8 Ξερά Κεφάλια

Η Ηλαίην δεν ήξερε αν ο Ραντ αντιλαμβανόταν την παρουσία της στο δωμάτιο, έτσι που κοίταζε σαστισμένος την Εγκουέν να φεύγει. Τον είδε να τινάζει μερικές φορές το κεφάλι, σαν να διαφωνούσε με τον εαυτό του, ή σαν να προσπαθούσε να ξεδιαλύνει κάτι. Κάθισε εκεί ήσυχα και τον περίμενε. Κάθε αναβολή της στιγμής ήταν ευπρόσδεκτη. Έβαλε τα δυνατά της για να διατηρήσει την εξωτερική αυτοκυριαρχία της, με τη ράχη ίσια και το κεφάλι ψηλά, τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της και μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο που ανταγωνιζόταν τη Μουαραίν. Εντούτοις, το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος.

Δεν φοβόταν μήπως διαβίβαζε ο Ραντ. Είχε αφήσει το σαϊντίν όταν η Εγκουέν είχε σηκωθεί για να φύγει. Ήθελε να τον εμπιστευτεί και έπρεπε. Αυτό που την έκανε να τρέμει μέσα της, ήταν αυτό που επιθυμούσε να συμβεί. Αυτοσυγκεντρώθηκε για να μην αρχίσει να παίζει με το περιδέραιο ή με την κορδέλα των ζαφειριών στα μαλλιά. Μήπως ήταν πολύ έντονο το άρωμά της; Όχι. Η Εγκουέν είχε πει ότι του άρεσε η ευωδιά των τριαντάφυλλων. Το φόρεμα. Ήθελε να το σιάξει, αλλά...

Ο Ραντ γύρισε —η ελαφριά χωλότητα στο βήμα του την έκανε να σφίξει σκεφτικά τα χείλη― και τινάχτηκε όταν την είδε να κάθεται στην καρέκλα της, τα μάτια του γούρλωσαν σχεδόν με πανικό, όπως φαινόταν. Η Ηλαίην χάρηκε όταν το είδε αυτό· ο κόπος που κατέβαλλε για να κρατήσει τη γαλήνη στο πρόσωπό της είχε δεκαπλασιαστεί, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω της. Αυτά τα μάτια τώρα ήταν γαλανά, σαν πρωινός ουρανός κρυμμένος στην αχλύ.

Αυτός συνήλθε αμέσως και έκανε μια αχρείαστη υπόκλιση, σκουπίζοντας τα χέρια στο σακάκι του. «Δεν κατάλαβα ότι ήσουν ακόμα...» Κοκκίνισε κι έπαψε να μιλά· μπορεί η Ηλαίην να το θεωρούσε προσβολή που είχε ξεχάσει την παρουσία της. «Εννοώ... Δεν ήθελα... Θέλω να πω...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναδοκίμασε. «Δεν είμαι τόσο βλάκας όσο φαίνομαι, Αρχόντισσά μου. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να σου λέει κάποια ότι δεν σ' αγαπά, Αρχόντισσά μου».

Αυτή μίλησε με έναν κοροϊδευτικά σοβαρό τόνο. «Αν με ξαναπείς έτσι, εγώ θα σε λέω Άρχοντα Δράκοντα. Και θα κάνω γονυκλισία. Ακόμα κι η Βασίλισσα του Άντορ ίσως σου κλίνει το γόνυ κι εγώ δεν είμαι παρά η Κόρη-Διάδοχος».

«Φως μου! Μην κάνεις τέτοιο πράγμα». Η ταραχή του φαινόταν δυσανάλογη με την απειλή.

«Δεν θα το κάνω, Ραντ», είπε με πιο σοβαρή φωνή, «αρκεί να με φωνάζεις με το όνομά μου. Ηλαίην. Πες το».

«Ηλαίην». Ο Ραντ το πρόφερε αμήχανα, αλλά και με απόλαυση, σαν να χαιρόταν κι αυτός το όνομά της.

«Ωραία». Ήταν παράλογη αυτή η ευχαρίστηση· στο κάτω-κάτω, το μόνο που είχε κάνει ήταν που είχε πει το όνομά της. Πριν η Ηλαίην συνεχίσει μ' αυτά που είχε να πει, έπρεπε να μάθει κάτι. «Σε πλήγωσε πολύ;» Μετά, όμως, συνειδητοποίησε ότι ήταν διφορούμενο. «Θέλω να πω, αυτό που σου είπε η Εγκουέν».

«Όχι. Ναι. Λίγο. Δεν ξέρω. Τι να πω, το σωστό-σωστό». Το αμυδρό χαμόγελό του ηρέμησε λίγο την επιφυλακτικότητά του. «Πάλι κάνω σαν παλιάτσος, έτσι δεν είναι;»

«Όχι. Εγώ, πάντως, δεν το νομίζω».

«Της είπα όλη την αλήθεια, αλλά δεν νομίζω να με πίστεψε. Φαντάζομαι, όμως, ότι ούτε κι εγώ ήθελα να πιστέψω αυτό που έλεγε. Δεν ήθελα. Πες μου, δεν κάνω σαν παλιάτσος;»

«Αν επαναλάβεις άλλη μια φορά ότι είσαι παλιάτσος, θα αρχίσω να το πιστεύω». Δεν θα προσπαθήσει να την ξανακερδίσει... τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω κάτι τέτοιο. Η φωνή της ήταν γαλήνια κι ο τόνος της αρκετά ανάλαφρος, για να του δώσει να καταλάβει ότι δεν εννοούσε αυτό που έλεγε. «Είδα κάποτε τον παλιάτσο ενός Καιρχινού άρχοντα, έναν άνθρωπο με αστείο ριγέ σακάκι, που έπλεε πάνω του, με ραμμένα καμπανάκια. Θα έδειχνες ανόητος φορώντας καμπανάκια».

«Έτσι φαντάζομαι», είπε αυτός θλιμμένα. «Θα το θυμάμαι». Το χαμόγελο που ζωγραφιζόταν αργά στα χείλη του ήταν πιο πλατύ αυτή τη φορά και ζέσταινε ολόκληρο το πρόσωπό του.

Ο κόμπος στο στομάχι της την πίεσε να κάνει πιο γρήγορα, όμως αυτή καταπιάστηκε με τη φούστα της, για να την ισιώσει. Έπρεπε να συνεχίσει αργά, προσεκτικά. Αλλιώς θα με περάσει για κανένα άμυαλο κοριτσόπουλο. Και θα έχει δίκιο. Ο κόμπος στο στομάχι της τώρα ήταν ανυπόφορος.

«Θα ήθελες ένα λουλούδι;» τη ρώτησε ξαφνικά κι αυτή ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένη.

«Λουλούδι;»

«Ναι». Ο Ραντ πλησίασε το κρεβάτι, άρπαξε δυο χούφτες πούπουλα από το διαλυμένο στρώμα και της τα έδειξε. «Έφτιαξα ένα για τη ματζίρε χθες το βράδυ. Έκανε σαν να της είχα χαρίσει την Πέτρα. Το δικό σου, όμως, θα είναι πολύ πιο όμορφο», πρόσθεσε βιαστικά. «Πολύ πιο όμορφο. Το υπόσχομαι».

«Ραντ, δεν —»

«Θα προσέχω. Ένα ρυάκι Δύναμης φτάνει. Μόνο ένα νήμα και θα προσέχω πολύ».

Εμπιστοσύνη. Έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Ένιωσε με έκπληξη ότι τον εμπιστευόταν. «Θα μου άρεσε πολύ, Ραντ».

Αυτός έμεινε πολλή ώρα να ατενίζει κατσουφιασμένος το χνουδωτό σωρό στα χέρια του. Ξαφνικά, άφησε τα πούπουλα να πέσουν και τίναξε τα χέρια του. «Λουλούδια», είπε. «Δεν είναι το δώρο που σου αρμόζει». Η καρδιά της χτύπησε γι' αυτόν· προφανώς είχε προσπαθήσει να αγγίξει το σαϊντίν και δεν τα είχε καταφέρει. Μασκαρεύοντας την απογοήτευσή του πίσω από ένα ξέσπασμα δράσης, έτρεξε χωλαίνοντας στο μεταλλικό ύφασμα και το μάζεψε στον πήχη του. «Να το πρέπον δώρο για την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ. Μπορείς να βάλεις μια μοδίστρα να κάνει...» Κόλλησε στο τι μπορούσε να κάνει μια μοδίστρα με αυτό το ασημόχρυσο ύφασμα, που είχε πλάτος μισό μέτρο και μήκος τέσσερις απλωσιές.

«Είμαι σίγουρη ότι η μοδίστρα θα έχει πολλές ιδέες», του είπε διπλωματικά. Έβγαλε ένα μαντίλι από το μανίκι της, έσκυψε μια στιγμή και μάζεψε στο τετράγωνο ύφασμα από ανοιχτογάλανο μετάξι τα πούπουλα που είχε πετάξει ο Ραντ.

«Θα τα μαζέψουν οι υπηρέτριες», είπε αυτός, καθώς η Ηλαίην έχωνε το δεματάκι στη σιγουριά του θυλάκου της.

«Αυτά μαζεύτηκαν». Πώς θα του έδινε να καταλάβει ότι θα κρατούσε τα πούπουλα επειδή πριν ήθελε να τα κάνει ένα λουλούδι γι' αυτήν; Ο Ραντ σάλεψε στα πόδια του, κρατώντας τα λαμπερά κάτια του υφάσματος σαν να μην ήξερε τι να τα κάνει. «Η ματζίρε θα έχει μοδίστρες», του είπε. «Θα τους το δώσω». Το πρόσωπό του φωτίστηκε, χαμογέλασε· δεν είχε λόγο να του πει ότι θα τους το έδινε σαν δώρο. Ο κόμπος που αγρίευε στο στομάχι της δεν την άφηνε να κρατηθεί άλλο. «Ραντ... σου αρέσω;»

«Αν μου αρέσεις;» είπε αυτός σμίγοντας τα φρύδια. «Φυσικά και μου αρέσεις. Μου αρέσεις πάρα πολύ».

Μα ήταν ανάγκη να έχει τέτοια έκφραση, σαν να μην καταλάβαινε τίποτα; «Σε συμπαθώ, Ραντ». Ξαφνιάστηκε και η ίδια που το είπε τόσο ήρεμα· το στομάχι της ανακατευόταν κι ένιωθε παγωνιά στα χέρια και τα πόδια. «Νιώθω κάτι παραπάνω από συμπάθεια». Ως εδώ, τίποτα άλλο· δεν θα γελοιοποιούνταν. Πρώτα πρέπει να πει κάτι παραπάνω, όχι μόνο ότι του «αρέσω». Παραλίγο να την πιάσει ένα υστερικό χαχανητό. Θα κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Δεν θα του επιτρέψω να με δει να φέρομαι σαν αλλοπαρμένο κοριτσάκι. Όχι.

«Σε συμπαθώ», είπε αυτός αργά.

«Συνήθως δεν είμαι τόσο επίμονη». Όχι· αυτό μπορεί να του θύμιζε την Μπερελαίν. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει· πράγματι, την Μπερελαίν σκεφτόταν. Που να καείς, Ραντ! Η φωνή της έγινε απαλή, σαν μετάξι. «Σε λίγο θα πρέπει να φύγω, Ραντ. Να αφήσω το Δάκρυ. Ίσως κάνω μήνες για να σε ξαναδώ». Ίσως ποτέ, είπε μια φωνίτσα στο μυαλό της. Αρνήθηκε να την ακούσει. «Δεν μπορώ να φύγω χωρίς να σου πω πώς νιώθω. Και... σε συμπαθώ πολύ».

«Ηλαίην, πραγματικά σε συμπαθώ. Νιώθω... θέλω...» Το άλικο χρώμα απλώθηκε περισσότερο στα μάγουλά του. «Ηλαίην, δεν ξέρω τι να πω, πώς να...»

Ξαφνικά κοκκίνισε και το δικό της πρόσωπο. Σίγουρα ο Ραντ νόμιζε ότι ήθελε να τον αναγκάσει να πει κάτι παραπάνω. Αυτό δεν κάνεις; την περιγέλασε η φωνούλα, κάτι που έκανε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίσουν χειρότερα. «Ραντ, δεν ζητάω...» Μα το Φως! Πώς θα το έλεγε; «Απλώς ήθελα να ξέρεις πώς νιώθω. Αυτό είναι όλο». Η Μπερελαίν δεν θα επαναπαυόταν σ' αυτό. Η Μπερελαίν τώρα θα είχε πέσει πάνω του. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι δεν θα άφηνε εκείνο το μισόγυμνο θηλυκό να την ξεπεράσει και τον πλησίασε κι άλλο, πήρε το λαμπερό ύφασμα από το χέρι του και το έριξε στο χαλί. Για κάποιο λόγο, της φαινόταν ψηλότερος από ποτέ. «Ραντ... Ραντ, θέλω να με φιλήσεις». Να λοιπόν. Το είχε ξεφουρνίσει.

«Να σε φιλήσω;» είπε αυτός, σαν να άκουγε πρώτη φορά για φιλιά. «Ηλαίην, δεν θέλω να υποσχεθώ κάτι παραπάνω από... Θέλω να πω, δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι. Όχι ότι πρέπει να αρραβωνιαστούμε, δεν λέω αυτό. Είναι απλώς που... Πραγματικά σε συμπαθώ, Ηλαίην. Κάτι παραπάνω. Απλώς δεν θέλω να νομίζεις ότι...»

Αυτή δεν άντεξε και γέλασε μαζί του, με τη σύγχυσή του και το σοβαρό του ύφος. «Δεν ξέρω τι κάνετε στους Δύο Ποταμούς, αλλά στο Κάεμλυν δεν περιμένεις να αρραβωνιαστείς για να φιλήσεις μια κοπέλα. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να την αρραβωνιαστείς. Αλλά μάλλον δεν ξέρεις πώς...» Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της σχεδόν άγρια και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Το κεφάλι της στριφογύρισε· τα δάχτυλα των ποδιών της έκαναν να γυρίσουν κατά πάνω μέσα στα πέδιλά της. Ύστερα από ώρα —δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει― κατάλαβε ότι έγερνε πάνω στο στέρνο του, τα γόνατά της έτρεμαν και προσπαθούσε να ρουφήξει λίγο αέρα.

«Συγχώρα με που σε διέκοψα», της είπε. Η Ηλαίην χάρηκε όταν άκουσε το λαχάνιασμα στη φωνή του. «Είμαι απλώς ένας καθυστερημένος βοσκός από τους Δύο Ποταμούς».

«Είσαι άξεστος», μουρμούρισε αυτή κολλημένη στο πουκάμισό του, «και δεν ξυρίστηκες σήμερα το πρωί, αλλά δεν θα σε έλεγα καθυστερημένο».

«Ηλαίην, δεν —»

Εκείνη έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Δεν θέλω να ακούσω τίποτα που να μην το εννοείς με όλη σου την καρδιά», είπε σταθερά. «Ούτε τώρα, ούτε ποτέ».

Αυτός ένευσε, όχι σαν να καταλάβαινε το λόγο, αλλά τουλάχιστον σαν να καταλάβαινε ότι αυτό που έλεγε η Ηλαίην το εννοούσε. Η Ηλαίην έσιαξε τα μαλλιά της —η κορδέλα με τα ζαφείρια είχε μπλεχτεί τόσο, που θα χρειαζόταν καθρέφτη για να την ξεμπερδέψει― και άφησε την αγκαλιά του με αρκετή απροθυμία· θα ήταν εύκολο να μείνει εκεί και δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα ήταν τόσο επίμονη. Του είχε μιλήσει ευθέως· είχε ζητήσει το φιλί του. Το είχε ζητήσει! Μα δεν ήταν ίδια και όμοια με την Μπερελαίν.

Η Μπερελαίν. Ίσως η Μιν να είχε δει κάποια εικόνα. Ό,τι έβλεπε η Μιν γινόταν, αλλά δεν ήθελε να τον μοιραστεί με την Μπερελαίν. Μάλλον έπρεπε να μιλήσει ξεκάθαρα. Έμμεσα μεν, αλλά ξεκάθαρα.

«Φαντάζομαι ότι δεν θα σου λείψει η συντροφιά, όταν φύγω. Μην ξεχνάς μόνο ότι κάποιες γυναίκες βλέπουν τον άντρα με την καρδιά τους, ενώ άλλες τον θεωρούν απλό κόσμημα για να το φορούν, τίποτα παραπάνω από ένα περιδέραιο ή ένα βραχιόλι. Μην ξεχνάς ότι θα ξαναγυρίσω κι ότι εγώ βλέπω με την καρδιά μου». Ο Ραντ πήρε μια μπερδεμένη έκφραση στην αρχή και μετά ταράχτηκε. Η Ηλαίην είχε πει πολλά και είχε βιαστεί. Έπρεπε να του τραβήξει αλλού την προσοχή. «Ξέρεις τι δεν μου είπες; Δεν προσπάθησες να με εκφοβίσεις, λέγοντάς μου πόσο επικίνδυνος είσαι. Μη δοκιμάσεις τώρα. Είναι πολύ αργά».

«Δεν το σκέφτηκα». Όμως μια άλλη σκέψη πέρασε από το νου του και το βλέμμα του γέμισε καχυποψία. «Μήπως εσύ και η Εγκουέν σκαρώσατε μαζί αυτό το κόλπο;»

Η Ηλαίην κατάφερε να συνδυάσει ένα αθώο βλέμμα με μια ματιά συγκρατημένης οργής. «Πώς τόλμησες καν να σκεφτείς τέτοιο πράγμα; Φαντάζεσαι ότι θα σε πετούσαμε η μια στην άλλη, σαν πακέτο; Πολύ μεγάλη γνώμη έχεις για τον εαυτό σου. Μη γίνεσαι ματαιόδοξος». Τώρα ο Ραντ φαινόταν μπερδεμένος. Μια χαρά τα είχε καταφέρει. «Λυπάσαι γι' αυτό που μας έκανες, Ραντ;»

«Δεν ήθελα να σας τρομάξω», είπε αυτός διστακτικά. «Η Εγκουέν με θύμωσε· πάντα μπορούσε να με θυμώσει, της βγαίνει εύκολα. Δεν είναι δικαιολογία, το ξέρω. Είπα συγνώμη και το λέω ξανά. Κοίτα ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Καμένα τραπέζια κι άλλο ένα στρώμα που χάλασε».

«Και... για την τσιμπιά;»

Το πρόσωπό του κοκκίνισε πάλι, όμως το βλέμμα του ήταν αταλάντευτο πάνω της. «Όχι. Όχι, γι' αυτήν δεν ζητώ συγνώμη. Δεν μπορείτε να μιλάτε αγνοώντας με, σαν να είμαι κουφός, σαν να μην υπάρχω. Σας άξιζε, και των δυο σας, και δεν μετανιώνω».

Για λίγη ώρα τον κοίταζε συλλογισμένη. Ο Ραντ έτριψε τους πήχεις του πάνω από το σακάκι του, όταν η Ηλαίην αγκάλιασε για μια στιγμή το σαϊντάρ. Δεν ήξερε να Θεραπεύει, αλλά είχε μάθει μερικές λεπτομέρειες. Διαβιβάζοντας, απάλυνε τον πόνο που του είχε προκαλέσει για την τσιμπιά. Τα μάτια του άνοιξαν από την έκπληξη και σάλεψε στα πόδια του, σαν να δοκίμαζε την απουσία του πόνου. «Επειδή ήσουν ειλικρινής», του είπε απλά.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Γκαούλ έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο. Στην αρχή ο Αελίτης είχε το κεφάλι σκυμμένο, ύστερα από μια κλεφτή ματιά, όμως, το σήκωσε. Η Ηλαίην κοκκίνισε σ' όλο το πρόσωπο όταν κατάλαβε τι υποψιαζόταν ο Αελίτης, ότι ίσως διέκοπτε κάτι που δεν έπρεπε να δει. Παραλίγο να αγκαλιάσει το σαϊντάρ για να του δώσει ένα μάθημα.

«Ήρθαν οι Δακρινοί», είπε ο Γκαούλ. «Οι Υψηλοί Άρχοντες που περίμενες».

«Φεύγω λοιπόν», είπε η Ηλαίην στον Ραντ. «Πρέπει να τους μιλήσεις για... για τους φόρους, σωστά; Σκέψου αυτά που σου είπα». Δεν είπε «να με σκέφτεσαι», αλλά ήταν σίγουρη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο.

Αυτός άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να τη σταματήσει, αλλά εκείνη του ξεγλίστρησε. Δεν ήθελε να γίνει θέαμα μπροστά στον Γκαούλ. Μπορεί να ήταν Αελίτης, αλλά τι γνώμη θα σχημάτιζε γι' αυτήν, που φορούσε άρωμα και ζαφείρια τέτοια ώρα το πρωί; Πάλεψε με τον εαυτό της για να μην τραβήξει ψηλότερα το ντεκολτέ του φορέματός της.

Οι Υψηλοί Άρχοντες έμπαιναν μέσα όταν έφτασε στην πόρτα, μια συνάθροιση αντρών με γκριζαρισμένα μαλλιά, μυτερές γενειάδες και πολύχρωμα, πλουμιστά σακάκια με φουσκωτά μανίκια. Στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο και υποκλίθηκαν βαθιά, ενώ τα ανέκφραστα πρόσωπα και τα ευγενικά μουρμουρητά τους δεν έκρυβαν την ανακούφισή τους που έφευγε.

Έριξε μια ματιά πίσω της, από την πόρτα. Ο Ραντ, ένας ψηλός νεαρός με δυνατούς ώμους και ένα απλό, πράσινο σακάκι, ανάμεσα στους Υψηλούς Άρχοντες, που φορούσαν μεταξωτά και σατέν ριγέ ρούχα, έμοιαζε με πελαργό ανάμεσα σε παγώνια, όμως είχε κάτι πάνω του, μια επιβλητική παρουσία, που έλεγε ότι δικαιωματικά πρόσταζε εκεί. Οι Δακρινοί το αναγνώριζαν αυτό και έκλιναν απρόθυμα τα αγέρωχα κεφάλια τους. Ο Ραντ πρέπει να πίστευε ότι υποκλίνονταν μόνο επειδή ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας και ίσως το ίδιο να νόμιζαν κι αυτοί. Όμως η Ηλαίην είχε δει κι άλλους ανθρώπους, σαν τον Γκάρεθ Μπράυν, το Διοικητή της Φρουράς της μητέρας της, που θα επιβάλλονταν στους άλλους ακόμα κι αν ήταν κουρελήδες, χωρίς τίτλους και χωρίς να ξέρει κανείς το όνομά τους. Ο Ραντ μπορεί να μην το ήξερε, αλλά τέτοιος ήταν. Μπορεί να μην ήταν έτσι όταν τον είχε πρωτογνωρίσει, αλλά τώρα ήταν. Έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Οι Αελίτες γύρω από την είσοδο την κοίταξαν και ο λοχαγός, που διοικούσε τους Υπερασπιστές στο κέντρο του προθαλάμου, την κοίταξε ανήσυχα, όμως αυτή σχεδόν τους αγνόησε. Αυτό που ήθελε, είχε γίνει. Ή τουλάχιστον είχε ξεκινήσει. Είχε τέσσερις μέρες μέχρι ν' ανέβουν στο πλοίο η Τζόγια και η Αμίκο, τέσσερις μέρες το πολύ για να χωθεί τόσο βαθιά στις σκέψεις του Ραντ, που να μην υπάρχει χώρος για την Μπερελαίν. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να έκανε τέτοιο πράγμα, ότι θα παραμόνευε έναν άντρα σαν κυνηγός που παραμονεύει αγριόχοιρο. Ο κόμπος ακόμα της έσφιγγε το στομάχι. Τουλάχιστον δεν είχε αφήσει τον Ραντ να δει πόσο νευρική ήταν. Και τώρα της πέρασε από το νου ότι δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή τι θα έλεγε η μητέρα της. Με αυτή τη σκέψη, ο κόμπος λύθηκε. Δεν την ένοιαζε τι θα έλεγε η μητέρα της. Η Μοργκέις έπρεπε να δεχτεί ότι η κόρη της ήταν γυναίκα· αυτό ήταν όλο.

Οι Αελίτες υποκλίθηκαν πίσω της κι αυτή, καθώς έφευγε, τους χαιρέτησε με ένα κομψό νεύμα, που θα έκανε περήφανη τη Μοργκέις. Ακόμα και ο Δακρινός λοχαγός την κοίταζε σαν να μπορούσε να διακρίνει τη νεοαποκτηθείσα γαλήνη της. Μάλλον δεν θα την ξαναενοχλούσε ο κόμπος στο στομάχι. Για το Μαύρο Άτζα ίσως, αλλά όχι για τον Ραντ.


Ο Ραντ αγνόησε τους Υψηλούς Άρχοντες, που είχαν σχηματίσει με αγωνία ένα ημικύκλιο, και με δέος στα μάτια κοίταζε την πόρτα να κλείνει πίσω από την Ηλαίην. Ένιωθε μια ανησυχία όταν τα όνειρα έβγαιναν αληθινά, έστω και μόνο σ' αυτό το βαθμό. Άλλο πράγμα ήταν μια βουτιά στο Νεροδάσος κι άλλο, που δεν θα το πίστευε ποτέ, ένα όνειρο στο οποίο η Ηλαίην τον πλησίαζε με αυτό τον τρόπο. Αυτή έδειχνε μεγάλη ψυχραιμία κι αυτοκυριαρχία, ενώ αυτός μπέρδευε τα λόγια του. Και η Εγκουέν, που είχε δώσει φωνή στις ίδιες του τις σκέψεις, έδειχνε ότι η μόνη έγνοια της ήταν μήπως τον πληγώσει. Γιατί άραγε οι γυναίκες κατέρρεαν ή ξεσπούσαν έξαλλες με μικροπράγματα, αλλά δέχονταν απαθώς εκείνα που σ' έκαναν να μένεις με το στόμα ανοιχτό;

«Άρχοντα Δράκοντά μου;» μουρμούρισε ο Σούναμον, με ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό απ' όσο συνήθως. Η είδηση για τα συμβάντα του πρωινού πρέπει να είχε ήδη διαδοθεί στην Πέτρα· η πρώτη ομάδα είχε βγει σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιό του και ήταν αμφίβολο αν ο Τορέαν θα τολμούσε να δείξει το πρόσωπό του ή να κάνει τις βρώμικες προτάσεις του μπροστά στον Ραντ.

Ο Σούναμον αποτόλμησε ένα φιλοφρονητικό χαμόγελο κι ύστερα το κατάπιε, τρίβοντας μεταξύ τους τα παχουλά χέρια του, όταν τον κοίταξε ο Ραντ. Οι υπόλοιποι έκαναν ότι δεν έβλεπαν τα καμένα τραπεζάκια, τα διαλυμένα στρώματα και τα σκορπισμένα βιβλία, ούτε και τις μισολιωμένες μάζες πάνω από το τζάκι, όπου άλλοτε έστεκαν το ελάφι και οι λύκοι. Οι Υψηλοί Άρχοντες ήταν καλοί στο να βλέπουν μόνο αυτό που ήθελαν να δουν. Ο Κάρλεον και ο Τεντόσιαν, με μια ψεύτικη στάση ταπεινοφροσύνης στα κοντόχοντρα σώματά τους, δεν συνειδητοποιούσαν ότι ήταν ύποπτο το γεγονός ότι ποτέ δεν αντάλλασσαν ούτε ματιά. Μπορεί βέβαια να μην το είχε παρατηρήσει ούτε κι ο ίδιος ο Ραντ αν δεν ήταν το σημείωμα του Θομ, το οποίο είχε βρει στην τσέπη ενός σακακιού που μόλις το είχαν βουρτσίσει.

«Ο Άρχοντας Δράκοντας ζήτησε να μας δει;» κατόρθωσε να πει ο Σούναμον.

Μήπως το είχαν οργανώσει μαζί η Εγκουέν και η Ηλαίην; Και βέβαια όχι. Οι γυναίκες δεν έκαναν τέτοια πράγματα, όπως και οι άντρες. Ή μήπως έκαναν; Πρέπει να ήταν σύμπτωση. Η Ηλαίην άκουσε ότι ήταν ελεύθερος και αποφάσισε να μιλήσει. Έτσι έγινε. «Οι φόροι», γάβγισε. Οι Δακρινοί δεν σάλεψαν, έδωσαν όμως την εντύπωση ότι οπισθοχωρούσαν. Πόσο σιχαινόταν τα πάρε-δώσε μ' αυτούς τους ανθρώπους· ήθελε να χωθεί ξανά στα βιβλία του.

«Δημιουργεί κακό προηγούμενο, Άρχοντα Δράκοντά μου, η μείωση των φόρων», είπε ένας λεπτός γκριζομάλλης με γλοιώδη φωνή. Ο Μάιλαν ήταν ψηλός για Δακρινός, μόνο μια πιθαμή κοντύτερος από τον Ραντ, και σκληρός όπως όλοι οι Υπερασπιστές. Μπροστά στον Ραντ στεκόταν σχεδόν καμπουριάζοντας· τα μαύρα μάτια του έδειχναν ότι το μισούσε αυτό. Αλλά το είχε μισήσει ακόμα περισσότερο, όταν ο Ραντ τους είχε πει να πάψουν να καμπουριάζουν μπροστά του. Κανείς τους δεν ίσιωσε το κορμί, ο Μάιλαν όμως, περισσότερο απ' όλους, έδειξε ότι δεν του άρεσε καθόλου που του τόνιζαν αυτό που έκανε. «Οι χωρικοί ανέκαθεν πλήρωναν εύκολα, αλλά αν χαμηλώσουμε τους φόρους, τότε, όταν θα έρθει η μέρα να τους ξανανεβάσουμε στο σημείο που είναι τώρα, οι ανόητοι θα βάλουν τις φωνές και θα αρχίσουν τα παράπονα, όπως θα έκαναν κι αν διπλασιάζαμε τους φόρους σήμερα. Μπορεί να ξεσπάσουν ταραχές όταν έρθει εκείνη η μέρα, Άρχοντα Δράκοντά μου».

Ο Ραντ διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στο Καλαντόρ· το κρυστάλλινο σπαθί λαμπύριζε, άστραφτε δυνατότερα από τα χρυσά στολίσματα και τα πετράδια που το περιέβαλλαν. Μια υπενθύμιση του τι ήταν ο Ραντ, τι εξουσία μπορούσε να ασκήσει. Εγκουέν. Ήταν βλακεία του να νιώθει πληγωμένος επειδή του είχε πει ότι δεν τον αγαπούσε πια. Γιατί περίμενε την Εγκουέν να έχει αισθήματα γι' αυτόν, τη στιγμή που ο ίδιος δεν ένιωθε κάτι γι' αυτήν; Εντούτοις, τον είχε πληγώσει. Ήταν μια ανακούφιση, αλλά όχι ευχάριστη. «Θα ξεσπάσουν ταραχές, αν τους αναγκάσετε να εγκαταλείψουν τα αγροκτήματά τους». Τρία βιβλία στέκονταν στοιβαγμένα σχεδόν δίπλα στα πόδια του Μάιλαν. Οι Θησαυροί της Πέτρας τον Δακρύου, τα Ταξίδια εις την Έρημον και οι Δοσοληψίες με την Περιφέρεια του Μαγιέν. Τα κλειδιά βρίσκονταν εκεί, καθώς και στις διάφορες μεταφράσεις του Κύκλου της Κάρεδον, αρκεί μόνο να τα έβρισκε και να τα έβαζε στις κατάλληλες κλειδαριές. Έστρεψε ξανά τη σκέψη του στους Υψηλούς Άρχοντες. «Νομίζετε ότι θα κάτσουν να βλέπουν τις οικογένειές τους να λιμοκτονούν, χωρίς να κάνουν τίποτα;»

«Οι Υπερασπιστές της Πέτρας έχουν καταπνίξει ταραχές κι άλλοτε, Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε ο Σούναμον, προσπαθώντας να τον μαλακώσει. «Οι φρουροί μας μπορούν να διατηρήσουν την ειρήνη στην ύπαιθρο. Οι χωρικοί δεν θα σε ενοχλήσουν. Σε διαβεβαιώνω».

«Και ήδη παραείναι πολλοί οι αγρότες». Ο Κάρλεον μόρφασε με την άγρια ματιά που του είχε ρίξει ο Ραντ. «Είναι ο εμφύλιος πόλεμος στην Καιρχίν, Άρχοντα Δράκοντά μου», βιάστηκε να εξηγήσει. «Οι Καιρχινοί δεν μπορούν να αγοράσουν άλλα σιτηρά και οι σιταποθήκες ξεχείλισαν. Ο φετινός θερισμός θα πάει χαμένος. Και του χρόνου...; Που να καεί η ψυχή μου, Άρχοντα Δράκοντά μου, αυτό που θέλουμε είναι κάποιοι απ' αυτούς τους χωρικούς να πάψουν αυτό το αιώνιο σκάλιζε φύτευε». Έδειξε να συνειδητοποιεί ότι το είχε παρακάνει, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν είχε την παραμικρή ιδέα για τον τρόπο που έφτανε το φαγητό στο τραπέζι του. Δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από το χρυσάφι και την εξουσία;

«Τι θα κάνεις, όταν η Καιρχίν ξαναρχίσει να αγοράζει σιτηρά;» είπε συγκρατημένα ο Ραντ. «Παρεμπιπτόντως, η Καιρχίν είναι η μόνη χώρα που χρειάζεται σιτηρά;» Γιατί τα είχε πει αυτά η Ηλαίην; Τι περίμενε από τον Ραντ; Τον συμπαθούσε, έτσι είχε πει. Οι γυναίκες ήξεραν να παίζουν παιχνίδια με τις λέξεις, σαν τις Άες Σεντάι. Εννοούσε ότι τον αγαπούσε; Όχι, αυτό ήταν βλακώδες. Παραήταν περήφανος.

«Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε ο Μάιλαν με ύφος εν μέρει δουλικό και εν μέρει σαν να εξηγούσε κάτι ο' ένα παιδί, «αν οι εμφύλιοι πόλεμοι σταματούσαν σήμερα, η Καιρχίν και πάλι δεν θα μπορούσε να αγοράσει παρά μόνο λίγα φορτία για τα επόμενα δυο, ίσως και τρία χρόνια. Ανέκαθεν πουλούσαμε τα σιτηρά μας στην Καιρχίν».

Ανέκαθεν ― τα είκοσι χρόνια που είχαν περάσει από τον Πόλεμο των Αελιτών. Ήταν τόσο προσκολλημένοι σ' αυτό που έκαναν ανέκαθεν, που δεν μπορούσαν να δουν τα απλά πράγματα. Ή δεν ήθελαν να τα δουν. Όταν τα λάχανα φύτρωναν ανεξέλεγκτα, σαν αγριόχορτα, γύρω από το Πεδίο του Έμοντ, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η βροχή ή τα ασπροσκούληκα είχαν πλήξει το Ντέβεν Ράιντ ή το Λόφο της Σκοπιάς. Όταν ο Λόφος της Σκοπιάς έβγαζε πολλά γογγύλια, το Πεδίο του Έμοντ ή το Ντέβεν Ράιντ θα είχαν έλλειψη.

«Προσφέρετε τα στο Ίλιαν», τους είπε. Τι περίμενε η Ηλαίην; «Ή στην Αλτάρα». Του άρεσε, αλλά του άρεσε εξίσου και η Μιν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ήταν αδύνατο να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του, είτε για τη μια, είτε για την άλλη. «Έχετε πλοία που αρμενίζουν στη θάλασσα, όπως επίσης και ποταμόπλοια και φορτηγίδες. Αν, όμως, δεν έχετε αρκετά, νοικιάστε από το Μαγιέν». Του άρεσαν και οι δύο γυναίκες, αλλά πέρα από αυτό... Είχε περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του αναστενάζοντας για την Εγκουέν· δεν θα έμπλεκε ξανά με τέτοια πράγματα, αν δεν ήταν σίγουρος. Σίγουρος για κάτι. Τελείως σίγουρος. Αν πίστευε κανείς τις Δοσοληψίες με την Περιφέρεια τον Μαγιέν, τότε... Κόψ' το, σκέφτηκε. Το νου σον σ' αυτές τις νυφίτσες, αλλιώς θα βρουν χαραμάδα να περάσουν και να σε δαγκώσουν. «Πληρώστε με σιτηρά· είμαι σίγουρος ότι η Πρώτη θα φανεί προσηνής, αν το τίμημα είναι καλό. Κι ίσως μια γραπτή συμφωνία, ένα σύμφωνο» —να μια καλή λέξη· από εκείνες που χρησιμοποιούσαν― «που θα εγγυόμαστε να αφήσουμε το Μαγιέν στην ησυχία του με αντάλλαγμα πλοία». Αυτό της το χρωστούσε.

«Δεν έχουμε ιδιαίτερες εμπορικές επαφές με το Ίλιαν, Άρχοντα Δράκοντά μου. Είναι όρνια, ελεεινοί». Ο Τεντόσιαν φαινόταν σκανδαλισμένος, το ίδιο κι ο Μάιλαν, όταν είπε: «Πάντα αντιμετωπίζαμε το Μαγιέν από θέση ισχύος, Άρχοντα Δράκοντά μου. Ποτέ με το γόνυ λυγισμένο».

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι Υψηλοί Άρχοντες ετοιμάστηκαν. Πάντα εκεί κατέληγαν. Πάντα προσπαθούσε να τους μιλήσει με τη φωνή της λογικής και πάντα αποτύγχανε. Ο Θομ έλεγε ότι οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν κεφάλια σκληρά, σαν την Πέτρα, και είχε δίκιο. Τι νιώθω γι’ αυτήν; Την ονειρεύομαι. Αναντίρρητα είναι όμορφη. Δεν ήξερε αν εννοούσε την Ηλαίην ή τη Μιν. Κόψ' το! Ένα φιλί δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από ένα φιλί. Κόψ' το! Έβγαλε τις γυναίκες από το νου του και άρχισε να λέει σ' αυτούς τους ξεροκέφαλους ανόητους τι να κάνουν. «Κατ' αρχάς, θα μειώσετε τους φόρους στους αγρότες κατά τα τρία τέταρτα, ενώ σε όλους τους άλλους κατά το ήμισυ. Μη φέρνετε αντιρρήσεις! Κάντε το! Δεύτερον, εσύ θα πας στην Μπερελαίν και θα τη ρωτήσεις —θα ρωτήσεις!― το αντίτιμο για την ενοικίαση...»

Οι Υψηλοί Άρχοντες άκουγαν με ψεύτικα χαμόγελα και δόντια που έτριζαν, αλλά άκουγαν.


Η Εγκουέν σκεφτόταν την Τζόγια και την Αμίκο, όταν ο Ματ ήρθε δίπλα της και συνέχισε απλώς να βαδίζει μαζί της στο διάδρομο, σαν να πήγαινε κι αυτός από τύχη στην ίδια κατεύθυνση. Ήταν κατσουφιασμένος και τα μαλλιά του ήθελαν βούρτσισμα, έμοιαζαν λες και τα έξυνε με τα δάχτυλα του. Την κοίταξε μια-δυο φορές, αλλά δεν άνοιξε το στόμα του. Οι υπηρέτες που τους αντάμωναν υποκλίνονταν, όπως και κάποιοι Υψηλοί Άρχοντες κι Αρχόντισσες, αν και με λιγότερο ενθουσιασμό. Ο Ματ κάρφωνε το βλέμμα του στους ευγενείς και στράβωνε το στόμα του, κάτι που θα τον έβαζε σε μπελάδες, κι ας ήταν φίλος του Άρχοντα Δράκοντα, αν δεν ήταν δίπλα του η Εγκουέν.

Τέτοια σιγή δεν του ταίριαζε, δεν ταίριαζε στον Ματ που είχε γνωρίσει η Εγκουέν. Αν εξαιρούσε κανείς το φίνο, κόκκινο σακάκι του —τσαλακωμένο, σαν να είχε κοιμηθεί φορώντας το― δεν έμοιαζε αλλιώτικος από τον παλιό Ματ, όμως σίγουρα όλοι τους τώρα είχαν αλλάξει. Η σιωπή του της προκαλούσε ανησυχία. «Σε απασχολούν τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας;» τον ρώτησε τελικά.

Αυτός παραλίγο να σκοντάψει. «Έμαθες γι' αυτό; Ε, πώς, δεν θα το μάθαινες; Δεν με ανησυχεί. Δεν έγινε τίποτα. Πέρασε, έφυγε».

Αυτή υποκρίθηκε ότι τον πίστευε. «Δεν σε βλέπουμε πολύ εγώ και η Νυνάβε». Σχεδόν καθόλου, στην πραγματικότητα.

«Είμαι πνιγμένος στη δουλειά», μουρμούρισε αυτός και σήκωσε τους ώμους αμήχανα, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από την Εγκουέν.

«Ζάρια;» τον ρώτησε αυτή κάπως περιφρονητικά.

«Χαρτιά». Μια παχουλή καμαριέρα, που έκλινε το γόνυ με την αγκαλιά γεμάτη διπλωμένες πετσέτες, έριξε μια ματιά στην Εγκουέν και, νομίζοντας ότι δεν την κοίταζε, έκλεισε το μάτι στον Ματ. Αυτός της χαμογέλασε πλατιά. «Δεν είχα ώρα, έπαιζα χαρτιά».

Τα φρύδια της Εγκουέν υψώθηκαν απότομα. Η γυναίκα αυτή ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, μπορεί και παραπάνω. «Μάλιστα. Σίγουρα σου τρώει πολύ χρόνο. Το χαρτοπαίγνιο. Τόσο που δεν σου περισσεύουν λίγες στιγμές για τους παλιούς φίλους».

«Την τελευταία φορά που μου περίσσεψε μια στιγμή για σένα, εσύ και η Νυνάβε με δέσατε με τη Δύναμη για να ψάξετε το δωμάτιό μου. Οι φίλοι δεν κλέβουν τους φίλους». Έκανε μια γκριμάτσα. «Εκτός αυτού, όλο τριγυρνάς με την Ηλαίην, που έχει ψηλά τη μύτη της. Ή με τη Μουαραίν. Δεν θέλω...» Ξερόβηξε και την κοίταξε λοξά. «Δεν θέλω να σου τρώω την ώρα. Είσαι πολυάσχολη, απ' ό,τι μαθαίνω. Ανακρίνεις Σκοτεινόφιλες. Κάνεις λογής-λογής σπουδαία πράγματα, απ' ό,τι φαντάζομαι. Ξέρεις ότι οι Δακρινοί σε περνούν για Άες Σεντάι, έτσι δεν είναι;»

Αυτή κούνησε το κεφάλι με πίκρα. Αυτό που αντιπαθούσε ο Ματ ήταν οι Άες Σεντάι. Όσο κι αν τριγυρνούσε βλέποντας τον κόσμο ο Ματ, τίποτα δεν θα τον άλλαζε ποτέ. «Δεν είναι κλοπή να πάρεις πίσω κάτι που δάνεισες», του είπε.

«Δεν θυμάμαι να είχατε πει ότι είναι δανεικό. Τέλος πάντων, τι το χρειαζόμουν εγώ ένα γράμμα από την Άμερλιν; Μόνο σε μπελάδες θα μ' έβαζε. Αλλά μπορούσατε να το ζητήσετε».

Εκείνη απέφυγε να τονίσει ότι το είχαν ζητήσει. Δεν ήθελε ούτε να καβγαδίσουν, ούτε να χωρίσουν χολωμένοι. Ο Ματ φυσικά το έβλεπε αλλιώς. Αυτή τη φορά θα τον άφηνε να επιμένει στην άποψή του. Υπομονή, σύστησε στον εαυτό της. Όταν ήθελε, μπορούσε να κάνει υπομονή. Δεν θα άνοιγε το στόμα της πριν μιλήσει ο Ματ, ακόμα κι αν έσκαγε μέσα της.

Ο διάδρομος τους έβγαλε σε ένα περιστύλιο από λευκό μάρμαρο, με κάγκελα ανάμεσα στις κολώνες, απ' όπου έβλεπες τους λιγοστούς κήπους της Πέτρας πιο κάτω. Μεγάλα, λευκά μπουμπούκια κάλυπταν μερικά μικρά δέντρα με γυαλιστερά φύλλα κι ανάδιναν μια ευωδιά γλυκύτερη κι από τα παρτέρια με τις κόκκινες και τις κίτρινες τριανταφυλλιές. Φυσούσε μια νωθρή αύρα, που δεν κατάφερνε να κουνήσει τα υφαντά του εσωτερικού τοίχου, όμως απάλυνε λιγάκι την υγρή ζέστη του πρωινού. Ο Ματ κάθισε στο πλατύ κιγκλίδωμα με τη ράχη στην κολώνα και το πόδι απλωμένο μπροστά του. Κοίταξε κάτω, τον κήπο. «Θέλω... μια συμβουλή», είπε στο τέλος.

Ήθελε συμβουλή από αυτήν; Τον κοίταξε έκθαμβη. «Ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω», είπε αχνά. Γύρισε το κεφάλι του να την κοιτάξει κι αυτή πάσχισε να πάρει τη γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι. «Συμβουλή για ποιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω».

Θα έπεφτε δέκα βήματα πιο κάτω, στον κήπο. Επίσης, υπήρχαν κάποιοι που τριγυρνούσαν ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Αν τον έσπρωχνε, μάλλον εκεί πάνω θα έπεφτε. Πάνω σε κηπουρό, όχι σε τριανταφυλλιά. «Πώς να σε συμβουλεύσω, λοιπόν;» ρώτησε με ψιλή φωνή.

«Προσπαθώ να... αποφασίσω τι να κάνω». Έδειχνε να ντρέπεται· δικαίως, κατά τη γνώμη της.

«Ελπίζω να μη σκέφτεσαι να φύγεις. Ξέρεις πόσο σημαντικός είσαι. Δεν μπορείς να το σκάσεις απ' αυτό, Ματ».

«Λες να μην το ξέρω; Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να φύγω, ακόμα κι αν μου το έλεγε η Μουαραίν. Πίστεψέ με, Εγκουέν, δεν πάω πουθενά. Απλώς θέλω να ξέρω τι θα συμβεί». Κούνησε απότομα το κεφάλι και μίλησε με περισσότερη ένταση στη φωνή. «Τι θα συμβεί από δω και μετά; Τι έχουν αυτές οι τρύπες στη μνήμη μου; Είναι κομμάτια της ζωής μου που χάθηκαν· δεν υπάρχουν, είναι σαν να μη συνέβησαν ποτέ! Γιατί ξεφουρνίζω ασυνάρτητα πράγματα; Ο κόσμος λέει ότι είναι η Παλιά Γλώσσα, αλλά εγώ ακούω κακαρίσματα. Θέλω να μάθω, Εγκουέν. Πρέπει να μάθω, πριν τρελαθώ σαν τον Ραντ».

«Ο Ραντ δεν είναι τρελός», είπε εκείνη αυτόματα. Άρα ο Ματ δεν ήθελε να το σκάσει. Να μια ευχάριστη έκπληξη· δεν έδινε την εντύπωση ότι η υπευθυνότητα συγκαταλεγόταν στις αξίες του. Αλλά η φωνή του είχε πρόδηλο πόνο και ανησυχία. Ο Ματ ποτέ δεν ανησυχούσε, ή τουλάχιστον δεν άφηνε ποτέ να φανεί κάτι τέτοιο. «Δεν ξέρω τις απαντήσεις, Ματ», του είπε τρυφερά. «Ίσως η Μουαραίν —»

«Όχι!» Μ' έναν πήδο, βρέθηκε όρθιος. «Όχι Άες Σεντάι! Εννοώ... Εσύ είσαι διαφορετική. Σε ξέρω, εσύ δεν είσαι... Δεν σας μάθανε τίποτα στο Λευκό Πύργο, κάνα κολπάκι, κάτι που να μπορείς να χρησιμοποιήσεις;»

«Όχι, Ματ, λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ».

Το γέλιο του της θύμισε την παιδική τους ηλικία. Έτσι γελούσε πάντα, όταν προδίδονταν οι μεγαλύτερες προσδοκίες του. «Τέλος πάντων, υποθέτω ότι δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως, δεν θα ήθελα να έχει κάποια σχέση ο Πύργος. Μην το πάρεις σαν προσβολή». Έτσι ήταν ο Ματ ― βογκούσε όταν του έμπαινε μια σκλήθρα στο δάχτυλο και συμπεριφερόταν σαν μη συνέβαινε τίποτα σοβαρό, όταν έσπαγε κάποιο πόδι.

«Ίσως υπάρχει τρόπος», του είπε αργά. «Αν συμφωνήσει η Μουαραίν. Μπορεί να συμφωνήσει».

«Η Μουαραίν! Δεν άκουσες τι λέω; Το τελευταίο που θέλω είναι να βάλει το χέρι της η Μουαραίν. Τι τρόπος;»

Ο Ματ ανέκαθεν ήταν απερίσκεπτος. Αλλά ήθελε ό,τι και η Εγκουέν ― ήθελε να μάθει. Αρκεί αυτή τη φορά να έδειχνε λίγη σύνεση και προσοχή. Μια Δακρινή αριστοκράτισσα που πέρασε από δίπλα τους, με τις μαύρες κοτσίδες της τυλιγμένες στο κεφάλι και με το κίτρινο, λινό φουστάνι της να αφήνει τους ώμους γυμνούς, έκλινε ελαφρώς το γόνυ, κοιτάζοντάς τους ανέκφραστα· συνέχισε γρήγορα το δρόμο της, με το κορμί της στητό. Η Εγκουέν την παρακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου απομακρύνθηκε και ξαναβρέθηκαν μόνοι. Εκτός αν υπολόγιζε κάποιος τους κηπουρούς, που ήταν δέκα βήματα παρακάτω. Ο Ματ την κοίταξε με προσμονή.

Τελικά, του είπε για το τερ'ανγκριάλ, τη στρεβλωμένη πόρτα που είχε απαντήσεις στην άλλη πλευρά της. Τόνισε ιδιαιτέρως τους κινδύνους, τις συνέπειες των ανόητων ερωτήσεων, καθώς και των ερωτήσεων που αφορούσαν τη Σκιά, τους κινδύνους που ίσως δεν γνώριζαν ούτε και οι Άες Σεντάι. Ένιωθε αρκετά κολακευμένη που είχε προστρέξει σ' αυτήν, όμως ο Ματ έπρεπε να δείξει φρόνηση. «Να τι πρέπει να θυμάσαι, Ματ. Οι επιπόλαιες ερωτήσεις μπορεί να σε σκοτώσουν, επομένως, αν τη χρησιμοποιήσεις, θα πρέπει να είσαι σοβαρός, έτσι για αλλαγή. Και δεν πρέπει να ρωτήσεις τίποτα που να αφορά τη Σκιά».

Ο Ματ καθόταν και την άκουγε με ολοένα και εντονότερη κατάπληξη. Όταν η Εγκουέν σταμάτησε να μιλά, αυτός αναφώνησε: «Τρεις ερωτήσεις; Φαντάζομαι ότι μπαίνεις μέσα σαν τον Μπίλι, περνάς μια νύχτα και βγαίνεις δέκα χρόνια αργότερα με ένα πουγκί που είναι πάντα γεμάτο χρυσάφι, καθώς και με ένα —»

«Μια φορά στη ζωή σου, Μάτριμ Κώθον», ξέσπασε αυτή, «μη λες βλακείες. Ξέρεις πολύ καλά ότι τα τερ'ανγκριάλ δεν είναι παραμυθάκια. Πρέπει να έχεις επίγνωση των κινδύνων. Μπορεί οι απαντήσεις που ζητάς να είναι μέσα εκεί, όμως δεν πρέπει να δοκιμάσεις πριν συμφωνήσει η Μουαραίν. Υποσχέσου το, αλλιώς σου υπόσχομαι εγώ ότι θα σε σύρω στη Μουαραίν σαν πέστροφα στην πετονιά. Ξέρεις ότι μπορώ να το κάνω».

Εκείνος ξεφύσησε δυνατά. «Θα ήμουν βλάκας αν το δοκίμαζα, ό,τι κι αν λέει η Μουαραίν. Να μπω σ' ένα τερ'ανγκριάλ, που να πάρει; Θέλω να έχω λιγότερα πάρε-δώσε με τη Δύναμη, όχι περισσότερα. Βγάλ' το από το νου σου».

«Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω, Ματ».

«Για μένα όχι», είπε σταθερά. «Καλύτερα να μην υπάρχει τρόπος, παρά αυτό».

Παρά τον τόνο του, η Εγκουέν θέλησε να τον αγκαλιάσει. Αλλά μάλλον αυτός θα έκανε κάποιο αστείο σε βάρος της και θα προσπαθούσε να τη γαργαλήσει. Ήταν αδιόρθωτος από γεννησιμιού του. Όμως είχε έρθει να της ζητήσει βοήθεια. «Λυπάμαι, Ματ. Τι θα κάνεις;»

«Μάλλον θα παίξω χαρτιά. Αν θελήσει κανείς να παίξει μαζί μου. Θα παίξω λίθους με τον Θομ. Ζάρια στις ταβέρνες. Τουλάχιστον μπορώ να πηγαίνω ως την πόλη». Το βλέμμα του στάθηκε σε μια καμαριέρα που περνούσε εκείνη τη στιγμή, μια λεπτή μαυρομάτα, σχεδόν της ηλικίας του. «Κάτι θα βρω να κάνω».

Της ήρθε να τον χαστουκίσει. Αντίθετα, όμως, του είπε προειδοποιητικά: «Ματ, δεν σκέφτεσαι να φύγεις, έτσι δεν είναι;»

«Αν ναι, θα το έλεγες στη Μουαραίν;» Σήκωσε τα χέρια για να την προλάβει. «Δεν υπάρχει λόγος. Σου είπα ότι δεν φεύγω. Δεν υποκρίνομαι ότι δεν θα το ήθελα, όμως δεν φεύγω. Σου αρκεί αυτό;» Κατσούφιασε και έμεινε συλλογισμένος. «Εγκουέν, εύχεσαι ποτέ να ήσουν στο χωριό; Να μην είχε συμβεί τίποτα απ' όλα αυτά;»

Η ερώτηση την ξάφνιασε, και ειδικά η πηγή της, αλλά ήξερε την απάντηση. «Όχι. Και με όλα όσα έγιναν, όχι. Εσύ;»

«Θα ήμουν βλάκας να το εύχομαι, έτσι δεν είναι;» γέλασε αυτός. «Εκείνο που μου αρέσει είναι οι πόλεις κι αυτή εδώ μου κάνει μια χαρά προς το παρόν. Μια χαρά. Εγκουέν, δεν φαντάζομαι να το πεις στη Μουαραίν, έτσι δεν είναι; Που ζήτησα τη συμβουλή σου κι όλα αυτά;»

«Γιατί να το πω;» τον ρώτησε αυτή καχύποπτα. Στο κάτω-κάτω, επρόκειτο για τον Ματ.

Αυτός σήκωσε τους ώμους αμήχανα. «Την αποφεύγω πιο πολύ απ' όσο αποφεύγω... Εν πάση περιπτώσει, δεν την πλησιάζω, ειδικά όταν θέλει να σκαλίσει το μυαλό μου. Μπορεί να νομίσει ότι εξασθενώ. Δεν θα της το πεις, εντάξει;»

«Δεν θα το πω», είπε αυτή, «αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα πλησιάσεις το τερ'ανγκριάλ χωρίς να της ζητήσεις την άδεια. Κακώς σου μίλησα γι' αυτό».

«Το υπόσχομαι». Χαμογέλασε πλατιά. «Δεν θα το πλησιάσω, παρά μόνο αν τύχει να εξαρτάται η ζωή μου απ' αυτό. Το ορκίζομαι», κατέληξε με μια περιπαιχτική σοβαροφάνεια.

Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. Ο κόσμος όλος να άλλαζε, ο Ματ θα έμενε ίδιος κι απαράλλαχτος.

Загрузка...