51 Εναντίον της Σκιάς

Το έδαφος ανηφόριζε εκεί που πήγαινε ο Ραντ, αλλά ο φόβος έδινε στα πόδια του δύναμη και προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, περνώντας μέσα από ανθισμένους θάμνους και πλεγμένες αγριοτριανταφυλλιές, σκορπίζοντας πέταλα, χωρίς να τον νοιάζει αν τα αγκάθια έσχιζαν τα ρούχα του, ή ακόμα και τη σάρκα του. Η Μουαραίν είχε πάψει να ουρλιάζει. Του φαινόταν ότι οι κραυγές της δεν είχαν τελειωμό, η μια πιο σπαραχτική από την άλλη, αλλά ήξερε ότι είχαν κρατήσει λίγες μόνο στιγμές. Λίγες στιγμές και μετά ο Άγκινορ θα τον κυνηγούσε. Ήξερε ότι ο Άγκινορ ακολουθούσε αυτόν. Είχε δει τη βεβαιότητα στα βυθισμένα μάτια του Αποδιωγμένου, το τελευταίο εκείνο δευτερόλεπτο, πριν ο τρόμος τον κάνει να το βάλει στα πόδια.

Το έδαφος έγινε ακόμα πιο ανηφορικό, αλλά συνέχισε να σκαρφαλώνει, αρπάζοντας τα χαμηλά φυτά για να τραβηχτεί, με πέτρες και χώμα και φύλλα να κυλούν στην πλαγιά κάτω από τα πόδια του και τελικά έρποντας με χέρια και πόδια, όταν η πλαγιά έγινε τόσο απότομη. Μπροστά, πιο πάνω, ήταν πιο επίπεδη. Ανέβηκε λαχανιασμένος τις τελευταίες απλωσιές, σηκώθηκε όρθιος και σταμάτησε, θέλοντας να ουρλιάξει.

Δέκα απλωσιές μπροστά του, ο λόφος κοβόταν απότομα. Ήξερε τι θα έβλεπε πριν φτάσει εκεί, αλλά πάντως πλησίασε, με κάθε βήμα πιο βαρύ από το προηγούμενο, ελπίζοντας να υπήρχε κάποιο μονοπάτι, ένας κατσικόδρομος, κάτι. Στο χείλος κοίταξε κάτω, το γκρεμό των πενήντα μέτρων, το τείχος του βράχου, που ήταν λείο σαν πλανισμένη σανίδα

Πρέπει να υπάρχει δρόμος. Θα γυρίσω πίσω και πάω από γύρω. Θα γυρίσω πίσω και―

Όταν στράφηκε, ο Αγκινορ ήταν εκεί, μόλις έφτανε στη ράχη. Ο Αποδιωγμένος ανηφόριζε το λόφο δίχως δυσκολία, περπατώντας στην απότομη πλαγιά σαν να ήταν ίσιο έδαφος. Τα ρουφηγμένα μάτια του τον κοίταζαν γεμάτα φλόγες από κείνο το τεντωμένο πρόσωπο σαν περγαμηνή· με κάποιον τρόπο, τώρα, έμοιαζε λιγότερο μαραμένο από πριν, πιο σαρκώδες, σαν κάτι να είχε χορτάσει τον Αγκινορ. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Ραντ, όταν όμως ο Αγκινορ μίλησε, ήταν σχεδόν σαν να μονολογούσε.

“Ο Μπα’άλζαμον θα προσφέρει ανταμοιβή πέρα από τα όνειρα ενός θνητού σε όποιον σε φέρει στο Σάγιολ Γκουλ Όμως τα όνειρά μου πάντα ήταν ανώτερα των άλλων και άφησα πίσω μου τη θνητότητα πριν από χιλιετίες. Τι αλλάζει αν υπηρετήσεις τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους ζωντανός ή νεκρός; Για την επικράτηση της Σκιάς, δεν υπάρχει διαφορά. Γιατί να μοιραστώ την εξουσία μαζί σου; Γιατί να σκύψω το κεφάλι σε σένα; Εγώ, που αντιμετώπισα τον Λουζ Θέριν Τέλαμον στην ίδια την Αίθουσα των Υπηρετών. Εγώ, που αντιπολέμησα τον Άρχοντα του Πρωινού και τον αντιμετώπισα ως ίσος προς ίσον. Δεν νομίζω”.

Το στόμα του Ραντ ξεράθηκε σαν χώμα· ένιωθε τη γλώσσα του μαραμένη σαν του Αγκινορ. Οι φτέρνες του έξυσαν το χείλος του γκρεμού και έριξαν πέτρες. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πίσω, αλλά άκουσε τις πέτρες να χτυπούν και να ξαναχτυπούν στον απόκρημνο βράχο, ακριβώς όπως θα έκανε το σώμα του, αν έκανε πίσω έστω κι έναν πόντο. Δεν είχε καταλάβει προηγουμένως ότι οπισθοχωρούσε, μακριά από τον Αποδιωγμένο. Πρέπει να υπάρχει τρόπος να του ξεφύγω. Τρόπος να το σκάσω! Πρέπει να υπάρχει! Κάποιος τρόπος!

Ξαφνικά ένιωσε κάτι, το είδε, αν και ήξερε ότι δεν ήταν ορατό. Ένα λαμπερό σχοινί ξεκινούσε από τον Αγκινορ, από πίσω του, λευκό, σαν το φως του ήλιου όταν το βλέπεις μέσα από κατάλευκο σύννεφο, βαρύτερο από χέρι σιδερά, ελαφρύτερο από αέρα, που συνέδεε τον Αποδιωγμένο με κάτι μακρινό και πέρα από κάθε γνώση, κάτι που μπορούσε να το αγγίξει το χέρι του Ραντ. Το σχοινί παλλόταν και με κάθε παλμό ο Άγκινορ δυνάμωνε, η σάρκα του ζωντάνευε, γινόταν άνδρας ψηλός και δυνατός σαν τον Ραντ, ένας άνδρας πιο σκληρός από τον Πρόμαχο, πιο θανάσιμος κι από τη Μάστιγα. Όμως πλάι σε κείνο τον αστραφτερό λώρο ο Αποδιωγμένος έμοιαζε σχεδόν σαν να μην υπήρχε. Ο λώρος ήταν τα πάντα. Βομβούσε. Τραγουδούσε. Καλούσε την ψυχή του Ραντ. Ένα λαμπερό νήμα από κει υψώθηκε, αιωρήθηκε, τον άγγιξε, και του Ραντ του κόπηκε η ανάσα. Φως τον πλημμύρισε και ζέστη, που θα έπρεπε να τον είχε κάψει, αλλά απλώς τον ζέστανε, σαν να έδιωχνε την παγωνιά του τάφου από τα κόκαλά του. Το νήμα χόντρυνε. Πρέπει να ξεφύγω!

“Όχι!” φώναξε ο Άγκινορ. “Δεν θα το πάρεις! Είναι δικό μου!”

Ο Ραντ δεν κουνήθηκε, ούτε και ο Αποδιωγμένος, αλλά πάλεψαν ίδια σαν να είχαν κυλιστεί στο χώμα. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Άγκινορ, που δεν ήταν πια μαραμένο, δεν ήταν πια γέρικο· ήταν το πρόσωπο ενός δυνατού άνδρα στην ακμή του. Ο Ραντ παλλόταν μαζί με το κυμάτισμα του λώρου, σαν το χτυποκάρδι του κόσμου. Γέμιζε το είναι του. Φως γέμιζε το μυαλό του, ώσπου είχε απομείνει μια γωνία μόνο για ό,τι ήταν ο εαυτός του. Τύλιξε το κενό γύρω από κείνη τη γωνιά· προστάτευσε το κενό. Να ξεφύγω!

“Δικό μου” ούρλιαξε ο Άγκινορ. “Δικό μου!”

Μια ζέστη άρχισε να δυναμώνει μέσα στον Ραντ, η ζέστη του ήλιου, η ακτινοβολία του ήλιου, να ξεχειλίζει, η φρικτή ακτινοβολία του φωτός, του Φωτός. Να ξεφύγω!

“Δικό μου!” Φλόγες τινάχτηκαν από το στόμα του Άγκινορ, πετάχτηκαν από τα μάτια του σαν δόρατα φωτιάς και ούρλιαξε·

Να ξεφύγω!

Και ο Ραντ δεν ήταν πια στην κορυφή του λόφου. Έτρεμε με το Φως που τον διαπότιζε. Το μυαλό του δεν δούλευε· το τύφλωναν το φως και η ζέστη. Το Φως. Στο μέσον του κενού, το Φως τύφλωνε το μυαλό του, τον σάστιζε με δέος.

Στεκόταν σε ένα πλατύ βουνίσιο πέρασμα, κυκλωμένο από τραχιές μαύρες κορυφές, σαν τα δόντια του Σκοτεινού. Ήταν πραγματικό· βρισκόταν εκεί. Ένιωθε τους βράχους κάτω από τις μπότες του, την παγωμένη αύρα στο πρόσωπό του.

Γύρω του δινόταν μια μάχη, ή ήταν το τέλος μιας μάχης. Αρματωμένοι άνδρες σε αρματωμένα άλογα, κρατώντας αστραφτερό ατσάλι που τώρα ήταν σκονισμένο, έκοβαν και κάρφωναν Τρόλοκ, που γρύλιζαν και κράδαιναν τσεκούρια με καρφιά και σπαθιά όμοια με δρεπάνια. Μερικοί άνδρες πολεμούσαν πεζοί, καθώς τα άλογά τους είχαν σκοτωθεί, ενώ αρματωμένα άλογα κάλπαζαν τριγύρω με άδειες σέλες. Ξέθωροι πηγαινοέρχονταν, με τους κατάμαυρους μανδύες τους να κρέμονται ασάλευτοι, όσο κι αν έτρεχαν τα μαύρα άλογά τους. Άνδρες πέθαιναν εκεί που χτυπούσαν τα φωτοβόρα σπαθιά τους. Ήχοι χτυπούσαν τον Ραντ, τον χτυπούσαν και αναπηδούσαν σ’ αυτό το παράξενο «κάτι», που του έσφιγγε το λαιμό. Η κλαγγή του ατσαλιού σε ατσάλι, τα λαχανιάσματα και τα γρυλίσματα των ανδρών και των Τρόλοκ που μάχονταν, τα ουρλιαχτά των ανδρών και των Τρόλοκ που πέθαιναν. Μέσα στον ορυμαγδό, λάβαρα ανέμιζαν στη σκόνη του αέρα. Το Μαύρο Γεράκι του Φαλ Ντάρα, το Λευκό Ελάφι του Σίναρ, και άλλα πολλά. Και λάβαρα των Τρόλοκ. Έβλεπε το κερασφάρο κρανίο των Ντά’βολ, την κόκκινη σαν αίμα τρίαινα των Κο-μπαλ, τη σιδερένια γροθιά των Νταϊ’μον κι αυτά ήταν μόνο όσα έβλεπε εκεί κοντά.

Αλλά ήταν πράγματι το τέλος μιας μάχης, μια σύντομη παύση, καθώς άνθρωποι και Τρόλοκ οπισθοχωρούσαν για να ανασυγκροτηθούν. Δεν φάνηκαν να προσέχουν τον Ραντ, καθώς αντάλλασσαν μερικά τελευταία χτυπήματα και απομακρύνονταν, καλπάζοντας, ή τρέχοντας ασταθώς, στις άκρες του περάσματος.

Ο Ραντ κοίταξε την άκρη του περάσματος, όπου οι άνθρωποι ανασυντάσσονταν, με τις φιλάνδρες να σαλεύουν κάτω από τις αστραφτερές λεπίδες των λογχών. Πληγωμένοι άνδρες έγερναν στη σέλα τους. Άλογα χωρίς αναβάτες ορθώνονταν και κάλπαζαν. Ήταν φανερό πως δεν θα άντεχαν άλλη εμπλοκή, αλλά ήταν εξίσου φανερό ότι ετοιμάζονταν για μια τελευταία εφόρμηση. Μερικοί τώρα τον είχαν δει· κάποιοι σηκώθηκαν στους αναβολείς και τον έδειξαν. Οι φωνές τους ήχησαν στ’ αυτιά του ψιλές κι απόμακρες.

Στριφογύρισε παραπατώντας. Οι δυνάμεις του Σκοτεινού γέμιζαν το άλλο άκρο του περάσματος· τα μαύρα δόρατα και τα ακόντια έπνιγαν τις πλαγιές του βουνού, που φαίνονταν ακόμα πιο μαύρες με τη μεγάλη μάζα των Τρόλοκ, η οποία είχε συντριπτική αριθμητική υπεροχή μπροστά στο στρατό του Σίναρ. Ξέθωροι κατά εκατοντάδες προχωρούσαν μπροστά στην ορδή και οι άγριες μουσούδες των Τρόλοκ στρέφονταν αλλού με φόβο και τα πελώρια κορμιά τους αποτραβιούνταν για να κάνουν χώρο. Στον ουρανό, τα Ντραγκχάρ πετούσαν με δερμάτινες φτερούγες, αψηφώντας τον άνεμο με δυνατές τσιρίδες. Τώρα τον είδαν και οι Ημιάνθρωποι, τον έδειξαν, ενώ τα Ντραγκχάρ έστριψαν και βούτηξαν. Δύο. Τρία. Έξι, που έκρωζαν στριγκά καθώς έπεφταν πάνω του.

Τα κοίταξε. Μια ζέστη τον πλημμύρισε, η πύρινη λάβρα του αγγιγμένου ήλιου. Έβλεπε καθαρά τα Ντραγκχάρ, άψυχα μάτια σε χλωμά ανθρώπινα πρόσωπα, σε φτερωτά σώματα, που δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο πάνω τους. Τρομακτική ζέστη. Καμίνι.

Από τον καθαρό ουρανό έπεσαν κεραυνοί, κάθε παρακλάδι τους κοφτό και καθαρό, που αποτυπώθηκαν στα μάτια του· κάθε κεραυνός χτύπησε μια από τις μαύρες φτερωτές μορφές. Οι κραυγές του κυνηγιού έγιναν ουρλιαχτά θανάτου και οι καρβουνιασμένες μορφές έπεσαν και άφησαν του ουρανό καθαρό.

Η ζέστη. Η τρομακτική ζέστη του Φωτός.

Ο Ραντ έπεσε στα γόνατα· του φάνηκε πως άκουγε τα δάκρια να τριζοβολούν στα μάγουλά του καθώς εξατμίζονταν. “Όχι!” Αρπάχτηκε από τις τούφες του αραιού γρασιδιού για να κρατηθεί κάπως από την πραγματικότητα· το γρασίδι ξέσπασε σε φλόγες. “Σε παρακαλώ, όχιιιιιιι!”

Ο άνεμος δυνάμωσε με τη φωνή του, ούρλιαξε με τη φωνή του, βρυχήθηκε με τη φωνή του και την έσυρε στο πέρασμα, υψώνοντας τις φλόγες, για να γίνουν ένα πύρινο τείχος που έφυγε μακριά από τον Ραντ κι έτρεξε προς τα στίφη των Τρόλοκ γρηγορότερα από άλογο που κάλπαζε. Η φωτιά έκαψε τους Τρόλοκ και τα βουνά τρεμούλιασαν από τις κραυγές τους, κραυγές σχεδόν εξίσου δυνατές με τον άνεμο και τη φωνή του.

“Πρέπει να τελειώσει!”

Χτύπησε το έδαφος με τη γροθιά του και η γη αντήχησε σαν γκονγκ. Έκοψε τα χέρια του στο πετρώδες έδαφος και η γη τραντάχτηκε. Κυματάκια κύλησαν στο έδαφος μπροστά του, ψήλωσαν κι έγιναν κύματα, κύματα από χώμα και πέτρες που ορθώθηκαν πάνω από Τρόλοκ και Ξέθωρους, σπάζοντας από πάνω τους, όπως τα βουνά θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια με τις οπλές τους. Μια αναβράζουσα μάζα από σάρκα και χώματα και βράχια θέρισε το στρατό των Τρόλοκ. Αυτό που απέμεινε όρθιο ήταν πάλι μια πανίσχυρη δύναμη, μα τώρα ήταν απλώς διπλάσια από το στρατό των ανθρώπων, με τους στρατιώτες της να τρέχουν πέρα-δώθε, φοβισμένοι και μπερδεμένοι.

Ο άνεμος καταλάγιασε. Τα ουρλιαχτά έσβησαν. Η γη γαλήνεψε. Η σκόνη και καπνός γύρισαν στροβιλιστά από το πέρασμα και τον περικύκλωσαν.

“Που να σε τυφλώσει το Φως, Μπα’άλζαμον! Αυτό πρέπει να τελειώσει!”

ΟΧΙ ΕΔΩ Δεν ήταν η σκέψη του Ραντ· το κρανίο του δονήθηκε.

ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΩ. ΜΟΝΟ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΜΠΟΡΕΊ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙ

“Πού;” Δεν ήθελε να το πει, αλλά το είπε πριν προλάβει να κλείσει το στόμα του. “Πού;”

Η αχλύς που τον κύκλωνε χώρισε κι άφησε ένα θόλο από καθαρό, διαυγή αέρα με ύψος δέκα απλωσιές, περιτειχισμένο από στροβιλιζόμενους καπνούς και σκόνη. Σκαλιά υψώθηκαν μπροστά του, το καθένα μόνο του και δίχως στήριγμα, ανεβαίνοντας ψηλά στη θολούρα, που έκρυβε τον ήλιο.

ΟΧΙ ΕΔΩ Μέσα στην ομίχλη, σαν να ερχόταν από μια μακρινή γωνιά της γης, ακούστηκε μια κραυγή. “Το Φως το θέλει!” Το έδαφος σείστηκε από τον κεραυνό των οπλών, καθώς οι δυνάμεις της ανθρωπότητας εξαπέλυαν την τελική επίθεσή τους.

Μέσα στο κενό, το μυαλό του γνώρισε μια στιγμή πανικού. Οι καβαλάρηδες που εφορμούσαν δεν μπορούσαν να τον δουν στη σκόνη· με το πέρασμά τους θα τον τσαλαπατούσαν. Το μεγαλύτερο τμήμα του εαυτού του αγνόησε το έδαφος που σειόταν, σαν να ήταν κάτι ασήμαντο, αδιάφορο. Με ένα θολό θυμό να του κινεί τα πόδια, ανέβηκε τα πρώτα βήματα. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος!

Τον τύλιξε το σκοτάδι, το πλήρες έρεβος του απολύτως τίποτα. Τα σκαλιά ήταν ακόμα εκεί, αιωρούνταν στη μαυρίλα, κάτω από τα πόδια του και πιο μπροστά. Όταν γύρισε γα κοιτάξει, εκείνα που ήταν πίσω είχαν εξαφανιστεί, είχαν σβήσει στο τίποτα, στην ανυπαρξία γύρω του. Όμως ο λώρος ήταν ακόμα εκεί, εκτεινόταν μπροστά του, μια λαμπερή γραμμή που έφθινε και χανόταν στο βάθος. Δεν ήταν χοντρή όσο πριν, αλλά ακόμα παλλόταν, του μετάγγιζε αντοχή, ζωή, τον γέμιζε Φως. Ο Ραντ συνέχισε να σκαρφαλώνει.

Του φαινόταν πως σκαρφάλωνε παντοτινά. Για πάντα και ακόμα περισσότερο. Ο χρόνος στο τίποτα ήταν ασάλευτος, Ο χρόνος κυλούσε γρηγορότερα. Συνέχισε να σκαρφαλώνει, ώσπου ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα, με επιφάνεια τραχιά και σχισμένη και γέρικη, μια πόρτα που τη θυμόταν πολύ καλά. Την άγγιξε και η πόρτα έγινε χίλια κομμάτια. Ενώ ακόμα έπεφταν κάτω, αυτός πέρασε και μπήκε, με τις σχίζες του ξύλου να πέφτουν από τους ώμους του.

Κι ο θάλαμος ήταν επίσης όπως τον θυμόταν, ο τρελός ουρανός με τις ραβδώσεις πέρα από τη βεράντα, οι λιωμένοι τοίχοι, το γυαλισμένο τραπέζι, το τρομακτικό τζάκι με τις βρυχώμενες φλόγες που δεν έδιναν ζέστη. Μερικά από τα πρόσωπα που αποτελούσαν το τζάκι, που σφάδαζαν από αγωνία, άγγιζαν κάτι στη μνήμη του, σαν να τα ήξερε, αλλά κράτησε το κενό κοντά του, αιωρούμενο στην αδειανωσύνη μέσα του. Ήταν μόνος του. Όταν κοίταξε τον καθρέφτη στον τοίχο, το πρόσωπό του ήταν εκεί καθαρό, σαν να ήταν πραγματικά αυτός.. Υπάρχει γαλήνη στο κενό.

“Ναι”, είπε ο Μπα’άλζαμον από το τζάκι, “σκεφτόμουν πως η απληστία του Άγκινορ θα τον πρόδιδε. Μα τελικά δεν αλλάζει τίποτα Η αναζήτηση ήταν μεγάλη, αλλά τώρα τελείωσε. Είσαι εδώ και σε γνωρίζω”.

Μέσα στο Φως έπλεε το κενό και μέσα στο κενό αιωρείτο ο Ραντ. Άπλωσε να βρει το χώμα της πατρίδας του και ένιωσε σκληρό βράχο, ξερό και αμετακίνητο, πέτρα δίχως έλεος, όπου μονάχα οι δυνατοί μπορούσαν να επιβιώσουν, μόνο εκείνοι που ήταν σκληροί σαν τα βουνά. “Βαρέθηκα να τρέχω”. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η φωνή του ήταν τόσο γαλήνια. “Βαρέθηκα να απειλείς τους φίλους μου. Δεν θα τρέξω άλλο πια”. Είδε ότι κι ο Μπα’άλζαμον είχε έναν λώρο. Έναν μαύρο λώρο, πολύ πιο χοντρό από το δικό του, τόσο φαρδύ, που το ανθρώπινο κορμί ήταν ασήμαντο μπροστά του, αλλά, αντίθετα, ο λώρος έμοιαζε ασήμαντος μπροστά στον Μπα’άλζαμον. Οι παλμοί που ταξίδευαν σ’ αυτή τη μαύρη φλέβα έτρωγαν φως,

“Λες να αλλάξει τίποτα, αν τρέξεις ή αν σταθείς;” Οι φλόγες στο στόμα του Μπα’άλζαμον γέλασαν. Τα πρόσωπα στο τζάκι έκλαψαν με την ευθυμία του αφέντη τους. “Πολλές φορές το έσκασες από μένα και κάθε φορά σε κυνηγώ και σε κάνω να καταπιείς την περηφάνια σου αρτυμένη με δάκρια ντροπής. Πολλές φορές στάθηκες και πολέμησες και μετά κλαψούριζες νικημένος, ικετεύοντας για έλεος. Έχεις μια επιλογή, σκουλήκι, μονάχα μία: γονάτισε στα πόδια μου και υπηρέτησέ με καλά και θα σου δώσω εξουσία ανώτερη θρόνων ή μείνε μια ανόητη μαριονέτα της Ταρ Βάλον και θα ουρλιάζεις, καθώς θα σε αλέθω στη σκόνη του χρόνου”.

Ο Ραντ ανασάλεψε, κοίταξε την πόρτα πίσω του, σαν να έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει. Ας το πίστευε αυτό ο Σκοτεινός. Πέρα από την πόρτα ήταν ακόμα το μαύρο του τίποτα, που το διαιρούσε το λαμπερό νήμα που ξεκινούσε από το σώμα του. Κι εκεί έξω, επίσης, απλωνόταν ο βαρύτερος λώρος του Μπα’άλζαμον, τόσο μαύρος, που ξεχώριζε στο σκοτάδι σα να είχε χιόνι για φόντο. Οι δύο λώροι πάλλονταν σαν φλέβες καρδιάς, αντίθετα ο ένας από τον άλλον, με το φως μετά βίας να αντιστέκεται στα κύματα του σκοταδιού.

“Υπάρχουν κι άλλες επιλογές”, είπε ο Ραντ. “Ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα, όχι εσύ. Κάθε παγίδα που μου έστησες, της ξέφυγα. Ξέφυγα από τους Ξέθωρους και τους Τρόλοκ σου, ξέφυγα από τους Σκοτεινόφιλους σου. Έψαξα και σε βρήκα εδώ και όπως ερχόμουν νίκησα το στρατό σου. Δεν υφαίνεις το Σχήμα”.

Τα μάτια του Μπα’άλζαμον βρυχήθηκαν σαν καμίνια. Τα χείλη του δεν σάλεψαν, μα ο Ραντ φαντάστηκε πως είχε ακούσει μια βλαστήμια για τον Άγκινορ. Έπειτα οι φλόγες έσβησαν και εκείνο το συνηθισμένο ανθρώπινο πρόσωπο του χαμογέλασε, με τρόπο που του έφερε ρίγος παρά τη ζέστη του Φωτός,

“Μπορώ να βρω κι άλλους στρατούς, ανόητε. Θα έρθουν στρατοί που δεν τους έχεις δει ούτε στο όνειρό σου. Και, με βρήκες; Σκουλήκι κάτω από πέτρα, εσύ με βρήκες; Άρχισα να στήνω το δρόμο σου τη μέρα που γεννήθηκες, το δρόμο που θα οδηγούσε ή στον τάφο ή εδώ. Οι Αελίτες — τους επέτρεψα να ξεφύγουν και άφησα μια να ζήσει, νια να προφέρει τις λέξεις που θα αντηχούσαν για χρόνια. Ο Τζάιν ο Γοργοπόδαρος, ένας ήρωας” —πρόφερε τη λέξη χλευαστικά- “που τον γελοιοποίησα και τον έστειλα να πάει στους Ογκιρανούς, πιστεύοντας πως ήταν ελεύθερος από μένα. Οι Μαύρες Άτζα, που τριγυρνούν όλο τον κόσμο, έρποντας σαν σκουλήκια στις κοιλιές τους για να σε βρουν. Τραβώ τα νήματα και η Έδρα της Αμερλιν χορεύει και νομίζει πως αυτή ελέγχει τα γεγονότα”.

Το κενό τρεμούλιασε· ο Ραντ το ξαναδυνάμωσε βιαστικά. Τα ξέρει όλα. Μπορεί να τα έκανε αυτός. Το Φως ζέσταινε το κενό. Η αμφιβολία ύψωσε φωνή και τη βούβανε, αφήνοντας μονάχα ένα σπόρο της. Πάλεψε, χωρίς να ξέρει αν ήθελε να θάψει το σπόρο, ή να τον φυτέψει. Το κενό σταθεροποιήθηκε, μικρότερο από πριν, ενώ ο Ραντ αιωρήθηκε μέσα στη γαλήνη.

Ο Μπα’άλζαμον δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. “Δεν έχει σημασία για μένα, αν σε αποκτήσω νεκρό ή ζωντανό, μόνο για σένα, για τη δύναμη που θα μπορούσες να έχεις. Θα με υπηρετήσεις, ή εσύ ή η ψυχή σου. Αλλά θα προτιμούσα να γονατίσεις μπροστά μου, ζωντανός παρά νεκρός. Μια μόνο γροθιά Τρόλοκ έστειλα στο χωριό σου, εκεί που θα μπορούσα να είχα στείλει χίλιες. Έναν Σκοτεινόφιλο να σε αντιμετωπίσει, εκεί που εκατό θα έρχονταν στον ύπνο σου. Κι εσύ, ανόητε, δεν τους ξέρεις καν όλους, ούτε αυτούς μπροστά σου, ούτε εκείνους πίσω σου, ούτε εκείνους στο πλευρό σου. Είσαι δικός μου, πάντα ήσουν δικός μου, σκυλί μου σε λουρί, και σε έφερα εδώ για να γονατίσεις στον αφέντη σου, ή να πεθάνεις και να γονατίσει η ψυχή σου”.

“Σε αρνούμαι. Δεν έχεις εξουσία πάνω μου και δεν θα γονατίσω μπροστά σου, ζωντανός ή νεκρός”.

“Κοίτα”, είπε ο Μπα’άλζαμον. “Κοίτα”. Άθελά του, ο Ραντ γύρισε το κεφάλι.

Εκεί στεκόταν η Εγκουέν και η Νυνάβε, χλωμές και φοβισμένες, με άνθη στα μαλλιά. Και μια άλλη γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη από τη Σοφία, πανέμορφη, με μαύρα μάτια, ντυμένη με φόρεμα των Δύο Ποταμών, με λαμπερά μπουμπούκια κεντημένα στο λαιμό.

“Μητέρα;” είπε απαλά κι εκείνη χαμογέλασε μ’ ένα απελπισμένο χαμόγελο. Το χαμόγελο της μητέρας του. “Όχι! Η μητέρα μου είναι νεκρή και οι άλλες δύο είναι ασφαλείς μακριά από δω. Σε αρνούμαι!” Η Εγκουέν και η Νυνάβε θόλωσαν, έγιναν αχλύς που διαλύθηκε στον αέρα και χάθηκαν. Η Κάρι αλ’Θορ ακόμα στεκόταν εκεί, με μάτια διάπλατα ανοιχτά από φόβο.

“Αυτή, τουλάχιστον”, είπε ο Μπα’άλζαμον, “είναι δική μου για να την κάνω ό,τι θελήσω”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, “Σε αρνούμαι”. Οι λέξεις βγήκαν με δυσκολία. “Είναι νεκρή, ασφαλής από σένα, εκεί, στο Φως”.

Τα χείλη της μητέρας του έτρεμαν. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της· το κάθε ένα τον έκαιγε σαν οξύ. “Ο Άρχοντας του Τάφου είναι δυνατότερος απ’ όσο ήταν κάποτε, γιε μου”, του είπε. Τα χέρια του φτάνουν πιο μακριά. Ο Πατέρας του Ψεύδους έχει γλυκιά γλώσσα για τις ανύποπτες ψυχές. Γιε μου. Μονάκριβε, πολυαγαπημένε γιε μου. Θα σε έσωζα, αν μπορούσα, μα τώρα είναι ο αφέντης μου και το καπρίτσιο του νόμος της ύπαρξής μου. Δεν μπορώ παρά να τον υπακούω και να κλαψουρίζω για την εύνοιά του. Βοήθησέ με, γιε μου. Σε παρακαλώ βοήθησε με. Βοήθησε με. Βοήθησέ με! ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!”

Ο θρήνος βγήκε από μέσα της, καθώς την πλησίαζαν Ξέθωροι με αποκαλυμμένα πρόσωπα, χλωμοί και ανόφθαλμοι. Της έσχισαν τα ρούχα με τα ασπριδερά χέρια τους, χέρια που κρατούσαν λαβίδες και μέγγενες και πράγματα που έκαιγαν και μαστίγωναν και έσχιζαν τη γυμνή της σάρκα. Το ουρλιαχτό της δεν είχε τέλος.

Το ουρλιαχτά του Ραντ ήταν ηχώ του δικού της. Το κενό έβρασε μέσα στο νου του. Το σπαθί του ήταν στο χέρι του. Όχι η λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, αλλά μια λεπίδα φωτός, μια λεπίδα του Φωτός. Τη στιγμή που το σήκωνε, ένας φλογισμένος λευκός κεραυνός πετάχτηκε από την άκρη του, σαν να είχε απλωθεί η ίδια η λεπίδα. Άγγιξε τον κοντινότερο Ξέθωρο και μια εκτυφλωτική αστραπή γέμισε το θάλαμο, αστράφτοντας μέσα από τους Ημιανθρώπους, σαν κερί που φαίνεται μέσα από χαρτί, τυφλώνοντας τα μάτια του μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή.

Μέσα από τη λάμψη, άκουσε έναν ψίθυρο. “Σ’ ευχαριστώ, γιε μου. Το Φως. Το ευλογημένο Φως”.

Η λάμψη έσβησε και έμεινε μόνος του στο θάλαμο με τον Μπα’άλζαμον. Τα μάτια του Μπα’άλζαμον έκαιγαν σαν το Χάσμα του Χαμού· αλλά οπισθοχώρησε μπροστά στη λεπίδα, σαν να ήταν πραγματικά το ίδιο το Φως. “Ανόητε! Θα καταστραφείς! Δεν μπορείς να τη χειριστείς ακόμα. Εκτός αν σε διδάξω!”

“Τελείωσε”, είπε ο Ραντ και κατέβασε το σπαθί στο μαύρο λώρο του Μπα’άλζαμον.

Ο Μπα’άλζαμον ούρλιαξε καθώς έπεφτε το σπαθί, ούρλιαξε ώσπου οι πέτρινοι τοίχοι σείστηκαν και το ατέλειωτο ουρλιαχτό δυνάμωσε κι άλλο, καθώς η λεπίδα του Φωτός έκοβε το λώρο. Τα κομμένα άκρα τινάχτηκαν, σαν να ήταν τεντωμένα. Το άκρο που απλωνόταν στο τίποτα εκεί έξω άρχισε να ζαρώνει, καθώς τραβιόταν μακριά· το άλλο πετάχτηκε πάνω στον Μπα’άλζαμον και τον έριξε στο τζάκι. Ένα σιωπηλό γέλιο φάνηκε ανάμεσα στις άηχες στριγκλιές των βασανισμένων προσώπων. Οι τοίχοι τρεμούλιασαν και ράγισαν το πάτωμα φούσκωσε και κομμάτια πέτρας έπεσαν από την οροφή.

Καθώς τα πάντα γύρω του διαλύονταν, ο Ραντ σημάδεψε με το σπαθί την καρδιά του Μπα’άλζαμον. “Τελείωσε!”

Φως εξαπολύθηκε από τη λεπίδα, με μια βροχή από φλογισμένες σπίθες, σαν σταγόνες από λιωμένο, λευκοπυρωμένο μέταλλο. Ο Μπα’άλζαμον, αλυχτώντας, σήκωσε τα χέρια σε μια μάταια προσπάθεια να προστατευτεί. Φλόγες τσίριξαν στα μάτια του, ενώθηκαν με άλλες φλόγες, καθώς η πέτρα έπαιρνε φωτιά, η πέτρα των τοίχων που ράγιζαν, η πέτρα του πατώματος που έγερνε, η πέτρα που έβρεχε από την οροφή. Ο Ραντ ένιωσε το λαμπερό νήμα που ήταν ενωμένο μαζί του να λεπταίνει, ώσπου μονάχα το φέγγος απέμεινε, αλλά έβαλε τα δυνατά του, χωρίς να ξέρει τι έκανε ή πώς, μόνο ξέροντας πως αυτό έπρεπε να τελειώσει. Πρέπει να τελειώσει!

Η φωτιά γέμισε το θάλαμο, μια θάλασσα φωτιάς. Είδε τον Μπα’άλζαμον να μαραίνεται σαν φύλλο, τον άκουσε να ουρλιάζει, ένιωσε τις κραυγές να γδέρνουν τα κόκαλά του. Η φλόγα έγινε αγνό, κατάλευκο φως, λαμπρότερο από τον ήλιο. Έπειτα χάθηκε και το τελευταίο τρεμόσβησμα του νήματος και ο Ραντ άρχισε να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο έρεβος, ακούγοντας το ουρλιαχτό του Μπα’άλζαμον να σβήνει.

Κάτι τον χτύπησε με τρομερή δύναμη, τον έλιωσε και το λιωμένο κορμί του σφάδασε και ούρλιαξε από τη φωτιά που μαινόταν εντός του, από το πεινασμένο κρύο, που έκαιγε δίχως τέλος.

Загрузка...