Ο σοφός δικαστής. (Мудрый судья)

Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ζούσε ένας πλούσιος αφέντης (жил богатый хозяин). Μια μέρα (в один день = однажды), καθώς γύριζε στο σπιτικό του (когда вернулся в дом свой), κατάλαβε πως του 'λειπε (понял, что у него не хватает) το πουγκί με τους παράδες (кошелька с деньгами). Έψαξε, έψαξε (искал, искал), έφαγε τον τόπο (всё обыскал: "съел место"), πουθενά το πουγκί, άφαντο (нигде /нет/ кошелька, след простыл; άφαντος – исчезнувший; невидимый, незримый; έγινε άφαντο – его и след простыл). Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει (тотчас отправил глашатая, чтобы /он/ объявил):


Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας πλούσιος αφέντης. Μια μέρα, καθώς γύριζε στο σπιτικό του, κατάλαβε πως του 'λειπε το πουγκί με τους παράδες. Έψαξε, έψαξε, έφαγε τον τόπο, πουθενά το πουγκί, άφαντο. Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει:


– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη (кто найдёт кошелёк хозяина), θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του (возьмёт = получит одну лиру за труд его)!

Την άλλη μέρα (на следующий день), παρουσιάστηκε πρωί πρωί (предстал рано-рано; το πρωί – утро) στον αφέντη ένας φουκαράς (перед хозяином один нищий).

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου; (хозяин мой, это твой кошелёк?)

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου (это, мил человек: "человек мой"). Κάτσε (садись), καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ (лучше /я/ его открою, чтобы удостовериться; είμαι σίγουρος – я уверен).


Ακούσατε, ακούσατε! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη, θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του!

Την άλλη μέρα, παρουσιάστηκε πρωί πρωί στον αφέντη ένας φουκαράς.

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου;

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου. Κάτσε, καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ.


Το ανοίγει ο άρχοντας (его открывает богач; ο άρχοντας – правитель, богатый / знатный человек), μετράει τις λίρες (считает лиры) και βρίσκει μία λιγότερη (и находит одну меньшую = и обнаруживает, что в кошельке одной лирой меньше).

– Καλά έκανες (/ты/ хорошо сделал) και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου (и удержал одну лиру за труд твой), την αξίζεις (/ты/ её достоин)!

Μα, αφέντη μου (но, хозяин мой), εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί (я не открывал кошелька). Δε μέτρησα τις λίρες σου (/я/ не считал лиры твои), ούτε πήρα τίποτα για μένα (и не взял ничего для себя: "для меня").

Μπας και πας να με κλέψεις; (может, и собираешься меня обокрасть?) Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; (Хочешь, чтобы /я/ тебе дал и другую лиру?) Ό, τι ήταν να πάρεις (то, что было, чтобы /ты/ взял = то, что ты должен был взять), το πήρες (это /ты/ взял).

Εγώ σου 'φερα το πουγκί (я тебе принёс кошелёк) κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; (а ты меня называешь вором?) Φτωχός είμαι, άρχοντα μου (/я/ бедняк, богач мой), δεν είμαι κλέφτης (не вор).


Το ανοίγει ο άρχοντας, μετράει τις λίρες και βρίσκει μία λιγότερη.

– Καλά έκανες και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου, την αξίζεις!

Μα, αφέντη μου, εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί. Δε μέτρησα τις λίρες σου, ούτε πήρα τίποτα για μένα.

Μπας και πας να με κλέψεις; Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; Ό, τι ήταν να πάρεις, το πήρες.

Εγώ σου 'φερα το πουγκί κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; Φτωχός είμαι, άρχοντα μου, δεν είμαι κλέφτης.


Κουβέντα στην κουβέντα (слово за слово; η κουβέντα – беседа, разговор) μπερδεύτηκαν περισσότερο (запутывались /всё/ больше) κι είπαν να πάνε στο δικαστή (и сказали = решили пойти к судье) να βρουν το δίκιο τους (чтобы найти справедливость их = чтобы добиться справедливости). Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη (судья не мог вынести решение: "вытащить край"). Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε (не было = дело шло не столько об одной лире, которой недоставало: "которая недоставала"), αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός (но потому что нищий бедняк), αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» (вместо того, чтобы услышать "спасибо") για την πράξη του (за дело его), θα 'βγαινε κλέφτης (будет назван вором) και θα τον έκλειναν στην φυλακή (и его запрут в тюрьму = посадят в тюрьму).


Κουβέντα στην κουβέντα μπερδεύτηκαν περισσότερο κι είπαν να πάνε στο δικαστή να βρουν το δίκιο τους. Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε, αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός, αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» για την πράξη του, θα 'βγαινε κλέφτης και θα τον έκλειναν στην φυλακή.


Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής (думал, снова думал судья) και σε τρεις μέρες τους φώναξε (и через три дня их вызвал) για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους (чтобы им помочь добиться справедливости).

Άρχοντα, εσύ λες (богач, ты говоришь) ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα (что в кошельке твоём недостаёт одной лиры: "что из кошелька твоего недостаёт одна лира").

Έτσι ακριβώς, δικαστή μου (вот точно, судья мой).

Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), λες ότι το πουγκί που βρήκες (говоришь, что кошелёк, который /ты/ нашёл) είχε μέσα τόσες λίρες (имел внутри столько лир). Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα (одной меньше по сравнению с кошельком богача).


Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής και σε τρεις μέρες τους φώναξε για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους.

Άρχοντα, εσύ λες ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα.

Έτσι ακριβώς, δικαστή μου.

Εσύ, άνθρωπε μου, λες ότι το πουγκί που βρήκες είχε μέσα τόσες λίρες. Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα.


– Έτσι είναι, δικαστή μου (так, судья мой). Αν ήμουν κλέφτης (если бы /я/ был вором), θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο (удержал бы кошелёк целиком), δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα (не взял бы только одну лиру).

Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του (и судья вынес решение своё):


– Έτσι είναι, δικαστή μου. Αν ήμουν κλέφτης, θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο, δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα.

Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του:


Αφού εσύ, άρχοντα μου (поскольку ты, богач мой), λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω (говоришь, что кошелёк твой имел /=в кошельке твоём была/ одна лира сверх), κάτι ξέρεις (кое-что знаешь = утверждаешь это не просто так). Εγώ σε πιστεύω (я тебе верю). Το πουγκί αυτό όμως (кошелёк это, однако) είχε μια λίρα λιγότερο (имеет одной лирой меньше). Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες (тогда /это/ не был кошелёк, который /ты/ потерял). Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου (пусть ты найдёшь кошелёк свой) και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω (и получишь лиры, которые тебе принадлежат, назад).


Αφού εσύ, άρχοντα μου, λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω, κάτι ξέρεις. Εγώ σε πιστεύω. Το πουγκί αυτό όμως είχε μια λίρα λιγότερο. Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες. Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω.


Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό (потом /судья/ вернулся к бедняку):

– Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), άδικα βρίσκεσαι εδώ (несправедливо находишься здесь). Αφού το πουγκί που βρήκες (поскольку кошелёк, который /ты/ нашёл) έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα (имеет меньше лир, чем кошелёк богача), είναι άλλο πουγκί (/это/ другой кошелёк). Και, αφού τόσες μέρες (и, поскольку /за/ столько дней) δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει (не пришёл никто его потребовать), είναι δικό σου (/он/ твой).


Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό:

– Εσύ, άνθρωπε μου, άδικα βρίσκεσαι εδώ. Αφού το πουγκί που βρήκες έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα, είναι άλλο πουγκί. Και, αφού τόσες μέρες δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει, είναι δικό σου.


Πέταξε τη σκούφια του (подбросил шапку свою) απ' τη χαρά του ο φτωχός (от радости своей бедняк) και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος (и вернулся в хижину свою богатый). Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης (опустил голову хозяин) και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος (и вернулся в богатый свой /дом/ беднее).


Πέταξε τη σκούφια του απ' τη χαρά του ο φτωχός και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος. Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος.

Загрузка...