53 Ο Τροχός Γυρνά

Την αυγή φανερώθηκε ο όλεθρος που είχε πάθει ο κήπος του Θαλερού. Το χώμα ήταν κουκουλωμένο από πεσμένα φύλλα, που σε σημεία έφταναν ως το γόνατο. Τα λουλούδια είχαν χαθεί, με εξαίρεση λίγα, που κρατιόνταν απεγνωσμένα από την άκρη του ξέφωτου. Ελάχιστα φυτά μπορούσαν να φυτρώσουν στο χώμα κάτω από βελανιδιά, αλλά εδώ υπήρχε ένας αραιός κύκλος από άνθη και χλόη, με κέντρο τον χοντρό κορμό πάνω από τον τάφο του Θαλερού. Η βελανιδιά είχε διατηρήσει μόνο τα μισά της φύλλα, πολύ περισσότερα από κάθε άλλο δέντρο, σαν να πολεμούσε ακόμα για να μείνει εκεί ένα απομεινάρι του Θαλερού. Οι δροσερές αύρες είχαν υποχωρήσει και τη θέση τους είχε πάρει μια κάψα που δυνάμωνε, οι πεταλούδες είχαν χαθεί, τα πουλιά είχαν σωπάσει. Σιωπηλή ήταν και η ομάδα, που ετοιμαζόταν για αναχώρηση.

Ο Ραντ ανέβηκε στη σέλα του ντορή του με μια αίσθηση απώλειας. Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Μα το αίμα και τις στάχτες, κερδίσαμε!

“Μακάρι να είχε βρει το άλλο του μέρος”, είπε η Εγκουέν, καθώς ανέβαινε στην Μπέλα. Για να κουβαλήσουν τη Μουαραίν, ο Λαν είχε φτιάξει ένα φορείο, που τώρα κρεμόταν ανάμεσα στη δασύτριχη φοράδα και την Αλντίμπ· η Νυνάβε θα προχωρούσε δίπλα, κρατώντας τα γκέμια της άσπρης φοράδας. Η Σοφία χαμήλωνε τα μάτια κάθε φορά που έβλεπε τον Λαν να της ρίχνει μια ματιά, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Ο Πρόμαχος την κοίταζε κάθε φορά που τα μάτια της ήταν αλλού, όμως δεν της μιλούσε. Κανένας δεν χρειάστηκε να ρωτήσει ποιον εννοούσε η Εγκουέν.

“Δεν είναι σωστό”, είπε ο Λόιαλ, κοιτάζοντας τη βελανιδιά. Ο Ογκιρανός ήταν ο μόνος που δεν είχε ανέβει ακόμα στο άλογο του. “Δεν είναι σωστό να υποκύψει ο Δεδραδελφός στη Μάστιγα”. Έδωσε τα χαλινάρια του μεγάλου αλόγου του στον Ραντ, “Δεν είναι σωστό”.

Ο Λαν άνοιξε το στόμα του, καθώς ο Ογκιρανός πλησίαζε τη μεγάλη βελανιδιά. Η Μουαραίν, που κειτόταν στο φορείο, σήκωσε αδύναμα το χέρι της και ο Πρόμαχος δεν είπε τίποτα.

Ο Λαν γονάτισε μπροστά στη βελανιδιά, έκλεισε τα μάτια και άπλωσε τα χέρια. Οι τούφες των αυτιών του ορθώθηκαν, καθώς σήκωνε το κεφάλι στον ουρανό. Και τραγούδησε.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να πει αν υπήρχαν λέξεις, ή αν ήταν ανόθευτο τραγούδι. Με κείνη τη βροντερή φωνή έμοιαζε σαν να τραγουδούσε η ίδια η γη, αλλά ήταν σίγουρος πως είχε ακούσει πουλιά να βγάζουν πάλι τρίλιες και τις ανοιξιάτικες αύρες να αναστενάζουν απαλά και τον ήχο από τα φτερά των πεταλούδων. Χαμένος στο τραγούδι, του φάνηκε πως κράτησε λίγα μόνο λεπτά, αλλά, όταν ο Λόιαλ κατέβασε τα χέρια και άνοιξε τα μάτια, ο Ραντ ξαφνιάστηκε, βλέποντας ότι ο ήλιος στεκόταν ψηλά πάνω από τον ορίζοντα. Μόλις που άγγιζε τα δέντρα, όταν είχε αρχίσει ο Ογκιρανός το τραγούδι του. Τα φύλλα που ήταν ακόμα στη βελανιδιά έμοιαζαν πιο πράσινα και πιο γερά πιασμένα πάνω της απ’ όσο πριν. Τα λουλούδια που την κύκλωναν έστεκαν πιο ίσια,- οι αυγερινοί ήταν κατάλευκοι και δροσεροί, οι παπαρούνες ολοπόρφυρες.

Σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πλατύ του πρόσωπο, ο Λόιαλ σηκώθηκε και πήρε τα χαλινάρια από τον Ραντ. Τα μακριά φρύδια του έπεφταν, σαν να ήταν ταπεινωμένος, σαν να σκεφτόταν πως ίσως οι άλλοι θεωρούσαν πως έκανε επίδειξη. “Ποτέ άλλοτε δεν τραγούδησα τόσο έντονα. Δεν θα μπορούσα να το κάνω, αν δεν υπήρχε ακόμα εδώ κάτι από τον Δενδραδελφό. Τα Δενδροτράγουδά μου δεν έχουν τη δύναμή του”. Όταν βολεύτηκε στη σέλα, η ματιά που έριξε στη βελανιδιά και τα λουλούδια είχε ένα ίχνος ικανοποίησης. “Αυτός το μικρό μέρος, τουλάχιστον, δεν θα βυθιστεί στη Μάστιγα. Η Μάστιγα δεν θα πάρει τον Δενδραδελφό”.

“Είσαι καλός άνθρωπος, Ογκιρανέ”, είπε ο Λαν.

Ο Λόιαλ χαμογέλασε πλατιά. “Αυτό θα το πάρω σαν κομπλιμέντο, αλλά δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Πρεσβύτερος Χάμαν”.

Προχώρησαν ο ένας πίσω από τον άλλον ο Ματ ήταν πίσω από τον Πρόμαχο, εκεί που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το τόξο του πιο αποτελεσματικά, αν υπήρχε ανάγκη, ενώ ο Πέριν στην οπισθοφυλακή, με το τσεκούρι στο μπροστάρι της σέλας του. Ανέβηκαν έναν λόφο και αμέσως η Μάστιγα τους περικύκλωσε, στρεβλή και σαπισμένη, γεμάτη φαρμακερές αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Ο Ραντ κοίταζε πάνω από τον ώμο του, αλλά ο κήπος του Θαλερού δεν φαινόταν πουθενά. Μονάχα η Μάστιγα, που απλωνόταν και πίσω και μπροστά τους. Όμως, για μια στιγμή, του φάνηκε πως είδε την ψηλή κορυφή της βελανιδιάς, καταπράσινη και ολοζώντανη, πριν τρεμουλιάσει και χαθεί. Έπειτα υπήρχε μόνο η Μάσαγα.

Μισοπερίμενε πως θα έπρεπε να πολεμήσουν βγαίνοντας, όπως είχαν πολεμήσει μπαίνοντας, αλλά η Μάστιγα ήταν σιωπηλή κι ασάλευτη σαν τον θάνατο. Ούτε ένα κλαρί δεν έτρεμε έτοιμο να τους αρπάξει, τίποτα δεν ούρλιαζε, ούτε κοντά ούτε στο βάθος. Η Μάστιγα έμοιαζε να κείτεται, όχι να καραδοκεί, αλλά σαν είχε δεχτεί ένα μεγάλο χτύπημα και περίμενε το επόμενο. Ακόμα και ο ήλιος ήταν λιγότερο κόκκινος.

Όταν πέρασαν το περιδέραιο των λιμνών, ο ήλιος έστεκε κοντά στο ζενίθ του. Ο Λαν ακολούθησε ένα δρόμο μακριά από τις λίμνες και δεν τις κοίταξε καν, αλλά του Ραντ του φάνηκε πως οι επτά πύργοι έμοιαζαν ψηλότεροι απ’ όσο όταν τους είχε πρωτοδεί. Ήταν βέβαιος πως οι τσακισμένες κορυφές τους απείχαν περισσότερο από το έδαφος και πως πάνω τους κάτι φαινόταν αμυδρά, απείραχτοι πύργοι που έλαμπαν στον ήλιο και λάβαρα με το Χρυσό Γερανό που ανέμιζαν- Ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξανακοίταξε, μα οι πύργοι δεν χάθηκαν. Ήταν εκεί, στις παρυφές της όρασης, μέχρι που η Μάστιγα ξανάκρυψε τις λίμνες.

Πριν το ηλιοβασίλεμα ο Πρόμαχος διάλεξε ένα σημείο για το στρατόπεδό τους και η Μουαραίν έβαλε τη Νυνάβε και την Εγκουέν να τη βοηθήσουν να στήσει τα φυλαχτά. Η Άες Σεντάι ψιθύρισε στα αυτιά των γυναικών πριν αρχίσει. Η Νυνάβε δίστασε, αλλά όταν η Μουαραίν έκλεισε τα μάτια, οι άλλες τη μιμήθηκαν.

Ο Ραντ είδε τον Ματ και τον Πέριν να χάσκουν και αναρωτήθηκε γιατί είχαν ξαφνιαστεί. Όλες οι γυναίκες είναι Άες Σεντάι, σκέφτηκε, χωρίς να το βρίσκει αστείο. Το Φως να με βοηθήσει, το ίδιο είμαι κι εγώ. Η απελπισία του έκλεισε το στόμα.

“Γιατί είναι τόσο διαφορετικό;” ρώτησε ο Πέριν, καθώς η Εγκουέν και η Σοφία βοηθούσαν τη Μουαραίν να ξαπλώσει. “Το νιώθω...” Οι ογκώδεις ώμοι του σηκώθηκαν, σαν να μην έβρισκε τη λέξη.

“Καταφέραμε ένα ισχυρό πλήγμα στον Σκοτεινό”, απάντησε η Μουαραίν, ενώ ξάπλωνε μ’ ένα αναστεναγμό. “Η Σκιά θα αργήσει πολύ να αναρρώσει”.

“Πώς;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. “Τι κάναμε;”

“Κοιμηθείτε”, είπε η Μουαραίν. “Ακόμα δεν βγήκαμε από τη Μάστιγα”.

Το άλλο πρωί όλα ήταν ίδια, απ’ όσο μπορούσε να δει ο Ραντ. Η Μάστιγα φυσικά έσβηνε, καθώς προχωρούσαν προς τα νότια. Τα στρεβλωμένα δέντρα αντικαθίσταντο από ίσια. Η βαριά ζέστη υποχωρούσε. Τα σαπισμένα φυλλώματα έδωσαν τη θέση τους σε άλλα, που απλώς ήταν άρρωστα. Και πιο μετά ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν καν άρρωστα. Το δάσος ολόγυρά τους κοκκίνισε από τα καινούργια φυλλώματα που γέμιζαν τα κλαδιά. Μπουμπούκια ξεπετάγονταν στη χαμηλή βλάστηση, αναρριχητικά σκέπαζαν τους βράχους με πράσινα χρώματα, καινούργια αγριολούλουδα στόλιζαν το γρασίδι, που ήταν πυκνό και λαμπερό όσο και το μέρος που βάδιζε ο Θαλερός. Έμοιαζε λες και η άνοιξη, που τόσο καιρό την απωθούσε ο χειμώνας, τώρα έτρεχε να προφτάσει.

Δεν ήταν ο μόνος που χάζευε γύρω του. “Ισχυρό πλήγμα”, μουρμούρισε η Μουαραίν και αρνήθηκε να συνεχίσει.

Αγρια τριαντάφυλλα σκαρφάλωναν την πέτρινη στήλη που σημάδευε τη Μεθόριο. Οι άνδρες κατέβηκαν από τις σκοπιές για να τους χαιρετήσουν. Τα γέλια τους ήταν σαστισμένα και τα μάτια τους έλαμπαν με θαυμασμό, σαν να μην μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάτω από τα ατσαλόντυτα πόδια τους υπήρχε φρέσκο γρασίδι.

“Το Φως κατέκτησε τη Σκιά!”

“Μια μεγάλη νίκη στο Πέρασμα του Τάργουιν! Πήραμε το μήνυμα! Νίκη!”

“Το Φως μας ευλογεί ξανά!”

“Ο Βασιλιάς Ήζαρ είναι ισχυρός στο Φως”, απαντούσε ο Λαν σε κάθε φωνή τους.

Οι σκοποί ήθελαν να φροντίσουν τη Μουαραίν, ή τουλάχιστον να στείλουν μαζί τους συνοδεία, αλλά εκείνη αρνήθηκε τα πάντα. Ακόμα και ξαπλωμένη ανάσκελα σε φορείο, η προσωπικότητα της Άες Σεντάι ήταν τέτοια, που οι αρματωμένοι άνδρες υποχώρησαν, υποκλίθηκαν και υποτάχθηκαν στις επιθυμίες της. Το γέλιο τους ακολούθησε τον Ραντ και τους άλλους καθώς προχωρούσαν.

Αργά το απόγευμα έφτασαν στο Φαλ Ντάρα και βρήκαν την πόλη με τα τραχιά τείχη να αντηχεί από τους πανηγυρισμούς. Αντηχούσε πραγματικά. Ο Ραντ σκέφτηκε πως δεν υπήρχε ούτε μια καμπάνα στην πόλη που να μην αντηχούσε, από το πιο μικρό ασημένιο κουδουνάκι ιπποσκευής ως τα μεγάλα μπρούτζινα γκονγκ στις κορυφές των πύργων. Οι πύλες έστεκαν ορθάνοιχτες και άνθρωποι έτρεχαν γελώντας και τραγουδώντας στους δρόμους, με λουλούδια χωμένα στον κότσο της κεφαλής τους και στα ανοίγματα της αρματωσιάς τους. Οι απλοί άνθρωποι της πόλης δεν είχαν επιστρέψει ακόμα από το Φαλ Μόραν, αλλά οι στρατιώτες μόλις είχαν φτάσει από το Πέρασμα του Τάργουιν και η χαρά τους αρκούσε για να γεμίσει τους δρόμους.

“Νίκη στο Πέρασμα! Νικήσαμε!”

“Θαύμα στο Πέρασμα! Η Εποχή των Θρύλων ξανάρθε!”

“Άνοιξη!” είπε γελώντας ένας ψαρομάλλης βετεράνος, καθώς κρεμούσε μια γιρλάντα από αυγερινούς στο λαιμό του Ραντ. Στον κότσο του στρατιώτη υπήρχε μια ολόκληρη ανθοδέσμη. “Το Φως μας ευλογεί με την άνοιξη για άλλη μια φορά!”

Όταν έμαθαν ότι ήθελαν να πάνε στο κάστρο, τους τύλιξε ένας κύκλος από άνδρες ντυμένους με ατσάλι και λουλούδια, που έτρεχαν για να ανοίξουν δρόμο στη γιορτή.

Το πρώτο πρόσωπο που είδε ο Ραντ να μην έχει χαμόγελο ήταν του Ίνγκταρ. “Άργησα πολύ”, είπε σκυθρωπός ο Ίνγκταρ στον Λαν. “Μια ώρα νωρίτερα, θα το είχα δει. Μα την Ειρήνη!” Τα δόντια του έτριξαν, τόσο δυνατά που ακούστηκαν, αλλά μετά η έκφρασή του έδειξε μεταμέλεια. “Συγχωρέστε με. Η θλίψη με έκανε να ξεχάσω το καθήκον μου. Καλωσήρθες, Κατασκευαστή. Καλωσήρθατε όλοι σας. Χαίρομαι που βλέπω ότι βγήκατε σώοι από τη Μάστιγα. Θα φέρω τη θεραπεύτρια στη Μουαραίν Σεντάι στα διαμερίσματά της και θα πληροφορήσω τον Άρχοντα Άγκελμαρ―”

“Πήγαινέ με στον Άρχοντα Άγκελμαρ”, πρόσταξε η Μουαραίν. “Πήγαινέ μας όλους”. Ο Ίνγκταρ άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί και υποκλίθηκε μπροστά στη φλόγα των ματιών της.

Ο Άγκελμαρ ήταν στο γραφείο του, με τα σπαθιά και την αρματωσιά του πάλι στους οπλοβαστούς και το πρόσωπό του ήταν το δεύτερο που δεν χαμογελούσε. Συνοφρυωνόταν κατσουφιασμένος και σκοτείνιασε κι άλλο, όταν είδε τη Μουαραίν να μπαίνει με φορείο που το κουβαλούσαν οι υπηρέτες, Οι γυναίκες με τα μαύρα και χρυσά χρώματα αναστατώθηκαν, που η Άες Σεντάι είχε εμφανιστεί μπροστά του χωρίς να ξαποστάσει και να πλυθεί, χωρίς να της φέρουν τη θεραπεύτρια. Ο Λόιαλ κουβαλούσε το χρυσό κιβώτιο. Τα κομμάτια της σφραγίδας ήταν ακόμα στο σακίδιο της Μουαραίν το λάβαρο του Λουζ Θέριν του Σφαγέα ήταν τυλιγμένο μαζί με την κουβέρτα της και δεμένο ακόμα πίσω από τη σέλα της Αλντίμπ. Ο ιπποκόμος που είχε πάρει την άσπρη φοράδα είχε λάβει αυστηρές εντολές να φροντίσει να τοποθετηθεί η κουβέρτα απείραχτη στα διαμερίσματα της Άες Σεντάι.

“Μα την Ειρήνη!” μουρμούρισε ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα. “Τραυματίστηκες, Μουαραίν Σεντάι; Ίνγκταρ, γιατί δεν πήγες την Άες Σεντάι στο κρεβάτι της και δεν της έφερες τη θεραπεύτρια;”

“Ησύχασε, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν. “Ο Ίνγκταρ έκανε ό,τι τον πρόσταξα. Δεν είμαι τόσο λεπτεπίλεπτη όσο νομίζουν όλοι εδώ”. Έκανε νόημα σε δύο γυναίκες να τη βοηθήσουν να καθίσει σε μια καρέκλα. Για μια στιγμή εκείνες έσφιξαν τα χέρια και αναφώνησαν ότι ήταν πολύ αδύναμη, ότι έπρεπε να ξαπλώσει σε ζεστό κρεβάτι, να της φέρουν τη θεραπεύτρια, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Η Μουαραίν σήκωσε τα φρύδια- οι γυναίκες ξαφνικά έκλεισαν το στόμα και έτρεξαν να τη βοηθήσουν να καθίσει. Μόλις βολεύτηκε, τις έδιωξε εκνευρισμένη. “Θα ήθελα να σου μιλήσω, Άρχοντα Άγκελμαρ”.

Ο Άγκελμαρ ένευσε και ο Ίνγκταρ έδιωξε τους υπηρέτες από το δωμάτιο. Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα κοίταξε με προσμονή αυτούς που έμειναν ειδικά, σκέφτηκε ο Ραντ, τον Λόιαλ με το χρυσό κιβώτιο.

“Ακούσαμε”, είπε η Μουαραίν αμέσως μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Ίνγκταρ, “ότι κερδίσατε μια μεγάλη νίκη στο Πέρασμα του Τάργουιν”.

“Ναι”, είπε ο Άγκελμαρ αργά και κατσούφιασε ξανά. “Ναι, Άες Σεντάι, και όχι. Οι Ημιάνθρωποι και οι Τρόλοκ τους σκοτώθηκαν όλοι, όμως ελάχιστα πολεμήσαμε. Θαύμα, έτσι το αποκαλούν οι άνδρες μου. Η γη τους κατάπιε· τα βουνά τους έθαψαν. Λίγα Ντραγκχάρ απέμειναν κι ήταν τόσο φοβισμένα, που απλώς πέταξαν προς το βορρά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν”.

“Όντως θαύμα”, είπε η Μουαραίν. “Και η άνοιξη ξανάρθε”.

“Θαύμα”, είπε ο Άγκελμαρ κουνώντας το κεφάλι, “αλλά... Μουαραίν Σεντάι, οι άνδρες λένε πολλά και διάφορα γι’ αυτά που συνέβησαν στο Πέρασμα. Ότι το Φως πήρε σάρκα και πολέμησε για μας. Ότι Ο Δημιουργός περπάτησε στο Πέρασμα και χτύπησε τη Σκιά. Αλλά εγώ είδα έναν άνδρα, Μουαραίν Σεντάι. Είδα έναν άνδρα κι αυτό που έκανε δεν μπορεί να είναι, δεν πρέπει να είναι”.

“Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, Άρχοντα του Φαλ Ντάρα”.

“Όπως το λες, Μουαραίν Σεντάι”.

“Και ο Πάνταν Φάιν; Είναι ασφαλής; Πρέπει να του μιλήσω όταν αναπαυθώ”.

“Τον κρατάμε όπως διέταξες, Άες Σεντάι. Άλλοτε παρακαλά με κλάματα τους φρουρούς και άλλοτε τους προστάζει, αλλά... Μα την Ειρήνη, Μουαραίν Σεντάι, εσείς τι κάνατε στη Μάστιγα; Βρήκατε τον Θαλερό; Στα φυτά που μεγαλώνουν βλέπω το έργο των χειρών του”.

“Τον βρήκαμε”, είπε αυτή ανέκφραστα. “Ο Θαλερός πέθανε, Άρχοντα Άγκελμαρ, και ο Οφθαλμός του Κόσμου χάθηκε. Ως εδώ ήταν οι αναζητήσεις των νεαρών που ψάχνουν για δόξα”.

Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα συνοφρυώθηκε, κούνησε το κεφάλι μπερδεμένος. “Πέθανε; Ο Θαλερός; Δεν μπορεί... Τότε νικηθήκατε; Μα τα λουλούδια και τα φυτά;”

“Νικήσαμε, Άρχοντα Άγκελμαρ. Νικήσαμε και απόδειξη η γη που ελευθερώθηκε από το χειμώνα, αλλά φοβάμαι πως η τελευταία μάχη ακόμα δεν δόθηκε”. Ο Ραντ σάλεψε, αλλά η Άες Σεντάι τον κοίταξε αυστηρά κι αυτός στάθηκε πάλι ακίνητος. ’Ή Μάστιγα στέκει ακόμα και τα καμίνια του Θακαν’νταρ ακόμα δουλεύουν κάτω από το Σάγιολ Γκουλ. “Υπάρχουν ακόμα πολλοί Ημιάνθρωποι και αμέτρητοι Τρόλοκ. Ποτέ μην σκεφτείς πως δεν υπάρχει ανάγκη επιφυλακής στις Μεθόριες”.

“Δεν σκέφτηκα τέτοιο πράγμα, Άες Σεντάι”, είπε ενοχλημένος.

Η Μουαραίν έκανε νόημα στον Λόιαλ να ακουμπήσει το χρυσό κιβώτιο στα πόδια της κι όταν αυτός το έφερε, εκείνη το άνοιξε, αποκαλύπτοντας το κέρας. “Το Κέρας του Βαλίρ”, είπε η Άες Σεντάι και του Άγκελμαρ του κόπηκε η ανάσα. Του Ραντ ταυ φάνηκε πως ο Άγκελμαρ ήταν έτοιμος να γονατίσει.

“Μ’ αυτό, Μουαραίν Σεντάι, δεν έχει σημασία πόσοι Ημιάνθρωποι και πόσοι Τρόλοκ έμειναν. Με τους ήρωες του παλιού καιρού να έχουν ξανάρθει από τον τάφο, θα προελάσουμε στις Ρημαγμένες Χώρες και θα ισοπεδώσουμε το Σάγιολ Γκουλ”.

“ΟΧΙ!” Ο Άγκελμαρ έμεινε με το στόμα ανοιχτό από έκπληξη, αλλά η Μουαραίν συνέχισε να μιλά γαλήνια. “Δεν σου το έδειξα για να σε κοροϊδέψω, αλλά για να ξέρεις πως σας όποιες μάχες μέλει να έρθουν η δύναμή μας θα είναι μεγάλη σαν της Σκιάς. Δεν είναι εδώ η θέση του. Το Κέρας πρέπει να πάει στο Ίλιαν. Εκεί, αν υπάρξουν καινούργιες μάχες, θα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του Φωτός. Θα ζητήσω συνοδεία από τους καλύτερους άνδρες σου για να φτάσει στο Ίλιαν με ασφάλεια. Ακόμα υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι, όπως επίσης και Ημιάνθρωποι και Τρόλοκ κι αυτοί που θα έρθουν στο Κέρας θα ακολουθήσουν όποιον το φυσήξει. Πρέπει να φτάσει στο Ίλιαν”.

“Θα γίνει όπως λες, Άες Σεντάι”. Αλλά, όταν το καπάκι του κιβωτίου έκλεισε, ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα έμοιαζε με άνθρωπο που δεν τον αφήνουν να ρίξει μια τελευταία ματιά στο Φως.

Επτά μέρες αργότερα, οι καμπάνες ακόμα αντηχούσαν στο Φαλ Ντάρα. Ο λαός είχε επιστρέψει από το Φαλ Μόραν και γιόρταζαν όλοι μαζί και οι φωνές και τα τραγούδια υψώνονταν μαζί με τα καμπανίσματα στο μακρύ μπαλκόνι όπου στεκόταν ο Ραντ. Το μπαλκόνι έβλεπε στους ιδιαίτερους κήπους του Αγκελμαρ, που άνθιζαν καταπράσινοι, αλλά ο Ραντ δεν τους είχε ρίξει δεύτερη μάτια. Παρά τον ήλιο, που ήταν ψηλά στον ουρανό, η άνοιξη στο Σίναρ ήταν πιο κρύα απ’ όσο είχε συνηθίσει, αλλά ο ιδρώτας γυάλιζε στο γυμνό του στήθος και στους ώμους του, καθώς κουνούσε τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, με κάθε κίνηση ακριβή, αν και μακρινή από το μέρος που έπλεε ο Ραντ στο κενό. Ακόμα κι εκεί, αναρωτιόταν πόση χαρά θα ένιωθε η πόλη, αν ήξεραν για το λάβαρο, που ακόμα κρατούσε κρυφό η Μουαραίν.

“Ωραία, βοσκέ”. Γέρνοντας στο κιγκλίδωμα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ο Πρόμαχος τον κοίταζε κριτικά. “Καλά τα πας, αλλά μην προσπαθείς τόσο σκληρά. Δεν μπορείς να γίνεις δάσκαλος ξιφομάχος σε λίγες βδομάδες”.

Το κενό χάθηκε, σαν φυσαλίδα που είχε τρυπήσει. “Δεν μ’ ενδιαφέρει να γίνω δάσκαλος ξιφομάχος”.

“Είναι λεπίδα δασκάλου, βοσκέ”.

“Απλώς θέλω ο πατέρας μου να είναι περήφανος για μένα”. Το χέρι του έσφιξε το τραχύ δέρμα της λαβής. Απλώς θέλω ο Ταμ να είναι ο πατέρας μου. Έχωσε το σπαθί με βρόντο στο θηκάρι. “Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω λίγες βδομάδες”.

“Δεν άλλαξες γνώμη λοιπόν;”

“Εσύ θα άλλαζες;” Η έκφραση του Λαν δεν είχε αλλάξει· οι κοφτές γωνίες του προσώπου του έμοιαζαν σαν να μην μπορούσαν να αλλάξουν. “Δεν θα προσπαθήσεις να με σταματήσεις; Ή η Μουαραίν Σεντάι;”

“Θα κάνεις ό,τι θέλεις, βοσκέ, ή ό,τι υφαίνει το Σχέδιο για σένα”. Ο Πρόμαχος ορθώθηκε. “Θα σε αφήσω τώρα”.

Ο Ραντ γύρισε για να δει τον Λαν που έφευγε και βρήκε την Εγκουέν να στέκει εκεί.

“Για ποιο πράγμα να αλλάξεις γνώμη, Ραντ;”

Εκείνος άρπαξε το πουκάμισο και το παλτό του, νιώθοντας ξαφνικά την ψύχρα. “Φεύγω, Εγκουέν”.

“Πού πας;”

“Κάπου. Δεν ξέρω”. Δεν ήθελε να την κοιτάξει κατάματα, αλλά δεν μπορούσε να μην την κοιτάζει. Φορούσε κόκκινα άγρια τριαντάφυλλα πλεγμένα στα μαλλιά της, που κυλούσαν στους ώμους της. Ήταν τυλιγμένη με τον μανδύα της, που ήταν σκούρος μπλε και στις άκρες είχε κεντημένη μια σειρά από λευκά λουλούδια, σύμφωνα με τη μόδα των Σιναρανών και τα μπουμπούκια σχημάτιζαν μια γραμμή προς το πρόσωπό της. Δεν ήταν πιο χλωμά από τα μαγουλά της· τα μάτια της έμοιαζαν τόσο μεγάλα. “Μακριά”.

“Είμαι βέβαιος πως της Μουαραίν Σεντάι δεν θα της άρεσε, αν σηκωνόσουν να φύγεις έτσι απλά. Μετά... μετά από αυτό που έκανες, σου αξίζει κάποια ανταμοιβή”.

“Η Μουαραίν δεν ξέρα καν αν είμαι ζωντανός. Έκανα ό,τι ήθελε και αυτό ήταν όλο. Δεν μου μιλά καν, ακόμα κι όταν την πλησιάζω. Όχι ότι προσπάθησα να μείνω κοντά της, αλλά με αποφεύγει. Δεν θα τη νοιάζει αν φύγω και δεν με νοιάζει αν την πειράξει”.

“Η Μουαραίν ακόμα δεν ανάρρωσε τελείως, Ραντ”. Δίστασε. “Πρέπει να πάω στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευτώ. Θα έρθει και η Νυνάβε. Και ο Ματ πρέπει να θεραπευτεί από αυτό που τον ενώνει με το εγχειρίδιο και Ο Πέριν θέλει να δει την Ταρ Βάλον, πριν πάει... όπου πάει. Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας”.

“Και να περιμένω να βρει τι είμαι κάποια άλλη Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν και να με ειρηνέψει;” Η φωνή του ήταν τραχιά, σχεδόν χλευαστική· τώρα δεν μπορούσε να το αλλάξει. “Αυτό θέλεις;”

“Όχι”.

Ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να της πει πόσο ευγνώμων ήταν, που δεν είχε διστάσει πριν του απαντήσει.

“Ραντ, δεν φοβάσαι...” Ήταν μόνοι τους, αλλά κοίταξε γύρω και πάλι χαμήλωσε τη φωνή της. “Η Μουαραίν Σεντάι λέει ότι δεν είσαι αναγκασμένος να αγγίξεις την Αληθινή Πηγή. Αν δεν αγγίξεις το σαϊντίν, αν δεν προσπαθήσεις να χειριστείς τη Δύναμη, θα είσαι ασφαλής”.

“Α, δεν πρόκειται να την ξαναγγίξω ποτέ. Προτιμώ να κόψω το χέρι μου”. Κι αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ; Ποτέ δεν προσπάθησα να τη χειριστώ, ούτε ακόμα και στον Οφθαλμό. Αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ;

“Θα έρθεις σπίτι, Ραντ; Ο πατέρας σου σίγουρα θα έχει πεθυμήσει να σε δει. Ακόμα και ο πατέρας του Ματ θα τον έχει πεθυμήσει. Του χρόνου θα γυρίσω στο Πεδίο του Έμοντ. Τουλάχιστον για λίγο”.

Ο Ραντ έτριψε την παλάμη του στη λαβή του σπαθιού του, νιώθοντας τον μπρούτζινο ερωδιό. Ο πατέρας μου. Το σπίτι. Φως μου, πόσο θέλω να δω... “Όχι στο σπίτι”. Κάπου που δεν θα υπάρχουν άνθρωποι για να τους βλάψω, αν δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ξαφνικά ένιωσε κρύο στο μπαλκόνι, σαν να χιόνιζε. “Φεύγω, μα όχι για το σπίτι”. Εγκουέν, Εγκουέν, γιατί έπρεπε να είσαι μια απ’ αυτούς που... Την αγκάλιασε και ψιθύρισε στα μαλλιά της. “Ποτέ στο σπίτι”.

Στον ιδιαίτερο κήπο του Άγκελμαρ, κάτω από μια πυκνή περγουλιά με άσπρα μπουμπούκια, η Μουαραίν ανασάλεψε στην ανακλινόμενη πολυθρόνα της. Στην αγκαλιά της ήταν τα θραύσματα της σφραγίδας και το μικρό πετράδι, που φορούσε μερικές φορές στα μαλλιά της, στριφογυρνούσε και λαμπύριζε στη χρυσή αλυσίδα του, που κρεμόταν από τα ακροδάχτυλά της. Το αμυδρό γαλάζιο φέγγος έσβησε από την πέτρα και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Η πέτρα από μόνη της δεν είχε καμία δύναμη, αλλά η πρώτη χρήση της Μίας Δύναμης που είχε μάθει ποτέ, τότε που ήταν κοριτσάκι στο Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν, ήταν τότε που χρησιμοποιούσε την πέτρα για να κρυφακούει ανθρώπους, που νόμιζαν ότι ήταν αρκετά μακριά και δεν ακούγονταν.

“Οι Προφητείες θα εκπληρωθούν”, ψιθύρισε η Άες Σεντάι. “Ο Δράκοντας Ξαναγεννήθηκε”.

Το Τέλος του Πρώτου Βιβλίου του Τροχού τον Χρόνου

Загрузка...