Ο σοφός χωρικός. (Мудрый крестьянин)

Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής (был царь, который оделся бродягой; το κουρέλι – тряпка, во мн. ч. – тряпьё, лохмотья) και βγήκε να δει πώς ζουν (и вышел посмотреть, как живут) οι άνθρωποι στο βασίλειο του (люди в царстве его). Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε (шёл, шёл, никто его не узнал), στο τέλος (под конец) συνάντησε έναν άνθρωπο (встретил человека) που έσκαβε το χωράφι (который вскапывал поле).


Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής και βγήκε να δει πώς ζουν οι άνθρωποι στο βασίλειο του. Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε, στο τέλος συνάντησε έναν άνθρωπο που έσκαβε το χωράφι.


Ο Θεός να σ' έχει καλά (Бог тебе да пошлёт добра), άνθρωπε της γης (человек земли), είπε ο βασιλιάς (сказал царь).

Και σένα, άρχοντα της γης (и тебе, правитель земли), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).

– Γιατί με λες άρχοντα; (почему меня называешь правителем?: "меня говоришь правителем") Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής; (тебе напоминаю правителя я, бродяга?)


Ο Θεός να σ' έχει καλά, άνθρωπε της γης, είπε ο βασιλιάς.

Και σένα, άρχοντα της γης, αποκρίθηκε ο χωρικός.

Γιατί με λες άρχοντα; Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής;


– Όλοι άρχοντες της γης είμαστε (все /мы/ правители земли). Ο Θεός μας έκανε για τη γη (Бог нас создал для земли).

Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού (царь удивился словам крестьянина) και του είπε (и ему сказал):

Δουλεύεις πολύ (работаешь много) κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια (пусть и преклонный в годах = хоть ты и преклонных лет).

Δουλεύω για να θρέψω (работаю, чтобы кормить) ανθρώπους πιο γέρους από μένα (людей более старых, чем я).


Όλοι άρχοντες της γης είμαστε. Ο Θεός μας έκανε για τη γη. Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού και του είπε:

Δουλεύεις πολύ κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια.

Δουλεύω για να θρέψω ανθρώπους πιο γέρους από μένα.


Και πόσα βγάζεις; (и сколько выручаешь?)

– Βγάζω όσα χρειάζονται (выручаю, сколько необходимо) για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (чтобы ел я и жена моя), άλλα τόσα για να ξεπληρώσω (ещё столько, чтобы выплачивать; άλλος – прочий, другой, следующий) ένα χρέος μου παλιό (долг мой старый), άλλα τόσα για να δανείζω (ещё столько, чтобы давать в долг; το δάνειο – заём) κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα (и ещё столько, чтобы бросать в воздух).


– Και πόσα βγάζεις;

– Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου, άλλα τόσα για να ξεπληρώσω ένα χρέος μου παλιό, άλλα τόσα για να δανείζω κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα.


Ο βασιλιάς απόρησε (царь удивился; απορώ – удивляться, недоумевать):

Τι λες, άνθρωπε μου; (что говоришь, мил человек: "человек мой"?) Τι εννοείς με όλα αυτά; (Что подразумеваешь под всем этим?)

Κάτσε (садись) να σου πω (/я/ тебе скажу) να καταλάβεις (чтобы /ты/ понял). Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (выручаю, сколько необходимо, чтобы ел я и жена моя). Αυτό το κατάλαβες (это /ты/ понял). Ξεπληρώνω το χρέος (выплачиваю долг) που έχω απέναντι στους γονείς μου (который имею перед родителями моими) και βγάζω όσα χρειάζονται (и зарабатываю, сколько нужно) για να φάνε τα παιδιά μου (чтобы ели дети мои). Κι αυτά είναι τα δανεικά (и это данное взаймы) που θα μου γυρίσουν σα γεράσω (которое мне вернут, когда состарюсь).


Ο βασιλιάς απόρησε:

Τι λες, άνθρωπε μου; Τι εννοείς με όλα αυτά;

Κάτσε να σου πω να καταλάβεις. Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου. Αυτό το κατάλαβες. Ξεπληρώνω το χρέος που έχω απέναντι στους γονείς μου και βγάζω όσα χρειάζονται για να φάνε τα παιδιά μου. Κι αυτά είναι τα δανεικά που θα μου γυρίσουν σα γεράσω.


Καλά μέχρι εδώ (хороши до сих пор: "досюда") και σοφά τα λόγια σου (и мудры слова твои). Μα αυτά που πετάς στον αέρα (но то, что бросаешь в воздух) για ποιον τα πετάς; (для кого это бросаешь?)

– Αυτά που πετώ στον αέρα (то, что бросаю в воздух) είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά (это/ налог, который даю царю) και ποτέ δε γυρίζει πίσω (и никогда не возвращается назад), αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει (ответил крестьянин, не зная: "без того, чтобы знал", с кем говорит).


Καλά μέχρι εδώ και σοφά τα λόγια σου. Μα αυτά που πετάς στον αέρα για ποιον τα πετάς;

Αυτά που πετώ στον αέρα είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά και ποτέ δε γυρίζει πίσω, αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει.


Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος (царь остался онемевший = царь онемел). Τι να κάνει; (Что ему делать?) Να του πάρει το κεφάλι (ему отрубить голову: "забрать голову") που μιλάει έτσι για το βασιλιά (который говорит так о царе) ή να θαυμάσει τη σοφία του; (или удивиться мудрости его?)

– Μιλάς έτσι (говоришь так) γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς (потому что не знаешь, с кем говоришь), του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι (ему сказал /царь/ и показался, кто /он/ есть; φανερώνομαι – появляться; раскрываться, обнаруживаться).

– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής (царь мой, раз /ты/ пришёл бродягой), ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες (/ты/ хотел услышать правду) κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (а не чтобы тебе ласкали уши твои), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).


Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος. Τι να κάνει; Να του πάρει το κεφάλι που μιλάει έτσι για το βασιλιά ή να θαυμάσει τη σοφία του;

– Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς, του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι.

– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής, ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου, αποκρίθηκε ο χωρικός.


– Έτσι είναι (это так). Έχεις δίκιο (ты прав = имеешь правоту; ср. το δίκαιο / το δίκιο – право; правота) κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες (пусть даже мне не нравится то, что ты говоришь). Κοίτα όμως (смотри, однако), μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε (не скажи нигде, о чём /мы/ говорили; κουβεντιάζω – обсуждать, беседовать). Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου (только перед лицом моим), αλλιώς σου πήρα το κεφάλι (иначе тебе отрублю голову)!

Αυτά είπε ο βασιλιάς (это сказал царь) και γύρισε στο παλάτι (и вернулся во дворец).


– Έτσι είναι. Έχεις δίκιο κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες. Κοίτα όμως, μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε. Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου, αλλιώς σου πήρα το κεφάλι!

Αυτά είπε ο βασιλιάς και γύρισε στο παλάτι.


Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα (надел снова царские свои одежды) και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς (и позвал советников своих мудрых) που του χάϊδευαν τ' αυτιά (которые ему ласкали уши) και τους είπε τα λόγια του χωρικού (и им сказал слова крестьянина):

– Το και το και (то-то и то-то), κι αν δε μου βρείτε (и если мне не найдёте) τι σημαίνουν όλα αυτά (что значит всё это) σε τρεις μέρες (в течение трёх дней), σας διώχνω απ' το παλάτι (вас прогоню из дворца).


Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς που του χάϊδευαν τ' αυτιά και τους είπε τα λόγια του χωρικού:

– Το και το και, κι αν δε μου βρείτε τι σημαίνουν όλα αυτά σε τρεις μέρες, σας διώχνω απ' το παλάτι.


Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί (думали, снова думали мудрецы), δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό (им не интересовало другое ум = ничто другое не занимало их ум; κόβω – резать; αυτό με κόβει – меня это интересует). Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους (отчаялись наконец; το μούτρο – рожа, морда; ρίχνω – бросать; ρίχνω τα μούτρα – окунуться во что-либо с головой /т.е. отдаться делу/; отчаяться) και την τρίτη μέρα πάνε (и на третий день пошли) και βρίσκουν το χωρικό (и нашли крестьянина).

Πες μας (скажи нам), τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; (какие были слова, которые /ты/ сказал царю?) Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε (/он/ нас прогонит из дворца, если это не объясним)!

Δε γίνεται (не выйдет). Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του (только перед лицом его) θα μιλήσω (/я/ буду говорить), όπως με διέταξε (как /он/ мне приказал).


Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί, δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό. Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους και την τρίτη μέρα πάνε και βρίσκουν το χωρικό.

Πες μας, τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε!

Δε γίνεται. Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του θα μιλήσω, όπως με διέταξε.


Του τάζουν όσα φλουριά θέλει (ему обещали /столько/, сколько золотых монет хочет), αρκεί να τους μαρτυρήσει (достаточно, чтобы /он/ им рассказал). Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά (берёт крестьянин монеты) και τους τα μαρτυράει (и им это рассказывает). Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά (возвращаются мудрецы во дворец довольные; дословно: «всё радость») κι απαντούν στο βασιλιά (и отвечают царю). Ο βασιλιάς το κατάλαβε (царь это понял) κι έγινε έξω φρενών (и вышел из себя: «стал вне разума»; ср. τα φρένα – разум). Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι (приказывает – и ему приводят крестьянина во дворец), να του κόψουν το κεφάλι (чтобы ему отрубили голову).


Του τάζουν όσα φλουριά θέλει, αρκεί να τους μαρτυρήσει. Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά και τους τα μαρτυράει. Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά κι απαντούν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς το κατάλαβε κι έγινε έξω φρενών. Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι, να του κόψουν το κεφάλι.


Βασιλιά μου, είσαι άδικος (царь мой, /ты/ несправедлив). Εσύ ντύθηκες κουρελής (ты оделся бродягой) κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια (и пришёл, чтобы услышать правду). Ας καθόσουν στο παλάτι σου (сидел бы /ты/ во дворце твоём) να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (чтобы тебе ласкали уши твои).

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες (это не о мудрых словах, которые /ты/ сказал). Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου (это потому что не сдержал /ты/ слово своё) και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου (и рассказал, не видя: " без того, чтобы ты видел" лицо моё).


Βασιλιά μου, είσαι άδικος. Εσύ ντύθηκες κουρελής κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια. Ας καθόσουν στο παλάτι σου να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου.

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες. Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου.


Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; (Как /же я/ его не видел, царь мой?) Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα (передо мной его имел, когда говорил). Για δες και συ (посмотри и ты).

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί (вытащил из кармана своего монету) και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής (и её перевернул стороной головы = аверсом). Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του (видит царь голову свою) στο φλουρί και θαυμάζει (на монете и удивляется).


– Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα. Για δες και συ.

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής. Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του στο φλουρί και θαυμάζει.


– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες (ну-ка, – говорит советникам). Άιντε να κάνετε χωράφι (ну-ка давайте делайте поле = идите-ка обрабатывать поле), μπας και μυαλώσετε (может, и поумнеете; ср. το μυαλό – мозг; разум) και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου (и перестанете ласкать уши мои).

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι (и их изгнал из дворца). Και πήρε σύμβουλο το χωρικό (и взял в советники крестьянина), που από φτωχός έγινε άρχοντας (который из бедного стал богатым) κι από σοφός σοφότερος (и из мудрого мудрейшим).


– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες. Άιντε να κάνετε χωράφι, μπας και μυαλώσετε και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου.

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι. Και πήρε σύμβουλο το χωρικό, που από φτωχός έγινε άρχοντας κι από σοφός σοφότερος.

Загрузка...