41 Παλιοί Φίλοι και Νέες Απειλές

Όταν ο Ραντ έφτασε στην Ευλογία της Βασίλισσας, σωριάστηκε λαχανιασμένος στην εξώπορτα. Είχε κάνει όλο το δρόμο τρέχοντας, χωρίς να τον νοιάζει αν έβλεπε κανείς ότι φορούσε κόκκινα, αν έπαιρναν αφορμή από το τρέξιμό του για να τον κυνηγήσουν. Του φαινόταν πως ούτε και Ξέθωρος δεν θα τον πρόφτανε.

Ο Λάμγκουιν καθόταν σε έναν πάγκο δίπλα στην πόρτα με μια καφέ γάτα στην αγκαλιά του. Σηκώθηκε για να δει μήπως υπήρχε καμιά φασαρία στο δρόμο απ’ όπου είχε έρθει ο Ραντ, χωρίς να σταματήσει να ξύνει γαλήνια τα αυτιά της γάτας. Δεν είδε τίποτα και ξανακάθισε, προσέχοντας να μην ενοχλήσει το ζώο. “Κάτι βλάκες πήγαν να κλέψουν γάτες πριν από ώρα”, είπε. Κοίταξε τις αρθρώσεις των χεριών του και ξανάρχισε να ξύνει τη γάτα. “Ο κόσμος πληρώνει όσο-όσο για μια γάτα αυτές τις μέρες”.

Ο Ραντ είδε ότι οι δύο άντρες που φορούσαν το άσπρο ήταν ακόμα εκεί απέναντι, ο ένας με μαυρισμένο μάτι και πρησμένο σαγόνι. Είχε μια ξινή, κατσούφικη έκφραση και χάιδευε τη λαβή του σπαθιού του με λαχτάρα, καθώς παρακολουθούσε το πανδοχείο.

“Πού είναι ο αφέντης Γκιλ;” ρώτησε ο Ραντ.

“Στη βιβλιοθήκη”, απάντησε ο Λάμγκουιν. Χαμογέλασε όταν η γάτα άρχισε να γουργουρίζει. “Οι γάτες δεν χολοσκάνε για πολλή ώρα, ακόμα κι αν πάει κάποιος να τις ρίξει σε τσουβάλι”.

Ο Ραντ μπήκε βιαστικά μέσα, περνώντας από την κοινή αίθουσα, που τώρα ήταν γεμάτη από τη συνηθισμένη πελατεία της, ανθρώπους που φορούσαν κόκκινο και μιλούσαν πίνοντας μπύρα.

Έλεγαν για τον ψεύτικο Δράκοντα και αν θα έκαναν φασαρίες οι Λευκομανδίτες, τώρα που θα τον πήγαιναν στο Ταρ Βάλον. Κανένας δεν νοιαζόταν μήπως πάθαινε κάτι ο Λογκαίν, όμως όλοι ήξεραν ότι η Κόρη-Διάδοχος και ο Άρχοντας Γκάγουιν θα ταξίδευαν με την ίδια ομάδα και κανένας από τους πελάτες εκεί δεν ήθελε να σκεφτεί ότι θα πάθαιναν τίποτα.

Βρήκε τον αφέντη Γκιλ στη βιβλιοθήκη να παίζει λίθους με τον Λόιαλ. Μια αφράτη γατούλα καθόταν στο τραπέζι, με τα πόδια διπλωμένα από κάτω της, παρακολουθώντας τα χέρια τους, που πηγαινοέρχονταν στον άβακα με τα τετραγωνάκια.

Ο Ογκιρανός έβαλε άλλο ένα λίθο, με κινήσεις υπερβολικά απαλές για τα χοντρά του δάχτυλα. Ο αφέντης Γκιλ κούνησε το κεφάλι και βρήκε πρόφαση στον ερχομό του Ραντ για να πάρει το βλέμμα από το τραπέζι. Ο Λόιαλ σχεδόν πάντα κέρδιζε στους λίθους. “Κι ό,τι άρχιζαν να με ζώνουν τα φίδια, παλικάρι μου. Σκεφτόμουν μήπως είχες μπλέξει με τους ασπροκέφαλους τους προδότες, ή μήπως έπεσες στον ζητιάνο, ίσως”.

Ο Ραντ στάθηκε για λίγο με το στόμα ορθάνοιχτο. Είχε ξεχάσει τον κουρελιάρη. “Τον είδα”, είπε τελικά, “μα αυτό δεν είναι τίποτα. Είδα και τη Βασίλισσα, και την Ελάιντα· να ποιο ήταν το πρόβλημα”.

Ο αφέντης Γκιλ ξεφύσηξε γελώντας. “Τη Βασίλισσα, ε; Μην μου το λες. Εμείς είχαμε εδώ τον Γκάρεθ Μπράυν στην κοινή αίθουσα και μπρατσοπάλευε με τον Άρχοντα Διοικητή των Τέκνων, αλλά η Βασίλισσα, ε... αυτό είναι το κάτι άλλο”.

“Μα το αίμα και τις στάχτες”, μούγκρισε ο Ραντ, “σήμερα όλοι με περνούν για ψεύτη”. Έριξε το μανδύα του στη ράχη μιας καρέκλας και σωριάστηκε σε μια άλλη. Είχε τόση υπερένταση, που δεν μπορούσε να γείρει πίσω αναπαυτικά. Κάθισε μπροστά-μπροστά, σκουπίζοντας το πρόσωπό του μ’ ένα μαντήλι. “Είδα τον ζητιάνο και με είδε και νόμισα... Δεν έχει σημασία αυτό. Σκαρφάλωσα τον τοίχο ενός κήπου, απ’ όπου θα μπορούσα να δω την πλατεία μπροστά στο Παλάτι, εκεί που πήγαν τον Λογκαίν. Κι έπεσα, από μέσα”.

“Κοντεύω να πιστέψω ότι δεν το λες γι’ αστείο”, είπε αργά ο πανδοχέας.

“Τα’βίρεν”, μουρμούρισε ο Λόιαλ.

“Μα συνέβη”, είπε ο Ραντ. “Το Φως να με βοηθήσει, συνέβη”.

Η δυσπιστία του αφέντη Γκιλ έλιωσε σιγά-σιγά, καθώς ο Ραντ μιλούσε και τη διαδέχθηκε η ανησυχία. Ο πανδοχέας άκουγε γέρνοντας μπροστά, ώσπου κατέληξε κουρνιασμένος μπροστά-μπροστά στην καρέκλα του, όπως ακριβώς και ο Ραντ. Ο Λόιαλ άκουγε ατάραχος, μόνο που μερικές φορές έτριβε την πλατιά του μύτη και οι τούφες των αυτιών του συσπώνταν.

Ο Ραντ τους είπε ό,τι είχε συμβεί, τα πάντα, εκτός από αυτό που του είχε ψιθυρίσει η Ελάιντα. Και το άλλο, που του είχε πει ο Γκάγουιν στην πύλη του Παλατιού. Το ένα δεν ήθελε να το σκέφτεται· το άλλο δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα. Είμαι γιος τον Ταμ αλ’Θορ, έστω κι αν δεν γεννήθηκα στους Δύο Ποταμούς. Είμαι ο γιος τον! Είμαι από το αίμα των Δύο Ποταμών και ο Ταμ είναι ο πατέρας μου.

Ξαφνικά κατάλαβε πως είχε σταματήσει να μιλά, έχοντας βυθιστεί στις σκέψεις του και οι άλλοι τον κοίταζαν. Για μια πανικόβλητη στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είχε πει πολλά.

“Λοιπόν”, είπε ο αφέντης Γκιλ, “ως εδώ ήταν όσο περίμενες τους φίλους σου. Θα πρέπει να φύγεις από την πόλη, γρήγορα. Το αργότερο σε δύο μέρες. Σου φτάνει ο καιρός για να ξαναφέρεις τον Ματ στα καλά του, ή μήπως θέλεις να φέρω την Μητέρα Γκραμπ;”

Ο Ραντ τον κοίταξε σαστισμένος. “Δύο μέρες;”

“Η Ελάιντα είναι σύμβουλος της Βασίλισσας Μοργκέις, δίπλα στον ίδιο τον Στρατηγό Γκάρεθ Μπράυν. Αν βάλει τους Φρουρούς της Βασίλισσας να ψάχνουν για σένα ―ο Άρχοντας Γκάρεθ δεν θα τη σταματήσει, παρά μόνο αν τους εμποδίζει από τα άλλα καθήκοντά τους- τότε, ε, οι Φρουροί θα κάνουν δυο μέρες για να ψάξουν σε όλα τα πανδοχεία του Κάεμλυν. Κι αυτό αν κάποια κακοτυχία δεν τους φέρει εδώ από την πρώτη μέρα, ή από την πρώτη ώρα Μπορεί να έχεις λίγο καιρό, αν αρχίσουν από το Στέμμα και το Λιοντάρι, αλλά μη χασομερήσεις”.

Ο Ραντ ένευσε αργά. “Αν δεν σηκώσω τον Ματ από το κρεβάτι, στείλε να έρθει η Μητέρα Γκραμπ. Μου έμειναν λίγα λεφτά. Μπορεί να φτάνουν”.

“Θα το κανονίσω εγώ με τη Μητέρα Γκραμπ”, είπε με βαρύ ύφος ο πανδοχέας. “Και νομίζω ότι μπορώ να σου δανείσω δυο άλογα. Έτσι τριμμένες που είναι οι μπότες σου, αν πας στην Ταρ Βάλον περπατώντας, θα τρυπήσουν πριν φτάσεις στα μισά του δρόμου”.

“Είσαι καλός φίλος”, είπε ο Ραντ. “Μου φαίνεται πως μόνο μπελάδες σου φέραμε, αλλά και πάλι μας βοηθάς. Είσαι καλός φίλος”.

Ο αφέντης Γκιλ φαινόταν αμήχανος. Σήκωσε τους ώμους και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και χαμήλωσε τα μάτια. Μ’ αυτή την κίνηση, το βλέμμα του έπεσε στον άβακα των λίθων και κοίταξε απότομα αλλού. Ο Λόιαλ όντως κέρδιζε. “Α, καλά, ο Θομ μου στάθηκε καλός φίλος. Αφού έκανε τα πάντα για να σας βοηθήσει, κάτι μπορώ να κάνω κι εγώ”.

“Θα ήθελα να έρθω μαζί σου όταν φύγεις, Ραντ”, είπε ξαφνικά ο Λόιαλ.

“Νόμιζα ότι αυτό το είχαμε ξεκαθαρίσει, Λόιαλ”. Δίστασε ―ο αφέντης Γκιλ ακόμα δεν ήξερε για όλους τους κινδύνους- και μετά πρόσθεσε, “Ξέρεις τι μας περιμένει εμένα και τον Ματ, τι μας κυνηγά”.

“Σκοτεινόφιλοι”, απάντησε ο Ογκιρανός με ένα γαλήνιο μπουμπουνητό, “και Άες Σεντάι και το Φως ξέρει τι άλλο. Ή ο Σκοτεινός. Πάτε στην Ταρ Βάλον και υπάρχει ένα θαυμάσιο άλσος εκεί, το οποίο, απ’ ό,τι έχω ακούσει, οι Άες Σεντάι το περιποιούνται καλά. Όπως και να ’χει, υπάρχουν περισσότερα πράγματα να δει κανείς στον κόσμο εκτός από τα δάση. Πραγματικά είσαι τα’βίρεν, Ραντ. Το Σχήμα υφαίνεται γύρω σου και εσύ στέκεσαι στην καρδιά του”.

Αυτός ο άνθρωπος στέκα στην καρδιά τον. Ο Ραντ ένιωσε ρίγος. “Σε καμιά καρδιά δεν στέκομαι”, είπε κοφτά.

Ο αφέντης ανοιγόκλεισε τα μάτια, ακόμα και ο Λόιαλ φάνηκε να σαστίζει με το θυμό του. Ο πανδοχέας και ο Ογκιρανός κοιτάχτηκαν, έπειτα χαμήλωσαν το βλέμμα στο πάτωμα. Ο Ραντ προσπάθησε να ηρεμήσει, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ως εκ θαύματος βρήκε το κενό, που του ξέφευγε τόσο συχνά τώρα τελευταία, και τη γαλήνη. Δεν άξιζαν το θυμό του.

“Μπορείς να έρθεις, Λόιαλ”, είπε. “Δεν ξέρω γιατί το θέλεις, αλλά θα ήμουν ευγνώμων για την παρέα. Ξέρεις... ξέρεις πώς είναι ο Ματ”.

“Ξέρω”, είπε ο Λόιαλ. “Ακόμα δεν μπορώ να βγω στους δρόμους χωρίς να μαζέψω πλήθος που να φωνάζει “Τρόλοκ” πίσω μου. Αλλά ο Ματ, τουλάχιστον, σταματά στις λέξεις. Ακόμα δεν προσπάθησε να με σκοτώσει”.

“Φυσικά και όχι”, είπε ο Ραντ, “Ο Ματ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα”. Ο Ματ δεν θα έφτανε ως εκεί Φυσικά και όχι.

Ένα χτύπημα ακούστηκε από την πόρτα και μια σερβιτόρα, η Γκίλντα, έχωσε το κεφάλι στο δωμάτιο. Το στόμα της ήταν σφιγμένο και τα μάτια της ανήσυχα. “Αφέντη Γκιλ, έλα γρήγορα σε παρακαλώ. Στην κοινή αίθουσα μπήκαν Λευκομανδίτες”.

Ο αφέντης Γκιλ πετάχτηκε πάνω με μια βλαστήμια, ρίχνοντας από το τραπέζι τη γάτα, που βγήκε από το δωμάτιο προσβεβλημένη, με την ουρά αλύγιστη. “Έρχομαι. Τρέξε πες τους ότι έρχομαι και μετά κάτσε στην άκρη.. Μ’ άκουσες, κοπέλα μου; Μακριά απ’ αυτούς”. Η Γκίλντα ένευσε και εξαφανίστηκε. “Εσύ καλύτερα να μείνεις εδώ”, είπε στον Λόιαλ.

Ο Ογκιρανός ξεφύσηξε, μ’ έναν ήχο σαν σεντόνια που σχίζονταν. “Δεν επιθυμώ να ξανασυναντήσω τα Τέκνα του Φωτός”.

Το βλέμμα του αφέντη Γκιλ έπεσε στον άβακα των λίθων και η έκφραση του φάνηκε να ξαλαφρώνει. “Θα πρέπει να ξαναρχίσουμε την παρτίδα, φαίνεται”.

“Δεν είναι ανάγκη”. Ο Λόιαλ άπλωσε το χέρι στα ράφια και κατέβασε ένα βιβλίο· η παλάμη του ήταν μεγαλύτερη από το δεμένο με ύφασμα τόμο. “Μπορούμε να συνεχίσουμε από τη θέση που είμαστε. Είναι η σειρά σου”.

Ο αφέντης Γκιλ έκανε μια γκριμάτσα. “Όλα τα κακά έρχονται μαζί”, μουρμούρισε, καθώς έβγαινε από το δωμάτιο τρέχοντας.

Ο Ραντ τον ακολούθησε, αλλά αργά. Όπως κι ο Λόιαλ, δεν ήθελε να μπλέξει με τα Τέκνα. Αυτός ο άνθρωπος στέκει στην καρδιά του. Σταμάτησε στην είσοδο της κοινής αίθουσας, απ’ όπου μπορούσε να δει τι γινόταν, αλλά στάθηκε προς τα πίσω, ελπίζοντας να περάσει απαρατήρητος.

Νεκρική σιγή επικρατούσε στην αίθουσα. Πέντε Λευκομανδίτες στέκονταν στο κέντρο και οι θαμώνες του καταστήματος τους αγνοούσαν με σπουδή. Ο ένας τους κάτω από τον ήλιο στο μανδύα είχε την ασημένια αστραπή, που δήλωνε κατώτερο αξιωματικό. Ο Λάμγκουιν έγερνε στον τοίχο δίπλα στην εξώπορτα και ήταν αφοσιωμένος στο καθάρισμα των νυχιών του με μια σχίζα. Μαζί του ήταν τέσσερις ακόμα από τους φρουρούς που είχε προσλάβει ο αφέντης Γκιλ, απλωμένοι στην αίθουσα, αγνοώντας μεθοδικά τους Λευκομανδίτες. Αν τα Τέκνα του Φωτός είχαν προσέξει κάτι, δεν το έδειχναν. Μόνο ο αξιωματικός έδειχνε κάποιο συναίσθημα, καθώς χτυπούσε ανυπόμονα στην παλάμη του χεριού τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση, περιμένοντας τον πανδοχέα.

Ο αφέντης Γκιλ διέσχισε την αίθουσα και τον πλησίασε γοργά, φροντίζοντας να δείχνει ανέκφραστος. “Το Φως να φωτίζει και σένα”, είπε με μια προσεκτική υπόκλιση, όχι πολύ βαθιά, αλλά ούτε και τόσο μικρή που να είναι προσβλητική, “και την καλή μας Βασίλισσα Μοργκέις. Τι μπορώ να κάνω για―”

“Δεν έχω ώρα για τη φλυαρία σου, πανδοχέα”, είπε κοφτά ο αξιωματικός. “Σήμερα πέρασα από άλλα είκοσι πανδοχεία ως τώρα, το ένα πιο άθλιο από το άλλο, και θα περάσω από άλλα είκοσι μέχρι να δύσει ο ήλιος. Ψάχνω για Σκοτεινόφιλους, για ένα αγόρι από τους Δύο Ποταμούς—”

Το πρόσωπο του αφέντη Γκιλ σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο με κάθε λέξη. Φούσκωσε, λες κι ήταν έτοιμος να εκραγεί και στο τέλος έτσι έκανε, κόβοντας κι αυτός με τη σειρά του τον Λευκομανδίτη. “Δεν υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι στο μαγαζί μου! Όλος ο κόσμος εδώ είναι πιστός στη Βασίλισσα!”

“Ναι, κι όλοι ξέρουμε με ποιου το μέρος είναι η Μοργκέις”, είπε, προφέροντας το όνομα της Βασίλισσας με χλευασμό, “και η μάγισσα της Ταρ Βάλον που έχει μαζί της, ε;”

Ακούστηκε δυνατός ήχος από καρέκλες που έγδερναν το πάτωμα. Ξαφνικά όσοι ήταν στην αίθουσα βρέθηκαν όρθιοι. Στάθηκαν ακίνητοι, σαν αγάλματα, όλοι όμως κοίταζαν βλοσυρά τους Λευκομανδίτες. Ο αξιωματικός δεν φάνηκε να το προσέχει, αλλά οι τέσσερις άνδρες που ήταν πίσω του κοίταξαν τριγύρω ανήσυχα.

“Όλα θα είναι πιο εύκολα για σένα, πανδοχέα”, είπε ο αξιωματικός, “αν φανείς συνεργάσιμος. Το πνεύμα των καιρών πέφτει βαρύ σε όσους δίνουν καταφύγιο σε Σκοτεινόφιλους. Νομίζω πως ένα πανδοχείο με το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα δεν θα είχε μεγάλη πελατεία. Μπορεί να έχει και προβλήματα με τη φωτιά μ’ αυτό το σημάδι”.

“Φύγε τώρα αμέσως από δω”, είπε ήρεμα ο αφέντης Γκιλ, “αλλιώς θα φωνάξω τους Φρουρούς της Βασίλισσας να ρίξουν στη χωματερή ό,τι θα έχει μείνει από σας”.

Το σπαθί του Λάμγκουιν βγήκε μ’ έναν τραχύ ήχο από το θηκάρι του και το βραχνό ξύσιμο του ατσαλιού σε δέρμα ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα, καθώς χέρια έπιαναν σπαθιά και εγχειρίδια. Οι σερβιτόρες έτρεξαν στις πόρτες.

Ο αξιωματικός κοίταξε γύρω του με μια περιφρονητική έκφραση, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. “Το Δόντι του Δράκοντα—”

“Δεν θα βοηθήσει εσάς τους πέντε”, είπε ο αφέντης Γκιλ, ολοκληρώνοντας τη φράση. Σήκωσε τη σφιγμένη γροθιά του και ύψωσε ένα δάχτυλο. “Ένα”.

“Σου ’στριψε, πανδοχέα, για να απειλείς τα Τέκνα του Φωτός”.

“Οι Λευκομανδίτες δεν έχουν εξουσία στο Κάεμλυν. Δύο”.

“Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως έτσι θα ξεμπερδέψεις;”

“Τρία”.

“Θα ξανάρθουμε”, είπε κοφτά ο αξιωματικός και διέταξε βιαστικά τους άνδρες του να γυρίσουν, προσποιούμενος πως έφευγε με τάξη και με την άνεση του. Την εντύπωση χαλούσαν οι άνδρες του, που πλησίαζαν την πόρτα με αρκετή βιασύνη, χωρίς να τρέχουν, αλλά και χωρίς να κρύβουν ότι ήθελαν να βρεθούν έξω.

Ο Λάμγκουιν στεκόταν στην πόρτα με το σπαθί του και παραμέρισε μόνο χάρη στα αγωνιώδη νοήματα του αφέντη Γκιλ. Όταν έφυγαν οι Λευκομανδίτες, ο πανδοχέας έπεσε βαρύς σε μια καρέκλα. Σκούπισε με το χέρι το μέτωπό του κι έπειτα το κοίταξε, σαν να ήταν έκπληκτος που δεν ήταν γεμάτο ιδρώτα. Σ’ όλη την αίθουσα οι άνδρες ξανακάθονταν, γελώντας μ’ αυτό που είχαν κάνει. Μερικοί πλησίασαν για να χτυπήσουν φιλικά τον αφέντη Γκιλ στον ώμο.

Όταν ο πανδοχέας είδε τον Ραντ, σηκώθηκε από την καρέκλα και τον πλησίασε, σχεδόν τρέχοντας. “Ποιος θα το πίστευε ότι έκρυβα μέσα μου έναν ήρωα;” θαύμασε. “Το Φως να με φωτίζει”. Τίναξε απότομα το κεφάλι και η φωνή του ξαναπήρε το φυσιολογικό τόνο της. “Κρύψου μέχρι να βρω πώς θα σε βγάλω από την πόλη”. Κοίταξε επιφυλακτικά την κοινή αίθουσα και έσπρωξε τον Ραντ παραπέρα στο διάδρομο. “Αυτοί οι λεχρίτες θα ξαναγυρίσουν, ή θα έρθουν σαν κατάσκοποι, φορώντας προσώρας το κόκκινο. Με τα καμώματά μου πριν, δεν θα τους νοιάζει αν είσαι εδώ, ή αν έφυγες, αλλά θα κάνουν σαν να είσαι εδώ”.

“Είναι τρελό”, διαμαρτυρήθηκε ο Ραντ. Χαμήλωσε τη φωνή, όταν ο πανδοχέας του έκανε νόημα. “Οι Λευκομανδίτες δεν έχουν λόγο να με ψάχνουν”.

“Δεν ξέρω από λόγους, παλικάρι μου, αλλά είναι εκατό τα εκατό βέβαιο ότι ψάχνουν για σένα και τον Ματ. Τι σκάρωσες τώρα; Και η Ελάιντα και οι Λευκομανδίτες”.

Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια έτοιμος να διαμαρτυρηθεί και τα κατέβασε χαλαρά. Ήταν παράλογο, αλλά είχε ακούσει τον Λευκομανδίτη. “Τι θα γίνει με σένα; Οι Λευκομανδίτες θα σε έχουν στο μάτι, ακόμα κι αν δεν μας βρουν”.

“Μη σκας γι’ αυτό, παλικάρι μου. Οι Φρουροί της Βασίλισσας ακόμα επιβάλλουν το νόμο, έστω κι αν αφήνουν τους προδότες να φοράνε καμαρωτοί το άσπρο. Όσο για τη νύχτα... ε, ο Λάμγκουιν και οι φίλοι του ίσως να μην κοιμηθούν πολύ, αλλά σχεδόν λυπάμαι όποιον πάει να βάλει σημάδι στην πόρτα μου”.

Τότε εμφανίστηκε πλάι τους η Γκίλντα, κλίνοντας το γόνυ στον αφέντη Γκιλ. “Κύριε, μια... μια κυρία. Στην κουζίνα”. Ο συνδυασμός αυτός τη σκανδάλιζε. “Ζητά τον αφέντη Ραντ, κύριε, και τον αφέντη Ματ, με τ’ όνομά τους”.

Ο Ραντ κι ο πανδοχέας κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι.

“Παλικάρι μου”, είπε ο αφέντης Γκιλ, “αν στ’ αλήθεια κατάφερες να φέρεις την Αρχόντισσα Ηλαίην από το Παλάτι στο πανδοχείο μου, θα καταλήξουμε όλοι στο δήμιο”. Η Γκίλντα τσίριξε, όταν αναφέρθηκε η Κόρη-Διάδοχος και κοίταξε τον Ραντ με γουρλωμένα μάτια. “Πήγαινε, κοπέλα μου”, είπε απότομα ο πανδοχέας. “Και τσιμουδιά για ό,τι άκουσες. Δεν είναι αλλουνού δουλειά”. Η Γκίλντα ξαναχαιρέτησε και όρμησε στο διάδρομο, ρίχνοντας ματιές στον Ραντ πάνω από τον ώμο της, “Σε πέντε λεπτά” ―ο αφέντης Γκιλ αναστέναξε― “θα λέει στις άλλες ότι είσαι πρίγκιπας μεταμφιεσμένος. Ως το δειλινό θα το έχει μάθει όλη τη Νέα Πόλη”.

“Αφέντη Γκιλ”, είπε ο Ραντ, “δεν μίλησα στην Ηλαίην για τον Ματ. Δεν μπορεί να—” Ξαφνικά ένα πελώριο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του και έτρεξε στην κουζίνα.

“Περίμενε!” φώναξε πίσω του ο πανδοχέας. “Περίμενε να δεις. Περίμενε, βλάκα!”

Ο Ραντ άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κουζίνας και ήταν εκεί. Η Μουαραίν έστρεψε το ατάραχο βλέμμα της πάνω του, δίχως έκπληξη. Η Νυνάβε και η Εγκουέν έτρεξαν γελώντας και τον αγκάλιασαν, με τον Πέριν από πίσω τους, χτυπώντας τον κι οι τρεις στους ώμους, σαν να ήθελαν να σιγουρευτούν πως ήταν μπροστά τους. Στην πόρτα που έβγαζε στην αυλή του στάβλου στεκόταν ο Λαν, με μια μπότα υψωμένη να στηρίζεται στο κούφωμα, με την προσοχή του μοιρασμένη ανάμεσα στην κουζίνα και την αυλή έξω.

Ο Ραντ προσπάθησε να αγκαλιάσει τις δύο γυναίκες και να σφίξει το χέρι του Πέριν ταυτόχρονα και όλα ήταν ένα μίγμα από απλωμένα χέρια και καμπανιστά γέλια, ενώ η Νυνάβε προσπαθούσε να αγγίξει το μέτωπό του για να δει αν είχε πυρετό. Έμοιαζαν κάπως ταλαιπωρημένοι —το πρόσωπο του Πέριν ήταν γεμάτο μελανιές και κρατούσε τα μάτια του χαμηλά, με τρόπο πρωτόγνωρο γι’ αυτόν- αλλά ήταν ζωντανοί και ήταν πάλι μαζί Ο λαιμός του ήταν σφιγμένος και σχεδόν δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. “Φοβόμουν πως δεν θα σας ξανάβλεπα ποτέ”, κατάφερε να πει στο τέλος. “Φοβόμουν πως ήσασταν όλοι...”

“Ήξερα ότι ήσουν ζωντανός”, είπε η Εγκουέν, γερμένη στο στέρνο του. “Πάντα το ήξερα. Πάντα”.

“Εγώ όχι”, είπε η Νυνάβε. Η φωνή της ακούστηκε σκληρή για μια στιγμή, αλλά αμέσως μαλάκωσε και του χαμογέλασε. “Μια χαρά φαίνεσαι, Ραντ. Μπορεί να μην σε καλοταΐζουν, αλλά είσαι μια χαρά, Δόξα στο Φως”.

“Λοιπόν”, είπε πίσω του ο αφέντης Γκιλ, “μου φαίνεται ότι τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί είναι οι φίλοι που έψαχνες;”

Ο Ραντ ένευσε. “Ναι, οι φίλοι μου”. Τους σύστησε όλους. Ένιωθε παράξενα λέγοντας τα πραγματικά ονόματα του Λαν και της Μουαραίν. Οι δυο τους του έριξαν μια έντονη ματιά.

Ο πανδοχέας τους χαιρέτησε όλους μ’ ένα ειλικρινές χαμόγελο, αλλά έδειξε το δέος που έπρεπε γνωρίζοντας έναν Πρόμαχο και ειδικά τη Μουαραίν. Την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα ―άλλο να ξέρει πως υπήρχε μια Άες Σεντάι που βοηθούσε τα αγόρια και άλλο να τη βλέπει να εμφανίζεται στην κουζίνα του— και ύστερα υποκλίθηκε βαθιά. “Καλωσήρθες στην Ευλογία της Βασίλισσας, Άες Σεντάι, ως καλεσμένη μου. Αν και φαντάζομαι πως θα μείνεις στο Παλάτι μαζί με την Ελάιντα Σεντάι και τις Άες Σεντάι που ήρθαν μαζί με τον ψεύτικο Δράκοντα”. Υποκλίθηκε πάλι, έριξε μια γοργή, ανήσυχη ματιά στον Ραντ. Ήταν ωραία και καλά να λέει ότι δεν κακολογούσε τις Άες Σεντάι, όμως δεν είχε πει ότι ήθελε να έρθει μια να κοιμηθεί στο πανδοχείο του.

Ο Ραντ ένευσε ενθαρρυντικά, προσπαθώντας να του πει σιωπηλά ότι όλα ήταν εντάξει. Η Μουαραίν δεν ήταν σαν την Ελάιντα, κρύβοντας απειλές πίσω από κάθε ματιά και κάθε λέξη. Είσαι σίγουρος; Ακόμα και τώρα, είσαι σίγουρος;

“Μου φαίνεται πως θα μείνω εδώ”, είπε η Μουαραίν, “για το σύντομο διάστημα που θα περάσω στο Κάεμλυν. Και πρέπει να μου επιτρέψεις να πληρώσω”.

Μια γάτα γεμάτη βούλες μπήκε νωχελικά από το διάδρομο και χαϊδεύτηκε στα πόδια του πανδοχέα. Μόλις εμφανίστηκε, μια γκρίζα γάτα με πλούσιο τρίχωμα πετάχτηκε από το τραπέζι, καμπούριασε την πλάτη και σούριξε. Η βουλάτη ζάρωσε μ’ ένα απειλητικό γουργούρισμα και η γκρίζα χίμηξε, προσπέρασε τον Λαν και βγήκε στην αυλή του στάβλου.

Ο αφέντης Γκιλ ζήτησε συγνώμη για τις γάτες, ενώ την ίδια στιγμή διαμαρτυρόταν, λέγοντας πως θα ήταν τιμή του να έχει τη Μουαραίν για προσκεκλημένη του, ρωτώντας αν ήταν σίγουρη πως δεν θα προτιμούσε το παλάτι, κάτι που ο ίδιος προσωπικά θα καταλάβαινε, αλλά ήλπιζε πως θα δεχόταν ως δώρο το καλύτερο δωμάτιό του. Η Μουαραίν δεν φάνηκε να δίνει σημασία στη λογοδιάρροιά του, Αντίθετα, έσκυψε και έξυσε την πορτοκαλιά και άσπρη γάτα, που άφησε αμέσως τα πόδια του αφέντη Γκιλ και την πλησίασε.

“Ως τώρα έχω δει άλλες τέσσερις γάτες”, είπε. “Έχεις ποντίκια; Αρουραίους;”

“Αρουραίους, Μουαραίν Σεντάι”. Ο πανδοχέας αναστέναξε. “Τρομερό πρόβλημα. Όχι ότι δεν καθαρίζω, με καταλαβαίνεις. Είναι ο κόσμος. Η πόλη είναι γεμάτη ανθρώπους και αρουραίους. Αλλά οι γάτες μου τους κυνηγούν. Δεν θα σε ενοχλήσουν, το υπόσχομαι”.

Ο Ραντ αντάλλαξε μια φευγαλέα ματιά με τον Πέριν, που πάλι έσκυψε αμέσως το βλέμμα. Τα μάτια του είχαν κάτι το αλλόκοτο. Και ήταν τόσο σιωπηλός· ο Πέριν ήταν πάντα αργός στην ομιλία, αλλά τώρα δεν έλεγε τίποτα. “Μπορεί να φταίει η πολυκοσμία”, είπε.

“Με την άδειά σου, αφέντη Γκιλ”, είπε η Μουαραίν, σαν να το θεωρούσε δεδομένο. “Είναι απλό να διώξουμε τους αρουραίους από αυτό το δρόμο. Με λίγη τύχη, δεν θα καταλάβουν καν ότι τους εμποδίζουμε να έρθουν”.

Ο αφέντης Γκιλ έσμιξε τα φρύδια, όταν άκουσε αυτό το τελευταίο, αλλά δέχτηκε την προσφορά της με μια υπόκλιση. “Αν είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις να μείνεις στο Παλάτι, Άες Σεντάι”.

“Πού είναι ο Ματ;” είπε ξαφνικά η Νυνάβε. “Εκείνη είπε ότι ήταν κι αυτός εδώ”.

“Πάνω”, είπε ο Ραντ. “Είναι... δεν νιώθει καλά”.

Η Νυνάβε σήκωσε το κεφάλι. “Είναι άρρωστος; Ας ασχοληθεί αυτή με τους αρουραίους κι εγώ θα τον γιατρέψω. Πήγαινέ με να τον δω, Ραντ”.

“Ανεβείτε όλοι σας”, είπε η Μουαραίν. “Έρχομαι σε λίγα λεπτά. Είμαστε εμπόδιο στην κουζίνα του αφέντη Γκιλ και θα ήταν καλό να μείνουμε για λίγο κάπου ήσυχα”. Κάτι έκρυβε η φωνή της. Μην σας βλέπουν. Κι εδώ πρέπει να είμαστε κρυμμένοι,

“Ελάτε”, είπε ο Ραντ. “Θα ανεβούμε από πίσω”.

Οι άλλοι τον ακολούθησαν στην πίσω σκάλα, αφήνοντας την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο στην κουζίνα με τον αφέντη Γκιλ. Ο Ραντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχαν ξαναβρεθεί. Ήταν, σχεδόν, σαν να είχε γυρίσει στο σπίτι του. Δεν σταματούσε να χαμογελά.

Η ίδια ανακούφιση, αγαλλίαση σχεδόν, γέμιζε τους άλλους. Γελούσαν πνιχτά, χωρίς αφορμή, συνεχώς έσφιγγαν το μπράτσο του. Η φωνή του Πέριν ακουγόταν πνιχτή και τα μάτια του ήταν ακόμα χαμηλωμένα, αλλά άρχισε να μιλά, καθώς ανέβαιναν όλοι τους τη σκάλα.

“Η Μουαραίν είπε ότι μπορούσε να βρει εσένα και τον Ματ κι αυτό έκανε. Όταν μπήκαμε στην πόλη, τρίβαμε τα μάτια μας ―όλοι εκτός από τον Λαν, φυσικά- μπροστά σε τόσους ανθρώπους, τόσα κτίρια, με όλα”. Οι πυκνές μπούκλες των μαλλιών του σάλευαν, καθώς τίναζε το κεφάλι του με θαυμασμό. “Όλα είναι τόσο μεγάλα. Και είναι τόσο πολύς ο κόσμος. Μερικοί μας κοίταζαν, φώναζαν “Κόκκινο ή άσπρο;” λες και είχε νόημα”.

Η Εγκουέν άγγιξε το σπαθί του Ραντ, χάιδεψε το κόκκινο ύφασμα. “Τι σημαίνει;”

“Τίποτα”, είπε αυτός. “Κάτι ασήμαντο. Φεύγουμε για την Ταρ Βάλον, το ξέχασες;”

Η Εγκουέν τον κοίταξε, αλλά τράβηξε το χέρι από το σπαθί και συνέχισε από κει που είχε σταματήσει ο Πέριν. “Η Μουαραίν κι ο Λαν, δεν κοίταζαν τίποτα. Μας πήγαινε πάνω-κάτω σ’ αυτούς τους δρόμους, τόσες φορές, σαν σκυλί που κυνηγά μυρωδιά και στο τέλος νόμιζα ότι δεν ήσουν εδώ. Μετά, στα ξαφνικά, πήρε ένα δρόμο και, πριν καταλάβω τι γίνεται, είχαμε αφήσει τα άλογα στους σταβλίτες και μπαίναμε στην κουζίνα. Η Μουαραίν ούτε που ρώτησε αν ήσουν εδώ. Απλώς είπε σε μια γυναίκα που έπλαθε ζυμάρι να πει στον Ραντ αλ’Θορ και τον Ματ Κώθον ότι κάποιος ήθελε να τους δει. Και εμφανίστηκες από το τίποτα ―χαμογέλασε πλατιά— σαν μπαλάκι σε χέρι Βάρδου”.

“Πού είναι ο Βάρδος;” ρώτησε ο Πέριν. “Είναι μαζί σας;”

Ο Ραντ ένιωσε μια σουβλιά στο στομάχι και η χαρά που είχε με τους φίλους γύρω του καταλάγιασε. “Ο Θομ πέθανε. Νομίζω ότι πέθανε. Ήταν ένας Ξέθωρος και...” Δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της.

Η σιωπή βάρυνε, έπνιξε τα πνιχτά γελάκια, σκίασε την ευφορία τους, καθώς έφταναν στο κεφαλόσκαλο.

“Ο Ματ δεν είναι ακριβώς άρρωστος”, είπε τότε ο Ραντ. “Είναι... Θα δείτε”. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου που μοιραζόταν με τον Ματ. “Δες ποιοι ήρθαν, Ματ”.

Ο Ματ ήταν ακόμα κουλουριασμένος σαν μπάλα στο κρεβάτι, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει ο Ραντ. Σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε. “Πού ξέρεις ότι είναι αυτοί που μοιάζουν να είναι;” είπε βραχνά. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο, η επιδερμίδα του τραβηγμένη και γυάλιζε από τον ιδρώτα. “Πού ξέρω ότι είσαι αυτός που μοιάζεις να είσαι;”

“Δεν είναι άρρωστος;” Η Νυνάβε έριξε μια φαρμακερή ματιά στον Ραντ και πέρασε από δίπλα του, ενώ αμέσως κατέβαζε την τσάντα από τον ώμο της.

“Όλα αλλάζουν”, είπε τραχιά ο Ματ. “Πού να είμαι σίγουρος; Πέριν; Εσύ είσαι; Έχεις αλλάξει, ε;” Το γέλιο του έμοιαζε πιο πολύ με βήχα. “Α, ναι, έχεις αλλάξει”.

Προς έκπληξη του Ραντ, ο Πέριν κάθισε νωθρά στην άκρη του άλλου κρεβατιού, με το κεφάλι στα χέρια, κοιτάζοντας το πάτωμα. Το τραχύ γέλιο του Ματ έμοιαζε να τον τρυπάει.

Η Νυνάβε γονάτισε πλάι στο κρεβάτι του Ματ, ανέβασε ο μαντήλι που είχε δεμένο στο κεφάλι και ακούμπησε το πρόσωπό του. Εκείνος τινάχτηκε μακριά της με μια περιφρονητική ματιά. Τα μάτια του έλαμπαν, γυάλιζαν. “Καίγεσαι”, του είπε αυτή, “αλλά δεν θα έπρεπε να ιδρώνεις με τόσο πυρετό”. Δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία στη φωνή της. “Ραντ, εσύ και ο Πέριν φέρτε μερικά καθαρά ρούχα και όσο πιο πολύ κρύο νερό μπορείτε να κουβαλήσετε. Πρώτα θα σου κατεβάσω τη θερμοκρασία, Ματ, και—”

“Όμορφη Νυνάβε”, είπε ο Ματ με χλευαστικό τόνο. “Κανονικά η Σοφία δεν πρέπει να βλέπει τον εαυτό της σαν γυναίκα, ε; Σαν μια όμορφη γυναίκα. Αλλά εσύ το σκέφτεσαι, ε; Λοιπόν. Δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι είσαι μια όμορφη γυναίκα κι αυτό σε φοβίζει. Όλα αλλάζουν”. Το πρόσωπο της Νυνάβε χλόμιασε, καθώς ο Ματ μιλούσε — κι ο Ραντ δεν ήξερε αν ήταν από θυμό, ή από κάτι άλλο. Ο Ματ γέλασε πονηρά και τα πυρετιασμένα μάτια του σύρθηκαν στην Εγκουέν. “Όμορφη Εγκουέν”, έκρωξε. “Όμορφη όσο η Νυνάβε. Κι εσύ μοιράζεσαι άλλα πράγματα τώρα, ε; Αλλα όνειρα. Τι ονειρεύεσαι τώρα;” Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω.

“Προς το παρόν είμαστε ασφαλείς από τα μάτια του Σκοτεινού”, ανακοίνωσε η Μουαραίν, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο με τον Λαν κατά πόδας. Το βλέμμα της έπεσε στον Ματ όπως περνούσε την πόρτα και σούριξε, σαν να είχε αγγίξει καυτή σόμπα, “Φύγε μακριά του!”

Η μόνη κίνηση της Νυνάβε ήταν ότι γύρισε έκπληκτη να δει την Άες Σεντάι. Η Μουαραίν έκανε δύο γοργά βήματα, άρπαξε τη Σοφία από τους ώμους και την τράβηξε, σαν να ήταν σακί με σιτάρι. Η Νυνάβε πάλεψε και διαμαρτυρήθηκε, αλλά η Μουαραίν δεν την άφησε, παρά μόνο όταν την πήρε μακριά από το κρεβάτι. Η Σοφία συνέχισε να διαμαρτύρεται, καθώς σηκωνόταν και ίσιωνε θυμωμένη τα ρούχα της, όμως η Μουαραίν δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία. Η Άες Σεντάι παρακολουθούσε τον Ματ, αποκλείοντας ό,τι άλλο, κοιτάζοντάς τον όπως θα κοίταζε οχιά.

“Μείνετε μακριά του όλοι”, είπε. “Και κάνετε ησυχία”.

Ο Ματ την κοίταζε εξίσου προσηλωμένος. Γύμνωσε τα δόντια του με μια σιωπηλή, άγρια, σκυλίσια γκριμάτσα και κουλουριάστηκε ακόμα πιο σφιχτά, αλλά δεν τράβηξε καθόλου τα μάτια του από τα δικά της. Εκείνη τον άγγιξε αργά με το ένα χέρι, ανάλαφρα, στο γόνατό του κοντά στο στήθος του. Ένας σπασμός τον τάραξε με το άγγιγμά της, ένα ρίγος απέχθειας, που έκανε όλο το σώμα του να σφαδάσει για μια στιγμή και ξαφνικά ο Ματ τίναξε το χέρι του προς το πρόσωπό της, κρατώντας το εγχειρίδιο με τη ρουμπινένια λαβή.

Τη μια στιγμή ο Λαν ήταν στην πόρτα, την άλλη δίπλα στο κρεβάτι, σαν να μην είχε διασχίσει τον ενδιάμεσο χώρο. Το χέρι του έπιασε τον καρπό του Ματ και η κίνηση του Ματ σταμάτησε, σαν να είχε χτυπήσει βράχο. Ο Ματ ήταν ακόμα σφιχτά κουλουριασμένος, σαν μπάλα. Μόνο το χέρι με το εγχειρίδιο προσπαθούσε να σαλέψει, παλεύοντας με την ακαταμάχητη λαβή του Λαν. Τα μάτια του Ματ δεν άφησαν τη Μουαραίν και έκαιγαν με μίσος.

Ούτε και η Μουαραίν σάλευε. Δεν μόρφασε μπροστά στη λεπίδα, που απείχε λίγους μόνο πόντους από το πρόσωπό της, όπως δεν είχε μορφάσει ούτε όταν ο Ματ είχε προσπαθήσει να την χτυπήσει. “Πού το βρήκε αυτό;” ρώτησε με ατσάλινη φωνή. “Ρώτησα αν ο Μόρντεθ σας είχε δώσει τίποτα. Ρώτησα και σας προειδοποίησα και είπατε όχι”.

“Δεν μας έδωσε τίποτα”, είπε ο Ραντ. “Το... ο Ματ το πήρε από την αίθουσα με το θησαυρό”. Η Μουαραίν τον κοίταξε, με μάτια που έμοιαζαν να καίνε σαν του Ματ. Ο Ραντ παραλίγο θα έκανε πίσω και μετά η Μουαραίν ξαναστράφηκε προς το κρεβάτι. “Το έμαθα μόνα όταν είχαμε χωρίσει. Δεν το ήξερα”.

“Δεν το ήξερες”. Η Μουαραίν κοίταξε εξεταστικά τον Ματ. Αυτός ξάπλωνε ακόμα, με τα γόνατα ανεβασμένα, στο στήθος, αλυχτώντας σιωπηλά προς το μέρος της και το χέρι του ακόμα πολεμούσε με τον Λαν για να τη φτάσει με το εγχειρίδιο. “Είναι θαύμα που φτάσατε ως εδώ μαζί μ’ αυτό. Μόλις τον κοίταξα ένιωσα το κακό, το άγγιγμα του Μασάνταρ, αλλά ένας Ξέθωρος θα το ένιωθε από πολλά μίλια μακριά. Και χωρίς να ξέρει πού ακριβώς, θα ήξερε ότι είναι κοντά και το Μασάνταρ θα τραβούσε το πνεύμα του, ενώ τα κόκαλά του θα θυμόνταν πως το ίδιο κακό κατάπιε έναν ολόκληρο στρατό — Άρχοντες του Δέους, Ξέθωρους, Τρόλοκ, τα πάντα. Κάποιοι Σκοτεινόφιλοι, μάλλον, μπορούν να το νιώσουν. Εκείνοι που πραγματικά έχουν δώσει την ψυχή τους. Κάποιοι θα απορούσαν μ’ αυτή την ξαφνική αίσθηση, σαν να τους τσιμπούσε ο αέρας γύρω τους. Θα ένιωθαν αναγκασμένοι να το αναζητήσουν. Θα τους τραβούσε, όπως ο μαγνήτης τραβά τα σιδερένια ρινίσματα”.

“Βρήκαμε Σκοτεινόφιλους”, είπε ο Ραντ, “αρκετές φορές, αλλά τους ξεφύγαμε. Κι έναν Ξέθωρο, τη νύχτα πριν φτάσουμε στο Κάεμλυν, αλλά δεν μας είδε”. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. “Κυκλοφορούν φήμες για παράξενα πράγματα μέσα στη νύχτα έξω από την πόλη. Μπορεί να είναι Τρόλοκ”.

“Είναι Τρόλοκ, βοσκέ”, είπε ειρωνικά ο Λαν. “Κι όπου υπάρχουν Τρόλοκ, υπάρχουν Ξέθωροι”. Οι τένοντες πρόβαλλαν ανάγλυφοι στη ράχη του χεριού του από την προσπάθεια που κατέβαλλε κρατώντας τον καρπό του Ματ, αλλά η φωνή του δεν είχε την παραμικρή ένταση. “Προσπάθησαν να κρύψουν το πέρασμά τους, όμως δυο μέρες τώρα βλέπω τα ίχνη. Κι άκουσα χωρικούς να λένε για πράγματα μέσα στη νύχτα. Οι Μυρντράαλ με κάποιον τρόπο κατάφεραν να χτυπήσουν αθέατοι τους Δύο Ποταμούς, αλλά κάθε μέρα πλησιάζουν εκείνους που μπορούν να στείλουν στρατιώτες για να τους κυνηγήσουν. Ακόμα κι έτσι, δεν πρόκειται να σταματήσουν, βοσκέ”.

“Αλλά είμαστε στο Κάεμλυν”, είπε η Εγκουέν. “Δεν μπορούν να βρουν όσο—”

“Δεν μπορούν;” την έκοψε ο Πρόμαχος. “Οι Ξέθωροι συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στην ύπαιθρο. Αυτό είναι φανερό από τα σημάδια τους, αν ξέρεις για τι να κοιτάξεις. Ήδη υπάρχουν περισσότεροι Τρόλοκ απ’ όσους χρειάζονται μόνο για να παρακολουθούν τις εξόδους της πόλης, τουλάχιστον δέκα γροθιές. Μονάχα ένας λόγος μπορεί να υπάρχει· όταν οι Ξέθωροι έχουν αρκετές δυνάμεις, θα μπουν στην πόλη για να σε βρουν. Αυτή η ενέργεια μπορεί να στείλει τους μισούς στρατούς του νότου στις Μεθόριους, αλλά οι ενδείξεις λένε ότι είναι πρόθυμοι να το ρισκάρουν. Εσείς οι τρεις τους ξεφεύγετε εδώ και πολύ καιρό. Φαίνεται ότι έφερες έναν καινούργιο Πόλεμο των Τρόλοκ στο Κάεμλυν, βοσκέ”.

Η Εγκουέν άφησε ένα λυγμό και ο Πέριν κούνησε το κεφάλι, σαν να ήθελε να το αρνηθεί. Ο Ραντ ένιωσε μια αναγούλα στο στομάχι του, καθώς σκεφτόταν Τρόλοκ στους δρόμους του Κάεμλυν. Τόσοι άνθρωποι στα μαχαίρια μεταξύ τους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι η πραγματική απειλή περίμενε να έρθει από τα τείχη. Τι θα έκαναν, όταν έβρισκαν ξαφνικά Τρόλοκ και Ξέθωρους ανάμεσά τους να τους σκοτώνουν; Είδε με το νου του πύργους να καίγονται, φλόγες να απλώνονται στους θόλους, Τρόλοκ να χιμούν στους κυρτούς δρόμους και τα πανοράματα της Έσω Πόλης. Το Παλάτι στις φλόγες. Την Ηλαίην και τον Γκάγουιν και τη Μοργκέις... νεκρούς.

“Όχι ακόμα”, είπε αφηρημένα η Μουαραίν. Ήταν ακόμα στραμμένη προς τον Ματ. “ΑΝ μπορέσουμε να βρούμε έξοδο από το Κάεμλυν, οι Ημιάνθρωποι θα χάσουν το ενδιαφέρον τους για την πόλη. Αν. Τόσα αν”.

“Καλύτερα να ήμασταν νεκροί”, είπε ξαφνικά ο Πέριν και ο Ραντ αναπήδησε μ’ αυτή τη φράση, που αντηχούσε τις σκέψεις του. Ο Πέριν ακόμα έβλεπε το πάτωμα ―τώρα το αγριοκοίταζε- και η φωνή του ήταν πικρή. “Όπου πάμε, φέρνουμε μαζί μας πόνο και θρήνους. Θα ήταν καλύτερα για όλους, αν ήμασταν νεκροί”.

Η Νυνάβε στράφηκε προς το μέρος του, με ανάμικτη οργή και θυμό και ανησυχία να καθρεφτίζονται στο πρόσωπό της, αλλά η Μουαραίν την πρόλαβε.

“Τι νομίζεις ότι θα κερδίσεις για σένα, ή για οποιονδήποτε άλλο, πεθαίνοντας;” ρώτησε η Άες Σεντάι. Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά σκληρή. “Αν ο Άρχοντας του Τάφου έχει κερδίσει αρκετή ελευθερία ώστε να αγγίζει το Σχήμα, όπως φοβάμαι, τότε λοιπόν μπορεί να σε φτάσει πιο εύκολα νεκρό απ’ όσο ζωντανό. Νεκρός δεν βοηθάς κανέναν, ούτε τους ανθρώπους που σε βοήθησαν, ούτε τους φίλους και την οικογένεια σου στους Δύο Ποταμούς, Η Σκιά πέφτει στον κόσμο και κανείς σας δεν μπορεί να την σταματήσει νεκρός”.

Ο Πέριν σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει και ο Ραντ ξαφνιάστηκε. Οι Εριδες των ματιών του φίλου του ήταν περισσότερο κίτρινες παρά καστανές. Με τα πυκνά μαλλιά του και τη φλόγα της ματιάς του, είχε κάτι... Ο Ραντ δεν μπορούσε να το διακρίνει καλά.

Ο Πέριν μίλησε με απαλή, ανέκφραστη φωνή, που έδινε στα λόγια του περισσότερο βάρος απ’ όσο αν φώναζε. “Ούτε και ζωντανοί μπορούμε να το σταματήσουμε, ε;”

“Αργότερα θα έχω χρόνο για να διαφωνήσουμε”, είπε η Μουαραίν, “αλλά τώρα με χρειάζεται ο φίλος σου”. Παραμέρισε, για να δουν όλοι καθαρά τον Ματ. Τα μάτια του ήταν ακόμα στραμμένα πάνω της με ένα βλέμμα πλημμυρισμένο οργή και δεν είχε σαλέψει, ούτε είχε αλλάξει θέση στο κρεβάτι. Ιδρώτας ανάβλυζε στο πρόσωπό του και τα χείλη του ήταν άδεια από αίμα, με τα δόντια γυμνωμένα σε μια απειλητική, απαράλλαχτη έκφραση. Έμοιαζε να βάζει όλη τη δύναμή του στην προσπάθειά του να φτάσει τη Μουαραίν με το εγχειρίδιο που κρατούσε ακίνητο ο Λαν. “Ή μήπως το ξέχασες;”

Ο Πέριν σήκωσε τους ώμους αμήχανα και άπλωσε τα χέρια χωρίς να πει λέξη.

“Τι έπαθε;” ρώτησε η Εγκουέν και η Νυνάβε πρόσθεσε, “Είναι κολλητικό; Ακόμα κι έτσι, μπορώ να τον γιατρέψω. Δεν αρρωσταίνω, ό,τι και να έχουν οι άλλοι”.

“Α, είναι κολλητικό”, είπε η Μουαραίν, “και η— προστασία σου δεν θα σε σώσει”. Έδειξε το εγχειρίδιο με το ρουμπίνι στη λαβή, προσέχοντας να μην το αγγίξει. Η λεπίδα τρεμούλιαζε, καθώς ο Ματ έβαζε όλη του τη δύναμη για να φτάσει στη Μουαραίν. “Αυτό είναι από τη Σαντάρ Λογκόθ. Δεν υπάρχει ούτε πετραδάκι σε κείνη την πόλη που να μην είναι μιασμένο κι επικίνδυνο, αν βγει από τα τείχη της, κι αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από πετραδάκι. Μέσα του είναι το κακό που σκότωσε τη Σαντάρ Λογκόθ και τώρα μέσα στον Ματ, επίσης. Καχυποψία και μίσος, τόσο δυνατά, που ακόμα και τους πιο κοντινούς σου τους βλέπεις σαν εχθρούς, ριζωμένα τόσο βαθιά στα κόκαλά σου, που στο τέλος η μόνη σκέψη που σου μένει είναι να σκοτώσεις. Παίρνοντας το έξω από τα τείχη της Σαντάρ Λογκόθ, το απελευθέρωσε, τον σπόρο όλων αυτών, από αυτό που το δέσμευε σε κείνο το μέρος. Μέσα του δυνάμωνε και εξασθένιζε, καθώς το είναι του Ματ πολεμούσε ενάντια στο μόλυσμα του Μασάνταρ που τον μεταμορφώνει, αλλά τώρα η μάχη εντός του έχει σχεδόν τελειώσει κι ο Ματ σχεδόν έχει νικηθεί. Σύντομα, αν πρώτα δεν τον σκοτώσει, θα εξαπλώνει το κακό σαν πανούκλα όπου πηγαίνει. Όπως μια γρατσουνιά απ’ αυτό το εγχειρίδιο αρκεί για να μολύνει και να σκοτώσει, έτσι, σύντομα, μερικά λεπτά μαζί με τον Ματ θα είναι εξίσου θανάσιμα”.

Το πρόσωπο της Νυνάβε είχε ασπρίσει σαν χαρτί. “Μπορείς να κάνεις τίποτα;” ψιθύρισε.

“Το ελπίζω”. Η Μουαραίν αναστέναξε. “Για χάρη του κόσμου όλου, ελπίζω να μην είναι πολύ αργά”. Το χέρι της χώθηκε στο σακίδιο της ζώνης της και έβγαλε το τυλιγμένο με μετάξι ανγκριάλ. “Αφήστε με. Μείνετε μαζί και βρείτε μέρος μακριά από τα βλέμματα των άλλων, αλλά αφήστε με. Θα κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτόν.

Загрузка...