ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Οι Κουκουβάγιες στη Βουλή

Είναι πραγματικά ανεξήγητο πώς συμβαίνει κι όσο πιο πολύ νυστάζεις τόσο πιο πολύ καθυστερείς να πας για ύπνο· αν μάλιστα έχεις την εξαιρετική τύχη της Τζιλ να καίει το τζάκι μέσα στο δωμάτιό σου, ε, τότε ξέχνα το. Ούτε που της έκανε καρδιά ν’ αρχίσει να ξεντύνεται αν δεν καθόταν πρώτα να χουζουρέψει για λίγο μπροστά στη φωτιά. Κι από τη στιγμή που κάθισε, άντε μετά να σηκωθεί. Θα ’χε πει κάπου πέντ’ έξι φορές «Πρέπει να πάω για ύπνο!» όταν ξαφνικά πετάχτηκε από ένα χτύπο στο τζάμι.

Σηκώθηκε, πήγε και τράβηξε την κουρτίνα, αλλά το μόνο που είδε στην αρχή ήταν το σκοτάδι. Ύστερα όμως έκανε πίσω φοβισμένη, γιατί ξεχώρισε κάτι πελώριο να ορμάει κατά το παράθυρο και να δίνει ένα γερό χτύπο πάνω στο τζάμι. Της κατέβηκε μια σκέψη που την κοψοχόλιασε. «Ώρα είναι να ’χουν σ’ αυτή τη χώρα έντομα γίγαντες. Γιαχ!» Σε λίγο όμως αυτό το πράμα ξαναφάνηκε, κι αυτή τη φορά ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είδε ένα ράμφος, κι ότι το θόρυβο πάνω στο τζάμι τον είχε κάνει το ράμφος. «Θα πρέπει να ’ναι κανένα τεράστιο πουλί» σκέφτηκε η Τζιλ. «Άραγε να ’ναι αετός;» Δεν είχε πολλά κέφια για επισκέψεις, κι αετός να ’ταν, ωστόσο, άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Την ίδια στιγμή, μ’ ένα θόρυβο που την ξεκούφανε, το πλάσμα αυτό στάθηκε πάνω στο περβάζι γεμίζοντας όλο το άνοιγμα στο παράθυρο, έτσι που η Τζιλ αναγκάστηκε να τραβηχτεί πίσω για να του κάνει χώρο. Ήταν η Κουκουβάγια.

«Σουτ! Σουτ! Κουκουβάου-Κουκουβά» είπε η Κουκουβάγια. «Μην κάνεις θόρυβο καθόλου. Για πες μου τώρα. Το ’χετε πάρει στα σοβαρά εσείς οι δυο αυτό που σκοπεύετε να κάνετε;»

«Θες να πεις για το χαμένο Πρίγκιπα;» είπε η Τζιλ. «Αν μπορούμε ας κάνουμε κι αλλιώς.» Εκείνη τη στιγμή της ήρθε στο μυαλό η φωνή και το πρόσωπο του Λιονταριού· με τις γιορτές και τα πανηγύρια και τα παραμύθια στη μεγάλη τραπεζαρία, κόντεψε να τα ξεχάσει ολότελα.

«Ωραία!» είπε η Κουκουβάγια. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο λοιπόν. Πρέπει να το σκάσουμε από δω στη στιγμή. Θα πάω να ξυπνήσω το άλλο ανθρωπάκι. Ύστερα θα ξαναγυρίσω να πάρω και σένα. Καλά θα κάνεις να βγάλεις αυτά τα παλατιανά ρούχα και να βάλεις κάτι κατάλληλο για ταξίδι. Θα γυρίσω σ’ ένα λεπτό. Κουκουβάου!» Κι εξαφανίστηκε δίχως να περιμένει απάντηση.

Αν ήταν πιο εξοικειωμένη με περιπέτειες η Τζιλ, μπορεί να είχε ζυγιάσει τα λόγια της Κουκουβάγιας, αλλά τέτοια πράματα δεν της είχαν ξανατύχει: στη συναρπαστική ιδέα μιας μεταμεσονύχτιας απόδρασης, η νύστα της πήγε περίπατο. Ξαναφόρεσε το πουλόβερ και τη φούστα της – στη ζώνη της είχε έναν προσκοπικό σουγιά που μπορεί να της χρησίμευε – και πήρε και μερικά πράματα ακόμα που της είχε αφήσει στο δωμάτιο το κορίτσι με τα μαλλιά ιτιάς. Διάλεξε μια κοντή κάπα που της έφτανε μέχρι τα γόνατα κι είχε και κουκούλα («ό,τι πρέπει έτσι και πιάσει καμιά βροχή» σκέφτηκε), μερικά μαντίλια και μια χτένα. Μετά κάθισε και περίμενε.

Είχε αρχίσει να κουτουλάει πάλι όταν ξαναφάνηκε η Κουκουβάγια.

«Τώρα είμαστε έτοιμοι» είπε.

«Για μπες μπροστά καλύτερα να μου δείχνεις τα κατατόπια» είπε η Τζιλ, «γιατί εδώ μέσα χάνομαι».

«Κουκουβάου!» έκανε η Κουκουβάγια. «Σιγά να μη βγούμε μέσα από το κάστρο! Αλίμονο! Θα καβαλήσεις πάνω μου και θα φύγουμε πετώντας.»

«Τι έκανε λέει;» είπε η Τζιλ κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, διόλου ενθουσιασμένη μ’ αυτό που άκουσε. «Δε σου πέφτω πολύ βαριά;»

«Κουκουβάου-κουκουβά! Μα τι πράματα χαζά! Εδώ κουβάλησα τον άλλον. Άντε. Πρώτα να σβήσουμε τη λάμπα.»

Μόλις έσβησαν τη λάμπα, το κομμάτι της νύχτας που φαινόταν από το παράθυρο τώρα έδειχνε λιγότερο σκοτεινό – δεν ήταν πια μαύρο, αλλά γκρίζο. Η Κουκουβάγια στάθηκε πάνω στο περβάζι με την πλάτη στο δωμάτιο και ύψωσε τα φτερά της. Η Τζιλ σκαρφάλωσε πάνω στο κοντόχοντρο σώμα της, έχωσε τα γόνατά της κάτω από τα φτερά της και πιάστηκε γερά. Ένιωσε στα φτερά της μια γλυκιά ζεστασιά κι απαλότητα, αλλά δεν υπήρχε τρόπος για να κρατηθεί. «Πώς να του φάνηκε του Στούμποου αυτή η βόλτα!» σκέφτηκε. Κι εκεί που έκανε αυτή τη σκέψη, με μια φοβερή βουτιά άφησαν το περβάζι, με τα φτερά να κάνουν έναν τρομερό σαματά μέσα στ’ αυτιά της. Το νυχτερινό αεράκι, δροσερό και υγρό, της χάιδευε το πρόσωπο.

Ένιωθε πολύ πιο ανάλαφρα απ’ όσο περίμενε και μολονότι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, κάπου φαινόταν ένα θολό ασημί μπάλωμα του φεγγαριού, που κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα. Κάτω φαίνονταν οι πεδιάδες γκρίζες και τα δέντρα μαύρα. Ο αέρας δυνάμωνε – ένας αέρας σαν ψίθυρος, σαν κύμα, προμήνυμα πως η βροχή δε θ’ αργούσε να ’ρθει.

Η Κουκουβάγια έκανε ένα γύρο έτσι που τώρα είχαν το κάστρο μπροστά τους. Πολύ λίγα παράθυρα ήταν φωτισμένα. Πέταξαν πάνω από το κάστρο, κατά το βορρά, κι ύστερα πάνω από το ποτάμι· ο αέρας είχε γίνει τσουχτερός. Της Τζιλ της φάνηκε πως χαμηλά, πάνω στο νερό, είδε να σχηματίζεται ανοιχτόχρωμο το είδωλο της Κουκουβάγιας. Ώσπου να το πει βρίσκονταν κιόλας στη βορινή όχθη του ποταμού και πετούσαν πάνω από δασωμένη περιοχή.

Η Κουκουβάγια έκανε ν’ αρπάξει κάτι που η Τζιλ δεν μπόρεσε να δει.

«Να χαρείς!» είπε η Τζιλ. «Όχι απότομες κινήσεις. Κόντεψες να με ρίξεις.»

«Συγγνώμη» είπε η Κουκουβάγια. «Έκανα να τσακώσω μια νυχτερίδα. Το τι με πιάνει όταν βλέπω αυτές τις στρουμπουλές νυχτεριδούλες! Δεν κρατιέμαι. Να σου πιάσω καμιά;»

«Να λείπει» είπε η Τζιλ ανατριχιάζοντας από αηδία.

Η Κουκουβάγια πετούσε τώρα σε χαμηλότερο ύψος· μπροστά τους είδαν να ξεπροβάλλει ένας πελώριος, σκούρος όγκος. Η Τζιλ ίσα που πρόλαβε να δει ότι ήταν ένας πυργίσκος – μισοερειπωμένος της φάνηκε, κουκουλωμένος από κισσό – και την ίδια στιγμή τράβηξε το κεφάλι της προς τα κάτω να γλιτώσει τη σύγκρουση πάνω στην καμπύλη ενός παραθύρου, καθώς η Κουκουβάγια τρύπωνε μέσα από τους κισσούς και τις αράχνες του ανοίγματος. Πίσω τους είχαν αφήσει τη δροσερή, γκρίζα νύχτα, κι είχαν χωθεί μες στα σκοτάδια της κορυφής του πυργίσκου. Της ήρθε μια μουχλίλα εκεί μέσα και, με το που γλίστρησε από την πλάτη της Κουκουβάγιας για να κατεβεί, ένιωσε (όπως κατά παράξενο τρόπο μας συμβαίνει συνήθως) ότι ήταν πήχτρα. Κι όταν μέσα στο σκοτάδι άκουσε φωνές από παντού να λένε «Κουκουβάου! Κουκουβάου!» κατάλαβε πως ήταν τίγκα από κουκουβάγιες. Αισθάνθηκε μάλλον ανακούφιση, όταν μια διαφορετική φωνή είπε:

«Εσύ είσαι, βρε Πόουλ;»

«Στούμποου! Εσύ είσαι;» είπε η Τζιλ.

«Λοιπόν» είπε η Θαμποφτερού, «νομίζω ότι έχουμε απαρτία. Ας αρχίσει η συνεδρίαση».

«Κουκουβάου-κουκουβά! Μιλάς σωστά! Μιλάς σωστά!» ακούστηκαν πολλές φωνές.

«Για σταθείτε ένα λεπτό» ακούστηκε κι η φωνή του Ευστάθιου. «Θέλω πρώτα να πω κάτι.»

«Να το πεις, να το πεις» φώναξαν οι κουκουβάγιες· και η Τζιλ είπε: «Όρμα!»

«Φίλοι μου – ε, κουκουβάγιες μου, θέλω να πω» άρχισε ο Ευστάθιος, «φαντάζομαι ότι όλοι σας ξέρετε ότι στα νιάτα του ο Βασιλιάς Κασπιανός ο Δέκατος είχε ταξιδέψει με το καράβι ανατολικά, μέχρι το τέλος του κόσμου. Θέλω να σας πω ότι ήμουνα μαζί του σ’ εκείνο το ταξίδι: μαζί του καθώς και με το Ριπιτσιπιτσίπ τον Πόντικα, και με το Λόρδο Τρινιανό και τους άλλους. Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για σας να το πιστέψετε, όμως στον κόσμο το δικό μας οι άνθρωποι δε γερνάνε τόσο γρήγορα όσο εδώ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι άνθρωπος του Βασιλιά: σε περίπτωση λοιπόν που η Βουλή σας εδώ σχεδιάζει κάποια συνωμοσία εναντίον του Βασιλιά, εγώ δεν έχω καμία σχέση».

«Κουκουβάου-κουκουβά, είμαστε κι εμείς με το Βασιλιά» είπαν οι κουκουβάγιες.

«Τότε για ποιο θέμα πρόκειται;» ρώτησε ο Στούμποου.

«Πρόκειται για το εξής θέμα» είπε η Θαμποφτερού. «Αν ο Αντιβασιλιάς, ο Νάνος Τράμπκιν, μάθει ότι ψάχνεις να βρεις το χαμένο Πρίγκιπα, θα σε κλειδαμπαρώσει το ταχύτερο.»

«Θεός φυλάξοι!» είπε ο Ευστάθιος. «Μη μου πείτε ότι ο Τράμπκιν είναι προδότης! Εκείνο τον καιρό, στο θαλασσινό μας ταξίδι, είχα ακούσει πολλές φορές να μιλάνε γι’ αυτόν. Είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του Κασπιανού –του Βασιλιά, θέλω να πω.»

«Α, όχι» είπε μια φωνή. «Ο Τράμπκιν δεν είναι προδότης. Είναι όμως καμιά τριανταριά πολεμιστές (ιππότες, κένταυροι, καλοί γίγαντες, και διάφοροι άλλοι) που κάθε τόσο ξεκινούσαν για να βρουν το χαμένο Πρίγκιπα, και δεν έχει γυρίσει ούτε ένας τους. Στο τέλος, ο Βασιλιάς είπε πως δεν άντεχε άλλο να βλέπει να χάνονται οι πιο γενναίοι της Νάρνια αναζητώντας το γιο του. Έτσι λοιπόν τώρα δεν επιτρέπεται να φύγει κανένας.»

«Εμάς όμως θα μας επιτρέψει» είπε ο Ευστάθιος. «Αν μάθει δηλαδή ποιος είμαι και ποιος με στέλνει.»

(«Ποιος μας στέλνει» διόρθωσε η Τζιλ.)

«Ναι» είπε η Θαμποφτερού, «Νομίζω ότι μάλλον θα σας επιτρέψει. Όμως ο Βασιλιάς λείπει. Κι ο Τράμπκιν ακολουθεί πιστά τους κανονισμούς. Χαρακτήρας αδαμάντινος, αλλά περήφανος στ’ αυτιά και πολύ ευέξαπτος. Με τίποτα δεν τον κάνεις να καταλάβει ότι μπορεί να χρειάζεται να κάνει τώρα μια εξαίρεση στον κανόνα.»

«Μπορεί να νομίζετε ότι εμάς θα μας πρόσεχε, γιατί εμείς είμαστε κουκουβάγιες, κι όλοι ξέρουν πόσο σοφές είμαστε» είπε μια άλλη κουκουβάγια, «όμως τώρα έχει παραγεράσει. Το μόνο που θα ’λεγε είναι: “Και ποια θαρρείς πως είσαι εσύ; Μια πιτσιρίκα. Σε θυμάμαι τότε που ήσουνα αυγουλάκι. Θα μας μάθεις τώρα γράμματα εσύ. Ε, όχι βέβαια. ‘Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι’”!»

Η κουκουβάγια αυτή μιμήθηκε τόσο πετυχημένα τη φωνή του Τράμπκιν που λυθήκαν ολόγυρα στα γέλια· κουκουβαγίσια γέλια. Τα παιδιά ένιωθαν ότι οι Ναρνιανοί έβλεπαν τον Τράμπκιν έτσι όπως οι μαθητές στο σχολείο βλέπουν κάποιο στριμμένο δάσκαλο που λιγάκι τον φοβούνται και λιγάκι τον κοροϊδεύουν, αλλά κατά βάθος τον συμπαθούν.

«Και πόσον καιρό θα λείψει ο Βασιλιάς;» ροίτησε ο Ευστάθιος.

«Μακάρι να ’ξερα» είπε η Θαμποφτερού. «Βλέπεις, φημολογείται τελευταία ότι εμφανίστηκε ο ίδιος ο Ασλάν στα νησιά – θαρρώ στην Τερεβινθία. Ο Βασιλιάς λοιπόν είπε ότι θα έκανε ακόμα μια απόπειρα πριν πεθάνει να δει προσωπικά τον Ασλάν και να ζητήσει τη συμβουλή του για το ποιος θα ’πρεπε να ’ναι ο διάδοχός του. Αυτό που μας ανησυχεί όλους μας όμως είναι ότι, αν δεν τον συναντήσει τον Ασλάν στην Τερεβινθία, τότε θα συνεχίσει το ταξίδι του ανατολικά, για τα Εφτά Νησιά και τα Νησιά της Μοναξιάς – κι όλο θα αρμενίζει μέχρι να τον βρει. Δε μιλάει ποτέ γι’ αυτό, όμως όλοι μας ξέρουμε ότι δεν έχει λησμονήσει ποτέ το ταξίδι του στο τέρμα του κόσμου. Είμαι σίγουρη πως στα κατάβαθα της ψυχής του λαχταράει να ξαναπάει εκεί.»

«Άρα δεν ωφελεί να τον περιμένουμε να γυρίσει» είπε η Τζιλ.

«Όχι, δεν ωφελεί» είπε η Κουκουβάγια. «Τι να πεις! Τι κρίμα να μην το ξέρετε να του μιλήσετε αμέσως! Θα είχε μεριμνήσει για όλα – ίσως ίσως και για στρατιώτες να σας ακολουθήσουν στην αναζήτηση του Πρίγκιπα.»

Σαν άκουσε τα λόγια αυτά, η Τζιλ δεν έβγαλε τσιμουδιά· μέσα της παρακάλαγε να δείξει κι ο Ευστάθιος τον καλό του εαυτό και να μην ξεφουρνίσει σε όλες τις κουκουβάγιες το γιατί είχε συμβεί αυτό. Και πράγματι έτσι έγινε ή κάπως έτσι. Μ’ άλλα λόγια, ίσα που ακούστηκε να μουρμουράει: «Σάμπως έφταιγα εγώ;» πριν πει δυνατά:

«Πολύ καλά. Πρέπει να τα βγάλουμε πέρα και χωρίς τη βοήθειά του. Πολύ θα ήθελα όμως να μου λύσετε μια απορία. Εάν αυτή η Βουλή όπως την αποκαλείτε, είναι απολύτως εντάξει και πέρα από κάθε υποψία και δεν έχει παρά μόνο καλό σκοπό, τότε δε μου λέτε, για ποιο λόγο πρέπει να συνεδριάζετε με τόση μυστικότητα μέσα σ’ ένα χάρβαλο και μέσα στη βαθιά νύχτα;»

«Κουκουβάου-κουκουβού» φώναξαν κάμποσες κουκουβάγιες, «και να γίνει πού; Και πότε γίνονται δηλαδή οι συνεδριάσεις αν όχι τη νύχτα;»

«Βλέπετε» εξήγησε η Θαμποφτερού, «τα πιο πολλά πλάσματα που ζουν στη Νάρνια έχουν αφύσικες συνήθειες. Κάνουν τις διάφορες δουλειές τους τη μέρα, όταν σε τυφλώνει ο ήλιος (Πα πα πα!) τότε που όλοι θα ’πρεπε να κοιμούνται. Φτάνουν, λοιπόν, τη νύχτα να μη βλέπουν μπροστά τους, να είναι εντελώς ηλίθια και να μην μπορείς να τους πάρεις λέξη. Εμείς οι κουκουβάγιες, όμως, όταν έχουμε να συζητήσουμε για κάποιο θέμα, συνηθίζουμε να κάνουμε τις συνεδριάσεις μας λογικές ώρες».

«Κατάλαβα» είπε ο Ευστάθιος. «Τώρα πάμε παρακάτω. Πείτε μας ό,τι ξέρετε για το χαμένο Πρίγκιπα.» Και τότε μια γρια-κουκουβάγια, όχι η Θαμποφτερού, άρχισε να διηγείται την ιστορία του.

Πως πριν δέκα χρόνια καθώς φαίνεται, ο Ριλιανός, ο γιος του Κασπιανού, νεαρός ιππότης τότε, είχε βγει να κάνει ιππασία με τη Βασίλισσα, τη μητέρα του. Ήταν ένα Μαγιάτικο πρωινό στα βόρεια της Νάρνια. Τους συνόδευαν άρχοντες κι αρχόντισσες με τα κεφάλια τους στολισμένα με στεφάνια από φύλλα δροσερά και το κυνηγετικό κέρας κρεμασμένο στο πλευρό τους. Ωστόσο δεν είχαν μαζί τους κυνηγιάρικα σκυλιά, γιατί είχαν βγει για να μαζέψουν λουλούδια· όχι για να κυνηγήσουν. Η ζέστη είχε σφίξει όταν φτάσανε σ’ ένα όμορφο ξέφωτο όπου γάργαρο νερό ανάβλυζε από μια πηγή. Εκεί ξεκαβαλικέψανε και κάθισαν να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουνε. Κάποια στιγμή, η Βασίλισσα ένιωσε τη διάθεση να κοιμηθεί, κι έτσι της άπλωσαν μανδύες πάνω στο γρασίδι δίπλα στην πηγή, κι ο Ριλιανός και η ακολουθία του πήγαν κάπου παράμερα για να μην την ξυπνήσουν με τα γέλια τους και τις κουβέντες τους. Εκεί λοιπόν που αναπαυόταν, κάποια στιγμή, ένα τεράστιο φίδι ξετρύπωσε μέσα απ’ το πυκνό δάσος και δάγκωσε το χέρι της Βασίλισσας. Όλοι άκουσαν την κραυγή της κι έτρεξαν βιαστικά κοντά της, κι ο Ριλιανός ήταν ο πρώτος που βρέθηκε δίπλα της. Το μάτι του πήρε το ερπετό που απομακρυνόταν κι όρμησε καταπάνω του τραβώντας το σπαθί του. Ήταν πελώριο, λαμπερό και πράσινο σαν το δηλητήριο, γι’ αυτό και το είδε ξεκάθαρα. Όμως το φίδι χώθηκε μέσα στους πυκνούς θάμνους και δεν μπόρεσε να το φτάσει. Έτσι γύρισε πίσω, κοντά στη μητέρα του όπου τους βρήκε όλους να ’χουν πέσει πάνω της και να κάνουν ό,τι πέρναγε απ’ το χέρι τους για να τη βοηθήσουν. Όμως ο Ριλιανός ήξερε πως όλες τους οι προσπάθειες ήταν μάταιες γιατί, με μια του ματιά, κατάλαβε ότι κανένας γιατρός στον κόσμο δεν μπορούσε πια να τη γιατρέψει. Με την τελευταία ικμάδα ζωής που της είχε απομείνει, η Βασίλισσα φάνηκε σαν να πάλευε κάτι να του πει. Δεν ήταν σε θέση όμως να μιλήσει καθαρά και, όποιο κι αν ήταν το μήνυμα που ήθελε να δώσει, πέθανε παίρνοντάς το μαζί της. Δεν είχε περάσει ούτε ένα δεκάλεπτο από τη στιγμή που ακούστηκε η κραυγή της.

Η νεκρή Βασίλισσα μεταφέρθηκε πίσω στο Κάιρ Πάραβελ. Ο Ριλιανός, ο Βασιλιάς κι ολάκερη η Νάρνια τη θρήνησαν πικρά. Υπήρξε μια μεγάλη κυρία κι έζησε με σοφία, χάρη και ευτυχία. Ήταν η σύντροφος του Βασιλιά Κασπιανού και την είχε φέρει κοντά του από τις εσχατιές της ανατολικής πλευράς του κόσμου. Είχαν να λένε ότι αστρικό αίμα κύλαγε σας φλέβες της. Ο Πρίγκιπας πήρε το θάνατο της μητέρας του κατάκαρδα, πράγμα φυσικό. Μετά το θάνατό της, κάθε μέρα, έφευγε καβάλα στ’ άλογό του για τα βορινά όρια της Νάρνια με μοναδικό σκοπό να κυνηγήσει το δηλητηριώδες ερπετό, να το σκοτώσει και να πάρει εκδίκηση. Κανένας δεν έλεγε λέξη στον Πρίγκιπα αν και τον βλέπανε να γυρίζει από τις περιπλανήσεις του αυτές αποκαμωμένος και κάπως σαν χαμένος. Είχε περάσει ένας μήνας από το θάνατο της μητέρας του και τότε μερικοί είπαν ότι πρόσεξαν κάποια αλλαγή στον Πρίγκιπα. Είπαν ότι τα μάτια του είχαν την έκφραση ανθρώπου που έχει δει κάποιο όραμα κι ακόμη ότι, ενώ όλη τη μέρα περιπλανιόταν έξω, το άλογό του δεν είχε σημάδια κόπωσης. Ο πιο στενός του φίλος, από τους παλιότερους αυλικούς, ήταν ο Λόρδος Δρινιανός. Αυτόν είχε για καπετάνιο ο πατέρας του σ’ εκείνο το μακρύ ταξίδι στ’ ανατολικά της γης.

Ένα βραδάκι λοιπόν ο Δρινιανός είπε στον Πρίγκιπα: «Ο Υψηλότατος θα πρέπει σύντομα να εγκαταλείψει την έρευνά του για το ερπετό. Δε νοείται να ζητάει κανείς εκδίκηση από ένα ον δίχως νου ανθρώπου. Άδικος ο κόπος». Τότε του αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας: «Αγαπητέ μου Κύριε, το φίδι το έχω σχεδόν ολότελα ξεχάσει αυτές τις τελευταίες εφτά μέρες». Ο Δρινιανός τον ρώτησε γιατί τότε συνέχιζε να πηγαίνει στα δάση του βορρά. «Κύριέ μου» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας, «πηγαίνω, γιατί εκεί συνάντησα την ωραιότερη ύπαρξη που έγινε ποτέ». «Καλέ μου Πρίγκιπα» είπε ο Δρινιανός, «θα σε παρακαλούσα να μου επιτρέψεις να έρθω μαζί σου αύριο ώστε να μπορέσω να δω κι εγώ αυτή την όμορφη ύπαρξη». «Μετά χαράς» απάντησε ο Ριλιανός.

Έτσι την επόμενη μέρα νωρίς νωρίς, σέλωσαν τ’ άλογα και ξεχύθηκαν με γρήγορο καλπασμό κατά τα δάση του βορρά και ξεπέζεψαν σ’ εκείνη την ίδια πηγή όπου η Βασίλισσα είχε βρει το θάνατο. Του Δρινιανού του φάνηκε πολύ παράξενο που από ολάκερο το δάσος ο Πρίγκιπας διάλεξε εκείνο το συγκεκριμένο σημείο για να ξαποστάσει. Έμειναν εκεί μέχρι το καταμεσήμερο: και τότε, κάποια στιγμή, ο Δρινιανός σήκωσε τα μάτια και αντίκρισε την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Στεκόταν στη βορινή άκρη της πηγής· δεν είπε λέξη· μόνο έγνεψε στον Πρίγκιπα σαν να τον καλούσε να πάει σιμά της. Ήταν ψηλή και μεγαλόπρεπη, λαμπερή, και τυλιγμένη μ’ ένα πέπλο τόσο πράσινο όσο το δηλητήριο. Ο Πρίγκιπας είχε τα μάτια καρφωμένα πάνω της και τη θωρούσε σαν αλλοπαρμένος. Μα ξάφνου η οπτασία χάθηκε. Ο Δρινιανός δεν κατάλαβε κατά πού. Ύστερα πήραν κι οι δυο το δρόμο της επιστροφής για το Κάιρ Πάραβελ. Ωστόσο, στο μυαλό του Δρινιανού μπήκε η ιδέα ότι αυτή η γυναίκα που έλαμπε μέσα στα πράσινα ήταν πνεύμα κακού.

Ο Δρινιανός δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί ότι δε θα ενημέρωνε το Βασιλιά για τούτη την περιπέτεια, όμως πάλι δεν ήθελε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί φλύαρος και μυθομανής. Προτίμησε λοιπόν να μη μιλήσει. Βέβαια δεν άργησε να το μετανιώσει πικρά. Γιατί την επόμενη μέρα ο Πρίγκιπας Ριλιανός έφυγε με τ’ άλογό του μοναχός. Εκείνο το βράδυ, δε γύρισε πίσω· ούτε βρέθηκε ποτέ κάποιο ίχνος του σ’ ολάκερη τη Νάρνια ή σε χώρα γειτονική, ούτε καν τ’ άλογό του ή το καπέλο του ή ο μανδύας του ή κάτι άλλο. Τότε ο Δρινιανός με πικραμένη την ψυχή, παρουσιάστηκε στον Κασπιανό και του είπε: «Μεγαλειότατε, μη λυπηθείτε ούτε στιγμή τη ζωή μου, γιατί είμαι ένας μεγάλος προδότης: με τη σιωπή μου έφερα το χαμό του Πρίγκιπα». Και του ανιστόρησε τα όσα είχαν συμβεί. Τότε ο Κασπιανός άρπαξε ένα τσεκούρι κι όρμησε καταπάνω του για να τον σκοτώσει, ενώ ο Δρινιανός έστεκε ασάλευτος περιμένοντας το θανατερό χτύπημα. Όμως τη στιγμή που ύψωσε το χέρι του, ο Κασπιανός ξάφνου το πέταξε μακριά φωνάζοντας: «Έχασα τη βασίλισσά μου και το γιο μου· να χάσω και το φίλο μου;» Κι έπεσε στην αγκαλιά του Άρχοντα Δρινιανού κι έκλαψαν κι οι δυο πικρά κι η φιλία τους παρέμεινε δυνατή.

Αυτή ήταν η ιστορία του Ριλιανού. Μόλις τέλειωσε, η Τζιλ είπε: «Πάω στοίχημα ότι το φίδι και η γυναίκα είναι ένα και το αυτό».

«Το αυτό! Το αυτό! Το πιστεύουμε κι εμείς αυτό» έκρωξαν οι κουκουβάγιες.

«Όμως δεν πιστεύουμε να σκότωσε τον Πρίγκιπα» είπε η Θαμποφτερού, «γιατί ούτε κόκαλα…»

«Καλά! Το ξέρουμε κι εμείς ότι δεν τον σκότωσε!» είπε ο Ευστάθιος. «Ο Ασλάν είπε της Τζιλ ότι εξακολουθεί να βρίσκεται κάπου ζωντανός.»

«Τόσο το χειρότερο» είπε η πιο γριά κουκουβάγια. «Αυτό σημαίνει ότι τον έχει κάνει όργανό της κι ότι υπάρχει κάποιο ύπουλο σχέδιο σε βάρος της Νάρνια. Τα πολύ πολύ παλιά χρόνια, όταν όλα άρχισαν, μια Λευκή Μάγισσα είχε έρθει από το Βορρά και είχε δέσει τη χώρα μας με μάγια, να ’ναι μες στο χιόνι και στον πάγο για εκατό χρόνια. Πιστεύουμε ότι κι ελόγου της είναι του αυτού φυράματος.»

«Μπορεί να ’ναι κι έτσι. Ακούστε με τώρα» είπε ο Ευστάθιος. «Η Πόουλ κι εγώ έχουμε αναλάβει να βρούμε τον Πρίγκιπα. Μπορείτε να μας βοηθήσετε;»

«Έχετε κάποιο σημάδι για να ξεκινήσετε;» ρώτησε η Θαμποφτερού.

«Μάλιστα» είπε ο Ευστάθιος. «Ξέρουμε ότι πρέπει να πάμε βόρεια. Και ακόμη ξέρουμε ότι πρέπει να φτάσουμε στα ερείπια μιας γιγαντιαίας πόλης.»

Μόλις τα είπε αυτά, τα κουκουβάου-κουκουβού πήγαν σύννεφο. Σαματάς από τα πόδια των πουλιών καθώς τ’ ανασήκωναν και από τα φτερά τους που τα χτυπούσαν, και μεμιάς οι κουκουβάγιες άρχισαν να μιλάνε όλες μαζί. Όλες τους πιάσαν να εξηγούν στα παιδιά πόσο λυπόνταν που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν κι αυτές στην ερευνά τους για το χαμένο Πρίγκιπα. «Βλέπετε, εσείς θα θέλετε να ταξιδεύετε μέρα, κι εμείς θα θέλουμε να ταξιδεύουμε νύχτα» είπαν. «Τι να γίνει; Τι να γίνει;» Κανά δυο κουκουβάγιες πρόσθεσαν ότι ακόμα και σ’ αυτόν τον ερειπωμένο πύργο δεν είχε πια αρκετό σκοτάδι όπως την ώρα που άρχισαν κι ότι η συνεδρίαση είχε παραπάρει μάκρος. Εδώ που τα λέμε, και μόνο που αναφέρθηκε το ταξίδι για την ερειπωμένη πόλη των γιγάντων, πανικός σκόρπισε ανάμεσα στα πουλιά. Τέλος, η Θαμποφτερού είπε:

«Αν θέλουν τα παιδιά να τραβήξουν κατά κει – στο Έτινσμορ – πρέπει να τα πάμε σε κάποιον από τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες. Μοναχά αυτοί μπορούν να τα βοηθήσουν».

«Αληθινά, αληθινά. Μοναχά, μοναχά» έκρωξαν οι κουκουβάγιες.

«Ελάτε λοιπόν» είπε η Θαμποφτερού. «Εγώ θα πάρω ένα παιδί. Ποια θα πάρει το άλλο; Αυτό πρέπει να γίνει απόψε.»

«Εγώ θα πάρω τ’ άλλο: όμως να εξηγούμαστε· μόνο μέχρι τους Βαλτο-Ψηλολέλεκες» είπε μια άλλη κουκουβάγια.

«Έτοιμη;» ρώτησε η Θαμποφτερού την Τζιλ.

«Τι έτοιμη! Αυτή ροχαλίζει!» είπε ο Ευστάθιος.

Загрузка...