ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Πίσω από το γυμναστήριο

Ήταν μια μουντή φθινοπωρινή μέρα και η Τζιλ Πόουλ καθόταν πίσω από το γυμναστήριο κι έκλαιγε.

Έκλαιγε γιατί κάποιοι μαθητές τής είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη. Δεν το ’χω σκοπό να γράψω καμιά σχολική ιστορία, γι’ αυτό θα πω δυο λόγια μοναχά για το σχολείο της Τζιλ. Στο κάτω κάτω δεν είναι και κανένα συναρπαστικό θέμα. Το σχολείο της λοιπόν ήταν «μικτό», δηλαδή γι’ αγόρια και κορίτσια, αυτό που παλιά λεγόταν «ανακατεμένο»· μερικοί είχαν να λένε πως αν κάτι ήταν ανακατεμένο δεν ήταν τόσο το σχολείο όσο το μυαλό των διευθυντών του. Αυτοί που λέτε είχαν τη φαεινή ιδέα να επιτρέπουν στους μαθητές και στις μαθήτριες να κάνουν ό,τι τους κάπνιζε. Και, δυστυχώς, αυτό που κάπνιζε σε καμιά δεκαριά ή δεκαπενταριά από τα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν να τραμπουκάρουν τα υπόλοιπα. Συνέβαιναν εκεί μέσα πράγματα φοβερά και τρομερά, που δεν τα βάζει ο νους σας· σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο θα κόβονταν μαχαίρι με το που θα βγαίναν στη φόρα. Όχι όμως σ’ αυτό το σχολείο. Ακόμα κι όταν κάναν τσακωτούς τους δράστες, δεν έπεφτε, ούτε αποβολή ούτε τιμωρία. Αντίθετα, ο Διευθυντής τούς χαρακτήριζε ενδιαφέρουσες ψυχολογικές περιπτώσεις. Τους καλούσε λοιπόν και τους έπιανε κουβέντα με τις ώρες. Έτσι μάλιστα και κάποιος απ’ αυτούς ήξερε να δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις, τότε έφτανε να γίνει από πάνω κι ο εκλεκτός τού Διευθυντή.

Γι’ αυτό το λόγο είχε βάλει τα κλάματα η Τζιλ Πόουλ εκείνη τη μουντή μέρα του φθινοπώρου πίσω στο υγρό μονοπατάκι που περνάει ανάμεσα από το γυμναστήριο και την πλαγιά με τους θάμνους. Δεν είχαν καλά καλά στεγνώσει τα δάκρυά της όταν φάνηκε να στρίβει τη γωνία ένα αγόρι, κοντό σαν στούμπος. Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και σφύριζε. Κόντεψε να πέσει πάνω της.

«Δεν κοιτάς και λίγο μπροστά σου;» είπε η Τζιλ Πόουλ.

«Καλά ντε» είπε το αγόρι, «δεν είναι ανάγκη ν’ αρχίσεις…» και τότε πρόσεξε το πρόσωπό της. «Βρε, Πόουλ» είπε. «Τι τρέχει;»

Η Τζιλ περιορίστηκε να στραβομουτσουνιάσει μ’ εκείνο τον τρόπο όπως όταν θες να μιλήσεις, αλλά βλέπεις πως, έτσι και πας να πεις κάτι, θα σε ξαναπάρουν τα κλάματα.

«Πάω στοίχημα ότι φταίνε αυτοί – όπως πάντα» είπε τ’ αγόρι τσατισμένο κι έχωσε τα χέρια πιο βαθιά μέσα στις τσέπες του.

Η Τζιλ κούνησε το κεφάλι. Δεν ήταν ανάγκη να πει τίποτα ακόμα και να κατάφερνε να μιλήσει. Κι οι δυο τους ήξεραν πολύ καλά ποιος έφταιγε.

«Έλα τώρα» είπε το αγόρι, «δε νομίζω ότι ωφελεί κανέναν μας να…»

Ήταν καλοπροαίρετος, αλλά είχε πάρει ένα ύφος λες και θα ’βγαζε λόγο. Η Τζιλ ξέσπασε απότομα σε φωνές (αυτό που παθαίνεις καμιά φορά έτσι και σου κόψουν το κλάμα στη μέση).

«Οχ, άντε φύγε και κοίτα τη δουλειά σου» είπε. «Σου ζήτησε κανείς να ’ρθεις να χώσεις τη μύτη σου; Ε; Και τι παριστάνεις δηλαδή; Τον ψυχοπονιάρη που θα μας δώσει συμβουλές τι πρέπει να κάνουμε όλοι εμείς; Άσε που ξέρω πολύ καλά τι θα μας πεις: πως πρέπει συνέχεια να Τους γλείφουμε, να Τους ξεσκονίζουμε και να στεκόμαστε κλαρίνο μπροστά Τους όπως κάνεις εσύ.»

«Πα-να-γί-α μου!» έκανε το αγόρι και κάθισε στο γρασίδι της πλαγιάς εκεί που τέλειωναν οι θάμνοι, αλλά αμέσως πετάχτηκε όρθιος, γιατί το γρασίδι ήταν μουσκεμένο. Για κακή του τύχη, τ’ όνομά του ήταν Ευστάθιος Στούμποου, αλλά γενικά δεν ήταν κακό παιδί.

«Βρε Πόουλ!» είπε, «είσαι άδικη. Έκανα τέτοια πράματα φέτο; Δεν πήρα το μέρος του Κάρτερ για το κουνέλι; Δε φύλαξα μυστικό το θέμα με το Σπίβινς – και με τι μαρτύρια! Κι εγώ δεν ήμουνα που…»

«Δ-δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει» είπε μέσα από τ’ αναφιλητά της η Τζιλ.

Ο Στούμποου κατάλαβε ότι η Τζιλ δεν είχε συνέλθει ακόμη και έκανε την πολύ σωστή κίνηση να της προσφέρει μια καραμέλα. Πιπίλαγε κι αυτός μία. Αμέσως η Τζιλ άρχισε να βλέπει τα πράγματα μ’ άλλο μάτι.

«Συγγνώμην, μωρέ Στούμποου» είπε αμέσως. «Σε αδίκησα. Πραγματικά τα ’κανες όλα αυτά – φέτο.»

«Άντε λοιπόν ξέχνα τη τήν περσινή χρονιά» είπε ο Ευστάθιος. «Πέρσι ήμουνα άλλος άνθρωπος. Ήμουνα –μωρέ, σκέτος κόπανος ήμουνα.»

«Να σου πω την αλήθεια, ήσουνα» είπε η Τζιλ.

«Συμφωνείς λοιπόν ότι έχω αλλάξει;»

«Δεν το λέω μοναχά εγώ» είπε η Τζιλ. «Όλοι το λένε. Το έχουν προσέξει ακόμα κι αυτοί. Η Ελεάνορ Μπλάκιστον άκουσε χτες την Αδέλα Πενιφάδερ να το κουβεντιάζει την ώρα που αλλάζαμε. Είπε, “Αυτόν τον πιτσιρικά το Στούμποου κάποιος τον επηρεάζει. Δεν μπορείς να τον φέρεις βόλτα φέτο. Για να τον προσέξουμε λιγάκι”.»

Ο Ευστάθιος ανατρίχιασε. Δεν ήταν ένας στην Πειραματική Σχολή που να μην ήξερε από την καλή τι πάει να πει να σε «προσέξουν» αυτοί.

Τα δυο παιδιά έμειναν σιωπηλά για λίγο. Οι σταγόνες κύλαγαν από τα δαφνόφυλλα.

Μετά η Τζιλ ρώτησε: «Πώς κι ήσουνα τόσο αλλαγμένος το τελευταίο εξάμηνο;»

«Μου ’τυχαν ένα σωρό παράξενα πράματα» είπε με πολύ μυστήριο ο Ευστάθιος.

«Τι πράματα, δηλαδή;» ρώτησε η Τζιλ.

Για κάμποση ώρα ο Ευστάθιος δε μίλησε καθόλου. Ύστερα είπε: «Δε μου λες, βρε Πόουλ, αυτό το σχολείο το μισούμε κι οι δυο μας όσο δεν παίρνει, έτσι δεν είναι;»

«Τουλάχιστον για μένα έτσι είναι» είπε η Πόουλ.

«Επομένως, μπορώ πραγματικά να σου ’χω εμπιστοσύνη.»

«Μωρ’ τι μας λες! Καλοσύνη σου!» είπε η Τζιλ.

«Μόνο που εδώ πρόκειται για ένα πραγματικά φοβερό μυστικό. Για πες μου, Πόουλ, είσαι από τους τύπους που πιστεύουν; Θέλω να πω δηλαδή θα πίστευες πράματα που όλοι οι άλλοι εδώ θα τα κοροϊδεύανε;»

«Δε μου ’χει τύχει μέχρι τώρα» είπε η Τζιλ, «αλλά νομίζω πως θα πίστευα».

«Θα με πίστευες δηλαδή αν σου έλεγα ότι, στις διακοπές, είχα φύγει εντελώς από τον κόσμο – θέλω να πω, ότι ήμουνα έξω από αυτόν τον κόσμο;»

«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις.»

«Λοιπόν. Ας παρατήσουμε τους κόσμους. Ας πούμε πως σου λέω ότι βρέθηκα σ’ ένα μέρος όπου τα ζώα μπορούν και μιλάνε κι ότι εκεί υπάρχουν – εεε – μάγια και δράκοι – και – ξέρεις τώρα, όλα αυτά που διαβάζουμε στα παραμύθια.» Όση ώρα μιλούσε, ο Ευστάθιος ένιωθε φοβερή αμηχανία και το μούτρο του είχε γίνει σαν παπαρούνα.

«Και καλά εσύ πώς βρέθηκες εκεί δηλαδή;»

«Πώς βρέθηκα; Ο μόνος τρόπος να πας εκεί – με Μάγια» είπε ο Ευστάθιος σχεδόν ψιθυριστά. «Ήμουνα με δυο ξαδέλφια μου. Το μόνο που κάναμε – δηλαδή, να, έτσι, στο πι και φι. Αυτοί είχαν ξαναπάει.»

Καθώς μιλούσαν έτσι ψιθυριστά, η Τζιλ ένιωσε πως δεν ήθελε και πολύ για να τον πιστέψει. Ξαφνικά όμως μια φοβερή υποψία τής μπήκε στο μυαλό και είπε (με τέτοια αγριάδα μάλιστα, που για κάποια στιγμή έμοιαζε φτυστή τίγρης):

«Κοίτα καλά, Στούμποου! Έτσι και πάρω είδηση πως με δουλεύεις, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ, ποτέ, ποτέ».

«Δε σε δουλεύω, μωρέ!» είπε ο Ευστάθιος. «Παίρνω όρκο. Ορκίζομαι στο – σ’ ό,τι θες.»

(Τον καιρό που ήμουνα εγώ μαθητής, αυτό που λέγαμε εμείς ήταν: «Ορκίζομαι στη Βίβλο». Στην Πειραματική Σχολή όμως, πολύ που την ξέρανε!)

«Εντάξει» είπε η Τζιλ, «σε πιστεύω».

«Και δε θα πεις κουβέντα σε κανέναν;»

«Για ποια με πήρες;»

Καθώς τα λέγαν όλα αυτά είχαν ανάψει. Ωστόσο, όταν τέλειωσαν την κουβέντα τους και η Τζιλ κοίταξε τριγύρω και είδε εκείνο το μουρτζούφλη φθινοπωρινό ουρανό κι άκουσε τις σταγόνες που πέφταν από τα φύλλα και θυμήθηκε την απελπισία που σου ’ρχόταν στην Πειραματική Σχολή (όλη η περίοδος ήταν δεκατρείς εβδομάδες και είχανε μπροστά τους τις έντεκα), τότε είπε:

«Και τελικά τι βγαίνει απ’ όλη αυτή την ιστορία; Εμείς δεν είμαστε εκεί: είμαστε εδώ. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να πάμε εκεί με τίποτα. Ή μπας και μπορούμε;»

«Αυτό με βασανίζει» είπε ο Ευστάθιος. «Όταν γυρίσαμε από το Μέρος Εκείνο, Κάποιος είπε ότι τα δυο τα Πηβενσόπουλα (αυτά είναι τα ξαδέλφια μου) δε θα μπορούσαν να ξαναπάνε εκεί. Βλέπεις, ήταν η τρίτη τους φορά. Νομίζω ότι τους φτάνει. Δεν είπε όμως ότι δεν μπορώ να πάω εγώ. Αν εννοούσε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα το ’λεγε, εκτός κι αν εννοεί ότι εγώ πρέπει να ξαναγυρίσω! Καθώς καταλαβαίνεις, λοιπόν, με βασανίζει αυτό, άραγε μπορούμε – θα μπορούσαμε;»

«Θες να πεις, ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να συμβεί αυτό;»

Ο Ευστάθιος κούνησε το κεφάλι του.

«Θες να πεις, δηλαδή, ότι μπορούμε, ας πούμε, να ζωγραφίσουμε έναν κύκλο στο χώμα και να γράψουμε μέσα διάφορα αλαμπουρνέζικα – να σταθούμε μέσα – και να πούμε ξόρκια και μαγικά;»

«Να σου πω» είπε ο Ευστάθιος αφού έστυψε το μυαλό του για λίγο. «Κάτι τέτοιο σκεφτόμουνα αν και δεν το ’κανα ποτέ μου. Τώρα όμως που το ’φερε η κουβέντα, σκέφτομαι πως όλα αυτά, οι κύκλοι και τα διάφορα μάλλον είναι μπούρδες. Και δε νομίζω ότι θα του άρεσαν κιόλας. Θα φαινόταν ότι μας περνάει από το μυαλό πως τον έχουμε του χεριού μας. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να του το ζητήσουμε…»

«Δε μου λες, βρε παιδάκι μου! Συνέχεια μου μιλάς για κάποιον. Ποιος είναι αυτός τέλος πάντων;»

«Σ’ εκείνο τον τόπο, τον λένε Ασλάν» είπε ο Ευστάθιος.

«Μώρ’ τι παράξενο όνομα!»

«Αυτό δεν είναι τίποτα. Πού να δεις τι παράξενος είναι αυτός» είπε ο Ευστάθιος με σοβαρότητα. «Άσ’ το αυτό τώρα. Πάμε παρακάτω. Δε χάνουμε τίποτα, απλά να το ζητήσουμε. Θα σταθούμε πλάι πλάι, να έτσι. Και θα τεντώσουμε τα χέρια μας μπροστά με τις παλάμες προς τα κάτω: έτσι όπως έκαναν στο νησί του Ραμάντου…»

«Του ποιανού;»

«Αυτό θα σου το διηγηθώ μια άλλη φορά. Και ίσως θα ’θελε να κοιτάμε κατά την ανατολή. Για να δούμε, κατά πού πέφτει η ανατολή.»

«Μακάρι να ’ξερα!» είπε η Τζιλ.

«Αυτό λοιπόν που είναι καταπληκτικό μ’ εσάς τα κορίτσια είναι ότι δεν μπορείτε ποτέ να προσανατολιστείτε» είπε ο Ευστάθιος.

«Γιατί μπορείς εσύ;» αρπάχτηκε η Τζιλ.

«Βεβαίως και μπορώ. Μοναχά να μη μ’ έκοβες όλη την ώρα! Τώρα το βρήκα. Εκεί είναι η ανατολή, φάτσα στις δάφνες. Τώρα, θα επαναλαμβάνεις ό,τι λόγια θα λέω;»

«Τι λόγια;» ρώτησε η Τζιλ.

«Τι λόγια! Αυτά που θ’ ακούσεις» απάντησε ο Ευστάθιος. «Λοιπόν.»

Κι άρχισε να λέει: «Ασλάν, Ασλάν, Ασλάν!»

«Ασλάν, Ασλάν, Ασλάν» επανάλαβε η Τζιλ.

«Σε παρακαλούμε, βόηθησέ μας να πάμε κι οι δυο μας…»

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, από την άλλη άκρη του γυμναστηρίου ακούστηκε μια πολύ δυνατή φωνή. «Πόουλ; Αμ’ ξέρω εγώ πού βρίσκεται. Θα πλαντάζει στο κλάμα πίσω από το γυμναστήριο. Είστε να τη φέρω σηκωτή;»

Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος κοιτάχτηκαν, δώσανε μια βουτιά κάτω από τις δάφνες κι άρχισαν πανικόβλητοι να σούρνονται πάνω στο χώμα ανηφορίζοντας την απότομη πλαγιά που ’ταν σκεπασμένη με θάμνους. Η ταχύτητά τους άξιζε χειροκρότημα. (Χάρη στις περίεργες μεθόδους διδασκαλίας που επικρατούσαν στην Πειραματική Σχολή, μπορεί να μη μάθαινες σπουδαία γαλλικά ή μαθηματικά ή λατινικά ή τέτοιου είδους πράματα, αυτό όμως που μάθαινες θαυμάσια ήταν πώς να το σκας γρήγορα κι αθόρυβα όταν σε ψάχνανε Αυτοί.)

Μετά από ενός λεπτού σούρσιμο σταμάτησαν κι έστησαν αυτί. Από τη φασαρία που ακουγόταν, κατάλαβαν ότι τους είχαν πάρει το κατόπι.

«Μωρέ δεν ήταν να ξανάνοιγε αυτή η πόρτα!» είπε ο Ευστάθιος καθώς συνέχιζαν και η Τζιλ συμφώνησε. Το είπε αυτό γιατί εκεί που τέλειωναν οι θάμνοι, υπήρχε ένας ψηλός πέτρινος τοίχος με μια πόρτα που έβγαζε σ’ ένα ρεικότοπο. Κατά κανόνα, η πόρτα αυτή ήταν κλειδωμένη. Ωστόσο κάποιες φορές είχε βρεθεί ανοιχτή (μπορεί κάποιες, μπορεί και μια μόνο. Όπως καταλαβαίνετε, ακόμα και μια μοναδική φορά ήταν αρκετή να τους γεμίζει ελπίδες και να θέλουν να ξαναδοκιμάσουν), γιατί έτσι και τύχαινε να ’ναι ξεκλείδωτη, είχες την καταπληκτική ευκαιρία να ξεγλιστρήσεις έξω από την περιοχή του σχολείου χωρίς να σε πάρουνε χαμπάρι.

Η Τζιλ και ο Ευστάθιος, κι οι δυο τους ξαναμμένοι και μες στη βρόμα έτσι που προχωρούσαν σκυμμένοι ένα κουβάρι κάτω από τις δάφνες, έφτασαν στον τοίχο λαχανιασμένοι. Και βεβαίως η πόρτα ήταν εκεί, κλειστή όπως πάντα.

«Την πατήσαμε!» είπε ο Ευστάθιος πιάνοντας το πόμολο· και τότε… «Θεούλη μου!!» Το πόμολο γύρισε και η πόρτα άνοιξε.

Πριν ένα λεπτό, και οι δυο τους λογάριαζαν ότι, έτσι και βρίσκανε την πόρτα ξεκλείδωτη, θα βγαίνανε στο πι και φι. Τώρα όμως, ενώ η πόρτα είχε πραγματικά ανοίξει, εκείνοι είχαν μείνει κι οι δυο στήλη άλατος. Κι αυτό γιατί τα όσα έβλεπαν δεν είχαν καμιά σχέση μ’ αυτά που περίμεναν.

Περίμεναν να δουν την γκρίζα πλαγιά με τα ρείκια ν’ ανηφορίζει ολοένα πιο ψηλά και να σμίγει με το μουντό φθινοπωρινό ουρανό. Αντίθετα, τους υποδέχτηκε λάμψη λιακάδας. Ξεχυνόταν μέσα από το άνοιγμα της πόρτας, έτσι όπως ξεχύνεται το φως μέσα στο γκαράζ όταν ανοίγεις την γκαραζόπορτα Ιούνη μήνα. Έκανε τις σταγόνες του νερού να λαμποκοπούν πάνω στο γρασίδι σαν χάντρες, και το πρόσωπο της Τζιλ να δείχνει ακόμα πιο βρόμικο εκεί που είχαν μείνει σημάδια από τα δάκρυά της. Και το φως του ήλιου ερχόταν από έναν κόσμο, που στα σίγουρα θα τον έλεγες διαφορετικό – τουλάχιστον όσο ήταν ορατός στα παιδιά. Μπροστά τους είδαν να ξανοίγεται μια έκταση όλο χλόη απαλή, η πιο απαλή και λαμπερή που είχε δει ποτέ της η Τζιλ, κι έναν καταγάλανο ουρανό, και πετούμενα που ορμούσαν πέρα δώθε και είχαν μια τέτοια λάμψη που θα μπορούσες να τα πάρεις ή για χρυσαφικά ή για τεράστιες πεταλούδες.

Μολονότι η Τζιλ χαιρόταν τα όσα έβλεπε, συνάμα ένιωθε και τρομαγμένη. Κοίταξε τον Ευστάθιο και της φάνηκε κι αυτός τρομαγμένος.

«Έλα, λοιπόν, Πόουλ» είπε εκείνος ξεψυχισμένα.

«Δε γυρνάμε πίσω λέω εγώ; Δε μου αρέσουν όλ’ αυτά!» είπε η Τζιλ.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε πίσω τους μια φωνή (μια κακίστρικη, μοχθηρή φωνή. «Να το τό πουλάκι μου! Πόουλ!» τσίριξε. «Το ξέρουμε όλοι ότι είσαι εκεί. Για κατέβα.» Ήταν η φωνή της Έντιθ Τζακλ) η ίδια δεν ήταν ακριβώς ένα μ’ Αυτούς, αλλά η μαρτυριάρα κολλητσίδα τους ήταν στα σίγουρα.

«Γρήγορα!» είπε ο Ευστάθιος. «Να. Κράτα το χέρι μου. Μην τ’ αφήσεις με τίποτα.» Η Τζιλ δεν πρόλαβε να καλοκαταλάβει τι συνέβαινε, κι ο Ευστάθιος της είχε αρπάξει το χέρι και την τραβούσε έξω από την πόρτα, έξω από το χώρο του σχολείου, έξω από την Αγγλία, έξω από όλο αυτό που είναι ο κόσμος ο δικός μας, στον Τόπο Εκείνο.

Η φωνή της Έντιθ Τζακλ έπαψε ν’ ακούγεται το ίδιο απότομα, όπως κι η φωνή στο ραδιόφωνο όταν πατήσεις το κουμπί. Στη στιγμή τους τύλιξε ένας ήχος εντελώς διαφορετικός. Ερχόταν από κείνα τα λαμπερά πετούμενα πάνω από το κεφάλι τους, που όπως αποδείχτηκε τώρα ήταν πουλιά. Έβγαζαν έναν ήχο που σε αναστάτωνε, που όμως έφερνε περισσότερο σε μουσική – μάλλον σύγχρονη μουσική που δεν είναι και τόσο εύπεπτη στο πρώτο άκουσμα – παρά σε κελάηδημα πουλιών όπως το ξέρουμε στον δικό μας κόσμο. Ωστόσο, αν και άκουγες το τραγούδι τους, συνάμα ένιωθες στο βάθος μια απέραντη σιωπή. Αυτή η σιωπή, σε συνδυασμό με τη δροσιά του αέρα, έκανε την Τζιλ να σκέφτεται πως θα πρέπει να βρίσκονταν στην κορυφή κάποιου πανύψηλου βουνού.

Με τον Ευστάθιο να της κρατά συνέχεια το χέρι, προχωρούσαν ίσια μπροστά τους, ρίχνοντας προσεχτικές ματιές τριγύρω. Η Τζιλ έβλεπε πως πελώρια δέντρα, που έμοιαζαν με κέδρους, μόνο μεγαλύτερα, υψώνονταν όπου κι αν έπεφτε το βλέμμα σου. Όμως καθώς είχαν φυτρώσει σε κάποια απόσταση το ένα απ’ τ’ άλλο, και καθώς δεν υπήρχε βλάστηση από κάτω, είχες ορατότητα σε μεγάλη ακτίνα μέσα στο δάσος και δεξιά και αριστερά. Κι ώσπου έφτανε η ματιά της Τζιλ, ήταν παντού το ίδιο – χαμηλό γρασίδι, πουλιά που περνούσαν σαν σαΐτες από μπροστά τους, με χρώματα κίτρινα, ή τα μπλε της λιβελούλας ή φτερά στα χρώματα της ίριδας, βαθυγάλαζες σκιές, και κενό. Δεν ένιωθες πνοή ανέμου στο δροσερό, λαμπερό αέρα. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε σε τούτο το δάσος.

Ίσια μπροστά τους δεν υπήρχαν διόλου δέντρα: μοναχά γαλάζιος ουρανός. Συνέχισαν να περπατούν δίχως να κουβεντιάζουν, όταν ξαφνικά η Τζιλ άκουσε τον Ευστάθιο να φωνάζει: «Πρόσεχε!» κι ένιωσε να την τραβάει απότομα προς τα πίσω. Στέκονταν στην άκρη ενός βράχου.

Η Τζιλ ήταν από εκείνους τους τυχερούς ανθρώπους που δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το ύψος. Δεν έπαθε και τίποτα επειδή βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Περισσότερο πειράχτηκε με τον Ευστάθιο έτσι που την τραβολόγησε – «λες και ήμουνα κανένα παιδάκι» είπε – και λευτέρωσε το μπράτσο της από το χέρι του. Όταν πια τον είδε να ’χει γίνει κάτασπρος σαν το πανί, ε, τότε ένιωσε μεγάλη περιφρόνηση.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Και για να δείξει πως εκείνη δε φοβόταν διόλου, πήγε και στάθηκε άκρη άκρη, που πιο πέρα δεν έπαιρνε, για να πούμε την αλήθεια, πιο πέρα από τις προθέσεις της. Ύστερα κοίταξε προς τα κάτω.

Μόνο τότε κατάλαβε γιατί ο Ευστάθιος είχε χάσει το χρώμα του. Κανένας βράχος στον κόσμο το δικό μας δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που είδε. Φανταστείτε τώρα τον εαυτό σας στην κορυφή του ψηλότερου βράχου που ξέρετε. Ύστερα φανταστείτε τον να κοιτάει κάτω τον πάτο. Και τελικά φανταστείτε πως αυτός ο γκρεμός πάει δέκα φορές πιο βαθιά, για να μην πω είκοσι. Αφού θα ’χει χορτάσει το μάτι σας γκρεμό, μετά φανταστείτε ότι από μακριά είδατε κάτι μικρά λευκά σημάδια που τα πήρατε για προβατάκια, ενώ ξαφνικά αντιλαμβάνεστε ότι πρόκειται για σύννεφα – δε μιλάμε για τίποτα τούφες, αλλά για τεράστια άσπρα, αφράτα σύννεφα που στην πραγματικότητα έχουν τον όγκο που έχουν τα περισσότερα βουνά. Και, μην το τραβάμε άλλο, κάπου ανάμεσα σ’ αυτά τα σύννεφα, το μάτι σας πιάνει την πραγματική διάσταση του πάτου, που απλώνεται τόσο μακριά, ώστε δεν μπορείτε να πείτε ξεκάθαρα αν αυτό που βλέπετε είναι λιβάδι ή δάσος, στεριά ή θάλασσα· και σκεφτείτε ότι όλα αυτά απέχουν από τα σύννεφα πολύ περισσότερο απ’ όσο εσείς.

Η Τζιλ είχε μείνει με το μάτι κολλημένο. Μετά σκέφτηκε πως, τελικά, δεν πείραζε να πάει κανένα βηματάκι πιο πίσω· την κράταγε όμως η σκέψη τι θα ’βαζε στο νου του ο Ευστάθιος. Και ξαφνικά κατέληξε πως δεν την ένοιαζε τι θα σκεφτόταν, πως πολύ καλά θα ’κανε να τραβηχτεί από τούτη την άκρη που σε κοψοχόλιαζε και πως άλλη φορά δε θα ξανάκανε την έξυπνη μ’ όσους παθαίνουν ίλιγγο. Έλα όμως που όταν έκανε να κουνηθεί, είδε ότι δεν μπορούσε! Θαρρείς και στα πόδια της είχε βαρίδια. Ξαφνικά ένιωσε πως όλα κολυμπούσαν γύρω της.

«Έι, τι κάνεις, βρε Πόουλ; Γύρνα πίσω – μα τι χαζή, Θεέ μου!» άκουσε τη φωνή του Ευστάθιου. Μια φωνή που όμως έμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά. Τον ένιωσε να την αρπάζει ενώ η ίδια είχε χάσει κάθε έλεγχο του κορμιού της. Για κάποια δευτερόλεπτα, έγινε κάποια πάλη εκεί στην άκρη του γκρεμού. Μέσα στην τρομάρα και στη ζαλάδα που δεν την άφηναν να συνειδητοποιήσει τι έκανε, η Τζιλ δυο πράγματα θα θυμάται όσο ζει (έρχονται ξανά και ξανά στα όνειρά της). Το ένα ήταν ότι είχε λευτερωθεί από το γράπωμα του Ευστάθιου· το άλλο ότι, την ίδια εκείνη στιγμή, ο Ευστάθιος έχασε την ισορροπία του και με μια κραυγή γεμάτη τρόμο, βρέθηκε να κατεβαίνει σαν βολίδα τον γκρεμό.

Ευτυχώς που δεν της δόθηκε ο χρόνος να σκεφτεί τι είχε κάνει. Ένα τεράστιο θεριό με λαμπερά χρώματα βρισκόταν κιόλας στην άκρη του γκρεμού. Το είδε να ξαπλώνει καταγής, να σκύβει και (εδώ είναι το παράξενο) να φυσάει. Όχι να βρυχιέται ή να φτερνίζεται, αλλά να φυσάει μέσα από το ορθάνοιχτο στόμα του· να φυσάει στον ίδιο σταθερό ρυθμό όπως η ηλεκτρική σκούπα ρουφάει. Η Τζιλ βρισκόταν τόσο κοντά σ’ αυτό το πλάσμα, που ένιωθε την ανάσα του να δονεί το σώμα του με σταθερό ρυθμό. Εξακολουθούσε να ’ναι πεσμένη κάτω, γιατί ένιωθε ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της. Στα πρόθυρα λιποθυμίας: μ’ όλα αυτά που συνέβαιναν, θα προτιμούσε χίλιες φορές να είχε πραγματικά λιποθυμίσει, όμως οι λιποθυμίες, βλέπετε, δεν έρχονται κατά παραγγελία. Κάποια στιγμή, πολύ πιο χαμηλά, το μάτι της πήρε μια μικροσκοπική μαύρη κουκκίδα να πλέει όλο και πιο μακριά από το βράχο κι ύστερα κάπως ν’ ανεβαίνει. Καθώς έπαιρνε ύψος ταυτόχρονα απομακρυνόταν. Όταν πια είχε φτάσει στο ύψος της κορυφής του βράχου, βρισκόταν τόσο μακριά που σχεδόν δε φαινόταν πια. Ήταν ολοφάνερο πως απομακρυνόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η Τζιλ σκεφτόταν πως αυτή τη δουλειά θα την είχε σκαρώσει το πλάσμα που βρισκόταν δίπλα της. Γύρισε λοιπόν και το κοίταξε. Ήταν ένα λιοντάρι.

Загрузка...