ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Η εξαφάνιση της Τζιλ

Και που υπήρχε εκείνο το φωτεινό μπαλωματάκι, πάλι δεν έβγαινε τίποτα με το σκοτάδι που ’χαν γύρω τους. Η Τζιλ πάλευε ν’ ανέβει στους ώμους του Βαλτο-Ψηλολέλεκα, αλλά κι αυτό όχι ότι το βλέπανε οι άλλοι, μοναχά τ’ άκουγαν. Άκουσαν, δηλαδή, τη φωνή του Λασπομούρμουρου να λέει: «Σιγά ντε! Δεν είπαμε να χώνεις το δάχτυλό σου μέσα στο μάτι μου» και «Πάρε το πόδι σου μέσα απ’ το στόμα μου» ή «Τώρα πάμε καλύτερα» και «Κοίτα να δεις, τώρα θα κρατήσω γερά τα πόδια σου για να ’χεις τα χέρια σου λεύτερα να στηριχτείς στο τοίχωμα».

Καθώς κοίταξαν καταπάνω, σε λιγάκι, είδαν το σκούρο περίγραμμα του κεφαλιού της Τζιλ κόντρα στο λιγοστό φως.

«Λοιπόν; Λοιπόν;» φώναξαν όλοι με αγωνία.

«Έχει μια τρύπα εδώ» ακούστηκε η φωνή της Τζιλ. «Αν την έφτανα, θα μπορούσα να περάσω από μέσα.»

«Και τι βλέπεις από κει;»

«Ε, τι να δω! Ακόμα τίποτε» είπε η Τζιλ. «Ξέρεις κάτι, Λασπομούρμουρε; Άσε τα πόδια μου κι αντί να κάθομαι στους ώμους σου, καλύτερα να πατήσω πάνω. Έτσι θα στηριχτώ πιο καλά στην άκρη της τρύπας.»

Την άκουσαν που άλλαζε θέση κι ύστερα, στο γκρίζο φως που έμπαινε από το άνοιγμα, φάνηκε να διαγράφεται το σώμα της μέχρι τη μέση.

«Ξέρετε κάτι…» άρχισε να λέει η Τζιλ και, ξαφνικά, αυτό που άρχισε να λέει κόπηκε στη μέση με μια κραυγή: όχι ιδιαίτερα δυνατή. Έμοιαζε περισσότερο σαν να της είχαν φράξει το στόμα ή σαν να της το ’χανε μπουκώσει. Ύστερα σαν να ξαναβρήκε τη φωνή της, πάτησε κάτι ξεφωνητά μ’ όση δύναμη είχε, αλλά δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι ακριβώς έλεγε. Τότε, δυο πράγματα έγιναν ταυτόχρονα. Για κανά δυο δευτερόλεπτα, εκείνο το φωτεινό μπάλωμα χάθηκε ολότελα· ύστερα άκουσαν μια φασαρία λες και γινόταν πάλη και τη φωνή του Λασπομούρμουρου γεμάτη αγωνία: «Γρήγορα! Βοηθείστε! Κρατείστε τα πόδια της. Κάποιος την τραβάει. Εκεί, εκεί. Όχι, εδώ. Πάει! Τώρα είναι αργά».

Το άνοιγμα κι εκείνο το ψυχρό φως που τρύπωνε, τώρα φαίνονταν πάλι κατακάθαρα. Όμως η Τζιλ είχε εξαφανιστεί.

«Τζιλ! Τζιλ!» φώναξαν σαν τρελοί, αλλά απάντηση δεν έπαιρναν καμιά.

«Που να πάρει! Δεν μπορούσες να της κρατάς τα πόδια!» είπε ο Ευστάθιος.

«Δεν ξέρω, βρε Στούμποου» κλαψούρισε ο Λασπομούρμουρος. «Είμαι γεννημένος γκαντέμης, δε θέλει ρώτημα. Τέτοιο είναι το ριζικό μου. Η μοίρα μου το ’χε να φέρω το θάνατο της Πόουλ, έτσι όπως ήταν της μοίρας μου να φάω τότε στο Χάρφανγκ Ελάφι που Μιλάει. Όχι ότι δε φταίω κι εγώ, δηλαδή.»

«Μεγαλύτερη ντροπή και θλίψη δε θα μπορούσε να μας τύχει» είπε ο Πρίγκιπας. «Στείλαμε μια γενναία κόρη στα χέρια του εχθρού κι εμείς μείναμε στα μετόπισθεν, καλοβολεμένοι στην ασφάλειά μας.»

«Μη μας τα λέτε και τόσο μαύρα κι άραχλα, Κύριέ μου» είπε ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας. «Σιγά την ασφάλεια που ’χουμε να πάμε από ασιτία, θαμμένοι μέσα σε τούτη την τρύπα.»

«Άραγε εγώ να χωράω να περάσω από την τρύπα όπως πέρασε η Τζιλ;» είπε ο Ευστάθιος.

Στο αναμεταξύ ακούστε τι είχε συμβεί στην Τζιλ. Με το που έβγαλε το κεφάλι της έξω από την τρύπα, ενώ περίμενε πως θα ’ταν σαν να κοίταζε κάτω από κάποια καταπακτή προς τα πάνω, εκείνη βρέθηκε να κοιτάει κατά κάτω από ψηλά λες και βρισκόταν στο παράθυρο κάποιου ορόφου. Κι επειδή τα μάτια της ήταν συνηθισμένα τόσο καιρό στο σκοτάδι, δεν μπορούσαν να πιάσουν με το πρώτο τα όσα έβλεπε: μ’ εξαίρεση βέβαια το γεγονός ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν το φως της ημέρας, ο ηλιόλουστος κόσμος που τόσο λαχταρούσε να δει. Ο αέρας ήταν τσουχτερός και το φως χλομό και γαλαζωπό. Ακόμα πρόσεξε πως γινόταν πολλή φασαρία κι ότι κάτι άσπρα πράματα πέταγαν εδώ κι εκεί στον αέρα. Αυτά όλα τη στιγμή που φώναξε στο Λασπομούρμουρο να την αφήσει να πατήσει πάνω στους ώμους του.

Πατώντας πάνω του, κατάφερε να δει και να ακούσει πολύ καλύτερα. Όλος αυτός ο θόρυβος, λοιπόν, που άκουγε, προερχόταν από τις εξής δυο πηγές: το ρυθμικό πάτημα από πολλά πόδια και τη μουσική από τέσσερα βιολιά, τρεις αυλούς κι ένα τύμπανο. Ξεκαθάρισε δε και κάτι ακόμα: το πού βρισκόταν. Είχε λοιπόν θέα από μια τρύπα σε μια απότομη πλαγιά, που κατέληγε σε ίσιωμα κάπου πέντε μέτρα παρακάτω. Όλα ήταν κατάλευκα. Κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν. Και ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα! Όλο αυτό το πλήθος ήταν μικροί Φαύνοι και Δρυάδες με τα γιορτινά τους, και με τα μαλλιά τους να κυματίζουν στεφανωμένα με φύλλα. Για κάποιο δευτερόλεπτο της φάνηκε ότι πήγαιναν πέρα δώθε στα κουτουρού· μετά όμως κατάλαβε ότι χόρευαν – χόρευαν ένα χορό με τόσο πολύπλοκα βήματα και φιγούρες, που της πήρε κάποιο χρόνο για να τον καταλάβει. Μετά, σαν να τη χτύπησε αστροπελέκι, της ήρθε η σκέψη ότι αυτό το χλομό, σκουρογάλανο φως στην πραγματικότητα ήταν φεγγαρόφωτο κι ότι αυτή η ασπρίλα πάνω στο έδαφος στην πραγματικότητα ήταν χιόνι. Και ήταν! Κι ήταν αστέρια πάνω από το κεφάλι της αυτά που πρόβαλλαν πάνω στο μαύρο παγερό ουρανό. Κι εκείνα τα ψηλά μαύρα πράματα πίσω από τους χορευτές ήταν δέντρα. Δεν ήταν μόνο ότι είχαν βγει στον Επάνω Κόσμο επιτέλους, αλλά και σ’ αυτή την ίδια την καρδιά της Νάρνια. Η Τζιλ ένιωσε πως θα λιγοθυμούσε από τη χαρά της· κι εκείνη η μουσική – η άγρια, η μεθυστική μουσική κι όμως ούτε στο ελάχιστο τρομακτική, γεμάτη από την καλώς νοούμενη μαγεία, όχι σαν τη μουσική που έβγαινε απ’ το γρατσούνισμα της Μάγισσας – την έκανε να νιώθει όλο και καλύτερα.

Βέβαια όλα αυτά σου παίρνουν πολλή ώρα για να τα διηγηθείς, αλλά ελάχιστη για να τα δεις. Σχεδόν αμέσως η Τζιλ έσκυψε για να φωνάξει στους άλλους, «Ξέρετε κάτι; Τα καταφέραμε. Βγήκαμε έξω! Γυρίσαμε πίσω!» Ο λόγος όμως που δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από το «Ξέρετε κάτι» ήταν ο εξής. Κάνοντας κύκλο γύρω από τους χορευτές ήταν ένας δακτύλιος από Νάνους. Φοράγαν όλοι τα καλά τους· οι περισσότεροι ολοπόρφυρα ρούχα, με κουκούλες φοδραρισμένες με γουνάκι και χρυσαφιές φούντες και ψηλές γούνινες μπότες που τους φτάναν πάνω απ’ το γόνατο. Καθώς κάναν κύκλους, πέταγαν χιονομπαλιές με ιδιαίτερη ευστοχία. (Αυτά ήταν τα λευκά πετούμενα που είχε δει νωρίτερα η Τζιλ.) Οι Νάνοι δε βάζαν στόχο τους χορευτές όπως κάνουν όλα τα χαζά αγόρια στην Αγγλία. Αυτοί πέταγαν τις μπαλιές ανάμεσα στους χορευτές τόσο τέλεια συγχρονισμένοι με τη μουσική, και πετυχαίνανε τόσο καλά το στόχο ώστε, αν όλοι οι χορευτές βρίσκονταν στη σωστή θέση, στη σωστή ώρα, τότε κανένας τους δεν έτρωγε χιονομπαλιά. Αυτός ο χορός λέγεται ο Μεγάλος Χορός του Χιονιού και τον γιορτάζουνε κάθε χρόνο στη Νάρνια την πρώτη νύχτα με φεγγάρι που θα το ’χει στρώσει. Είναι βέβαια κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και χορό, γιατί πότε πότε κάποιος χορευτής που θα ξεφύγει λιγάκι τρώει και μια χιονομπαλιά στα μούτρα κι όλοι σκάνε στα γέλια. Όταν έχεις να κάνεις όμως με μια ομάδα με καλούς χορευτές, Νάνους και μουσικούς, μπορεί να περνάνε ώρες ολόκληρες και να μην την τρώει κανείς τους. Τις γλυκιές νύχτες, με την παγωνιά, με τα τύμπανα να χτυπούν, με τις κουκουβάγιες να κρώζουν, και με το φεγγαρόφωτο, το αίμα που κυλάει μέσα σε τούτα τα πλάσματα τα ριζωμένα στα δάση ανάβει, κι ο χορός τους γίνεται πιο άγριος και κρατάει μέχρι το χάραμα. Μακάρι να ’σασταν από μια μεριά να τον βλέπατε κι εσείς.

Εκείνο που έκοψε τα λόγια της Τζιλ όταν έφτασε στο κάτι του «Ξέρετε κάτι», ήταν βέβαια απλά και μόνο μια ξεγυρισμένη χιονομπαλιά που της ήρθε περνώντας ανάμεσα από τους χορευτές. Την είχε ξαποστείλει ένας Νάνος από την απέναντι, μεριά και τη βρήκε ωραία και καλά κατευθείαν στο στόμα. Δεν την πείραξε καθόλου· όχι μία, είκοσι χιονομπαλιές να ’τρωγε εκείνη τη στιγμή, το ηθικό της δεν έπεφτε με τίποτα. Όση χαρά και να την έχεις όμως, με το στόμα γεμάτο δεν μπορείς να μιλήσεις. Και όταν πια, μετά από μερικές απόπειρες, κατάφερε να ξαναμιλήσει καθαρά, πάνω στον ενθουσιασμό της ούτε που θυμήθηκε ότι οι άλλοι, πίσω της, κάτω στα μαύρα σκοτάδια, ακόμα δεν είχαν ιδέα για τα ευχάριστα νέα. Εκείνη τέντωσε το κεφάλι της έξω από την τρύπα όσο μπορούσε και φώναξε δυνατά κατά τη μεριά των χορευτών.

«Βοήθεια! Βοήθεια! Είμαστε θαμμένοι στο λόφο. Ελάτε να μας ξεθάψετε.»

Οι Ναρνιανοί, που χαμπάρι δεν είχαν γι’ αυτή την τρυπούλα στο λόφο, φυσικά τα ’χασαν. Σαστισμένοι, λοιπόν, κοίταγαν αλλού κι αλλού μέχρι να καταλάβουν από πού ερχόταν η φωνή. Μόλις όμως είδαν την Τζιλ, πιάσαν όλοι τους να τρέχουν κατά κει και κάμποσοι κατάφεραν να σκαρφαλώσουν την πλαγιά· θα ’ταν καμιά δεκαριά χέρια και βάλε που απλώθηκαν για να την τραβήξουν. Η Τζιλ κρατήθηκε γερά και βγήκε από την τρύπα παίρνοντας μια γλίστρα με τη μούρη. Μετά σηκώθηκε όρθια και είπε:

«Αχ, να χαρείτε! Βοηθείστε και τους άλλους. Είναι τρεις ακόμα, χώρια τα άλογα. Κι ο ένας απ’ αυτούς είναι ο Πρίγκιπας Ριλιανός».

Ένα τσούρμο ολόκληρο την είχε κιόλας περιτριγυρίσει, γιατί, εκτός από τους χορευτές, ήταν και διάφοροι άλλοι, απλοί θεατές, που η Τζιλ δεν τους είχε προσέξει νωρίτερα και που φτάσαν εκεί τρέχοντας. Σκίουροι ξετρύπωσαν μέσα από τα δέντρα κατά κύματα, το ίδιο και Κουκουβάγιες. Σκαντζόχοιροι που περπατάγαν σαν παπάκια κατέφθασαν όσο πιο γρήγορα τους πήγαιναν τα ποδαράκια τους. Αρκούδοι κι Ασβοί έρχονταν ξοπίσω τους σουνάμενοι κουνάμενοι. Ένας πελώριος Πάνθηρας που τίναζε την ουρά του με κέφι ήταν ο τελευταίος που έσμιξε με την παρέα.

Μόλις κατάλαβαν τι έλεγε η Τζιλ, αμέσως ανασκουμπώθηκαν όλοι τους. «Παιδιά, κασμάδες και φτυάρια! Κασμάδες και φτυάρια! Τρεχάτε, φέρτε τα!» φώναξαν οι Νάνοι και ξεχύθηκαν στο δάσος φουλαριστοί. «Ξυπνήστε τους Τυφλοπόντικες. Αυτοί είναι μανούλες στο σκάψιμο. Πιάνει το χέρι τους σχεδόν όσο και των Νάνων» είπε μια φωνή. «Τι είπε αυτή η κοπελίτσα για τον Πρίγκιπα Ριλιανό;» είπε κάποια άλλη φωνή. «Σουτ!» είπε ο Πάνθηρας. «Της έστριψε της καψερής· κι εδώ που τα λέμε τόσον καιρό χαμένη μέσα στο λόφο!» «Σωστά!» είπε ένας γερο-Αρκούδος. «Μα δε μου λέτε, είπε πως ο Πρίγκιπας Ριλιανός είναι άλογο;» – «Κολοκύθια που το ’πε» είπε ένας αναιδέστατος Σκίουρος. «Το μάτι σου το κλούβιο» φώναξε ένας άλλος Σκίουρος, ακόμα χειρότερος.

«Αλήθεια σ-σ-σας λέω. Μη λέτε σ-σ-σαχλαμάρες τώρα» είπε η Τζιλ. Μίλαγε έτσι γιατί τα δόντια της τώρα χτύπαγαν από το κρύο.

Στη στιγμή, μια Δρυάδα την τύλιξε μ’ ένα γούνινο μανδύα που ’χε πέσει από κάποιο Νάνο την ώρα που έτρεχε βιαστικά να φέρει τα σκαπτικά του εργαλεία. Ένας υποχρεωτικότατος Φαύνος εξαφανίστηκε μέσα στο σύδεντρο· η Τζιλ είδε από μακριά μια φωτιά να καίει στο στόμιο μιας σπηλιάς· από κει ο Φαύνος της έφερε να πιει κάτι ζεστό. Στο αναμεταξύ, είχαν καταφθάσει όλοι οι Νάνοι με φτυάρια και κασμάδες κι όρμησαν κατά την πλαγιά. Τότε η Τζιλ άκουσε κάποιους Νάνους να φωνάζουν δυνατά: «Έι! Τι κάνεις εκεί! Μάζεψ’ το σπαθί σου», και «Έλα, βρε παιδάκι μου, κάτσε ήσυχα» και «Μωρέ, για δες το τό ’μοβόρικο!» Η Τζιλ έτρεξε κατά κει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα βλέποντας να ξεπροβάλλει μέσα από τη σκοτεινή τρύπα ένα κάτωχρο, θεοβρόμικο μούτρο, του Ευστάθιου, κι ένα χέρι, το δεξί του, που κράδαινε ένα σπαθί έτοιμο να καταφέρει γερό χτύπημα σ’ όποιον ζύγωνε.

Φυσικά τα τελευταία λίγα λεπτά που είχαν περάσει, στον Ευστάθιο είχαν συμβεί πολύ πιο διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι στην Τζιλ. Είχε ακούσει την κραυγή της Τζιλ και μετά την είδε να εξαφανίζεται στο άγνωστο. Σαν τον Πρίγκιπα και το Βαλτο-Ψηλολέλεκα, κι αυτός είχε πιστέψει πως την είχε αρπάξει κάποιο χέρι εχθρικό. Κι από κει κάτω που βρισκόταν δεν μπορούσε να καταλάβει ότι εκείνο το αμυδρό, γαλαζωπό φως που έβλεπε ήταν φεγγαρόφωτο. Φανταζόταν ότι η τρύπα οδηγούσε απλώς σε κάποια άλλη σπηλιά, που φωτιζόταν από ένα αμυδρό φωσφορικό φως, γεμάτο με πλάσματα του Κόσμου στα Έγκατα της Γης, που ένας θεός ήξερε τι φοβερά ήταν. Έτσι, όταν έπεισε το Λασπομούρμουρο να τον αφήσει να πατήσει στην πλάτη του και τράβηξε το σπαθί του και ξεπρόβαλε από την τρύπα, θαρρούσε πως έκανε κάτι πολύ ηρωικό. Ήταν το πρώτο πράγμα που θα κάναν κι οι άλλοι βέβαια, αλλά η τρύπα παραήταν μικρή για να περάσουν. Ο Ευστάθιος ήταν λίγο πιο μεγαλόσωμος από την Τζιλ και πολύ πιο άτσαλος, όταν έκανε λοιπόν να βγάλει το κεφάλι του έξω από την τρύπα για να δει τι γινόταν, κουτούλησε πάνω στο χώμα προκαλώντας μια μικρή χιονοστιβάδα που του ’ρθε κατάμουτρα. Όταν κατάφερε να την τινάξει από τα μάτια του και είδε αυτά τα μικρά στίφη να ’ρχονται τρεχάτα καταπάνω του, ε, δεν είναι και περίεργο που προσπάθησε να τους κατατροπώσει.

«Σταμάτα, παιδάκι μου!» φώναξε η Τζιλ. «Φίλοι είναι οι καημένοι! Δεν το βλέπεις; Φτάσαμε στη Νάρνια. Έπιτέλους, γλιτώσαμε!»

Όταν ο Ευστάθιος κατάλαβε τι συνέβαινε ζήτησε συγγνώμη από τους Νάνους (κι εκείνοι είπαν, καλά δεν πειράζει), και δεκάδες παχουλά, τριχωτά νανίσια χεράκια τον βοήθησαν να βγει όπως νωρίτερα είχαν βοηθήσει την Τζιλ. Ύστερα, η Τζιλ που μπουσουλώντας κακήν κακώς σκαρφάλωσε την πλαγιά κι έφτασε στην τρύπα, έχωσε το κεφάλι της μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα για να πει τα καλά μαντάτα στους έγκλειστους. Όταν έκανε να τραβηχτεί πίσω, άκουσε τον Λασπομούρμουρο να μουρμουράει: «Βρε τη φουκαριάρα την Πόουλ. Της παράπεσε βαρύ όλο αυτό που τράβηξε τώρα στο τέλος. Της έστριψε, δε θέλει ρώτημα. Αρχίζει και παραλογίζεται».

Η Τζιλ κι ο Ευστάθιος ξανάσμιξαν και πιάσαν τις χαιρετούρες ρουφώντας βαθιές ανάσες από το καθάριο νυχτερινό αεράκι. Ένας ζεστός μανδύας έφτασε αμέσως για τον Ευστάθιο και ζεστό ρόφημα και για τους δυο. Όσο εκείνοι ρουφούσαν το ζεστό τους, οι Νάνοι είχαν κιόλας απομακρύνει το χιόνι και το χορταριασμένο χώμα σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της πλαγιάς γύρω από την αρχική τρύπα. Οι κασμάδες και τα φτυάρια πηγαινοέρχονταν με το ίδιο κέφι όπως και τα πόδια των Δρυάδων και των Φαύνων στο χορό πριν δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά μόνο! Όμως στην Τζιλ και στον Ευστάθιο φαινόταν λες κι όλοι οι κίνδυνοι που είχαν περάσει μέσα στα σκοτάδια και στη ζέστη και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα στα Έγκατα της Γης, δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Εδώ έξω, στην ψυχρούλα, με το φεγγάρι και τα πελώρια αστέρια πάνω από το κεφάλι τους (τ’ αστέρια στη Νάρνια είναι πιο χαμηλά από ό,τι στον κόσμο το δικό μας) και μ’ όλες εκείνες τις καλοσυνάτες, χαρωπές φατσούλες τριγύρω τους, δε θα πίστευες με τίποτα στην ύπαρξη ενός κόσμου στα βάθη της γης.

Δεν είχαν αποτελειώσει το ζεστό τους ρόφημα, όταν εμφανίστηκαν καμιά δεκαριά Τυφλοπόντικες, που τους είχαν φέρει σηκωτούς, και επομένως αγουροξυπνημένους, και γι’ αυτό διόλου ενθουσιασμένους. Μόλις όμως κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, στρώθηκαν κι αυτοί στη δουλειά και με κέφι μάλιστα. Ακόμα και οι Φαύνοι φάνηκαν χρήσιμοι κουβαλώντας μακριά το χώμα μέσα σε καροτσάκια, ενώ οι Σκίουροι χοροπηδούσαν πάνω κάτω με τρελή χαρά αν και η Τζιλ δεν κατάλαβε ποτέ της τι θαρρούσαν ότι έκαναν. Οι Αρκούδες κι οι Κουκουβάγιες αρκέστηκαν να δίνουν συμβουλές και συνέχεια ρωτούσαν τα παιδιά μήπως και προτιμούσαν να πάνε στη σπηλιά (εκεί που η Τζιλ είχε δει να καίει η φωτιά), για να ζεστοκοπηθούν και να φαν καμιά μπουκιά. Τα παιδιά όμως ούτε ν’ ακούσουν δε θέλαν ότι θα φεύγανε δίχως να δουν τους φίλους τους επιτέλους ελεύθερους.

Στον κόσμο το δικό μας, δεν μπορώ να σκεφτώ έναν άνθρωπο να κάνει τη δουλειά που κάναν στη Νάρνια οι Νάνοι και οι Τυφλοπόντικες που Μιλάνε· θα μου πείτε βέβαια ότι αυτοί δεν το θεωρούν δουλειά. Σκάψιμο δώσ’ τους και πάρ’ τους την ψυχή. Έτσι λοιπόν πριν περάσει πολλή ώρα, είχαν κιόλας ανοίξει ένα μεγάλο μαύρο χάσμα στην πλαγιά του λόφου. Και να σου μέσα από τα σκοτάδια – κοψοχόλιασμα μεγάλο αν δεν ήξερες ποιοι ήταν – ξεπρόβαλε πρώτα μια στενόμακρη σιλουέτα όλο πόδια κι ένα σουβλερό καπέλο, ο Βαλτο-Ψηλολέλεκας και ξοπίσω, τραβώντας από τα γκέμια δυο μεγαλόπρεπα άλογα ο ίδιος ο Πρίγκιπας Ριλιανός.

Με το που εμφανίστηκε ο Λασπομούρμουρος ξέσπασαν σε φωνές όλοι τους: «Καλέ, ένας Ψηλολέλεκας –βρε, βρε, βρε, ο καλός μας ο Λασπομούρμουρος – ο καλός μας ο Λασπομούρμουρος από τους Ανατολικούς Βάλτους – τι έγινες, βρε Λασπομούρμουρε! Χάθηκες! –στείλανε λυτούς και δεμένους για να σε βρουν – ο Λόρδος Τράμπκιν κόλλησε παντού ανακοινώσεις – μέχρι και αμοιβή προσφέρουν για όποιον σε βρει!» Όμως, μονομιάς, πώς κόβεται μαχαίρι κάθε θόρυβος τη στιγμή που ο Διευθυντής ανοίγει την πόρτα του κοιτώνα όπου γίνεται χαμός, έτσι κάθε κουβέντα σταμάτησε κι έπεσε νεκρική σιγή. Γιατί τώρα είδαν όλοι μπροστά τους τον Πρίγκιπα Ριλιανό.

Κανένας δεν είχε την παραμικρή υποψία για το ποιος ήταν. Ένα σωρό Ζώα και Δρυάδες και Νάνοι και Φαύνοι τον θυμόνταν πολύ πριν τον μαγέψουν. Οι γεροντότεροι αμέσως θυμήθηκαν τον πατέρα του, το Βασιλιά Κασπιανό στα νιάτα του, τέτοια ομοιότητα είχαν. Όμως εμένα μου φαίνεται ότι θα τον αναγνώριζαν όπως και να ήταν. Αν και χλομός από τη μακρόχρονη αιχμαλωσία στις Χώρες του Ερέβους, στα μαύρα του, σκονισμένος κι ατημέλητος και καταβεβλημένος, είχε ωστόσο η όλη του εμφάνιση έναν αέρα αλάθητο. Τον αέρα που υπάρχει στο πρόσωπο όλων των αληθινών βασιλιάδων της Νάρνια, αυτών που κυβερνούν με τη βούληση του Ασλάν και ζουν στο Κάιρ Πάραβελ, στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλιά Πέτρου. Στη στιγμή, παντού κεφάλια ξέσκεπα και γόνατα λυγισμένα· κι αμέσως μετά, έγινε το σώσε· τέτοιες ήταν οι ζητωκραυγές και οι φωνές, τέτοιοι οι πήδοι κι η ξέφρενη χαρά, τέτοιες οι χαιρετούρες, τα φιλιά και τ’ αγκαλιάσματα ο ένας με τον άλλο, που τα μάτια της Τζιλ γέμισαν δάκρυα. Τα όσα είχαν περάσει για να βρουν τον Πρίγκιπα άξιζαν τον κόπο.

«Να με συμπαθά ο Μεγαλειότατος» είπε ο γεροντότερος Νάνος, «έχουμε ετοιμάσει κάποιο μεζεδάκι πέρα εκεί στη σπηλιά, να το γιορτάσουμε τώρα που τελειώνει ο χορός του χιονιού».

«Μετά χαράς, Γέροντα» είπε ο Πρίγκιπας. «Εξάλλου δε νομίζω ότι υπήρξε ποτέ Πρίγκιπας, Ιππότης, Άρχοντας ή Υποτακτικός να είχε την όρεξη που ’χουμε απόψε εμείς οι τέσσερις πλάνητες.»

Ολάκερο το πλήθος κίνησε κατά τη σπηλιά περνώντας μέσα απ’ το σύδεντρο. Η Τζιλ άκουσε το Λασπομούρμουρο να λέει σ’ αυτούς που συνωστίζονταν τριγύρω του. «Όχι, όχι, αφήστε! Η ιστορία μου μπορεί να περιμένει. Ε, δε μου συνέβη και τίποτε που ν’ αξίζει να το διηγηθώ. Εγώ θέλω να μάθω τα δικά σας. Και μη μου τα λέτε με το μαλακό· τα προτιμάω μονοκοπανιά. Καραβοτσακίστηκε ο Βασιλιάς μας; Πήραν φωτιά τα δάση; Κανάς πόλεμος στα σύνορα της Καλορμίνας; Ή κανάς δράκοντας; Κάτι θα ’γινε, δε θέλει ρώτημα!» Κι όλα τα πλάσματα τριγύρω βάλαν τα γέλια λέγοντας: «Βρε, σαν ν’ ακούω το Βαλτο-Ψηλολέλεκα να μιλάει!»

Τα δυο παιδιά δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους από την κούραση και την πείνα, η ζεστασιά όμως της σπηλιάς, και η θέα της μονάχα, με τις φλόγες της φωτιάς να χορεύουν πάνω στους τοίχους, στα ντουλάπια, στα φλιτζάνια και στα πιάτα και πάνω στο λείο πέτρινο δάπεδο, λες και βρίσκονταν σε κουζίνα αγροτόσπιτου, όλα αυτά τους τόνωσαν λιγάκι. Ωστόσο, ώσπου να ετοιμαστεί το δείπνο, τους πήρε ο ύπνος. Κι όση ώρα κοιμόνταν, ο Πρίγκιπας Ριλιανός μιλούσε για όλη τους την περιπέτεια στους γερο-σοφούς Νάνους και στ’ άλλα Ζώα. Όλοι τους τώρα ένα πράμα κατάλαβαν: πως μια πανάθλια Μάγισσα (σίγουρα όχι καλύτερη από τη Λευκή Μάγισσα που είχε φέρει το Μακρύ Χειμώνα στη Νάρνια εδώ και χρόνια) είχε σκαρώσει όλη αυτή την ιστορία: πρώτα να σκοτώσει τη μητέρα του Ριλιανού, και ύστερα να μαγέψει το Ριλιανό τον ίδιο. Και κατάλαβαν ότι αυτή είχε κατασκάψει τη γη κάτω από τη Νάρνια κι είχε σκοπό να εμφανιστεί ξαφνικά και να την κατακτήσει χρησιμοποιώντας το Ριλιανό. Κι ακόμα κατάλαβαν πως εκείνος δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι η χώρα όπου σκόπευε να τον στέψει βασιλιά (τυπικά βασιλιά, στην ουσία σκλάβο της) ήταν η ίδια του η χώρα. Από τη μεριά πάλι της ιστορίας των παιδιών, κατάλαβαν πως η Μάγισσα είχε καταφέρει να συμμαχήσει με τους επικίνδυνους γίγαντες του Χάρφανγκ. «Το μάθημα λοιπόν που βγαίνει από όλα τούτα, Μεγαλειότατε» είπε ο γεροντότερος Νάνος, «είναι πως αυτές οι Μάγισσες του Βορρά ένα πράμα έχουν πάντα στο μυαλό τους, μόνο που σε κάθε εποχή, αλλάζουν τακτική για να το πετύχουν».

Загрузка...