ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Το παλάτι του Χάρφανγκ

«Άντε, Πόουλ! Πες το ποίημά σου» ψιθύρισε ο Ευστάθιος. Η Τζιλ ένιωθε ξαφνικά το στόμα της τόσο στεγνό που δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Έκανε ένα απεγνωσμένο νόημα στον Ευστάθιο.

Εκείνος από μέσα του είπε πως δε θα της το συχώραγε ποτέ (ούτε και του Λασπομούρμουρου). Έγλειψε τα χείλια του και φώναξε δυνατά κατά τη μεριά του Βασιλιά γίγαντα.

«Με την άδειά σας, Μεγαλειότατε, θα θέλαμε να σας διαβιβάσουμε τους χαιρετισμούς της Κυρίας με το Πράσινο Πέπλο. Είπε πως θα μας θέλατε για τη Γιορτή του Φθινοπώρου που έχετε.»

Ο γίγαντας Βασιλιάς και η Βασίλισσα κοιτάχτηκαν, κούνησαν καταφατικά το κεφάλι και χαμογέλασαν μ’ έναν τρόπο που της Τζιλ δεν της πολυάρεσε. Ο Βασιλιάς της φάνηκε πιο συμπαθητικός από τη Βασίλισσα. Είχε μια όμορφη, σγουρή γενειάδα, ίσια μύτη που έφερνε λιγάκι στο αετίσιο, και, για γίγαντα, θα τον έλεγες κι ομορφούλη. Η Βασίλισσα ήταν μια θεόρατη νταρντάνα, με διπλοσάγονο και χοντρό πρόσωπο, πουδραρισμένο –που και στις καλύτερες των περιπτώσεων δεν κολακεύει ένα πρόσωπο, πόσο μάλλον όταν το πρόσωπο αυτό είναι δεκαπλάσιο του κανονικού. Τότε ο Βασιλιάς έβγαλε έξω τη γλώσσα του κι έγλειψε τα χείλη του. Κάτι που ο καθένας θα μπορούσε να κάνει: όμως η δική του γλώσσα ήταν τόσο πελώρια και κόκκινη και πετάχτηκε έξω τόσο ξαφνικά, που η Τζιλ καταταράχτηκε.

«Μα τι καλά παιδιά είναι αυτά!» είπε η Βασίλισσα. («Τελικά μπορεί αυτή να είναι πιο καλή» σκέφτηκε η Τζιλ.)

«Πραγματικά» είπε ο Βασιλιάς. «Εξαιρετικά παιδιά, θα έλεγα. Σας καλωσορίζουμε στην αυλή μας. Δώστε μου το χέρι σας».

Τέντωσε προς τα κάτω το πελώριο δεξί του χέρι – πεντακάθαρο, με δάχτυλα φορτωμένα έναν απίθανο αριθμό δαχτυλιδιών, και κάτι φοβερά μυτερά νύχια, να. Παραήταν τεράστιος για ν’ ανταλλάξει χαιρετισμό με τα παιδιά που, με τη σειρά τους, σήκωσαν το χέρι τους ψηλά. Ο Βασιλιάς το χούφτωσε ολόκληρο μέχρι το μπράτσο.

«Κι εκείνο εκεί τι είναι;» ρώτησε ο Βασιλιάς δείχνοντας το Λασπομούρμουρο.

«Ξεβαξτομπέμπεκας» είπε ο Λασπομούρμουρος.

«Αχ!» πάτησε μια φωνή η Βασίλισσα μαζεύοντας το ρούχο της κολλητά στα πόδια της. «Τι φρικαλέο πράμα! Είναι ζωντανό!»

«Είναι πολύ εντάξει τύπος, Μεγαλειοτάτη, πραγματικά, θα δείτε!» είπε ο Ευστάθιος με βιασύνη. «Θα τον συμπαθήσετε πάρα πολύ όταν τον γνωρίσετε καλύτερα. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό.»

Ελπίζω να μη χάσετε κάθε ιδέα για την Τζιλ από δω και πέρα αν σας πω ότι πάνω εκεί άρχισε να κλαίει. Εδώ που τα λέμε είχε τους λόγους της. Χέρια, πόδια, αυτιά και μύτη μόλις που είχαν αρχίσει να ξεπαγώνουν το λιωμένο χιόνι έσταζε από τα ρούχα της· για ολάκερη μια μέρα δεν είχε φάει μπουκιά, και δεν είχε πιει γουλιά· και τα πόδια της πονούσαν τόσο, που ένιωθε ότι δε θα άντεχε άλλο πια αυτή την ορθοστασία. Όπως και να ’χει, τα δάκρυά της έφεραν καλύτερα αποτελέσματα απ’ οτιδήποτε άλλο, γιατί η Βασίλισσα είπε:

«Α, το καημένο το παιδί! Κύριέ μου, δεν κάνουμε καλά να κρατούμε τους ξένους μας όρθιους. Γρήγορα! Ας έρθει κάποιος! Πάρτε τους από δω. Δώστε τους φαΐ και κρασί. Να ετοιμαστεί το λουτρό τους. Περιποιηθείτε τη μικρή. Δώστε της γλειφιτζούρια, δώστε της κούκλες, δώστε της καλούδια, δώστε της ό,τι περνάει απ’ το νου σας – ζεστά, ζαχαρωτά, κουδουνίστρες και παιχνίδια. Μην κλαις, χρυσό μου, γιατί δε θα ’σαι σε καλή κατάσταση όταν θα ’χουμε τη γιορτή.»

Με το που ειπώθηκαν οι λέξεις «κούκλες» και «παιχνίδια», η Τζιλ έγινε έξω φρενών – όπως θα γινόμασταν όλοι μας. Και μολονότι δεν είχε αντίρρηση για τα γλειφιτζούρια και τα ζαχαρωτά, ωστόσο λαχταρούσε πώς και τι να καταφθάσει κάτι πιο ουσιαστικό. Πάντως, το λογύδριο που έβγαλε η Βασίλισσα είχε θαυμάσια αποτελέσματα. Στη στιγμή, κάποιοι γίγαντες θαλαμηπόλοι άρπαξαν το Λασπομούρμουρο και τον Ευστάθιο, την Τζιλ κάποιες γιγάντισσες κυρίες των τιμών και τους πήγαν αγκαλιά στα δωμάτιά τους.

Το δωμάτιο της Τζιλ ήταν μεγάλο όσο το εσωτερικό μιας εκκλησίας, και θα ήταν μάλλον μελαγχολικό αν δεν είχε μια ζωηρή φωτιά κι ένα παχύ πορφυρό χαλί πάνω στο πάτωμα. Όπου κι άρχισαν να συμβαίνουν κάποια θαυμάσια πράματα. Την παρέδωσαν στη γρια-Παραμάνα της Βασίλισσας που αν την κοίταζες με τη ματιά ενός γίγαντα, θα ’λεγες ότι ήταν μια μικρόσωμη γερόντισσα σχεδόν διπλωμένη στα δυο από τα χρόνια ενώ, αν την έβλεπες με ανθρώπινη ματιά, θα έλεγες ότι ήταν μια γιγάντισσα αρκετά μικροκαμωμένη ώστε να χωράει σ’ ένα κανονικό δωμάτιο χωρίς να κουτουλάει το κεφάλι της στο ταβάνι. Ήταν πολύ προκομμένη, μολονότι η Τζιλ δεν την άντεχε άλλο να πλαταγίζει τη γλώσσα της και να λέει διάφορα όπως «Ω, λα, λα! Όπαλάκια» και «Έλα, παπάκι μου» και «Έλα να σε φτιάξω, κουκλίτσα μου». Πήρε μια λεκάνη που είχαν οι γίγαντες για να πλένουν τα πόδια τους, τη γέμισε ζεστό νερό και βοήθησε την Τζιλ να μπει μέσα. Αν ξέρεις κολύμπι (και η Τζιλ ήξερε) αυτή η λεκάνη ήταν κάτι υπέροχο. Της έφερε και γιγαντοπετσέτες, λιγουλάκι αδρές που γδέρνανε, κι αυτές όμως υπέροχες, γιατί ήταν ολόκληρα στρέμματα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ανάγκη καν να σκουπιστείς· το μόνο που κάνεις είναι να κυλιέσαι πάνω τους μπροστά στη φωτιά και να νιώθεις υπέροχα. Όταν τέλειωσε κι αυτό, της φόρεσε της Τζιλ καθαρά, φρεσκοπλυμένα, ζεστά ρούχα: υπέροχα ρούχα, λίγο μεγάλα γι’ αυτήν, αλλά σίγουρα για ανθρώπους κι όχι για γίγαντες. Η Τζιλ σκέφτηκε: «Φαντάζομαι πως αν αυτή η γυναίκα με το πράσινο πέπλο έρχεται εδώ, θα πρέπει να τα έχουν για φιλοξενούμενους στο μπόι μας».

Δεν άργησε να διαπιστώσει πως είχε δίκιο, γιατί της έφεραν ένα τραπέζι και μια καρέκλα στα μέτρα ενός κανονικού μεγάλου ανθρώπου· το ίδιο και τα μαχαιροκουταλοπίρουνα. Τι απόλαυση να κάθεσαι επιτέλους και να νιώθεις ζεστός και καθαρός! Τα πόδια της ήταν ακόμα γυμνά κι ένιωθε υπέροχα να περπατάει πάνω στο γιγαντοχαλί. Βούλιαζε μέχρι πάνω από τον αστράγαλο και για ταλαιπωρημένα πόδια ήταν ό,τι χρειαζόταν. Το γεύμα – δηλαδή το δείπνο να πούμε καλύτερα, αν και η ώρα ήταν κατάλληλη για τσάι μάλλον – ήταν κοκορόσουπα με πράσο, ζεστή γαλοπούλα ψητή, και αχνιστή πουτίγκα και κάστανα ψητά κι από φρούτο όσο άντεχες να φας.

Το μόνο ενοχλητικό πράμα ήταν ότι η Παραμάνα άλλο δεν έκανε παρά να μπαινοβγαίνει και κάθε φορά που έμπαινε έφερνε κι ένα γιγαντοπαίχνιδο – μια τεράστια κούκλα, μεγαλύτερη κι από την ίδια την Τζιλ, ένα ξύλινο άλογο πάνω σε καρούλια, κάπου στο μέγεθος ελέφαντα, ένα ταμπούρλο ίδιο με δεξαμενή γκαζιού κι ένα μαλλιαρό αρνάκι. Ήταν άγαρμπα, κακοφτιαγμένα αντικείμενα, βαμμένα με χτυπητά χρώματα, κι η Τζιλ δεν άντεχε ούτε να τα βλέπει. Το ’πε και το ξανάπε στην Παραμάνα ότι δεν τα ’θελε, αλλά εκείνη της απαντούσε:

«Του-του-του-του. Αμ’ θα τα θες και θα τα παραθές όταν θα ξεκουραστείς. Ξέρω εγώ! Τε-χε-χε. Κρεβατάκι τώρα. Ακριβή μου κουκλίτσα!»

Το κρεβάτι δεν ήταν κανένα γιγαντοκρεβάτι, αλλά απλώς ένα μεγάλο κρεβάτι με ουρανό σαν αυτά που μπορεί να έβρισκες σε κανένα παλιομοδίτικο ξενοδοχείο· σ’ αυτό δε το τεράστιο δωμάτιο έδειχνε πάρα πολύ μικρό. Η Τζιλ ένιωσε πανευτυχής όταν κουλουριάστηκε στο κρεβάτι.

«Παραμάνα, ακόμα χιονίζει;» ρώτησε νυσταγμένα.

«Όχι. Τώρα βρέχει, παπάκι μου!» είπε η γιγάντισσα. «Η βροχή θα ξεπλύνει όλο το παλιοχιόνι κι η ακριβή μου κουκλίτσα θα μπορέσει να βγει έξω αύριο να παίξει!» Κι ύστερα κουκούλωσε την Τζιλ και την καληνύχτισε.

Δεν ξέρω τίποτε πιο δυσάρεστο απ’ το να σε φιλήσει μια γιγάντισσα. Το ίδιο σκεφτόταν και η Τζιλ, αλλά σε πέντε λεπτά τον είχε πάρει.

Έβρεχε ασταμάτητα όλο το απόγευμα κι όλη τη νύχτα. Η βροχή χτυπούσε πάνω στα παράθυρα του κάστρου, αλλά η Τζιλ κοιμόταν του καλού καιρού. Πέρασε η ώρα του δείπνου, πέρασαν και τα μεσάνυχτα. Και ήρθε κάποια στιγμή απόλυτης ησυχίας και δε σάλευε τίποτε μέσα στο σπιτικό των γιγάντων παρά μόνο τα ποντίκια. Εκείνη εκεί την ώρα, η Τζιλ είδε ένα όνειρο. Της φάνηκε πως ξύπνησε μέσα σ’ εκείνο το ίδιο δωμάτιο και είδε τη φωτιά, κόκκινη χόβολη πια, και στο φως της φωτιάς είδε το μεγάλο ξύλινο άλογο. Και το άλογο κινήθηκε από μόνο του, και κυλώντας πάνω στα καρούλια του, ήρθε από την άλλη άκρη του χαλιού και στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι της. Και δεν ήταν πια άλογο, μα λιοντάρι, τόσο μεγάλο όσο κι ένα άλογο. Και δεν ήταν πια ένα λιοντάρι παιχνίδι, αλλά πραγματικό λιοντάρι, Το Πραγματικό Λιοντάρι, ακριβώς όπως το ’χε δει πάνω στο βουνό, πέρα από το τέρμα του κόσμου. Και μια ευωδιά από κάθε τι μοσκοβολιστό πλημμύρισε το δωμάτιο. Υπήρχε όμως κάποια σύγχυση στο μυαλό της Τζιλ, αν και δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι, και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της κι έβρεχαν το μαξιλάρι. Το Λιοντάρι της ζήτησε να επαναλάβει τα σημάδια κι εκείνη αντιλήφθηκε ότι τα είχε ξεχάσει όλα. Αμέσως, την έπιασε τρόμος. Κι ο Ασλάν τη σήκωσε πιάνοντάς τη με τα σαγόνια του (ένιωθε τα χείλη του και την ανάσα του όχι όμως τα δόντια του) και την κουβάλησε στο παράθυρο για να δει έξω. Είχε μια λαμπερή φεγγαράδα· τότε, γραμμένη με μεγάλα γράμματα πάνω στον κόσμο τούτο ή στον ουρανό (δεν ήξερε σε ποιο από τα δύο) είδε τη φράση ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. Ύστερα το όνειρο χάθηκε κι όταν ξύπνησε, πολύ αργά το άλλο πρωί, ούτε που θυμόταν ότι είχε δει κάποιο όνειρο.

Σηκώθηκε και ντύθηκε και πήρε το πρωινό της μπροστά στη φωτιά, όταν η Παραμάνα άνοιξε την πόρτα και είπε:

«Να κι οι φίλοι της όμορφης κουκλίτσας μου που ήρθανε να παίξουνε μαζί της!»

Και μέσα μπήκαν ο Ευστάθιος κι ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας.

«Γεια χαρά! Καλημέρα!» είπε η Τζιλ. «Δεν έχει πλάκα; Ξέρετε πόσο κοιμήθηκα; Θα ’ναι και δεκαπέντε ώρες! Έτσι μου φαίνεται. Νιώθω θαυμάσια, εσείς;»

«Εγώ προσωπικά ναι» είπε ο Ευστάθιος, «όμως ο Λασπομούρμουρος λέει πως έχει πονοκέφαλο. Για δες! Το παράθυρό σου έχει περβάζι. Αν ανεβούμε θα μπορέσουμε να δούμε έξω!» Κι αυτό έκαναν: και με την πρώτη ματιά, η Τζιλ φώναξε: «Βρε, τι πάθαμε!»

Ο ήλιος έξω έλαμπε και, εκτός από λίγο χιόνι εδώ κι εκεί, η βροχή το είχε ξεπλύνει σχεδόν ολότελα. Χαμηλά, σαν ξεδιπλωμένος χάρτης ήταν το πλάτωμα της κορυφής του λόφου που τόσο τους είχε ταλαιπωρήσει την προηγούμενη μέρα· τώρα που το βλέπανε από το κάστρο δεν τους έμενε η παραμικρή αμφιβολία ότι μπροστά τους είχαν τα ερείπια μιας γιγαντιαίας πόλης. Ήταν ισοπεδωμένη, απ’ ό,τι έβλεπε τώρα η Τζιλ, και, στο μεγαλύτερο μέρος της, φαινόταν ακόμα πλακοστρωμένη αν και τόπους τόπους το οδόστρωμα ήταν καταστραμμένο. Τα υψώματα που διακλαδίζονταν ήταν αυτό που είχε απομείνει από τοίχους τεράστιων κτισμάτων που θα πρέπει να ήταν παλάτια και ναοί των γιγάντων. Ένα κομμάτι τοίχου, κάπου εκατόν πενήντα μέτρα ύψος, έστεκε ακόμα εκεί· ήταν αυτό που της είχε φανεί της Τζιλ σαν βράχος. Αυτά που έμοιαζαν σαν καμινάδες εργοστασίων ήταν πελώριες κολόνες σπασμένες σε διαφορετικό ύψος· τα συντρίμμια κείτονταν στη βάση κάθε κολόνας όμοια με υλοτομημένα δέντρα από τερατώδη όγκο πέτρας. Τα αντερείσματα που είχαν κατέβει στη βορινή πλευρά του λόφου – καθώς κι εκείνα που είχαν ανέβει στη νότια πλευρά του – ήταν υπολείμματα σκαλοπατιών μιας γιγάντιας σκάλας. Και το αποκορύφωμα, με μεγάλα, σκούρα γράμματα στο κέντρο του πλακόστρωτου, υπήρχαν οι λέξεις ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ.

Οι τρεις ταξιδιώτες αλληλοκοιτάχτηκαν πανικόβλητοι. Ύστερα, ο Ευστάθιος έβγαλε μια σφυριχτή ανάσα και είπε αυτό που σκέφτονταν όλοι. «Την πατήσαμε με το δεύτερο και το τρίτο σημάδι.» Κι εκείνη τη στιγμή, σαν αστραπή, στο μυαλό της Τζιλ, ξανάρθε το όνειρο που είχε δει.

«Εγώ φταίω» είπε με απελπισμένη φωνή. «Ε-εγώ σταμάτησα να επαναλαμβάνω τα σημάδια κάθε νύχτα. Αν τα σκεφτόμουνα, ακόμα και μ’ όλο αυτό το χιόνι, θα καταλάβαινα ότι ήταν η πόλη.»

Εγώ φταίω ακόμα πιο πολύ» είπε ο Λασπομούρμουρος, «γιατί εγώ το είχα καταλάβει ότι έμοιαζε απόλυτα με ερειπωμένη πόλη».

«Είσαι ο μόνος που δε φταίει» τον παρηγόρησε ο Ευστάθιος. «Εσύ προσπάθησες να μας σταματήσεις.»

«Δεν προσπάθησα, όμως, αρκετά» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Δε μου ’πεφτε, βλέπεις, λόγος να επιμείνω. Όμως έπρεπε να το είχα κάνει. Λες και δεν μπορούσα να σας σταματήσω και τους δυο μ’ ένα μου χέρι τον καθένα!»

«Η αλήθεια είναι» είπε ο Ευστάθιος, «ότι είχαμε τέτοια περιέργεια να φτάσουμε σ’ αυτό το μέρος που δε μας απασχολούσε τίποτε άλλο. Τουλάχιστον εμένα. Από την ώρα που συναντήσαμε εκείνη τη γυναίκα με τον ιππότη που δεν έβγαλε άχνα, άλλο τίποτε δεν είχαμε στο μυαλό μας, βλέπεις. Εδώ κοντέψαμε να ξεχάσουμε τον Πρίγκιπα Ριλιανό».

«Δε μου το βγάζετε απ’ το μυαλό» είπε ο Λασπομούρμουρος, «ότι αυτός ήταν ο σκοπός της».

«Εγώ αυτό που δεν καταλαβαίνω» είπε η Τζιλ, «είναι πώς και δεν είδαμε τα γράμματα. Ή μπας και μπήκανε εκεί χτες βράδυ. Μήπως εκείνος – ο Ασλάν – τα ’βαλε εκεί τη νύχτα; Είδα ένα τόσο παράξενο όνειρο». Και τους το διηγήθηκε.

«Βρε, χαζή» είπε ο Ευστάθιος, «τα είδαμε και τα παραείδαμε. Δεν το καταλαβαίνεις τώρα; Μπήκαμε μέσα στο γράμμα Ε της λέξης ΜΕΝΑ. Αυτό ήταν ο βουλιαγμένος σου δρόμος. Περπατήσαμε στην κάτω γραμμή του Ε που πήγαινε βόρεια, στρίψαμε δεξιά στην κάθετη, φτάσαμε σε μια άλλη στροφή στα δεξιά, στη μεσαία γραμμή, και μετά συνεχίσαμε μέχρι την ακριανή γωνία ή (αν προτιμάς) τη βόρειο-ανατολική γωνία του γράμματος, κι ύστερα γυρίσαμε πίσω. Ε, λοιπόν είμαστε ντιπ βλάκες!» Έδωσε μια γερή κλοτσιά στο περβάζι και συνέχισε. «Καταπώς βλέπεις, λοιπόν, Πόουλ, δε γίνεται τίποτε. Ξέρω τι σου περνάει απ’ το μυαλό, γιατί μου περνάει και μένα. Σκέφτεσαι τι καλά θα ήταν αν ο Ασλάν είχε βάλει τις οδηγίες πάνω στις πέτρες αφού περάσαμε κι ύστερα. Τότε το λάθος θα ήταν δικό του κι όχι δικό μας. Έπεσα διάνα, έτσι; Ε, λοιπόν, όχι. Ας το παραδεχτούμε να ξεμπερδεύουμε. Είχαμε τέσσερα σημάδια να βρούμε όλα κι όλα και τα κάναμε μαντάρα με τα πρώτα τρία.»

«Θες να πεις ότι εγώ τα έκανα μαντάρα» είπε η Τζιλ. «Δεν έχεις κι άδικο. Τα χάλασα όλα από τη στιγμή που μ’ έφερες εδώ. Πάντως – καλά, λυπάμαι, δε σας λέω τίποτα – όμως τι να είναι αυτές οι οδηγίες; Δηλαδή τι νόημα βγαίνει απ’ αυτό το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;»

«Μωρέ, βγαίνει και παραβγαίνει» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πάει να πει ότι πρέπει να ψάξουμε για τον Πρίγκιπα κάτω από αυτή την πόλη.»

«Και πώς κάτω, δηλαδή;» ρώτησε η Τζιλ.

«Εδώ σε θέλω» είπε ο Λασπομούρμουρος τρίβοντας τα βατραχίσια του χέρια. «Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα; Σίγουρα, αν είχαμε τα μυαλά στο κεφάλι μας, τότε που βρισκόμασταν στην Ερειπωμένη Πόλη, θα βλέπαμε κάποιο σημάδι για το πώς – μα κάποια πορτίτσα, μα κάποια σπηλιά, ή κάποια σήραγγα, ή θα συναντούσαμε κάποιον να μας βοηθήσει. Ακόμα (ποτέ δεν ξέρεις) και τον Ασλάν τον ίδιο. Κάποιο τρόπο θα βρίσκαμε να κατεβούμε κάτω από εκείνες τις πλάκες του δρόμου. Οι οδηγίες του Ασλάν πάντα βγάζουν κάπου· δεν υπάρχει περίπτωση να μη βγάζουν. Τι γίνεται όμως τώρα – αυτό είναι άλλο θέμα.»

«Να σας πω κάτι, εγώ λέω να ξαναγυρίσουμε πίσω» είπε η Τζιλ.

«Πανεύκολο! Έτσι δεν είναι;» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Πρώτη μας δουλειά να προσπαθήσουμε ν’ ανοίξουμε την πόρτα.» Κι όλοι τους γύρισαν τα μάτια κατά την πόρτα και είδαν ότι κανένας τους δεν μπορούσε να φτάσει το χερούλι· και να γινόταν αυτό, κανένας δε θα μπορούσε να το στρίψει.

«Λέτε να μη μας αφήσουν να βγούμε αν τους το ζητήσουμε;» ρώτησε η Τζιλ. Κανένας δε μίλησε, αλλά όλοι σκέφτηκαν: «Ας πούμε ότι δε μας αφήνουν».

Δεν ήταν και πολύ ευχάριστη σκέψη. Ο Λασπομούρμουρος ήταν εντελώς αντίθετος στην ιδέα να πουν στους γίγαντες τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο βρίσκονταν εκεί, αλλά απλώς να ζητήσουν να βγουν έξω* τα παιδιά πάλι δεν μπορούσαν να το πουν χωρίς την άδειά του γιατί του το είχαν υποσχεθεί. Έτσι, και οι τρεις τους συνειδητοποιούσαν ότι, μέχρι το βράδυ, δε θα είχαν καμιά ευκαιρία να το σκάσουν από το κάστρο. Εφόσον θα ήταν μέσα στα δωμάτιά τους με την πόρτα κλειστή, θα μέναν φυλακισμένοι μέχρι το πρωί. Βέβαια θα μπορούσαν να ζητήσουν να τους αφήσουν τις πόρτες τους ανοιχτές, όμως αυτό θα δημιουργούσε υποψίες.

«Η μόνη λύση» είπε ο Ευστάθιος, «είναι να κοιτάξουμε να το σκάσουμε μέρα. Δε θα υπάρχει κάποια ώρα το μεσημέρι να το ρίχνουν στον ύπνο οι περισσότεροι γίγαντες; Κι έτσι και καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε στα κρυφά κατά την κουζίνα δε θα βρούμε ανοιχτή κάποια πόρτα υπηρεσίας;»

«Δε θα το ’λεγα η Λύση βέβαια» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Είναι όμως μάλλον η μόνη λύση που μπορεί να υπάρχει.» Πραγματικά, το σχέδιο του Ευστάθιου δεν ήταν και τόσο απελπιστικό όσο μπορεί να σας φάνηκε. Αν θέλετε να βγείτε από ένα σπίτι χωρίς να σας δουν, το απομεσήμερο είναι από πολλές απόψεις η καλύτερη ώρα για να δοκιμάσετε· πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το μεσονύχτι. Είναι πιθανότερο να βρεις ανοιχτές πόρτες και παράθυρα· κι αν σε τσακώσουν, μπορείς εύκολα να τους πείσεις ότι δεν το ’χες κατά νου να πας μακριά κι ούτε πως είχες ιδιαίτερους στόχους. (Όμως δε γίνεται να ξεγελάσεις, ούτε γίγαντα ούτε και άνθρωπο, έτσι και σε κάνουν τσακωτό να κρέμεσαι έξω απ’ το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς σου στη μία τη νύχτα.)

«Όμως πρέπει να μην κινήσουμε καμιά υποψία τους» είπε ο Ευστάθιος. «Πρέπει να δείχνουμε πως είμαστε ξετρελαμένοι που βρισκόμαστε εδώ και πως περιμένουμε πώς και τι αυτή τη Γιορτή του Φθινοπώρου.»

«Τη γιορτή την έχουνε αύριο βράδυ» είπε ο Λασπομούρμουρος. «Άκουσα κάποιον που το ’λεγε.»

«Αυτό είναι!» είπε η Τζιλ. «Πρέπει να κάνουμε ότι τάχαμου μας τρώει η αγωνία για τη γιορτή, και να τους πιπιλάμε το μυαλό μ’ ερωτήσεις. Θα μας πάρουν για ντιπ νήπια, κι εμείς, άλλο που δε θέλουμε.»

«Χαζοχαρούμενοι!» είπε ο Λασπομούρμουρος βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό. «Αυτό πρέπει να δείχνουμε. Χαζοχαρούμενοι. Λες και δεν έχουμε καμιά άλλη έγνοια σε τούτο τον κόσμο. Τρελούτσικοι. Εσείς οι δυο δεν τα είχατε και μεγάλα κέφια εδώ που τα λέμε, όλο αυτόν τον καιρό. Θα κοιτάτε εμένα, και θα κάνετε ότι κάνω εγώ. Χαζοχαρούμενος, έτσι!» – κι έσκασε ένα προσποιητό, ανατριχιαστικό γέλιο. «Τρελούτσικος» – κι έδωσε έναν αξιοθρήνητο πήδο. «Αν με παρακολουθείτε συνέχεια, θα μπείτε γρήγορα στο νόημα. Αυτοί μ’ έχουν που μ’ έχουν πάρει κιόλας για φαιδρό τύπο. Όχι ότι κι εσείς οι δυο πάτε πίσω. Χτες βράδυ με πήρατε και σεις για λιγουλάκι στουπί. Όμως σας βεβαιώνω ότι όλα – ή σχεδόν όλα – ήταν φτιαχτά. Κάτι μου έλεγε ότι θα μας φαινόταν χρήσιμο.»

Όταν μετά από καιρό τα παιδιά ξαναφέρναν την κουβέντα στις περιπέτειές τους, ποτέ δεν κατάφερναν να ξεκαθαρίσουν αν αυτή η τελευταία δήλωση ήταν εντελώς αληθινή. Ήταν όμως σίγουροι ότι ο Λασπομούρμουρος το πίστευε όταν το έκανε.

«Εντάξει. Τη λέξη τη βρήκαμε: Χαζοχαρούμενοι» είπε ο Ευστάθιος. «Τώρα όμως να βρούμε και κάποιον να μας ανοίξει την πόρτα. Κι όσο κάνουμε χαρούλες και παλαβομάρες, θα κοιτάμε να βρούμε τα κατατόπια του κάστρου.»

Για καλή τους τύχη, εκείνη τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και η γιγαντο-Παραμάνα μπήκε μέσα φουριόζα λέγοντας: «Και τώρα, κουκλάκια μου, θέλετε να ’ρθετε να δείτε το Βασιλιά και τη Βασίλισσα κι όλους τους αυλικούς που ξεκινάνε για κυνήγι; Τι ομορφιά και τούτη! Άλλο πράμα!»

Στο πι και φι όρμησαν έξω περνώντας δίπλα της και κουτρουβαλώντας κατέβηκαν τις πρώτες σκάλες που βρέθηκαν μπροστά τους. Τους οδηγούσε όλος αυτός ο θόρυβος που ερχόταν από τα κυνηγετικά σκυλιά και τα κέρατα και τις φωνές των γιγάντων, κι έτσι σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στην αυλή. Οι γίγαντες όλοι ήταν πεζοί γιατί, σ’ αυτό το μέρος τους κόσμου, δεν υπάρχουν και γιγαντοάλογα· έτσι λοιπόν οι γιγάντες εδώ πάνε για κυνήγι ποδαράτοι· όπως κάνουν στην Αγγλία όταν κυνηγάνε με τα λαγωνικά. Τα κυνηγόσκυλά τους ήταν φυσικού μεγέθους. Όταν η Τζιλ είδε ότι δεν υπήρχαν άλογα, απογοητεύθηκε φοβερά, γιατί σκέφτηκε «σιγά η νταρντάνα η Βασίλισσα να μην πάρει το κατόπι τα κυνηγόσκυλα περπατώντας»· κι ακόμα σκέφτηκε ότι δε θα πετύχαιναν τίποτε αν την είχαν να τριγυρνάει μέσα στο παλάτι όλη μέρα. Εκείνη τη στιγμή όμως είδε τη Βασίλισσα μέσα σε κάτι που ’μοιαζε με φορητό ανάκλιντρο που το σήκωναν στους ώμους τους έξι νεαροί γίγαντες. Η γρια-ξεκούτα στολισμένη στο καντίνι στα πράσινα και μ’ ένα κέρας κρεμασμένο στο πλάι. Είκοσι με τριάντα γίγαντες, μαζί κι ο Βασιλιάς, συνάχτηκαν, έτοιμοι για το κυνήγι, να μιλάνε όλοι μαζί και να γελάνε που σε ξεκουφαίνανε· και κάτω χαμηλά, πιο κοντά στο μπόι της Τζιλ, κυριαρχούσαν αεικίνητες ουρίτσες, και γαβγίσματα και ανοιχτά, σαλιάρικα στόματα και σκυλίσιες μουσούδες που χώνονταν στις χούφτες σου. Ο Λασπομούρμουρος είχε αρχίσει να παίζει το νούμερό του, αυτό που κατά την άποψή του τον έδειχνε χαζοχαρούμενο και παιχνιδιάρη (που έτσι και το πρόσεχαν μπορούσε και να καταστρέψει τα πάντα) όταν η Τζιλ φόρεσε το πιο τραβηχτικό παιδιάστικο χαμόγελο, έτρεξε κατά το φορείο της Βασίλισσας και της φώναξε με νάζι:

«Ω, σας παρακαλώ! Μη μου πείτε ότι μας φεύγετε! Θα μας ξανάρθετε, βέβαια, έτσι δεν είναι;»

«Μα βέβαια, καλό μου παιδί» είπε η Βασίλισσα. «Θα επιστρέψω απόψε.»

«Ω, τι καλά! Τι θαυμάσια!» είπε η Τζιλ. «Και θα μπορούσαμε να έρθουμε κι εμείς στη γιορτή αύριο, έτσι δεν είναι; Την περιμένουμε πώς και τι την αυριανή νύχτα! Να ξέρατε πόσο μας αρέσει που είμαστε εδώ! Κι όσο θα λείπετε, έχουμε την άδειά σας να τριγυρίσουμε στο κάστρο, να το δούμε; Αχ, κάντε μας τη χάρη, πείτε μας ναι!»

Η Βασίλισσα τους έκανε τη χάρη, είπε «ναι», αλλά τα γέλια των αυλικών σχεδόν έπνιξαν τη φωνή της.

Загрузка...