15 Ξένοι και Φίλοι

Το φως του ήλιου, που χυνόταν στο στενό κρεβάτι, έβγαλε τελικά τον Ραντ από τον βαθύ, μα ανήσυχο ύπνο του. Σκέπασε το κεφάλι με το μαξιλάρι του, αλλά το φως πάλι περνούσε και ο Ραντ δεν ήθελε να ξανακοιμηθεί. Το πρώτο όνειρο το είχαν ακολουθήσει πολλά ακόμη. Μόνο το πρώτο θυμόταν, αλλά δεν ήθελε κι άλλα.

Πέταξε αναστενάζοντας το μαξιλάρι κατά μέρος και ανασηκώθηκε, κάνοντας γκριμάτσες καθώς τεντωνόταν. Τα πονάκια, που νόμιζε πως είχαν φύγει με το μπάνιο, είχαν επιστρέψει. Κι επίσης, το κεφάλι του πονούσε. Αυτό δεν τον ξάφνιασε. Με τέτοιο όνειρο, ο καθένας θα πάθαινε πονοκέφαλο. Τα άλλα όνειρα είχαν ξεθωριάσει, μα όχι αυτό.

Τα υπόλοιπα κρεβάτια ήταν άδεια. Από το παράθυρο έπεφτε το φως αρκετά λοξά· ο ήλιος ήταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα. Αν ήταν στο αγρόκτημα, τέτοια ώρα θα είχε ήδη βάλει κάτι να φάει και θα είχε αρχίσει τις δουλειές του. Βγήκε από το κρεβάτι μουρμουρίζοντας θυμωμένα. Ολόκληρη πόλη για να δει και δεν τον είχαν ξυπνήσει. Τουλάχιστον κάποιος είχε φροντίσει να υπάρχει νερό στην κανάτα και μάλιστα ήταν ακόμα ζεστό.

Πλύθηκε και ντύθηκε γρήγορα, δίστασε για μια στιγμή μπροστά στο σπαθί του Ταμ. Ο Λαν και ο Θομ είχαν αφήσει στο δωμάτιο τα σακίδια από τις σέλες και τις κουβέρτες, φυσικά, αλλά το σπαθί του Πρόμαχου δεν φαινόταν πουθενά. Ο Λαν φορούσε το σπαθί του στο Πεδίο του Έμοντ πριν τις φασαρίες. Ο Ραντ σκέφτηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα του μεγαλύτερου του. Είπε στον εαυτό του πως δεν το έκανε επειδή συχνά ονειρευόταν να περπατήσει στους δρόμους μιας πραγματικής πόλης φορώντας σπαθί, το έβαλε στη ζώνη του και έριξε το μανδύα πάνω στους ώμους του, σαν πανωφόρι.

Κατέβηκε τα σκαλοπάτια δύο-δύο και πήγε βιαστικά στην κουζίνα. Σίγουρα εκεί θα έτρωγε πιο γρήγορα μια μπουκιά φαγητό και ήδη είχε σπαταλήσει άδικα αρκετό χρόνο τη μόνη μέρα που θα είχε για να δει το Μπάερλον. Μα το αίμα και τις στάχτες, έπρεπε να με ξυπνήσουν.

Ο αφέντης Φιτς ήταν στην κουζίνα και τσακωνόταν με μια παχουλή γυναίκα, της οποίας τα χέρια ήταν αλευρωμένα ως τους αγκώνες, προφανώς τη μαγείρισσα. Ή, μάλλον, εκείνη τσακωνόταν μαζί του, κουνώντας το δάχτυλό της κάτω από τη μύτη του. Οι σερβιτόρες και οι λαντζιέρισσες, οι βοηθοί σερβιτόροι και οι ψήστες, όλοι δούλευαν τρέχοντας, αγνοώντας επιμελώς αυτό που συνέβαινε μπροστά τους.

“... είναι καλός γάτος ο Κίρι μου”, έλεγε η μαγείρισσα με έντονο ύφος, “και δεν θέλω κουβέντα, άκουσες; Μου γκρινιάζεις επειδή κάνει τη δουλειά του καλά, έτσι το βλέπω εγώ”.

“Μου διαμαρτυρήθηκαν”, κατόρθωσε να πει επιτέλους ο αφέντης Φιτς. “Διαμαρτυρήθηκαν, κυρά. Οι μισοί καλεσμένοι—”

“Δεν ακούω τίποτα. Δεν θέλω ν’ ακούσω. Αν θέλουν να διαμαρτυρηθούν για το γάτο μου, ας μαγειρέψουν αυτοί. Εγώ κι ο καημένος ο γερο-γάτος μου, που κάνει μόνο τη δουλειά του, θα πάμε κάπου που να μας καταλαβαίνουν, θα δεις εσύ”. Έλυσε την ποδιά της και έκανε να τη βγάλει, υψώνοντας την πάνω από το κεφάλι της.

“Όχι!” είπε με ψιλή φωνή ο αφέντης Φιτς και όρμηξε να τη σταματήσει. Χόρεψαν κάνοντας κύκλο, καθώς η μαγείρισσα προσπαθούσε να βγάλει την ποδιά της και ο πανδοχέας να της την ξαναφορέσει. “Όχι, Σάρα!” της είπε λαχανιασμένος. “Δεν υπάρχει λόγος να φύγεις. Δεν υπάρχει λόγος, σου λέω! Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Ο Κίρι είναι θαυμάσιος γάτος. Υπέροχος γάτος. Είναι ο καλύτερος γάτος στο Μπάερλον. Αν παραπονεθεί άλλος, θα του πω ότι πρέπει να είναι ευγνώμων που ο γάτος κάνει τη δουλειά του. Ναι, ευγνώμων. Μην φεύγεις. Σάρα; Σάρα!”

Η μαγείρισσα σταμάτησε το χορό τους και κατάφερε να τραβήξει την ποδιά της από τα χέρια του. “Εντάξει, λοιπόν. Εντάξει”. Έσφιξε την ποδιά και με τα δύο χέρια, αλλά δεν την ξανάδεσε. “Αλλά, αν θέλεις να υπάρχει έτοιμο φαΐ το μεσημέρι, φεύγα και άσε με να δουλέψω. Μπορεί το πανδοχείο να είναι δικό σου, αλλά η κουζίνα είναι δική μου. Εκτός αν θέλεις να μαγειρέψεις εσύ;” Έκανε να του δώσει την ποδιά.

Ο αφέντης Φιτς οπισθοχώρησε απλώνοντας τα χέρια. Άνοιξε το στόμα, έπειτα σταμάτησε, κοιτάζοντας για πρώτη φορά γύρω του. Οι βοηθοί στην κουζίνα ακόμη αγνοούσαν επιμελώς τη μαγείρισσα και τον πανδοχέα και ο Ραντ άρχισε να ερευνά εξονυχιστικά τις τσέπες του παλτού του, μολονότι, αν εξαιρούσες το νόμισμα που του είχε δώσει η Μουαραίν, δεν υπήρχε τίποτα εκεί, παρά μόνο μερικά χάλκινα και μια χούφτα ψιλολόγια. Ο σουγιάς του και η ακονόπετρά του. Δύο επιπλέον χορδές τόξου και ένας σπάγκος, που ίσως του φαινόταν χρήσιμος.

“Σάρα”, είπε ο αφέντης Φιτς προσέχοντας τα λόγια του, “είμαι βέβαιος πως θα τα κάνεις όλα τέλεια, όπως συνήθως”. Έριξε μια τελευταία καχύποπτη ματιά στους βοηθούς της κουζίνας και έφυγε, με όση αξιοπρέπεια του απέμενε.

Η Σάρα περίμενε να φύγει, πριν ξαναδέσει την ποδιά της κι έπειτα στύλωσε το βλέμμα της στον Ραντ. “Θα θες να φας, ε; Έλα, λοιπόν”. Του έριξε ένα σύντομο χαμόγελο. “Δεν τρώω ανθρώπους, μη νομίζεις, ό,τι και να είδες τώρα, που κακώς το είδες. Σίελ, φέρε στο παλικαράκι λίγο ψωμί και τυρί και γάλα. Μόνο αυτά έχουμε τώρα. Κάθισε, παλικάρι μου. Οι φίλοι σου βγήκαν έξω, μόνο ένας έμεινε, που άκουσα ότι είναι αδιάθετος και θα θες κι εσύ να βγεις”.

Μια σερβιτόρα έφερε ένα δίσκο τη στιγμή που ο Ραντ καθόταν στο τραπέζι. Αρχισε να τρώει και η μαγείρισσα συνέχισε να ζυμώνει ψωμί, όμως είχε να του πει κι άλλα.

“Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό που είδες τώρα δα. Ο αφέντης Φιτς είναι καλός άνθρωπος, έστω κι αν εσείς οι άντρες είστε πάντα μπελάς. Του έδωσαν στα νεύρα τα παράπονα του κόσμου και πες μου, γιατί παραπονιούνται; Θα προτιμούσαν να βρουν ζωντανά ποντίκια, αντί για ψόφια; Αν και ο Κίρι δεν συνηθίζει να αφήνει έτσι τα κατορθώματα του. Και πάνω από δώδεκα ποντίκια; Ο Κίρι δεν θα άφηνε να μπουν τόσα στο πανδοχείο. Είναι καθαρό μέρος, όχι από κείνα που έχουν τέτοιο μπελά. Και οι ράχες τους ήταν τσακισμένες”.

Το ψωμί και το τυρί πήραν γεύση στάχτης στο στόμα του Ραντ. “Οι ράχες τους ήταν σπασμένες;”

Η μαγείρισσα κούνησε το χέρι της, που ήταν σκεπασμένο με αλεύρι. “Να σκέφτεσαι τα ωραία πράγματα, έτσι το βλέπω εγώ. Μας ήρθε Βάρδος, ξέρεις. Αυτή τη στιγμή είναι στην κοινή αίθουσα. Αλλά ήρθες μαζί του, ε; Είσαι από την παρέα που ήρθε με την κυρά Αλυς χτες το βράδυ. Καλά το κατάλαβα. Δεν θα προλάβω να δω τον Βάρδο, έτσι νομίζω, με το πανδοχείο γεμάτο και μάλιστα γεμάτο αποβράσματα από τα ορυχεία”. Χτύπησε με δύναμη τη ζύμη. “Συνήθως δεν αφήνουμε να μπει τέτοιος κόσμος, αλλά ξεχείλισαν την πόλη. Τι να πω, έχει και χειρότερους. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω να δω Βάρδο από πριν από το χειμώνα και...”

Ο Ραντ έτρωγε μηχανικά, χωρίς να γεύεται τίποτα, χωρίς να ακούει τα λόγια της μαγείρισσας. Ψόφια ποντίκια, με τις ράχες σπασμένες. Απόφαγε βιαστικά, ψέλλισε ένα ευχαριστώ και έτρεξε έξω. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον.

Με εξαίρεση το σκοπό τους, η κοινή αίθουσα του Ελαφιού και του Λιονταριού δεν είχε πολλά κοινά με την αντίστοιχή της στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Ήταν διπλή στο φάρδος και τριπλή στο μήκος και στους τοίχους ήταν ζωγραφισμένες πολύχρωμες εικόνες από ολοστόλιστα κτίρια, με κήπους γεμάτους ψηλά δέντρα και λαμπερά λουλούδια. Αντί για ένα πελώριο τζάκι, υπήρχε ένα κανονικό σε κάθε τοίχο και δεκάδες τραπέζια έκρυβαν το πάτωμα, με όλες τις καρέκλες, τους πάγκους και τα σκαμνιά πιασμένα.

Όλοι οι θαμώνες του πλήθους είχαν πίπες στο στόμα και ποτήρια στα χέρια κι έγερναν μπροστά, με την προσοχή τους καθηλωμένη σε ένα πράγμα: τον Θομ, που στεκόταν πάνω σε ένα τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, με τον πολύχρωμο μανδύα του πεταμένο σε μια κοντινή καρέκλα. Ακόμα και ο αφέντης Φιτς είχε μαρμαρώσει, κρατώντας ένα ασημένιο κύπελλο και ένα ξεσκονόπανο.

“...αργυρές οπλές, που ποδοβολούν το χώμα και καμαρωτοί, υψωμένοι λαιμοί”, απήγγειλε ο Θομ, ενώ, με κάποιον τρόπο, κατάφερνε, όχι μόνο να ιππεύει άλογο, αλλά και να είναι ένας από μια μακρά πομπή αναβατών. “Μεταξωτές χαίτες ανεμίζουν, καθώς τα άλογα τινάζουν τα κεφάλια. Χίλια πεταρίστά λάβαρα μαστιγώνουν με ουράνια τόξα τον ατέλειωτο ουρανό. Εκατό χαλκόφωνες τρομπέτες σχίζουν τον αέρα και τα τύμπανα χτυπούν σαν κεραυνοί. Σαν το ένα κύμα μετά το άλλο ξεπηδούν οι ζητωκραυγές από τις χιλιάδες των θεατών, κυλούν πάνω από τις στέγες και τους πύργους του Ίλιαν και σκάνε, χωρίς να ακουστούν, στα χιλιάδες αυτιά των καβαλάρηδων, των οποίων τα μάτια και οι καρδιές λάμπουν από την ιερή αναζήτηση τους. Το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος ξεκινά, οι κυνηγοί αναζητούν το Κέρας του Βαλίρ που θα καλέσει τους ήρωες των Εποχών από τον τάφο, να δώσουν μάχη για το Φως...”

Ήταν ο Απλός Ρυθμός, όπως τον ονόμαζε ο Βάρδος τα βράδια δίπλα στη φωτιά, καθώς ταξίδευαν προς το βορρά. Οι ιστορίες, τους είχε πει, λέγονται με τρεις φωνές, τον Υψηλό Ρυθμό, τον Απλό Ρυθμό και το Συνήθη, κάτι που σήμαινε, απλώς, ότι τις έλεγες όπως θα μιλούσες στο γείτονα για τα σπαρτά σου. Ο Θομ έλεγε ιστορίες στον Συνήθη, αλλά δεν έκρυβε την περιφρόνηση του γι’ αυτή τη φωνή.

Ο Ραντ έκλεισε την πόρτα χωρίς να μπει μέσα και έγειρε στον τοίχο. Δεν θα άκουγε συμβουλές από τον Θομ. Η Μουαραίν — αυτή, άραγε, τι θα έκανε αν το μάθαινε;

Κατάλαβε πως αυτοί που τον προσπερνούσαν τον κοίταζαν παράξενα και συνειδητοποίησε πως μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του. Έστρωσε το παλτό του και ανασηκώθηκε. Έπρεπε να μιλήσει με κάποιον. Η μαγείρισσα είχε πει πως άλλος ένας από την ομάδα είχε μείνει μέσα. Βίασε τον εαυτό του να μην πάει τρέχοντας.

Χτύπησε την πόρτα του δωματίου που είχαν κοιμηθεί τα άλλα αγόρια και έχωσε το κεφάλι του μέσα. Μόνο ο Πέριν ήταν εκεί, ξαπλωμένος, χωρίς να έχει ντυθεί ακόμα. Έστριψε το κεφάλι στο μαξιλάρι για να κοιτάξει τον Ραντ, έπειτα ξανάκλεισε τα μάτια. Το τόξο και η φαρέτρα του Ματ ήταν ακουμπισμένα σε μια γωνιά.

“Άκουσα ότι δεν είσαι καλά”, είπε ο Ραντ. Μπήκε και κάθισε στο διπλανό κρεβάτι. “Ήθελα να μιλήσω. Αν...” Κατάλαβε ότι δεν ήξερε πώς θίξει το ζήτημα. “Αν είσαι άρρωστος”, είπε και μισοσηκώθηκε, “ίσως είναι καλύτερα να κοιμηθείς. Μπορώ να φύγω”.

“Δεν ξέρω αν θα ξανακοιμηθώ ποτέ”, είπε ο Πέριν αναστενάζοντας. “Αν θες να μάθεις, είδα ένα άσχημο όνειρο και ύστερα δεν μ’ έπιανε ο ύπνος. Ο Ματ θα στα πει με το νι και με το σίγμα. Γέλασε το πρωί, όταν του είπα ότι ήμουν κουρασμένος και δεν θα έβγαινα μαζί του, αλλά κι αυτός είδε όνειρα. Σχεδόν όλη νύχτα τον άκουγα που στριφογυρνούσε στο κρεβάτι και μουρμούριζε, μη μου πεις λοιπόν ότι κοιμήθηκε μια χαρά”. Έκρυψε τα μάτια με τους ογκώδεις πήχεις του. “Φως μου, είμαι τόσο κουρασμένος. Ισως, αν ξαπλώσω εδώ κανά-δυο ώρες, να μπορέσω μετά να σηκωθώ. Ο Ματ θα με δουλεύει μια ζωή, αν χάσω το Μπάερλον επειδή είδα ένα όνειρο”.

Ο Ραντ ξανακάθισε αργά στο κρεβάτι. Έγλειψε τα χείλη, ύστερα είπε γοργά, “Κάποιος σκότωσε έναν ποντικό;”

Ο Πέριν χαμήλωσε τα χέρια και τον κοίταξε. “Κι εσύ;” είπε τελικά. Όταν ο Ραντ ένευσε, του είπε, “Μακάρι να ήμουν στο χωριό. Μου είπε... είπε... Τι θα κάνουμε; Το είπες στη Μουαραίν;”

“Όχι. Ακόμα. Μπορεί να μην το πω. Δεν ξέρω. Εσύ;”

“Εκείνος είπε... Μα το αίμα και τις στάχτες, Ραντ, δεν ξέρω”. Ο Πέριν μισοσηκώθηκε απότομα με στήριγμα τον αγκώνα του. “Αες να είδε το ίδιο όνειρο και ο Ματ; Γέλασε, αλλά το γέλιο δεν φαινόταν αληθινό και πήρε μια παράξενη έκφραση, όταν του είπα ότι ένα όνειρο δεν με άφηνε να κοιμηθώ”.

“Μπορεί και να είδε”, είπε ο Ραντ, Ένιωθε τύψεις, επειδή τον είχε ανακουφίσει το ότι δεν ήταν ο μόνος. “Θα ζητούσα τη συμβουλή του Θομ. Έχει δει πολλά σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν... δεν πιστεύω να νομίζεις ότι πρέπει να το πούμε στη Μουαραίν, ε;”

Ο Πέριν έπεσε πάλι στο μαξιλάρι. “Έχεις ακούσει τις ιστορίες για τις Άες Σεντάι. Νομίζεις ότι μπορούμε να εμπιστευθούμε τον Θομ; Αν υπάρχει κάποιος που να μπορούμε να τον εμπιστευθούμε. Ραντ, αν βγούμε ζωντανοί απ’ όλα αυτά, αν γυρίσουμε ποτέ σπίτι κι αν μ’ ακούσεις ποτέ να λέω ότι θα φύγω από το Πεδίο του Έμοντ, έστω και για να πάω στο Λόφο της Βίγλας, να με κλωτσήσεις. Εντάξει;”

“Δεν είναι κουβέντες αυτές”, είπε ο Ραντ. Φόρεσε ένα χαμόγελο στα χείλη του, όσο πιο κεφάτο μπορούσε. “Φυσικά και θα γυρίσουμε σπίτι. Έλα, σήκω. Είμαστε σε πόλη και έχουμε μια ολόκληρη μέρα να τη δούμε. Πού είναι τα ρούχα σου;”

“Πήγαινε εσύ. Εγώ μόνο θέλω να ξαπλώσω λίγο”. Ο Πέριν ξανάκρυψε τα μάτια του. “Φύγε. Θα σε βρω σε κανά-δυο ώρες”.

“Δικό σου το χάσιμο”, είπε ο Ραντ καθώς σηκωνόταν. “Σκέψου τι θα χάσεις”. Κοντοστάθηκε στην πόρτα. “Το Μπάερλον. Πόσες φορές λέγαμε να δούμε κάποια μέρα το Μπάερλον;” Ο Πέριν έμεινε ξαπλωμένος με τα μάτια καλυμμένα και δεν είπε λέξη. Μετά από λίγο ο Ραντ βγήκε έξω και έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Βγαίνοντας στον διάδρομο έγειρε στον τοίχο και το χαμόγελό του ξεθώριασε. Το κεφάλι του ακόμα τον πονούσε· ήταν χειρότερα, αντί για καλύτερα. Ούτε κι αυτός είχε πολύ κέφι για το Μπάερλον, τουλάχιστον τώρα. Δεν είχε κέφι για τίποτα.

Μια καμαριέρα τον πλησίασε με τα χέρια γεμάτα σεντόνια και τον κοίταξε ανήσυχη. Πριν του μιλήσει, ο Ραντ προχώρησε πιο πέρα και φόρεσε το μανδύα του. Ο Θομ θα έκανε ώρες να τελειώσει από την κοινή αίθουσα. Δεν θα άλλαζε τίποτα, αν ο Ραντ, στο μεταξύ, έβλεπε ό,τι μπορούσε. Ίσως να έβρισκε τον Ματ, για να τον ρωτήσει αν ο Μπα’άλζαμον ήταν και στα δικά του όνειρα. Κατέβηκε τα σκαλιά, πιο αργά αυτή τη φορά, τρίβοντας τον κρόταφό του.

Τα σκαλιά κατέληγαν κοντά στην κουζίνα, έτσι πήρε εκείνο το δρόμο, χαιρέτησε τη Σάρα κάνοντας νόημα, αλλά βιάστηκε να συνεχίσει, όταν είδε ότι η μαγείρισσα ήταν έτοιμη να συνεχίσει τη συζήτηση από το σημείο που είχε σταματήσει πριν. Στην αυλή του στάβλου υπήρχε μόνο ο Ματς, που στεκόταν πλάι στην πόρτα του στάβλου και ένας σταβλίτης, που κουβαλούσε ένα σακί στον ώμο και το πήγαινε στο στάβλο. Ο Ραντ έκανε νόημα και στον Ματς, αλλά εκείνος του έριξε ένα απαίσιο βλέμμα και μπήκε μέσα. Ευχήθηκε οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης να έμοιαζαν πιο πολύ με ι η Σάρα παρά με τον Ματς. Έτοιμος να δει πώς ήταν μια πόλη, τάχυνε το βήμα.

Στις ανοιχτές πύλες του στάβλου σταμάτησε και στάθηκε κοιτάζοντας. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ανθρώπους, που στριμώχνονταν σαν πρόβατα στο μαντρί, κουκουλωμένοι με μανδύες και παλτά, φορώντας τα καπέλα χαμηλά για να προφυλαχτούν από το κρύο. Διασταυρώνονταν, πλέκοντας τα μονοπάτια τους με γοργό βήμα, σαν να τους παράσερνε ο άνεμος που σφύριζε στις στέγες και περνούσαν ο ένας δίπλα από τον άλλον δίχως λέξη, δίχως ματιά. Όλοι ξένοι, σκέφτηκε ο Ραντ. Κανένας δεν ξέρει τον άλλον.

Και οι μυρωδιές, επίσης, ήταν παράξενες, δριμείες και ξινές και γλυκιές, ανάκατες σε ένα σύμφυρμα που τον έκανε να τρίψει τη μύτη του. Ακόμα και στο αποκορύφωμα της Γιορτής, δεν είχε δει ποτέ τόσους ανθρώπους τον έναν πάνω στον άλλο. Ούτε τους μισούς απ’ αυτούς. Και αυτός δεν ήταν παρά ένας μόνο δρόμος. Ο αφέντης Φιτς και η μαγείρισσα είχαν πει πως όλη η πόλη ήταν γεμάτη. Όλη η πόλη... έτσι;

Οπισθοχώρησε αργά από την πύλη, μακριά από το δρόμο που ξεχείλιζε κόσμο. Πραγματικά, δεν ήταν σωστό να φύγει και να αφήσει τον Πέριν μόνο του στο κρεβάτι. Κι αν ο Θομ τελείωνε τις ιστορίες του όσο ο Ραντ έλειπε στην πόλη; Ο Βάρδος ίσως έβγαινε μόνος του και ο Ραντ ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Πολύ καλύτερα θα ήταν αν περίμενε λιγουλάκι. Ανάσανε ανακουφισμένος, όταν έστριψε την πλάτη στο μελίσσι του δρόμου.

Εξαιτίας του πονοκεφάλου του, όμως, δεν του πολυάρεσε η ιδέα ότι θα ξαναπήγαινε στο πανδοχείο. Κάθισε σε ένα βαρέλι, που το είχαν στήσει όρθιο στον τοίχο του πανδοχείου και έλπισε ότι ο κρύος αέρας θα έκανε καλό στο κεφάλι του.

Ο Ματς ερχόταν που και που στην πόρτα για να τον κοιτάξει και ο Ραντ ένιωθε το αποδοκιμαστικό βλέμμα του τύπου, ακόμα και από τόση απόσταση. Αραγε, αυτός ο άνθρωπος αντιπαθούσε μόνο τους χωρικούς; Ή μήπως ένιωθε ντροπή, που ο Φιτς τους είχε καλωσορίσει την προηγούμενη νύχτα, ενώ αυτός ήθελε να τους διώξει, επειδή είχαν έρθει από την πίσω είσοδο; Μπορεί να είναι Σκοτεινόφιλος, σκέφτηκε, νομίζοντας πως θα γελούσε πνιχτά μ’ αυτή την ιδέα, αλλά δεν του φάνηκε αστεία. Δεν είχαν μείνει πολλά που να φαίνονται αστεία.

“Ένας βοσκός που έχει σπαθί με το σήμα του ερωδιού”, είπε μια χαμηλή γυναικεία φωνή. “Μετά απ’ αυτό, ό,τι και να ακούσω θα το πιστέψω. Πού έμπλεξες, χωριατάκι;”

Ο Ραντ, ξαφνιασμένος, τινάχτηκε όρθιος. Ήταν η κοπέλα με τα κοντοκομμένα μαλλιά, που είχε δει μαζί με τη Μουαραίν όταν είχε βγει από το μπάνιο και ήταν ακόμα ντυμένη με αγορίστικο παλτό και παντελόνι. Σκέφτηκε, βλέποντας την, πως ήταν μερικά μόνο χρόνια μεγαλύτερη του, με μαύρα μάτια, ακόμα πιο μεγάλα από της Εγκουέν και ασυνήθιστα έντονο βλέμμα.

“Εσύ δεν είσαι ο Ραντ;” συνέχισε. “Το όνομά μου είναι Μιν”.

“Δεν έμπλεξα”, της είπε. Δεν ήξερε τι της είχε πει η Μουαραίν, αλλά θυμόταν τον Λαν, που τους είχε προτρέψει να μην τραβήξουν την προσοχή. “Γιατί νομίζεις ότι έμπλεξα; Οι Δύο Ποταμοί είναι ήσυχο μέρος κι εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι. Δεν είναι μέρος για φασαρίες, εκτός αν έχουν να κάνουν με τα σπαρτά, ή τα πρόβατα”.

“Ήσυχοι;” είπε η Μιν μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. “Άκουσα ανθρώπους να μιλούν για σας από τους Δύο Ποταμούς. Άκουσα να λένε αστεία για τους βοσκούς, που είναι ζωντόβολα, λένε, κι έπειτα άκουσα ανθρώπους που στ’ αλήθεια έχουν περάσει από τα χωριά”.

“Ζωντόβολα;” είπε ο Ραντ, σμίγοντας τα φρύδια. “Τι αστεία;”

“Όσοι ξέρουν”, συνέχισε εκείνη, σαν να μην της είχε μιλήσει, “λένε ότι πάτε κι έρχεστε όλο χαμόγελα κι ευγένεια, ταπεινοί και μαλακοί σαν βούτυρο. Στην επιφάνεια. Από κάτω, λένε, είστε σκληροί, σαν γέρικες ρίζες βαλανιδιάς. Αν σκαλίσεις πολύ, λένε, θα βρεις βράχο. Αλλά ο βράχος δεν είναι βαθιά θαμμένος σε σένα, ούτε στους φίλους σου. Σαν να πέρασε θύελλα και έξυσε τα επιφανειακά στρώματα. Η Μουαραίν δεν μου είπε τα πάντα, αλλά εγώ ξέρω τι βλέπω”.

Γέρικες ρίζες βαλανιδιάς; Βράχος; Δεν ήταν κάτι που θα έλεγαν οι έμποροι, ή οι άνθρωποι τους. Τα τελευταία λόγια της, όμως, τον έκαναν να αναπηδήσει.

Κοίταξε γύρω του γοργά· ο στάβλος ήταν άδειος και τα πιο κοντινά παράθυρα ήταν κλειστά. “Δεν ξέρω κανέναν που να ονομάζεται — πώς το είπες;”

“Κυρά Άλυς, τότε, αν το προτιμάς”, είπε η Μιν με εύθυμη έκφραση, που έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν. “Δεν είναι κανείς κοντά που να ακούει”

“Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η κυρά Άλυς έχει κι άλλο όνομα;”

“Επειδή μου το είπε”, απάντησε η Μιν, τόσο υπομονετικά που ο Ραντ κοκκίνισε ξανά. “Όχι ότι μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, θα έλεγα. Είδα ότι ήταν... διαφορετική... μόλις την αντίκρισα. Όταν σταμάτησε εδώ την άλλη φορά, στο δρόμο της για τα χωριά. Ήξερε για μένα. Έχω μιλήσει και με... άλλα άτομα σαν αυτήν”.

“Είδες;” είπε ο Ραντ.

“Ε, δεν φαντάζομαι να τρέξεις να το προφτάσεις στα Τέκνα. Ειδικά με τέτοια παρέα που ταξιδεύεις. Οι Λευκομανδίτες βλέπουν με μισό μάτι κι αυτά που κάνω εγώ κι αυτά που κάνει εκείνη”.

“Δεν καταλαβαίνω”.

“Λέει ότι βλέπω μέρη του Σχήματος”. Η Μιν άφησε ένα γελάκι και κούνησε το κεφάλι. “Εμένα αυτό μου ακούγεται πολύ βαρύ. Απλώς βλέπω πράγματα όταν κοιτάζω τους ανθρώπους και μερικές φορές ξέρω τι εννοούν. Κοιτάζω έναν άντρα και μια γυναίκα, που δεν γνωρίζονται καν, και καταλαβαίνω ότι θα παντρευτούν. Και παντρεύονται. Τέτοια πράγματα. Ήθελε να σας δω. Όλους μαζί”.

Ο Ραντ ανατρίχιασε. “Και τι είδες;”

“Όταν είστε όλοι μαζί ομάδα; Σπίθες στροβιλίζονται ολόγυρά σας, χιλιάδες, και μια μεγάλη σκιά, σκοτεινότερη από τα βάθη της νύχτας. Είναι τόσο δυνατή, που απορώ γιατί δεν τη βλέπουν όλοι. Οι σπίθες προσπαθούν να γεμίσουν τη σκιά και η σκιά προσπαθεί να καταπιεί τις σπίθες”. Σήκωσε τους ώμους. “Είστε ενωμένοι για κάτι επικίνδυνο, αλλά δεν διακρίνω τίποτα άλλο”.

“Όλοι μας;” μουρμούρισε ο Ραντ. “Και η Εγκουέν μαζί; Αλλά δεν κυνηγούσαν — θέλω να πω —”

Η Μιν δεν έδειξε να προσέχει αυτό που του είχε ξεφύγει. “Η κοπέλα; Είναι κι αυτή μέσα. Και ο Βάρδος. Όλοι σας. Είσαι ερωτευμένος μαζί της”. Εκείνος την κοίταξε. “Το καταλαβαίνω χωρίς να δω εικόνες. Σ’ αγαπά κι αυτή, αλλά δεν είναι για σένα, ούτε εσύ γι’ αυτήν. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θέλετε”.

“Τι πάει να πει αυτό;”

“Όταν την κοιτάζω, βλέπω το ίδιο που βλέπω στην... κυρά Αλυς. Κι άλλα πράγματα, πράγματα που δεν καταλαβαίνω, αλλά ξέρω τι σημαίνει αυτό. Δεν θα το αρνηθεί”.

“Όλα αυτά είναι βλακείες”, είπε αμήχανα ο Ραντ. Σιγά-σιγά, αντί για πονοκέφαλο ένιωθε το κεφάλι του να μουδιάζει. Ήθελε να ξεφύγει απ’ αυτή την κοπέλα και τα πράγματα που έβλεπε. Αλλά όμως... “Τι βλέπεις ότι κοιτάζεις... εμάς τους άλλους;”

“Πολλά και διάφορα”, είπε η Μιν, χαμογελώντας, σαν να ήξερε τι ήθελε να τη ρωτήσει. “Ο Φρου... ε... ο αφέντης Άτρα έχει εφτά ερειπωμένους πύργους γύρω από το κεφάλι του κι ένα μωρό, που κρατά σπαθί μέσα σε κούνια και...” Κούνησε το κεφάλι της. “Άνδρες σαν αυτόν —μπορείς να το καταλάβεις- έχουν πάντα τόσες εικόνες, που σπρώχνουν η μια την άλλη. Οι πιο δυνατές εικόνες γύρω από τον Βάρδο είναι ένας άνδρας —όχι αυτός- που παίζει με τη φωτιά και ο Λευκός Πύργος κι αυτό δεν έχει νόημα, αφού μιλάμε για άνδρα. Οι πιο δυνατές εικόνες που βλέπω, σε κείνον τον μεγαλόσωμο με τα σγουρά μαλλιά, είναι ένας λύκος, ένα σπασμένο σπαθί και δέντρα που ανθίζουν ολόγυρα του. Και στον άλλο — έναν κόκκινο αετό, ένα μάτι σε ζυγαριά, ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι, ένα κέρας και ένα γελαστό πρόσωπο. Υπάρχουν κι άλλα, όμως καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αυτή τη φορά δεν βγάζω άκρη πουθενά”. Τον περίμενε, χαμογελώντας πλατιά, ώσπου αυτός έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και τη ρώτησε.

“Και σε μένα;”

Το χαμόγελό της έδειχνε πως ήταν έτοιμη να γελάσει δυνατά. “Τα ίδια με τους υπόλοιπους. Ένα σπαθί που δεν είναι σπαθί, ένα χρυσό δάφνινο στεφάνι, ένα ραβδί ζητιάνου, εσένα που χύνεις νερό στην άμμο, ένα ματωμένο χέρι και ένα λευκοπυρωμένο σίδερο, τρεις γυναίκες να στέκονται σε επικήδειο βάθρο, με σένα πάνω του, ένας μαύρος βράχος, που τον βρέχει το αίμα—”

“Εντάξει”, την έκοψε νιώθοντας ταραχή. “Μην τα αραδιάσεις όλα”.

“Κυρίως βλέπω αστραπές τριγύρω σου, μερικές σε χτυπούν, μερικές βγαίνουν από μέσα σου. Δεν ξέρω τι σημαίνουν αυτά, αλλά μόνο τούτο. Εσύ κι εγώ θα ανταμώσουμε ξανά”. Του έριξε ένα απορημένο βλέμμα, σαν να μην το καταλάβαινε ούτε αυτό.

“Γιατί να μην ξανανταμώσουμε;” της είπε. “Γυρνώντας στο σπίτι, θα περάσω από δω”.

“Έτσι φαντάζομαι”. Ξαφνικά το χαμόγελο της εμφανίστηκε πάλι, ειρωνικό και μυστηριώδες. Του χάιδεψε το μάγουλο. “Αλλά, αν σου έλεγα ό,τι βλέπω, τα μαλλιά σου θα γίνονταν σγουρά, σαν του φίλου σου με τις φαρδιές πλάτες”

Εκείνος τινάχτηκε, διώχνοντας το χέρι της σαν να ήταν καυτό. “Τι εννοείς; Είδες τίποτα για αρουραίους; Ή για όνειρα;”

“Αρουραίους! Όχι, όχι αρουραίους. Όσο για τα όνειρα, μπορεί για σένα να είναι όνειρα, αλλά για μένα όχι”.

Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ήταν τρελή, έτσι που χαμογελούσε πλατιά. “Πρέπει να φύγω”, είπε, κάνοντας να την προσπεράσει. “Πρέπει... πρέπει να βρω τους φίλους μου”.

“Πήγαινε, λοιπόν. Αλλά δεν ξεφεύγεις έτσι”.

Ο Ραντ μπορεί να μην το έβαλε στα πόδια, αλλά κάθε βήμα που έκανε ήταν πιο γρήγορο από το προηγούμενο.

“Τρέξε αν θες”, του φώναξε από πίσω. “Από μένα δεν ξεφεύγεις”.

Το γέλιο της τον κυνήγησε στην αυλή του στάβλου και στο δρόμο, στην ανθρωποπλημμύρα. Τα τελευταία λόγια της έμοιαζαν με κείνο που είχε πει Μπα’άλζαμον. Καθώς προχωρούσε βιαστικά στο πλήθος έπεσε πάνω σε ανθρώπους που του πέταξαν βαριές κουβέντες και άγριες ματιές, αλλά δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν βρέθηκε μακριά από το πανδοχείο.

Μετά από λίγη ώρα άρχισε πάλι να προσέχει γύρω του. Αισθανόταν ότι το κεφάλι του ήταν σαν μπαλόνι, αλλά κοίταζε και απολάμβανε το θέαμα. Του φάνηκε πως το Μπάερλον ήταν σπουδαία πόλη, αν και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι πόλεις στις ιστορίες του Θομ. Περιπλανήθηκε σε πλατιούς δρόμους, που οι περισσότεροι ήταν στρωμένοι με πλάκες και σε δαιδαλώδη στενάκια, όπου τον τραβούσαν η τύχη και οι κινήσεις του πλήθους. Τη νύχτα είχε πέσει βροχή και οι δρόμοι δίχως πλακόστρωτο ήταν γεμάτοι λάσπες, που τις είχαν ανακατέψει τα πόδια του πλήθους, αλλά, για τον Ραντ, οι λασπωμένοι δρόμοι δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Οι δρόμοι του Πεδίου του Έμοντ δεν ήταν πλακοστρωμένοι.

Δεν υπήρχαν παλάτια και λίγα σπίτια ήταν μεγαλύτερα από τα σπίτια στην πατρίδα του, όμως παντού υπήρχαν στέγες από λιθοκέραμα ή κεραμίδια, φινετσάτες, σαν τη στέγη του Πανδοχείου της Οινοπηγής. Υπέθετε πως στο Κάεμλυν θα υπήρχαν ένα-δυο παλάτια. Όσο για πανδοχεία, μέτρησε εννέα, κανένα μικρότερο από το Πανδοχείο της Οινοπηγής και τα περισσότερα μεγάλα, όσο το Ελάφι και το Λιοντάρι και υπήρχαν πολλοί δρόμοι που δεν τους είχε δει ακόμα.

Όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μαγαζιά με τέντες που προστάτευαν πάγκους με αγαθά, από ρούχα και βιβλία, μέχρι κατσαρολικά και μπότες. Σαν να είχαν ξεφορτώσει την πραμάτεια τους οι άμαξες εκατό πραματευτάδων. Το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει και κάποιες φορές τον έδιωξαν οι καχύποπτες ματιές που του έριχναν οι μαγαζάτορες. Δεν είχε καταλάβει τι νόημα είχε το βλέμμα του πρώτου που τον είχε κοιτάξει. Όταν το κατάλαβε θύμωσε, αλλά θυμήθηκε ότι ο ξένος εδώ ήταν αυτός. Και στο κάτω-κάτω δεν θα μπορούσε να αγοράσει πολλά. Ξαφνιάστηκε, βλέποντας πόσα χάλκινα έδιναν για να πάρουν μια ντουζίνα μήλα δίχως χρώμα, ή μια χούφτα ζαρωμένα γογγύλια, από κείνα που στους Δύο Ποταμούς θα κι τάιζαν στα άλογα, αλλά οι άνθρωποι φαίνονταν να πληρώνουν δίχως δεύτερη κουβέντα.

Και υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, απ’ όσο μπορούσε να υπολογίσει. Στην αρχή το πλήθος τους τον ζάλισε. Μερικοί φορούσαν ρούχα πολύ πιο καλοραμμένα από αυτά που υπήρχαν στους Δύο Ποταμούς —ωραία, σχεδόν σαν της Μουαραίν- και κάποιοι είχαν μακριά παλτά με γούνινη επένδυση, που τους έφταναν ως τον αστράγαλο. Οι μεταλλωρύχοι, για τους οποίους μιλούσαν όλοι στο πανδοχείο, είχαν την καμπουριασμένη όψη ανθρώπων που σέρνονταν κάτω από τη γη. Οι περισσότεροι, όμως, δεν έμοιαζαν διαφορετικοί από τους ανθρώπους με τους οποίους είχε μεγαλώσει, ούτε στα ρούχα, ούτε στο πρόσωπο. Περίμενε ότι κάποιες διαφορές θα είχαν. Αντίθετα, μερικοί είχαν τόσο έντονη την κοψιά των Δύο Ποταμών στο πρόσωπό τους, που θα μπορούσε να φανταστεί πως ανήκαν σε κάποια από τις οικογένειες που ήξερε στο Πεδίο του Έμοντ. Ένας ξεδοντιασμένος, γκριζομάλλης τύπος με αυτιά σαν χερούλια κανάτας, που καθόταν σε έναν πάγκο έξω από ένα πανδοχείο και ατένιζε περίλυπος ένα άδειο κύπελλο, θα μπορούσε να είναι πρώτος ξάδερφος του Μπίλι Κόνγκαρ. Ο ράφτης με το χοντρό σαγόνι, που έραβε μπροστά στο μαγαζάκι του, θα μπορούσε να είναι αδερφός του Τζον Θέην — είχε ακόμα και τη φαλακρίτσα του στην κορυφή του κεφαλιού. Ένας άνδρας, που ήταν φτυστός ο Σάμελ Κρω, πέρασε ξυστά από τον Ραντ, καθώς έστριβε στη γωνία και...

Χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, κοίταξε έναν κοκαλιάρη ανθρωπάκο με μακριά χέρια, μεγάλη μύτη και ρούχα κουρελιασμένα, που έσπρωχνε βιαστικά το πλήθος. Τα μάτια του ήταν βουλιαγμένα και το βρώμικο πρόσωπό του αποστεωμένο, σαν να είχε περάσει μέρες νηστικός και άυπνος, αλλά ο Ραντ θα ορκιζόταν... Τότε ο κουρελής τον είδε και μαρμάρωσε επιτόπου, χωρίς να δίνει σημασία στους άλλους, που σχεδόν σκόνταφταν πάνω του. Τότε χάθηκε και η τελευταία αμφιβολία που είχε ο Ραντ.

“Αφέντη Φάιν!” φώναξε. “Όλοι σε είχαμε για—”

Ο πραματευτής ευθύς αμέσως το έβαλε στα πόδια, αλλά ο Ραντ έτρεξε στο κατόπι του, ζητώντας ταυτόχρονα συγνώμη από τους ανθρώπους που πατούσε. Ανάμεσα στο πλήθος διέκρινε τον Φάιν που χωνόταν σ’ ένα στενάκι και τον ακολούθησε.

Ο πραματευτής είχε κάνει μερικά βήματα στο στενό και είχε σταματήσει απότομα. Ένας ψηλός φράχτης το είχε κάνει αδιέξοδο. Όταν ο Ραντ σταμάτησε την ξέφρενη πορεία του, ο Φάιν γύρισε προς το μέρος του, μισόσκυψε επιφυλακτικά και οπισθοχώρησε. Κούνησε σαν παλαβός τα λερωμένα χέρια του για να μην τον πλησιάσει ο Ραντ. Το παλτό του είχε αρκετά σχισίματα και ο μανδύας του έδειχνε πολυφορεμένος και ξεφτισμένος, σαν να είχε αντιμετωπίσει σκληρότερη χρήση απ’ όσο αναμενόταν.

“Αφέντη Φάιν;” είπε διστακτικά ο Ραντ. “Τι συμβαίνει; Εγώ είμαι, ο Ραντ αλ’Θορ, από το Πεδίο του Έμοντ. Λέγαμε ότι σε πήραν οι Τρόλοκ”.

Ο Φάιν έκανε μια απότομη κίνηση και, μισοσκυμμένος ακόμα, έκανε μερικά πλάγια βήματα, σαν κάβουρας, προς την έξοδο του στενού. Δεν προσπάθησε να περάσει τον Ραντ, ούτε καν να τον πλησιάσει. “Μη!’ είπε βραχνά. Το κεφάλι του πηγαινοερχόταν συνεχώς, καθώς προσπαθούσε να δει ό,τι υπήρχε στο δρόμο πέρα από τον Ραντ. “Μην λες κουβέντα” — η φωνή του έγινε ψίθυρος και έστριψε το κεφάλι αλλού, παρακολουθώντας τον Ραντ με βιαστικές, πλάγιες ματιές- “για εκείνους. Υπάρχουν Λευκομανδίτες στην πόλη”.

“Δεν έχουν λόγο να μας ενοχλήσουν”, είπε ο Ραντ. “Έλα μαζί μου στο Ελάφι και το Λιοντάρι. Μένω εκεί με κάτι φίλους. Τους πιο πολλούς τους ξέρεις. Θα χαρούν να σε δουν. Όλοι σε είχαμε για πεθαμένο”.

“Πεθαμένο;” είπε αγανακτισμένος ο πραματευτής. “Όχι ο Πάνταν Φάιν. Ο Πάνταν Φάιν ξέρει πού να στρίψει και πού να χωθεί”. Έσιαξε τα κουρέλια του, σαν να ήταν τα γιορτινά του ρούχα. “Πάντα έτσι ήταν και έτσι θα είναι. Θα ζήσω πολύ καιρό. Πιο πολύ από-” Ξαφνικά, το πρόσωπό του σφίχτηκε και τα χέρια του αρπάχτηκαν από το παλτό του. “Μου έκαψαν την άμαξα, όλα τα εμπορεύματά μου. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνουν, ε; Δεν μπορούσα να πάω στα άλογά μου. Τα άλογά μου, που όμως εκείνος ο χοντρόγερός, ο πανδοχέας, τα είχε κλειδωμένα στο στάβλο του. Έπρεπε να βιαστώ, για να μη μου κόψουν το λαιμό, και τι κέρδισα; Τα μόνα που μου απέμειναν είναι ό,τι έχω πάνω μου. Είναι σωστό αυτό λοιπόν; Για πες μου, είναι;”

“Τα άλογά σου είναι σώα κι ασφαλή στο στάβλο του αφέντη αλ’Βερ. Όποτε θέλεις μπορείς να τα πάρεις. Αν έρθεις στο πανδοχείο μαζί μου, είμαι σίγουρος πως η Μουαραίν θα σε βοηθήσει να γυρίσεις στους Δύο Ποταμούς”.

“Ααααα! Αυτή... αυτή δεν είναι η Άες Σεντάι;” Μια ανεξήγητη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο του Φάιν. “Ίσως, όμως...” Κοντοστάθηκε, γλείφοντας τα χείλη νευρικά. “Πόσο ακόμα θα είστε στο — Ποιο ήταν; Πώς το είπες; — το Ελάφι και το Λιοντάρι;”

“Φεύγουμε αύριο”, είπε ο Ραντ. “Αλλά τι έχει να κάνει αυτό με-;”

“Δεν έχεις ιδέα”, γκρίνιαξε ο Φάιν, “έτσι που στέκεσαι, με την κοιλιά γεμάτη, έχοντας κοιμηθεί ξεκούραστα όλη νύχτα σε μαλακό κρεβάτι. Εγώ δεν έκλεισα μάτι από κείνη τη νύχτα. Οι μπότες μου τρύπησαν από το τρέξιμο και όσο γι’ αυτά που αναγκάστηκα να φάω...” Έκανε μια γκριμάτσα. “Δεν θέλω να είμαι στην ίδια γειτονιά με μια Άες Σεντάι”, είπε, φτύνοντας τις τελευταίες λέξεις, “ούτε στην ίδια πόλη, αλλά ίσως αναγκαστώ. Δεν έχω επιλογή, ε; Η σκέψη ότι ρίχνει το βλέμμα της πάνω μου, ότι ξέρει πού είμαι...” Άπλωσε τα χέρια στον Ραντ, σαν να ήθελε να τον πιάσει από το παλτό, αλλά εκείνα σταμάτησαν τρέμοντας και μάλιστα έκανε ένα βήμα πίσω. “Ορκίσου μου, πως δεν θα της το πεις. Με τρομάζει. Δεν υπάρχει ανάγκη να της πεις, δεν υπάρχει λόγος να ξέρει, μια Άες Σεντάι, έστω καν ότι είμαι ζωντανός. Πρέπει να μου ορκιστείς. Πρέπει!”

“Ορκίζομαι”, είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. “Αλλά δεν υπάρχει λόγος να τη φοβάσαι. Έλα μαζί μου. Τουλάχιστον θα φας ένα πιάτο ζεστό φαΐ”.

“Ίσως. Ίσως”. Ο Φάιν έτριψε το σαγόνι του στοχαστικά. “Αύριο, είπες; Ως τότε... Δεν θα ξεχάσεις την υπόσχεση σου; Δεν θα την αφήσεις να...;”

“Δεν θα την αφήσω να σε πειράξει”, είπε ο Ραντ, ενώ αναρωτιόταν πώς θα εμπόδιζε μια Άες Σεντάι να κάνει ό,τι εκείνη ήθελε να κάνει.

“Δεν θα με πειράξει”, είπε ο Φάιν. ” Όχι. Δεν θα την αφήσω”. Σαν αστραπή, προσπέρασε τον Ραντ και χώθηκε στο πλήθος.

“Αφέντη Φάιν!” φώναξε ο Ραντ. “Στάσου!”

Βγήκε τρέχοντας από το στενό και μόλις πρόλαβε να δει ένα κουρελιασμένο παλτό να χάνεται στην άλλη γωνία. Φωνάζοντας, έτρεξε ξοπίσω του, έστριψε στη γωνία. Πρόλαβε μόνο να δει μια αντρική πλάτη, πριν πέσει πάνω της και πέσουν και οι δύο στη λάσπη.

“Δεν βλέπεις που πας;” ακούστηκε ένα μουρμουρητό από κάτω του και ο Ραντ σηκώθηκε έκπληκτος.

“Ματ;”

Ο Ματ ανακάθισε με μια δυσοίωνη ματιά και άρχισε να ξύνει με τα χέρια τη λάσπη από το μανδύα του. “Έγινες πρωτευουσιάνος. Κοιμάσαι ως αργά και πέφτεις πάνω στους άλλους”. Σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε τα λασπωμένα χέρια του, μουρμούρισε και τα σκούπισε με το μανδύα του. “Άκου, δεν θα μαντέψεις ποιον μου φάνηκε ότι είδα μόλις τώρα”.

“Τον Πάνταν Φάιν”, είπε ο Ραντ.

“Τον Πάνταν Φά — Πού το ήξερες;”

“Μιλούσα μαζί του, αλλά το έσκασε”.

“Άρα οι Τρό-” ο Ματ κοντοστάθηκε και κοίταξε ολόγυρα του επιφυλακτικά, αλλά το πλήθος περνούσε δίχως δεύτερη ματιά. Ο Ραντ χάρηκε που ο Ματ είχε μάθει να φυλάγεται λιγάκι. “Άρα δεν τον έπιασαν. Απορώ, γιατί έφυγε από το Πεδίο του Έμοντ έτσι, δίχως κουβέντα; Μάλλον τότε το ’βαλε στα πόδια και δεν σταμάτησε να τρέχει, παρά μόνο όταν βρέθηκε εδώ. Αλλά τώρα μόλις γιατί έτρεχε;”

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι και ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Ένιωσε ότι θα του έπεφτε. “Δεν ξέρω, αλλά φοβάται την ... την κυρά Άλυς”. Δεν ήταν εύκολο να μετράς τα λόγια σου. “Δεν θέλει να μάθει εκείνη ότι αυτός είναι εδώ. Μ’ έβαλε να του υποσχεθώ ότι δεν θα της το πω”.

“Είμαι τάφος”, είπε ο Ματ. “Μακάρι να μην ήξερε ούτε και για μένα που είμαι”.

“Ματ;” Τα κύματα του κόσμου περνούσαν χωρίς να τους προσέχει κανείς, αλλά ο Ραντ χαμήλωσε καλού-κακού τη φωνή του και έγειρε πιο κοντά του. “Ματ, μήπως είδες εφιάλτη χτες το βράδυ; Με έναν άνδρα που σκότωσε ένα ποντίκι;”

Ο Ματ τον κοίταξε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. “Κι εσύ;” είπε στο τέλος. “Το ίδιο κι ο Πέριν, φαντάζομαι. Παραλίγο θα τον ρωτούσα σήμερα το πρωί, αλλά... Πρέπει να είδε. Μα το αίμα και τις στάχτες! Τώρα κάποιος μας κάνει να βλέπουμε και όνειρα. Ραντ, μακάρι να μην ήξερε κανένας πού είμαι”.

“Σήμερα το πρωί όλο το πανδοχείο ήταν γεμάτο ψόφια ποντίκια”. Λέγοντάς το, δεν ένιωσε το φόβο που θα ένιωθε νωρίτερα. Δεν ένιωθε κάτι ιδιαίτερο. “Οι ράχες τους ήταν τσακισμένες”. Η φωνή του κουδούνισε στα αυτιά του. Αν τον έπιανε καμιά αρρώστια, θα έπρεπε να πάει στη Μουαραίν. Ένιωσε έκπληκτος, που ακόμα και η σκέψη πως θα χρησιμοποιούσαν πάνω του τη Μία Δύναμη δεν τον ενοχλούσε.

Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα, έστρωσε το μανδύα του και κοίταξε τριγύρω, σαν να έψαχνε πού να πάει “Τι πάθαμε, Ραντ; Τι;”

“Δεν ξέρω. Θα ζητήσω τη συμβουλή του Θομ. Για το αν θα πρέπει να πούμε... κάποιον άλλον”.

“Όχι! Όχι εκείνη. Εκείνον, ίσως, μα όχι αυτήν”.

Ο Ραντ αιφνιδιάστηκε με την ένταση της απάντησης του. “Τον πίστεψες λοιπόν;” Δεν χρειαζόταν να πει ποιον εννοούσε· η γκριμάτσα του Ματ έδειχνε πως είχε καταλάβει.

“Όχι”, είπε ο Ματ αργά. “Αλλά, ίσως, το ότι έρχεται στα όνειρά μας είναι αρκετό για... Δεν ξέρω”. Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. “Αν δεν της το πούμε, ίσως δούμε κι άλλα όνειρα. Είτε με ποντίκια, είτε χωρίς, τα όνειρα είναι προτιμότερα από... Θυμάσαι το πέραμα; Λέω να μην βγάλουμε τσιμουδιά”.

“Εντάξει”. Ο Ραντ θυμόταν το πέραμα —και την απειλή της Μουαραίν- αλλά με κάποιον τρόπο του φαινόταν ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. “Εντάξει”.

“Δεν πιστεύω να πει τίποτα ο Πέριν;” συνέχισε ο Ματ, χοροπηδώντας στις μύτες των ποδιών του. “Πρέπει να τον βρούμε. Αν της πει, εκείνη θα καταλάβει ότι τα βλέπουμε όλοι μας. Στοίχημα. ’Ελα”. Άνοιξε δρόμο στο πλήθος με ζωηρό βήμα.

Ο Ραντ στάθηκε εκεί, παρακολουθώντας τον με το βλέμμα, ώσπου ο Ματ γύρισε και τον άρπαξε. Όταν του έπιασε το μπράτσο, ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και ακολούθησε τον φίλο του.

“Τι έπαθες;” ρώτησε ο Ματ. “Θα πέσεις πάλι για ύπνο;”

“Νομίζω ότι κρυολόγησα”, είπε ο Ραντ. Το κεφάλι του ήταν βαρύ και το ένιωθε κούφιο.

“Φάε λίγη κοτόσουπα όταν γυρίσουμε στο ξενοδοχείο”, είπε ο Ματ. Καθώς γυρόφερναν τους στριμωγμένους δρόμους, δεν έβαλε τη γλώσσα του μέσα. Ο Ραντ έκανε τον κόπο να τον ακούει, ακόμα και να λέει κάτι φορές-φορές, αλλά ήταν κόπος. Δεν ήταν κουρασμένος· δεν ήθελε να κοιμηθεί. Απλώς αισθανόταν σαν να έπλεε. Μετά από λίγο, είπε στον Ματ για τη Μιν.

“Εγχειρίδιο με ρουμπίνι, ε;” είπε ο Ματ. “Αυτό μου άρεσε. Δεν ξέρω όμως τι είναι το μάτι. Είσαι σίγουρος ότι δεν τα έβγαζε από το νου της; Μου φαίνεται ότι, αν στ’ αλήθεια είναι μάντισσα, θα έπρεπε να ξέρει τι σημαίνουν”.

“Δεν είπε ότι είναι μάντισσα”, είπε ο Ραντ. “Πιστεύω ότι, όντως, βλέπει πράγματα. Αν θυμάσαι, η Μουαραίν της μιλούσε όταν βγαίναμε από το μπάνιο. Και ξέρει ποια είναι η Μουαραίν”.

Ο Ματ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. “Νόμιζα ότι δεν κάνει να λέμε αυτό το όνομα”.

“Όχι”, μουρμούρισε ο Ραντ. Έτριψε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια. Δεν μπορούσε καθόλου να συγκεντρωθεί.

“Μου φαίνεται ότι στ’ αλήθεια είσαι άρρωστος”, είπε ο Ματ, με τα φρύδια ακόμα σμιγμένα. Ξαφνικά, τράβηξε τον Ραντ από το μανίκι σταματώντας τον. “Κοίταξε τους”.

Τρεις άνδρες, με προστήθια και κωνικά ατσάλινα κράνη, τόσο γυαλισμένα που έλαμπαν σαν ασήμι, προχωρούσαν στο δρόμο πλησιάζοντας τον Ραντ και τον Ματ. Αστραφταν ακόμα και τα σιδηρόπλεχτα μανίκια τους. Οι μακριοί μανδύες τους, που ήταν κατάλευκοι και ένας χρυσός ήλιος τους στόλιζε στο αριστερό στήθος, σταματούσαν λίγο πιο πάνω από τη λάσπη και τις λιμνούλες του δρόμου. Τα χέρια τους ακουμπούσαν στις λαβές των σπαθιών τους και κοίταζαν γύρω τους, σαν να έβλεπαν πλάσματα που είχαν βγει σερνάμενα κάτω από σάπιο κούτσουρο. Κανένας όμως δεν τους αντιγύριζε το βλέμμα. Κανένας δεν φαινόταν καν να τους προσέχει. Πάντως, οι τρεις τους, δεν χρειαζόταν να σπρώξουν για να ανοίξουν δρόμο στο πλήθος· η ανθρωποθάλασσα χώριζε, τυχαία θαρρείς, δεξιά κι αριστερά από τους άνδρες με τους άσπρους μανδύες και τους άφηνε να περπατούν σε ένα άδειο χώρο, που προχωρούσε μαζί τους.

“Λες να είναι Τέκνα του Φωτός;” ρώτησε ο Ματ με δυνατή φωνή. Ένας περαστικός αγριοκοίταξε τον Ματ και ύστερα τάχυνε το βήμα του.

Ο Ραντ ένευσε. Τέκνα του Φωτός. Λευκομανδίτες. Άνδρες που μισούσαν τις Άες Σεντάι. Άνδρες που έλεγαν στον κόσμο πώς να ζει, που έβαζαν σε μπελάδες εκείνους που αρνούνταν να υπακούσουν. Αν και η λέξη “μπελάδες” δεν ήταν αρκετά βαριά για να περιγράψει καμένες φάρμες και άλλα χειρότερα. Θα έπρεπε να νιώθω φόβο, σκέφτηκε. Ή περιέργεια. Πάντως κάτι θα έπρεπε να νιώθει. Αντίθετα, τούς κοίταξε με απάθεια.

“Δεν μου γεμίζουν το μάτι”, είπε ο Ματ. “Σαν πολύ τον σπουδαίο κάνουν, ε;”

“Αυτοί δεν είναι τίποτα”, είπε ο Ραντ. “Στο πανδοχείο. Πρέπει να μιλήσουμε στον Πέριν”.

“Σαν τον Γιούαρντ Κόνγκαρ. Κι αυτός ψηλομύτης είναι”. Ξαφνικά, ο Ματ χαμογέλασε πλατιά και τα μάτια του έλαμψαν. “Θυμάσαι τότε που έπεσε από τη Γέφυρα των Κάρων και έπρεπε να γυρίσει σπίτι στάζοντας νερά; Για κάνα μήνα του είχαν κοπεί τα φτερά”.

“Αυτό τι έχει να κάνει με τον Πέριν;”

“Το βλέπεις εκείνο;” Ο Ματ έδειξε ένα κάρο που στηριζόταν στους ρυμούς του, σε ένα δρομάκι λίγο μπροστά από τα Τέκνα. Ένας και μοναδικός πάσσαλος συγκρατούσε μια ντουζίνα βαρέλια στην καρότσα. “Κοίτα”. Χώθηκε γελώντας στο μαγαζί ενός μαχαιροποιού στα αριστερά τους.

Ο Ραντ τον παρακολούθησε, ξέροντας ότι έπρεπε να κάνει κάτι. Αυτό το βλέμμα του Ματ πάντα σήμαινε ότι ετοίμαζε κάποιο κόλπο. Κατά παράξενο τρόπο, ένιωσε ότι ανυπομονούσε να δει τι θα έκανε ο Ματ. Κάτι του είπε ότι αυτό το συναίσθημα ήταν λάθος, ότι υπήρχε κίνδυνος, μα χαμογέλασε με προσμονή.

Μετά από λίγο ο Ματ εμφανίστηκε ψηλά πάνω του, βγαίνοντας ο μισός έξω από το παράθυρο της σοφίτας στην κεραμοσκεπή του μαγαζιού. Η σφεντόνα του ήταν στα χέρια του και στριφογυρνούσε ήδη. Τα μάτια του Ραντ στράφηκαν στο κάρο. Σχεδόν αμέσως ακούστηκε ένας οξύς κρότος και ο πάσσαλος που κρατούσε τα βαρέλια έσπασε, τη στιγμή που τα Τέκνα έφταναν στο άνοιγμα του στενού δρόμου. Ο κόσμος πήδηξε στο πλάι, καθώς τα βαρέλια κυλούσαν στους ρυμούς με ένα κούφιο μουγκρητό και προχωρούσαν στο δρόμο με πηδηματάκια, πιτσιλίζοντας παντού λάσπες και λασπόνερα. Τα τρία Τέκνα πήδηξαν εξίσου γοργά με τον υπόλοιπο κόσμο και, αντί για ανωτερότητά, το ύφος τους, τώρα, φανέρωνε έκπληξη. Μερικοί περαστικοί έπεσαν κάτω, τινάζοντας κι άλλη λάσπη, αλλά οι τρεις αυτοί κινήθηκαν σβέλτα, αποφεύγοντας τα βαρέλια με άνεση. Όμως δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη λάσπη, που λέκιασε τους άσπρους μανδύες τους.

Ένας μουσάτος με μακριά ποδιά βγήκε βιαστικά από το στενάκι, κουνώντας τα χέρια και φωνάζοντας θυμωμένα, αλλά όταν έριξε μια ματιά στους τρεις, που προσπαθούσαν μάταια να τινάξουν τη λάσπη από τους μανδύες τους, ξαναχάθηκε στο στενάκι, πιο γρήγορα απ’ όσο είχε βγει. Ο Ραντ κοίταξε τη σκεπή του μαγαζιού· ο Ματ είχε εξαφανιστεί. Ήταν εύκολη βολή, αν ήσουν από τους Δύο Ποταμούς, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό. Ο Ραντ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια αυτό το αστείο είχε μια στυφή γεύση, αλλά έβγαζε γέλιο. Όταν στράφηκε πάλι στο δρόμο, οι τρεις Λευκομανδίτες τον κοίταζαν.

“Είδες κάτι αστείο, ε;” Εκείνος που μιλούσε στεκόταν λιγάκι πιο μπροστά από τους άλλους. Είχε ένα αλαζονικό, απειλητικό βλέμμα και στα μάτια του υπήρχε ένα φως, σαν να. ήξερε κάτι σημαντικό, κάτι που δεν το γνώριζε κανένας άλλος.

Το γέλιο του Ραντ κόπηκε απότομα. Αυτός και τα Τέκνα ήταν μόνοι, μαζί με τις λάσπες και τα βαρέλια. Το πλήθος, που τους περικύκλωνε προηγουμένως, τώρα είχε βρει επείγουσες ασχολίες πιο πέρα στο δρόμο.

“Ο φόβος του Φωτός σου έδεσε τη γλώσσα;” Ο θυμός έκανε το στενό πρόσωπο του Λευκομανδίτη να δείχνει ακόμα πιο σφιγμένο. Έριζε μια ακατάδεχτη ματιά στη λαβή του σπαθιού, που προεξείχε από το μανδύα του Ραντ. “Ίσως να είσαι εσύ ο υπεύθυνος για όλα αυτά, ε;” Αντίθετα από τους άλλους, αυτός είχε ένα χρυσό κόμπο κάτω από τον ήλιο του μανδύα του.

Ο Ραντ έκανε να κρύψει το σπαθί, αλλά, αντίθετα, τίναξε το μανδύα πίσω του. Στο βάθος του μυαλού του απορούσε κι αγωνιούσε για το τι πήγαινε να κάνει, αλλά οι σκέψεις ήταν απόμακρες. “Συμβαίνουν κι ατυχήματα”, είπε. “Ακόμα και στα Τέκνα του Φωτός”.

Ο άνδρας με το στενό πρόσωπο ύψωσε το ένα φρύδι. “Τόσο επικίνδυνος είσαι, νεαρούλη;” Ο ίδιος δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Ραντ.

“Το σημάδι του ερωδιού, Άρχοντα Μπόρνχαλντ”, είπε προειδοποιητικά ένας από τους συντρόφους του.

Ο στενοπρόσωπος άνδρας κοίταξε πάλι τη λαβή του σπαθιού του Ραντ ―ο μπρούτζινος ερωδιός ήταν ολοφάνερος- και τα μάτια του, για μια στιγμή, γούρλωσαν. Έπειτα ξανακοίταξε το πρόσωπο του Ραντ και ξεφύσηξε ακατάδεχτα. “Παραείναι νέος. Δεν είσαι από εδώ, ε;” είπε ψυχρά στον Ραντ. “Από πού έρχεσαι;”

“Μόλις έφτασα στο Μπάερλον”. Ένα γαργαλιστικό ρίγος διέτρεξε τα χέρια και τα πόδια του Ραντ. Ένιωσε μια φούντωση, ζέστη σχεδόν. “Μπας και ξέρεις κανένα καλό πανδοχείο;”

“Αποφεύγεις τις ερωτήσεις μου”, είπε απότομα ο Μπόρνχαλντ. “Τι κακό έχεις μέσα σου και δεν μου απαντάς;” Οι σύντροφοι του στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του, με σκληρά, ανέκφραστα πρόσωπα. Παρά τους λεκέδες της λάσπης στους μανδύες τους, τώρα δεν φαίνονταν καθόλου αστείοι.

Το γαργαλητό κυρίευσε το σώμα του· η ζέστη έγινε πυρετός. Ηθελε να γελάσει, τόσο καλά ένιωθε. Μια φωνούλα στο νου του φώναζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η ενέργεια που ένιωθε, που ξεχείλιζε από μέσα του. χαμογέλασε, λικνίστηκε στις φτέρνες και περίμενε γι’ αυτό που θα συνέβαινε. Αόριστα, απόμακρα, αναρωτήθηκε τι θα ήταν αυτό.

Το πρόσωπο του αρχηγού τους σκοτείνιασε. Ένας από τους άνδρες του τράβηξε λίγο το σπαθί του, δείχνοντας ένα πόντο ατσαλιού και μίλησε, με φωνή που έτρεμε από θυμό. “Όταν εμείς, τα Τέκνα του Φωτός, κάνουμε ερωτήσεις, χωριατάκι, με τα γκρίζα μάτια σου, θέλουμε να μας απαντούν, αλλιώς-” Σταμάτησε να μιλά, επειδή ο άνδρας με το στενό πρόσωπο είχε απλώσει το χέρι. Ο Μπόρνχαλντ έδειξε με το κεφάλι κάτι πιο πέρα στο δρόμο.

Είχε φτάσει η Φρουρά της Πόλης, δώδεκα άνδρες με στρογγυλά ατσάλινα κράνη και δερμάτινα γιλέκα γεμάτα καρφιά, που κρατούσαν ράβδους κι έδειχναν ότι ήξεραν να τις δουλεύουν. Στάθηκαν κοιτάζοντάς τους, σιωπηλοί, δέκα βήματα πιο πέρα.

“Αυτή η πόλη έχασε το Φως”, γρύλισε ο άνδρας που είχε μισοτραβήξει το σπαθί του. Φώναξε στη Φρουρά, “Το Μπάερλον στέκει στη Σκιά του Σκοτεινού!” Θηκάρωσε με κρότο τη λεπίδα, όταν ο Μπόρνχαλντ του έκανε νόημα.

Ο Μπόρνχαλντ έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Ραντ. Μια λάμψη κατανόησης έκαιγε στα μάτια του. “Οι Σκοτεινόφιλοι δεν γλιτώνουν από μας, νεαρούλη, ακόμα και σε μια πόλη που στέκεται στη Σκιά. Θα ξανανταμώσουμε. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό!”

Έκανε στροφή επιτόπου και απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές, με τους δύο συντρόφους του κατά πόδας, λες και ο Ραντ είχε πάψει να υπάρχει. Τουλάχιστον προς το παρόν. Όταν έφτασαν στο πλήθος, πιο πέρα στο δρόμο, ο ίδιος, φαινομενικά τυχαίος, θύλακος άνοιξε γύρω τους. Οι Φρουροί κοίταξαν τον Ραντ και κοντοστάθηκαν, έπειτα ακούμπησαν στον ώμο τα ραβδιά τους και ακολούθησαν το μανδυοφορεμένο τρίο. Για να προχωρήσουν ήταν αναγκασμένοι να φωνάζουν, “Ανοίξτε δρόμο για τη Φρουρά!” Ελάχιστοι έκαναν χώρο κι αυτοί βαρύθυμα.

Ο Ραντ ακόμα λικνιζόταν στις φτέρνες περιμένοντας. Το γαργάλημα ήταν τόσο δυνατό, που σχεδόν έτρεμε· ένιωθε ότι καιγόταν.

Ο Ματ βγήκε από το μαγαζί, τον κοίταξε. “Δεν είσαι άρρωστος”, είπε τελικά. “Είσαι παλαβός!”

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαφνικά όλα χάθηκαν, σαν φυσαλίδα που είχε σκάσει. Τρέκλισε, όταν εξαφανίστηκαν και συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός.

Έγλειψε τα χείλη και κοίταξε τον Ματ κατάματα. “Νομίζω ότι το καλύτερο θα είναι να γυρίσουμε στο πανδοχείο”, είπε αβέβαια.

Ο δρόμος είχε αρχίσει πάλι να γεμίζει και δεν ήταν λίγοι οι περαστικοί που κοίταζαν τα δυο αγόρια και ψιθύριζαν κάτι στον διπλανό τους. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι η ιστορία θα διαδιδόταν. Ένας τρελός είχε ξεκινήσει καυγά με τρία Τέκνα του Φοιτάς. Ήταν σπουδαίο θέμα για συζήτηση. Ίσως να με τρέλαναν τα όνειρα.

Χάθηκαν αρκετές φορές στο χάος των δρόμων, μετά από λίγο όμως βρήκαν τον Θομ Μέριλιν, που αποτελούσε μόνος του μια μεγαλόπρεπη παρέλαση, διασχίζοντας την κοσμοσυρροή. Ο Βάρδος είπε ότι είχε βγει να ξεμουδιάσει και να βρει λίγο καθαρό αέρα, αλλά κάθε φορά που κάποιος έριχνε δεύτερη ματιά στον πολύχρωμο μανδύα του, του ανακοίνωνε με ηχηρή φωνή, “Είμαι στο Ελάφι και το Λιοντάρι, μόνο γι’ απόψε”.

Πρώτος άρχισε να μιλά ο Ματ, μπερδεύοντας τα λόγια του, για το όνειρο και την ανησυχία τους, αν θα έπρεπε να το πουν στη Μουαραίν ή όχι, αλλά τον μιμήθηκε και ο Ραντ, επειδή τα θυμόταν διαφορετικά. Ή, ίσως, το κάθε όνειρο να ήταν διαφορετικό, σκέφτηκε. Πάντως, ο κορμός των ονείρων ήταν ο ίδιος.

Πριν πουν πολλά, ο Θομ άρχισε να τους ακούει με άκρα προσοχή. Όταν ο Ραντ ανέφερε τον Μπα’άλζαμον, ο Βάρδος τους άμπαξε από τον ώμο, διατάζοντάς τους να κλείσουν το στόμα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να δει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους και μετά τους τράβηξε μακριά από το στριμωξίδι, σε ένα αδιέξοδο σοκάκι, όπου τα μόνα πράγματα που υπήρχαν ήταν λίγα κασόνια και ένα κίτρινο κοκαλιάρικο σκυλί, που κουλουρίαζόταν για να φυλαχτεί από το κρύο.

Ο Θομ κοίταξε το πλήθος, ψάχνοντας μήπως είχε σταθεί κάποιος για να τους ακούσει και μετά έστρεψε την προσοχή του στον Ραντ και τον Ματ. Τα γαλάζια του μάτια τους τρυπούσαν, ενώ, μερικές φορές, πνάζονταν προς την είσοδο του στενού. “Μην ξαναπείτε ποτέ αυτό το όνομα, όταν είστε σε μέρος που να σας ακούει ξένος”. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αλλά γεμάτη ένταση. “Ούτε ακόμα και σε μέρος που θα μπορούσε να σας ακούσει ξένος. Είναι πολύ επικίνδυνο όνομα, ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν Τέκνα του Φωτός να τριγυρνούν στους δρόμους”.

Ο Ματ ξεφύσηξε. “Που να σου λέω για τα Τέκνα του Φωτός”, είπε, με ένα ειρωνικό βλέμμα, στον Ραντ.

Ο Θομ δεν του έδωσε σημασία. “Αν έβλεπε μόνο ο ένας αυτό το όνειρο...” Τράβηξε με δύναμη το μουστάκι του. “Πείτε μου ό,τι μπορείτε να θυμηθείτε. Την παραμικρή λεπτομέρεια”. Ενώ άκουγε, συνέχιζε να ρίχνει επιφυλακτικές ματιές.

“...ονόμασε τους άνδρες που είπε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί”, είπε στο τέλος ο Ραντ. Του φαινόταν πως όλα τα άλλα τα είχε πει. “Γκουαίρ Αμαλάσαν. Ραολίν Ντάρκσμπεην”.

“Ντάβιαν”, πρόσθεσε ο Ματ προλαβαίνοντας τον. “Και ο Γιούριαν Στόουνμποου”.

“Και ο Λογκαίν”, ολοκλήρωσε ο Ραντ.

“Επικίνδυνα ονόματα”, μουρμούρισε ο Θομ. Τα μάτια του έμοιαζαν να τους τρυπούν ακόμα πιο βαθιά. “Επικίνδυνα, σχεδόν όσο και το άλλο, με άλλο τρόπο. Όλοι νεκροί τώρα, εκτός από τον Λογκαίν. Μερικοί πεθαμένοι από καιρό. Ο Ραολίν Ντάρκσμπεην εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Αλλά επικίνδυνα, δεν χωρά κουβέντα. Οι περισσότεροι δεν θα τα αναγνώριζαν, αν όμως τα ακούσει ο λάθος άνθρωπος...”

“Μα ποιοι είναι;” είπε ο Ραντ.

“Ανθρωποι”, μουρμούρισε ο Θομ. “Ανθρωποι που έσεισαν τους στύλους του ουρανού και τράνταξαν τον κόσμο συθέμελα”. Κούνησε το κεφάλι. “Δεν έχει σημασία. Ξεχάστε τους. Τώρα είναι χώμα”.

“Τότε ο... τους χρησιμοποίησε, όπως είπε;” ρώτησε ο Ματ. “Και σκοτώθηκαν;”

“Θα μπορούσατε να πείτε ότι τους σκότωσε ο Λευκός Πύργος. Θα μπορούσατε να πείτε”. Ο Θομ έσφιξε για μια στιγμή τα χείλη κι έπειτα σήκωσε πάλι τους ώμους. “Αλλά να τους χρησιμοποίησε...; Όχι, δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Το Φως ξέρει ότι η Έδρα της Αμερλιν μηχανορραφεί συνεχώς, αλλά αυτό δεν το βλέπω”.

Ο Ματ ανατρίχιασε. “Είπε τόσα πράγματα. Τρελά πράγματα. Όλα εκείνα για τον Λουζ Θέριν, τον Φονιά, και τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο. Και τον Οφθαλμό του Κόσμου. Τι στο Φως είναι τούτο;”

“Ένας θρύλος”, είπε αργά ο Βάρδος. “Ίσως. Θρύλος πασίγνωστος, σαν το Κέρας του Βαλίρ, τουλάχιστον στις Μεθόριους.

Εκεί πάνω οι νεαροί πηγαίνουν να κυνηγήσουν τον Οφθαλμό του Κόσμου, όπως οι νεαροί του Ίλιαν κυνηγούν το Κέρας. Ίσως θρύλος”.

“Τι κάνουμε, Θομ;” είπε ο Ραντ. “Της το λέμε; Δεν θέλω άλλα τέτοια όνειρα. Ίσως εκείνη μπορέσει να κάνει κάτι”.

“Ίσως δεν θα μας άρεσε αυτό που θα κάνει”, γρύλισε ο Ματ.

Ο Θομ τους κοίταξε εξεταστικά, ενώ συλλογιζόταν και χάιδευε το μουστάκι με την άρθρωση του δαχτύλου του. “Εγώ λέω να καθίσετε ήσυχοι”, είπε τελικά. “Μην το πείτε σε κανέναν, τουλάχιστον προς το παρόν. Αργότερα μπορείτε να αλλάξετε γνώμη, αν χρειαστεί, αλλά από την στιγμή που θα το πείτε, πάει, έγινε, και θα μπλέξετε ακόμα πιο βαθιά... μαζί της”. Ξαφνικά όρθωσε το κορμί του, η καμπουριασμένη στάση σχεδόν χάθηκε. “Το άλλο παλικάρι! Είπατε ότι είδε το ίδιο όνειρο; Έχει μυαλό, θα καταλάβει ότι δεν πρέπει να μιλήσει;”

“Έτσι νομίζω”, είπε ο Ραντ, ενώ ταυτόχρονα ο Ματ έλεγε, “Πηγαίναμε στο πανδοχείο να τον προειδοποιήσουμε”.

“Το Φως να δεήσει να μην φτάσουμε αργά!” Με τον μανδύα να πεταρίζει στους αστραγάλους του και τα μπαλώματα του μανδύα να φτερουγίζουν στον άνεμο, ο Θομ βγήκε με μεγάλες δρασκελιές από το στενό και κοίταξε πάνω από τον ώμο του, δίχως να σταματήσει. “Λοιπόν; Τα πόδια σας ρίζωσαν στο χώμα;”

Ο Ραντ και ο Ματ έτρεξαν ξοπίσω του, αλλά εκείνος δεν στάθηκε να τους περιμένει. Αυτή τη φορά δεν σταματούσε, ούτε για τους ανθρώπους που κοίταζαν το μανδύα του, ούτε ακόμα και για κείνους που τον χαιρετούσαν ως Βάρδο. Χιμούσε στους πολυπληθείς δρόμους σαν να ήταν άδειοι και ο Ραντ με τον Ματ έτρεχαν, σχεδόν, για να τον προφτάσουν. Πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο περίμεναν, βρέθηκαν στο Ελάφι και το Λιοντάρι.

Εκεί που έκαναν να μπουν, ο Πέριν βγήκε φουριόζος, προσπαθώντας να ρίξει το μανδύα στους ώμους του καθώς έτρεχε. Παραλίγο θα γλιστρούσε στην προσπάθειά του να μην τους τσαλαπατήσει. “Βγήκα να ψάξω για σας τους δύο”, είπε λαχανιασμένος, όταν ξαναβρήκε την ισορροπία του.

Ο Ραντ τον άρπαξε από το μπράτσο. “Είπες σε κανέναν για το όνειρο;”

“Πες ότι δεν το είπες”, είπε ο Ματ απαιτητικά.

“Έχει μεγάλη σημασία”, είπε ο Θομ.

Ο Πέριν τους κοίταξε μπερδεμένος. “Όχι, δεν το είπα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μόλις πριν από μια ώρα”. Οι ώμοι του καμπούριασαν. “Μ’ έπιασε πονοκέφαλος προσπαθώντας να μην το σκέφτομαι, πόσο μάλλον αν το έλεγα. Γιατί του το είπατε;” Έδειξε τον Βάρδο.

“Έπρεπε να μιλήσουμε με κάποιον, αλλιώς θα μας έστριβε”, είπε ο Ραντ.

“Θα εξηγήσω αργότερα”, είπε ο Θομ, ρίχνοντας μια ματιά όλο νόημα στους ανθρώπους που μπαινόβγαιναν στο Ελάφι και το Λιοντάρι.

“Εντάξει”, απάντησε ο Πέριν αργά, δείχνοντας ακόμα μπερδεμένος. “Παραλίγο θα ξεχνούσα γιατί σας έψαχνα, όχι ότι δεν θα το ήθελα. Μέσα είναι η Νυνάβε”.

“Μα το αίμα και τις στάχτες!” φώναξε ο Ματ. “Πώς έφτασε εδώ; Η Μουαραίν... Το πέραμα...”

Ο Πέριν ξεφύσηξε. “Νομίζεις ότι μια μικρολεπτομέρεια όπως ένα βουλιαγμένο πέραμα μπορεί να τη σταματήσει; Ξετρύπωσε τον Χαϊτάουερ — δεν ξέρω πώς πέρασε το ποτάμι, αλλά εκείνη μας είπε ότι ο Χαϊτάουερ κρυβόταν στην κρεβατοκάμαρά του και δεν ήθελε να ξαναπάει στον ποταμό. Τέλος πάντων, τον ανάγκασε να βρει βάρκα, αρκετά μεγάλη για να χωράει τη Νυνάβε και το άλογά της και να τραβήξει κουπί για να την περάσει απέναντι. Μόνος του. Ίσα-ίσα μόνο τον άφησε να προλάβει να βρει έναν τραβηχτή για να δουλέψει δυο κουπιά ακόμα”.

“Μα το Φως!” είπε ο Ματ.

“Τι γυρεύει εδώ;” θέλησε να μάθει ο Ραντ. Ο Ματ και ο Πέριν τον κοίταξαν περιφρονητικά.

“Μας ακολούθησε”, είπε ο Πέριν. “Είναι με... με την κυρά Αλυς τώρα κι εκεί μέσα έχει τόση παγωνιά που λες και χιονίζει”.

“Δεν μπορούμε να πάμε κάπου αλλού για λίγο;” ρώτησε ο Ματ. “Ο μπαμπάς μου λέει ότι, αν δεν υπάρχει ανάγκη, μόνο ένας βλάκας βάζει το χέρι σε σφηκοφωλιά ”.

Ο Ραντ παρενέβη. “Δεν μπορεί να μας αναγκάσει να γυρίσουμε πίσω. Δεν το καταλαβαίνει μετά τη Νύχτα του Χειμώνα; Αν όχι, θα πρέπει να της δώσουμε να το καταλάβει”.

Ο Ματ ύψωνε τα φρύδια πιο ψηλά μετά από κάθε λέξη και άφησε ένα χαμηλό σφύριγμα, όταν ο Ραντ σταμάτησε. “Προσπάθησες ποτέ να κάνεις τη Νυνάβε να καταλάβει κάτι που δεν θέλει να καταλάβει; Εγώ ναι. Λέω να μην φανούμε ώσπου να βραδιάσει και ύστερα να τρυπώσουμε στα κρυφά”.

“Έχοντας παρατηρήσει τη νεαρή κυρία”, είπε ο Θομ, “δεν νομίζω ότι θα σταματήσει, αν δεν πει αυτό που θέλει να πει. Αν δεν της επιτραπεί να μιλήσει και μάλιστα γρήγορα, δεν θα το βάλει κάτω και ίσως τραβήξει την προσοχή, ενώ εμείς θέλουμε το αντίθετο”.

Αυτό τους έκανε να το σκεφτούν. Κοιτάχτηκαν, πήραν βαθιά ανάσα και μπήκαν μέσα, σαν να πήγαιναν να αντιμετωπίσουν Τρόλοκ.

Загрузка...