Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας (жил однажды: "один раз" богач) που είχε τρεις γιους (который имел трёх сыновей). Ήταν τρία παλικάρια (были три мόлодца), σαν τα κρύα τα νερά (как холодные воды), το ένα καλύτερο απ' το άλλο (один красивее другого).
Τα χρόνια περνούσαν (время шло) κι ο άρχοντας καταλάβαινε (и богач понимал) πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του (что нужно женить детей его), να δει κι αυτός εγγόνια (чтобы увидел и он внуков).
Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει (берёт = зовёт первого, старшего, и ему говорит):
Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Ήταν τρία παλικάρια, σαν τα κρύα τα νερά, το ένα καλύτερο απ' το άλλο.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο άρχοντας καταλάβαινε πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του, να δει κι αυτός εγγόνια.
Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει:
– Άιντε, γιε μου (давай-ка, сын мой), να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε (найдём невесту, чтобы тебя женить), να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου (чтобы заняли очередь братья твои = чтобы следующими были братья твои).
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу /в жёны/, отец). Ή αυτήν ή καμιά άλλη (или её или никакую другую).
Πήραν τα μυαλά σου αέρα; (ты зазнался?: "взяли мозги твои воздух?") Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες (мы не цари) για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα (чтобы брать невесту царевну).
Άιντε, γιε μου, να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε, να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου.
– Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμιά άλλη.
– Πήραν τα μυαλά σου αέρα; Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα.
Πάει πιάνει τον δεύτερο (идёт берёт второго = царь зовёт второго сына).
Γιε μου (сын мой), κάνε εσύ την αρχή (сделай ты начало = начни ты), μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος (раз уж старший /сын/ – легкомысленный; μια και – раз, если; ο κόκ(κ)ορας – петух, το μυαλό – мозг, ум) και μεγαλοπιάνεται (и заносится; μεγαλοπιάνομαι – важничать, чваниться).
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу, отец). Ή αυτήν ή καμία άλλη (или её или никакую другую).
Βρε, κακό που με βρήκε (эх, вот горе-то на мою голову: "зло, которое меня нашло")! Παρ' τον έναν (схвати одного) και χτύπα τον άλλο (и побей другого)! φώναξε ο πατέρας (закричал отец).
Πάει πιάνει τον δεύτερο.
Γιε μου, κάνε εσύ την αρχή, μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος και μεγαλοπιάνεται.
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμία άλλη.
Βρε, κακό που με βρήκε! Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλο! φώναξε ο πατέρας.
Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου (пришла и очередь третьего, младшего).
– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ (эй, может, и ты) σαν τ' αδέρφια σου (как братья твои) κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα; (и положил глаз на царевну? "и положил в глаз царевну?")
– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος (или её или никакую другую, – ответил третий).
Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου.
– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ σαν τ' αδέρφια σου κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα;
– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος.
Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του (большие хлопоты положил богач в голову свою = призадумался богач). Τι να κάνει; (что ему делать?) Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; (как /он/ поженит сыновей своих на царевне?) Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε (сел, подумал, снова подумал), φύσηξε, ξεφύσηξε (пыхтел-пыхтел: "вдыхал, выдыхал"), στο τέλος τη βρήκε τη λύση (наконец нашёл решение).
Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του. Τι να κάνει; Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, φύσηξε, ξεφύσηξε, στο τέλος τη βρήκε τη λύση.
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει (одно имею вам сказать = вот что я вам только скажу, – им говорит). Αν θέλετε να 'χετε μούτρα (если хотите иметь лица = если хотите осмелиться; παίρνω τα μούτρα μου – осмеливаться, набираться наглости) να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας (попросить царевну для жены вашей = в жёны), πρέπει να 'στε άξιοι (дόлжно, чтобы /вы/ были достойными). Πάρτε όσα φλουριά θέλετε (берите сколько монет хотите = берите столько денег, сколько захотите) και τραβήξτε το δρόμο σας (и отправляйтесь своей дорогой). Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις (ищите и найдите и три = все трое ищите и найдите) από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα (по одному подарку для царевны). Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο (кто приносит самый хороший подарок), αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά (тот её попросит /в жёны/ у царя).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει. Αν θέλετε να 'χετε μούτρα να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας, πρέπει να 'στε άξιοι. Πάρτε όσα φλουριά θέλετε και τραβήξτε το δρόμο σας. Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα. Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο, αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά.
Έτσι κι έγινε.
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή (отправляется первый /сын/ на восток: "берёт первый дорогу на восток"). Γύρισε χώρες και χώρες (проходил страны и страны), πολιτείες και χωριά (города и деревни), ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι (пока наконец /не/ прибыл на один базар). Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο (ничто ему не казалось достойным) για τη βασιλοπούλα (для царевны). Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό (вдруг видит карлика хромого) και κακομούτσουνο (и некрасивого; κακός – плохой, дурной; η μουτσούνα – рожа) να διαλαλεί την πραμάτεια του (расхваливающего товар свой), ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί (старый, изъеденный молью ковёр):
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή. Γύρισε χώρες και χώρες, πολιτείες και χωριά, ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι. Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο για τη βασιλοπούλα. Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό και κακομούτσουνο να διαλαλεί την πραμάτεια του, ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί:
Πάρε, πάρε το χαλάκι (возьми, возьми коврик) να πετάξεις σαν πουλάκι (чтобы полететь как птичка).
Άκουσα καλά (слышал хорошо = я правильно тебя расслышал) ή με γελούν τ' αυτιά μου; (или меня обманывают уши мои? γελώ – смеяться; обманывать) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/ковёр/ волшебный). Κάτσε πάνω του (садись сверху него = на него), σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές (перекрести его в четырёх углах; ο σταυρός – крест) και θα σε πάει όπου θες (и /он/ тебя отнесёт, куда захочешь).
Πάρε, πάρε το χαλάκι να πετάξεις σαν πουλάκι.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
Είναι μαγικό. Κάτσε πάνω του, σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές και θα σε πάει όπου θες.
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь /за него/?)
– Χίλια γρόσια για σένα (тысячу грошей для тебя) που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (который кажешься сыном богача = раз уж ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι (торговались они торговались; το παζάρι – рынок, базар; торг, спор) το πήρε μ' οχτακόσια (его /ковёр/ взял = купил за восемьсот).
Και πόσα ζητάς;
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο.
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα (второй сын отправился к морю). Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια (проходил поля и горы, гавани и гавани), κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά (и пришёл наконец к хижине рыбака). Ο ψαράς κοίταζε πέρα (рыбак смотрел вдаль) κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο (на запад в подзорную трубу; ср. монокль) και μουρμούριζε (и бормотал):
– Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα (посмотри, посмотри, что происходит вдали, далеко на чужбине).
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα. Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια, κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά. Ο ψαράς κοίταζε πέρα κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο και μουρμούριζε:
Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; (/я/ слышал хорошо, или меня обманули уши мои?) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/она/ волшебная). Πάρ' το (возьми её = купи её) και θα δεις μ' αυτό (и увидишь с ней = с её помощью) ό, τι βάλει ο νους σου (всё, что придёт тебе на ум: «то, что бросает ум твой»; ср. ο νους του πάντα πάει στο κακό – ум его всегда идёт к плохому = у него всегда плохое на уме), όσο μακριά κι αν είναι (насколько далеко бы /оно/ ни было).
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь?)
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (раз ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια (торговались они торговались, её взял = купил за восемьсот).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Πάρ' το και θα δεις μ' αυτό ό, τι βάλει ο νους σου, όσο μακριά κι αν είναι.
– Και πόσα ζητάς;
– Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο. Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση (третий сын отправился на запад). Πέρασε βουνά και λαγκάδια (проходил горы и долины), ποτάμια και ρεματιές (реки и овраги), κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο (и прибыл в замок высокий и сорокабашенный; ο πύργος – башня). Αφέντης του κάστρου ήταν (хозяин замка был) ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης (самый знаменитый волшебник запада). Τον κατάλαβε ο μάγος (его заметил волшебник; καταλαβαίνω – понимать; замечать) και βγήκε ψηλά στο παραθύρι (и вышел = высунулся высоко в окно). Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε (держал гранат и пел):
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση. Πέρασε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και ρεματιές, κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο. Αφέντης του κάστρου ήταν ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης. Τον κατάλαβε ο μάγος και βγήκε ψηλά στο παραθύρι. Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε:
Και χαράς τον που θα το 'χει (и радость тому, кто его будет иметь = кто будет им обладать)
και το θάνατο θα διώχνει (и смерть изгонит).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο (может воскресить умершего), αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο (если не прошли сутки; το μερόνυχτο: η μέρα – день + η νύχτα – ночь) απ' την ώρα που πέθανε (с момента, когда /тот/ умер).
– Και πόσα ζητάς;
– Δεν το πουλώ (его не продаю), χάρισμα σου (подарок тебе), γιατί 'σαι αρχοντόπουλο (потому что /ты/ сын богача) και το θες για την καλή σου (и его /гранат/ хочешь для любимой тоей; καλός – хороший; любимый), είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε (сказал волшебник, который всё знал и всё предвидел).
Και χαράς τον που θα το 'χει
και το θάνατο θα διώχνει.
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο, αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο απ' την ώρα που πέθανε.
– Και πόσα ζητάς:
– Δεν το πουλώ, χάρισμα σου, γιατί 'σαι αρχοντόπουλο και το θες για την καλή σου, είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε.
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο (и вот третий сын взял гранат заколдованный) για να το πάει στην καλή του (чтобы отнести любимой своей), όπως του 'πε ο μάγος (как ему сказал волшебник).
Μια μέρα (в один день = однажды), σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό (на одной дороге далеко от деревни; έξω από – вне, за пределами; подальше от), τα τρία αδέρφια αντάμωσαν (три брата встретились) για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο (чтобы показать подарки их друг другу: "один другому"), πριν πάνε στο πατρικό τους (прежде чем идти в отчий /дом/ свой).
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο (давайте посмотрим, что происходит в мире), είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο (сказал второй брат и достал трубу) και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά (и посмотрел вдаль, на дворец царя).
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο για να το πάει στην καλή του, όπως του 'πε ο μάγος.
Μια μέρα, σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό, τα τρία αδέρφια αντάμωσαν για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο, πριν πάνε στο πατρικό τους.
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο, είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά.
Αμέσως κοκάλωσε (тотчас оцепенел). Τι ήταν αυτό που είδε (что он увидел! "что было то, что увидел")! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη (царевну прекраснейшую) πεθαμένη στο κρεβάτι της (умершую на кровати её) κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε (и над /ней/ царя и царицу, причитающих)!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος (вперёд, братья мои, – сказал первый). Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου (давайте сядем на ковёр мой), να το σταυρώσουμε στις γωνιές (перекрестим его в углах) και γραμμή για το παλάτι (и прямиком во дворец).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
Αμέσως κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό που είδε! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη πεθαμένη στο κρεβάτι της κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος. Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου, να το σταυρώσουμε στις γωνιές και γραμμή για το παλάτι.
Έτσι κι έγινε.
Σαν έφτασαν στο παλάτι (когда прибыли во дворец), μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός (выходит вперёд третий брат) με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του (с заколдованным гранатом в руках его) και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας (и идёт и его помещает в руки: "объятия" умершей царевны; η αγκαλιά – объятие). Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της (и она открыла тотчас глаза её; μεμιάς – моментально, сразу) κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της (и пришёл снова = и вернулся цвет на щёки её) και κοκκίνισαν τα χείλη της (и покраснели губы её). Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια (царь не находил слов) να τους ευχαριστήσει (чтобы их отблагодарить). Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα (кого же, однако, /ему/ выбрать в мужья) της μονάκριβης βασιλοπούλας; (одной-единственной царевне?)
Σαν έφτασαν στο παλάτι, μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας. Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της και κοκκίνισαν τα χείλη της. Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια να τους ευχαριστήσει. Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα της μονάκριβης βασιλοπούλας;
Παλικάρια μου, τους είπε (молодцы мои, – им сказал), κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι (и три = все три /вы/ достойные и очень достойные; πέντε – пять). Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα (но один возьмёт царевну /в жёны/). Θα σας βάλω ένα αίνιγμα (/я/ вам загадаю загадку) κι όποιος το λύσει (и кто её решит) αυτός θα πάρει την κόρη μου (тот возьмёт дочь мою /в жёны/): Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε (хочу до завтра утра чтобы мне принесли = хочу, чтобы вы принесли мне до завтрашнего утра) το κεφάλι μου στο πιάτο (голову мою на тарелке)!
Παλικάρια μου, τους είπε, κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι. Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα. Θα σας βάλω ένα αίνιγμα κι όποιος το λύσει αυτός θα πάρει την κόρη μου: Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε το κεφάλι μου στο πιάτο!
Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα (молодцы остались неподвижные = замерли от удивления).
– Το κεφάλι σου στο πιάτο; (голову твою на тарелке?) Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου (это невозможно: "это не происходит", царь мой), είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα (сказали трое в один голос: "одним ртом").
– Γίνεται, γίνεται (возможно, возможно) και ξαναματαγίνεται (и снова
вновь возможно = ещё как возможно; ξανα-, ματαприставки, обозначающие
повторение действия) σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους άφησε (медленно пропел царь и их оставил; σιγο- – первая часть сложных слов – тихо; медленно).
Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα.
Το κεφάλι σου στο πιάτο; Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου, είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα.
Γίνεται, γίνεται και ξαναματαγίνεται, σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους
άφησε.
Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι (три сына, задумавшиеся и безмолвные; σκέφτομαι – думать; μιλώ – говорить), πήραν το δρόμο για το πατρικό (отправляются в отчий /дом/). Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (когда рассвело: "когда рассвёл Бог день"), πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους (пошли и нашли отца их).
– Πατέρα, είπε ο πρώτος (отец, – сказал первый), εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά (я не смог найти решения загадке царя) κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι (и не могу ему отрубить голову: "взять голову"). Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα (/я/ не достоин царевны).
– Πατέρα, είπε ο δεύτερος (отец, – сказал второй) ούτε εγώ είμαι άξιος (и я не достоин) κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά (и не могу отрубить голову царю).
Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι, πήραν το δρόμο για το πατρικό. Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους.
– Πατέρα, είπε ο πρώτος, εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι. Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα.
– Πατέρα, είπε ο δεύτερος ούτε εγώ είμαι άξιος κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά.
– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί (отец, дай мне только одну золотую монету), ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος (тарелку и благословение твоё, – сказал третий).
Ο πατέρας παραξενεύτηκε (отец удивился), μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε (но ему дал монету, которую /тот/ у него просил). Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι (взял и тарелку мόлодец) και ξεκίνησε για το παλάτι (и отправился во дворец). Σαν έφτασε (когда пришёл), έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο (положил монету на тарелку) και το 'δειξε στο βασιλιά (и её показал царю).
– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί, ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος.
Ο πατέρας παραξενεύτηκε, μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε. Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι και ξεκίνησε για το παλάτι. Σαν έφτασε, έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο και το 'δειξε στο βασιλιά.
Η μία όψη στο φλουρί (изображение на монете; η όψη – вид; форма; облик, внешность; образ) τ' αφέντη μου η κεψαλή (хозяина моего голова), είπε το παλικάρι στο βασιλιά (сказал молодец царю) κι εκείνος χαμογέλασε (и тот улыбнулся) ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του (довольный сообразительностью и ловкостью его).
Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του (и взял третий сын царевну в жёны себе) κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς (и стал и он однажды: "в один день" достойным царём).
Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο (и были все во дворце богатом) και χαρά γεμάτοι (и радости полные)!
Η μία όψη στο φλουρί τ' αφέντη μου η κεψαλή, είπε το παλικάρι στο βασιλιά κι εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του.
Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς.
Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο και χαρά γεμάτοι!