Η γυναίκα του σκύλου. (Жена пса)

Μία φορά κι έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα (жил царь с царицей) που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες (которые имели трёх прекраснейших дочерей).

Σαν μεγαλώσανε (когда /дочери/ выросли) κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε (и пришло время, чтобы выходили замуж), οι γονείς τους (родители их) ψάχνανε να βρούνε (искали, чтобы найти) να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια (чтобы им дать в женихи самых красивых мόлодцев). Εκείνο τον καιρό (в то время) αποφάσιζαν οι γονείς (решали родители) για την τύχη των παιδιών τους (о судьбе детей своих).


Μία φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα που είχαν τρεις πανέμορφες θυγατέρες.

Σαν μεγαλώσανε κι ήρθε ο καιρός να παντρευτούνε, οι γονιοί τους ψάχνανε να βρούνε να τους δώσουνε για γαμπρούς τα καλύτερα παλικάρια. Εκείνο τον καιρό αποφάσιζαν οι γονείς για την τύχη των παιδιών τους.


Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει (думали отсюда, думали оттуда = думали и так и сяк), ώσπου η βασίλισσα λέει του βασιλιά (до тех пор, пока царица говорит царю = пока царица не сказала царю):

– Ξέρεις τι να κάνουμε; (Знаешь, что /мы/ сделаем?) Να φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά των κοριτσιών (давай сделаем большой портрет девушек) και να τη βάλουμε στην ακροθαλασσιά (и его положим на морском берегу; το άκρο – край; η θάλασσα – море). Καθώς (когда) θα περνούνε από κει (будут отправляться оттуда) πολλοί ξένοι με τα καράβια (многие чужестранцы с кораблями), θα βλέπουν τις αρχοντοπούλες (увидят девушек; το αρχοντόπουλο – ребёнок знатных/ богатых родителей), κάποια θα τους αρέσει (какая-нибудь им понравится) και θα μας την παντρευτεί (и нам на ней поженится).


Σκέφτηκαν από δω, σκέφτηκαν από κει, ώσπου η βασίλισσα λέει του βασιλιά:

– Ξέρεις τι να κάνουμε; Να φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά των κοριτσιών και να τη βάλουμε στην ακροθαλασσιά. Καθώς θα περνούνε από κει πολλοί ξένοι με τα καράβια, θα βλέπουν τις αρχοντοπούλες, κάποια θα τους αρέσει και θα μας την παντρευτεί.


Έτσι και γίνηκε (так и случилось). Ζωγράφισαν τις βασιλοπούλες (нарисовали царевен) και κρέμασαν τη ζωγραφιά τους (и повесили портрет их) στο καλύτερο σημείο της παραλίας (на самое хорошее место побережья).

Μετά από λίγες ημέρες (после = по прошествии немногих дней) αράζει στο λιμάνι ένα βασιλικό καράβι (причалил в гавани царский корабль) και κατεβαίνει ένας βασιλιάς (и вышел /на берег/ царь) αντάμα με το γιο του (вместе с сыном своим).


Έτσι και γίνηκε. Ζωγράφισαν τις βασιλοπούλες και κρέμασαν τη ζωγραφιά τους στο καλύτερο σημείο της παραλίας.

Μετά από λίγες ημέρες αράζει στο λιμάνι ένα βασιλικό καράβι και κατεβαίνει ένας βασιλιάς αντάμα με το γιο του.


Πατέρας και γιος (отец и сын), σαν είδαν τις εικόνες (когда увидели изображения), θαμπώθηκαν από την ομορφάδα (были ослеплены красотой; θαμπώνω – ослеплять; поражать, изумлять) και ρώτησαν (и спросили) τίνος είναι οι τρεις πανώριες κοπέλες (кого = чьи три прекраснейшие девушки).

Α, τους λένε (А, – им сказали), είναι οι κόρες του βασιλιά μας (это дочери царя нашего)!

Και οι τρεις είναι ελεύτερες; (и /все/ три свободные = не замужем?)

Ελεύτερες (свободные).


Πατέρας και γιος, σαν είδαν τις εικόνες, θαμπώθηκαν από την ομορφάδα και ρώτησαν τίνος είναι οι τρεις πανώριες κοπέλες.

Α, τους λένε, είναι οι κόρες του βασιλιά μας!

Και οι τρεις είναι ελεύτερες;

Ελεύτερες.


Μια και δυο κινάνε αμέσως (тотчас двинулись тут же) και πάνε στο παλάτι του βασιλιά (и пошли во дворец царя), όπου τους δεχτήκανε με τιμές (где их приняли с почестями; δέχομαι).

Λέει ο πατέρας του βασιλόπουλου (говорит отец царевича):

– Γυρεύω να μου δώσετε (я прошу, чтобы /вы/ мне дали) τη θυγατέρα σας τη μεγάλη (дочь вашу старшую) για το γιο μου (для сына моего).

– Μετά χαράς (с удовольствием), αποκρίνονται (отвечают).

Ρωτήσανε και την κοπέλα (спросили и девушку) και είπε πως της αρέσει (и сказала, что ей нравится).


Μια και δυο κινάνε αμέσως και πάνε στο παλάτι του βασιλιά, όπου τους δεχτήκανε με τιμές.

Λέει ο πατέρας του βασιλόπουλου:

Γυρεύω να μου δώσετε τη θυγατέρα σας τη μεγάλη για το γιο μου.

Μετά χαράς, αποκρίνονται.

Ρωτήσανε και την κοπέλα και είπε πως της αρέσει.


– Εγώ πρέπει να φύγω τώρα για δουλειές μου (я должен уехать сейчас из-за моих дел: "для моих работ"), λέει ο πατέρας (говорит отец). Θα μείνει ο γιος μου (останется сын мой) να κανονίσετε για το γάμο (и договоритесь насчёт свадьбы;

κανονίζω – определять, устанавливать; ср. ο κανόνας – правило, закон, канон).


– Εγώ πρέπει να φύγω τώρα για δουλειές μου, λέει ο πατέρας. Θα μείνει ο γιος μου να κανονίσετε για το γάμο.


Έτσι και γίνηκε (так и случилось). Άρχισαν τις ετοιμασίες (начали приготовления; έτοιμος – готовый). Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό (сделали невесте лучшее свадебное платье), το βασιλικό (царское), που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια (которое было всё расшитое алмазами и драгоценными камнями; κεντώ – вышивать), και ορίσανε την ημέρα του γάμου (и назначили день свадьбы; ορίζω – назначать, определять, устанавливать; το όριο – предел, граница, рубеж) για να πάνε να στεφανωθούνε (чтобы /они/ пошли чтобы обвенчались; ο στέφανος – венок; το στέφανο – брачный венец).


Έτσι και γίνηκε. Άρχισαν τις ετοιμασίες. Φτιάξανε της νύφης το καλύτερο νυφικό, το βασιλικό, που ήταν όλο κεντημένο με διαμάντια και πετράδια, και ορίσανε την ημέρα του γάμου για να πάνε να στεφανωθούνε.


Το παλάτι είχε (дворец имел = во дворце была) από την μπροστινή του τη μεριά (с передней его части) μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα (очень высокая, двойная мраморная лестница).

Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο (в /тот/ момент, когда поднимался царевич), για να πάει να πάρει τη νύφη (чтобы пойти взять невесту), πετιέται ένα μακρύ χέρι (появляется большая рука; πετιέμαι – бросаться; вылезать; вскакивать; выбегать) από τη μέση της σκάλας (из середины лестницы), του φράζει το δρόμο (ему преграждает дорогу) και μια δυνατή φωνή τον διατάζει (и громкий голос ему приказывает):

– Στάσου (стой)! Την πρώτη πήρες (первую взял /в жёны/), δευτέρα μην αφήσεις (вторую не оставляй), του σκύλου τη γυναίκα (собаки жену) μη σκύψεις και φιλήσεις (не склони и /не/ поцелуй), αν την πάρεις και σκότωσα σε (если её возьмёшь /в жёны/ и убил тебя = если возьмёшь её в жёны, я убью тебя)!


Το παλάτι είχε από την μπροστινή του τη μεριά μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα.

Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο, για να πάει να πάρει τη νύφη, πετιέται ένα μακρύ χέρι από τη μέση της σκάλας, του φράζει το δρόμο και μια δυνατή φωνή τον διατάζει:

– Στάσου! Την πρώτη πήρες, δευτέρα μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!


Τα χάνει το βασιλόπουλο (теряется царевич; "τα μυαλά χάνει" – разум теряет), χλομιάζει (бледнеет), κοπήκανε τα γόνατα του (подкосились колени его; κόβομαι – истощаться, иссякать), δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα (не мог подняться по лестнице), τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του (его подняли /по лестнице/ придворные и прислужники его; η αυλή – двор) σηκωτό (на руках; σηκωτός – поднятый на руки, носимый на руках; σηκώνω – поднимать, держать). Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους (перепуганный, говорит /он/ родителям и приглашённым), που περίμεναν να γίνει ο γάμος (которые ждали, чтобы состоялась свадьба):

– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος (не может состояться эта свадьба). Σας παρακαλώ (вас прошу) να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας (чтобы /вы/ мне дали вторую дочь вашу), την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ… (с первой не могу с ней обвенчаться = с первой я обвенчаться не могу)


Τα χάνει το βασιλόπουλο, χλομιάζει, κοπήκανε τα γόνατα του, δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα, τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του σηκωτό. Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους, που περίμεναν να γίνει ο γάμος:

– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας, την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ…


Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο (не объяснил им, однако, причину).

Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; (что поделать несчастной первой царевне?: "что бы сделает несчастная первая царевна?") Πηγαίνει γδύνεται (идёт раздевается), βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της (снимает корону свою, свадебное платье своё), και τα φορεί η δεύτερη (и их надевает вторая).

Την παντρεύεται το βασιλόπουλο (на ней женится царевич), την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα (её берёт, и /они/ уезжают на его родину; δικός – свой, собственный; δικός μου /σου, του, μας/-мой /твой, его, наш/).


Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο.

Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; Πηγαίνει γδύνεται, βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της, και τα φορεί η δεύτερη.

Την παντρεύεται το βασιλόπουλο, την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα.


Μείνανε στο παλάτι (остаются во дворце) η πρώτη και η στερνοκόρη (первая и последняя дочь; στερνός – последний). Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες (начали думать и две сестры; αναρωτιέμαι – задавать себе вопрос, задумываться над вопросом) τι γίνηκε (что случилось) κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο (и /что/ изменило мнение царевича). Μα και οι γονείς τους (но и родители их) ήτανε πολύ πικραμένοι (были очень огорчённые).

Μετά από λίγο καιρό (через немногое время), ένα άλλο βασιλόπουλο (другой царевич), από μακρινό βασίλειο (из отдалённого царства), φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του (прибывает в гавань с кораблём своим). Βλέπει κι αυτό (видит и он) τις ζωγραφιές στην παραλία (портреты на побережье) και του άρεσε περισσότερο (и ему понравилась больше всего) η πρωτοκόρη του βασιλιά (первая дочь царя).


Μείνανε στο παλάτι η πρώτη και η στερνοκόρη. Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες τι γίνηκε κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο. Μα και οι γονιοί τους ήτανε πολύ πικραμένοι.

Μετά από λίγο καιρό, ένα άλλο βασιλόπουλο, από μακρινό βασίλειο, φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του. Βλέπει κι αυτό τις ζωγραφιές στην παραλία και του άρεσε περισσότερο η πρωτοκόρη του βασιλιά.


Πήγε κι αυτός (пошёл и он), λοιπόν (итак), με την ακολουθία του (со своей свитой; ακολουθώ – следовать) να επισκεφτεί το βασιλιά (чтобы посетить царя) και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του (и чтобы у него её попросить чтобы её взять женой его = и чтобы попросить царя отдать дочь ему в жёны).

– Μετά χαράς (с удовольствием), λέει ο βασιλιάς (говорит царь), να σου τη δώσω (тебе её дам /в жёны/).


Πήγε κι αυτός, λοιπόν, με την ακολουθία του να επισκεφτεί το βασιλιά και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του.

– Μετά χαράς, λέει ο βασιλιάς, να σου τη δώσω.


Αρχίσανε πάλι τις ετοιμασίες (начали снова приготовления). Ντύθηκε, στολίστηκε η νύφη (оделась, приукрасилась невеста), έφτιαξε καινούριο νυφικό (сделала новое свадебное платье), καλύτερο από το πρώτο (лучше первого), και ορίσανε την ημέρα (и назначили день) που θα γινόταν ο γάμος (в который произойдёт свадьба).

Έτοιμος κι ο γαμπρός (готовый и жених), φτάνει με το βασιλικό του αμάξι (прибывает в царской своей карете) κι ανεβαίνει στο παλάτι (и поднимается во дворец). Την ώρα όμως που ανέβαινε (в /то/ время, однако, когда поднимается), καταμεσής (на самой середине; η μέση – середина) στην παράξενη σκάλα (на странной лестнице), παρουσιάζεται πάλι εκείνο το χέρι (появляется опять та рука).


Αρχίσανε πάλι τις ετοιμασίες. Ντύθηκε, στολίστηκε η νύφη, έφτιαξε καινούριο νυφικό, καλύτερο από το πρώτο, κι ορίσανε την ημέρα που θα γινόταν ο γάμος.

Έτοιμος κι ο γαμπρός, φτάνει με το βασιλικό του αμάξι κι ανεβαίνει στο παλάτι. Την ώρα όμως που ανέβαινε, καταμεσής στην παράξενη σκάλα, παρουσιάζεται πάλι εκείνο το χέρι.


– Στάσου (стой), τον διατάζει ξανά η φωνή (ему приказывает снова голос). Την πρώτη πήρες (первую взял /в жёны/), την τρίτη μην αφήσεις (третью не оставляй), του σκύλου τη γυναίκα (собаки жену) μη σκύψεις και φιλήσεις (не склони и /не/ поцелуй), αν την πάρεις και σκότωσα σε (если её возьмёшь /в жёны/ и убил тебя = если возьмёшь её в жёны, я убью тебя)!

Τρομοκρατημένο κι αυτό το βασιλόπουλο (запуганный и этот царевич; ср. η τρομοκρατία – террор) ανεβαίνει με δυσκολία (поднимается с трудом) τα υπόλοιπα σκαλοπάτια (по остальным ступенькам) και πάει ίσα στον πατέρα της βασιλοπούλας (и идёт прямо к отцу царевны; ίσος – ровный, прямой). Τον βλέπει έτσι ο βασιλιάς (его видит так царь) και τον λυπήθηκε (и его пожалел).


– Στάσου, τον διατάζει ξανά η φωνή. Την πρώτη πήρες, την τρίτη μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!

Τρομοκρατημένο κι αυτό το βασιλόπουλο ανεβαίνει με δυσκολία τα υπόλοιπα σκαλοπάτια και πάει ίσα στον πατέρα της βασιλοπούλας. Τον βλέπει έτσι ο βασιλιάς και τον λυπήθηκε.

Τι έχεις (что имеешь = что у тебя), γιε μου (сын мой), τι σου συμβαίνει; (что с тобой произошло?)

Δεν μπορώ να σας εξηγήσω… (не могу вам объяснить) Εκείνο που σας παρακαλώ (то, о чём вас прошу) είναι να μου δώσετε για γυναίκα μου (чтобы вы дали мне в жёны: "чтобы дали для жены моей") την τρίτη σας θυγατέρα (третью вашу дочь).

Τι να κάνει η καημένη η πρωτοκόρη; (что поделать несчастной первой царевне?) Βγάζει και πάλι το ωραίο της νυφικό και τα στολίδια (снимает снова красивое своё свадебное платье и украшения) και γίνεται η μικρότερη νύφη (и становится младшая невестой). Την παίρνει ο βασιλιάς και φεύγουνε για το δικό του βασίλειο (её берёт царь, и /они/ уезжают в его царство).


Τι έχεις, γιε μου, τι σου συμβαίνει;

Δεν μπορώ να σας εξηγήσω… Εκείνο που σας παρακαλώ είναι να μου δώσετε για γυναίκα μου την τρίτη σας θυγατέρα.

Τι να κάνει η καημένη η πρωτοκόρη; Βγάζει και πάλι το ωραίο της νυφικό και τα στολίδια και γίνεται η μικρότερη νύφη. Την παίρνει ο βασιλιάς και φεύγουνε για το δικό του βασίλειο.


Έμεινε η πρώτη θυγατέρα μόνη (осталась первая дочь одна) με τους γονείς της (с родителями её). Κλείστηκε λυπημένη στην κάμαρη της (заперлась /царевна/ опечаленная в комнатке своей) και στοχαζόταν τι έπρεπε να κάνει (и стала думать, что надо было, чтобы она делала) και γιατί γίνηκαν όλα αυτά (и почему произошло всё это).

Αφού συλλογίστηκε αρκετά (когда поразмышляла достаточно), πήρε την απόφαση της (приняла решение своё). Πήγε στον πατέρα της και του είπε (пошла к отцу своему и ему сказала):

– Εγώ, πατέρα, θα φύγω από το παλάτι (я, отец, уйду из дворца). Θα πάω όσο μακριά μπορώ (пойду, сколь далеко могу), να βρω μονάχη μου τη μοίρα μου (чтобы найти самой судьбу мою; μονάχος – одинокий, один), που με δυσκόλεψε τόσον καιρό (которая мне создавала трудности столько времени; η δυσκολία – трудность, препятствие). Δε θα πάρω τίποτα μαζί μου (не возьму ничего с собой: "со мной"), μόνο λίγα ρούχα (только немного одежды) και τα απαραίτητα για το δρόμο μου (и необходимое для дороги моей = и необходимое мне в пути).


Έμεινε η πρώτη θυγατέρα μόνη με τους γονείς της. Κλείστηκε λυπημένη στην κάμαρη της και στοχαζόταν τι έπρεπε να κάνει και γιατί γίνηκαν όλ' αυτά.

Αφού συλλογίστηκε αρκετά, πήρε την απόφαση της. Πήγε στον πατέρα της και του είπε:

– Εγώ, πατέρα, θα φύγω από το παλάτι. Θα πάω όσο μακριά μπορώ, να βρω μονάχη μου τη μοίρα μου, που με δυσκόλεψε τόσον καιρό. Δε θα πάρω τίποτα μαζί μου, μόνο λίγα ρούχα και τα απαραίτητα για το δρόμο μου.


Προσπάθησαν να την εμποδίσουν (попытались ей помешать). Αρχίνησε η μάνα της να κλαίει (начала мать её плакать), ο βασιλιάς να διαμαρτύρεται (царь – возражать).

Η βασιλοπούλα δεν άκουσε κανέναν (царевна не послушала никого), σηκώνεται και φεύγει… (встаёт и уходит)


Προσπάθησαν να την εμποδίσουν. Αρχίνησε η μάνα της να κλαίει, ο βασιλιάς να διαμαρτύρεται.

Η βασιλοπούλα δεν άκουσε κανέναν, σηκώνεται και φεύγει…


Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει (идёт, идёт, то по одной дороге, то по другой: "дорогу берёт, дорогу оставляет"). Όσο περπάταγε όμως (сколько шла, однако; περπατώ), πάνω από το κεφάλι της (сверху над головой её) πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός (летел постоянно и её сопровождал большой орёл). Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο (иногда сидел на дереве) και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της (и иногда летел сверху над её головой). Με το λιοπύρι τη σκίαζε (в зной её укрывал; η σκιά – тень), με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του (в дождь её прикрывал крыльями своими). Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση (проходили вместе с орлом леса), λαγκάδια, βουνά (долины, горы), λίμνες, χώρες και χωριά (озёра, страны и деревни). Σταματούσαν, ξαποσταίνανε (останавливались, отдыхали), και ο αετός πάντα την προστάτευε (и орёл всегда её защищал). Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς (ей сбрасывал с деревьев плоды; πετώ) για να τρώει (чтобы /она/ ела), που 'μενε νηστική (когда /она/ была голодна; μένω – жить; оставаться; пребывать, быть), της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο (ей отдавал то, что находил хорошего по дороге) και πηγαίνανε (и /они/ шли).


Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Όσο περπάταγε όμως, πάνω από το κεφάλι της πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός. Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της. Με το λιοπύρι τη σκίαζε, με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του. Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση, λαγκάδια, βουνά, λίμνες, χώρες και χωριά. Σταματούσαν, ξαποσταίνανε, και ο αετός πάντα την προστάτευε. Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς για να τρώει, που 'μενε νηστική, της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο και πηγαίνανε.


Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε… (/они/ шли месяцы, годы, шли, шли…)

Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της (начала изнашиваться одежда её), να σκίζονται τα ποδήματά της (рваться сапоги её; ср. το πόδι – нога) και να ματώνουνε τα ποδάρια της (и разбиваться в кровь ножки её).

Ένα απόβραδο (одним вечером), στην άκρη ενός δρόμου μακρινού (в конце дороги длинной), ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει (различили издалека огонёк, /который/ мигал; τρεμοσβήνω – мигать; едва теплиться).


Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε…

Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της, να σκίζονται τα ποδήματά της και να ματώνουνε τα ποδάρια της.

Ένα απόβραδο, στην άκρη ενός δρόμου μακρινού, ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει.


«Εκεί θα πάω» (туда пойду), συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα (подумала тогда царевна), «δεν αντέχω άλλο πια, απόκανα… (не выдержу что-либо больше, устала) Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως (постучу в этот дом со светом), κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά (и когда засветится день снова; φέγγω – светить, сиять; безл.: светает), θα δω τι θα κάνω…» (увижу, что делать)

Εκεί που πήγαινε (туда пошла) και κόντευε να φτάσει στο σπίτι (и почти дошла до дома; κοντεύω – приближаться, наступать; чуть было не сделать что-л.), πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός (первый прилетел и сел на крышу его /дома/ орёл).


«Εκεί θα πάω», συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα, «δεν αντέχω άλλο πια, απόκαμα… Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως, κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά, θα δω τι θα κάνω… »

Εκεί που πήγαινε και κόντευε να φτάσει στο σπίτι, πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός.


«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα (А, – рассудила царевна), «για να πάει πρώτα ο αετός (если сначала летит орёл) θα πει πως είναι καλά εκεί (значит, что хорошо там; θα πει – значит). Ας πάω κι εγώ (пойду-ка и я)…»

Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα (идёт, видит тяжёлые железные ворота) κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι (и внутри красивый дом). Χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь) και της ανοίγει ένας σκύλος (и ей открывает пёс) που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του (который тащил цепь, привязанную к лапе его) και της κάνει τόπο να περάσει (и ей делает = даёт место, чтобы пройти).


«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα, «για να πάει πρώτα ο αετός θα πει πως είναι καλά εκεί. Ας πάω κι εγώ… »

Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και της ανοίγει ένας σκύλος που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του και της κάνει τόπο να περάσει.


Προχώραγε μπροστά ο σκύλος (шёл вперёд пёс), άνοιγε τις πόρτες (открывал двери) και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο (и ей показывал одну комнату за другой). Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία (пришли в красивую столовую; το τραπέζι – стол). Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι (тотчас ей показывает стол; παρουσιάζω – предъявлять; представлять) στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα (накрытый красивой едой и сладостями).


Προχώραγε μπροστά ο σκύλος, άνοιγε τις πόρτες και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο. Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία. Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα.


Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε (когда /она/ поела и отдохнула), ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της (пёс начал тереться у ног её) και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη (и ей говорить голосом человеческим):

– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)

– Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι! (тебя люблю, как /в качестве/ собачку, которая /ты/ есть = которой ты являешься)

Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη (утром она проснулась удивлённая; παραξενεύομαι; παράξενος – странный, удивительный), σε μια κάμαρη ωραία (в комнате красивой), μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι (со всем ей хорошим на столе = со столом, накрытым для неё всякой вкусной едой), κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι (и орёл летал всегда над домом). Έβγαινε αυτή στον κήπο (вышла она в сад), έβγαινε στο μπαλκόνι (вышла на балкон), από πάνω ο αετός (сверху орёл).


Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη:

Μ' αγαπάς, καλή μου;

Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι!

Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη, σε μια κάμαρη ωραία, μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι, κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι. Έβγαινε αυτή στον κήπο, έβγαινε στο μπαλκόνι, από πάνω ο αετός.


Έμεινε, το λοιπόν, εκεί (осталась, итак, там).

– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)

– Σα σκυλάκι που είσαι (как собачку, которой /ты/ являешься), του αποκρινόταν (ему отвечала).

Το χάιδευε κι έφευγε (его приласкала, и /он/ убежал).

Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή (прошли шесть и семь месяцев с этой жизнью = такой жизни). Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη (царевна была счастливая; η ευτυχία – счастье), μόνο που ένιωθε μοναξιά (только вот чувствовала одиночество). Ένα βράδυ (/однажды/ вечером) που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε (когда сидела в комнате своей и читала), ακούει από μακριά (слышит издалека), πολύ μακριά (очень издалека), μια φωνή να της λέει (/как/ голос ей говорит):


Έμεινε, το λοιπόν, εκεί.

Μ' αγαπάς, καλή μου;

Σα σκυλάκι που είσαι, του αποκρινόταν. Το χάιδευε κι έφευγε.

Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή. Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη, μόνο που ένιωθε μοναξιά. Ένα βράδυ που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε, ακούει από μακριά, πολύ μακριά, μια φωνή να της λέει:


Ε, ε, συ (эй, эй, ты), ευτού που είσαι και διαβάζεις (здесь, где /ты/ есть и читаешь; ευτού – тут, в этом месте), άκουσε τι θα σου πω (послушай, что /я/ тебе скажу) και βάλ' το καλά στο νου σου (и положи это хорошо в ум свой = и хорошенько это осознай): Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί (этот пёс – не пёс), είναι άνθρωπος (/это/ человек). Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος (если хочешь, чтобы /он/ снова стал человеком), θα κάνεις αυτό που προστάζω (сделаешь то, что приказываю): Θα στρώσεις ένα σεντόνι (постелешь простыню) και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα (и её наполнишь розами). Θα κάψεις μετά ένα φούρνο (разожжёшь потом печку; καίω – жечь) και θα ρίξεις μέσα το σκυλί (и бросишь внутрь собаку).


Ε, ε, συ, ευτού που είσαι και διαβάζεις, άκουσε τι θα σου πω και βάλ' το καλά στο νου σου: Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί, είναι άνθρωπος, Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος, θα κάνεις αυτό που προστάζω: Θα στρώσεις ένα σεντόνι και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα. Θα κάψεις μετά ένα φούρνο και θα ρίξεις μέσα το σκυλί.


Κι όταν ακούσεις τη φωνή του (и когда услышишь голос его) που θα σου λέει (который тебе будет говорить): «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου (/я/ человек, открой мне)!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου (тогда откроешь дверь печки) και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι (и его /пса/ бросишь сверху на простыню) με το τριαντάφυλλα (с розами), γιατί είναι βασιλόπουλο (потому что /он/ царевич) που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα (которого прокляла злая его судьба; η μοίρα – доля, участь; судьба)!

Κάνει αυτό που της είπε η φωνή (делает то, что ей сказал голос), κόβει τα τριαντάφυλλα (срезает розы), στρώνει το σεντόνι (стелет простыню), καίει το φούρνο (разжигает печку) και ρίχνει μέσα το σκύλο (и бросает внутрь собаку).


Κι όταν ακούσεις τη φωνή του που θα σου λέει: «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι με το τριαντάφυλλα, γιατί είναι βασιλόπουλο που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα!

Κάνει αυτό που της είπε η φωνή, κόβει τα τριαντάφυλλα, στρώνει το σεντόνι, καίει το φούρνο και ρίχνει μέσα το σκύλο.


Πριν καλά καλά προλάβει (до того, как как следует: "хорошо хорошо" успевает) να κλείσει το φούρνο (закрыть печку), «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα ("открой! /я/ человек!" ей кричит изнутри).

Ανοίγει αμέσως την πόρτα (открывает тут же дверь), το βγάζει έξω (его вытаскивает наружу), το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα (его заворачивает в простыню с розами), το ξετυλίγει (его развёртывает) και φανερώνεται μπροστά της (и появляется перед ней) ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο (прекрасный мόлодец, царевич).


Πριν καλά καλά προλάβει να κλείσει το φούρνο, «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα.

Ανοίγει αμέσως την πόρτα, το βγάζει έξω, το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα, το ξετυλίγει και φανερώνεται μπροστά της ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο.


Αχ, γυναίκα μου καλή (ах, жена моя милая), της λέει (ей говорит), εσένα περίμενα τόσα χρόνια (тебя ждал столько лет), για να λυτρωθώ (чтобы освободиться) και να ξαναγίνω άνθρωπος (и снова стать человеком)!

Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο (и я обошла весь мир) μέχρι να σε βρω (пока тебя /не/ нашла)! του αποκρίνεται εκείνη (ему отвечает она).


Αχ, γυναίκα μου καλή, της λέει, εσένα περίμενα τόσα χρόνια, για να λυτρωθώ και να ξαναγίνω άνθρωπος!

– Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο μέχρι να σε βρω! του αποκρίνεται εκείνη.


Κι αγκαλιαστήκανε (и обнялись; τα αγκαλιά – объятие), κι εκείνη την ώρα (и в этот момент) από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός (с высоты появился орёл; ξεπροβάλλω – появляться, показываться, возникать) κι άρχισε να κράζει χαρούμενα (и начал кричать радостно).

Μετά από λίγο (после немногого /времени/ = через некоторое время) καλέσανε τους γονιούς της (пригласили родителей её; καλώ – звать; приглашать), τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα (сестёр её и всю страну) και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος (и состоялась большая свадьба; γίνομαι – становиться, делаться; осуществляться, происходить), και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше).


Κι αγκαλιαστήκανε, κι εκείνη την ώρα από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός κι άρχισε να κράζει χαρούμενα.

Μετά από λίγο καλέσανε τους γονιούς της, τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος, και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.

Загрузка...