38 Διάσωση

Ο Πέριν σάλεψε όπως μπορούσε, με τα χέρια δεμένα πίσω του και τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια αναστενάζοντας. Απέφευγε τη μια πέτρα κι έπεφτε σε άλλες δυο. Προσπάθησε αδέξια να σκεπαστεί με το μανδύα. Η νύχτα ήταν κρύα και το χώμα έμοιαζε να πίνει τη ζέστη του κορμιού του, όπως γινόταν κάθε νύχτα, από τότε που τους είχαν πιάσει οι Λευκομανδίτες. Τα Τέκνα δεν πίστευαν πως οι αιχμάλωτοι χρειάζονταν κουβέρτες ή στέγη. Ειδικά οι επικίνδυνοι Σκοτεινόφιλοι.

Η Εγκουέν ήταν κουλουριασμένη στην πλάτη του και είχε πέσει στο βαθύ ύπνο που έφερνε η εξάντληση. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και πολλές ώρες και το κορμί του τον πονούσε από την κορφή ως τα νύχια, μετά από μια ολόκληρη μέρα που περπατούσε πίσω από ένα άλογο φορώντας περιλαίμιο, αλλά γι’ αυτόν ο ύπνος δεν ερχόταν.

Η φάλαγγα δεν προχωρούσε τόσο γρήγορα. Τώρα που τα περισσότερα εφεδρικά άλογα είχαν χαθεί στο στέντιγκ λόγω των λύκων, οι Λευκομανδίτες δεν μπορούσαν να πάνε όσο γρήγορα ήθελαν· η καθυστέρηση αυτή ήταν άλλο ένα από τα πράγματα για τα οποία κατηγορούσαν τους δύο από το Πεδίο του Έμοντ. Η φιδίσια διπλή γραμμή, όμως, προχωρούσε σταθερά ―ο Άρχοντας Μπόρνχαλντ σκόπευε να φτάσει στο Κάεμλυν εγκαίρως, όποιος κι αν ήταν ο λόγος- και στο μυαλό του Πέριν υπήρχε πάντα ο φόβος ότι, αν έπεφτε, ο Λευκομανδίτης που κρατούσε το λουρί του δεν θα σταματούσε, παρά τις εντολές του Άρχοντα Λοχαγού να μείνουν ζωντανοί για τους Εξεταστές στο Άμαντορ. Ήξερε πως, αν γινόταν αυτό, δεν θα κατάφερνε να σωθεί· οι μόνες φορές που του έλυναν τα χέρια ήταν όταν έτρωγε και όταν τον πήγαιναν στο λάκκο των αφοδευτηρίων. Με το καπίστρι το κάθε βήμα είχε σημασία, κάθε πέτρα κάτω από τα πόδια του μπορούσε να αποβεί μοιραία. Περπατούσε με τους μύες τεντωμένους, ερευνώντας το έδαφος με ανήσυχο βλέμμα. Όποτε κοίταζε την Εγκουέν, την έβλεπε να κάνει το ίδιο. Όταν του αντιγύριζε τη ματιά, το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο και φοβισμένο. Κανείς τους δεν τολμούσε να πάρει το βλέμμα από το έδαφος για περισσότερο από μια ματιά.

Συνήθως σωριαζόταν χάμω, σαν στυμμένο πανί, αμέσως μόλις τον άφηναν οι Λευκομανδίτες να σταματήσει, αλλά απόψε το μυαλό του κλωθωγύριζε. Η επιδερμίδα του ανατρίχιαζε από το φόβο, που φούσκωνε μέσα του εδώ και μέρες. Όταν έκλεινε τα μάτια, το μόνο που έβλεπε ήταν αυτά που τους υποσχόταν ο Μπάυαρ για όταν θα έφταναν στο Άμαντορ.

Ήταν σίγουρος πως η Εγκουέν ακόμα δεν πίστευε όσα τους έλεγε ο Μπάυαρ με την ανέκφραστη φωνή του. Αν τα πίστευε, δεν θα κατάφερνε να κοιμηθεί, όσο κουρασμένη κι αν ήταν. Στην αρχή ούτε κι αυτός πίστευε τον Μπάυαρ. Ακόμα δεν ήθελε να τον πιστέψει. Οι άνθρωποι δεν έκαναν τέτοιο πράγματα σε άλλους ανθρώπους. Αλλά ο Μπάυαρ δεν απειλούσε· σαν να μιλούσε για ένα ποτήρι νερό, έλεγε για καυτά σίδερα και λαβίδες, για μαχαίρια που έκοβαν την επιδερμίδα και βελόνες που τρυπούσαν. Δεν έμοιαζε να θέλει να τους τρομάξει. Δεν υπήρχε ο παραμικρός κομπασμός στα μάτια του. Απλώς δεν τον ένοιαζε αν φοβούνταν ή όχι, αν τους βασάνιζαν ή όχι, αν ζούσαν ή όχι. Αυτό έκανε το μέτωπό του Πέριν να γεμίζει κρύο ιδρώτα, όταν το κατάλαβε. Αυτό, τελικά, τον έπεισε πως ο Μπάυαρ έλεγε την απλή αλήθεια.

Οι μανδύες των δύο σκοπών αχνόλαμπαν στο αμυδρό φεγγαρόφωτο. Δεν διέκρινε τα πρόσωπά τους, αλλά ήξερε ότι τους παρακολουθούσαν. Λες και μπορούσαν να κάνουν τίποτα, έτσι δεμένοι χειροπόδαρα. Από πριν, όταν ακόμα είχε φως, θυμόταν την αηδία στα πρόσωπά τους και την αποδοκιμαστική έκφραση τους, σαν να τους είχαν βάλει να φυλάξουν ρυπαρά τέρατα, που ήταν βρωμερά και απωθητικά στην όψη. Όλοι οι Λευκομανδίτες τους κοίταζαν έτσι. Αυτό δεν άλλαζε ποτέ. Φως μου, πώς να τους κάνω να πιστέψουν πως δεν είμαστε Λευκομανδίτες αφού είναι ήδη πεπεισμένοι άτι είμαστε; Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Στο τέλος, μάλλον θα ομολογούσε οτιδήποτε, αρκεί να σταματούσαν οι Εξεταστές.

Κάποιος έρχονταν, ένας Λευκομανδίτης με φανάρι. Ο καινούργιος σταμάτησε για να μιλήσει με τους σκοπούς, οι οποίοι του απάντησαν με σεβασμό. Ο Πέριν δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, μα αναγνώρισε την ψηλή, ισχνή μορφή.

Μισόκλεισε τα μάτια, όταν ο άλλος σήκωσε το φανάρι κοντά στο πρόσωπό του. Ο Μπάυαρ στο άλλο χέρι κρατούσε το τσεκούρι του Πέριν είχε κατάσχει το όπλο για δικό του. Τουλάχιστον ο Πέριν δεν τον έβλεπε ποτέ χωρίς αυτό.

“Ξύπνα”, είπε ο Μπάυαρ ανέκφραστα, λες και πίστευε ότι ο Πέριν κοιμόταν με το κεφάλι υψωμένο. Συνόδευσε τα λόγια του με μια κλωτσιά στα πλευρά.

Ο Πέριν γρύλισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Τα πλευρά του ήταν μια μεγάλη μελανάδα από τις κλωτσιές του Μπάυαρ.

“Ξύπνα, είπα”. Το πόδι ξανασηκώθηκε και ο Πέριν μίλησε γοργά.

“Ξύπνιος είμαι”. Έπρεπε να απαντάς σ’ αυτά που έλεγε ο Μπάυαρ, αλλιώς έβρισκε τρόπους να τραβήξει την προσοχή σου.

Ο Μπάυαρ άφησε το φανάρι κάτω και έσκυψε για να ελέγξει τα δεσμά του. Του τράβηξε τραχιά τον καρπό, του έστριψε τα μπράτσα ως τις αρθρώσεις των ώμων. Όταν βρήκε ότι οι κόμποι ήταν σφιχτοί όπως τους είχε αφήσει, τράβηξε το σχοινί που έδενε τον Πέριν στους αστραγάλους, σέρνοντας τον στο βραχώδες έδαφος. Φαινόταν τόσο αποστεωμένος, που δεν έμοιαζε να έχει καθόλου δύναμη, αλλά μπροστά του ο Πέριν ήταν σαν μικρό παιδί. Κάθε βράδυ ήταν η ίδια ρουτίνα.

Όταν ο Μπάυαρ ανασηκώθηκε, ο Πέριν είδε ότι η Εγκουέν κοιμόταν ακόμα. “Ξύπνα!” φώναξε. “Εγκουέν! Ξύπνα!”

“Τι έγ...; Τι;” Η φωνή της Εγκουέν ήταν φοβισμένη, νωθρή από τον ύπνο. Σήκωσε το κεφάλι της, ανοιγόκλεισε τα μάτια στο φως του φαναριού.

Ο Μπάυαρ δεν έδειξε να απογοητεύεται που δεν θα μπορούσε να την ξυπνήσει κλωτσώντας. Απλώς τράβηξε με βία τα σχοινιά της, όπως είχε κάνει με τον Πέριν, χωρίς να δίνει σημασία στα βογκητά της. Ο πόνος που μπορούσε να προκαλέσει ήταν άλλο ένα από τα πράγματα που δεν έμοιαζαν να τον ενδιαφέρουν ο Πέριν ήταν ο μόνος για τον οποίο κατέβαλλε ιδιαίτερη προσπάθεια να τον πονέσει. Έστω κι αν ο Πέριν δεν μπορούσε να το θυμηθεί, ο Μπάυαρ θυμόταν πολύ καλά πως είχε σκοτώσει δυο Τέκνα.

“Γιατί να κοιμούνται οι Σκοτεινόφιλοι”, είπε απαθώς ο Μπάυαρ, “ενώ οι σωστοί άνθρωποι ξενυχτούν για να τους φρουρούν;”

“Για εκατοστή φορά”, είπε κουρασμένα η Εγκουέν, “δεν είμαστε Σκοτεινόφιλοι”.

Ο Πέριν ετοιμάστηκε. Μερικές φορές αυτή η άρνηση έδινε αφορμή για μια διάλεξη με ενοχλητική και άτονη φωνή πάνω στο θέμα της εξομολόγησης και της μετάνοιας, που κατέληγε στην περιγραφή των τρόπων με τους οποίους πετύχαιναν οι Εξεταστές αυτό το στόχο. Μερικές φορές έδινε αφορμή και για τη διάλεξη και για μια κλοτσιά. Έκπληκτος είδε ότι αυτή τη φορά ο Μπάυαρ την αγνόησε.

Αντίθετα, κάθισε οκλαδόν μπροστά του, με τα κόκαλά του να προβάλουν ανάγλυφα στο πετσί του, ακουμπώντας το τσεκούρι στα γόνατα. Ο χρυσός ήλιος του μανδύα του στο ύψος του αριστερού στήθους και τα δύο χρυσά άστρα από κάτω λαμπύριζαν στο φως του φαναριού. Έβγαλε το κράνος και το ακούμπησε πλάι στο φανάρι. Για αλλαγή, αυτή τη φορά το πρόσωπό του έδειχνε κάτι άλλο εκτός από απέχθεια ή μίσος, κάτι επείγον και δυσανάγνωστο. Ακούμπησε τα χέρια στη λαβή του τσεκουριού και μελέτησε σιωπηλά τον Πέριν. Ο Πέριν προσπάθησε να’ αντικρίσει το βλέμμα αυτών των ρουφηγμένων ματιών.

“Εσύ και οι λύκοι σου μας καθυστερείτε, Σκοτεινόφιλε. Το Συμβούλιο των Χρισμένων έχει ακούσει αναφορές για παρόμοια πράγματα και θέλει να μάθει περισσότερα, άρα πρέπει να σας πάμε στο Αμαντορ και να σας παραδώσουμε στους Εξεταστές, αλλά μας καθυστερείτε. Ήλπιζα ότι θα προχωρούσαμε γρήγορα, έστω και χωρίς τα εφεδρικά άλογα, αλλά έκανα λάθος”. Έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τους συνοφρυωμένος.

Ο Πέριν περίμενε· ο Μπάυαρ θα του έλεγε, όταν ήταν έτοιμος.

“Ο Άρχοντας Διοικητής βρίσκεται σε δίλημμα”, είπε τελικά ο Μπάυαρ. “Εξαιτίας των λύκων πρέπει να σε πάει στο Συμβούλιο, αλλά πρέπει, επίσης, να φτάσει και στο Κάεμλυν. Δεν μας περισσεύουν άλογα για σας, αλλά, αν πάτε περπατώντας, δεν θα φτάσουμε στο Κάεμλυν τη μέρα που έχει οριστεί. Ο Άρχοντας Διοικητής δεν βλέπει τίποτα άλλο εκτός από τα καθήκοντά του και σκοπεύει να σας πάει στο Συμβούλιο”.

Η Εγκουέν ξερόβηξε. Ο Μπάυαρ κοίταζε τον Πέριν κι εκείνος του ανταπέδωσε το βλέμμα· σχεδόν φοβόταν να ανοιγοκλείσει τα μάτια. “Δεν καταλαβαίνω”, είπε αργά.

“Δεν έχει τίποτα να καταλάβεις”, απάντησε ο Μπάυαρ. “Τίποτα, εκτός από υποθέσεις για να περνά η ώρα. Αν δραπετεύατε, δεν θα προλαβαίναμε να ψάξουμε για σας. Δεν μας περισσεύει ούτε λεπτό, αν θέλουμε να φτάσουμε στο Κάεμλυν εγκαίρως. Αν, ας πούμε, κόβατε τα σχοινιά σας με μια κοφτερή πέτρα και χανόσασταν στο σκοτάδι, το πρόβλημα του Άρχοντα Διοικητή θα λυνόταν”. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από τον Πέριν, έχωσε το χέρι στο μανδύα του και πέταξε κάτι στο χώμα.

Τα μάτια του Πέριν το ακολούθησαν αυτόματα. Όταν συνειδητοποίησε τι ήταν, έβγαλε μια πνιχτή ανάσα. Μια πέτρα. Μια σπασμένη πέτρα με αιχμηρή κόψη.

“Υποθέσεις για να περνά η ώρα”, είπε ο Μπάυαρ. “Και οι σκοποί σας απόψε κάνουν επίσης υποθέσεις”.

Ξαφνικά το στόμα του Πέριν ξεράθηκε. Σκέψου το καλά! Που να με βοηθήσει το Φως, σκέψου το καλά και μην κάνεις λάθη!

Μπορούσε να είναι αλήθεια; Άραγε ήταν τόσο σημαντική η ανάγκη των Λευκομανδιτών να φτάσουν γρήγορα στο Κάεμλυν; Θα άφηναν να δραπετεύσουν κάποιοι που τους υποψιάζονταν για Σκοτεινόφιλους; Αυτές οι ερωτήσεις ήταν άσκοπες· δεν ήξερε αρκετά. Ο μόνος Λευκομανδίτης που του μιλούσε ήταν ο Μπάυαρ, με εξαίρεση τον Άρχοντα Διοικητή Μπόρνχαλντ και αυτοί οι δύο δεν ήταν ακριβώς θησαυρός πληροφοριών. Άλλες ερωτήσεις. Αν ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν, γιατί απλώς δεν έκοβε τα σχοινιά τους; Αν ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν; Ο Μπάυαρ, που πίστευε ακράδαντα πως ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ο Μπάυαρ, που πιο πολύ κι από τον Σκοτεινό μισούσε τους Σκοτεινόφιλους. Ο Μπάυαρ, που πάντα έψαχνε προφάσεις για να του προκαλέσει πόνο, επειδή είχε σκοτώσει δύο Λευκομανδίτες. Ο Μπάυαρ ήθελε να δραπετεύσουν,

Αν του φαινόταν πως πριν οι σκέψεις του έτρεχαν, τώρα χιμούσαν σαν κατολίσθηση. Παρά το κρύο, ο ιδρώτας κυλούσε με ρυάκια στο πρόσωπό του. Έριξε μια ματιά στους σκοπούς. Δεν ήταν παρά αχνόγκριζες σκιές, αλλά του φαινόταν πως ήταν έτοιμοι για κάτι, πως περίμεναν. Αν ο ίδιος και η Εγκουέν σκοτώνονταν προσπαθώντας να δραπετεύσουν και τα σχοινιά τους είχαν κοπεί με μια πέτρα, που μπορεί να είχε βρεθεί εκεί κατά τύχη... Το δίλημμα του Άρχοντα Διοικητή θα λυνόταν μια χαρά. Και ο Μπάυαρ θα τους έβλεπε νεκρούς, όπως ακριβώς το ήθελε.

Ο ισχνός άνδρας μάζεψε το κράνος του δίπλα από το φανάρι και έκανε να σηκωθεί.

“Περίμενε”, είπε βραχνά ο Πέριν. Οι σκέψεις του κλωθωγύρίζαν στο νου του, καθώς έψαχνε μάταια για κάποια διέξοδο. “Περίμενε, θέλω να μιλήσουμε. Είναι—”

Έρχεται βοήθεια!

Η σκέψη άνθισε στο μυαλό του, μια καθαρή λάμψη ανάμεσα στο χάος, τόσο απροσδόκητη, που για μια στιγμή ξέχασε τα πάντα, ξέχασε ακόμα και πού ήταν. Η Σταχτιά ήταν ζωντανή. Ο Ιλάυας, σκέφτηκε προς τη λύκαινα, ζητώντας να μάθει, δίχως λέξεις, αν ο άνθρωπος ζούσε. Μια εικόνα του απάντησε. Ο Ιλάυας, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι από κλαριά με φύλλα πλάι σε μια μικρή φωτιά, σε μια σπηλιά, φροντίζοντας μια πληγή στο πλευρό του. Κράτησε μια στιγμή όλη κι όλη. Ο Πέριν κοίταξε χάσκοντας τον Μπάυαρ και ένα ανόητο χαμόγελο χάραξε το πρόσωπό του. Ο Ιλάυας ήταν ζωντανός. Η Σταχτιά ήταν ζωντανή. Ερχόταν βοήθεια.

Ο Μπάυαρ κοντοστάθηκε, καθώς ήταν μισοσηκωμένος και τον κοίταξε. “Σου ήρθε κάποια σκέψη, Πέριν από τους Δύο Ποταμούς, θέλω να μάθω τι είναι”.

Ο Πέριν, για μια στιγμή, πίστεψε πως εννοούσε τη σκέψη της Σταχτιάς. Μια έκφραση πανικού φάνηκε στο πρόσωπό του, που την ακολούθησε ανακούφιση. Ο Μπάυαρ δεν μπορούσε να ξέρει.

Ο Μπάυαρ είδε τις διαδοχικές εκφράσεις του και, για πρώτη φορά, το βλέμμα του Λευκομανδίτη στράφηκε στην πέτρα που είχε ρίξει στο χώμα.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως ο Μπάυαρ το ξανασκεφτόταν. Αν άλλαζε γνώμη για την πέτρα, θα τολμούσε να τους αφήσει ζωντανούς για να μιλήσουν; Θα μπορούσε να κόψει τα σχοινιά ακόμα και μετά το θάνατο των αιχμαλώτων, έστω κι αν ρισκάριζε να τον ανακαλύψουν. Ο Πέριν κοίταξε τα μάτια του Μπάυαρ ―έτσι χωμένα στις σκιερές κόγχες τους, έμοιαζαν να τον κοιτούν από σκοτεινές σπηλιές- και είδε ότι είχε πάρει απόφαση θανάτου.

Ο Μπάυαρ άνοιξε το στόμα και, καθώς ο Πέριν περίμενε να ακούσει την απαγγελία της καταδίκης του, αρκετά πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν, τόσο γρήγορα, που δεν είχε καιρό για σκέψη.

Ξαφνικά ένας από τους σκοπούς εξαφανίστηκε. Τη μια στιγμή υπήρχαν δύο θολές μορφές, την άλλη η νύχτα είχε καταπιεί τη μία. Ο δεύτερος σκοπός έστριψε, με μια φωνή έτοιμη να βγει από τα χείλη, αλλά, πριν προλάβει να προφέρει την πρώτη συλλαβή, ακούστηκε ένα βαρύ κρακ και ο σκοπός έπεσε σαν κομμένο δέντρο.

Ο Μπάυαρ γύρισε, σβέλτος σαν οχιά που χτυπούσε, με το τσεκούρι να στριφογυρνά στα χέρια, τόσο γοργά που σφύριζε. Τα μάτια του Πέριν γούρλωσαν, καθώς η νύχτα φάνηκε να κυλά μέσα στο φως του φαναριού. Άνοιξε το στόμα για να ουρλιάξει, αλλά ο λαιμός του είχε κλείσει από φόβο. Για μια στιγμή ξέχασε πως ο Μπάυαρ ήθελε να τους σκοτώσει. Ο Λευκομανδίτης ήταν άλλο ένα ανθρώπινο ον και η νύχτα είχε ζωντανέψει για να τους πάρει όλους.

Έπειτα, το σκοτάδι που εισέβαλλε στη νύχτα μεταμορφώθηκε κι έγινε ο Λαν, με τον μανδύα του να παίρνει αποχρώσεις του γκρίζου και του μαύρου καθώς προχωρούσε. Το τσεκούρι στα χέρια του Μπάυαρ χτύπησε σαν κεραυνός... και ο Λαν φάνηκε να γέρνει άνετα στο πλάι, αφήνοντας τη λεπίδα να περάσει τόσο κοντά, που πρέπει να είχε νιώσει τον αέρα στο κατόπι της. Τα μάτια του Μπάυαρ άνοιξαν διάπλατα, καθώς η ορμή με την οποία είχε κατεβάσει το τσεκούρι τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και ο Πρόμαχος τον χτύπησε διαδοχικά με χέρια και πόδια, τόσο γρήγορα, που ο Πέριν δεν μπορούσε να πει τι είχε μόλις δει. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι ο Μπάυαρ είχε καταρρεύσει σαν μαριονέτα. Σχεδόν πριν πέσει στο έδαφος ο Λευκομανδίτης, ο Λαν είχε γονατίσει για να σβήσει το φανάρι.

Ο Πέριν κοίταξε στα τυφλά, τώρα που το σκοτάδι είχε επιστρέψει ξαφνικά. Ο Λαν έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί πάλι.

“Είναι αλήθεια...;” είπε η Εγκουέν μ’ ένα λυγμό. “Νομίζαμε πως είχατε πεθάνει. Νομίζαμε πως ήσασταν όλοι πεθαμένοι”.

“Όχι ακόμα”. Ο βαθύς ψίθυρος του Πρόμαχου είχε μια γελαστή χροιά.

Χέρια άγγιξαν τον Πέριν, βρήκαν τα δεσμά του. Ένα μαχαίρι έκοψε τα σχοινιά με μια απαλή κίνηση και ο Πέριν ήταν ελεύθερος. Οι πονεμένοι μύες του διαμαρτυρήθηκαν όταν ανακάθισε. Τρίβοντας τους καρπούς του, κοίταξε τον γκρίζο σωρό που ήταν ο Μπάυαρ. “Τον...; Είναι...;”

“Όχι”, απάντησε η χαμηλή φωνή του Λαν από το σκοτάδι. “Δεν σκοτώνω, παρά μόνο όταν σκοπεύω να σκοτώσω. Αλλά θα περάσει αρκετή ώρα μέχρι να μας ξαναενοχλήσει. Σταμάτα τις ερωτήσεις και πάρε δύο μανδύες απ’ αυτούς. Δεν έχουμε πολύ χρόνο”.

Ο Πέριν σύρθηκε εκεί που κειτόταν ο Μπάυαρ. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον αγγίξει και, όταν ένιωσε το στήθος του άλλου να ανεβοκατεβαίνει, παραλίγο θα τραβούσε τα χέρια του. Ανατρίχιασε, καθώς έλυνε τον λευκό μανδύα και τον έβγαζε. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Λαν, ο Πέριν φανταζόταν να σηκώνεται απότομα μπροστά του ο άνθρωπος με το πρόσωπο που θύμιζε νεκροκεφαλή. Ψαχούλεψε βιαστικά δεξιά κι αριστερά, ώσπου βρήκε το τσεκούρι του και μετά σύρθηκε σε έναν φρουρό. Στην αρχή του φάνηκε παράξενο, που δεν ένιωθε απρόθυμος να αγγίξει αυτόν τον λιπόθυμο άνδρα, αλλά βρήκε ποιος ήταν ο λόγος. Όλοι οι Λευκομανδίτες τον μισούσαν, αλλά ήταν ένα ανθρώπινο συναίσθημα. Ο Μπάυαρ δεν ένιωθε τίποτα, πέρα από το ότι ο Πέριν έπρεπε να πεθάνει· δεν υπήρχε μίσος σ’ αυτό, δεν υπήρχε το παραμικρό συναίσθημα.

Πήρε τους δύο μανδύες στην αγκαλιά του, γύρισε — και τον κατέλαβε πανικός. Στο σκοτάδι δεν είχε την αίσθηση κάποιας κατεύθυνσης, δεν ήξερε πώς να ξαναβρεί τον Λαν και τους άλλους. Στύλωσε τα πόδια, φοβούμενος να σαλέψει. Ακόμα και ο Μπάυαρ είχε κρυφτεί στη νύχτα, χωρίς το λευκό μανδύα του. Δεν είχε από πού να προσανατολιστεί. Όποια κατεύθυνση κι αν έπαιρνε, ίσως να τον έβγαζε από το στρατόπεδο.

“Εδώ”.

Προχώρησε παραπαίοντας προς τον ψίθυρο του Λαν, ώσπου κάποια χέρια τον σταμάτησαν. Η Εγκουέν ήταν μια αχνή σκιά και το πρόσωπο του Λαν ήταν μια θολούρα· το υπόλοιπο σώμα του Πρόμαχου έμοιαζε να μην υπάρχει. Ένιωσε το βλέμμα τους πάνω του και αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να τους εξηγήσει.

“Φορέστε τους μανδύες”, είπε απαλά ο Λαν. “Γρήγορα. Διπλώστε τους δικούς σας. Και μην κάνετε καθόλου φασαρία. Ακόμα δεν είμαστε ασφαλείς”.

Ο Πέριν έδωσε βιαστικά τον ένα χιτώνα στην Εγκουέν. Έκανε το δικό του μανδύα δεματάκι για να τον πάρει στα χέρια και έριξε στους ώμους του τον λευκό. Ένιωσε μια ανατριχίλα, καθώς έπεφτε στην πλάτη του, μια σουβλιά ανησυχίας στο στομάχι του. Μήπως του είχε πέσει ο μανδύας του Μπάυαρ; Του φάνηκε πως μύριζε στο μανδύα την οσμή του ισχνού άνδρα.

Ο Λαν τους έβαλε να κρατηθούν χέρι-χέρι. Ο Πέριν έσφιξε το τσεκούρι του με το ένα χέρι και το χέρι της Εγκουέν με το άλλο κι ευχήθηκε να τους έσωζε τελικά ο Πρόμαχος, για να ησυχάσει επιτέλους η αχαλίνωτη φαντασία του. Αλλά απλώς στάθηκαν εκεί, περικυκλωμένοι από τις σκηνές των Τέκνων, δύο μορφές με λευκούς μανδύες και μια άλλη, που μπορούσες να τη νιώσεις, μα όχι να τη δεις.

“Σε λίγο”, ψιθύρισε ο Λαν. “Όπου να ’ναι”.

Ένας κεραυνός έσχισε τη νύχτα πάνω από το στρατόπεδο, τόσο κοντά, που ο Πέριν ένιωσε τα μαλλιά του και τις τρίχες των χεριών του να σηκώνονται, καθώς ο αέρας φορτιζόταν. Λίγο μόλις πέρα από τις σκηνές η γη έσκασε με το χτύπημα και η έκρηξη στο έδαφος έγινε ένα με το βρόντο στον ουρανό. Πριν προλάβει να σβήσει το φως, ο Λαν τους είχε πάρει και τους οδηγούσε μπροστά.

Με το πρώτο βήμα που έκαναν άλλη μια μαχαιριά χάραξε τη μαυρίλα. Οι αστραπές έπεφταν σαν χαλάζι κι έτσι η νύχτα τρεμόφεγγε, σαν να ερχόταν το σκοτάδι με στιγμιαίες λάμψεις. Οι κεραυνοί ακούγονταν σαν ταμπούρλο, το ένα μουγκρητό άρχισε πριν χαθεί το προηγούμενο, σαν συνεχείς, κυματιστές κωδωνοκρουσίες. Τα έντρομα άλογα ούρλιαζαν, αλλά τα χλιμιντρίσματά τους πνίγονταν κι ακούγονταν μονάχα τις στιγμές που καταλάγιαζαν οι βροντές. Άνθρωποι έβγαιναν τρεκλίζοντας από τις σκηνές, μερικοί φορώντας τους λευκούς μανδύες τους, μερικοί μισοντυμένοι, μερικοί έτρεχαν πέρα-δώθε, άλλοι στέκονταν σαν ζαλισμένοι.

Μέσα σ’ όλα αυτά, ο Λαν τους τραβούσε τρέχοντας και ο Πέριν ήταν τελευταίος, για οπισθοφυλακή. Οι Λευκομανδίτες τους κοίταζαν με μάτια διάπλατα, καθώς περνούσαν. Μερικοί τους φώναζαν και οι κραυγές τους χάνονταν στο βροντοκόπημα του ουρανού, αλλά, μιας και φορούσαν τους λευκούς μανδύες, κανένας δεν προσπάθησε να τους σταματήσει. Πέρασαν τις σκηνές, βγήκαν από το στρατόπεδο, χώθηκαν στη νύχτα και κανένας δεν σήκωσε χέρι εναντίον τους.

Ο Πέριν ένιωσε το έδαφος να γίνεται ανώμαλο κάτω από τα πόδια του και οι θάμνοι τον μαστίγωναν, καθώς άφηνε τον Λαν να τον παρασύρει. Οι αστραπές τρεμόπαιξαν νευρικά και σταμάτησαν. Η ηχώ των βροντών ταξίδεψε στον ουρανό, πριν χαθεί κι αυτή. Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Μερικές φωτιές έκαιγαν εκεί, ανάμεσα στις σκηνές. Πρέπει να είχαν χτυπήσει κεραυνοί στα σημεία αυτά, ή ίσως μέσα στον πανικό τους κάποιοι να είχαν αναποδογυρίσει λάμπες. Ακόμα ακούγονταν κάποιοι να φωνάζουν, με αδύναμες φωνούλες μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να ξαναφέρουν λίγη τάξη, να βρουν τι είχε συμβεί. Το έδαφος πήρε ν’ ανηφορίζει και οι σκηνές και οι φωτιές και οι κραυγές έμειναν πίσω.

Ο Λαν σταμάτησε και ο Πέριν, παραλίγο, θα πατούσε την Εγκουέν. Μπροστά τους, στο φεγγαρόφωτο, στέκονταν τρία άλογα.

Μια σκιά σάλεψε και ακούστηκε η φωνή της Μουαραίν, γεμάτη εκνευρισμό. “Η Νυνάβε δεν επέστρεψε. Φοβάμαι πως η νεαρή έκανε κάποια ανοησία”. Ο Λαν έστριψε επιτόπου, σαν να ήθελε να γυρίσει από το δρόμο που είχαν έρθει, αλλά τον σταμάτησε μια λέξη σαν καμτσικιά από τη Μουαραίν. “Όχι!” Στάθηκε κοιτάζοντάς την λοξά· μόνο τα χέρια και το πρόσωπό του φαίνονταν και ήταν αχνές, σκιερές θολούρες. Η Μουαραίν συνέχισε, με πιο απαλό τόνο· πιο απαλά, αλλά εξίσου σταθερά. “Μερικά πράγματα είναι σημαντικότερα από άλλα. Το ξέρεις”. Ο Πρόμαχος δεν σάλεψε και η φωνή της σκλήρυνε πάλι. “Θυμήσου τους όρκους σου, αλ’Λαν Μαντράγκοραν, Άρχοντα των Επτά Πύργων! Τι απέγινε ο όρκος ενός Διαδηματοφόρου Πολέμαρχου των Μαλκιερινών;”

Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Όλα αυτά ήταν ο Λαν; Η Εγκουέν μουρμούριζε, αλλά ο Πέριν δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από τη σκηνή μπροστά του· ο Λαν στεκόταν σαν λύκος από το κοπάδι της Σταχτιάς, ένας λύκος που υποχωρούσε μπροστά στη μικρόσωμη Άες Σεντάι και έψαχνε μάταια να ξεφύγει από το μοιραίο.

Η παγωμένη σκηνή έσπασε, όταν ακούστηκε ο ήχος κλαριών που έσπαζαν, πέρα στο δάσος. Με δύο μεγάλες δρασκελιές ο Λαν βρέθηκε ανάμεσα στη Μουαραίν και την πηγή του ήχου και το αχνό φεγγαρόφωτο τρεμόπαιξε στο σπαθί του. Τα τριξίματα και τα σπασίματα των χαμηλών θάμνων ακολούθησαν δύο άλογα, που ξεπήδησαν από τα δέντρα, το ένα με αναβάτη.

“Μπέλα!” αναφώνησε η Εγκουέν, ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε από την πλάτη της δασύτριχης φοράδας, “Παραλίγο δεν θα σε ξανάβρισκα. Εγκουέν! Δόξα στο Φως, είσαι ζωντανή!”

Κατέβηκε από την Μπέλα, αλλά, όταν έκανε να πλησιάσει τα παιδιά από το Πεδίο του Έμοντ, ο Λαν την έπιασε από το μπράτσο κι εκείνη αμέσως σταμάτησε, κοιτάζοντάς τον.

“Πρέπει να φύγουμε, Λαν”, είπε η Μουαραίν με ύφος ατάραχο, για άλλη μια φορά, και ο Πρόμαχος κατέβασε το χέρι του.

Η Νυνάβε έτριψε το μπράτσο της, καθώς έτρεχε να αγκαλιάσει την Εγκουέν, αλλά του Πέριν του φάνηκε πως την είχε ακούσει, επίσης, να γελά χαμηλόφωνα Ήταν κάτι που τον μπέρδεψε, επειδή δεν του φαινόταν πως είχε σχέση με τη χαρά που ένιωθε η Νυνάβε ξαναβλέποντάς τους.

“Πού είναι ο Ραντ και ο Ματ;” ρώτησε ο Πέριν.

“Αλλού”, αποκρίθηκε η Μουαραίν και η Νυνάβε μουρμούρισε κάτι με έντονο τόνο, που έκανε την Εγκουέν να βγάλει μια κοφτή κραυγή. Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια- είχε ακούσει μέρος μιας βλαστήμιας, που θα έλεγαν αμαξάδες. Και φρικτής βλαστήμιας μάλιστα. “Το Φως να δώσει να είναι όλοι καλά”, συνέχισε η Άες Σεντάι, σαν να μην το είχε προσέξει.

“Κανένας μας δεν θα είναι καλά, αν μας βρουν οι Λευκομανδίτες. Αλλάξτε μανδύες και ανεβείτε στα άλογα”.

Ο Πέριν καβάλησε το άλογο που είχε φέρει η Νυνάβε μαζί με την Μπέλα. Η έλλειψη σέλας δεν τον δυσκόλεψε· δεν ίππευε συχνά όταν ήταν στο σπίτι του, αλλά και τότε σπάνια χρησιμοποιούσε σέλα. Ακόμα είχε το λευκό μανδύα, που τώρα τον είχε τυλίξει και τον είχε δέσει στη ζώνη του. Ο Πρόμαχος είχε πει πως έπρεπε να αφήσουν όσο το δυνατόν λιγότερα ίχνη για τους Λευκομανδίτες. Και πάλι του φαινόταν πως είχε την οσμή του Μπάυαρ.

Όταν ξεκίνησαν, με τον Πρόμαχο επικεφαλής πάνω στο ψηλό μαύρο επιβήτορά του, ο Πέριν ένιωσε άλλη μια φορά το άγγιγμα της Σταχτιάς στο μυαλό του. Κάποια μέρα πάλι. Ήταν περισσότερο αισθήσεις παρά λέξεις, με υπόσχεση για μια προαναγγελθείσα συνάντηση, με προσμονή για όσα θα έρχονταν, με καρτερικότητα γι’ αυτά που θα έρχονταν, όλα απλωμένα κατά στρώματα. Προσπάθησε να ρωτήσει πότε και γιατί, αδέξια μέσα στη βιασύνη και τον ξαφνικό φόβο του. Το ίχνος των λύκων έγινε πιο αχνό, ξεθώριασε. Οι αγωνιώδεις ερωτήσεις του είχαν μονάχα την ίδια βαριά απάντηση. Κάποια μέρα πάλι. Έμεινε μετέωρη στο νου του, πολύ ώρα μετά απ’ όταν σταμάτησε να αντιλαμβάνεται τους λύκους.

Ο Λαν τους οδηγούσε προς το νότο, αργά αλλά σταθερά. Ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να κάνουν γρήγορα σ’ αυτή την ερημιά κάτω από το πέπλο της νύχτας, με κυματιστές πλαγιές γεμάτες θάμνους, που τους έβλεπες μόνο όταν έμπαινες μέσα τους και πυκνά δέντρα, που πρόβαλλαν σκοτεινά κόντρα στον ουρανό. Δυο φορές ο Λαν τους άφησε για να ξαναγυρίσει πίσω, προς το απομεινάρι του φεγγαριού· μαζί με το άλογό του, έγιναν ένα με τη νύχτα πίσω τους. Και τις δύο φορές επέστρεψε αναφέροντας πως δεν είχε βρει ίχνη καταδίωξης.

Η Εγκουέν δεν άφηνε την Νυνάβε από κοντά της. Μιλούσαν μ’ απαλές φωνές όλο έξαψη και στ’ αυτιά του Πέριν έφταναν αποσπάσματα της συζήτησής τους. Και οι δύο φαίνονταν να έχουν αναθαρρήσει, σαν να είχαν ξαναβρεθεί στην πατρίδα. Ο Πέριν βρισκόταν στο τέλος της μικρής φάλαγγάς τους. Μερικές φορές η Σοφία έστριβε στη σέλα για να τον κοιτάξει και κάθε φορά αυτός της κουνούσε το χέρι, σαν να ήθελε να της πει πως όλα ήταν μια χαρά και έμενε στη θέση του. Είχε πολλά να σκεφτεί, αν και δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει τίποτα. Τι τους περίμενε. Τι τους περίμενε;

Του φάνηκε πως κόντευε να χαράξει, όταν τελικά η Μουαραίν έδωσε το πρόσταγμα να σταματήσουν. Ο Λαν βρήκε ένα ξεροπόταμο, όπου θα μπορούσε να ανάψει φωτιά στη γούβα μιας όχθης.

Τελικά τους επέτρεψαν να ξεφορτωθούν τους λευκούς μανδύες, θάβοντας τους σε μια τρύπα κοντά στη φωτιά. Ο Πέριν, όπως έκανε να πετάξει το μανδύα που είχε φορέσει, πρόσεξε τον κεντημένο χρυσό ήλιο στο στήθος και τα δύο χρυσά άστρα από κάτω. Άφησε το μανδύα να πέσει, σαν να τον είχε τσιμπήσει, κι έφυγε σκουπίζοντας τα χέρια στο παλτό του, για να καθίσει μόνος του.

“Τώρα”, είπε η Εγκουέν, ενώ ο Λαν γέμιζε την τρύπα με άμμο, “θα μου πει κανείς πού είναι ο Ραντ και ο Ματ;”

“Πιστεύω πως είναι στο Κάεμλυν”, είπε η Μουαραίν, προσέχοντας τα λόγια της, “ή κατευθύνονται εκεί”. Η Νυνάβε γρύλισε δυνατά, κοροϊδευτικά, αλλά η Άες Σεντάι συνέχισε, σαν να μην την είχε διακόψει. “Αν δεν είναι και πάλι θα τους βρω. Αυτό το υπόσχομαι”.

Έφαγαν αμίλητοι ψωμί και τυρί και ήπιαν καυτό τσάι. Ακόμα και ο ενθουσιασμός της Εγκουέν υποχώρησε μπροστά στην κούραση. Η Σοφία έβγαλε από την τσάντα της μια αλοιφή για τα σημάδια που είχαν αφήσει τα σχοινιά στους καρπούς της Εγκουέν και μια άλλη, διαφορετική, για τις άλλες μελανάδες της. Όταν πλησίασε τον Πέριν, ο οποίος καθόταν εκεί που έσβηνε το φως της φωτιάς, δεν σήκωσε τα μάτια της.

Στάθηκε κοιτάζοντας τον σιωπηλά για λίγη ώρα και μετά γονάτισε με την τσάντα πλάι της και είπε κοφτά, “Βγάλε το παλτό και το πουκάμισό σου, Πέριν. Μου είπαν ότι ένας Λευκομανδίτης σε είχε βάλει στο μάτι”.

Ο Πέριν υπάκουσε αργά, μισοχαμένος ακόμα στο μήνυμα της Σταχτιάς, ώσπου άκουσε την πνιχτή κραυγή της Νυνάβε. Την κοίταξε ξαφνιασμένος και ύστερα τα μάτια του στράφηκαν στο γυμνό του στήθος. Ήταν ένα πολύχρωμο χαλί, με τις καινούργιες, μπλαβιές κηλίδες να μισοκρύβουν τις παλαιότερες, που είχαν ξεθωριάσει παίρνοντας καφετιές και κίτρινες αποχρώσεις. Μόνο η πυκνή μάζα των μυών, που είχε κερδίσει δουλεύοντας στο σιδεράδικο του αφέντη Λούχαν, τον είχε γλιτώσει από σπασμένα πλευρά. Με το νου του γεμάτο λύκους, είχε καταφέρει να ξεχάσει ότι πονούσε, αλλά τώρα του το είχαν θυμίσει και ο πόνος άρπαξε την ευκαιρία να επιστρέψει. Ο Πέριν πήρε άθελά του μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τα χείλη για να μη βογκήξει.

“Πώς μπορεί να σε αντιπαθούσε τόσο;” απόρησε η Νυνάβε.

Σκότωσα δύο ανθρώπους. “Δεν ξέρω”, της είπε.

Η Νυνάβε έψαξε στην τσάντα της και ο Πέριν μόρφασε, όταν άρχισε να απλώνει μια λιγδερή αλοιφή στις μελανιές του. “Τριμμένος κισσός, πενταδάχτυλο και ρίζα ηλιόφαντου”, του είπε.

Ένιωσε κρύο και ζέστη την ίδια στιγμή και ανατρίχιασε, ενώ ο ιδρώτας κυλούσε, αλλά δεν παραπονέθηκε. Είχε ξαναδοκιμάσει τις αλοιφές και τα καταπλάσματα της Νυνάβε. Όπως τα δάχτυλα της έτριβαν απαλά το μίγμσα, η ζέστη και το κρύο χάθηκαν, παίρνοντας μαζί τους τον πόνο. Οτι μπλαβιές ουλές ξεθώριασαν και πήραν ένα καφέ χρώμα και οι καιφέ και οι κίτρινες μισόσβησαν και μερικές χάθηκαν τελείως. Δοκιμαστικά πήρε μια βαθιά ανάσα· δεν απέμενε, σχεδόν, ούτε σουβλιά.

“Ξαφνιάστηκες”, είπε η Νυνάβε. Και η ίδια φαινόταν κάπως ξαφνιασμένη και, κάτι παράξενο, φοβισμένη. “Άλλη φορά να πας σ’ αυτήν”.

“Δεν ξαφνιάστηκα”, πήγε να τη μαλακώσει, “απλώς φοβήθηκα”. Μερικές φορές οι αλοιφές της Νυνάβε δούλευαν γρήγορα και μερικές αργά, αλλά πάντα δούλευαν. “Τι... τι γίνεται με τον Ραντ και τον Ματ;”

Η Νυνάβε άρχισε να βάζει τα φιαλίδια και τα βαζάκια στην τσάντα· τα έχωνε μέσα με βία, σαν κάτι να κρατούσε αντίσταση. “Ο Ραντ κι ο Ματ είναι εντάξει, λέει. Θα τους βρούμε, λέει. Λέει, αυτή, πως είναι στο Κάεμλυν. Είναι, τόσο σημαντικό, που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, λέει, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Πολλά και διάφορα λέει”.

Ο Πέριν χαμογέλασε άθελά του. Ό,τι κι αν είχε αλλάξει, η Σοφία έμενε ίδια κι απαράλλαχτη και δεν είχαν γίνει στενές φίλες με την Άες Σεντάι.

Η Νυνάβε κοίταξε το πρόσωπό του και ξαφνικά πάγωσε. Άφησε την τσάντα της να πέσει και ζούληξε τα μάγουλα και το μέτωπό του. Ο Πέριν έκανε να τραβηχτεί, αλλά εκείνη έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια, ανασήκωσε τα βλέφαρά του και κοίταξε τα μάτια του μουρμουρίζοντας. Αν και ήταν μια σταλιά άνθρωπος, κρατούσε το κεφάλι του με άνεση· δεν ήταν εύκολο να ξεφύγεις από τη Νυνάβε, όταν δεν ήθελε να σε αφήσει.

“Δεν το καταλαβαίνω”, είπε τελικά, τον άφησε και γονάτισε. “Αν ήταν κιτρινομάτικος πυρετός, δεν θα στεκόσουν στα πόδια σου. Αλλά δεν έχεις πυρετό και το ασπράδι των ματιών σου δεν κιτρίνισε, μονάχα οι ίριδες”.

“Κίτρινες;” είπε η Μουαραίν και ο Πέριν και η Νυνάβε τινάχτηκαν. Η Άες Σεντάι είχε πλησιάσει τελείως αθόρυβα. Ο Πέριν είδε ότι η Εγκουέν κοιμόταν πλάι στη φωτιά, κουκουλωμένη με τους μανδύες της. Και τα δικά του μάτια πήγαιναν να κλείσουν από μόνα τους.

“Δεν είναι τίποτα”, είπε, αλλά η Μουαραίν τον έπιασε από το πηγούνι και του γύρισε το πρόσωπο για να τον κοιτάξει στα μάτια, όπως είχε κάνει η Νυνάβε. Εκείνος αποτραβήχτηκε εκνευρισμένος. Οι δύο γυναίκες του φέρονταν σαν να ήταν παιδί. “Δεν είναι τίποτα, είπα”.

“Δεν είχε προλεχθεί αυτό”. Η Μουαραίν μίλησε σαν να μονολογούσε. Τα μάτια της έμοιαζαν να κοιτάζουν κάτι πέρα από τον Πέριν. “Κάτι που προορίζεται να υφανθεί, ή μια αλλαγή στο Σχήμα; Αν είναι αλλαγή, από ποιο χέρι; Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει. Αυτό πρέπει να γίνει”.

“Ξέρεις τι είναι;” ρώτησε απρόθυμα η Νυνάβε και ύστερα κοντοστάθηκε. “Μπορείς να κάνεις τίποτα; Αυτή τη Θεραπεία που λες;” Έμοιαζε να της βγάζουν με το ζόρι αυτή την παράκληση για βοήθεια, την παραδοχή πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

Ο Πέριν κοίταξε τις δύο γυναίκες. “Αν θέλετε να μιλήσετε για μένα, μιλήστε σε μένα. Εδώ μπροστά σας κάθομαι”. Δεν του έριξαν ούτε ματιά.

“Θεραπεία;” Η Μουαραίν χαμογέλασε. “Η Θεραπεία δεν μπορεί να κάνει τίποτα εδώ. Δεν είναι ασθένεια και δεν θα...” Δίστασε να συνεχίσει. Έριξε τότε μια ματιά στον Πέριν, μια κλεφτή ματιά, που έλεγε πως μετάνιωνε για πολλά. Το βλέμμα, όμως, δεν ήταν γι’ αυτόν και η Μουαραίν στράφηκε πάλι στη Νυνάβε και μουρμούρισε ξινά, “Πήγα να πω ότι δεν θα τον βλάψει. Μα ποιος ξέρει, άραγε, πώς θα είναι το τέλος; Τουλάχιστον μπορώ να του πω ότι δεν θα τον βλάψει άμεσα”.

Η Νυνάβε σηκώθηκε, ξεσκόνισε τα γόνατά της και στάθηκε αντικριστά με την Άες Σεντάι. “Αυτό δεν φτάνει. Αν έχει κάποιο πρόβλημα—”

“Αυτό που είναι, είναι. Αυτό που υφάνθηκε δεν αλλάζει πια”. Η Μουαραίν γύρισε απότομα την πλάτη. “Πρέπει να κοιμηθούμε όσο μπορούμε και να φύγουμε μόλις χαράζει. Αν το χέρι του Σκοτεινού δυναμώσει πολύ... Πρέπει να φτάσουμε γρήγορα στο Κάεμλυν”.

Η Νυνάβε άρπαξε θυμωμένη την τσάντα της κι έφυγε, πριν προλάβει ο Πέριν να πει λέξη. Έκανε να βλαστημήσει, αλλά μια σκέψη τον χτύπησε σαν γροθιά και στάθηκε βουβός, με το στόμα ανοιχτό. Η Μουαραίν ήξερε. Η Άες Σεντάι ήξερε για τους λύκους. Και σκεφτόταν πως, ίσως, ήταν έργο του Σκοτεινού. Ο Πέριν ένιωσε ρίγος. Ξανάβαλε βιαστικά το πουκάμισο, το έχωσε αδέξια στο παντελόνι του και ξαναφόρεσε το παλτό και το μανδύα. Τα ρούχα κάθε άλλο παρά βοήθησαν· ένιωθε να τον περονιάζει το κρύο ως τα κόκαλα, το μεδούλι του ήταν σαν παγωμένη σούπα Ο Λαν κάθισε σταυρσπόδι στο χώμα, ρίχνοντας πίσω το μανδύα του. Ο Πέριν χάρηκε γι’ αυτό. Ήταν δυσάρεστη η αίσθηση, όταν το βλέμμα του παραμέριζε αντί να σταθεί στον Πρόμαχο.

Γι’ αρκετή ώρα έμειναν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Οι τραχιές γραμμές του προσώπου του Λαν δεν αποκάλυπταν τίποτα, αλλά στα μάτια του ο Πέριν νόμισε πως έβλεπε... κάτι. Συμπόνια; Περιέργεια; Και τα δύο;

“Ξέρεις;” είπε, και ο Λαν ένευσε.

“Ξέρω λίγα, όχι τα πάντα. Απλώς σου ήρθε, ή συνάντησες κάποιον οδηγό, έναν ενδιάμεσο;”

“Συναντήσαμε κάποιον”, είπε αργά ο Πέριν. Ξέρει, αλλά μήπως πιστεύει ό,τι και η Μουαραίν; “Είπε ότι τον έλεγαν Ιλάυας. Ιλάυας Ματσίρα”. Ο Λαν ανάσανε βαθιά και ο Πέριν του τον κοίταξε κοφτά. “Τον ξέρεις;” “Τον ήξερα. Μου έμαθε πολλά, για τη Μάστιγα και γι’ αυτό”. Ο Λαν άγγιξε τη θήκη του σπαθιού του. “Ήταν Πρόμαχος, πριν... πριν από αυτό που συνέβη. Το Κόκκινο Άτζα...” Κοίταξε τη Μουαραίν, που ξάπλωνε μπροστά στη φωτιά.

Απ’ όσο θυμόταν ο Πέριν, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τον Πρόμαχο σε αβεβαιότητα. Στη Σαντάρ Λογκόθ και όταν αντιμετώπιζε Ξέθωρους και Τρόλοκ, ο Λαν ακτινοβολούσε αυτοπεποίθηση και δύναμη. Τώρα δεν φοβόταν ―ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό— μα ένιωθε επιφυλακτικός, σαν να μην ήθελε να πει πολλά. Σαν να υπήρχε κίνδυνος σ’ αυτά που θα έλεγε.

“Έχω ακούσει για το Κόκκινο Άτζα”, είπε στον Λαν.

“Και σίγουρα τα πιο πολλά είναι λάθος. Πρέπει να καταλάβεις πως υπάρχουν... φατρίες μέσα στην Ταρ Βάλον. Μερικές θέλουν να πολεμήσουν τον Σκοτεινό με έναν τρόπο, μερικές με άλλον. Ο στόχος είναι ίδιος, αλλά οι διαφορές... οι διαφορές σημαίνουν πως μπορεί να αλλάξουν ζωές, ή να χαθούν. Ζωές ανθρώπων, ή εθνών. Είναι καλά ο Ιλάυας;”

“Έτσι νομίζω. Οι Λευκομανδίτες είπαν ότι τον σκότωσαν, αλλά η Σταχτιά―” Ο Πέριν κοίταξε αμήχανα τον Πρόμαχο. “Δεν ξέρω”. Ο Λαν φάνηκε να το δέχεται απρόθυμα και αυτό του έδωσε θάρρος να συνεχίσει. “Αυτή η επικοινωνία με τους λύκους. Η Μουαραίν δείχνει να πιστεύει ότι είναι κάτι που... κάτι που έκανε ο Σκοτεινός. Δεν είναι έτσι, ε;” Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Ιλάυας ήταν Σκοτεινόφιλος.

Ο Λαν όμως κοντοστάθηκε και στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του Πέριν, κρύοι κόμποι, που τους πάγωνε η νύχτα. Όταν πια ο Πρόμαχος μίλησε, ο ιδρώτας κυλούσε στα μάγουλά του.

“Όχι καθ’ εαυτό, όχι. Μερικοί έτσι πιστεύουν, αλλά κάνουν λάθος· ήταν αρχαίο και είχε χαθεί πολύ πριν βρεθεί ο Σκοτεινός. Αλλά τι σου λέει αυτή η τύχη, σιδερά; Μερικές φορές το Σχέδιο έχει μια τυχαιότητα ―τουλάχιστον για τα δικά μας μάτια— αλλά πόσο πιθανό ήταν να συναντήσεις κάποιον που να μπορεί να σε καθοδηγήσει σ’ αυτό το πράγμα κι εσύ να μπορείς να ακολουθήσεις την καθοδήγησή του; Το Σχήμα φτιάχνει έναν Μεγάλο Ιστό, αυτό που κάποιοι λένε Δαντέλα των Εποχών, κι εσείς οι τρεις είστε κρίσιμοι σ’ αυτό. Δεν νομίζω πως έχει απομείνει καθόλου τύχη στη ζωή σας. Έχεις επιλεχθεί, λοιπόν; Κι αν ναι, τότε από το Φως, ή από τη Σκιά;”

“Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να μας αγγίξει, παρά μόνο αν τον ονομάσουμε”. Ο Πέριν αμέσως σκέφτηκε τα όνειρα με τον Μπα’άλζαμον, τα όνειρα που ήταν κάτι παραπάνω από όνειρα. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. “Δεν μπορεί”.

“Πεισματάρης σαν βράχος”, είπε συλλογισμένα ο Πρόμαχος. “Μπορεί να είσαι αρκετά πεισματάρης για να σώσεις τη ζωή σου στο τέλος. Μην ξεχνάς σε τι καιρούς ζούμε, σιδερά. Μην ξεχνάς τι σου είπε η Μουαραίν. Σ’ αυτούς τους καιρούς πολλά σπάνε και χάνονται. Παλιοί φραγμοί εξασθενούν, παλιά τείχη γκρεμίζονται. Οι φραγμοί ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που ήταν, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα είναι”. Η φωνή του πήρε πένθιμη χροιά. “Οι τοίχοι της φυλακής του Σκοτεινού. Ίσως αυτό να είναι το τέλος μιας Εποχής. Ίσως, πριν πεθάνουμε, δούμε μια νέα Εποχή να γεννιέται. Ή ίσως να είναι το τέλος των Εποχών, το τέλος του ίδιου του χρόνου. Το τέλος του κόσμου”. Ξαφνικά χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν σκοτεινό σαν κατσούφιασμα. “Μα δεν είναι δική μας έγνοια αυτό, ε, σιδερά; Θα πολεμήσουμε τη Σκιά όσο υπάρχει ανάσα μέσα μας, κι αν μας βάλει κάτω, θα πέσουμε, παλεύοντας με νύχια και με δόντια. Εσείς από το Πεδίο του Έμοντ είστε τόσο πεισματάρηδες που δεν παραδίνεστε. Μην φοβάσαι μήπως ο Σκοτεινός άγγιξε τη ζωή σου. Τώρα είσαι πάλι ανάμεσα σε φίλους. Μην ξεχνάς ότι ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει και αυτό ούτε κι ο Σκοτεινός δεν μπορεί να το αλλάξει, αφού έχετε και τη Μουαραίν να σας προσέχει. Αλλά θα πρέπει να βρούμε σύντομα τους φίλους σου”.

“Τι θες να πεις;”

“Δεν έχουν Άες Σεντάι με την Αληθινή Πηγή για να τους προστατεύει. Σιδερά, ίσως οι τοίχοι να εξασθένισαν αρκετά για να αγγίζει τα γεγονότα ο ίδιος ο Σκοτεινός. Όχι με ελεύθερο το χέρι, αλλιώς τώρα θα είχαμε χαθεί, αλλά ίσως να επηρεάζει λιγάκι τα νήματα. Μια τυχαία στροφή σε μια γωνία, αντί σε άλλη, μια τυχαία συνάντηση, μια τυχαία λέξη, ή κάτι που μοιάζει με τύχη και μπορεί να βρεθούν τόσο βαθιά στη Σκιά, που ακόμα και η Μουαραίν να μην μπορεί να τους φέρει πίσω”.

“Πρέπει να τους βρούμε”, είπε ο Πέριν και ο Πρόμαχος άφησε ένα γέλιο σαν βρυχηθμό.

“Τι λέω τόση ώρα; Πέσε να κοιμηθείς λίγο, σιδερά”. Ο μανδύας του Λαν τον κουκούλωσε πάλι, καθώς σηκωνόταν. Στο αμυδρό φως από τη φωτιά και το φεγγάρι έμοιαζε σχεδόν ένα με τις σκιές πιο πίσω. “Θα είναι δύσκολες οι μέρες ως το Κάεμλυν. “Προσευχήσου να τους βρούμε εκεί”.

“Αλλά η Μουαραίν... δεν μπορεί να τους βρει παντού; Λέει ότι μπορεί”.

“Μπορεί όμως να τους βρει εγκαίρως; Αν ο Σκοτεινός είναι τόσο δυνατός, που να βάζει ο ίδιος το χέρι του, τότε το τέλος είναι κοντά. Προσευχήσου να τους βρούμε στο Κάεμλυν, σιδερά, αλλιώς μπορεί να χαθούν τα πάντα”.

Загрузка...