Ο Θοδωρής κι ο Κυριαζής. (Тодорис и Кирьязис)

Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς (однажды был один царь) που είχε τρία κορίτσια (который имел трёх дочерей = у которого было три дочери), αλλά ήταν γέρος (но был /он/ старый). Μια μέρα του 'ρθε γράμμα (однажды: "в один день" ему пришло письмо) να πάει στον πόλεμο (чтобы /он/ отправился на войну). Μόλις έλαβε το γράμμα (как только получил письмо), την είδηση για να πάει στο σεφέρι (известие, чтобы отправился в войско; το σεφέρι – войска), έβαλε τα κλάματα (залился слезами).


Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς που είχε τρία κορίτσια, αλλά ήταν γέρος. Μια μέρα του 'ρθε γράμμα να πάει στον πόλεμο. Μόλις έλαβε το γράμμα, την είδηση για να πάει στο σεφέρι, έβαλε τα κλάματα.


Πάει η μεγάλη κόρη, λέει (приходит старшая дочь, говорит):

Πατέρα, τι έχεις που κλαις; (отец, что имеешь, что плачешь? = что случилось, из-за чего ты плачешь?)

Τι να 'χω, παιδάκι μου; (что случилось, деточка моя?) Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει (мне пришло письмо, чтобы /я/ отправился к войску, – говорит), κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ (и я старый и не могу)!

Άντε να κοιμηθείς (ну-ка поспи), γερο-στρίγκλε, λέει (старый ворчун, – говорит; ο γέρος – старик, отец; ο στρίγγλος – сварливый, ворчливый человек), κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις (и я говорила, что плачешь, потому что хочешь меня выдать замуж)!


Πάει η μεγάλη κόρη, λέει:

Πατέρα, τι έχεις που κλαις;

Τι να 'χω, παιδάκι μου; Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει, κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ!

Άντε να κοιμηθείς, γερο-στρίγκλε, λέει, κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις!


Εν τω μεταξύ (между тем) είχε φτιάξει ο γέρος (построил старик) από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής (по башне белоснежной каждой /из дочерей/).

– Να! της λέει ο γέρος (вот! – ей говорит старик). Να 'χεις την κατάρα μου (пусть имеешь проклятие моё = проклинаю тебя)!

Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε (тотчас дом старшей почернел; μαύρος – чёрный) από την κατάρα που έδωσε ο γέρος (от проклятия, которое дал старик).

Πάει και η άλλη, η δεύτερη (идёт и другая /дочь/, вторая). Λέει:


Εν τω μεταξύ είχε φτιάξει ο γέρος από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής.

– Να! της λέει ο γέρος. Να 'χεις την κατάρα μου!

Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε από την κατάρα που έδωσε ο γέρος. Πάει και η άλλη, η δεύτερη. Λέει:


– Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις; (что случилось, отец мой, что плачешь?)

– Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο (уходи, – ей говорит, – и оставь меня спокойного = оставь меня в покое), μη σε καταραστώ και σένα (/чтобы/ не проклял и тебя).

– Πες μου, πατεράκη, πες μου (скажи мне, папочка, скажи мне).

Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο (это говорит и ей, опять то же = и ей он повторяет то же самое).


Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις;

Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο, μη σε καταραστώ και σένα.

– Πες μου, πατεράκη, πες μου. Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο.


– Άντε, ρε γερο-στρίγκλε, λέει (ну-ка, эй, старый ворчун, – говорит; ρε = βρε – эй! эй ты! /возглас неодобрения/), κι εγώ είπα ότι θες να με παντρέψεις (и = а я сказала, что хочешь меня выдать замуж)!

Πάλι της δίνει την κατάρα του (снова ей даёт проклятие своё), πάλι εμαύρισε το σπίτι της (снова почернел дом её).

Τη μικρότερη αδερφή τη λέγαν Θεοδώρα (младшую сестру звали Теодора).

Πάει κι εκείνη (идёт и она).

– Πατέρα, τι έχεις και κλαις; (отец, что имеешь и плачешь? = что случилось и /почему/ плачешь?)

Πάλι κλάματα (снова слёзы), δάκρυσε ο γέρος (заплакал старик).

– Φύγε, της λέει, να μην την καταραστεί κι εκείνη (уходи, – ей говорит, чтобы не проклясть и её), όπως και τις άλλες (как и остальных).


– Άντε, ρε γερο-στρίγκλε, λέει, κι εγώ είπα ότι θες να με παντρέψεις! Πάλι της δίνει την κατάρα του, πάλι εμαύρισε το σπίτι της.

Τη μικρότερη αδερφή τη λέγαν Θεοδώρα. Πάει κι εκείνη.

Πατέρα,τι έχεις και κλαις; Πάλι κλάματα, δάκρυσε ο γέρος.

Φύγε,της λέει, να μην την καταραστεί κι εκείνη, όπως και τις άλλες.


Πες μου, πατεράκη μου, πες μου, τον κατάφερε το γέρο (скажи мне, папочка мой, скажи мне, – уговорила /она/ старика). Της το λέει (ей это говорит): «Αυτό κι αυτό μου συμβαίνει (то-то и то-то: "это и это" со мной случилось)».

Γι' αυτό κλαις, πατέρα; (поэтому плачешь, отец?) Εγώ θα πάω, του λέει (я пойду /на войну/ – ему говорит), μη στενοχωριέσαι καθόλου (не тревожься нисколько; στενοχωριέμαι – расстраиваться; тревожиться; грустить)! Εγώ (я)!

Τι λες, παιδάκι μου, εσύ 'σαι κορίτσι πράμα (что /ты/ говоришь, деточка моя, ты ведь девушка)!

Εγώ, του λέει, θα πάω να πολεμήσω με τους εχθρούς (я – ему говорит – пойду сражаться с врагами).


Πες μου, πατεράκη μου, πες μου, τον κατάφερε το γέρο. Της το λέει: «Αυτό κι αυτό μου συμβαίνει».

– Γι' αυτό κλαις, πατέρα; Εγώ θα πάω, του λέει, μη στενοχωριέσαι καθόλου!

Εγώ!

Τι λες, παιδάκι μου, εσύ 'σαι κορίτσι πράμα!

Εγώ,του λέει, θα πάω να πολεμήσω με τους εχθρούς.


Τρέχει λοιπόν (бежит, итак), βάνει συνθήματα (надевает знаки /отличия/), κόβει τα μαλλιά της (обрезает волосы), φοράει αντρικά (надевает мужские /одежды/), φτιάχτηκε παλικάρι (становится парнем). Βάνει λόγο (произносит речь; βάζω λόγο – выступать, произносить речь) εκεί πέρα να μάσει στρατό (там чтобы собрать войско).

Συνεταιρίστηκε μ' έναν άλλο βασιλιά (вступила в союз с другим царём; εταίρος – партнёр, компаньон) που τον λέγαν Κυριαζή (которого звали Кирьязис). Μαζώνουν στρατό και οι δύο, πάνε (объединяют войско оба, отправляются; μαζώνω = μαζεύω – собирать), πολέμησαν, τόνε νίκησαν τον εχθρό (сражались, победили врага).


Τρέχει λοιπόν, βάνει συνθήματα, κόβει τα μαλλιά της, φοράει αντρικά, φτιάχτηκε παλικάρι. Βάνει λόγο εκεί πέρα να μάσει στρατό.

Συνεταιρίστηκε μ' έναν άλλο βασιλιά που τον λέγαν Κυριαζή. Μαζώνουν στρατό και οι δύο, πάνε, πολέμησαν, τόνε νίκησαν τον εχθρό.


Αλλά αυτοί πια γινήκανε φίλοι (но они уже стали друзьями). Ο Κυριαζής κι ο Θοδωρής. Πηδάγανε, παίζανε, όταν ευκαιρούσαν (прыгали, играли, когда были незаняты; ευκαιρώ – быть свободным, незанятым; иметь свободное время, досуг), σαν άντρας με άντρα (как мужчина с мужчиной).

Ο Κυριαζής τώρα κάτι μυρίστηκε (Кирьязис тогда что-то заподозрил; μυρίζω – нюхать; пахнуть; μυρίζομαι – обонять, чуять; предчувствовать). Κι είχε μια μάνα (и имел маму = и у него была мама). Την πάει την κοπέλα στο σπίτι του (приводит девушку в дом свой). Λέει:

– Μάνα, ξέρεις τίποτα; (мама, знаешь что-нибудь? = знаешь, что я тебе сейчас скажу?)

– Όχι, παιδάκι μου (нет, деточка моя).


Αλλά αυτοί πια γινήκανε φίλοι. Ο Κυριαζής κι ο Θοδωρής. Πηδάγανε, παίζανε, όταν ευκαιρούσαν, σαν άντρας με άντρα.

Ο Κυριαζής τώρα κάτι μυρίστηκε. Κι είχε μια μάνα. Την πάει την κοπέλα στο σπίτι του. Λέει:

Μάνα, ξέρεις τίποτα;

Όχι, παιδάκι μου.


Θόδωρος, Θοδώρα (Тодорос, Тодора /первое имя мужское, а второе – женское, вариант Θεοδώρα/), γυναικεία νούμερα έχει (женские размеры имеет; το νούμερο – номер; размер /одежды/)…

Τι λες, παιδάκι μου (что /ты/ говоришь, деточка моя), δε βλέπεις θερίο παλικάρι (не видишь /разве, что/ богатырь парень; το θερίο = το θηρίο – зверь; богатырь, великан)!

Εκείνος πάλι το βράδυ, το πρωί (тот опять, вечером, утром):

Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει (Тодорос, Тодора, женские размеры имеет)…


Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει…

Τι λες, παιδάκι μου, δε βλέπεις θερίο παλικάρι! Εκείνος πάλι το βράδυ,το πρωί:

Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει…


Αφού δεν του 'βγαινε η ιδέα του παιδιού (поскольку не приходит идея сыну = поскольку сын ничего придумать не может), του λέει η μάνα του (ему говорит мама его):

– Θα τον πάρεις τον Θοδωρή να πάτε να πηδηχτέ (возьмёшь Тодороса пойти попрыгать; πηδώ) κι εκεί θα καταλάβεις αν είναι γυναίκα (и там поймёшь, если /это/ женщина).

Πάνε, λοιπόν, να πηδήξουνε (идут, итак, попрыгать).

«Έλα (сюда / ко мне), ευχή του πατέρα μου (благословение отца моего), έλα, ευχή του πατέρα μου», η κοπέλα πήγε δύο μέτρα μπροστά από κείνον (девушка ушла на два метра вперёд от него = девушка прыгнула на два метра дальше него). Εκαλούσε πάντοτε την ευχή του πατέρα της (призывала всё время благословение отца её).


Αφού δεν του 'βγαινε η ιδέα του παιδιού,του λέει η μάνα του:

– Θα τον πάρεις τον Θοδωρή να πάτε να πηδηχτέ κι εκεί θα καταλάβεις αν είναι γυναίκα.

Πάνε, λοιπόν, να πηδήξουνε.

«Έλα, ευχή του πατέρα μου, έλα, ευχή του πατέρα μου», η κοπέλα πήγε δύο μέτρα μπροστά από κείνον. Εκαλούσε πάντοτε την ευκή του πατέρα της.


Γυρίσανε πίσω (вернулись назад).

Τι είδες, παιδάκι μου; (что /ты/ увидел, деточка моя?)

Τι να δω, λέει, επήγε μπροστά από μένα (что мне увидеть – ей говорит – ушёл вперёд меня = прыгнул дальше меня).

Δε σου λέω 'γώ, παιδάκι μου (/разве я/ тебе не говорю, деточка моя), ότι αυτό είναι παλικάρι που δεν υπάρχει όμοιο του; (что это парень, которому нет равных? υπάρχω – быть, существовать)

Θόδωρος, Θοδώρα, μάνα, γυναικεία νούμερα έχει…


Γυρίσανε πίσω.

Τι είδες, παιδάκι μου;

Τι να δω, λέει, επήγε μπροστά από μένα.

Δε σου λέω 'γώ, παιδάκι μου, ότι αυτό είναι παλικάρι που δεν υπάρχει όμοιο του;

Θόδωρος, Θοδώρα, μάνα, γυναικεία νούμερα έχει…


– Μετά, του λέει (потому, – ему говорит /мать/), να πάτε να πεταχτέ το λιθάρι (пойдите побросать камни), κι άμα είναι γυναίκα (и если /это/ женщина), δε θα μπορεί να σε φτάσει (не сможет тебя догнать = не сможет бросить так же далеко, как ты).

Πάνε, πετάνε το λιθάρι (идут, бросают камни), «έλα, ευχή του πατέρα μου (приди, благословение отца моего)», μπροστά εκείνης (впереди её /камень/)!

Γυρνάνε πίσω στη μάνα του (возвращаются назад к маме его). Του λέει τότε (ему говорит тогда):

Ν' ανεβείτε σε μια σκάλα (поднимитесь на лестницу), κι άμα είναι γυναίκα, θα κουραστεί ν' ανέβει (и если /это/ женщина, устанет подниматься).


Μετά, του λέει, να πάτε να πεταχτέ το λιθάρι, κι άμα είναι γυναίκα, δε θα μπορεί να σε φτάσει.

Πάνε, πετάνε το λιθάρι, «έλα, ευχή του πατέρα μου», μπροστά εκείνης! Γυρνάνε πίσω στη μάνα του. Του λέει τότε:

– Ν' ανεβείτε σε μια σκάλα, κι άμα είναι γυναίκα, θα κουραστεί ν' ανέβει.


Πήγαν κι εκεί, πρώτη, ενίκησε (пошли и там, первая, победила). «Έλα, ευχή του πατέρα μου (приди, благословение отца моего)», πάλι η ευχή του πατέρα της κοντά της (опять благословение отца её рядом с ней).

– Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει, ξανά εκείνος (Тодорос, Тодора, женские размеры имеет, – снова /говорит/ он).

Για να του βγάλει την ιδέα (чтобы ему подать идею), «πάρ' τόνε», λέει ("возьми его", – говорит), «να πά' να κολυμπήσετε και θα τον δεις τι είναι (пойдите искупайтесь и его увидишь, кто есть = и увидишь, кто он есть)», του λέει η μάνα του (ему говорит мама его).


Πήγαν κι εκεί, πρώτη, ενίκησε. «Έλα, ευχή του πατέρα μου», πάλι η ευχή του πατέρα της κοντά της.

– Θόδωρος, Θοδώρα, γυναικεία νούμερα έχει, ξανά εκείνος.

Για να του βγάλει την ιδέα, «πάρ' τόνε», λέει, «να πά' να κολυμπήσετε και θα τον δεις τι είναι», του λέει η μάνα του.


Θοδωρή, του λέει, την Κυριακή θα πάμε να κολυμπήσουμε (Тодорос, – ему говорит /Кирьязис/ – в воскресенье пойдём купаться).

Μετά χαράς, Κυριαζή, όπου θες (с удовольствием, Кирьязис, когда хочешь).

Εκείνη ετοιμάζει το στρατό (она готовит войско), ειδοποιεί τα παλικάρια της (предупреждает молодцев её; ειδοποιώ – уведомлять; сообщать):

Την τάδε μέρα, λέει (в такой-то день, – говорит), θα 'σαστε όλοι έτοιμοι (будьте все готовые), θα φύγουμε, θα δραπετεύσουμε (убежим, удерём).


Θοδωρή,του λέει,την Κυριακή θα πάμε να κολυμπήσουμε.

Μετά χαράς, Κυριαζή, όπου θες.

Εκείνη ετοιμάζει το στρατό, ειδοποιεί τα παλικάρια της:

– Την τάδε μέρα, λέει, θα 'σαστε όλοι έτοιμοι, θα φύγουμε, θα δραπετεύσουμε.


Την παίρνει λοιπόν ο Κυριαζής (её берёт, итак, Кирьязис), πάνε στη θάλασσα, λέει (идут к морю, говорит):

– Γδύσου (раздевайся), Θοδωρή, γδύσου, Κυριαζή, γδύσου, Κυριαζή, γδύσου, Θοδωρή.

Γδιέται ο Κυριαζής, πέφτει στη θάλασσα (раздевается Кирьязис, падает в море = бросается в море). Καβαλάει τ' άλογο αυτή και του λέει (садится на лошадь она и ему говорит):

– Γεια σου (здравствуй)! Θόδωρος μπήκα και Θοδώρα βγήκα (Тодоросом /я/ пришел и Тодорой ушел)!


Την παίρνει λοιπόν ο Κυριαζής, πάνε στη θάλασσα, λέει:

– Γδύσου, Θοδωρή, γδύσου, Κυριαζή, γδύσου, Κυριαζή, γδύσου, Θοδωρή. Γδιέται ο Κυριαζής, πέφτει στη θάλασσα. Καβαλάει τ' άλογο αυτή και του

λέει:

– Γεια σου! Θόδωρος μπήκα και Θοδώρα βγήκα!


Από πίσω κι ο στρατός της (сзади = за ней и войско её). Ώσπου να βγει κείνος από τη θάλασσα (пока выходил он из моря), να φορέσει τα παντελόνια του (пока надевал штаны свои), έγινε άρατη αυτή (стала невидимая она = её уж и след простыл; άρατος – исчезнувший, невидимый). Ποιος την είδε (кто её видел)! Γύρισε σπίτι αυτός, κλάμα, κακό (вернулся домой он, плач, беда)…

– Δε σου είπα 'γώ (/разве/ не говорил тебе я), της λέει της μάνας του (говорит /он/ маме своей), ότι είναι γυναίκα; (что /это/ девушка?) απαρηγόρητος ο Κυριαζής (безутешный Кирьязис).

Την είχε ερωτευτεί (/он/ в неё влюбился; ο έρωτας – любовь).


Από πίσω κι ο στρατός της. Ώσπου να βγει κείνος από τη θάλασσα, να φορέσει τα παντελόνια του, έγινε άρατη αυτή. Ποιος την είδε! Γύρισε σπίτι αυτός, κλάμα, κακό…

– Δε σου είπα 'γώ, της λέει της μάνας του, ότι είναι γυναίκα; απαρηγόρητος ο Κυριαζής.

Την είχε ερωτευτεί.


Σώπα, του λέει η μάνα του (замолчи, – ему говорит мама его; σωπαίνω), εγώ θα σε κάνω (я тебе сделаю = я тебе так всё устрою) να πά' να την πάρεις (чтобы /ты/ смог её взять /в жёны/).

Μα πώς να πάω; (но как это у меня выйдет: "но как пойду?")

Κείνη πλια πήγε στον τόπο της (та /Тодора/ уже пошла на место своё =

восвояси), την αγκάλιασε ο πατέρας της (её обнял отец её), χαρές, που κέρδισε τον πόλεμο (радости /мн.ч.; = все радовались/, что выиграла войну). Του λέει, το λοιπόν, η μάνα του (ему говорит, итак, мама его):


Σώπα,του λέει η μάνα του, εγώ θα σε κάνω να πά' να την πάρεις.

Μα πώς να πάω;

Κείνη πλια πήγε στον τόπο της, την αγκάλιασε ο πατέρας της, χαρές, που κέρδισε τον πόλεμο. Του λέει,το λοιπόν, η μάνα του:


– Θα πάρεις αδράχτια, σφοντύλια (возьмёшь веретёна, диски; το σφοντύλι – вращательный диск веретена), ό, τι εργάζονται οι γυναίκες (то, чем работают женщины) και θα πά' να πουλάς απόξω στο παλάτι (и пойдёшь продавать у: "снаружи" дворца). Να πάρεις δαχτυλίδια και στολίδια (возьмёшь кольца и украшения) από κείνα που αρέσουν στα κορίτσια (из тех, которые нравятся девушкам).

Την ώρα που έφευγε εκείνη με το στρατό της (в /тот/ момент, когда уходила она с войском её), αυτός μέσα στη θάλασσα βγάνει το δαχτυλίδι του (он в море снимает кольцо своё), της το πετάει (ей его кидает) και, καθώς γελούσε (и, поскольку /она/ улыбалась), την πήρε στο δόντι (ей взял в зуб = ей попал в зуб) και το δόντι της έγινε χρυσό (и зуб её стал золотым).


– Θα πάρεις αδράχτια, σφοντύλια, ό, τι εργάζονται οι γυναίκες και θα πά' να πουλάς απόξω στο παλάτι. Να πάρεις δαχτυλίδια και στολίδια από κείνα που αρέσουν στα κορίτσια.

Την ώρα που έφευγε εκείνη με το στρατό της, αυτός μέσα στη θάλασσα βγάνει το δαχτυλίδι του, της το πετάει και, καθώς γελούσε, την πήρε στο δόντι και το δόντι της έγινε χρυσό.


Εφόρεσε, το λοιπόν, εκείνος διακονιαρίστικα (оделся, итак, он нищенски; η διακονιά – нищенство, попрошайничество) και πήγε από κάτω απ' το παλάτι (и пришёл вниз ко дворцу = под окна дворца). Πούλαγε δαχτυλίδια κι ό, τι γυναικείο είχε (продавал кольца и что женское имел = и что у него было для женщин). Βγήκε τότε εκείνη στο παράθυρο (подошла тогда она к окну). Λέει (говорит):

– Πόσο τα δίνετε, καλέ; (сколько это стоит, мил /человек/?: "сколько за это даёте")


Εφόρεσε, το λοιπόν, εκείνος διακονιαρίστικα και πήγε από κάτω απ' το παλάτι. Πούλαγε δαχτυλίδια κι ό, τι γυναικείο είχε. Βγήκε τότε εκείνη στο παράθυρο. Λέει:

– Πόσο τα δίνετε, καλέ;


Μόλις την είδε κείνος από κάτω (едва её увидел он снизу), στάθηκε η καρδιά του (остановилось = замерло сердце его). Της λέει (ей говорит):

Δεν τα δίνουμε με λεφτά (это не /про/даём за деньги).

Με τι τα δίνετε; (за что это /про/даёте?)

– Για γέλια, για χαρχάτουρα (за смех, за хохот), για ένα χρυσό δοντάκι (за золотой зубик).


Μόλις την είδε κείνος από κάτω, στάθηκε η καρδιά του. Της λέει:

Δεν τα δίνουμε με λεφτά.

Με τι τα δίνετε;

Για γέλια, για χαρχάτουρα, για ένα χρυσό δοντάκι.


– Άιντε να κοιμηθείς (иди поспи), του λέει (ему говорит), που ξέρεις κι εσύ (который знаешь и ты = ты, который знаешь) το χρυσό δοντάκι (/о/ золотом зубике)! Έλα από κει (иди оттуда /оттуда сюда, к нам/) να πάρουμε, του λέει, κουρελή (возьмём /купим/ – ему говорит, бродяга; ο κουρελής – оборванец, бродяга)!

Πάει από κει ο Κυριαζής (уходит оттуда Кирьязис). Λέει (говорит):

Τα δίνω με στάρι (это продаю за пшеницу) και με τίποτ' άλλο για λεφτά (и не за что/-либо/ другое: «с ничем другим» в качестве денег).


Άιντε να κοιμηθείς, του λέει, που ξέρεις κι εσύ το χρυσό δοντάκι! Έλα από κει να πάρουμε, του λέει, κουρελή!

Πάει από κει ο Κυριαζής. Λέει:

– Τα δίνω με στάρι και με τίποτ' άλλο για λεφτά.


Βγάζουν οι υπερέτριες (выходят служанки) να πά' να του δώκουνε στάρι (чтобы пойти ему дать пшеницу). Εκεί που κράταε τη σακούλα (когда держал мешочек) να του ρίξουνε το στάρι (чтобы ему насыпали пшеницы), την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω (им /мешочком/ взмахнул, и высыпался хлеб на землю; κουνώ – качать; размахивать). Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι (и начал он /собирать/ и подобрал зёрнышко), το έριχνε μες στη σακούλα (его бросил в мешочек). Έπαιρνε και τ' άλλο (взял = поднял и другое /зёрнышко/)… Ώσπου να πάρει το 'να (пока возьмёт одно), του πέφταν δέκα (у него падают десять). Το 'κανε επίτηδες (это делал нарочно), μέχρι που σουρούπωσε (пока не стало смеркаться; το σούρουπο – сумерки)…


Βγάζουν οι υπερέτριες να πά' να του δώκουνε στάρι. Εκεί που κράταε τη σακούλα να του ρίξουνε το στάρι, την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω. Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι, το το έριχνε μες στη σακούλα. Έπαιρνε και τ' άλλο… Ώσπου να πάρει το 'να, του πέφταν δέκα. Το 'κανε επίτηδες, μέχρι που σουρούπωσε…


– Βρε χριστιανέ μου (эй, мил человек: "эй, христианин мой"), του λεν (ему говорят), άσ' το να το φαν οι κότες (оставь его /зерно/ чтобы его съели куры), να σου ρίξουμ' άλλο (тебе насыплем другое)!

– Όχι, λέει (нет, – говорит), θέλω την πρώτη μου δικονίτσα (хочу первую мою нищенскую).

Ε, αφού τον είδαν κι έτσι (и, поскольку его увидели и так = поскольку увидели, что он в таком состоянии), τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε (его оставили, когда стемнело).


Βρε χριστιανέ μου, του λεν, άσ' το να το φαν οι κότες, να σου ρίξουμ' άλλο!

Όχι, λέει, θέλω την πρώτη μου δικονίτσα.

Ε, αφού τον είδαν κι έτσι, τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε.


Σας παρακαλώ, λέει, να μείνω κι εγώ εδώ χάμου (вас прошу, – говорит, – пусть останусь и я тут на земле).

Βάλτε τον, λέει, να κοιμηθεί (оставьте его, говорит, спать).

Εκείνου το μάτι του δούλευε (его глаз работал = следил) πού θα κοιμηθούν οι υπηρέτριες (когда заснут служанки), πού και πού (когда и когда)…


Σας παρακαλώ, λέει, να μείνω κι εγώ εδώ χάμου.

Βάλτε τον, λέει, να κοιμηθεί.

Εκείνου το μάτι του δούλευε πού θα κοιμηθούν οι υπηρέτριες, πού και πού…


Το 'χε η μάνα του δώσει όμως φάρμακα (его мама ему дала, однако, снадобья /лекарства/), ένα βουλοκέρι (сургуч), που να τους αποκοιμίσει (которым чтобы их усыпить) και να μην ξυπνάνε (и чтобы не проснулись). Κι εκεί που αποκοιμήθηκαν (и там, где заснули), όλοι κόκαλο, κι εκείνη μαζί (все замершие / онемевшие, и она с /ними/), σηκώθηκε αυτός (поднялся он). Απόξω τον περίμεναν άνθρωποι με άλογα (снаружи его ждали люди с лошадьми), καβάληκε, την πήρε στην ποδιά του (сел верхом, её положил: "взял" перед собой; η ποδιά – склон /горы/).


Το 'χε η μάνα του δώσει όμως φάρμακα, ένα βουλοκέρι, που να τους αποκοιμίσει και να μην ξυπνάνε. Κι εκεί που αποκοιμήθηκαν, όλοι κόκαλο, κι εκείνη μαζί, σηκώθηκε αυτός. Απόξω τον περίμεναν άνθρωποι με άλογα, καβάληκε, την πήρε στην ποδιά του.


Τόπο τον τόπο (место за местом /проезжая/), πήγε στη μάνα του (приехал к маме своей), χαρά πλια (радость уже), την έβαλε στο κρεβάτι (её /царевну/ положил на кровать). Τρεις μέρες δεν είχε ανασηκωθεί η κοπέλα (три дня не поднималась девушка). Απέ την τρίτη μέρα άρχισε να ζωντανεύει (с третьего дня начала оживать).

Στον τόπο της Θοδώρας δεν είχανε κοκόρια (в месте Тодоры не имели петухов = там, где жила Тодора, не было петухов), στου Κυριαζή είχανε και λαλάγανε (в /месте/ Кирьязиса имели, и /петухи/ пели). Άκουσε κείνη έναν κόκορα που λάλησε και λέει (услышала она петуха, который пел, и говорит):


Τόπο τον τόπο, πήγε στη μάνα του, χαρά πλια, την έβαλε στο κρεβάτι. Τρεις μέρες δεν είχε ανασηκωθεί η κοπέλα. Απέ την τρίτη μέρα άρχισε να ζωντανεύει.

Στον τόπο της Θοδώρας δεν είχανε κοκόρια, στου Κυριαζή είχανε και λαλάγανε. Άκουσε κείνη έναν κόκορα που λάλησε και λέει:


– Σαν του κερατά του Κυριαζή (как негодяя Кирьязиса; ο κερατάς – мошенник; подлец) τα κοκορόπουλα λαλάνε (петушки поют).

Αυτός πλια δε βάσταξε απ' τη χαρά του (он уже не выдерживал от радости его) και της λέει (и ей говорит):

– Να το 'ξερες, κυρά μου (знай, госпожа моя), πως σ' έχω στην αγκαλιά μου (что тебя имею в объятиях моих)!

Κάνει έτσι (делает так), ανοίγει τα μάτια της (открывает глаза её), μόλις είδε τον Κυριαζή (едва увидела Кирьязиса), μουγκάθηκε απ' την ντροπή (онемела от стыда; ο μουγγός – немой; глухой) κι απ' τη σκασίλα της γιατί την έκλεψε (и от огорчения своего, потому что её украл = и от огорчения из-за того, что он её украл; η σκάση / σκασίλα – большое горе, сильная неприятность).


Σαν του κερατά του Κυριαζή τα κοκορόπουλα λαλάνε. Αυτός πλια δε βάσταξε απ' τη χαρά του και της λέει:

Να το 'ξερες, κυρά μου, πως σ' έχω στην αγκαλιά μου!

Κάνει έτσι, ανοίγει τα μάτια της, μόλις είδε τον Κυριαζή, μουγκάθηκε απ' την ντροπή κι απ' τη σκασίλα της γιατί την έκλεψε.


Αρχινάει εκείνος (начинает тот):

– Χρυσή μου! Καλή μου! (золотая моя! милая моя!)

Την έκανε γυναίκα του (её сделал женой его = своей), ένας χρόνος πέρασε (год прошёл), εκείνη μουγκή (та = она немая).

Βρε, αμάν, βρε (эй, сжалься: "пощада", эй), 'γώ θα σε λατρεύω (я буду тебя обожать)! η πεθερά της, τίποτα (/говорит/ тёща её, /она же/ ничего)…

Λοιπόν, του λέει η μάνα του (итак, – ему говорит мать его), παιδάκι μου (деточка моя), τι να την κάνουμε τώρα τη μουγκή; (что с ней будем делать теперь, с немой?) Να παντρευτείς, να πάρεις άλλη (женись, возьми /в жёны/ другую). Σα βασιλόπουλο που είσαι (как царевичу, который /ты/ есть = тебе, как царевичу), δε σου πρέπει η μουγκή (тебе не подобает немая).


Αρχινάει εκείνος:

– Χρυσή μου! Καλή μου!

Την έκανε γυναίκα του, ένας χρόνος πέρασε, εκείνη μουγκή.

– Βρε, αμάν, βρε, 'γώ θα σε λατρεύω! η πεθερά της, τίποτα…

– Λοιπόν, του λέει η μάνα του, παιδάκι μου, τι να την κάνουμε τώρα τη μουγκή; Να παντρευτείς, να πάρεις άλλη. Σα βασιλόπουλο που είσαι, δε σου πρέπει η μουγκή.


Αποφασίζει πλια να παντρευτεί (решает уже жениться). Της το είπε της

Θοδώρας πως θα παντρευτεί (сказал Тодоре, что женится), μα εκείνη δε μίλαγε καθόλου (но она не говорила вовсе). Φτιάνει φόρεμα νυφικό της δεύτερης (шьёт: " изготовляет" платье свадебное второй /другой невесте/), φτιάνει κι εκείνης το ίδιο (шьёт и той /царевне/ такое же), λαμπάδες, λούσα (свечи, наряды), ό, τι έφτιασε στην άλλη βασίλισσα κι εκείνης (то, что сделал для другой царицы, /сделал/ и ей).


Αποφασίζει πλια να παντρευτεί. Της το είπε της Θοδώρας πως θα παντρευτεί, μα εκείνη δε μίλαγε καθόλου. Φτιάνει φόρεμα νυφικό της δεύτερης, φτιάνει κι εκείνης το ίδιο, λαμπάδες, λούσα, ό,τι έφτιασε στην άλλη βασίλισσα κι εκείνης.


Πήγαν στην εκκλησία (пошли в церковь). Την πήρανε κι εκείνη (взяли /с собой/ и её). Στεκόντουσαν η μια πλάι απ' την άλλη (стояли одна рядом с другой), οι δαντέλες κρεμόντουσαν ίσαμε δω κάτω (кружева висели до сих пор /досюда/ внизу = кружева свисали донизу), της δώκαν και τη λαμπάδα (ей дали и свечу), κείνη αμίλητη, όπως πάντα (она безмолвная, как всегда). Όπως ήταν αναμμένη η λαμπάδα (поскольку была зажжённая свеча), έκαιγε τις δαντέλες απ' τα μανίκια της (подожгла кружева с рукавов её).

Η άλλη, η καινούρια νύφη (другая, новая невеста), την κούναε (ей машет):

– Εκάη, βουβή, το χέρι σου! της λέει (обожгла, немая, руку твою = свою! – ей говорит).


Πήγαν στην εκκλησία. Την πήρανε κι εκείνη. Στεκόντουσαν η μια πλάι απ' την άλλη, οι δαντέλες κρεμόντουσαν ίσαμε δω κάτω, της δώκαν και τη λαμπάδα, κείνη αμίλητη, όπως πάντα. Όπως ήταν αναμμένη η λαμπάδα, έκαιγε τις δαντέλες απ' τα μανίκια της.

Η άλλη, η καινούρια νύφη, την κούναε:

– Εκάη, βουβή,το χέρι σου! της λέει.


Τη λέγαν πλια (ей говорят уже) βουβή κείνη που δε μίλαγε (немая она, которая не говорила). Δεν απαντούσε (не отвечала). Πίσω, τ' άλλο μανίκι (снова, другой рукав). Πάλι την κούναε η άλλη νύφη και της λέει (опять ей кивает другая невеста и ей говорит):

– Εκάη, βουβή, το χέρι σου (обожгла, немая, руку твою)!

Δε βάσταξε πλια η βουβή (не выдержала уже немая), τη βουτάει και την πετάει 'σα πέρα (её хватает и её бросает далеко).


Τη λέγαν πλια βουβή κείνη που δε μίλαγε. Δεν απαντούσε. Πίσω, τ' άλλο μανίκι. Πάλι την κούναε η άλλη νύφη και της λέει:

– Εκάη, βουβή, το χέρι σου!

Δε βάσταξε πλια η βουβή,τη βουτάει και την πετάει 'σα πέρα.


– Πού το βρήκες (где это нашла = с чего ты взяла), μωρ' συ, της λέει (эй ты, – ей говорит), να μου πάρεις τον άντρα (чтобы у меня взять мужа = что можешь отобрать у меня мужа)! Εγώ τον έχω τόσα χρόνια (я его имею столько лет) κι έκανα υπομονή (и терпела; η υπομονή – терпение; κάνω υπομονή – терпеть). Εσύ δεν έχεις υπομονή (ты не имеешь терпения).

Ύστερα έγινε ο γάμος της με τον Κυριαζή (потом состоялась свадьба её с Кирьязисом), κι από τότε ζήσανε καλά (и с тех пор жили хорошо) και ξαναβρήκε τη μιλιά της (и снова нашла речь её = и снова обрела речь), κι εμείς καλύτερα (и мы /ещё/ лучше)…


– Πού το βρήκες, μωρ' συ, της λέει, να μου πάρεις τον άντρα! Εγώ τον έχω τόσα χρόνια κι έκανα υπομονή. Εσύ δεν έχεις υπομονή.

Ύστερα έγινε ο γάμος της με τον Κυριαζή, κι από τότε ζήσανε καλά και ξαναβρήκε τη μιλιά της, κι εμείς καλύτερα…

Загрузка...