούμποου» είπε τσατισμένη η Τζιλ, που έτρεμε στη σκέψη ότι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας μπορούσε να πάρει τοις μετρητοίς τα λόγια του Ευστάθιου.
«Μη φοβάσαι, Πόουλ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Θα έρθω και θα παραέρθω! Σιγά που θα χάσω εγώ τέτοια ευκαιρία. Θα το χαρώ μάλιστα πολύ. Όλοι λένε –θέλω να πω οι άλλοι Ψηλολέλεκες λένε – ότι είμαι επιπόλαιος· ότι δεν την παίρνω τη ζωή όσο σοβαρά θα ’πρεπε. Και δε μου το ’χουν πει μια φορά. Μου το κοπανάνε όλη την ώρα. Μου λένε: “Λασπομούρμουρε, η ζωή δεν είναι μόνο χαρές και πανηγύρια και τρία πουλάκια κάθονται. Πρέπει να μάθεις πως η ζωή είναι κι άλλα πράματα εκτός από βατράχια φρικασέ και πίτες από χέλια. Καλά θα κάνεις να σοβαρευτείς λιγάκι. Εμείς για το καλό σου το λέμε, Λασπομούρμουρε.” Αυτά μου λένε. Και μου προκύπτει τώρα μια τέτοια αποστολή – ταξίδι στο Βορρά, ίσα που πιάνει να χειμωνιάζει, έρευνα για έναν Πρίγκιπα που μάλλον δε βρίσκεται εκεί, και πέρασμα μέσα από μια ερειπωμένη πόλη που κανένας δεν είδε ποτέ – ε, ό,τι ονειρευόμουνα! Αν δεν καταλάβουν τώρα με ποιον έχουν να κάνουν, ήθελα να ’ξερα πότε θα το καταλάβουν!» Κι έτριψε τα βατραχίσια του χέρια με μια χαρά λες κι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για κανένα γλέντι. «Έχουμε και λέμε!» πρόσθεσε. «Για να δούμε τι γίνεται με τα χέλια μας!»
Το φαγητό κατέφθασε, ήταν νοστιμότατο, και τα παιδιά φάγανε δυο μερίδες το καθένα. Στην αρχή, ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας δεν πίστεψε ότι τους άρεσε στ’ αλήθεια το φαγητό. Όταν όμως τους είδε να τρώνε και να ξανατρώνε όχι μόνο το πίστεψε, αλλά ξανάπιασε και την ίδια κουβέντα, ότι δηλαδή το φαγητό μπορεί να τους πείραζε πολύ. «Δεν αποκλείεται» είπε, «αυτό που είναι τροφή για τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες να είναι δηλητήριο για τους ανθρώπους.» Μετά το γεύμα, ήπιαν τσάι, σε τσίγκινες κούπες (όπως το ’πιναν παλιά οι εργάτες που δούλευαν στα δημόσια έργα). Ο Λασπομούρμουρος τράβαγε απανωτές ρουφηξιές από ’να τετράγωνο μαύρο μπουκάλι. Πρόσφερε και στα παιδιά, αλλά εκείνα αρνήθηκαν γιατί τους φάνηκε σκέτη αηδία.
Την υπόλοιπη μέρα την πέρασαν κάνοντας τις ετοιμασίες για να ξεκινήσουν πρωί πρωί την επομένη. Ο Λασπομούρμουρος, που ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερος, είπε ότι θα κουβάλαγε τρεις κουβέρτες και μέσα σε κάθε μια έβαλε ένα τεράστιο κομμάτι μπέικον. Η Τζιλ θα κουβάλαγε τα υπόλοιπα χέλια, μερικά μπισκότα, και το τσακμάκι. Ο Ευστάθιος θα κρατούσε την κάπα της Τζιλ και τη δική του όποτε δεν τις χρειάζονταν. Ο Ευστάθιος (που σ’ εκείνο το ταξίδι με τον Κασπιανό στην Ανατολή είχε μάθει τοξοβολία) πήρε του Λασπομούρμουρου το δεύτερο καλύτερό του τόξο, κι ο ίδιος ο Λασπομούρμουρος είχε το καλό του. Βέβαια την είπε πάλι την κουβέντα του: ότι κάτι ο άνεμος, κάτι οι υγρές χορδές, ο κακός φωτισμός, και τα παγωμένα τους δάχτυλα, βία να πετύχαιναν το στόχο μια φορά στις εκατό. Εκείνος κι ο Ευστάθιος είχαν και σπαθιά – ο Ευστάθιος είχε πάρει μαζί του εκείνο που του είχαν αφήσει στο δωμάτιό του στο Κάιρ Πάραβελ, κι όσο για την Τζιλ θα έπρεπε να αρκεστεί στο μαχαίρι της. Θα φούντωνε μεγάλος καβγάς γι’ αυτό το θέμα, αλλά μόλις άρχισαν να τσακώνονται, ο Ψηλολέλεκας έτριψε τα χέρια του κι είπε: «Να το! Καλά το ’λεγα εγώ. Αυτά συμβαίνουν συνήθως στις αποστολές». Έτσι το κλείσανε το στόμα τους κι οι δυο.
Πήγαν για ύπνο νωρίς κι οι τρεις τους μέσα στη σκηνή. Αυτή τη φορά όμως τα παιδιά πέρασαν πολύ άσχημη νύχτα. Ο λόγος; Αφού ο Λασπομούρμουρος τους είπε: «Καλά θα κάνετε να τον πάρετε εσείς οι δυο· όχι πως μου περνάει απ’ το μυαλό ότι θα κλείσουμε μάτι απόψε…» στη στιγμή άρχισε να τραβάει ένα τέτοιο δυνατό κι ασταμάτητο ροχαλητό, που όταν με τα πολλά η Τζιλ κατάφερε να κοιμηθεί, όλη τη νύχτα έβλεπε στον ύπνο της κομπρεσέρ και καταρράκτες, κι ότι βρισκόταν σε τρένα εξπρές που τρέχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα σε τούνελ.