Ο ναύτης και ο διάβολος. (Моряк и бес)

Πριν πολλά χρόνια (назад много лет = много лет назад) ένας άνθρωπος είχε δυνατό πόνο στο στομάχι (один человек имел = у одного человека была сильная боль в желудке). Πήρε βοτάνια (взял растения = лечился травами), ήπιε μαντζούνια (пил /разные/ средства; το μα(ν)τζούνι – знахарское / народное средство), τίποτα (ничего = никакого результата). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Χαμένα τα γιατροσόφια (потерянные снадобья = тщетно принимал он снадобья). Το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει (принял решение = решил, что умрёт). Έστειλε να φωνάξουν τον παπα-Μανόλη (послал, чтобы позвали отца Манолиса; речь идёт о священнике) να τον μεταλάβει (чтобы его причастил), να πάει διαβασμένος και τακτοποιημένος (чтобы умер: "ушёл" отпетый и умиротворённый; τακτοποιώ – приводить в порядок, упорядочивать; улаживать).


Πριν πολλά χρόνια ένας άνθρωπος είχε δυνατό πόνο στο στομάχι. Πήρε βοτάνια, ήπιε μαντζούνια, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Χαμένα τα γιατροσόφια. Το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει. Έστειλε να φωνάξουν τον παπα-Μανόλη να τον μεταλάβει, να πάει διαβασμένος και τακτοποιημένος.


Καβαλάει το γαϊδούρι ο παπα-Μανόλης (сел верхом на осла отец Манолис) με το πετραχήλι και τη μεταλαβιά (с епитрахилью и причастием) και πάει να διαβάσει τον άνθρωπο (и едет, чтобы отпеть: "отчитать" человека). Εκεί που τον διάβαζε και τον θυμιάτιζε (когда его отпевал и над ним кадил), του ξέφυγε και έριξε πολύ θυμίαμα (на него выпало и упало много фимиама). Απ' το στόμα του αρρώστου μέσα (изо рта больного изнутри) ξεπρόβαλε ο διάβολος (появился бес). Αρπάζει τότε ένα μπουκάλι άδειο ο παπα-Μανόλης (хватает тогда бутылку пустую отец Манолис), τον κλείνει μέσα (его заключает внутрь) και τον ταπώνει καλά (и его затыкает как следует: «хорошо» /пробкой/). Ο άρρωστος ζωντάνεψε (больной ожил), πάει κι ο πόνος, πάνε κι όλα (ушла и боль, ушло и всё).


Καβαλάει το γαϊδούρι ο παπα-Μανόλης με το πετραχήλι και τη μεταλαβιά και πάει να διαβάσει τον άνθρωπο. Εκεί που τον διάβαζε και τον θυμιάτιζε, του ξέφυγε και έριξε πολύ θυμίαμα. Απ' το στόμα του αρρώστου μέσα ξεπρόβαλε ο διάβολος. Αρπάζει τότε ένα μπουκάλι άδειο ο παπα-Μανόλης, τον κλείνει μέσα και τον ταπώνει καλά. Ο άρρωστος ζωντάνεψε, πάει κι ο πόνος, πάνε κι όλα.


Παίρνει ο παπάς το μπουκάλι με το διάβολο (берёт священник бутылку с бесом) και το πετάει στη θάλασσα (и её бросает в море). Το μπουκάλι πήγαινε πέρα δώθε μέσα στη θάλασσα (бутылка идёт = плывёт далеко оттуда в море) κι ο διάβολος πήγαινε να σκάσει απ' το κακό του (и бес готов лопнуть от злости; πηγαίνω – идти; приближаться; σκάζω – лопаться, взрываться; σκάζω απ' το κακό μου – лопаться от злости) και μονολογούσε (и рассуждал сам с собой):

– Πού θα πάει; (куда пойдёт? = куда поплывёт бутылка?) Δε θα βγει στη στεριά; (не выплывет: "выйдет" на сушу?) Κάποιος θα το βρει και θα το ανοίξει (кто-нибудь её найдёт и её откроет). Θα βγω έξω και τότε, τρέμε, κόσμε (выйду наружу и тогда, дрожи, мир)!


Παίρνει ο παπάς το μπουκάλι με το διάβολο και το πετάει στη θάλασσα. Το μπουκάλι πήγαινε πέρα δώθε μέσα στη θάλασσα κι ο διάβολος πήγαινε να σκάσει απ' το κακό του και μονολογούσε:

– Πού θα πάει; Δε θα βγει στη στεριά; Κάποιος θα το βρει και θα το ανοίξει. Θα βγω έξω και τότε, τρέμε, κόσμε!


Πέρασε πολύς καιρός (прошло много времени). Μια μέρα φύσηξε άνεμος δυνατός (в один день = однажды подул ветер сильный) κι ένα κύμα έβγαλε το μπουκάλι στη στεριά (и волна вынесла бутылку на сушу). Χάρηκε ο διάβολος (обрадовался бес).

«Κάποιος θα με βρει, κάποιος θα στραβωθεί», σκέφτηκε ("кто-нибудь меня найдёт, кто-нибудь ослепнет = согрешит", думал /он/; στραβώνω – кривить, искривлять; извращать; ослеплять).

Κι έτσι έγινε (и так вышло). Ένας ναύτης σκόνταψε στο μπουκάλι (один моряк споткнулся о бутылку), έσκυψε, το πήρε και τ' άνοιξε (наклонился, её взял и её открыл).


Πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα φύσηξε άνεμος δυνατός κι ένα κύμα έβγαλε το μπουκάλι στη στεριά. Χάρηκε ο διάβολος.

«Κάποιος θα με βρει, κάποιος θα στραβωθεί», σκέφτηκε.

Κι έτσι έγινε. Ένας ναύτης σκόνταψε στο μπουκάλι, έσκυψε, το πήρε και τ' άνοιξε.


– Επιτέλους (наконец)! Ζει ο διάβολος στο μπουκάλι κλεισμένος; (живёт бес, в бутылке запертый?) Ανάθεμα τον παπα-Μανόλη που μ' έκλεισε (проклятие отцу Манолису, который меня запер)! φώναζε και χοροπηδούσε γύρω απ' το ναύτη ο διάβολος (кричал и прыгал вокруг моряка бес).

Ο ναύτης σάστισε (моряк растерялся). Τι ήταν τούτο; (что было это? = что это было?)

Είμαι ο διάβολος κι είμαι στις προσταγές σου (/я/ бес и /я/ к твоим услугам; η προσταγή – предписание, приказ; веление). Ζήτα μου ό, τι θες (проси у меня то, что хочешь) κι εγώ θα σ' το χαρίσω (и я тебе это подарю).

Τι να σου ζητήσω; (что /мне/ у тебя попросить?) τραύλισε ο ναύτης (пробормотал моряк; τραυλίζω – заикаться, запинаться; невнятно бормотать, лепетать). Συμμαχία με το διάβολο γίνεται; (союз с бесом происходит?)

Γίνεται και παραγίνεται (происходит и перепроисходит = происходит и происходит). Πες μου τι θες και θα δεις (скажи мне, что хочешь, и увидишь).


Επιτέλους! Ζει ο διάβολος στο μπουκάλι κλεισμένος; Ανάθεμα τον παπα-Μανόλη που μ' έκλεισε! φώναζε και χοροπηδούσε γύρω απ' το ναύτη ο διάβολος.

Ο ναύτης σάστισε. Τι ήταν τούτο;

Είμαι ο διάβολος κι είμαι στις προσταγές σου. Ζήτα μου ό, τι θες κι εγώ θα σ' το χαρίσω.

Τι να σου ζητήσω; τραύλισε ο ναύτης. Συμμαχία με το διάβολο γίνεται;

Γίνεται και παραγίνεται. Πες μου τι θες και θα δεις.


– Τι να θέλω; (что /мне/ хотеть?) Ξέμπαρκος είμαι (/я/ на суше = оказавшийся на берегу; ξεμπαρκάρω – высаживаться на берег). Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί (/я/ лишился корабля, который отплывал утром; το βαπόρι – пароход, теплоход; σαλπάρω – поднимать якорь, отчаливать) και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος (и теперь я на берегу и без денег; το φράγκο – франк; /вообще/деньги).

– Και γι' αυτό σκας; (и поэтому мучаешься? σκά(ζ)ω) Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο (ты меня вытащил из бутылки несчастной = из этой несчастной бутылки; μαγκούφης – одинокий; бедный, несчастный; неудачливый) κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; (и я так тебя оставлю?) Άκου και δε θα χάσεις (слушай и не пропадёшь; χάνω – терять; лишаться; упускать /случай/): Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει (правитель страны заболеет). Εγώ θα μπω στ' αυτί του (я влезу в ухо его; μπαίνω) και θα του τριβελίζω το τύμπανο (и ему буду сверлить барабанную перепонку; το τύμπανο – барабан; барабанная перепонка). Κανένας γιατρός δε θα μπορεί (никакой врач не сможет) να τον γιατρέψει (его излечить), κανένα γιατροσόφι (никакое снадобье; το γιατροσόφι – снадобье; знахарское лечение). Τότε θα 'ρθεις εσύ (тогда придёшь ты) κι εγώ θα βγω από τ' αυτί (и я выйду из уха; βγαίνω). Ο άρχοντας θα γιατρευτεί (правитель излечится) και θα σου δώσει πολλά φλουριά (и тебе даст много денег; το φλουρί – дукат; золотая монета). Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά (потом поделим деньги) κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του (и каждый последует своей дорогой). Τι λες; (что скажешь?)


Τι να θέλω; Ξέμπαρκος είμαι. Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος.

Και γι' αυτό σκας; Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; Άκου και δε θα χάσεις: Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει. Εγώ θα μπω στ' αυτί του και θα του τριβελίζω το τύμπανο. Κανένας γιατρός δε θα μπορεί να τον γιατρέψει, κανένα γιατροσόφι. Τότε θα 'ρθεις εσύ κι εγώ θα βγω από τ' αυτί. Ο άρχοντας θα γιατρευτεί και θα σου δώσει πολλά φλουριά. Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του. Τι λες;


Σαν καλή (как хорошая = хорошей) μου φαίνεται η ιδέα σου (мне кажется идея твоя), θαύμασε ο ναύτης (восхитился моряк; θαυμάζω – удивляться; восхищаться). Και πού θα σε βρω (и где тебя найду) να μοιράσουμε τα φλουριά; (чтобы /мы/ разделили деньги?)

Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα (у красного иконостаса в полночь), αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη (ответил бес и исчез с глаз моряка).

Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία (на следующий день тревога была объявлена в городе):

– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας (правитель приказывает всем врачам страны) να τρέξουν στο παλάτι (бежать во дворец = спешить во дворец) να του γιατρέψουν το αυτί (чтобы ему вылечили ухо), φώναζε ο ντελάλης (кричал глашатай).


– Σαν καλή μου φαίνεται η ιδέα σου, θαύμασε ο ναύτης. Και πού θα σε βρω να μοιράσουμε τα φλουριά;

– Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα, αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη.

Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία:

– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας να τρέξουν στο παλάτι να του γιατρέψουν το αυτί, φώναζε ο ντελάλης.


Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα (врачи входили, врачи выходили из дворца – ничего). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά (на следующий день предстал моряк перед царём).

– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι (царь мой, /я/ не врач), μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου (но знаю снадобье от мамы моей), που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο (которое изгоняет боль молниеносно: "пока скажешь " тмин"), είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι (сказал моряк и попросил, чтобы ему принесли горшок).


Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά.

– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι, μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου, που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο, είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι.


Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι (бросил /моряк/ внутрь известь и серу), τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή (их смешал и из них сделал мазь; άνω – вверх, κάτω – вниз; ανακατώνω – смешивать). Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές (помазал ухо правителя один, два, три раза; αλείφω). Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο (на третий раз подал знак бесу; γνέφω – давать знак) κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (и тот – раз! – вышел из уха царя). Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς (царь выздоровел моментально; το περδίκι – маленькая куропатка; είμαι περδίκι – быть здоровым; γίνομαι περδίκι – выздоравливать, набираться сил)!

– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά (для тебя не жалко кошелька монет; χαλάλι σου – для тебя не жалко). Με γιάτρεψες (/ты/ меня вылечил) κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους (и проклятье врачам и премудростям их; η σοφία – мудрость), είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά (сказал царь и ему дал деньги).


Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι, τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή. Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές. Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά. Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς!

– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά. Με γιάτρεψες κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους, είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά.


Τα παίρνει ο ναύτης (их берёт моряк) και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι (и бежит тотчас к красному иконостасу). Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα (вот тебе и бес, точно в полночь).

– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; (не верю, /неужели ты/ ждёшь доли /своей/?) Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά (/ты/ бес, тебе не недостает денег = тебе хватает денег). Κι ύστερα μου το χρώσταγες (и потом /ты/ мне задолжал; χρωστώ – быть должником, задолжать). Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη (я тебя освободил из бутылки отца Манолиса; γλιτώνω / γλύτωνω – спасать, освобождать; спасаться, избавляться).

Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο (это сказал моряк насмешливо бесу) και τράβηξε για το χωριό του (и отправился в деревню свою).


Τα παίρνει ο ναύτης και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι. Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα.

– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά. Κι ύστερα μου το χρώσταγες. Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη.

Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο και τράβηξε για το χωριό του.


– Θα μου το πληρώσεις (/ты/ мне за это заплатишь)! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις (меня зовут бес = я – бес, и не избавишься от меня)!

Ο ναύτης πήγε στο χωριό του (моряк отправился в деревню свою) κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι (и бес в другой город, во дворец), κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά (прямиком в ухо царя). Τι έγινε το ξέρετε (что случилось – это /вы/ знаете)! Τα ίδια και χειρότερα (то же и хуже)! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς (заболел и этот царь), φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους (кричал глашатай на дорогах), το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί (это узнал другой царь, который вылечился) και τους έστειλε τα μαντάτα (и им послал известия; το μαντάτο – весть, известие, новость):


– Θα μου το πληρώσεις! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις!

Ο ναύτης πήγε στο χωριό του κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι, κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά. Τι έγινε το ξέρετε! Τα ίδια και χειρότερα! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς, φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους, το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί και τους έστειλε τα μαντάτα:


– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε (пойдите найдите моряка, который меня излечил), να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του (чтобы обрёл: " нашёл" и царь ваш здоровье его).

Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί (спрашивали, снова спрашивали придворные), τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του (нашли моряка в деревне его) να τρώει με χρυσά κουτάλια (/когда он/ ел золотыми ложками).

– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά (давай излечи и нашего царя) κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν (и потом будешь есть ложками золотыми, – ему сказали).

Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους (и моряк согласился, и пошёл с ними; δέχομαι – принимать; соглашаться). Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο (нашли царя, стонущего от боли; βογγάω – стонать, охать; реветь, шуметь).


– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε, να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του.

Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί, τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του να τρώει με χρυσά κουτάλια.

– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν.

Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους. Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο.


– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω (не расстраивайся, /ваше/ величество, я тебя вылечу), είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι (сказал моряк и сделал смесь из извести и серы).

Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά (мажет один, два, три раза ухо царя), κάνει νόημα στο διάβολο να βγει (делает знак бесу, чтобы /он/ вышел), τίποτα ο διάβολος (ничего /не делает/ бес). Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί (/бес/ ему делал знак из уха) πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει (что царь его повесит), αν δεν του γιατρέψει το αυτί (если ему не вылечит ухо).


– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω, είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι.

Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά, κάνει νόημα στο διάβολο να βγει, τίποτα ο διάβολος. Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει, αν δεν του γιατρέψει το αυτί.


– Μεγαλειότατε (ваше величество), λέει τότε ο ναύτης (говорит тогда моряк), το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση (твоё ухо – /это/ другой случай). Για να γίνει καλά (чтобы выздоровело: "стало хорошо") δε φτάνει η αλοιφή (не достаточна мазь). Να διατάξεις αύριο το πρωί (прикажи, /чтобы/ завтра утром) να γίνει μεγάλο πανηγύρι (произошёл большой праздник; το πανηγύρι – праздник; гулянье; веселье). Να βαρούν τα τύμπανα (пусть бьют барабаны), να παίζουν οι σάλπιγγες (пусть играют трубы), να πέφτουν κανονιές (пусть гремят: "падают" залпы; η κανονία – пушечный выстрел).

Έτσι κι έγινε (так и вышло). Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι (на следующий день настало всеобщее безумие во дворце; η ζούρλα – сумасшествие, помешательство). Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές (барабаны, трубы, залпы)!


– Μεγαλειότατε, λέει τότε ο ναύτης, το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση. Για να γίνει καλά δε φτάνει η αλοιφή. Να διατάξεις αύριο το πρωί να γίνει μεγάλο πανηγύρι. Να βαρούν τα τύμπανα, να παίζουν οι σάλπιγγες, να πέφτουν κανονιές.

Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι. Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές!


Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί (их слышит бес и недоумевает; απορώ – недоумевать; удивляться):

– Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός; (но что происходит сегодня, моряк, что /за/ шум это?)

– Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; (а, не знаешь, бес?) Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά (идёт отец Манолис отпевать царя) και τον υποδέχονται (и его встречают; υποδέχομαι – встречать, принимать), αποκρίθηκε ο ναύτης (ответил моряк).


Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί:

Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός;

Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά και τον υποδέχονται, αποκρίθηκε ο ναύτης.


Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε (когда услышал бес имя отца, вышел из себя; βουρλίζομαι – выходить из себя; неистовствовать, бушевать). Ούτε κατάλαβε (и даже /сам/ не понял) πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (как вышел из уха царя) κι έγινε καπνός (и стал дымом). Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη (с тех пор: "от тогда" никто больше: "снова" его не видел в той местности)…

Όσο για το ναύτη (что касается моряка), τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια (теперь ел золотыми ложками) κι είχε να το λέει (и имел это говорить = и у него было, что порассказать), μα κανείς δεν τον πίστευε (но никто ему не верил) κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται (и все говорили, что это только в сказках случается)…


Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε. Ούτε κατάλαβε πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά κι έγινε καπνός. Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη…

Όσο για το ναύτη, τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια κι είχε να το λέει, μα κανείς δεν τον πίστευε κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται…

Загрузка...