39 Υφαίνοντας τον Ιστό

Ο Ραντ κοίταξε τα πλήθη από το ψηλό παράθυρο του δωματίου του στην Ευλογία της Βασίλισσας, Έτρεχαν φωνάζοντας στους δρόμους, όλοι χιμούσαν προς την ίδια κατεύθυνση, ανεμίζοντας φιλάνδρες και λάβαρα, με το λευκό λιοντάρι να στέκεται φρουρός σε χίλια κόκκινα Πεδία. Καεμλυνοί και ξένοι έτρεχαν μαζί και, για αλλαγή, κανείς δεν φαινόταν να θέλει να σπάσει το κεφάλι του άλλου. Σήμερα, ίσως, υπήρχε μονάχα μια φατρία.

Γύρισε από το παράθυρο χαμογελώντας πλατιά. Αυτή τη μέρα περίμενε πάνω απ’ όλες, με εξαίρεση τη μέρα που θα έμπαιναν στο δωμάτιο η Εγκουέν και ο Πέριν, ολοζώντανοι, γελώντας γι’ αυτά που θα είχαν δει.

“Έρχεσαι;” ξαναρώτησε.

Ο Ματ τον αγριοκοίταξε από κει που ξάπλωνε, κουλουριασμένος σαν μπάλα στο κρεβάτι. “Πάρε τον Τρόλοκ που γίνατε φιλαράκια”.

“Μα το αίμα και τις στάχτες, Ματ, δεν είναι Τρόλοκ. Πάλι πείσμωσες σαν βλάκας. Πόσες φορές θέλεις να τσακωθούμε; Φως μου, όχι ότι τώρα ακούς πρώτη φορά για τους Ογκιρανούς”.

“Δεν είχα ακούσει ότι μοιάζουν με Τρόλοκ”. Ο Ματ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι και ζάρωσε ακόμα πιο πολύ.

“Ο πεισματάρης, ο βλάκας”, μουρμούρισε ο Ραντ. “Πόσον καιρό ακόμα θα κρύβεσαι εδώ πάνω; Δεν θα σου ανεβάζω πάντα τόσες σκάλες το φαΐ σου. Θέλεις και μπάνιο”. Ο Ματ σήκωσε τους ώμους έτσι όπως ήταν στο κρεβάτι, σαν να προσπαθούσε να χωθεί πιο βαθιά. Ο Ραντ αναστέναξε και ύστερα πήγε στην πόρτα. “Τελευταία ευκαιρία να πάμε μαζί, Ματ. Φεύγω τώρα”. Έκλεισε την πόρτα αργά, ελπίζοντας ότι ο Ματ θα άλλαζε γνώμη, αλλά ο φίλος του ούτε που σάλεψε. Η πόρτα έκλεισε μ’ ένα χαμηλό, ξερό κρότο.

Βγήκε στο διάδρομο κι έγειρε στο κούφωμα της πόρτας. Ο αφέντης Γκιλ είχε πει πως δυο δρόμους παραπέρα υπήρχε μια γριά, η Μητέρα Γκραμπ, που πουλούσε βότανα και καταπλάσματα κι επίσης έκανε τη μαμή, φρόντιζε τους αρρώστους και έλεγε τη μοίρα. Έμοιαζε λιγάκι με Σοφία. Ο Ματ χρειαζόταν τη Νυνάβε, ή ίσως τη Μουαραίν, αλλά αυτό που υπήρχε ήταν η Μητέρα Γκραμπ. Όμως ο ερχομός της στην Ευλογία της Βασίλισσας ίσως να τραβούσε την προσοχή λάθος ανθρώπων, ακόμα κι αν ερχόταν. Λάθος, τόσο γι’ αυτήν, όσο και για τον Ραντ και τον Ματ.

Αυτό τον καιρό οι βοτανολόγοι και οι κομπογιαννίτες στο Κάεμλυν φρόντιζαν να μην πολυφαίνονται· ο κόσμος αποδοκίμαζε όσους ασχολούνταν με οποιαδήποτε μορφή θεραπείας, ή πρόβλεψης του μέλλοντος. Κάθε νύχτα ζωγράφιζαν ανεμπόδιστα σε πόρτες το Δόντι του Δράκοντα, μερικές φορές ακόμα και μέρα-μεσημέρι. Και οι άνθρωποι ξεχνούσαν ποιος είχε γιατρέψει τον πυρετό τους και ποιος είχε απαλύνει τον πονόδοντό τους, όταν υψωνόταν η κραυγή “Σκοτεινόφιλος”. Έτσι ήταν τα πνεύματα στην πόλη.

Όχι ότι ο Ματ ήταν στ’ αλήθεια άρρωστος. Έτρωγε ό,τι του ανέβαζε ο Ραντ από την κουζίνα —όμως δεν έπαιρνε τίποτα από το χέρι άλλου — και ποτέ δεν παραπονιόταν για πόνους ή πυρετό. Απλώς αρνιόταν να βγει από το δωμάτιο. Αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος πως σήμερα θα κατάφερνε να τον βγάλει.

Έστρωσε το μανδύα στους ώμους του και γύρισε τη ζώνη του, έτσι ώστε να σκεπάζεται καλύτερα το σπαθί από το κόκκινο ύφασμα που το τύλιγε.

Στην αρχή της σκάλας αντάμωσε τον αφέντη Γκιλ, που μόλις είχε αρχίσει να ανεβαίνει. “Είναι κάποιος στην πόλη, που ρωτά για σας”, είπε ο πανδοχέας με την πίπα στο στόμα. Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος ελπίδας. “Ρωτά για σένα και για τους φίλους σου, με τα ονόματά σας. Για σας του νεαρούς, δηλαδή. Φαίνεται ότι πιο πολύ θέλει εσάς, τα τρία παλικαράκια”.

Η ανησυχία πήρε τη θέση της ελπίδας, “Ποιος;” ρώτησε ο Ραντ, Άθελά του, τα μάτια του έψαξαν το διάδρομο, από τη μια άκρη ως την άλλη. Με εξαίρεση τους δυο τους ήταν άδειος, από την έξοδο που έβγαζε στο σοκάκι ως την πόρτα της κοινής αίθουσας.

“Δεν ξέρω το όνομά του. Απλώς άκουσα γι’ αυτόν. Ό,τι γίνεται στο Κάεμλυν, συνήθως, θα φτάσει κάποια στιγμή στ’ αυτιά μου. Ζητιάνος”. Ο πανδοχέας γρύλισε. “Μισότρελος, έτσι άκουσα. Έστω κι έτσι, θα μπορούσε να πάρει το Δώρο της Βασίλισσας, ακόμα και τώρα που έχουμε δύσκολους καιρούς. Τις Μεγάλες Μέρες η Βασίλισσα το προσφέρει με τα χέρια της και ποτέ δεν σε διώχνουν, για οποιονδήποτε λόγο. Στο Κάεμλυν κανένας δεν έχει ανάγκη να ζητιανεύει. Ακόμα κι αν είσαι καταζητούμενος δεν σε συλλαμβάνουν, όταν παίρνεις το Δώρο της Βασίλισσας”.

“Σκοτεινόφιλος;” είπε απρόθυμα ο Ραντ. Αν οι Σκοτεινόφιλοι ξέρουν τα ονόματά μας...

“Βλέπεις Σκοτεινόφιλους και στον ύπνο σου, νεαρέ μου. Υπάρχουν, πώς δεν υπάρχουν, αλλά, επειδή οι Λευκομανδίτες ξεσηκώνουν τον κόσμο, αυτό δεν είναι λόγος για να νομίζεις ότι γέμισε η πόλη τέτοιους. Ξέρεις τι φήμες διαδίδουν τώρα αυτά τα κωθώντα; “Παράξενες μορφές”. Αν είναι δυνατόν. Παράξενες μορφές που τη νύχτα σέρνονται έξω από την πόλη”. Ο πανδοχέας χαχάνισε και η κοιλιά του σείστηκε.

Ο Ραντ δεν είχε όρεξη για γέλια. Ο Χάυαμ Κιντς είχε μιλήσει για παράξενες μορφές και σίγουρα υπήρχε Ξέθωρος τότε εκεί. “Τι είδους μορφές;”

“Τι είδους; Δεν ξέρω τι είδους. Παράξενες μορφές. Τρόλοκ, μάλλον. Ο Σκιάνθρωπος. Ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας αυτοπροσώπως, που επέστρεψε είκοσι μέτρα ψηλός. Τι είδους μορφές λες εσύ ότι θα φαντάζεται ο κόσμος, τώρα που τους έβαλαν στο νου την ιδέα; Ας μη χολοσκάμε κι εμείς”. Ο αφέντης Γκιλ τον κοίταξε για μια στιγμή. “Πας έξω, ε; Τι να πω, εγώ δεν έχω όρεξη, ακόμα και σήμερα, αλλά εδώ έμεινα σχεδόν μονάχος. Ούτε ο φίλος σου;”

“Ο Ματ δεν νιώθει καλά. Μπορεί μετά”.

“Ε, ας είναι έτσι. Να φυλάγεσαι, ακούς; Ακόμα και σήμερα, οι πιστοί της Βασίλισσας θα είναι λιγότεροι εκεί πέρα, που να κάψει το Φως τη μέρα που έζησα να δω. Καλύτερα βγες από το σοκάκι. Δυο αιμοκατάρατοι προδότες κάθονται στο δρόμο απέναντι και παρακολουθούν την εξώπορτά μου. Ξέρουν τι πιστεύω, μα το Φως!”

Ο Ραντ έβγαλε το κεφάλι και κοίταξε δεξιά κι αριστερά, πριν χωθεί στο στενάκι. Στην είσοδό του στεκόταν ένας μεγαλόσωμος άνδρας, που είχε προσλάβει ο αφέντης Γκιλ· έγερνε στο δόρυ του και κοίταζε τους περαστικούς, φαινομενικά αδιάφορα. Μόνο φαινομενικά, όπως ήξερε ο Ραντ. Τα μάτια αυτού του ανθρώπου —το όνομά του ήταν Λάμγκουιν— έβλεπαν τα πάντα κάτω από τα βαριά βλέφαρά τους και, παρά το ταυρίσιο κορμί του, ήταν σβέλτος σαν γάτα. Επίσης πίστευε πως η Βασίλισσα Μοργκέις ήταν το Φως ενσαρκωμένο, ή κάτι τέτοιο. Υπήρχαν καμιά δεκαριά σαν κι αυτόν, απλωμένοι γύρω από την Ευλογία της Βασίλισσας.

Τα αυτιά του Λάμγκουιν φάνηκαν να τινάζονται, καθώς ο Ραντ τον πλησίαζε, μα ο άνδρας δεν σταμάτησε να παρακολουθεί το δρόμο με το αδιάφορο ύφος του. Ο Ραντ ήξερε πως τον είχε ακούσει που πλησίαζε.

“Τα μάτια σου τέσσερα σήμερα, φίλε”. Η φωνή του Λάμγκουιν έμοιαζε με χαλίκια σε κατσαρόλα “Αν αρχίσουν φασαρίες, καλύτερα να είσαι εδώ να βοηθήσεις, παρά κάπου μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη”.

Ο Ραντ κοίταξε το θηρίο, μα δεν φανέρωσε την έκπληξή του. Πάντα προσπαθούσε να κρύβει το σπαθί, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που άνθρωπος του αφέντη Γκιλ τον έπαιρνε για ψημένο σε καυγάδες. Ο Λάμγκουιν δεν τον ξανακοίταξε. Η δουλειά του ήταν να φυλά το πανδοχείο κι αυτό έκανε.

Ο Ραντ έβαλε το σπαθί πιο βαθιά στο μανδύα και χώθηκε στο πλήθος. Είδε τους δύο άνδρες, που είχε αναφέρει ο πανδοχέας, να στέκονται σε βαρέλια απέναντι από το πανδοχείο, έτσι που να βλέπουν πάνω από το πλήθος. Του φάνηκε πως δεν τον είχαν προσέξει να βγαίνει από το στενάκι. Όχι μόνο είχαν σπαθιά τυλιγμένα με λευκό ύφασμα και δεμένα με κόκκινο κορδόνι, αλλά φορούσαν λευκά περιβραχιόνια και λευκές κονκάρδες Πριν περάσει πολλές μέρες στο Κάεμλυν, είχε μάθει πως το κόκκινο δέσιμο στο σπαθί, τα κόκκινα περιβραχιόνια και οι κονκάρδες, σήμαιναν ότι κάποιος υποστήριζε τη Βασίλισσα Μοργκέις. Το λευκό χρώμα έλεγε πως η Βασίλισσα και τα πάρε-δώσε της με τις Άες Σεντάι και την Ταρ Βάλον έφταιγαν για όλα για στραβά. Για τον καιρό και για τις χαμένες σοδιές. Μπορεί ακόμα και για τον ψεύτικο Δράκοντα.

Δεν ήθελε να μπλέξει με τα πολιτικά του Κάεμλυν. Μόνο που τώρα ήταν πολύ αργά. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι είχε επιλέξει —κατά λάθος, αλλά ήταν πια γεγονός. Η κατάσταση στην πόλη είχε τραβήξει τόσο, που κανένας δεν μπορούσε να είναι ουδέτερος. Ακόμα και οι ξενομερίτες φορούσαν κονκάρδες και περιβραχιόνια, ή έντυναν τα σπαθιά τους, ενώ οι περισσότεροι φορούσαν το λευκό παρά το κόκκινο. Ίσως κάποιοι να μην το πίστευαν, αλλά ήταν μακριά από τα σπίτια τους και αυτή η άποψη επικρατούσε στο Κάεμλυν. Εκείνοι που υποστήριζαν τη Βασίλισσα έβγαιναν κατά ομάδες για δική τους προστασία, όσοι τολμούσαν να βγουν.

Σήμερα, όμως, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Σήμερα το Κάεμλυν γιόρταζε μια νίκη του Φωτός επί της Σκιάς. Σήμερα θα έφερναν τον ψεύτικο Δράκοντα στην πόλη για να τον επιδείξουν στη Βασίλισσα, πριν τον πάρουν βόρεια, στην Ταρ Βάλον.

Για το δεύτερο, κανένας δεν μιλούσε. Φυσικά, κανείς εκτός από τις Άες Σεντάι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν άνδρα που μπορούσε να χειριστεί τη Μία Δύναμη, μα κανείς δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Το Φως είχε κατατροπώσει τη Σκιά και στην πρώτη γραμμή της μάχης ήταν στρατιώτες του Άντορ. Για τη σημερινή μέρα, αυτό ήταν που είχε σημασία Για τη σημερινή μέρα, όλα τα άλλα μπορούσαν να ξεχαστούν.

Ο Ραντ αναρωτιόταν αν πράγματι ήταν έτσι. Το πλήθος έτρεχε, τραγουδούσε, ανέμιζε σημαίες, γελούσε, αλλά όσοι φορούσαν κόκκινο έμεναν μαζεμένοι σε ομάδες των δέκα και των είκοσι και δεν υπήρχαν γυναίκες ή παιδιά ανάμεσά τους. Του φαινόταν πως υπήρχαν δέκα που έδειχναν λευκό για κάθε έναν που διαλαλούσε την υποταγή του στη Βασίλισσα. Ευχήθηκε, όχι για πρώτη φορά, να ήταν φτηνότερο το λευκό ύφασμα εκείνη τη μέρα. Αλλά θα σε είχε βοηθήσει ο αφέντης Γκιλ, αν εμφανιζόσουν φορώντας το λευκό;

Το πλήθος ήταν τόσο πυκνό, που το στριμωξίδι ήταν αναπόφευκτο. Ακόμα και οι Λευκομανδίτες δεν απολάμβαναν τον κενό χώρο γύρω τους μέσα σ’ αυτό το μελίσσι. Ο Ραντ, καθώς άφηνε το πλήθος να τον παρασύρει στην Έσω Πόλη, κατάλαβε πως δεν συγκρατούσαν όλοι τις αντιπάθειες τους. Τρία Τέκνα του Φωτός πήγαιναν μαζί και κάποιος σκούντησε το ένα τόσο δυνατά, που αυτό παραπάτησε. Ο Λευκομανδίτης μόλις που κρατήθηκε όρθιος και έκανε να βλαστημήσει θυμωμένα τον άνθρωπο που είχε πέσει πάνω του, όταν άλλος ένας, περνώντας, τον χτύπησε εσκεμμένα με τον ώμο, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Πριν χειροτερέψουν τα πράγματα, οι σύντροφοι του Λευκομανδίτη τον τράβηξαν στο πλάι του δρόμου και βρήκαν καταφύγιο σε μια εξώπορτα. Τα πρόσωπά τους έδειχναν λίγο από το συνηθισμένο θυμό τους, αλλά και μια έκφραση σαν να μην πίστευαν αυτό που είχε γίνει. Το πλήθος κυλούσε σαν να μην το είχε προσέξει κανείς και μπορεί αυτό να ήταν αλήθεια.

Δυο μέρες πριν, κανείς δεν θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως παρατήρησε ο Ραντ, οι άνδρες που είχαν πέσει στον Λευκομανδίτη φορούσαν λευκές κονκάρδες στα καπέλα τους. Ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση πως οι Λευκομανδίτες υποστήριζαν όσους αντιστρατεύονταν τη Βασίλισσα και την Άες Σεντάι σύμβουλό της, αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Οι άνθρωποι έκαναν πράγματα που δεν είχαν περάσει άλλη φορά από το νου τους. Σήμερα σκουντούσαν έναν Λευκομανδίτη. Αύριο μήπως θα ανέτρεπαν μια Βασίλισσα; Ευχήθηκε να είχε μερικούς ακόμα δίπλα του που να φορούν το λευκό· έτσι στριμωγμένος ανάμεσα σε λευκές κονκάρδες και περιβραχιόνια, ξαφνικά ένιωσε πολύ μόνος του.

Οι Λευκομανδίτες πρόσεξαν που τους κοίταζε και του αντιγύρισαν τη ματιά, σαν να απαντούσαν σε πρόκληση. Ο Ραντ άφησε ένα ρεύμα του πλήθους που τραγουδούσε να τον πάρει μακριά από το βλέμμα τους και έπιασε κι αυτός το τραγούδι.

“Εμπρός το Λιοντάρι,

εμπρός το Λιοντάρι,

το Άσπρο Λιοντάρι βγαίνει μπροστά.

Βρυχάται κι αψηφά τη Σκιά.

Εμπρός το Λιοντάρι,

εμπρός, Άντορ νικηφόρο”.

Ήταν πολύ γνωστή η διαδρομή που θα ακολουθούσαν για να φέρουν τον ψεύτικο Δράκοντα στο Κάεμλυν. Τους δρόμους απ’ όπου θα περνούσαν τους κρατούσαν άδειους οι πυκνές γραμμές των Φρουρών της Βασίλισσας και οι σαρισσοφόροι με τους κόκκινους μανδύες, αλλά οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι από πίσω, κολλητά ο ένας στον άλλο, γέμιζαν ακόμα και τα μπαλκόνια και τις στέγες. Ο Ραντ κατευθύνθηκε προς την Έσω Πόλη, προσπαθώντας να βρεθεί πιο κοντά στο Παλάτι. Στο νου του στριφογυρνούσε η σκέψη ότι θα έβλεπε τον Λογκαίν να παρουσιάζεται μπροστά στη Βασίλισσα. Αν έβλεπε και τον ψεύτικο Δράκοντα και μια Βασίλισσα, μαζί... αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν το είχε ονειρευτεί στην πατρίδα του.

Η Έσω Πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε λόφους και πολλά έργα των Ογκιρανών παρέμεναν. Εκεί που οι δρόμοι της Νέας Πόλης τραβούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, σχηματίζοντας ένα παλαβό μωσαϊκό, εδώ ακολουθούσαν τις καμπύλες των λόφων, σαν να ήταν φυσικό τμήμα της γης. Το έδαφος με τις απότομες πλαγιές και τα βυθίσματά του παρουσίαζε σε κάθε στροφή μια διαφορετική θέα, που κατέπλησσε. Υπήρχαν πάρκα, που φαίνονταν από διαφορετικές γωνίες, ακόμα και από ψηλά, που τα δρομάκια και τα μνημεία τους έφτιαχναν σχήματα ευχάριστα στο βλέμμα, παρά το ελάχιστο πράσινο τους. Πύργοι εμφανίζονταν ξαφνικά και οι πλακόστρωτοι τοίχοι τους λαμπύριζαν στο φως του ήλιου, αλλάζοντας εκατό χρώματα. Υπήρχαν ξαφνικές ανηφοριές, που έκαναν το βλέμμα να ταξιδέψει πάνω απ’ όλη την πόλη, ως τα απαλά κύματα των πεδιάδων και τα δάση παραπέρα. Θα ήταν σπουδαίο θέαμα, αν δεν υπήρχε το πλήθος που τον έσπρωχνε, πριν προλάβει να τα δει πραγματικά. Και οι φιδίσιοι δρόμοι εμπόδιζαν το βλέμμα να δει μακριά.

Πήρε μια στροφή, καθώς τον παρέσυραν οι άλλοι και μπροστά φάνηκε το Παλάτι. Οι δρόμοι, που ακόμα ακολουθούσαν τη φυσική διαμόρφωση της γης, κυλούσαν ελικοειδώς σ’ αυτό το μέρος — σαν από ιστορία Βάρδου, με ανοιχτόχρωμα καμπαναριά και χρυσαφένιους θόλους και πέτρινα λεπτοδουλεμένα διακοσμητικά, με τη σημαία του Άντορ να πετά από κάθε προεξοχή, το στολίδι για το οποίο είχαν σχεδιαστεί οι πανοραμικές απόψεις της διαδρομής. Περισσότερο έμοιαζε να έχει σμιλευτεί από καλλιτέχνη, παρά να έχει χτιστεί σαν συνηθισμένο κτίριο.

Αυτή η ματιά του έδειξε πως δεν θα πλησίαζε παραπέρα. Δεν επέτρεπαν σε κανέναν να φτάσει κοντά στο Παλάτι. Οι Φρουροί της Βασίλισσας πλαισίωναν τις πύλες του Παλατιού, σχηματίζοντας πορφυρούς στίχους δέκα ανδρών. Πάνω στους λευκούς τοίχους, σε ψηλές βεράντες και σε πύργους κι άλλοι Φρουροί στέκονταν προσοχή, κρατώντας τόξα γερμένα σε συγκεκριμένη γωνία πάνω στους θώρακές τους. Κι αυτοί, επίσης, έμοιαζαν να έχουν βγει από παραμύθι Βάρδου, σαν τιμητική φρουρά, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε πως ήταν εκεί γι’ αυτό το λόγο. Το πλήθος, που βοούσε στους δρόμους, ήταν γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με λευκοντυμένα σπαθιά, λευκά περιβραχιόνια και λευκές κονκάρδες. Σ’ ελάχιστα σημεία κόκκινοι κόμποι ξεπηδούσαν από το λευκό τείχος. Οι Φρουροί με τις κόκκινες στολές έμοιαζαν εύθραυστο φράγμα μπροστά σε τόσο λευκό.

Ο Ραντ παράτησε την ιδέα να πλησιάσει το Παλάτι και έψαξε μέρος απ’ όπου θα μπορούσε να βλέπει καλύτερα με το ύψος του. Δεν χρειαζόταν να είναι στην πρώτη σειρά για να δει τα πάντα Το πλήθος σάλευε συνεχώς, άνθρωποι έσπρωχναν για να βρεθούν μπροστά, άνθρωποι έτρεχαν αλλού, νομίζοντας ότι θα έβρισκαν πιο πλεονεκτικό σημείο. Πάνω στην αναταραχή βρέθηκε να έχει μόνο άλλους τρεις ανάμεσα σ’ αυτόν και στο δρόμο κι αυτοί μπροστά του ήταν πιο κοντοί, ακόμα και οι σαρισσοφόροι. Σχεδόν όλοι ήταν πιο κοντοί από τον Ραντ. Κόσμος τον ζουλούσε πάνω του απ’ όλες τις πλευρές, άνθρωποι ίδρωναν από το στριμωξίδι τόσων σωμάτων. Ο Ραντ στάθηκε αμετακίνητος, σχηματίζοντας ένα αδιαπέραστο τείχος με τους διπλανούς του. Αυτό του αρκούσε. Όταν περνούσε ο ψεύτικος Δράκοντας, θα ήταν τόσο κοντά, που θα έβλεπε καθαρά το πρόσωπό του.

Στην άλλη μεριά του δρόμου, προς τις πύλες της Νέας Πόλης, ένα κύμα διέτρεξε την ανθρωποθάλασσα· στην άκρη, ένα ρεύμα ανθρώπων έκανε πίσω για να αφήσει κάτι να περάσει. Δεν ήταν σαν τον κενό χώρο, που ακολουθούσε τους Λευκομανδίτες όλες τις άλλες μέρες εκτός της σημερινής. Αυτοί οι άνθρωποι τινάζονταν με ξαφνιασμένα βλέμματα, που μετατρέπονταν σε γκριμάτσες απέχθειας. Έκαναν στην άκρη, γύριζαν το πρόσωπο αλλού, μα παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού, ώσπου να περάσει αυτό, ό,τι κι αν ήταν.

Κι άλλα μάτια γύρω του πρόσεξαν το σούσουρο. Οι άνθρωποι, που τους είχε διεγείρει ο ερχομός του Δράκοντα, αλλά δεν είχαν τώρα τι άλλο να κάνουν παρά να περιμένουν, έβρισκαν τα πάντα άξια προσοχής. Ο Ραντ άκουσε τον κόσμο να λέει το μακρύ του και το κοντό του, άλλος ότι ήταν Άες Σεντάι, άλλος για τον Λογκαίν και μερικές πιο πρόστυχες υποθέσεις, που έκαναν τους άνδρες να γελάσουν τραχιά και τις γυναίκες να ξεφυσήξουν αποδοκιμαστικά.

Το κύμα περιπλανήθηκε στο πλήθος, πλησιάζοντας, καθώς ερχόταν, το πλάι του δρόμου. Κανένας δεν φαινόταν να διστάζει, πριν υποχωρήσει και το αφήσει να πάει όπου ήθελε, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έχανε την καλή του θέα, όταν το πλήθος θα ξανάσμιγε. Τέλος, απέναντι από τον Ραντ, ο κόσμος ξεχείλισε στο δρόμο, σπρώχνοντας τους κοκκινοντυμένους σαρισσοφόρους, που πάσχιζαν να τον γυρίσουν πίσω, και άνοιξε. Η καμπουριασμένη μορφή που βγήκε, σέρνοντας διστακτικά τα πόδια, έμοιαζε περισσότερο με σωρό βρώμικων κουρελιών, παρά με άνθρωπο. Ο Ραντ άκουσε γύρω του αηδιασμένα μουρμουρητά.

Ο κουρελής κοντοστάθηκε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Η κουκούλα του, σχισμένη και γεμάτη χώματα, κουνιόταν πέρα-δώθε, σαν να έψαχνε κάτι, ή να αφουγκραζόταν για κάτι. Ξαφνικά, άφησε μια άναρθρη κραυγή και άπλωσε ένα κοκαλιάρικο, ξεραμένο χέρι, δείχνοντας τον Ραντ. Αμέσως πέρασε το δρόμο και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του, σαν έντομο.

Ο ζητιάνος. Όποια κι αν ήταν η κακή μοίρα που τον είχε οδηγήσει να τον βρει, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να βρεθεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο, είτε ο άλλος ήταν Σκοτεινόφιλος, είτε όχι. Ένιωθε το βλέμμα του ζητιάνου σαν βρώμικο νερό στο πετσί του. Και, πολύ περισσότερο, δεν ήθελε αυτόν τον άνθρωπο κοντά του, έτσι περικυκλωμένος που ήταν από ανθρώπους στο χείλος της βίας. Οι ίδιες φωνές, που πριν γελούσαν, τώρα τον έβρισαν, καθώς έσπρωξε κόσμο για να απομακρυνθεί από το δρόμο.

Έκανε γρήγορα, ξέροντας ότι η πυκνή μάζα, την οποία διέσχιζε σκουντώντας και γλιστρώντας, θα άνοιγε μπροστά στον κουρελή. Έτσι όπως πάσχιζε να ανοίξει δρόμο στο πλήθος, παραπάτησε και παραλίγο θα έπεφτε, όταν ξαφνικά βρέθηκε ελεύθερος. Ανέμισε τα χέρια για να κρατήσει την ισορροπία και κατευθείαν άρχισε να τρέχει. Οι άνθρωποι τον έδειχναν ήταν ο μόνος που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και μάλιστα τρέχοντας. Φωνές τον ακολούθησαν. Ο μανδύας του πετάριζε πίσω του, φανερώνοντας το κοκκινοντυμένο σπαθί του. Όταν το συνειδητοποίησε, άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Το θέαμα ενός απομονωμένου υποστηρικτή της Βασίλισσας που έτρεχε ίσως έδινε το έναυσμα στο ασπροντυμένο πλήθος να τον κυνηγήσει, ακόμα και σήμερα. Έτρεξε, με τα μακριά του πόδια να πετούν πάνω από τις πλάκες του δρόμου. Όταν οι φωνές έμειναν πίσω μακριά του, μόνο τότε άφησε το σώμα του να γείρει σ’ έναν τοίχο, λαχανιασμένος.

Δεν ήξερε πού ήταν, μόνο ότι ήταν ακόμα μέσα στην Έσω Πόλη. Δεν θυμόταν πόσες στροφές είχε πάρει σ’ αυτούς τους φιδίσιους δρόμους. Έτοιμος να το βάλει ξανά στα πόδια, κοίταξε πίσω του από κει που είχε έρθει. Μόνο μια μορφή υπήρχε στο δρόμο, μια γυναίκα που περπατούσε γαλήνια, κρατώντας ένα καλάθι για ψώνια. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι της πόλης είχαν μαζευτεί για μια φευγαλέα ματιά στον ψεύτικο Δράκοντα. Δεν μπορεί να με ακολούθησε. Πρέπει να τον ξέφυγα.

Ο ζητιάνος δεν θα τα παρατούσε· ο Ραντ ήταν βέβαιος γι’ αυτό, αν και δεν ήξερε γιατί. Η ρακένδυτη φιγούρα αυτή τη στιγμή μπορεί να ερευνούσε τα πλήθη κι αν ο Ραντ επέστρεφε για να δει τον Λογκαίν διέτρεχε τον κίνδυνο να τη συναντήσει. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει στην Ευλογία της Βασίλισσας, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα ξανάχε ευκαιρία να δει Βασίλισσα και ήλπιζε να μην είχε άλλη ευκαιρία να δει ψεύτικο Δράκοντα. Του φαινόταν ότι θα ήταν πράξη δειλού, αν κρυβόταν επειδή τον ανάγκαζε σ’ αυτό ένας παλαβός ζητιάνος, ακόμα και Σκοτεινόφιλος.

Κοίταξε τριγύρω του και το συλλογίστηκε. Έτσι όπως διαμορφωμένη η Έσω Πόλη, τα κτίρια ήταν λίγα και χαμηλά. Έτσι, κάποιος που στεκόταν σ’ ένα ορισμένο σημείο θα είχε ανεμπόδιστη θέα στα τεκταινόμενα. Θα πρέπει να υπήρχαν μέρη απ’ όπου μπορούσε να δει την παρέλαση με τον ψεύτικο Δράκοντα. Ακόμα κι αν δεν έβλεπε τη Βασίλισσα, θα μπορούσε να δει τον Λογκαίν. Ξεκίνησε αποφασισμένος.

Μια ώρα έψαχνε και βρήκε αρκετά τέτοια σημεία κι όλα ήταν πηγμένα από ανθρώπους, που στέκονταν πατείς-με πατώ-σε για να αποφύγουν το στριμωξίδι στη διαδρομή της παρέλασης. Ήταν ένα αδιάβατο μέτωπο από λευκές κονκάρδες και περιβραχιόνια. Πουθενά κόκκινο. Απομακρύνθηκε γοργά και προσεκτικά, ενώ σκεφτόταν τι αποτέλεσμα θα είχε σ’ ένα τέτοιο πλήθος η όψη του σπαθιού του.

Φωνές ακούστηκαν από τη Νέα Πόλη, κραυγές, ο διαπεραστικός ήχος από τρομπέτες και ο στρατιωτικός ρυθμός τυμπάνων. Ο Λογκαίν και η συνοδεία του ήταν ήδη στο Κάεμλυν, πηγαίνοντας στο Παλάτι.

Αποθαρρυμένος, περιπλανήθηκε στους σχεδόν άδειους δρόμους, ελπίζοντας ανόρεχτα ότι θα έβρισκε κάποιον τρόπο να δει τον Λογκαίν. Το βλέμμα του έπεσε σε μια πλαγιά δίχως κτίρια, που έφτανε ψηλότερα από το δρόμο στον οποίο περπατούσε. Αν ήταν φυσιολογική η άνοιξη, η πλαγιά θα ήταν γεμάτη λουλούδια και χλόη, αλλά τώρα ήταν απλώς το μισοξεραμένο γρασίδι, που έφτανε ως τον ψηλό τοίχο στην κορυφή της, έναν τοίχο πάνω από τον οποίο φαινόταν δενδροκορφές.

Αυτό το μέρος του δρόμου δεν είχε σχεδιαστεί νια να έχει σπουδαία θέα, αλλά λίγο μπροστά, πάνω από τις στέγες, ο Ραντ έβλεπε μερικούς από τους πυργίσκους του Παλατιού, απ’ όπου πετάριζαν στον άνεμο σημαίες με το Άσπρο Λιοντάρι. Δεν ήξερε πού κατέληγε η καμπή του δρόμου, όταν περνούσε το λόφο που έβλεπε, αλλά ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα για τον τοίχο του λοφίσκου.

Τα τύμπανα και οι τρομπέτες πλησίαζαν, οι φωνές δυνάμωναν. Ανηφόρισε με αγωνία την πλαγιά. Δεν ήταν φτιαγμένη για να μπορεί να ανεβεί κανείς, αλλά ο Ραντ έχωσε τις μπότες στο χώμα με το μισοπεθαμένο γρασίδι και σκαρφάλωσε πιάνοντας τους άφυλλους θάμνους. Λαχανιάζοντας, τόσο από τον κόπο όσο και από λαχτάρα, ανέβηκε τα τελευταία μέτρα που τον χώριζαν από τον τοίχο. Ορθωνόταν από πάνω του, με ύψος διπλάσιο, ή και παραπάνω, από τον Ραντ. Η ατμόσφαιρα βροντούσε από τα τύμπανα και αντηχούσε το ξέσπασμα από τις τρομπέτες.

Στο μπροστινό μέρος του τοίχου η πέτρα είχε αφεθεί στην φυσική της όψη· οι πελώριοι όγκοι ταίριαζαν μεταξύ τους τόσο καλά, που τα σημεία που ενώνονταν ήταν σχεδόν αόρατα και η τραχιά εμφάνιση τους θύμιζε σχεδόν φυσικό γκρεμό. Ο Ραντ χαμογέλασε πλατιά. Οι γκρεμοί κοντά στους Λόφους της Άμμου ήταν ψηλότεροι, αλλά τους ανέβαινε ακόμη κι ο Πέριν. Τα χέρια του έψαξαν για προεξοχές, τα πόδια του βρήκαν πτυχές. Τα τύμπανα έτρεχαν δίπλα του, καθώς σκαρφάλωνε. Αρνήθηκε να τα αφήσει να νικήσουν. Θα έφτανε στην κορυφή πριν αυτά βρεθούν στο Παλάτι. Πάνω στη βιασύνη του, η πέτρα του έσχιζε τα χέρια και του έγδερνε τα γόνατα πάνω από το παντελόνι, αλλά ο Ραντ αγκάλιασε την κορυφή και τραβήχτηκε πάνω με μια αίσθηση νίκης.

Έστριψε βιαστικά και κάθισε στην επίπεδη, στενή κορυφή του τοίχου. Τα γεμάτα φύλλα κλαριά ενός ψηλού δέντρου πετούσαν πάνω από το κεφάλι του, αλλά ο Ραντ δεν έδωσε σημασία. Κοίταζε πάνω από τις κεραμιδοσκεπές, αλλά από τον τοίχο έβλεπε καθαρά. Έγειρε, λιγάκι μόνο και είδε την πύλη του Παλατιού και τους Φρουρούς της Βασίλισσας παραταγμένους και τους ανθρώπους που περίμεναν. Που αδημονούσαν. Οι φωνές τους πνίγονταν μέσα στα βροντερά τύμπανα και τις τρομπέτες, αλλά περίμεναν ακόμα. Χαμογέλασε πλατιά. Κέρδισα.

Τη στιγμή που ανακαθόταν για να βολευτεί, το πρώτο μέρος της πομπής έστριψε στην τελική στροφή πριν το Παλάτι. Πρώτα ήρθαν είκοσι σειρές από τρομπετίστες, που έσχιζαν τον αέρα με συνεχή θριαμβικά ξεσπάσματα, με μια φανφάρα νίκης. Πίσω τους, άλλοι τόσοι τυμπανιστές έπαιζαν βροντερά. Ύστερα ήρθαν τα λάβαρα του Κάεμλυν, άσπρα λιοντάρια σε κόκκινο φόντο, που τα μετέφεραν έφιπποι. Ακολούθησαν στρατιώτες του Κάεμλυν, ατέλειωτες σειρές από καβαλάρηδες, με πανοπλίες που γυάλιζαν και λόγχες περήφανα υψωμένες, με πορφυρές φιλάνδρες που πετάριζαν. Τους πλαισίωναν τριπλάσιες σειρές από σαρισσοφόρους και τοξότες, που εξακολούθησαν να έρχονται, ακόμα και όταν οι ιππείς πέρασαν ανάμεσα από τους Φρουρούς που περίμεναν και μπήκαν από τις πύλες του Παλατιού.

Οι τελευταίοι πεζοί βγήκαν από τη στροφή και πίσω τους υπήρχε μια πελώρια άμαξα. Δεκάξι άλογα την τραβούσαν σε σειρές των τεσσάρων. Στο κέντρο της υπήρχε ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένια κάγκελα και σε κάθε γωνιά της καρότσας κάθονταν δυο γυναίκες, παρακολουθώντας το κλουβί με τόση προσήλωση, που γι’ αυτές η πομπή και το πλήθος έμοιαζαν να μην υπάρχουν. Ο Ραντ ήταν σίγουρος πως ήταν Άες Σεντάι. Ανάμεσα στην άμαξα και στους πεζούς, και από τις δύο πλευρές της, έρχονταν έφιπποι Πρόμαχοι, με μανδύες που στροβιλίζονταν και μπέρδευαν το βλέμμα. Αν οι Άες Σεντάι αγνοούσαν το πλήθος, οι Πρόμαχοι το μελετούσαν, σαν να μην υπήρχαν άλλοι σκοποί εκτός από αυτούς.

Μέσα σ’ όλα, αυτό που έπιασε και αιχμαλώτισε το βλέμμα του Ραντ ήταν ο άνδρας στο κλουβί. Ο Ραντ δεν ήταν αρκετά κοντά για να διακρίνει το πρόσωπο του Λογκαίν όπως ήθελε, αλλά, ξαφνικά, του φάνηκε πως δεν θα ήθελε να είναι πιο κοντά. Ο ψεύτικος Δράκοντας ήταν ψηλός, με μακριά, μελαχρινά μαλλιά, που έπεφταν στους πλατιούς ώμους του. Στεκόταν όρθιος, παρά τα σκαμπανεβάσματα της άμαξας, με το ένα χέρι στα κάγκελα πάνω από το κεφάλι του. Τα ρούχα του φάνταζαν συνηθισμένα. Μανδύας, παλτό, παντελόνι, που ακόμα και σε χωριό αγροτών δεν θα τα πρόσεχε κανείς. Αλλά ήταν ο τρόπος που τα φορούσε. Το κλουβί έμοιαζε να μην υπάρχει. Στεκόταν όρθιος, με το κεφάλι ψηλά και κοίταζε το πλήθος σαν να είχαν έρθει για να τον τιμήσουν. Και όπου έπεφτε το βλέμμα του, ο κόσμος έμενε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τον με δέος. Όταν η ματιά του Λογκαίν έφευγε από πάνω τους, ούρλιαζαν με καινούργια οργή, σαν να ήθελαν να επανορθώσουν για τη σιωπή τους, αλλά δεν άλλαζε τίποτα στην πόζα του, ή στη σιωπή που συλούσε μαζί του. Καθώς η άμαξα περνούσε από τις πύλες, γύρισε και κοίταξε το συναγμένο πλήθος. Ο κόσμος τον κοίταξε ουρλιάζοντας, πέρα από λέξεις, μ’ ένα κύμα απόλυτου ζωώδους μίσους και φόβου και ο Λογκαίν έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε, καθώς το Παλάτι τον κατάπινε.

Κι άλλα αγήματα ακολούθησαν την άμαξα, με λάβαρα που αντιπροσώπευαν κι άλλους απ’ αυτούς που είχαν πολεμήσει και νικήσει τον ψεύτικο Δράκοντα. Οι Χρυσές Μέλισσες του Ίλιαν, οι τρεις Λευκές Ημισέληνοι του Δακρίου, ο Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν, κι άλλα, πολλά άλλα, από έθνη και πόλεις και από σπουδαίους ανθρώπους, με τις δικές τους τρομπέτες και τα δικά τους τύμπανα, που διαλαλούσαν το μεγαλείο τους. Μετά τον Λογκαίν, ήταν αντικλιμακτικό.

Ο Ραντ έγειρε λίγο ακόμα για να δει μια τελευταία φορά τον άνδρα στο κλουβί. Μα δεν νικήθηκε; Φως μου, δεν θα ήταν στο φλογισμένο το κλουβί, αν δεν είχε νικηθεί.

Χάνοντας την ισορροπία του, γλίστρησε και αρπάχτηκε από την κορυφή του τοίχου, ξανανέβηκε και κάθισε κάπως πιο σίγουρα. Τώρα, που είχε περάσει ο Λογκαίν, ένιωθε έντονα το κάψιμο στα χέρια του, εκεί που είχε γδάρει τις παλάμες και τα δάχτυλα στο βράχο. Αλλά οι εικόνες δεν έλεγαν να φύγουν από το νου του. Το κλουβί και οι Άες Σεντάι. Ο Λογκαίν, αήττητος. Παρά το κλουβί, ο άνθρωπος δεν είχε νικηθεί. Ο Ραντ ανατρίχιασε και έτριψε στο παντελόνι τα χέρια του που έτσουζαν.

“Γιατί άραγε τον παρακολουθούσαν οι Άες Σεντάι;” αναρωτήθηκε φωναχτά.

“Τον εμποδίζουν να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, χαζέ”.

Τινάχτηκε και σήκωσε το κεφάλι προς την κοριτσίστικη φωνή και ξαφνικά η ευαίσθητη ισορροπία του χάθηκε. Πρόλαβε μόνο να καταλάβει πως έπεφτε προς τα πίσω, όταν κάτι τον χτύπησε στο κεφάλι και ένας γελαστός Λογκαίν τον κυνήγησε, ως το σκοτάδι που στροβιλιζόταν.

Загрузка...