43 Αποφάσεις και Εμφανίσεις

Η Άες Σεντάι φάνηκε να καταλαβαίνει τι εννοούσε ο Λόιαλ, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Λόιαλ κοίταξε το πάτωμα κι έτριψε το χείλος του μ’ ένα χοντρό δάχτυλο, σαν να ντρεπόταν για το ξέσπασμά του. Κανένας δεν ήθελε να μιλήσει.

“Γιατί;” ρώτησε τελικά ο Ραντ. “Γιατί Θα πεθάνουμε; Τι είναι οι Οδοί;”

Ο Λόιαλ κοίταξε τη Μουαραίν. Εκείνη γύρισε και πήρε μια καρέκλα μπροστά στο τζάκι. Το γατάκι τεντώθηκε, με τα νύχια του να ξύνουν την πέτρα του τζακιού κι έπειτα προχώρησε νωχελικά για να τρίψει το κεφάλι του στους αστραγάλους της. Η Μουαραίν το έξυσε πίσω από τα αυτιά με το δάχτυλο. Το γουργούρισμα της γάτας ηχούσε σαν παράξενη αντίστιξη στην ήρεμη φωνή της Άες Σεντάι. “Εσύ έχεις τη γνώση, Λόιαλ Οι Οδοί είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για μας, ο μόνος τρόπος για να σταματήσουμε τον Σκοτεινό, πρόσκαιρα έστω, αλλά εσύ έχεις δικαίωμα να μιλήσεις”.

Τα λεγόμενά της δεν φάνηκαν να καθησυχάζουν τον Ογκιρανό. Ανακάθισε άβολα στην πολυθρόνα του, πριν αρχίσει να μιλά. “Τον Καιρό της Τρέλας, τη στιγμή που ο κόσμος τσακιζόταν, η γη ήταν σε αναταραχή και οι άνθρωποι σκορπίζονταν, σαν σκόνη στον άνεμο. Κι εμείς οι Ογκιρανοί σκορπίσαμε, διωχτήκαμε από τα στέντιγκ, βγήκαμε στην Εξορία και τη Μακρά Περιπλάνηση, τότε που η Λαχτάρα σφράγισε τις καρδιές μας”. ’Εριξε άλλη μια λοξή ματιά στη Μουαραίν. Τα μακριά φρύδια του κατέληγαν σε δυο μυτερές τούφες. “Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί συνοπτικά. Πρέπει να μιλήσω για τους άλλους, τώρα, για εκείνους τους λίγους Ογκιρανούς που έμειναν στα στέντιγκ τους, ενώ τριγύρω τους ο κόσμος διαλυόταν. Και για τους Άες Σεντάι” ―τώρα απέφυγε να κοιτάξει τη Μουαραίν- “τους άνδρες Άες Σεντάι, που πέθαιναν, ενώ την ίδια στιγμή κατέστρεφαν τον κόσμο μέσα στην τρέλα τους. Σε κείνους τους Άες Σεντάι —εκείνους που είχαν κατορθώσει να αποφύγουν την τρέλα— τα στέντιγκ πρώτα πρόσφεραν άσυλο. Πολλοί το δέχτηκαν, επειδή στα στέντιγκ θα προστατεύονταν από το μίασμα του Σκοτεινού, που σκότωνε τους ομοίους τους. Αλλά ήταν αποκομμένοι από την Αληθινή Πηγή. Δεν ήταν μόνο το ότι δεν μπορούσαν πια να χειριστούν τη Μία Δύναμη, ή να αγγίξουν την Πηγή· δεν μπορούσαν πια να νιώσουν καν ότι η Πηγή υπήρχε. Στο τέλος, κανένας τους δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την απομόνωση και ένας-ένας έφυγαν από τα στέντιγκ, ελπίζοντας ότι το μίασμα θα είχε πια φύγει. Δεν έφυγε ποτέ”.

“Μερικοί στην Ταρ Βάλον”, είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν, “ισχυρίζονται πως το άσυλο των Ογκιρανών παρέτεινε το Τσάκισμα και το επιδείνωσε. Άλλοι λένε πως, αν όλοι αυτοί οι άνδρες είχαν τρελαθεί μονομιάς, δεν θα είχε απομείνει τίποτα στον κόσμο. Εγώ ανήκω στο Γαλάζιο Άτζα. Αντίθετα από το Κόκκινο Άτζα, δεχόμαστε τη δεύτερη άποψη. Το άσυλο βοήθησε να σωθεί ό,τι μπορούσε να σωθεί. Συνέχισε, σε παρακαλώ”.

Ο Λόιαλ ένευσε με ευγνωμοσύνη. Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως είχε ξεφορτωθεί κάτι που τον βάραινε.

“Όπως έλεγα”, συνέχισε ο Ογκιρανός, “οι Άες Σεντάι, οι άνδρες Άες Σεντάι, έφυγαν. Πριν φύγουν, όμως, έκαναν ένα δώρο στους Ογκιρανούς για να τους ευχαριστήσουν για το άσυλο. Τις Οδούς. Μπαίνεις από μια Πύλη, περπατάς για μια μέρα και μπορείς να βγεις από μια άλλη Πύλη, εκατό μίλια πιο πέρα από κει που ξεκίνησες. Ή πεντακόσια. Ο χρόνος και η απόσταση είναι παράξενα στις Οδούς. Διαφορετικές διαδρομές, διαφορετικές γέφυρες, οδηγούν σε διαφορετικά μέρη και ο χρόνος που θα κάνεις για να φτάσεις εξαρτάται από τη διαδρομή που θα ακολουθήσεις. Ήταν ένα λαμπρό δώρο και με το πέρασμα του καιρού έγινε ακόμα λαμπρότερο, επειδή οι Οδοί δεν είναι μέρος του κόσμου που βλέπουμε γύρω μας, ούτε ίσως κανενός άλλου κόσμου, πέρα από αυτές τις ίδιες. Οι Ογκιρανοί που δέχτηκαν αυτό το δώρο, όταν ήθελαν να πάνε σε άλλο στέντιγκ, δεν ήταν αναγκασμένοι να ταξιδεύουν στον κόσμο, εκεί που οι άνθρωποι πολεμούσαν σαν ζώα για να ζήσουν, αλλά, επίσης, μέσα στις Οδούς δεν υπήρχε το Τσάκισμα. Η γη ανάμεσα σε δύο στέντιγκ μπορεί να είχε ανοίξει, γεμίζοντας βαθιά φαράγγια, ή να υψωνόταν, σχηματίζοντας οροπέδια, αλλά στην Οδό ανάμεσά τους δεν υπήρχε αλλαγή.

“Όταν έφυγαν από τα στέντιγκ και οι τελευταίοι Άες Σεντάι, έδωσαν στους Πρεσβύτερους ένα κλειδί, ένα φυλακτό, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθούν κι άλλα. Οι Οδοί και οι Πύλες είναι, κατά κάποιον τρόπο, κάτι ζωντανό. Δεν το καταλαβαίνω, κανένας Ογκιρανός δεν το καταλαβαίνει και, απ’ ό,τι ακούω, ακόμα και οι Άες Σεντάι τις έχουν ξεχάσει. Με τα χρόνια, η Εξορία μας πήρε τέλος. Όταν οι Ογκιρανοί που είχαν πάρει το δώρο των Άες Σεντάι έβρισκαν ένα στέντιγκ, στο οποίο οι Ογκιρανοί είχαν επιστρέψει από τη Μακρά Περιπλάνηση, άνοιγαν μια Οδό προς αυτό. Με τη λιθοδομία που είχαμε μάθει στην Εξορία, χτίσαμε πόλεις για τους ανθρώπους και κάναμε τα άλση, για να ευφραίνονται οι Ογκιρανοί που δούλευαν, ώστε να μην τους πνίγει η Λαχτάρα. Ανοίξαμε Οδούς προς αυτά τα άλση. Υπήρχε ένα άλσος και μια Πύλη στο Μάφαλ Ντανταράνελ, αλλά ισοπέδωσαν εκείνη την πόλη στους Πολέμους των Τρόλοκ, δεν άφησαν πέτρα επί πέτρας και έκοψαν το άλσος για να ανάψουν τις φωτιές οι Τρόλοκ”. Η φωνή του δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το ποιο ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα.

“Είναι ουσιαστικά αδύνατο να καταστραφούν οι Πύλες”, είπε η Μουαραίν, “και σχεδόν το ίδιο ισχύει για την ανθρωπότητα. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι στο Φαλ Ντάρα, αν και δεν είναι πια η σπουδαία πόλη που έκτισαν οι Ογκιρανοί και η Πύλη στέκεται ακόμα”.

“Πώς τις έφτιαξαν”, ρώτησε η Εγκουέν. Κοίταζε μπερδεμένη και τη Μουαραίν και τον Λόιαλ. “Οι άνδρες Άες Σεντάι. Αν δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη Μία Δύναμη μέσα στο στέντιγκ, πώς μπορούσαν να φτιάξουν τις Οδούς; Ή μήπως δεν χρησιμοποίησαν τη Δύναμη; Το δικό τους μέρος της Αληθινής Πηγής ήταν μιασμένο.

Είναι μιασμένο. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτά που μπορούν να κάνουν οι Άες Σεντάι, ακόμα. Ίσως να είναι χαζή η ερώτηση”.

Ο Λόιαλ της εξήγησε. “Κάθε στέντιγκ έχει Πύλη στα σύνορά του, αλλά απ’ έξω. Η ερώτησή σου δεν είναι χαζή. Βρήκες το λόγο που δεν τολμούμε να ταξιδέψουμε στις Οδούς. Όσο ζω και από ακόμα πιο παλιά, κανένας Ογκιρανός δεν έχει χρησιμοποιήσει τις Οδούς. Με διάταγμα των Πρεσβύτερων, όλων των Πρεσβύτερων όλων των στέντιγκ, κανένας δεν μπορεί, είτε άνθρωπος, είτε Ογκιρανός.

Οι Οδοί έγιναν από άνδρες που χειρίζονταν τη Δύναμη, την οποία είχε ρυπάνει ο Σκοτεινός. Πριν από χίλια χρόνια περίπου, στον Εκατονταετή Πόλεμο, όπως τον αποκαλείτε, οι Οδοί άρχισαν να αλλάζουν. Τόσο αργά στην αρχή, που κανένας δεν το πρόσεξε· νότισαν και σκοτείνιασαν. Έπειτα έπεσε σκοτάδι κοντά στις γέφυρες. Μερικοί που μπήκαν δεν ξαναφάνηκαν ποτέ. Οι ταξιδιώτες έλεγαν ότι κάτι τους παρακολουθούσε από το σκοτάδι. Ο αριθμός των εξαφανισμένων μεγάλωσε και μερικοί που βγήκαν είχαν τρελαθεί και παραληρούσαν για το Μάτσιν Σιν, το Μαύρο Ανεμο. Οι Άες Σεντάι Θεραπεύτριες μπορούσαν να βοηθήσουν μερικούς, αλλά, ακόμα και με τη βοήθειά τους, δεν ξανάγιναν εντελώς καλά. Και δεν θυμόνταν τι είχε συμβεί. Αλλά ήταν σαν το σκοτάδι να είχε ποτίσει τα κόκαλά τους. Ποτέ δεν ξαναγέλασαν και φοβόντουσαν τον ήχο του ανέμου”.

Για λίγο απλώθηκε σιωπή, με μόνη εξαίρεση τη γάτα που γουργούριζε δίπλα στην καρέκλα της Μουαραίν και το τριζοβόλημα της φωτιάς που τίναζε σπίθες. Έπειτα η Νυνάβε ξέσπασε θυμωμένα, “Και περιμένεις να σε ακολουθήσουμε σ’ αυτό; Μου φαίνεται τρελάθηκες!”

“Τι θα διάλεγες στη θέση του; “Τους Λευκομανδίτες μέσα στο Κάεμλυν, ή τους Τρόλοκ απ’ έξω; Μην ξεχνάς ότι από μόνη της η παρουσία μου προσφέρει κάποια προστασία από τα έργα του Σκοτεινού”.

Η Νυνάβε έγειρε πίσω με ένα στεναγμό αγανάκτησης.

“Ακόμα δεν μου εξήγησες”, είπε ο Λόιαλ, “γιατί να παραβιάσω το διάταγμα των Πρεσβύτερων. Και δεν έχω καμία επιθυμία να μπω στις Οδούς. Αν και είναι συχνά λασπωμένοι, οι δρόμοι των ανθρώπων με εξυπηρέτησαν αρκετά καλά από τότε που άφησα το Στέντιγκ Σανγκτάι”.

“Η ανθρωπότητα και οι Ογκιρανοί, ό,τι είναι ζωντανό, βρίσκεται σε πόλεμο με τον Σκοτεινό”, είπε η Μουαραίν. “Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν το γνωρίζει αυτό ακόμα κι από τους λίγους που το ξέρουν οι περισσότεροι δίνουν αψιμαχίες και τις νομίζουν μάχες. Ενώ ο κόσμος αρνείται να το πιστέψει, ο Σκοτεινός ίσως βρίσκεται στα πρόθυρα της νίκης. Υπάρχει αρκετή δύναμη στον Οφθαλμό του Κόσμου για να ανοίξει τη φυλακή του. Αν ο Σκοτεινός βρήκε τρόπο να κάμψει τον Οφθαλμό του Κόσμου στη βούλησή του...”

Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν αναμένες οι λάμπες του δωματίου. Σουρούπωνε στο Κάεμλυν και η φωτιά του τζακιού δεν έδινε αρκετό φως. Δεν ήθελε καθόλου σκιές στο δωμάτιο.

“Τι μπορούμε να κάνουμε;” ξέσπασε ο Ματ. “Γιατί είμαστε τόσο σημαντικοί; Γιατί πρέπει να πάμε στη Μάστιγα; Στη Μάστιγα!”

Η φωνή της Μουαραίν δεν υψώθηκε, αλλά γέμισε το δωμάτιο επιβλητική. Η καρέκλα της πλάι στο τζάκι ξαφνικά έμοιασε με θρόνο. Ξαφνικά, ακόμα και η Μοργκέις θα ωχριούσε μπροστά της. “Ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε να προσπαθήσουμε. Αυτό που μοιάζει τυχαίο, συχνά είναι το Σχήμα. Τρία νήματα ήρθαν εδώ και το καθένα δίνει μια προειδοποίηση: ο Οφθαλμός. Δεν μπορεί να είναι τύχη· είναι το Σχήμα, Εσείς οι τρεις δεν διαλέξατε, σας διάλεξε το Σχήμα. Και είστε εδώ, όπου ο κίνδυνος είναι γνωστός. Μπορείτε να παραμερίσετε, καταδικάζοντας ίσως τον κόσμο. Το να τρέξετε και να κρυφτείτε δεν θα σας σώσει από το πλέξιμο του Σχήματος. Ή μπορείτε να προσπαθήσετε. Μπορείτε να πάτε στον Οφθαλμό του Κόσμου, τρεις Τα’βίρεν, τρία κέντρα του Ιστού, βαλμένα εκεί που βρίσκεται ο κίνδυνος. Ας υφανθεί το Σχέδιο γύρω σας εκεί και ίσως σώσετε τον κόσμο από τη Σκιά. Η εκλογή είναι δική σας. Δεν μπορώ να σας αναγκάσω να πάτε”.

“Θα πάω”, είπε ο Ραντ, προσπαθώντας να δείξει σιγουριά. Όμως, όσο κι αν πάσχιζε να βρει το κενό, το μυαλό του ήταν γεμάτο εικόνες. Ο Ταμ και η αγροικία και το κοπάδι στο λιβάδι. Ήταν ωραία ζωή· ποτέ δεν είχε θελήσει κάτι παραπάνω. Ανακουφίστηκε ―δεν ήταν μεγάλη η ανακούφιση― όταν άκουσε τον Πέριν και τον Ματ να προσθέτουν και τη δική τους συμφωνία. Κι αυτοί ακούγονταν να μιλούν με το στόμα ξερό.

“Φαντάζομαι πως ούτε η Εγκουέν ούτε εγώ έχουμε άλλη επιλογή”, είπε η Νυνάβε.

Η Μουαραίν ένευσε. “Είστε κι εσείς οι δύο μέρος του Σχήματος. Ίσως όχι τα’βίρεν ―ίσως— αλλά πάντως είστε δυνατές. Το ήξερα από το Μπάερλον. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως τώρα το ξέρουν και οι Ξέθωροι. Και ο Μπα’άλζαμον. Όμως έχετε την ίδια επιλογή που έχουν και οι νεαροί. Μπορείτε να μείνετε εδώ, ή να συνεχίσετε για την Ταρ Βάλον, όταν φύγουμε οι υπόλοιποι”.

“Να μείνουμε πίσω!” αναφώνησε η Εγκουέν. “Να σας αφήσουμε σε τόσους κινδύνους κι εμείς να κρυφτούμε κάτω από τις κουβέρτες; Εγώ δεν μένω!” Έπιασε το βλέμμα της Άες Σεντάι και συγκρατήθηκε λίγο, αλλά δεν υποχώρησε. “Δεν μένω”, μουρμούρισε πεισματικά.

“Ε, αυτό σημαίνει ότι και οι δύο θα σας συνοδεύσουμε”. Η φωνή της Νυνάβε είχε έναν τόνο παραίτησης, αλλά τα μάτια της έλαμψαν, όταν πρόσθεσε, “Χρειάζεσαι τα βότανά μου, Άες Σεντάι, εκτός αν απέκτησες κάποια ικανότητα που δεν ξέρω”. Η φωνή της έκρυβε μια πρόκληση, την οποία ο Ραντ δεν καταλάβαινε, αλλά η Μουαραίν απλώς ένευσε και στράφηκε στον Ογκιρανό.

“Λοιπόν, Λόιαλ, γιε του Άρεντ, του γιου του Χάλαν;”

Ο Λόιαλ ανοιγόκλεισε δυο φορές το στόμα του, με τα αυτιά του να σαλεύουν και μετά μίλησε. “Ε, ναι. Ο Θαλερός. Ο Οφθαλμός του Κόσμου. Αναφέρονται στα βιβλία, φυσικά, μα νομίζω ότι πολύ καιρό έχει να τους δει κάποιος Ογκιρανός με τα μάτια του. Φαντάζομαι... Μα πρέπει να πάμε από τις Οδούς;” Η Μουαραίν ένευσε και τα μακριά φρύδια του έγειραν, ώσπου οι άκρες τους άγγιξαν τα μάγουλά του. “Πολύ καλά, λοιπόν. Μου φαίνεται πως θα πρέπει να σας οδηγήσω. Ο Πρεσβύτερος Χάμαν θα έλεγε πως αυτό ακριβώς μου αξίζει, επειδή δεν κάθομαι ούτε μια στιγμή ήσυχος”.

“Κάναμε τις επιλογές μας, λοιπόν”, είπε η Μουαραίν. “Και τώρα που τις κάναμε, πρέπει να αποφασίσουμε το τι και το πώς”.

Ξενύχτησαν, καταστρώνοντας τα σχέδιά τους. Την πιο πολλή δουλειά την έκανε η Μουαραίν, με τις συμβουλές του Λόιαλ σχετικά με τις Οδούς, αλλά άκουγε τις ερωτήσεις και τις υποδείξεις όλων τους. Όταν νύχτωσε, ήρθε και ο Λαν, προσθέτοντας τα δικά του σχόλια με τη σκληρή σαν σίδερο, αργόσυρτη μιλιά του. Η Νυνάβε έκανε έναν κατάλογο με τις προμήθειες που θα χρειάζονταν και βουτούσε την πένα στο μελανοδοχείο με σταθερό χέρι, αν και συνεχώς μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της.

Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να συγκρατηθεί όπως η Σοφία. Βημάτιζε ασταμάτητα πάνω-κάτω, σαν να είχε δύναμη κι έπρεπε να εκτονωθεί, αλλιώς θα έσκαγε. Ήξερε πως είχε πάρει πια την απόφασή του, ήξερε ότι ήταν η μόνη που μπορούσε να πάρει με τα στοιχεία που διέθετε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι του άρεσε αυτό που είχε αποφασίσει. Η Μάστιγα. Το Σάγιολ Γκουλ ήταν κάπου στη Μάστιγα, πέρα από τις Ρημαγμένες Χώρες.

Έβλεπε την ίδια ανησυχία στα μάτια του Ματ, τον ίδιο φόβο που ήξερε πως ήταν και στα δικά του. Ο Ματ καθόταν με τα χέρια σφιγμένα, με τις αρθρώσεις τους κάτασπρες. Του Ραντ του φαινόταν πως, αν τα άφηνε, θα έτρεχαν να αρπάξουν το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ.

Στο πρόσωπο του Πέριν δεν υπήρχε η παραμικρή ανησυχία, αλλά αυτό που υπήρχε ήταν χειρότερο: μια μάσκα κούρασης και παραίτησης. Ο Πέριν έμοιαζε σαν να είχε πολεμήσει με κάτι, ώσπου δεν μπορούσε να το πολεμήσει άλλο πια και περίμενε να τον αποτελειώσει. Όμως, μερικές φορές...

“Κάνουμε αυτό που πρέπει”, Ραντ, είπε. “Η Μάστιγα:.. Για μια στιγμή εκείνα τα κίτρινα μάτια φωτίστηκαν από ενθουσιασμό, άστραψαν μέσα στην αναλλοίωτη κούραση του προσώπου του, σαν να είχαν δική τους ζωή, ξέχωρη από τον μεγαλόσωμο μαθητευόμενο σιδερά. “Έχει καλό κυνήγι στη Μάστιγα”, ψιθύρισε. Έπειτα ανατρίχιασε, σαν μόλις να είχε ακούσει τα λόγια του και πάλι στο πρόσωπό του φάνηκε η έκφραση παραίτησης.

Και η Εγκουέν. Ο Ραντ την πήρε στην άκρη κάποια στιγμή, κοντά στο τζάκι για να μην ακούγονται από τους άλλους, που οργάνωναν τις προετοιμασίες στο τραπέζι. “Εγκουέν, θα...” Τα μάτια της, σαν μεγάλες μαύρες λιμνούλες που τον παράσερναν, τον έκαναν να σταματήσει και να ξεροκαταπιεί. “Εμένα κυνηγά ο Σκοτεινός, Εγκουέν. Εμένα και τον Ματ και τον Πέριν. Δεν με νοιάζει τι λέει η Μουαραίν Σεντάι. Το πρωί εσύ και η Νυνάβε μπορείτε να ξεκινήσετε για την πατρίδα, ή για την Ταρ Βάλον, ή για όπου θέλετε να πάτε και κανένας δεν θα σας εμποδίσει. Ούτε οι Τρόλοκ, ούτε οι Ξέθωροι, ούτε κανείς. Αρκεί να μην είστε μαζί μας. Πήγαινε σπίτι, Εγκουέν. Ή πήγαινε στην Ταρ Βάλον. Αλλά φύγε”.

Περίμενε πως θα του έλεγε ότι είχε κι αυτή το ίδιο δικαίωμα να πάει όπου ήθελε, ότι ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να της λέει τι να κάνει. Προς έκπληξή του, του χαμογέλασε και του άγγιξε το μάγουλο.

“Σ’ ευχαριστώ, Ραντ”, του είπε με απαλή φωνή. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια και έκλεισε το στόμα, καθώς η Εγκουέν συνέχιζε. “Ξέρεις όμως ότι δεν μπορώ. Η Μουαραίν Σεντάι μας είπε τι είδε η Μιν στο Μπάερλον. Έπρεπε να μου είχες πα ποια ήταν η Μιν. Νόμιζα... Τέλος πάντων, η Μιν λέει ότι κι εγώ είμαι μέρος όλων αυτών. Και η Νυνάβε. Ίσως να μην είμαι Τα’βίρεν”, η γλώσσα της σκόνταψε στη λέξη, “αλλά φαίνεται πως το Σχήμα στέλνει και μένα στον Οφθαλμό του Κόσμου. Ό,τι αφορά εσένα, αφορά εμένα”.

“Μα, Εγκουέν—”

“Ποια είναι η Ηλαίην;”

Στάθηκε για ένα λεπτό κοιτάζοντάς την κι έπειτα της είπε την καθαρή αλήθεια. “Είναι η Κόρη-Διάδοχος του θρόνου του Άντορ”.

Τα μάτια της γέμισαν φλόγες. “Αν δεν μπορείς να σοβαρευτείς, Ραντ, δεν θέλω να σου μιλήσω άλλο”.

Χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, την είδε να γυρνά στο τραπέζι με το κορμί αλύγιστο και να γέρνει πλάι στη Μουαραίν, στηριγμένη στους ώμους της για να ακούσει τι έλεγε ο Πρόμαχος. Πρέπει να μιλήσω με τον Πέριν, σκέφτηκε. Αυτός ξέρα να μιλά στις γυναίκες.

Ο αφέντης Γκιλ μπήκε αρκετές φορές, πρώτα για να ανάψει τις λάμπες, ύστερα για να φέρει φαγητό ο ίδιος προσωπικά και αργότερα για να αναφέρει τι συνέβαινε έξω. Οι Λευκομανδίτες παρακολουθούσαν το πανδοχείο από το δρόμο και από τις δύο κατευθύνσεις του. Είχαν ξεσπάσει ταραχές στις πύλες της Έσω Πόλης και οι Φρουροί της Βασίλισσας είχαν συλλάβει αδιακρίτως ανθρώπους, που φορούσαν και κόκκινες κονκάρδες και άσπρες.

Κάποιος είχε προσπαθήσει να χαράξει το Δόντι του Δράκοντα στην εξώπορτα και η μπότα του Λάμγκουιν τον είχε μεταπείσει.

Ο πανδοχέας ίσως έβρισκε παράξενη την παρουσία του Λόιαλ σ’ αυτή την παρέα, αλλά δεν το έδειξε. Απάντησε στις λ£γες ερωτήσεις που του είχε κάνει η Μουαραίν και δεν προσπάθησε να ανακαλύψει τι σχεδίαζαν και, κάθε φορά που ερχόταν, χτυπούσε την πόρτα και περίμενε να του ανοίξει ο Λαν, σαν να μην ήταν δικό του το πανδοχείο και η βιβλιοθήκη. Στην τελευταία του επίσκεψη, η Μουαραίν του έδωσε την περγαμηνή, η οποία ήταν γεμάτη από τα στρωτά, μικρά γράμματα της Νυνάβε.

“Δεν θα είναι εύκολο τέτοια ώρα νυχτιάτικα”, είπε, κουνώντας το κεφάλι, καθώς το βλέμμα του έτρεχε στον κατάλογο, “αλλά θα το κανονίσω”.

Η Μουαραίν πρόσθεσε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί, που κουδούνιζε καθώς του το έδινε κρατώντας το από το κορδόνι του. “Ωραία. Και φρόντισε να μας ξυπνήσουν πριν χαράξει. Εκείνη την ώρα αυτοί που μας παρατηρούν θα είναι λιγότερο προσεκτικοί”.

“Θα τους αφήσουμε να κοιτάζουν ένα άδειο κουτί, Άες Σεντάι”. Ο αφέντης Γκιλ χαμογέλασε πλατιά.

Ο Ραντ είχε αρχίσει να χασμουριέται, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο μαζί με τους άλλους, ψάχνοντας για μπάνιο και κρεβάτι. Την ώρα που τριβόταν με ένα τραχύ πανί στο ένα χέρι και ένα μεγάλο κίτρινο κομμάτι σαπούνι στο άλλο, το βλέμμα του έπεσε στο σκαμνί πλάι στη μπανιέρα του Ματ. Κάτω από το προσεκτικά διπλωμένο παλτό του Ματ, ξεμύτιζε η χρυσή θήκη του εγχειριδίου από τη Σαντάρ Λογκόθ. Κι ο Λαν το κοίταζε μερικές φορές. Ο Ραντ αναρωτήθηκε, αν ήταν πραγματικά τόσο ασφαλές να το έχουν κοντά τους όσο ισχυριζόταν η Μουαραίν.

“Λες να το πιστέψει ο μπαμπάς μου;” Ο Ματ γέλασε, τρίβοντας τη ράχη του με μια μακριά βούρτσα. “Εγώ να σώσω τον κόσμο; Οι αδερφές μου δεν θα ξέρουν αν πρέπει να βάλουν τα γέλια ή τα κλάματα”.

Έμοιαζε με τον παλιό Ματ. Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να ξεχάσει το εγχειρίδιο.

Ήταν βαθύ σκοτάδι, όταν οι δυο τους τελικά ανέβηκαν στο δωμάτιό τους κάτω από τα πρόστεγα και σύννεφα έκρυβαν τα αστέρια. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ο Ματ ξεντύθηκε πριν μπει στο κρεβάτι, αλλά έχωσε με μια φυσική κίνηση το εγχειρίδιο κάτω από το μαξιλάρι του. Ο Ραντ έσβησε το κερί μ’ ένα φύσημα και ξάπλωσε κι αυτός στο κρεβάτι του. Μπορούσε να νιώσει τη στρέβλωση από το άλλο κρεβάτι, όχι από τον Ματ, αλλά από κάτω από το μαξιλάρι του. Ακόμα ανησυχούσε, όταν τον πήρε ο ύπνος.

Από την αρχή ήξερε ότι ήταν όνειρο, ένα από τα όνειρα που δεν ήταν ακριβώς όνειρα. Στεκόταν κοιτάζοντας μια ξύλινη πόρτα, με σκούρο τσακισμένο ξύλο γεμάτο πελεκούδια. Ο αέρας ήταν κρύος και υγρός, με πηχτή μυρωδιά σαπίλας. Στο βάθος έσταζε νερό και τα πιτσιλίσματα αντηχούσαν κούφια σε πέτρινους διαδρόμους.

Αρνήσου το. Αρνήσου τον και η δύναμή του θα σβήσει.

Έκλεισε τα μάτια και συγκέντρωσε την προσοχή του στην Ευλογία της Βασίλισσας, στο κρεβάτι του, στον εαυτό του που Κοιμόταν στο κρεβάτι του. Όταν άνοιξε τα μάτια, η πόρτα ήταν ακόμα εκεί. Τα πιτσιλίσματα που αντηχούσαν ακούγονταν ακριβώς πάνω στο χτυποκάρδι του, λες και ο σφυγμός του κρατούσε το χρόνο. Έψαξε τη φλόγα και το κενό, όπως του είχε διδάξει ο Ταμ και βρήκε μέσα του γαλήνη, αλλά έξω τίποτα δεν άλλαξε. Ανοιξε αργά την πόρτα και μπήκε μέσα.

Όλα ήταν όπως τα θυμόταν στο δωμάτιο, του έμοιαζε να έχει φπαχτεί με φλόγες από το βράχο. Ψηλά, αψιδωτά τ αράθυρα έβγαζαν σ’ ένα μπαλκόνι δίχως κιγκλίδωμα και πιο πέρα τα στρώματα των σύννεφων κυλούσαν γοργά, σαν πλημμυρισμένο ποτάμι. Οι μαύρες μεταλλικές λάμπες έβγαζαν φλόγες, τόσο λαμπρές, που δεν μπορούσε να τις κοιτάξει και λαμπύριζαν, με μαύρο χρώμα, που όμως, με κάποιον τρόπο, άστραφτε σαν ασήμι. Η φωτιά μούγκριζε αλλά δεν έβγαζε ζέστη σε κείνο το τρομακτικό τζάκι, που ακόμα και όλες του οι πέτρες έμοιαζαν αόριστα σαν βασανισμένα πρόσωπα.

Όλα ήταν τα ίδια, όμως ένα πράγμα ήταν διαφορετικό. Στο γυαλισμένο τραπέζι στέκονταν τρεις μικρές μορφές, φιγούρες ανθρώπων, πρόχειρες και δίχως χαρακτηριστικά, σαν να βιαζόταν ο γλύπτης με τον πηλό του. Πλάι σε μια στεκόταν ένας λύκος, με σαφείς λεπτομέρειες, που αναδεικνύονταν πλάι στην άτεχνη πλάση Της ανθρώπινης φιγούρας και μια άλλη μορφή έσφιγγε ένα μικρούλικο εγχειρίδιο, μ’ ένα κόκκινο σημαδάκι στη λαβή να λαμπυρίζει στο φως. Η τρίτη μορφή κρατούσε σπαθί. Ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου του να υψώνονται και όταν πλησίασε κοντά είδε τον ερωδιό με την έξοχη λεπτομέρεια στη μικρή λεπίδα.

Ύψωσε το κεφάλι πανικόβλητος και κοίταξε τον ένα καθρέφτη που υπήρχε. Το είδωλό του ήταν ακόμα μια θολούρα, αλλά όχι τόσο θαμπή όσο πριν. Τώρα, σχεδόν, μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Αν φανταζόταν ότι μισόκλεινε τα μάτια, τότε σχεδόν θα καταλάβαινε ποιος ήταν.

“Πολύ καιρό κρύβεσαι από μένα”.

Γύρισε από το τραπέζι, με την ανάσα να σκαλώνει στο λαιμό του. Πριν μια στιγμή ήταν μόνος, αλλά τώρα ο Μπα’άλζαμον στεκόταν μπροστά στα παράθυρα. Όταν μίλησε, τα μάτια και το στόμα του έγιναν σπήλαια γεμάτα φλόγες.

“Πάρα πολύ, αλλά όχι για πολύ ακόμα”.

“Σε αρνούμαι”, είπε βραχνά ο Ραντ. “Αρνούμαι ότι έχεις εξουσία πάνω μου. Αρνούμαι αυτό που είσαι”.

Ο Μπα’άλζαμον γέλασε, ένας βαθύς ήχος που πήγαζε από τη φωτιά. “Νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο; Μα βέβαια, πάντα έτσι έκανες. Κάθε φορά που στεκόμασταν έτσι, νόμιζες ότι μπορούσες να με αψηφήσεις”.

“Τι εννοείς, κάθε φορά; Σε αρνούμαι!”

“Πάντα με αρνείσαι. Στην αρχή. Αυτός ο αγώνας μεταξύ μας έχει ξανασυμβεί αναρίθμητες φορές. Κάθε φορά το πρόσωπό σου είναι διαφορετικό και το όνομά σου, μα κάθε φορά είσαι εσύ”.

“Σε αρνούμαι”. Ήταν ένας απεγνωσμένος ψίθυρος.

“Κάθε φορά ρίχνεις την ασήμαντη δύναμή σου εναντίον μου. Και κάθε φορά, τελικά, μαθαίνεις ποιος από τους δυο μας είναι ανώτερος. Τη μια Εποχή μετά την άλλη, γονατίζεις μπροστά μου, ή πεθαίνεις, ενώ εύχεσαι να είχες τη δύναμη να γονατίσεις. Δυστυχισμένε, ποτέ δεν θα με νικήσεις”.

“Ψεύτη!” φώναξε. “Πατέρα του Ψεύδους. Είσαι ο Πατέρας των Ηλιθίων, αν αυτή ήταν η καλύτερη προσπάθειά σου. Οι άνθρωποι σε βρήκαν την τελευταία Εποχή, την Εποχή των Θρύλων και σε έδεσαν εκεί που σου πρέπει”.

Ο Μπα’άλζαμον γέλασε πάλι με κύματα από κοροϊδευτικά γέλια, που έκαναν τον Ραντ να θέλει να κλείσει τα αυτιά του για να μην ακούει. Ανάγκασε τα χέρια του να μείνουν χαμηλωμένα. Παρά το κενό, έτρεμαν, όταν τα γέλια τελικά σταμάτησαν.

“Σκουλήκι, δεν ξέρεις τίποτα. Είσαι ανίδεος, σαν σκαθάρι κάτω από πέτρα και εύκολα, σαν σκαθάρι, μπορώ να σε λιώσω. Αυτή η μάχη συνεχίζεται από τη στιγμή της δημιουργίας. Οι άνθρωποι πάντα νομίζουν πως είναι καινούργιος πόλεμος, μα είναι ο παλιός, που τον έχουν ανακαλύψει εκ νέου. Μόνο που τώρα η αλλαγή φυσά μαζί με τους ανέμους του χρόνου. Η αλλαγή. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει επιστροφή. Αυτές οι περήφανες Άες Σεντάι, που νομίζουν πως θα σε υψώσουν ενάντιά μου. Θα τις ντύσω μ’ αλυσίδες και θα τις στείλω να τρέχουν γυμνές για τα θελήματά μου, ή θα ρίξω τις ψυχές τους στο Χάσμα του Χαμού, να ουρλιάζουν στην αιωνιότητα. Όλες, εκτός από κείνες που ήδη με υπηρετούν. Θα στέκονται μονάχα ένα σκαλί πιο κάτω από μένα. Μπορείς να διαλέξεις να σταθείς μαζί τους, με τον κόσμο να σέρνεται ταπεινωμένος στα πόδια σου. Σου το προσφέρω άλλη μια φορά, μια τελευταία φορά. Μπορείς να σταθείς από πάνω τους, πάνω από κάθε δύναμη κι εξουσία, εκτός απ’ τη δική μου. Υπήρξαν φορές που αυτό διάλεξες, φορές που έζησες αρκετά για να γνωρίσεις τη δύναμή σου”.

Αρνήσου τον! Ο Ραντ άρπαξε αυτό που μπορούσε να αρνηθεί. “Καμία Άες Σεντάι δεν σε υπηρετεί. Άλλο ένα ψέμα!”

“Αυτό σου είπαν; Πριν δύο χιλιάδες χρόνια πήρα τους Τρόλοκ μου σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ακόμα και μεταξύ των Άες Σεντάι βρήκα εκείνες που ήξεραν τι σημαίνει απόγνωση, που ήξεραν ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στον Σαϊ’τάν. Επί δύο χιλιάδες χρόνια οι Μαύρες Άτζα υπάρχουν ανάμεσα στις άλλες, αθέατες στις σκιές. Ίσως να είναι ακόμα κι αυτές που ισχυρίζονται πως σε βοηθούν”.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να αποδιώξει τις αμφιβολίες που πήγαζαν από μέσα του, όλες τις αμφιβολίες που είχε για τη Μουαραίν, για το τι ήθελε απ’ αυτόν η Άες Σεντάι και τι σχεδίαζε γι’ αυτόν. “Τι θέλεις από μένα;” κραύγασε. Αρνήσου τον! Φως, βοήθα με να τον αρνηθώ!

“Γονάτισε!” Ο Μπα’άλζαμον έδειξε το πάτωμα μπροστά στα πόδια του. “Γονάτισε και αναγνώρισέ με ως αφέντη σου! Στο τέλος αυτό θα κάνεις. Θα γίνεις δικό μου πλάσμα, ή θα πεθάνεις”.

Η τελευταία λέξη αντιλάλησε στο δωμάτιο, επαναλήφθηκε, πολλαπλασιάστηκε, ώσπου ο Ραντ σήκωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να προστατέψει το κεφάλι του από κάποιο χτύπημα. Οπισθοχώρησε παραπατώντας, έπεσε στο τραπέζι και φώναξε, προσπαθώντας να πνίξει τον ήχο στα αυτιά του. “Όχιιιιιιιι!”

Καθώς φώναζε, στριφογύρισε, πετώντας τις φιγούρες στο πάτωμα. Κάτι τρύπησε το χέρι του, αλλά το αγνόησε και ποδοπάτησε τον πηλό, ώσπου κάτω απέμειναν μόνο άμορφοι λεκέδες. Αλλά, όταν έπαψε να φωνάζει, η ηχώ ήταν ακόμα εκεί και δυνάμωνε.

Πέθανε-πέθανε-πέθανε-πέθανε-ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ-ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ- ΠΕΘΑΝΕ-ΠΕΘΑΝΕ.

Ο ήχος τον τράβηξε σαν δίνη, τον παρέσυρε μέσα, κουρέλιασε το κενό στο μυαλό του. Το φως μισόσβησε και το οπτικό του πεδίο στένεψε σαν σήραγγα, με τον Μπα’άλζαμον να στέκεται ψηλός στο τελευταίο φωτεινό σημείο της άκρης, να μικραίνει, ώσπου είχε το μέγεθος του χεριού του κι ύστερα του νυχιού του και στο τέλος να χάνεται. Παντού τριγύρω τον στροβίλιζε η ηχώ, ρίχνοντας τον στο σκοτάδι και το θάνατο.

Τον ξύπνησε ο πάταγος, καθώς έπεφτε από το κρεβάτι, ενώ ακόμα πάλευε να βγει από κείνο το σκοτάδι. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά όχι και τόσο σκοτεινό. Προσπάθησε βιαστικά να επικεντρώσει την προσοχή του στη φλόγα, να χώσει εκεί το φόβο του, αλλά η γαλήνη του κενού του ξέφευγε. Τα χέρια και τα πόδια του τρεμούλιαζαν, αλλά κράτησε μπροστά του την εικόνα μιας φλόγας, ώσπου σταμάτησαν να ηχούν οι φλέβες στα αυτιά του.

Κι ο Ματ σπαρταρούσε στο κρεβάτι του, μουγκρίζοντας στον ύπνο του. ”...αρνούμαι, σε αρνούμαι, σε αρνούμαι...” Η φωνή του έσβησε, έγινε ένα ακατάληπτο βογκητό.

Ο Ραντ άπλωσε το χέρι να τον ξυπνήσει και μόλις τον άγγιξε ο Ματ ανακάθισε μ’ ένα πνιχτό γρύλισμα. Ο Ματ κοίταξε γύρω του με τρελαμένο βλέμμα για ένα λεπτό κι έπειτα πήρε μια αργή ανάσα με το στήθος του να τρεμουλιάζει και το κεφάλι του έπεσε στα χέρια του. Ξαφνικά έστριψε, έχωσε το χέρι κάτω από το μαξιλάρι και έγειρε πίσω, σφίγγοντας το εγχειρίδιο με τη ρουμπινένια λαβή στο στέρνο του. Γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει τον Ραντ, με το πρόσωπο κρυμμένο στη σκιά. “Έχει ξαναγυρίσει, Ραντ”.

“Το ξέρω”. Ο Ματ ένευσε. “Ήταν τρεις φιγούρες...”

“Τις είδα κι εγώ”.

“Ξέρει ποιος είμαι, Ραντ, Έπιασα εκείνη με το εγχειρίδιο και είπε, “Αυτός είσαι λοιπόν”. Και, όταν ξανακοίταξα, η φιγούρα είχε το πρόσωπό μου. Το πρόσωπό μου, Ραντ! Έμοιαζε με σάρκα. Είχε αίσθηση σάρκας. Το Φως να με βοηθήσει, ένιωθα το ίδιο μου το χέρι να με σφίγγει, σαν να ήμουν εγώ η φιγούρα”.

Ο Ραντ έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. “Πρέπει να συνεχίσεις να τον αρνείσαι, Ματ”.

“Τον αρνήθηκα και γέλασε. Όλο μιλούσε για έναν αιώνιο πόλεμο κι έλεγε ότι είχαμε ξανασυναντηθεί με τον ίδιο τρόπο χιλιάδες φορές πριν και... Φως μου, Ραντ, ο Σκοτεινός με ξέρει”.

“Είπε το ίδιο και σε μένα. Δεν νομίζω ότι ξέρει”, πρόσθεσε αργά. “Δεν νομίζω ότι ξέρει ποιος από μας...” Ποιος από μας τι;

Καθώς σηκωνόταν, ένιωσε μια σουβλιά στο χέρι του. Πήγε στο τραπέζι, κατάφερε να ανάψει το κερί με την τρίτη προσπάθεια και έφερε το χέρι του στο φως. Χωμένη στην παλάμη ήταν μια χοντρή σχίζα από σκούρο ξύλο, λεία και γυαλισμένη από τη μια πλευρά. Την κοίταξε, χωρίς να ανασαίνει. Ξαφνικά, λαχανιασμένος, προσπάθησε να τραβήξει τη σχίζα με ξέφρενες κινήσεις.

“Τι έγινε;” ρώτησε ο Ματ.

“Τίποτα”.

Τελικά κατάφερε να την πιάσει και με μια κοφτή κραυγή την τράβηξε και την έβγαλε. Γρύλισε αηδιασμένος και την πέταξε, αλλά ο ήχος πάγωσε στο λαιμό του. Μόλις η σχίζα έφυγε από τα δάχτυλά του, εξαφανίστηκε.

Η πληγή όμως ήταν ακόμα εκεί στο χέρι του και μάτωνε. Η κανάτα στο τραπεζάκι είχε νερό. Γέμισε τη λεκάνη· τα χέρια του έτρεμαν τόσο, που γέμισε το τραπεζάκι νερά. Ξέπλυνε βιαστικά τα χέρια του, ζούληξε την παλάμη για να βγάλει κι άλλο αίμα και τα ξανάπλυνε. Ένιωθε φρίκη με τη σκέψη ότι θα έμενε κάποιο κομμάτι της σχίζας στη σάρκα του.

“Φως μου”, είπε ο Ματ, “κι εμένα μ’ έκανε να νιώθω βρώμικος”. Αλλά έμεινε εκεί που ήταν, κρατώντας το εγχειρίδιο και με τα δύο χέρια.

“Ναι”, είπε ο Ραντ. “Βρώμικος”. Πήρε μια πετσέτα από τη στοίβα δίπλα στη λεκάνη. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Ραντ τινάχτηκε. Το χτύπημα ξανακούστηκε. “Ναι;” είπε.

Η Μουαραίν έχωσε το κεφάλι της στο δωμάτιο. “Ξυπνήσατε κιόλας. Ωραία. Ντυθείτε γρήγορα και κατεβείτε. Πρέπει να φύγουμε πριν φωτίσει”.

“Τώρα;” γόγγυξε ο Ματ. “Ούτε μια ώρα δεν κοιμηθήκαμε”.

“Μια ώρα;” είπε εκείνη. “Τέσσερις ώρες κοιμηθήκατε. Βιαστείτε τώρα, δεν έχουμε χρόνο”.

Ο Ραντ κι ο Ματ κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι. Ο Ραντ θυμόταν ξεκάθαρα την κάθε στιγμή του ονείρου. Είχε αρχίσει μόλις είχε κλείσει τα μάτια του και είχε κρατήσει λίγα μόνο λεπτά.

Η Μουαραίν κάτι πρέπει να είχε καταλάβει από τα βλέμματά τους. Τους έριξε μια διαπεραστική ματιά, και μπήκε στο δωμάτιο. “Τι συνέβη; Τα όνειρα;”

“Ξέρει ποιος είμαι”, είπε ο Ματ. “Ο Σκοτεινός ξέρει το πρόσωπό μου”.

Ο Ραντ σήκωσε αμίλητος το χέρι του, με την παλάμη προς τη Μουαραίν. Ακόμα και στο αμυδρό φως από το μοναδικό κερί, το αίμα ήταν ολοφάνερο.

Η Άες Σεντάι προχώρησε και πήρε το χέρι του, με τον αντίχειρά της πάνω στην παλάμη του να καλύπτει την πληγή. Το κρύο τον τρύπησε ως το κόκαλο, τόσο κρύο που τα δάχτυλά του σφίχτηκαν και χρειάστηκε να κάνει προσπάθεια για να μην κλείσουν. Όταν η Μουαραίν πήρε το χέρι της, χάθηκε και η παγωνιά.

Γύρισε το χέρι του αποσβολωμένος, έτριψε το μικρό λεκέ του αίματος. Η πληγή είχε χαθεί. Σήκωσε αργά τα μάτια του και συνάντησε το βλέμμα της Άες Σεντάι.

“Βιαστείτε”, είπε εκείνη απαλά. “Δεν έχουμε πολύ χρόνο πια”.

Ο Ραντ ήξερε ότι δεν αναφερόταν πια στην αναχώρηση τους.

Загрузка...