Ο Τσερίσης που έπεσε στην παδέλα. (Церисис, который упал в кастрюлю; η παδέλα – большая глиняная кастрюля)

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε (однажды жили) σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά (в одной деревне старик и старуха). Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι (жили /они/ хорошо и были очень любящие /друг друга/; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный), αλλά είχανε μεγάλο καημό (но имели большое горе) που δεν είχανε παιδιά (что не имели детей). Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό (молили, итак, днём /и/ ночью Бога) να τους χαρίσει ένα παιδάκι (чтобы подарил им ребёночка), κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα (и пусть = пусть даже /он/ был бы малюсенький, крошечка; μικρός – маленький; η στάλα – капля; капелька, чуточка).


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά. Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι, αλλά είχανε μεγάλο καημό που δεν είχανε παιδιά. Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι, κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα.


Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους (Бог услышал мольбы их) και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό (и старуха родила ребёнка очень маленького), που το βγάλανε Τσερίση (которого назвали Церисис). Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός (Церисис, пусть /и/ был маленький), ήτανε πολύ καλό παιδάκι (был очень хорошим ребёночком). Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του (слушал отца своего и маму свою), κι όσο μεγάλωνε (и сколько вырастал = и когда подрос), έκανε δουλειές και θελήματα (выполнял: "делал" работы и поручения). Έσπαγε βέργες (ломал ветки), έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια (мыл чашки и стаканы) κι εσύμπαγε τη φωτιά (и раздувал огонь) για να βράζει το φαί (чтобы варить еду). Όλοι τον αγαπάγανε (все его любили), οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε (соседи и /те/, кто его знали).


Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό, που το βγάλανε Τσερίση. Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός, ήτανε πολύ καλό παιδάκι. Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του, κι όσο μεγάλωνε, έκανε δουλειές και θελήματα. Έσπαγε βέργες, έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια κι εσύμπαγε τη φωτιά για να βράζει το φαί. Όλοι τον αγαπάγανε, οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε.


Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά (в одно воскресенье старик и старуха) θέλανε να πάνε στην εκκλησία (хотели пойти в церковь; η εκκλησία – церковь; /церковная/ служба). Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή (тогда позвала мама его из двора), που έπαιζε, και του λέει (где /он/ играл, и ему говорит):

Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία (мы пойдём в церковь). Εσύ να προσέχεις το φαΐ (ты последи за едой; προσέχω – следить, наблюдать; быть внимательным) που έχω απάνω στη φωτιά (которая у меня: "которую имею" на огне). Να βάνεις ξύλο μη σβήσει (положи дрова, /чтобы/ не потухло) και να ρίχνεις και λίγο νερό (и брось = прысни и немного воды). Πρόσεχε όμως (смотри однако), μη σκύβεις πολύ στην παδέλα (не наклоняйся сильно в кастрюлю) και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς (и /не/ упади внутрь = в неё и /не/ обожгись; τσουρουφλίζω – опалить /на огне/)!

Έγνοια σου, μάνα, της λέει (будь спокойна, мама, – ей говорит; έγνοια – забота; беспокойство; έγνοια σου – будь спокоен, успокойся).


Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά θέλανε να πάνε στην εκκλησία. Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή, που έπαιζε, και του λέει:

Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία. Εσύ να προσέχεις το φαΐ που έχω απάνω στη φωτιά. Να βάνεις ξύλο μη σβήσει και να ρίχνεις και λίγο νερό. Πρόσεχε όμως, μη σκύβεις πολύ στην παδέλα και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς!

Έγνοια σου, μάνα, της λέει.


Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία (старуха и старик, спокойные, отправились в церковь).

Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι (Церисис сновал туда-сюда из двора в дом; μπαινοβγαίνω – сновать взад и вперёд; ср. μπαίνω – входить; βγαίνω – выходить) και πρόσεχε το φαΐ (и следил за едой). Εσύμπαγε τη φωτιά (раздул огонь) κι έριχνε κι από λίγο νερό (и бросил = прыснул немного воды). Μια στιγμή όμως (в один момент однако), που άργησε λίγο στο παιχνίδι (когда замешкался чуть-чуть в игре), του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό (ему показалось, что запахла еда), κι έσκυψε να δεί καλά (и наклонился, чтобы увидеть хорошо = как следует), πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε (падает внутрь кастрюли и ослеп)!

Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε (никто его не видел и его не слышал)…


Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία.

Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι και πρόσεχε το φαΐ. Εσύμπαγε τη φωτιά κι έριχνε κι από λίγο νερό. Μια στιγμή όμως, που άργησε λίγο στο παιχνίδι, του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό, κι έσκυψε να δεί καλά, πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε!

Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε…


Όταν σκόλασε η εκκλησία (когда закончилась служба), η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους (старуха и старик отправились домой). Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του (старик нашёл = встретил и друга его) και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη (и взяли и его с собой в гости), να του κάνουνε το τραπέζι (чтобы ему сделали стол = чтобы его угостить).

Φτάνοντας η γριά στο σπίτι (пришедшая старуха в дом = когда старуха пришла домой) ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση (удивилась, что не увидела Церисиса; ξαφνιάζομαι – поражаться, удивляться; пугаться). Φωνάζει (зовёт):

– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα (ничего)!


Όταν σκόλασε η εκκλησία, η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους. Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη, να του κάνουνε το τραπέζι.

Φτάνοντας η γριά στο σπίτι ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση. Φωνάζει:

– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα!


Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα (выходит во двор, зовёт, ничего). Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε (спрашивает соседушек, не видели ли его; ο γείτονας – сосед).

– Τώρα, πριν λίγη ώρα (сейчас, назад маленькое время = совсем недавно) μπήκε μες στο σπίτι, της λένε (вошёл в дом, – ей говорят).

Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα (ищет во всём доме, зовёт – ничего). Πλησιάζει να δεί το φαγητό (приближается посмотреть еду), βλέπει την παδέλα ξέσκεπη (видит кастрюлю без крышки; ξέσκεπος = ξεσκέπαστος – не покрытый, не имеющий крыши), κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον (смотрит внутрь и его видит ослеплённого). Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της (начинает тянуть волосы свои = рвать на себе волосы):

– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα (ах, Церисис мой, какое зло /я/ перенесла = какая беда со мной случилась)!


Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα. Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε.

– Τώρα, πριν λίγη ώρα μπήκε μες στο σπίτι, της λένε.

Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα. Πλησιάζει να δεί το φαγητό, βλέπει την παδέλα ξέσκεπη, κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον. Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της:

– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα!


Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε (старик, едва её услышал), άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του (стал от горя рвать бороду свою).

Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά (гость, когда увидел всё это), άρχισε να πετάει τη σκούφια του (стал бросать шапку свою).

Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα (ставни, когда увидели, что происходило внутри; τα παραθυρόφυλλα: το παράθυρο – окно + το φύλλο – лист), άρχισαν να χτυποβροντάνε (начали барабанить; χτυποβροντώ: χτυπώ – бить, стучать + βροντώ – греметь, грохотать).


Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε, άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του.

Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά, άρχισε να πετάει τη σκούφια του.

Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα, άρχισαν να χτυποβροντάνε.


Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός (в то время идёт орёл = летит мимо орёл). Ρωτάει (спрашивает):

Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε; (ставни, почему барабаните?)

Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε (ах, /ты/ этого не знаешь? – ему говорят; μαθαίνω – учить, выучить; слышать, узнавать). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (Церисис упал в кастрюлю). Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду), ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε (гость бросает шапку свою, и мы барабаним).


Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός. Ρωτάει:

– Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε;

– Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα. Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε.


– Αχ! λέει ο αϊτός (ах! – говорит орёл). Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου (и я сброшу золотое крыло моё)! Και, λέγοντας αυτά (и, говоря это), ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού (поднимается на крышу дома) και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά (и клювом своим даёт дёрганье = щиплет себя; η μύτη – нос; η τραβηξιά – таскание, дёргание) και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει (и отдирает золотое крыло своё и его сбрасывет; ξεκολλώ – отклеивать; отрывать).

Σε λίγο φτερακάει (через немногое /время/ устаёт) κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί (и поднимается на вершину яблони, чтобы отдохнуть). Τόνε ρωτάει η μηλιά (тогда спрашивает яблоня):

Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου; (орёл мой, где золотое крыло твоё?)


Αχ! λέει ο αϊτός. Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου! Και, λέγοντας αυτά, ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει.

Σε λίγο φτερακάει κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί. Τόνε ρωτάει η μηλιά:

– Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου;


Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; (ах, – ей говорит, – этого не знаешь?) Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его), τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου (ставни барабанят и я сбросил золотое крыло моё).

Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά (и я, – говорит тогда яблоня), θα πετάξω όλα μου τα μήλα (сброшу все мои яблоки)!

Και δίνει μια τιναξιά (и даёт встряхивание = и встряхивается) και τα τινάζει όλα κάτω (и стряхивает всё вниз), και τα γερά και τα σάπια (и здоровые и гнилые).


Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου.

Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά, θα πετάξω όλα μου τα μήλα!

Και δίνει μια τιναξιά και τα τινάζει όλα κάτω, και τα γερά και τα σάπια.


Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά (идёт свинья под яблоню) να φάει σάπια μήλα (чтобы поесть гнилых яблок) και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα (и их видит все на земле слоем).

Μηλιά, της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα; (яблоня, – ей говорит, – почему /ты/ сбросила все свои яблоки?)

Δεν το 'μαθες; του λέει (этого не знаешь? – ему говорит). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα (и я сбросила все мои яблоки).

– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια (и я, – говорит свинья, – выброшу все мои зубы)! Και τα πέταξε (и их выбросила).


Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά να φάει σάπια μήλα και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα.

– Μηλιά,της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα;

– Δεν το 'μαθες; του λέει. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα.

– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια! Και τα πέταξε.


Πηγαίνει σε λίγο (идёт через немного /времени/) στη βρύση να πίνει νερό (к источнику попить воды). Η βρύση του λέει παραξενεμένη (источник ей говорит, недоумевающий; παραξενεύω – вызывать удивление; παράξενος – странный, удивительный):

Γουρούνι μου (свинья моя), πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε; (где зубы твои, что случилось?)

Αχ, της λέει, βρύση μου (ах, – ему говорит /свинья/, – источник мой), δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаешь, что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου; (яблоня сбросила яблоки свои и я выбросила зубы мои?)

Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση (я этого не знал, – сказал источник). Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου (тогда и я испорчу воду мою; βρομάω = βρωμάω – скверно пахнуть, тухнуть)! Και το βρόμεψε (и её испортил).


Πηγαίνει σε λίγο στη βρύση να πίνει νερό. Η βρύση του λέει παραξενεμένη:

– Γουρούνι μου, πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε;

– Αχ, της λέει, βρύση μου, δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου;

– Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση. Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου! Και το βρόμεψε.


Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες (в то время шли какие-то девушки) με κόφες γεμάτες ρούχα (с корзинами, полными одежды), να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης (чтобы их прополоскать в чистой воде источника). Το βλέπουν βρόμικο (её видят грязную = видят, что вода грязная) και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό (и его /источник/ спрашивают, почему /он/ сделал это).

– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаете, – им говорит, – что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё, яблоня сбрасывает яблоки свои, свинья выбрасывает зубы свои) κι εγώ βρόμεψα το νερό μου; (и я испачкал воду мою?)


Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες με κόφες γεμάτες ρούχα, να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης. Το βλέπουν βρόμικο και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό.

– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του κι εγώ βρόμεψα το νερό μου;


Τότε λένε κι αυτές (тогда говорят и они):

– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό (и мы бросим одежды наши в обрыв)!

Και τα πετάνε (и их бросили).

Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές (вернулись тогда в дом их порожние), χωρίς ρούχα (без одежд).


Τότε λένε κι αυτές:

– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό! Και τα πετάνε.

Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές, χωρίς ρούχα.

Загрузка...