18 Ο Δρόμος του Κάεμλυν

Ο Δρόμος του Κάεμλυν δεν διέφερε πολύ από το Βόρειο Δρόμο που περνούσε από τους Δύο Ποταμούς. Ήταν, φυσικά, πολύ πλατύτερος και παρουσίαζε τη φθορά της συχνότερης χρήσης, αλλά ήταν κι αυτός από πατημένο χώμα και είχε σειρές δέντρων δεξιά κι αριστερά, τα οποία θα ταίριαζαν μια χαρά στους Δύο Ποταμούς, μια και μόνο τα αειθαλή είχαν φύλλα.

Η γη όμως ήταν διαφορετική, διότι το μεσημέρι ο δρόμος χώθηκε ανάμεσα σε χαμηλούς λόφους. Επί δύο μέρες ο δρόμος περνούσε ανάμεσά τους — μερικές φορές ευθεία από μέσα τους, αν ήταν τόσο πλατιοί, που να κάνουν το λοξοδρόμισμα ασύμφορο και τόσο χαμηλοί, που το σκάψιμο να μην είναι τόσο δύσκολο. Καθώς η γωνία του ήλιου άλλαζε κάθε μέρα, ήταν φανερό ότι ο δρόμος μπορεί να έμοιαζε με ευθεία, αλλά σχημάτιζε μια μεγάλη καμπύλη προς τα νότια. Ο Ραντ συχνά κοίταζε ονειροπολώντας τον παλιό χάρτη του αφέντη αλ’Βερ —το ίδιο έκαναν τα μισά αγόρια του Πεδίου του Έμοντ— και, απ’ ό,τι θυμόταν τώρα, ο δρόμος έστριβε γύρω από ένα μέρος που λεγόταν Λόφοι του Άμπσερ κι έφτανε στην Ασπρογέφυρα.

Μερικές φορές ο Λαν τους έβαζε να ξεπεζέψουν πάνω σε κάποιον λόφο, απ’ όπου είχε καλή θέα του δρόμου μπροστά και πίσω και, επίσης, της γύρω περιοχής. Ο Πρόμαχος εξέταζε τη θέα, ενώ οι άλλοι ξεμούδιαζαν, ή κάθονταν κάτω από τα δέντρα και έτρωγαν.

“Κάποτε μου άρεσε το τυρί”, είπε η Εγκουέν την τρίτη μέρα μετά την αναχώρησή τους από το Μπάερλον. Καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου και έκανε μια γκριμάτσα μπροστά στο γεύμα, που ήταν ξανά το ίδιο με το πρωινό που είχαν φάει και το δείπνο που θα έτρωγαν. “Ούτε μια στάλα τσάι. Λίγο ωραίο ζεστό τσαγάκι”. Έσφιξε το μανδύα της και γύρισε λίγο από την άλλη μεριά του δέντρου, προσπαθώντας μάταια να αποφύγει τον άνεμο που στροβιλιζόταν.

“Το τσάι φλάτγουορτ και η ρίζα αντιλάυ”, έλεγε η Νυνάβε στη Μουαραίν, “είναι ό,τι καλύτερο για την κόπωση. Καθαρίζουν το νου και καταπραΰνουν το κάψιμο των κουρασμένων μυών”.

“Δεν αμφιβάλλω”, μουρμούρισε η Άες Σεντάι, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Νυνάβε.

Το σαγόνι της Νυνάβε σφίχτηκε, μα συνέχισε με τον ίδιο τόνο. “Τώρα, αν χρειαστεί να μην κοιμηθείς...”

“Χωρίς τσάι!” είπε απότομα ο Λαν στην Εγκουέν. “Χωρίς φωτιά! Ακόμα δεν μπορούμε να τους δούμε, αλλά είναι εκεί πίσω, κάπου, ένας ή δύο Ξέθωροι και οι Τρόλοκ τους και ξέρουν ότι πήραμε αυτό το δρόμο. Δεν χρειάζεται να τους πούμε πού ακριβώς είμαστε”.

“Δεν το ζητούσα”, μουρμούρισε η Εγκουέν, κουκουλωμένη με το μανδύα της. “Απλώς το λαχταρούσα”.

“Αν ξέρουν ότι είμαστε στο δρόμο”, ρώτησε ο Πέριν, “γιατί δεν πηγαίνουν κατευθείαν στην Ασπρογέφυρα;”

“Ακόμα και ο Λαν δεν μπορεί να ταξιδέψει στο ανώμαλο έδαφος όσο γρήγορα θα πήγαινε από το δρόμο”, είπε ο Μουαραίν, διακόπτοντας τη Νυνάβε, “ειδικά εδώ, στους Λόφους του Άμπσερ”. Η Σοφία αναστέναξε εκνευρισμένη. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, τι άραγε να μαγείρευε. Η Νυνάβε την πρώτη μέρα δεν έδινε την παραμικρή σημασία στην Άες Σεντάι και τις δύο τελευταίες μέρες προσπαθούσε συνεχώς να της μιλά για τα βότανα. Η Μουαραίν απομακρύνθηκε από τη Νυνάβε και συνέχισε λέγοντας, “Γιατί νομίζεις πως ο δρόμος καμπυλώνει για να τους αποφύγει; Και κάποια στιγμή θα αναγκαζόμασταν να επιστρέψουμε σ’ αυτό το δρόμο. Ίσως τους βρούμε μπροστά μας, αντί να τους δούμε να ακολουθούν”.

Ο Ραντ φάνηκε να δυσπιστεί, και ο Ματ μουρμούρισε κάτι σαν, “μεγάλη παράκαμψη”.

“Είδατε κανένα αγρόκτημα σήμερα το πρωί;” ρώτησε ο Λαν. “Ή καπνό από καμινάδα έστω; Δεν είδατε, επειδή από το Μπάερλον ως την Ασπρογέφυρα είναι ερημιά και τον Αρινέλε θα τον περάσουμε από την Ασπρογέφυρα. Είναι η μόνη γέφυρα που γεφυρώνει τον Αρινέλε νότια του Μάραντον, στη Σαλδαία”.

Ο Θομ ρουθούνισε και φύσηξε τα μουστάκια του. “Τι τους εμποδίζει να βάλουν κάποιον, κάτι, στην Ασπρογέφυρα;”

Από τα δυτικά ακούστηκε η ολολυγή ενός κέρατος. Ο Λαν έστριψε αμέσως το κεφάλι για να δει το δρόμο πίσω τους. Ο Ραντ ένιωσε ένα ρίγος. Ένα κομμάτι του εαυτού του έμεινε αρκετά γαλήνιο και σκέφτηκε πως ο ήχος απείχε δέκα μίλια, όχι παραπάνω.

“Τίποτα δεν τους εμποδίζει, Βάρδε”, είπε ο Πρόμαχος. “Εμπιστευόμαστε το Φως και την τύχη. Τώρα όμως ξέρουμε στα σίγουρα πως πίσω μας υπάρχουν Τρόλοκ”.

Η Μουαραίν χτύπησε τα χέρια της, σαν να τίναζε σκόνη. “Είναι ώρα να φεύγουμε”. Η Άες Σεντάι καβάλησε τη λευκή φοράδα της.

Έτρεξαν πατείς-με πατώ-σε στα άλογά τους, τάχυναν τις προσπάθειες τους, όταν ήχησε και δεύτερη φορά το κέρας. Αυτή τη φορά του απάντησαν κι άλλα και οι ψιλοί ήχοι που ήρθαν από τα δυτικά έμοιαζαν με μοιρολόι. Ο Ραντ ευθύς ετοιμάστηκε για καλπασμό με τον Κλάουντ και όλοι έπιασαν τα γκέμια με την ίδια βιασύνη. Όλοι, εκτός από τον Λαν και τη Μουαραίν. Ο Πρόμαχος και η Άες Σεντάι κοιτάχτηκαν γι’ αρκετή ώρα.

“Οδήγησέ τους, Μουαραίν Σεντάι”, είπε τελικά ο Λαν. “Εγώ θα επιστρέψω μόλις μπορέσω. Θα καταλάβεις αν αποτύχω”. Ακούμπησε το χέρι στη σέλα του Μαντάρμπ, πήδηξε στη ράχη του μαύρου επιβήτορα και κατηφόρισε το λόφο καλπάζοντας. Προς τα δυτικά. Τα κέρατα ήχησαν πάλι.

“Το Φως μαζί σου, τελευταίε Άρχοντα των Επτά Πύργων”, είπε η Μουαραίν, με τόσο χαμηλή φωνή, που ο Ραντ μόλις που την άκουσε. Η Άες Σεντάι πήρε μια βαθιά ανάσα και έστρεψε την Αλντίμπ προς τα ανατολικά. “Πρέπει να συνεχίσουμε”, είπε, και ξεκίνησε με αργό, σταθερό τροχασμό. Οι άλλοι την ακολούθησαν, κοντά μεταξύ τους.

Ο Ραντ στριφογύρισε στη σέλα για να ψάξει με το βλέμμα για τον Λαν, αλλά ο Πρόμαχος είχε ήδη χαθεί ανάμεσα στους λοφίσκους και τα άφυλλα δέντρα. Η Μουαραίν τον είχε αποκαλέσει τελευταίο Άρχοντα των Επτά Πύργων. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό. Του φαινόταν πως ήταν ο μόνος που το είχε ακούσει, όμως ο Θομ μασούσε τα μουστάκια του και έσμιγε τα φρύδια σκεφτικός. Ο Βάρδος έμοιαζε να ξέρει πολλά και διάφορα.

Τα κέρατα κάλεσαν και έλαβαν απάντηση άλλη μια φορά πίσω τους. Ο Ραντ σάλεψε στη σέλα του. Αυτή τη φορά είχαν ακουστεί πιο κοντά. Στα οκτώ μίλια. Ίσως επτά. Ο Ματ και η Εγκουέν κοίταξαν πάνω από τον ώμο τους και ο Πέριν ήταν καμπουριασμένος, σαν να περίμενε ότι κάτι θα τον χτυπούσε πισώπλατα. Η Νυνάβε έκανε λίγο πιο γρήγορα, για να πλησιάσει και να μιλήσει στη Μουαραίν.

“Δεν γίνεται να πάμε πιο γρήγορα;” τη ρώτησε. “Τα κέρατα πλησιάζουν”.

Η Άες Σεντάι κούνησε το κεφάλι. “Και γιατί μας αναγγέλλουν την παρουσία τους; Μήπως για να βιαστούμε, δίχως να σκεφτούμε τι μας περιμένει μπροστά;”

Συνέχισαν με τον ίδιο σταθερό ρυθμό. Κατά διαστήματα τα κέρατα κραύγαζαν πίσω τους και κάθε φορά ο ήχος ήταν κοντινότερος. Ο Ραντ έπαψε να υπολογίζει πόσο κοντά ήταν, αλλά η σκέψη του ερχόταν απρόσκλητη με κάθε οιμωγή. Υπολόγιζε με αγωνία πως ήταν στα πέντε μίλια, όταν ο Λαν εμφανίστηκε ξαφνικά, καλπάζοντας γύρω από το λόφο πίσω τους.

Στάθηκε μπροστά στη Μουαραίν, τράβηξε τα γκέμια του επιβήτορά του. “Τουλάχιστον τρεις γροθιές Τρόλοκ, με έναν Ημιάνθρωπο επικεφαλής της κάθε μιας. Μπορεί και πέντε”.

“Αν ήσουν τόσο κοντά που να τους δεις”, είπε η Μουαραίν ανήσυχη, “τότε μπορούσαν να σε δουν κι αυτοί. Μπορεί να σε πήραν από κοντά”.

“Δεν τον είδαν”. Η Νυνάβε μαζεύτηκε, καθώς όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. “Αν θυμάστε, ακολούθησα τη διαδρομή του”.

“Σιωπή”, διέταξε η Μουαραίν. “Ο Λαν μας λέει ότι ίσως υπάρχουν πεντακόσιοι Τρόλοκ πίσω μας”. Όλοι σιώπησαν άναυδοι και ο Λαν μίλησε ξανά.

“Και μειώνουν την απόσταση που μας χωρίζει. Θα πέσουν πάνω μας σε μια ώρα, ή και λιγότερο”.

Η Άες Σεντάι, σχεδόν μονολογώντας, είπε, “Αν είχαν τόσους πολλούς πριν, γιατί δεν τους χρησιμοποίησαν στο Πεδίο του Έμοντ; Αν δεν είχαν, πώς βρέθηκαν μετά εδώ;”

“Απλώθηκαν για να μας ωθήσουν μπροστά”, είπε ο Λαν, “κι έχουν ανιχνευτές που προχωρούν μπροστά από τις κύριες δυνάμεις τους”.

“Για να μας ωθήσουν πού;” είπε συλλογισμένα η Μουαραίν. Λες και της απαντούσε, ένα κέρας ήχησε βαθιά προς τα δυτικά, ένα μακρύ βογκητό, που αυτή τη φορά του απάντησαν και άλλα, μπροστά τους. Η Μουαραίν σταμάτησε την Αλντίμπ· οι άλλοι τη μιμήθηκαν και ο Θομ και η παρέα από το Πεδίο του Έμοντ κοίταξαν γύρω φοβισμένα. Κέρατα ακούστηκαν από μπροστά και από πίσω. Ο Ραντ φαντάστηκε πως είχαν μια θριαμβευτική νότα.

“Τι κάνουμε τώρα;” ζήτησε να μάθει θυμωμένα η Νυνάβε. “Πού πάμε;”

“Μονάχα ο βορράς και ο νότος μας απέμειναν”, είπε η Μουαραίν, λέγοντας φωναχτά τη σκέψη της, μάλλον, παρά σαν να απαντούσε στη Σοφία. “Προς το νότο είναι οι Λόφοι του Άμπσετ, έρημοι και άδειοι και ο Τάρεν, δίχως τρόπο να τον διασχίσουμε και δίχως πλοία να περνούν. Προς το βορρά, μπορούμε να φτάσουμε τον Αρινέλε πριν βραδιάσει και υπάρχει ελπίδα να βρούμε κάποιο εμπορικό πλοίο. Αν έχει σπάσει ο πάγος στο Μάραντον”.

“Υπάρχει ένα μέρος που δεν πατούν οι Τρόλοκ”, είπε ο Λαν, αλλά η Μουαραίν γύρισε απότομα να τον κοιτάξει.

“Όχι!” Έκανε νόημα στον Πρόμαχο και έσκυψαν τα κεφάλια κοντά, για να μιλήσουν χωρίς να τους ακούσουν οι άλλοι.

Τα κέρατα ήχησαν και το άλογο του Ραντ χόρεψε νευρικό.

“Προσπαθούν να μας φοβίσουν”, μούγκρισε ο Θομ, προσπαθώντας να συγκρατήσει το άτι του. Φαινόταν, εν μέρει, θυμωμένος κι, εν μέρει, σαν να είχαν πετύχει ο Τρόλοκ το σκοπό τους. “Προσπαθούν να μας τρομάξουν, για να πανικοβληθούμε και να το σκάσουμε. Τότε θα μας έχουν του χεριού τους”.

Η Εγκουέν έστριβε και κοίταζε, μια μπρος και μια πίσω, κάθε φορά που ακουγόταν κέρας, σαν να έψαχνε να δει τους πρώτους Τρόλοκ. Ο Ραντ ήθελε να κάνει το ίδιο, αλλά προσπάθησε να το κρύψει. Πλησίασε τον Κλάουντ κοντά της.

“Πάμε βόρεια”, ανακοίνωσε η Μουαραίν.

Τα κέρατα αλύχτησαν στριγκά, καθώς η ομάδα άφηνε το δρόμο και προχωρούσε με τροχασμό στους λόφους γύρω τους.

Οι λόφοι ήταν χαμηλοί, αλλά ο δρόμος ήταν όλο ανηφόρες και κατηφόρες, δίχως ούτε ένα επίπεδο σημείο, κάτω από δέντρα με γυμνά κλαριά και μέσα από ξεραμένους θάμνους. Τα άλογα ανηφόριζαν με κόπο τη μια πλαγιά και κατηφόριζαν μισογλιστρώντας την άλλη. Ο Λαν τους έβαλε ένα γοργό ρυθμό, ταχύτερο από τότε που ήταν στο δρόμο.

Τα κλαράκια μαστίγωναν το πρόσωπο και το στήθος του Ραντ. Γέρικα αναρριχητικά φυτά και κληματσίδες σκάλωναν στα χέρια του και, μερικές φορές, τραβούσαν το πόδι του από τον αναβολέα. Οι οιμωγές έγιναν συχνότερες, κοντινότερες.

Αν και ο Λαν τους οδηγούσε με σκληρό ρυθμό, δεν προχωρούσαν πολύ. Για κάθε μέτρο μπροστά έπρεπε να κάνουν δύο, ανηφορίζοντας ή κατηφορίζοντας, μοχθώντας για το καθένα. Και τα κέρατα πλησίαζαν. Δύο μίλια, σκέφτηκε. Μπορεί και λιγότερο.

Μετά από λίγο ο Λαν άρχισε να κοιτάζα πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη και στις σκληρές γραμμές του προσώπου του ο Ραντ έβλεπε, για πρώτη φορά, κάτι που έμοιαζε με ανησυχία. Κάποια στιγμή, ο Πρόμαχος σηκώθηκε στους αναβολείς για να κοιτάξει πίσω τους το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει. Ο Ραντ το μόνο που έβλεπε ήταν δέντρα. Ο Λαν κάθισε πάλι στη σέλα και, καθώς συνέχισε να κοιτάζει το δάσος, τράβηξε ασυναίσθητα το μανδύα για να μην εμποδίζει το σπαθί του.

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ ερωτηματικά, αλλά εκείνος έκανε μια γκριμάτσα δείχνοντας την πλάτη του Πρόμαχου και σήκωσε τους ώμους αβέβαια.

Τότε, ο Λαν μίλησε πάνω από τον ώμο του. “Υπάρχουν Τρόλοκ κοντά”. Βγήκαν στην κορυφή ενός λόφου και άρχισαν να κατηφορίζουν την άλλη πλευρά. “Μερικοί ανιχνευτές, που τους έστειλαν μπροστά από τους άλλους. Μάλλον. Αν πέσουμε πάνω τούς, μείνετε μαζί μου πάση θυσία και κάνετε ό,τι κάνω. Πρέπει να συνεχίσουμε το δρόμο που πήραμε”.

“Μα το αίμα και τη στάχτη!” μουρμούρισε ο Θομ. Η Νυνάβε έκανε νόημα στην Εγκουέν να μείνει κοντά της.

Σκόρπιες συστάδες αειθαλών πρόσφεραν τη μόνη κάλυψη, αλλά ο Ραντ προσπαθούσε να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτοχρόνως και τους γκρίζους κορμούς, που έβλεπε με την άκρη του ματιού, η φαντασία του τους έκανε Τρόλοκ. Και τα κέρατα ήταν κοντινότερα. Ακριβώς πίσω τους. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Πίσω και πλησίαζαν.

Βγήκαν στην κορυφή ενός ακόμα λόφου.

Χαμηλά μπροστά τους, έχοντας μόλις αρχίσει να ανηφορίζουν, προέλαυναν Τρόλοκ, που κουβαλούσαν κοντάρια με μεγάλες θηλιές από σχοινί στις άκρες, ή με μακριούς γάντζους. Πολλοί Τρόλοκ. Η σειρά εκτεινόταν μακριά, προς κάθε πλευρά και οι άκρες της δεν φαινόταν, αλλά στο κέντρο της, ακριβώς μπροστά στον Λαν, βρισκόταν πάνω σε άλογο ένας Ξέθωρος.

Ο Μυρντράαλ φάνηκε να κοντοστέκεται, όταν οι άνθρωποι φάνηκαν στην κορυφή του λόφου, αμέσως όμως έβγαλε ένα σπαθί με μαύρη λεπίδα, την οποία ο Ραντ θυμόταν με αίσθηση ναυτίας και την ανέμισε πάνω από το κεφάλι του. Η γραμμή των Τρόλοκ προχώρησε μπροστά με βαριά βήματα.

Πριν ακόμα κινηθεί ο Μυρντράαλ, ο Λαν είχε το σπαθί στο χέρι. “Μείνετε μαζί μου!” φώναξε και ο Μαντάρμπ κατηφόρισε ορμητικά τη λοφοπλαγιά προς τους Τρόλοκ. “Για τους Επτά Πύργους!” φώναξε.

Ο Ραντ ξεροκατάπιε και κλώτσησε το γκρίζο άλογά του για να προχωρήσει· η ομάδα ολόκληρη χύθηκε πίσω από τον Πρόμαχο. Ξαφνιάστηκε, όταν κατάλαβε ότι κρατούσε το σπαθί του Ταμ. Παρασυρμένος από την ιαχή του Λαν, βρήκε τη δική του. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”

Τη συνέχισε ο Πέριν. “Μανέθερεν! Μανέθερεν!”

Αλλά ο Ματ φώναξε, “Καράι αν Καλντάζαρ! Καράι αν Ελισάντε! Αλ Ελισάντε!”

Το κεφάλι του Ξέθωρου στράφηκε από τους Τρόλοκ στους καβαλάρηδες που εφορμούσαν πάνω του. Το μαύρο σπαθί πάγωσε πάνω από το κεφάλι του και το άνοιγμα της κουκούλας του έστριψε, ψάχνοντας μεταξύ των αναβατών που ερχόταν.

Έπειτα ο Λαν βρέθηκε πάνω στον Μυρντράαλ, ενώ οι άνθρωποι έπεφταν στη γραμμή των Τρόλοκ. Η λεπίδα του Πρόμαχου αντάμωσε μαύρο ατσάλι από τα καμίνια του Θακαν’ντάρ, με κλαγγή μεγάλης καμπάνας· το κουδούνισμα αντήχησε στο λάκκωμα και μια λάμψη γαλάζιου φωτός γέμισε τον αέρα σαν πλατιά, φαρδιά αστραπή.

Όντα, σχεδόν ανθρώπινα, με μουσούδες ζώων κύκλωσαν καθέναν από τους ανθρώπους, τινάζοντας τα κοντάρια με τις θηλιές και τους γάντζους. Απέφυγαν μονάχα τον Λαν και τον Μυρντράαλ· αυτοί οι δύο μάχονταν, θαρρείς μέσα σε άδειο κύκλο, με τα μαύρα άλογα να πάνε βήμα βήμα και τα σπαθιά να απαντούν με χτύπημα στο κάθε χτύπημα. Ο αέρας άστραφτε και κροτάλιζε.

Ο Κλάουντ στριφογύρισε τα μάτια και ούρλιαξε, σηκώθηκε ψηλά και τίναξε τις οπλές του στα πρόσωπα με τα κοφτερά δόντια που τον περικύκλωναν γρυλίζοντας. Βαριά σώματα στριμώχνονταν ώμο με ώμο γύρω του. Ο Ραντ έχωσε άσπλαχνα τις φτέρνες του στα πλευρά του Κλάουντ και ανάγκασε το γκρίζο άλογο να προχωρήσει· κουνούσε το σπαθί του δίχως να δείχνει τη δεξιοτεχνία που είχε προσπαθήσει να του μάθει ο Λαν, χτυπώντας σαν να έκοβε ξύλα. Εγκουέν! Έψαξε να τη βρει απελπισμένος, κλώτσησε το γκρίζο άλογο να πάει μπροστά, ανοίγοντας μονοπάτι ανάμεσα στα τριχωτά σώματα, σαν να έσχιζε θάμνους.

Η λευκή φοράδα της Μουαραίν χιμούσε κι έστριβε με το παραμικρό τράβηγμα των χαλιναριών στα χέρια της Άες Σεντάι. Το πρόσωπό της Μουαραίν ήταν σκληρό σαν. του Λαν, καθώς κουνούσε το ραβδί της σαν μαστίγιο. Φλόγες τύλιγαν τους Τρόλοκ, έπειτα έσκαγαν με ένα βρυχηθμό, που άφηνε κακόσχημες φιγούρες ασάλευτες στο χώμα. Η Νυνάβε και η Εγκουέν κάλπαζαν κοντά στην Άες Σεντάι με ασυγκράτητη ορμή, γυμνώνοντας τα δόντια λυσσασμένα, σχεδόν σαν τους Τρόλοκ, κρατώντας έτοιμα τα μαχαίρια τους. Εκείνες οι κοντές λεπίδες θα ήταν άχρηστες μπροστά στον Τρόλοκ που θα πλησίαζε. Ο Ραντ προσπάθησε να στρίψει τον Κλάουντ προς το μέρος τους, αλλά το γκρίζο άλογο είχε το χαλινό στα δόντια του. Ο Κλάουντ προχωρούσε με κόπο μπροστά, ουρλιάζοντας και κλωτσώντας, όσο δυνατά κι αν τραβούσε ο Ραντ τα γκέμια.

Γύρω από τις τρεις γυναίκες άνοιγε ένα κενό, καθώς οι Τρόλοκ προσπαθούσαν να γλιτώσουν από το ραβδί της Μουαραίν, αλλά, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να την αποφύγουν, αυτή τους κυνηγούσε. Φωτιές ξεπηδούσαν και οι Τρόλοκ ούρλιαζαν με λύσσα και οργή. Πάνω από τους βρυχηθμούς και τα μουγκρητά αντηχούσε η κλαγγή του σπαθιού του Πρόμαχου πάνω στο σπαθί του Μυρντράαλ· ο αέρας άστραψε γαλάζιος ολόγυρά τους, και ξανάστραψε. Και άστραψε ξανά.

Μια θηλιά στην άκρη ενός κονταριού πετάχτηκε προς το κεφάλι του Ραντ. Με μια αδέξια κίνηση έκοψε το κοντάρι στα δύο, έπειτα χτύπησε τον τραγοπρόσωπο Τρόλοκ που το κρατούσε. Ένας γάντζος έπιασε τον ώμο του και μπλέχτηκε στο μανδύα του, τραβώντας τον απότομα προς τα πίσω. Με αγωνία, χάνοντας σχεδόν το σπαθί του, ο Ραντ άρπαξε το μπροστάρι της σέλας για να κρατηθεί στη θέση του. Ο Κλάουντ τινάχτηκε ουρλιάζοντας. Ο Ραντ κρατήθηκε με απελπισία από τη σέλα και τα χαλινάρια· ένιωθε το σώμα του να γλιστρά, πόντο-πόντο, καθώς ο γάντζος τον τραβούσε. Ο Κλάουντ έστριψε από την άλλη μεριά· ο Ραντ, για μια στιγμή, είδε τον Πέριν, μισοτραβηγμένο από τη σέλα, να προσπαθεί να αρπάξει το τσεκούρι του από τα χέρια τριών Τρόλοκ. Τον κρατούσαν από το χέρι και από τα δύο πόδια. Ο Κλάουντ χαμήλωσε και τα μάτια του Ραντ γέμισαν Τρόλοκ.

Ένας Τρόλοκ όρμηξε και άρπαξε το πόδι του Ραντ, βγάζοντάς το από τον αναβολέα. Ο Ραντ, λαχανιασμένος, άφησε τη σέλα για να τον καρφώσει με το σπαθί. Αμέσως ο γάντζος τον τράβηξε από τη σέλα, έτσι που καθόταν λίγο πιο μπροστά από την ουρά του Κλάουντ· το μόνο που τον εμπόδιζε να πέσει στο χώμα ήταν το χέρι του που έσφιγγε απελπισμένα τα χαλινάρια. Ο Κλάουντ ορθώθηκε και τσίριξε. Την ίδια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε ότι τίποτα πια δεν τον τραβούσε. Ο Τρόλοκ στο πόδι του σήκωσε τα χέρια και ούρλιαξε. Όλοι οι Τρόλοκ ούρλιαξαν κι ακούστηκε ένα αλύχτημα, σαν να είχαν τρελαθεί όλα τα σκυλιά του κόσμου μαζί.

Γύρω από τους ανθρώπους, οι Τρόλοκ έπεφταν σφαδάζοντας στο χώμα, ξερίζωναν τα μαλλιά τους, έσχιζαν τα ίδια τα πρόσωπά τους. Όλοι οι Τρόλοκ. Δάγκωναν το έδαφος, ανοιγόκλειναν τα σαγόνια στον αέρα, ούρλιαζαν, ούρλιαζαν, ούρλιαζαν.

Έπειτα, ο Ραντ είδε τον Μυρντράαλ. Ήταν ακόμα όρθιος στη σέλα του αλόγου του, που χοροπηδούσε σαν τρελό, έσειε ακόμη το μαύρο σπαθί του και δεν είχε κεφάλι.

“Δεν θα πεθάνει, παρά μόνο με τον ερχομό της νύχτας”. Για να ακουστεί μέσα στις ασταμάτητες κραυγές, ο Θομ αναγκάστηκε να φωνάξει δυνατά, σταματώντας για να πάρει βαθιές ανάσες. “Και τότε όχι τελείως. Τουλάχιστον έτσι άκουσα”.

“Προχωρήστε!” φώναξε θυμωμένα ο Λαν. Ο Πρόμαχος είχε ήδη μαζέψει τη Μουαραίν και τις άλλες δύο γυναίκες και είχαν φτάσει ήδη στα μισά της επόμενη λοφοπλαγιάς. “Δεν ήταν μόνο αυτοί!” Και πράγματι, τα κέρατα ήχησαν ξανά, πάνω από τις υλακές των Τρόλοκ στο έδαφος, από τα ανατολικά και τα δυτικά και τα νότια.

Ως εκ θαύματος, ο μόνος που είχαν καταφέρει οι Τρόλοκ να ρίξουν από το άλογο ήταν ο Ματ. Ο Ραντ τον πλησίασε, αλλά ο Ματ πέταξε από πάνω του μια θηλιά ανατριχιάζοντας, σήκωσε το τόξο του από χάμω και ανέβηκε στη σέλα δίχως βοήθεια, αν κι έτριβε το λαιμό του.

Τα κέρατα γάβγισαν, σαν λαγωνικά που είχαν οσμιστεί ελάφι. Λαγωνικά που πλησίαζαν. Παρ’ όλο που, προηγουμένως, ο Λαν τους οδηγούσε με μεγάλη φούρια, τώρα τους έβαλε να καλπάσουν ακόμα πιο γρήγορα και τα άλογα ανηφόριζαν τις πλαγιές με κόπο, πιο γρήγορα απ’ όσο τις κατηφόριζαν πριν και, σχεδόν, έκαναν άλματα ως την πλαγιά του επόμενου λόφου. Αλλά τα κέρατα πλησίαζαν συνεχώς, ώσπου οι άναρθροι ήχοι των διωκτών τους ακούγονταν, κάθε φορά που έπαυαν τα κέρατα και, τελικά, οι άνθρωποι έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου, την ίδια στιγμή που οι Τρόλοκ εμφανίστηκαν στον προηγούμενο. Ο λόφος μαύρισε από Τρόλοκ, που ούρλιαζαν με παραμορφωμένες μουσούδες σαν πρόσωπα, με τρεις Μυρντράαλ να κυριαρχούν απειλητικά. Μόνο εκατό απλωσιές χώριζαν τις δύο ομάδες.

Η καρδιά του Ραντ μαράθηκε σαν πολυκαιρισμένο σταφύλι. Τρεις!

Τα μαύρα σπαθιά των Μυρντράαλ πετάχτηκαν σαν ένα· όμοιοι με κύμα οι Τρόλοκ κατηφόρισαν την πλαγιά, υψώνοντας βαριές, θριαμβικές κραυγές, με τα κοντάρια να ανεβοκατεβαίνουν καθώς έτρεχαν.

Η Μουαραίν κατέβηκε από τη ράχη της Αλντίμπ. Ατάραχη, έβγαλε κάτι από το σακίδιό της, το ξετύλιξε. Ο Ραντ είδε για στιγμή σκούρο φίλντισι. Το ανγκριάλ. Με το ανγκριάλ στο ένα χέρι και το ραβδί στο άλλο, η Άες Σεντάι πάτησε σταθερά στα πόδια της, αντιμέτωπη με τους ορμητικούς Τρόλοκ και τα μαύρα σπαθιά των Ξέθωρων, σήκωσε το ραβδί ψηλά και κάρφωσε τη γη.

Το έδαφος αντήχησε, σαν κατσαρόλα χτυπημένη με ξύλινο σφυρί. Η υπόκωφη κλαγγή εξασθένισε, χάθηκε. Για μια στιγμή, έπεσε σιωπή. Όλα έμειναν σιωπηλά. Ο άνεμος έπαψε. Οι κραυγές των Τρόλοκ έσβησαν ακόμα και η εφόρμηση τους έχασε δύναμη και τελικά σταμάτησε. Για χρονικό διάστημα όσο ένα καρδιοχτύπι, όλα στάθηκαν, περιμένοντας. Το μουντό κουδούνισμα σιγά-σιγά επέστρεψε, έγινε χαμηλό μουγκρητό, δυνάμωσε και η γη βόγκηξε.

Το έδαφος τρεμούλιασε κάτω από τις οπλές του Κλάουντ. Αυτό ήταν έργο της Άες Σεντάι, όπως γινόταν στις ιστορίες. Μακάρι να ήμουν κάπου μακριά, ευχήθηκε ο Ραντ. Το τρέμουλο έγινε τράνταγμα, που έσεισε τα γύρω δέντρα. Το γκρίζο άλογο παραπάτησε και κόντεψε να πέσει. Παραπάτησαν ακόμα και ο Μαντάρμπ και η Αλντίμπ, που δεν είχε καβαλάρη, κι εκείνοι που ίππευαν τα άλογά τους αναγκάστηκαν να πιαστούν από γκέμια και χαίτες, απ’ ό,τι έβρισκαν, για να μείνουν στη σέλα.

Η Άες Σεντάι ακόμα στεκόταν όπως και στην αρχή, κρατώντας το ανγκριάλ και το ραβδί της, που ήταν όρθιο, χωμένο στην κορυφή του λόφου και ούτε αυτή ούτε το ραβδί σάλεψαν έστω και έναν πόντο, παρά τους κλυδωνισμούς και τα τραντάγματα του εδάφους γύρω της. Τότε το έδαφος κυμάτισε, αρχίζοντας μπροστά από το ραβδί της, τρέχοντας προς τους Τρόλοκ, σαν κυματάκια σε λιμνούλα, κυματάκια που δυνάμωναν καθώς έτρεχαν, που αναποδογύριζαν γέρικους θάμνους, τίναζαν πεσμένα φύλλα στον αέρα, μεγάλωναν, μεταμορφώνονταν πια σε κύματα γης, που κυλούσαν προς τους Τρόλοκ. Τα δέντρα στο λάκκωμα τινάχτηκαν, σαν βίτσες σε αγορίστικα χέρια. Στην άλλη πλαγιά οι Τρόλοκ σωριάζονταν ομαδικά και τους αναποδογύριζε ασταμάτητα η μαινόμενη γη.

Όμως, σαν να μην σηκωνόταν ψηλά το χώμα γύρω τους, οι Μυρντράαλ προχώρησαν μπροστά, σε σειρά και τα άλογά τους, με το νεκρικό μαύρο χρώμα, δεν έχαναν ούτε βήμα, ανεβοκατεβάζοντας τις οπλές συντονισμένα. Οι Τρόλοκ κυλιόντουσαν στο έδαφος γύρω από τα μαύρα άτια, ούρλιαζαν και προσπαθούσαν να πιαστούν από κάπου στη λοφοπλαγιά που τους ανεβοκατέβαζε, αλλά οι Μυρντράαλ έρχονταν αργά.

Η Μουαραίν σήκωσε το ραβδί της και η γη γαλήνεψε, αλλά η δουλειά της Άες Σεντάι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Έδειξε το λάκκωμα ανάμεσα στους λόφους και φλόγες ξεπήδησαν από το χώμα, ένα σιντριβάνι δέκα μέτρα ψηλό. Άπλωσε τα χέρια με μια απότομη κίνηση και η φωτιά έτρεξε δεξιά κι αριστερά, ως εκεί που έφτανε το μάτι κι απλώθηκε, σχηματίζοντας ένα τείχος που χώριζε ανθρώπους από Τρόλοκ. Η ζέστη ανάγκασε τον Ραντ να σηκώσει τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του, ακόμα κι εκεί, πάνω στην κορυφή του λόφου. Τα μαύρα άλογα των Μυρντράαλ, παρά τις αλλόκοτες δυνάμεις που διέθεταν, τσίριξαν μπροστά στη φωτιά, ορθώθηκαν και τα έβαλαν με τους αναβάτες τους, καθώς οι Μυρντράαλ τα έδερναν, προσπαθώντας να τα αναγκάσουν να διασχίσουν τις φλόγες.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, είπε αχνά ο Ματ. Ο Ραντ ένευσε ζαλισμένος.

Ξαφνικά η Μουαραίν λύγισε και θα έπεφτε, αν ο Λαν δεν χιμούσε από το άλογά του για να την πιάσει. “Προχωρήστε”, είπε ο Πρόμαχος στους υπόλοιπους. Η τραχύτητα της φωνής του ερχόταν σε αντίθεση με τον τρυφερό τρόπο με τον οποίο ανέβαζε την Άες Σεντάι στη σέλα. “Η φωτιά δεν θα καίει για πάντα. Βιαστείτε! Και το λεπτό μετράει!”

Το πύρινο τείχος μούγκριζε και φαινόταν έτοιμο να κάψει τα πάντα, αλλά ο Ραντ δεν έφερε αντιρρήσεις. Πήραν βόρεια κατεύθυνση, καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να πάνε τα άλογά τους. Τα κέρατα στο βάθος στρίγκλισαν απογοητευμένα, σαν να ήξεραν ήδη τι είχε συμβεί και μετά σιώπησαν.

Ο Λαν και η Μουαραίν σύντομα πρόφτασαν τους άλλους, αν και ο Λαν οδηγούσε την Αλντίμπ από τα χαλινάρια, ενώ η Άες Σεντάι έγερνε και κρατούσε το μπροστάρι της σέλας και με τα δύο χέρια. “Σε λίγο θα είμαι καλά”, είπε, αντικρίζοντας τα ανήσυχα βλέμματά τους. Φαινόταν κουρασμένη αλλά σίγουρη και το βλέμμα της ήταν επιβλητικό, όπως πάντα. “Δεν είμαι στο φόρτε μου όταν δουλεύω με τη Γη και τη Φωτιά. Μικρολεπτομέρεια”.

Οι δυο οδήγησαν πάλι την ομάδα και συνέχισαν με σχετικά γοργό ρυθμό. Κατά τη γνώμη του Ραντ, η Μουαραίν, αν πήγαιναν λίγο πιο γρήγορα, θα έπεφτε από τη σέλα. Η Νυνάβε βγήκε και πήγε στο πλάι της Άες Σεντάι και άπλωσε το χέρι της να τη στηρίζει. Για λίγη ώρα, καθώς η ομάδα διέσχιζε τους λόφους, οι δύο γυναίκες ψιθύριζαν και μετά η Σοφία έψαξε στο μανδύα της και έδωσε στη Μουαραίν ένα πακετάκι. Η Μουαραίν το ξεδίπλωσε και κατάπιε το περιεχόμενό του. Η Νυνάβε είπε ακόμα κάτι και ύστερα έκοψε ταχύτητα και συνέχισε τη διαδρομή με τους υπόλοιπους, χωρίς να δίνει σημασία στα ερωτηματικά βλέμματά τους. Ο Ραντ σκέφτηκε πως η Νυνάβε, σε πείσμα των συνθηκών, είχε κάπως αυτάρεσκη έκφραση.

Δεν τον πολυένοιαζε τι σκάρωνε η Σοφία. Έτριβε συνεχώς τη λαβή του σπαθιού του και, όποτε αντιλαμβανόταν τι έκανε, χαμήλωνε τα μάτια και το κοίταζε με απορία. Έτσι είναι λοιπόν οι μάχες. Δεν θυμόταν πολλά πράγματα, τουλάχιστον όχι κάτι συγκεκριμένο. Όλα ήταν ένα πράγμα στο νου του, ένα ανακάτεμα από τριχωτά πρόσωπα και φόβο. Φόβο και ζέστη. Εκείνη την ώρα του φαινόταν ότι έκανε ζέστη σαν καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο παγωμένος αέρας προσπαθούσε να κάνει πάγο τις στάλες του ιδρώτα στο πρόσωπο και στο κορμί του.

Έριξε μια ματιά στους δύο φίλους του. Ο Ματ σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου του με την άκρη του μανδύα. Ο Πέριν, που κοίταζε κάτι στο βάθος χωρίς να του πολυαρέσει αυτό που έβλεπε, δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει τις στάλες που γυάλιζαν στο μέτωπό του.

Οι λόφοι μίκρυναν και η γη έγινε πιο ομαλή, όμως ο Λαν, αντί να προχωρήσει, σταμάτησε. Η Νυνάβε πήγε να πλησιάσει πάλι τη Μουαραίν, αλλά το βλέμμα του Πρόμαχου την εμπόδισε. Προχώρησε μπροστά, μαζί με την Άες Σεντάι και πλησίασαν τα κεφάλια και από τις κινήσεις της Μουαραίν ήταν φανερό ότι διαφωνούσαν. Η Νυνάβε και ο Θομ τους κοίταζαν —η Σοφία έσμιγε τα φρύδια ανήσυχα και ο Βάρδος μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του και γύριζε για να κοιτάξει το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει- αλλά οι υπόλοιποι απέφευγαν τελείως να τους δουν. Ποιος να ήξερε, άραγε, τι κατάληξη θα είχε ένας καυγάς μεταξύ μιας Άες Σεντάι και ενός Πρόμαχου;

Μετά από μερικά λεπτά η Εγκουέν μίλησε χαμηλόφωνα στον Ραντ, ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά στους δύο, που ακόμα τσακώνονταν. “Αυτά που φώναζες στους Τρόλοκ”. Σταμάτησε, σαν να μην ήξερε πώς να συνεχίσει.

“Ναι, τι;” ρώτησε ο Ραντ. Ένιωσε κάποια συστολή —οι πολεμικές ιαχές ταίριαζαν στους Πρόμαχους· οι απλοί άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς δεν έκαναν τέτοια πράγματα, ό,τι κι αν έλεγε η Μουαραίν- αλλά αν τον κορόιδευε γι’ αυτό... “Ο Ματ πρέπει να ξανάπε δέκα φορές αυτή την ιστορία”.

“Και μάλιστα άσχημα”, είπε ο Θομ. Ο Ματ άφησε ένα γρύλισμα διαμαρτυρίας.

“Όπως και να την είπε όμως”, είπε ο Ραντ, “όλοι την ακούσαμε πολλές φορές. Εκτός αυτού, κάτι έπρεπε να φωνάξουμε. Θέλω να πω, έτσι κάνεις σε τέτοιες στιγμές. Άκουσες τον Λαν”.

“Κι έχουμε το δικαίωμα”, πρόσθεσε ο Πέριν σκεφτικά. “Η Μουαραίν λέει ότι καταγόμαστε από τους ανθρώπους της Μανέθερεν. Πολέμησαν εκείνοι τον Σκοτεινό, πολεμάμε κι εμείς τον Σκοτεινό. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα”.

Η Εγκουέν ξεφύσηξε, σαν να ήθελε να του δείξει τη γνώμη της. “Δεν μιλούσα γι’ αυτό. Τι... τι φώναζες, Ματ;”

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους αμήχανα. “Δεν θυμάμαι”. Έριξε ένα αμυντικό βλέμμα στους υπόλοιπους. “Αφού δεν θυμάμαι. Όλα είναι θολά. Δεν ξέρω τι ήταν, από πού ήρθε, τι σημαίνει”. Γέλασε ειρωνικά μ’ αυτά που έλεγε. “Δεν φαντάζομαι να σημαίνει κάτι”.

“Νομίζω... νομίζω πως κάτι σημαίνει”, είπε η Εγκουέν μιλώντας αργά. “Όταν φώναξες, μου φάνηκε —μόνο για ένα λεπτό- μου φάνηκε ότι σε καταλάβαινα. Τώρα όμως αυτό χάθηκε”. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. “Ίσως έχεις δίκιο. Παράξενο τι φαντάζεται κανείς τέτοιες στιγμές, ε;”

“Καράι αν Καλντάζαρ”, είπε η Μουαραίν. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. “Καράι αν Ελισάντε. Αλ Ελισάντε. Για την Τιμή του Κόκκινου Αετού. Για την τιμή του Ρόδου του Ήλιου. Το Ρόδο του Ήλιου. Η αρχαία πολεμική ιαχή της Μανέθερεν και η πολεμική ιαχή του τελευταίου βασιλιά της. Αποκαλούσαν την Έλντριν Ρόδο του Ήλιου”. Το χαμόγελο της Μουαραίν στρεφόταν στην Εγκουέν και τον Ματ, παρ’ όλο που το βλέμμα της ίσως είχε μείνει λιγάκι περισσότερο πάνω του. “Το αίμα της γενιάς του Άραντ δεν ξεθύμανε ακόμα στους Δύο Ποταμούς. Το αρχαίο αίμα τραγουδά ακόμα”.

Ο Ματ και η Εγκουέν κοιτάχτηκαν, ενώ όλοι οι άλλοι κοίταζαν τους δυο τους. Τα μάτια της Εγκουέν ήταν διάπλατα ανοιχτά και το στόμα της στράβωνε μ’ ένα χαμόγελο, που το δάγκωνε κάθε φορά που εμφανιζόταν, σαν να μην ήξερε πώς να δεχτεί όλα αυτά που άκουγε για το αρχαίο αίμα. Ο Ματ ήξερε, όπως έδειχνε η κατσουφιασμένη έκφραση του.

Ο Ραντ πίστεψε πως καταλάβαινε τι σκεφτόταν ο Ματ. Αυτό που σκεφτόταν και ο ίδιος. Αν ο Ματ ήταν απόγονος των αρχαίων βασιλιάδων της Μανέθερεν, ίσως, στην πραγματικότητα, οι Τρόλοκ να κυνηγούσαν αυτόν και όχι και τους τρεις. Η σκέψη τον έκανε να νιώσει ντροπή. Τα μάγουλά του κοκκίνισαν και, όταν το βλέμμα του έπιασε την ένοχη γκριμάτσα του Πέριν, κατάλαβε ότι και ο Πέριν έκανε την ίδια σκέψη.

“Δεν μπορώ να πω ότι έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο”, είπε μετά από λίγο ο Θομ. Τίναξε το κεφάλι και μίλησε απότομα. “Αλλοτε ίσως να έπλαθα ιστορία ολόκληρη απ’ αυτό, αλλά αυτή τη στιγμή... Λες να κάτσουμε όλη μέρα εδώ, Άες Σεντάι;”

“Όχι”, απάντησε η Μουαραίν, σηκώνοντας τα γκέμια.

Ένα κέρας των Τρόλοκ ούρλιαξε στο νότο, σαν να υπογράμμιζε τη λέξη της. Του απάντησαν άλλα κέρατα, από τα ανατολικά και τα δυτικά. Τα άλογα κλαψούρισαν και σάλεψαν νευρικά.

“Πέρασαν τη φωτιά”, είπε ήρεμα ο Λαν. Στράφηκε στη Μουαραίν. “Δεν είσαι αρκετά δυνατή γι’ αυτό που σκοπεύεις να κάνεις, έτσι, χωρίς ξεκούραση. Και ούτε Μυρντράαλ ούτε Τρόλοκ μπαίνουν στο μέρος εκείνο”.

Η Μουαραίν σήκωσε το χέρι, σαν να ήθελε να τον διακόψει, έπειτα αναστέναξε και το άφησε να πέσει. “Πολύ καλά”, είπε εκνευρισμένη. “Μάλλον έχεις δίκιο, αλλά θα προτιμούσα να είχαμε άλλη επιλογή”. Τράβηξε το ραβδί της, που ήταν στερεωμένο στο λουρί της σέλας της. “Μαζευτείτε γύρω μου, όλοι σας. Όσο πιο κοντά μπορείτε. Πιο κοντά”.

Ο Ραντ ζόρισε τον Κλάουντ να πλησιάσει τη φοράδα της Άες Σεντάι. Με την προτροπή της Μουαραίν όλοι πλησίασαν ακόμα πιο κοντά, ώσπου, στο τέλος, όλα τα άλογα ήταν κολλητά και τα κεφάλια τους πρόβαλλαν πάνω από τους ώμους και τα καπούλια των διπλανών τους. Μόνο τότε έμεινε ικανοποιημένη η Άες Σεντάι. Μετά, χωρίς να μιλήσει, σηκώθηκε στους αναβολείς και κούνησε το ραβδί κυκλικά πάνω από τα κεφάλια τους, απλώνοντας το χέρι όσο μπορούσε, για να σιγουρευτεί ότι τους κάλυπτε όλους.

Ο Ραντ έκανε ένα μορφασμό κάθε φορά που το ραβδί περνούσε από πάνω του. Ένα γαργάλημα τον διέτρεχε με κάθε πέρασμα. Μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία του ραβδιού δίχως να το βλέπει, απλώς ακολουθώντας με το βλέμμα το τρέμουλο των άλλων, καθώς το ραβδί περνούσε από πάνω τους. Δεν ξαφνιάστηκε που ο Λαν ήταν ο μόνος ανεπηρέαστος.

Η Μουαραίν έδειξε απότομα με το ραβδί προς τα δυτικά. Πεσμένα φύλλα στροβιλίστηκαν στον αέρα και κλαριά τινάχτηκαν, σαν να έτρεχε ανεμοστρόβιλος στη γραμμή που έδειχνε η Άες Σεντάι. Όταν ο αόρατος ανεμοστρόβιλος χάθηκε, η Μουαραίν κάθισε στη σέλα αναστενάζοντας.

“Θα τους φανεί ότι οι οσμές και τα ίχνη μας ακολουθούν αυτή την κατεύθυνση”, είπε στους υπόλοιπους. “Οι Μυρντράαλ κάποια στιγμή θα το καταλάβουν, αλλά τότε πια...”

“Τότε πια θα έχουμε εξαφανιστεί”, είπε ο Λαν.

“Το ραβδί σου είναι πολύ δυνατό”, είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε ξεφύσηξε για απάντηση.

Η Μουαραίν πλατάγισε τη γλώσσα της. “Σου είπα, παιδί μου, τα πράγματα δεν έχουν δύναμη. Η Μία Δύναμη έρχεται από την Αληθινή Πηγή και μόνο το ζωντανό μυαλό μπορεί να τη χειριστεί. Τούτο δεν είναι καν ανγκριάλ, απλώς ένα βοήθημα για την αυτοσυγκέντρωση”. “Ξανάχωσε κουρασμένη το ραβδί κάτω από το λουρί της σέλας. “Λαν;”

“Ακολουθήστε με”, είπε ο Πρόμαχος, “και κάνετε σιωπή. Θα τα χαλάσουμε όλα, αν μας ακούσουν οι Τρόλοκ”.

Τους οδήγησε πάλι προς το βορρά, όχι με το ξέφρενο ρυθμό που είχαν προηγουμένως, αλλά με το γοργό βήμα που ταξίδευαν στον Δρόμο του Κάεμλυν. Το έδαφος έγινε ακόμα πιο επίπεδο, αν και το δάσος παρέμενε πυκνό.

Η διαδρομή τους δεν ήταν πια ευθεία, όπως πριν, γιατί ο Λαν είχε διαλέξει ένα δρόμο που ελισσόταν στο σκληρό έδαφος, ανάμεσα στις προεξοχές των βράχων και δεν τους άφηνε πια να διασχίζουν τους μπλεγμένους θάμνους, αλλά, αντίθετα, αφιέρωνε αρκετή ώρα για να περνούν από γύρω. Αρκετές φορές έμενε πίσω, μελετώντας με προσοχή τα ίχνη που άφηναν. Αν κάποιος τύχαινε να βήξει έστω, του απαντούσε μ’ ένα απότομο γρύλισμα.

Η Νυνάβε προχωρούσε δίπλα στην Άες Σεντάι και στο πρόσωπό της μάχονταν η έγνοια με την αντιπάθεια. Ο Ραντ σκεφτόταν πως υπήρχε, επίσης, κάτι παραπάνω, σχεδόν σαν να έβλεπε η Σοφία κάποιο στόχο που τον πλησίαζαν. Η Μουαραίν είχε καμπουριάσει τους ώμους, κρατούσε τα γκέμια και τη σέλα με τα δυο χέρια και κουνιόταν με κάθε βήμα που έκανε η Αλντίμπ. Ήταν φανερό πως το άπλωμα εκείνου του ψεύτικου μονοπατιού, αν και ίσως να φάνταζε ασήμαντο μετά το σεισμό και το τείχος της φωτιάς, την είχε εξαντλήσει και δεν διέθετε άλλη δύναμη για να τη σπαταλά.

Ο Ραντ σχεδόν ευχήθηκε να ξανάρχιζαν τα κέρατα. Τουλάχιστον ήταν ένας τρόπος για να καταλάβουν πόσο πίσω ήταν οι Τρόλοκ. Και οι Ξέθωροι.

Συνεχώς κοίταζε πίσω κι έτσι δεν ήταν ο πρώτος που είδε τι υπήρχε μπροστά τους. Όταν το είδε, το κοίταξε σαστισμένος. Ένας μεγάλος, ανώμαλος όγκος εκτεινόταν δεξιά κι αριστερά, ώσπου χανόταν από τα μάτια τους και στα περισσότερα μέρη ήταν ψηλός όσο τα δέντρα που φύτρωναν σύριζά του, με ακόμα ψηλότερα βέλη εδώ κι εκεί. Αναρριχητικά και κληματσίδες δίχως φύλλα σκέπαζαν τα πάντα με πυκνά στρώματα. Γκρεμός; Θα σκαρφαλώναμε εύκολα από τις κληματσίδες, αλλά δεν μπορούμε να ανεβάσουμε τα άλογα.

Ξαφνικά, όπως κόντευαν, είδε έναν πύργο. Ήταν ολοφάνερα πύργος, όχι σχηματισμός βράχων και είχε κάποιον αλλόκοτο, μυτερό θόλο στην κορυφή. “Μια πόλη!” είπε. Και τείχη πόλης και τα βέλη ήταν πύργοι σκοπών στα τείχη. Το στόμα του άνοιξε μόνο του. Θα πρέπει να ήταν δέκα φορές πιο μεγάλη από το Μπάερλον. Πενήντα φορές πιο μεγάλη.

Ο Ματ ένευσε. “Μια πόλη”, συμφώνησε. “Μα τι γυρεύει μια πόλη στη μέση τέτοιου δάσους;”

“Και δίχως ανθρώπους”, είπε ο Πέριν. Όταν τον κοίταξαν, έδειξε το τείχος. “Θα άφηναν άνθρωποι τις κληματσίδες να φυτρώσουν παντού; Ξέρετε ότι τα αναρριχητικά μπορούν να γκρεμίσουν τοίχο. Δείτε πώς έχουν πέσει”.

Αυτό που είδε ο Ραντ έκανε πάλι το μυαλό του να προσαρμοστεί. Ήταν όπως το είχε πει ο Πέριν. Κάτω από όλα σχεδόν τα χαμηλά σημεία των τειχών υπήρχε ένας λόφος σκεπασμένος από θάμνους· ήταν συντρίμμια από το τείχος πιο πάνω που είχε καταρρεύσει. Δεν υπήρχαν πυργίσκοι που να έχουν μεταξύ τους ίδιο ύψος.

“Αναρωτιέμαι ποια πόλη να ήταν”, είπε η Εγκουέν. “Αναρωτιέμαι τι της συνέβη. Δεν θυμάμαι τίποτα από το χάρτη του μπαμπά”.

“Ονομαζόταν Αριντόλ”, είπε η Μουαραίν. “Τον καιρό των Πολέμων των Τρόλοκ, ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν”. Κοίταζε τους ογκώδεις τοίχους και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τους υπόλοιπους της ομάδας, ούτε ακόμα και τη Νυνάβε, που την κρατούσε στη σέλα πιάνοντάς την από το μπράτσο. “Αργότερα η Αριντόλ πέθανε κι αυτό το μέρος πήρε άλλο όνομα”.

“Τι όνομα;” ρώτησε ο Ματ.

“Να”, είπε ο Λαν. Σταμάτησε τον Μαντάρμπ μπροστά σε ένα μέρος που κάποτε ήταν πύλη, τόσο φαρδιά που χωρούσαν να περάσουν πενήντα άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον. Μόνο οι τσακισμένοι, γεμάτοι κληματσίδες πύργοι των σκοπών απέμεναν· από τις πύλες, δεν υπήρχε ίχνος. “Θα μπούμε από δω”. Στο βάθος τσίριξαν τα κέρατα των Τρόλοκ. Ο Λαν κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου είχε έρθει ο ήχος, κάπου στα δέντρα προς τα δυτικά. “Ανακάλυψαν ότι είναι ψεύτικη διαδρομή. Ελάτε, πρέπει να βρούμε καταφύγιο πριν σκοτεινιάσει”.

“Τι όνομα;” ξαναρώτησε ο Ματ.

Η Μουαραίν απάντησε, καθώς έμπαιναν στην πόλη. “Σαντάρ Λογκόθ”, είπε. “Λέγεται Σαντάρ Λογκόθ”.

Загрузка...