33 Μια Νέα Ύφανση Στο Σχήμα

Ο άρχοντας αυτοπροσώπως ακολούθησε σχεδόν πίσω από το αγόρι· ήταν ένας ψηλός άντρας με μεγάλους ώμους, μεσήλικας, με σκληρό πρόσωπο όλο γωνίες και σκούρα κόκκινα μαλλιά, που είχαν ασπρίσει στους κροτάφους. Τα μπλε μάτια του είχαν ένα αλαζονικό βλέμμα και ήταν ολόιδιος αριστοκράτης: καλοραμμένο, πράσινο σακάκι με διακριτικά κεντημένα ελίγματα στα μανίκια και γάντια δουλεμένα με χρυσή κλωστή. Χρυσά στολίσματα είχε και το θηκάρι του σπαθιού του, επίσης, όπως και οι γυαλισμένες μπότες του ψηλά. Με κάποιον τρόπο, έκανε την απλή είσοδό του από την πόρτα να φαντάζει μεγαλοπρεπής. Ο Πέριν τον αντιπάθησε με την πρώτη ματιά.

Όλοι οι αλ'Σήν και οι Λιούιν όρμησαν να χαιρετήσουν τον άρχοντα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που στριμώχτηκαν ολόγυρά του όλο χαμόγελα και υποκλίσεις, λέγοντας ο ένας στον άλλο για την τιμή που τους έκανε να τους επισκεφτεί ένας Κυνηγός του Κέρατος. Έμοιαζαν ιδιαιτέρως ενθουσιασμένοι γι' αυτό. Μπορεί να ήταν συναρπαστικό πράγμα ένας άρχοντας στο σπίτι τους, αλλά να έρθει ένας από εκείνους που είχαν ορκιστεί να ψάξουν για το θρυλικό Κέρας του Βαλίρ ― ήταν από αυτά που γράφονταν στις ιστορίες. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι δεν είχε δει ποτέ ανθρώπους των Δύο Ποταμών να φέρονται δουλοπρεπώς σε κάποιον, όμως αυτό έμοιαζε για κάτι τέτοιο.

Ο Άρχοντας Λουκ το δέχτηκε σαν να το δικαιούνταν, ίσως σαν να ήταν δεδομένο. Και επιπλέον κουραστικό. Οι αγρότες δεν έμοιαζαν να βλέπουν, ή ίσως δεν αναγνώριζαν, αυτή την κάπως κουρασμένη έκφραση, το κάπως συγκαταβατικό χαμόγελο. Ίσως απλώς να πίστευαν ότι έτσι φέρονταν οι άρχοντες. Ήταν αλήθεια, έτσι φέρονταν πολλοί, όμως ο Πέριν εκνευρίστηκε βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους —τους ανθρώπους του― να το ανέχονται.

Όταν η βουή ηρέμησε, ο Τζιακ και η Ελίσα παρουσίασαν στους υπόλοιπους καλεσμένους τους —όλους εκτός από τον Ταμ και τον Αμπελ, οι οποίοι τον είχαν ήδη συναντήσει― τον Άρχοντα Λουκ του Τσιεντέλνα, λέγοντας ότι τους συμβούλευε με ποιους τρόπους να αμυνθούν ενάντια στους Τρόλοκ, ότι τους ενθάρρυνε να μην υποκύπτουν στους Λευκομανδίτες, να μη σκύβουν το κεφάλι. Μουρμουρίσματα επιδοκιμασίας ακούστηκαν από τους άλλους στο δωμάτιο. Αν οι Δύο Ποταμοί εξέλεγαν βασιλιά, ο Άρχοντας Λουκ θα είχε με το μέρος του όλους τους αλ'Σήν και τους Λιούιν. Το ήξερε κι αυτός. Η όλο πλήξη νωχέλειά του, όμως, δεν κράτησε πολύ.

Με την πρώτη ματιά που έριξε στο δροσερό πρόσωπο της Βέριν, ο Λουκ μούδιασε κάπως και το βλέμμα του πετάχτηκε στα δάχτυλα της τόσο γοργά, που πολλοί δεν το πρόσεξαν. Παραλίγο να του πέσουν τα κεντημένα γάντια του. Παχουλή και με απλά ρούχα όπως ήταν, θα μπορούσε να είναι άλλη μια σύζυγος αγρότη, όμως ήταν φανερό ότι ήξερε πώς ήταν οι Άες Σεντάι στο πρόσωπο. Και δεν χάρηκε βλέποντας μια τους εδώ. Η άκρη του αριστερού ματιού του σπαρταρούσε, καθώς άκουγε την κυρά αλ'Σήν να λέει ότι η «κυρά Μάθχουιν» ήταν μια «λόγια απ' έξω».

Η Βέριν του χαμογέλασε σαν να ήταν μισοκοιμισμένη. «Χάρηκα», του είπε μουρμουρίζοντας. «Ο Οίκος Τσιεντέλνα. Πού είναι; Σαν Μεθορίτικος μου ακούγεται».

«Δεν είναι τόσο σπουδαίος», απάντησε γοργά ο Λουκ, κάνοντάς της μια επιφυλακτική, ανεπαίσθητη υπόκλιση. «Από το Μουράντυ, για την ακρίβεια. Είναι ελάσσων οίκος, αλλά παλιός». Φάνηκε να παίρνει με ανησυχία το βλέμμα του από πάνω της, για να συνεχιστούν οι συστάσεις.

Του Τόμας δεν του έριξε σχεδόν ούτε μια ματιά. Σίγουρα είχε καταλάβει ότι ήταν ο Πρόμαχος της «κυράς Μάθχουιν», αλλά τον είχε θεωρήσει ασήμαντο κι αυτό ήταν φανερό σαν να το είχε φωνάξει. Ήταν πολύ παράξενο. Όσο καλός κι αν ήταν ο Λουκ με το σπαθί, κανένας δεν ήταν τόσο καλός ώστε να αγνοήσει έναν Πρόμαχο. Αλαζονεία. Ο τύπος είχε αρκετή για δέκα ανθρώπους. Κατά τη γνώμη του Πέριν, αυτό το απέδειξε μετά, με τη Φάιλε.

Το χαμόγελο που της χάρισε ο Λουκ είχε κάτι παραπάνω από αυτοπεποίθηση· είχε επίσης οικειότητα και ήταν σίγουρα ζεστό. Για την ακρίβεια, έδειχνε υπερβολικό θαυμασμό και υπερβολική ζεστασιά. Της έπιασε το χέρι και με τα δυο δικά του και κοίταξε στα μάτια της σαν να προσπαθούσε να δει ως το βάθος του κεφαλιού της. Για μια στιγμή, του Πέριν του φάνηκε ότι η Φάιλε θα γυρνούσε να τον κοιτάξει, αλλά εκείνη, αντίθετα, ανταπέδωσε το βλέμμα του άρχοντα με επιτηδευμένη ψυχρότητα, αλλά με τα μάγουλα κατακόκκινα και με μια μικρή κλίση της κεφαλής της.

«Κι εγώ, επίσης, είμαι Κυνηγός του Κέρατος, Άρχοντα μου», είπε κάπως ξέπνοη. «Πιστεύεις ότι θα το βρεις εδώ;»

Ο Λουξ βλεφάρισε και άφησε το χέρι της. «Ίσως, Αρχόντισσα μου. Ποιος ξέρει πού μπορεί να είναι το Κέρας;» Η Φάιλε έδειξε κάπως έκπληκτη —ίσως και απογοητευμένη― μ' αυτό το ξαφνικό χάσιμο ενδιαφέροντος.

Ο Πέριν κράτησε μια ουδέτερη έκφραση. Αν η Φάιλε ήθελε να χαμογελά στον Γουίλ αλ'Σήν και να κοκκινίζει με ανόητους άρχοντες, ας το έκανε. Ας γελοιοποιούνταν μ' όποιον τρόπο ήθελε, κοιτώντας μ' ανοιχτό το στόμα κάθε άντρα που έβρισκε μπροστά της. Ο Λουκ, λοιπόν, ήθελε να μάθει πού ήταν το Κέρας του Βαλίρ; Ήταν κρυμμένο στο Λευκό Πύργο, να πού ήταν. Μπήκε στον πειρασμό να του το πει, μόνο και μόνο για τον κάνει να τρίζει τα δόντια από τη σύγχυση.

Αν ο Λουκ είχε εκπλαγεί βρίσκοντας ποιοι ήταν οι άλλοι εκεί, στο σπίτι των αλ'Σήν, η αντίδρασή του στον Πέριν ήταν το λιγότερο περίεργη. Τινάχτηκε βλέποντας το πρόσωπο του Πέριν — στο βλέμμα του φάνηκε η κατάπληξη. Εντούτοις χάθηκε μέσα σε μια στιγμή, κρυμμένη πίσω από την αρχοντίστικη υπεροψία, αν εξαιρούσε κανείς το τρεμούλιασμα στην άκρη του ματιού του. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έβγαινε νόημα. Δεν ήταν τα κίτρινα μάτια του, που είχαν ξαφνιάσει τον Λουκ· ο Πέριν ήταν βέβαιος γι' αυτό. Ήταν λες και τον γνώριζε ο άλλος και είχε εκπλαγεί βρίσκοντάς τον εκεί, όμως ο Πέριν δεν είχε συναντήσει άλλοτε στη ζωή του αυτό τον άνθρωπο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα έβαζε στοίχημα ότι ο Λουκ τον φοβόταν. Δεν έβγαινε νόημα.

«Ο Άρχοντας Λουκ είχε προτείνει να ανεβαίνουν τα αγόρια στις στέγες», είπε ο Τζιακ. «Δεν μας πλησιάζει Τρόλοκ χωρίς να μας προειδοποιήσουν τα παλικαράκια».

«Πόσο έγκαιρα;» είπε ξερά ο Πέριν. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα των συμβουλών του σπουδαίου Άρχοντα Λουκ; «Οι Τρόλοκ βλέπουν σαν τις γάτες στο σκοτάδι. Θα πέσουν πάνω σας και θα γκρεμίσουν τις πόρτες, πριν σηκώσουν φωνή τα αγόρια σας».

«Κάνουμε ό,τι μπορούμε», γάβγισε ο Φλαν. «Μην πας να μας τρομάξεις. Είναι μπροστά παιδιά και ακούνε. Ο Άρχοντας Λουκ τουλάχιστον μας κάνει χρήσιμες υποδείξεις. Ήταν στο σπίτι μου τη μέρα πριν έρθουν οι Τρόλοκ και έβλεπε αν τους είχα βάλει όλους σωστά. Μα το αίμα και τις στάχτες! Αν δεν ήταν αυτός, οι Τρόλοκ θα μας είχαν σκοτώσει όλους».

Ο Λουκ δεν έδειχνε να ακούει το εγκώμιο που του έπλεκε. Παρακολουθούσε επιφυλακτικά τον Πέριν, ενώ είχε πιάσει τα γάντια του και τα έχωνε πίσω από τη χρυσή πόρπη με τη λυκοκεφαλή, στη ζώνη του σπαθιού του. Κι η Φάιλε, επίσης, τον παρακολουθούσε», σμίγοντας ανάλαφρα τα φρύδια. Ο Πέριν δεν της έδωσε σημασία.

«Μα νόμιζα ότι σας έσωσαν οι Λευκομανδίτες, αφέντη Λιούιν; Νόμιζα ότι μια περίπολος των Λευκομανδιτών έφτασε την τελευταία στιγμή και έδιωξε τους Τρόλοκ».

«Έτσι έγινε». Ο Φλαν έξυσε τα γκρίζα μαλλιά του. «Όμως ο Άρχοντας Λουκ... Αν δεν είχαν έρθει οι Λευκομανδίτες, θα είχαμε... Τουλάχιστον δεν προσπαθεί να μας τρομάξει», μουρμούρισε.

«Ε, λοιπόν, δεν σας τρομάζει», είπε ο Πέριν. «Εμένα με τρομάζουν οι Τρόλοκ. Και οι Λευκομανδίτες έρχονται και σας διώχνουν τους Τρόλοκ. Όταν μπορούν».

«Θέλεις να εξυμνήσουν τους Λευκομανδίτες;» Ο Λουκ κάρφωσε τον Πέριν με μια ψυχρή ματιά, σαν να είχε ανακαλύψει ένα αδύναμο σημείο. «Ποιοι νομίζεις ότι είναι υπεύθυνοι για το Δόντι του Δράκοντα που ζωγραφίζουν κάποιοι στις πόρτες του κόσμου; Καλά, τα χέρια τους ποτέ δεν κράτησαν το κάρβουνο, αλλά αυτοί κρύβονται από πίσω. Χώνονται στα σπίτια των καλών ανθρώπων, κάνουν ερωτήσεις και απαιτούν απαντήσεις, σαν να είναι κάτω από τη δική τους στέγη. Εγώ λέω ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι αφέντες του εαυτού τους, όχι σκυλιά των Λευκομανδιτών, που τους λένε να καθίσουν σούζα. Αφήστε τους να περιπολούν στην ύπαιθρο —καλό και σωστό αυτό― όμως να τους συναντάτε στην πόρτα και να τους λέτε σε τίνος τη γη βρίσκονται. Έτσι λέω εγώ. Αν θέλεις να είσαι σκυλί των Λευκομανδιτών, εμπρός, αλλά μη φθονείς την ελευθερία αυτών των καλών ανθρώπων».

Ο Πέριν κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Λουκ. «Δεν έχω την παραμικρή συμπάθεια για τους Λευκομανδίτες. Θέλουν να με κρεμάσουν, ή μήπως δεν το έχεις ακούσει;»

Ο ψηλός άρχοντας ανοιγόκλεισε τα μάτια σαν να μην το είχε ακούσει, ή ίσως σαν να το είχε ξεχάσει, όταν είχε βρει ευκαιρία να τα βάλει μαζί του. «Τι ακριβώς προτείνεις, λοιπόν;»

Ο Πέριν του γύρισε την πλάτη και πήγε να σταθεί μπροστά στο τζάκι. Δεν ήθελε να τσακωθεί με Λουκ και να τον ακούνε όλοι. Πάντως όλα τα βλέμματα ήταν πάνω του. Θα έλεγε τη γνώμη του και ας ήταν αυτό το τέλος. «Είστε αναγκασμένοι να βασίζεστε στους Λευκομανδίτες, ελπίζετε ότι θα διώξουν τους Τρόλοκ, ελπίζετε ότι θα έρθουν έγκαιρα αν οι Τρόλοκ επιτεθούν. Γιατί; Επειδή ο καθένας προσπαθεί να φυλάξει τη φάρμα του, αν μπορεί, κι αν δεν μπορεί, προσπαθεί να μένει όσο πιο κοντά εκεί γίνεται. Είστε σε εκατό μεριές, σαν ώριμο σταφύλι που το ξεδιαλέγεις. Όσο είστε έτσι, όσο είστε αναγκασμένοι να προσεύχεστε ότι οι Λευκομανδίτες θα εμποδίσουν τους Τρόλοκ να σας τσαλαπατήσουν για να βγάλουν κρασί, δεν θα έχετε άλλη επιλογή παρά να τους αφήνετε να κάνουν ό,τι ερωτήσεις θέλουν, να απαιτούν ό,τι απαντήσεις θέλουν. Ή μήπως κάποιος εδώ νομίζει ότι ο Χάραλ και η Άλσμπετ Λούχαν είναι Σκοτεινόφιλοι; Η Νάτι Κώθον; Η Μπόντχουιν και η Έλντριν;» Το βλέμμα που έριξε ο Άμπελ ολόγυρα στο δωμάτιο προκαλούσε έστω να υπαινιχθεί κάποιος το ναι, όμως δεν χρειαζόταν. Ακόμα και η Αντίνε Λιούιν πρόσεχε τον Πέριν. Ο Λουκ τον κοίταζε συνοφρυωμένος, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε τις αντιδράσεις των ανθρώπων που ήταν στριμωγμένοι στο δωμάτιο.

«Ξέρω ότι δεν έπρεπε να συλλάβουν τη Νάτι, την Άλσμπετ και τους άλλους», είπε ο Γουίτ, «όμως αυτό πέρασε». Έτριψε το φαλακρό σημείο του κεφαλιού του και κοίταξε μπερδεμένος τον Άμπελ. «Εκτός, βέβαια, από το γεγονός ότι δεν τους έχουμε πείσει να τους αφήσουν. Δεν άκουσα να έχουν συλλάβει κανέναν ύστερα απ’ αυτό».

«Τι νομίζεις πως σημαίνει αυτό, ότι τελείωσαν όλα;» είπε ο Πέριν. «Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι θα ικανοποιηθούν με τους Κώθον και τους Λούχαν; Με δύο καμένες φάρμες; Ποιος από σας θα είναι ο επόμενος; Ίσως επειδή είπε το λάθος πράγμα, ή για παραδειγματισμό. Μπορεί εκείνοι που θα πυρπολήσουν αυτό το σπίτι να είναι Λευκομανδίτες, αντί για Τρόλοκ. Ή μπορεί ένα βράδυ κάποιος να ζωγραφίσει το Δόντι του Δράκοντα. Πάντα βρίσκονται άνθρωποι να πιστέψουν τέτοια πράγματα». Αρκετά μάτια στράφηκαν στην Αντίνε, η οποία σάλεψε τα πόδια και καμπούριασε τους ώμους. «Έστω κι αν όλα αυτά σημαίνουν ότι απλώς θα σκύβετε το κεφάλι κάθε φορά που θα έρχονται οι Λευκομανδίτες, θέλετε να ζήσετε έτσι; Τα παιδιά σας; Θα είστε στο έλεος των Τρόλοκ, στο έλεος των Λευκομανδιτών και στο έλεος όποιου σας κρατάει κακία. Όσο σας έχει ένας στο χέρι, σας έχουν όλοι στο χέρι. Κρύβεστε στο κελάρι, ελπίζοντας ότι το ένα λυσσασμένο σκυλί θα σας προστατέψει από το άλλο, ελπίζοντας ότι δεν θα βγουν από το σκοτάδι οι αρουραίοι να σας δαγκώσουν».

Ο Τζιακ αντάλλαξε ανήσυχες ματιές με τον Φλαν και τον Γουίτ, καθώς και με τους άλλους άντρες στο δωμάτιο, και μετά μίλησε αργά. «Αν νομίζεις ότι κάνουμε λάθος, τότε τι προτείνεις;»

Ο Πέριν δεν περίμενε την ερώτηση —ήταν σίγουρος ότι θα θύμωναν μαζί του― αλλά συνέχισε να τους λέει τις σκέψεις του. «Συγκεντρώστε τους ανθρώπους σας. Μαζέψτε τα πρόβατα και τις αγελάδες, τις κότες, τα πάντα. Μαζέψτε τα και πάρτε τα εκεί που μπορεί να είναι ασφαλή. Πάτε στο Πεδίο του Έμοντ. Ή στο Λόφο της Σκοπιάς, μιας και είναι κοντύτερα, αν και έτσι θα είστε μπροστά στα μάτια των Λευκομανδιτών. Όσο είστε είκοσι άνθρωποι εδώ και πενήντα εκεί, θα είστε λεία των Τρόλοκ. Αν είστε εκατοντάδες μαζί, τότε θα έχετε μια ελπίδα, η οποία δεν θα σημαίνει να σκύβετε μπροστά στους Λευκομανδίτες». Αυτό προκάλεσε την έκρηξη που περίμενε.

«Να εγκαταλείψω τελείως τη φάρμα μου;» φώναξε ο Φλαν πάνω από το «τρελάθηκες!» του Γουίτ. Τα λόγια χύνονταν το ένα πάνω στο άλλο, κι απ' αυτούς και από αδέρφια και ξαδέρφια.

«Να πάω στο Πεδίο του Έμοντ; Ακόμα και τώρα είμαι μακριά και μόλις που προλαβαίνω να ρίχνω μια ματιά στα χωράφια κάθε μέρα!»

«Θα με πνίξουν τα χορτάρια!»

«Δεν ξέρω πώς θα θερίσω ακόμα και τώρα!»

«...αν έρθουν οι βροχές...!»

.....προσπαθούμε να ξαναχτίσουμε...!»

«...ταμπάκ θα σαπίσει...!»

«...δεν θα προλάβω να κουρέψω...!»

Η γροθιά του Πέριν που έπεσε στην κορνίζα του τζακιού και τους έκανε να σταματήσουν. «Δεν είδα χωράφι τσαλαπατημένο ή καμένο, δεν είχα σπίτι ή στάβλο πυρπολημένο, παρά μόνο όπου υπήρχαν άνθρωποι. Οι Τρόλοκ έρχονται γι' ανθρώπους. Κι αν το κάψουν στο τέλος-τέλος; Μπορείτε να βάλετε καινούρια σοδειά. Μπορείτε να ξαναπιάσετε πέτρα, ξύλο και πηλοφόρι. Αυτό, όμως, μπορείτε να το ξαναχτίσετε;» Έδειξε το μωρό της Λάιλα κι εκείνη το έσφιξε στο στήθος της αγριοκοιτάζοντάς τον, σαν να είχε απειλήσει ο ίδιος το μωράκι. Οι ματιές που έριξε όμως στο σύζυγό της και στον Φλαν ήταν φοβισμένες. Ανήσυχα μουρμουρητά ακούστηκαν.

«Να φύγουμε», μουρμούρισε ο Τζιακ κουνώντας το κεφάλι. «Δεν ξέρω, Πέριν».

«Είναι δική σου επιλογή, αφέντη αλ'Σήν. Η γη θα είναι ακόμα εδώ, όταν ξαναγυρίσεις. Οι Τρόλοκ δεν μπορούν να την κλέψουν. Σκέψου αν μπορείς να πεις το ίδιο για την οικογένειά σου».

Το μουρμουρητό έγινε βουητό. Μερικές γυναίκες τα είχαν βάλει με τους συζύγους τους, κυρίως εκείνες που είχαν ένα-δυο παιδιά στην αγκαλιά. Κανένας από τους άντρες δεν έδειχνε να φέρνει αντιρρήσεις.

«Ενδιαφέρον σχέδιο», είπε ο Λουκ, ενώ περιεργαζόταν τον Πέριν. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε αν το επιδοκίμαζε ή όχι. «Θα παρακολουθήσω για να δω τι αποτέλεσμα θα έχει. Και τώρα, αφέντη αλ'Σήν, πρέπει να πηγαίνω. Πέρασα μόνο για να δω τι κάνεις». Ο Τζιακ και η Ελίσα τον συνόδευσαν ως την πόρτα, όμως οι άλλοι ήταν απορροφημένοι στις συζητήσεις τους και δεν του έδωσαν σημασία. Ο Λουκ έφυγε με σφιγμένο το στόμα. Ο Πέριν είχε την αίσθηση ότι η αναχώρησή του ήταν συνήθως εξίσου μεγαλοπρεπής με την είσοδό του.

Ο Τζιακ από την πόρτα πήγε κατευθείαν στον Πέριν. «Είναι τολμηρό το σχέδιό σου. Παραδέχομαι ότι δεν μου πολυαρέσει η ιδέα να εγκαταλείψω τη φάρμα μου, αλλά μιλάς λογικά. Δεν ξέρω, όμως, τι θα σκεφτούν τα Τέκνα του Φωτός. Πολύ καχύποπτοι μου φαίνονται. Ίσως νομίσουν ότι σχεδιάζουμε κάτι εναντίον τους, αφού μαζευόμαστε όλοι μαζί».

«Ας το νομίσουν», είπε ο Πέριν. «Ένα χωριό γεμάτο ανθρώπους μπορεί να ακολουθήσει τη συμβουλή του Λουκ και να τους πει να πάνε αλλού να κάνουν τις δουλειές τους. Ή μήπως νομίζεις ότι είναι καλύτερο να μείνετε ευάλωτοι, μόνο και μόνο για να μη χάσετε την όποια καλή θέληση των Λευκομανδιτών;»

«Όχι. Όχι, καταλαβαίνω τι εννοείς. Με έπεισες. Και όλους τους άλλους, απ' ό,τι φαίνεται».

Έμοιαζε να είναι αλήθεια. Τα μουρμουρητά των συζητήσεων καταλάγιαζαν, αλλά μόνο επειδή όλοι έδειχναν να συμφωνούν. Ακόμα και η Αντίνε, η οποία είχε επιστρατεύσει τις κόρες της και έδινε διαταγές να πακετάρουν τα πράγματα αμέσως. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να νεύσει στρυφνά, αλλά επιδοκιμαστικά, στον Πέριν.

«Πότε λες να φύγετε;» ρώτησε ο Πέριν τον Τζιακ.

«Μόλις καταφέρω να ετοιμαστούν όλοι. Μπορούμε να φτάσουμε στο σπίτι του Γιον Γκάελιν, στο Βόρειο Δρόμο, πριν σκοτεινιάσει. Θα πω στον Γιον τι λες και όλοι θα πάμε στο Πεδίο του Έμοντ. Καλύτερα εκεί, παρά στο Λόφο της Σκοπιάς. Αφού θέλουμε να ξεφύγουμε όχι μόνο από τους Τρόλοκ, αλλά και από την μπότα των Λευκομανδιτών, ας μην είμαστε κάτω από τη μύτη τους», Ο Τζιακ έξυσε τη στενή λωρίδα των μαλλιών του με ένα δάχτυλο. «Πέριν, δεν νομίζω ότι τα Τέκνα θα έφταναν στο σημείο να πειράξουν τη Νάτι Κώθον και τα κορίτσια, ή τους Λούχαν, αλλά ανησυχώ. Αν σκεφτούν ότι συνωμοτούμε, τότε ποιος ξέρει τι θα κάνουν;»

«Σκοπεύω να τους ελευθερώσω μόλις μπορέσω, αφέντη αλ'Σήν. Και επίσης όσους άλλους συλλάβουν οι Λευκομανδίτες».

«Τολμηρό σχέδιο», επανέλαβε ο Τζιακ. «Θα πρέπει να τους βάλω να δουλέψουν, αν είναι να φτάσουμε στον Γιον ως το ηλιοβασίλεμα. Το Φως μαζί σου, Πέριν».

«Πολύ τολμηρό σχέδιο», είπε η Βέριν πλησιάζοντας, ενώ ο αφέντης αλ'Σήν έτρεχε να δώσει διαταγές για να βγάλουν έξω τις άμαξες και να πακετάρουν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Μελετούσε τον Πέριν με ενδιαφέρον, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, όχι όμως όσο η Φάιλε δίπλα της. Η Φάιλε τον κοίταζε σαν να μην τον είχε ξαναδεί άλλοτε.

«Δεν ξέρω γιατί το λένε όλοι έτσι», είπε αυτός. «Εννοώ που το λένε σχέδιο. Αυτός ο Λουκ έλεγε ανοησίες. Βγείτε στην πόρτα και αψηφήστε τους Λευκομανδίτες. Βάλτε αγόρια στη στέγη να κοιτάνε για Τρόλοκ. Ανοιχτές πόρτες για να μπει η συμφορά. Εγώ απλώς το επισήμανα. Το ίδιο έπρεπε να κάνουν οι άλλοι από την αρχή. Αυτός ο άνθρωπος...» Σταμάτησε πριν πει ότι ο Λουκ τον ενοχλούσε. Δεν θα το έλεγε μπροστά στη Φάιλε. Μπορεί να τον παρεξηγούσε.

«Φυσικά», είπε γλυκά η Βέριν. «Δεν είχα άλλοτε την ευκαιρία να το δω επί τω έργω. Ή μπορεί να το είχα δει και να μην το είχα καταλάβει».

«Τι λες τώρα; Τι να δεις;»

«Πέριν, όταν φτάσαμε, αυτοί οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να αγκιστρωθούν σ' αυτό το μέρος πάση θυσία. Τους πρόσφερες συνετά επιχειρήματα και δυνατά συναισθήματα, αλλά νομίζεις ότι, αν έκανα εγώ το ίδιο, ή ο Ταμ, ή ο Άμπελ, θα είχαν αλλάξει γνώμη; Εσύ ξέρεις καλύτερα απ' όλους πόσο πεισματάρηδες είναι οι Δυποταμίτες. Ήδη μετέβαλες την πορεία που θα ακολουθούσαν τα γεγονότα στους Δύο Ποταμούς χωρίς εσένα. Με λίγα λόγια, ειπωμένα υπό το κράτος του... εκνευρισμού; Οι τα'βίρεν πράγματι παρασέρνουν τις ζωές των άλλων στο δικό τους Σχήμα. Συναρπαστικό. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να παρατηρήσω ξανά τον Ραντ».

«Ό,τι κι αν είναι», μουρμούρισε ο Πέριν, «είναι για καλό. Όσο περισσότερος κόσμος είναι μαζεμένος σ' ένα μέρος, τόσο πιο ασφαλής είναι».

«Φυσικά. Να συμπεράνω ότι ο Ραντ έχει το σπαθί;»

Ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια, αλλά δεν βρήκε λόγο να μην της το πει. Η Βέριν ήξερε για τον Ραντ, ήξερε τι νόημα είχε το Δάκρυ. «Το έχει».

«Το νου σου στην Αλάνα, Πέριν».

«Τι;» Ο τρόπος που η Βέριν άλλαζε γοργά θέμα είχε αρχίσει να τον μπερδεύει. Ειδικά όταν του έλεγε να κάνει κάτι που ο Πέριν είχε ήδη σκεφτεί και ήθελε να της το κρατήσει κρυφό. «Γιατί;»

Η έκφραση της Βέριν δεν άλλαξε, όμως στα μαύρα μάτια της ξαφνικά φάνηκε ένα βλέμμα λαμπερό και κοφτερό, σαν πουλιού. «Στο Λευκό Πύργο υπάρχουν πολλά... σχέδια. Δεν είναι όλα κακόβουλα, ελάχιστα είναι αυτά, όμως μερικές φορές είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις, παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. Και ακόμα και τα πιο καλοκάγαθα συχνά αφήνουν περιθώριο για μερικά νήματα να κοπούν στην ύφανση, μερικά καλάμια να σπάσουν και να πεταχτούν στο φτιάξιμο του καλαθιού. Ο τα'βίρεν θα γινόταν χρήσιμο καλάμι σε πολλά πιθανά σχέδια». Εξίσου απότομα, κοίταξε λιγάκι μπερδεμένη τη φασαρία γύρω της, σαν να ένιωθε πιο άνετα μ' ένα βιβλίο ή με τις σκέψεις της, παρά στον αληθινό κόσμο. «Αχ, δες. Ο αφέντης αλ'Σήν δεν χασομερά καθόλου, έτσι δεν είναι; Θα δω αν του περισσεύει κανένας να μας φέρει τα άλογα».

Η Φάιλε ανατρίχιασε καθώς η Βέριν έφευγε. «Μερικές φορές οι Άες Σεντάι με... ταράζουν», μουρμούρισε.

«Σε ταράζουν;» είπε ο Πέριν. «Εμένα συνήθως με κατατρομάζουν».

Εκείνη γέλασε απαλά και άρχισε να παίζει με ένα κουμπί του σακακιού του, κοιτάζοντάς το αφοσιωμένη. «Πέριν, φέρθηκα... ανόητα».

«Τι εννοείς;» Σήκωσε το βλέμμα της πάνω του ― το κουμπί σε λίγο θα κοβόταν. «Είσαι ένας από τους λιγότερο ανόητους ανθρώπους που ξέρω», πρόσθεσε βιαστικά ο Πέριν. Έσφιξε τα χείλη πριν προσθέσει «συνήθως» και χάρηκε γι' αυτό, όταν την είδε να χαμογελάει.

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου αυτό που είπες, αλλά είναι η αλήθεια». Άφησε το κουμπί και άρχισε να του στρώνει το σακάκι —που δεν το χρειαζόταν― και να του ισιώνει το γιακά — που πάλι δεν το χρειαζόταν. «Ήσουν χαζός», του είπε μιλώντας γοργά, «μόνο και μόνο επειδή εκείνος ο νεαρούλης με κοίταξε —μοιάζει με παιδάκι· δεν είναι καθόλου σαν και σένα― και σκέφτηκα να σε κάνω να ζηλέψεις λιγάκι —μόνο λιγάκι― προσποιούμενη —απλώς προσποιούμενη― ότι με τραβάει ο Άρχοντας Λουκ. Δεν έπρεπε να το κάνω. Θα με συγχωρέσεις;»

Ο Πέριν προσπάθησε να βγάλει άκρη από τα μπερδεμένα λόγια της. Καλά που η Φάιλε έβρισκε τον Γουίλ μικρό —αν άφηνε γενειάδα, θα ήταν αραιή σαν περιβόλι― όμως δεν είχε πει ότι είχε ανταποδώσει το βλέμμα του Γουίλ. Κι αν προσποιούνταν ότι την τραβούσε ο Λουκ, τότε γιατί είχε κοκκινίσει έτσι; «Φυσικά και σε συγχωρώ», της είπε. Μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στα μάτια της. «Εννοώ ότι δεν υπάρχει τίποτα που να χρειάζεται συγχώρεση». Η λάμψη δυνάμωσε κι άλλο. Τι ήθελε να ακούσει απ' αυτόν; «Θα με συγχωρέσεις; Όταν προσπάθησα να σε διώξω, είπα πράγματα που δεν έπρεπε να πω. Θα με συγχωρέσεις γι' αυτό;»

«Είπες κάποια πράγματα που χρειάζονται συγχώρεση;» του είπε γλυκά και ο Πέριν κατάλαβε ότι είχε μπλέξει άσχημα. «Δεν ξέρω τι, αλλά θα το λάβω υπόψη».

Θα το λάβαινε υπόψη; Έμοιαζε με αριστοκράτισσα λέγοντάς το· ίσως ο πατέρας της να ήταν στη δούλεψη κάποιου άρχοντα κι έτσι η Φάιλε να είχε μελετήσει τον τρόπο που μιλούσαν οι αρχόντισσες. Δεν είχε ιδέα τι εννοούσε με τα λόγια της. Θα ήταν καλύτερο να μην καταλάβαινε ποτέ, ήταν σίγουρος γι' αυτό.

Με ανακούφιση ξανανέβηκε στη σέλα του Γοργοπόδη μέσα στο χάος, καθώς οι άνθρωποι ετοίμαζαν τις άμαξες και διαφωνούσαν για το τι μπορούσαν να πάρουν και τι όχι, ενώ τα παιδιά κυνηγούσαν κότες και χήνες και έδεναν τα πόδια τους για να τις φορτώσουν. Τα αγόρια ήδη οδηγούσαν τα βόδια και τις αγελάδες ανατολικά, ενώ άλλα έβγαζαν τα πρόβατα από το μαντρί.

Η Φάιλε δεν έθιξε καθόλου αυτά που είχαν ειπωθεί μέσα. Του χαμογέλασε, μάλιστα, και σύγκρινε τον τρόπο που φρόντιζαν τα πρόβατα εδώ με το τι γινόταν στη Σαλδαία, ενώ όταν ένα κοριτσάκι της έφερε ένα μπουκέτο κόκκινα λουλουδάκια, που ονομάζονταν κόκκινο-της-καρδιάς, προσπάθησε να του πλέξει μερικά στη γενειάδα, γελώντας καθώς αυτός προσπαθούσε να την εμποδίσει. Με δυο λόγια, τον είχε στριμώξει άσχημα. Έπρεπε να ξανασυζητήσει με τον αφέντη Κώθον.

«Το Φως μαζί σου», του ξανάπε ο αφέντης αλ'Σήν καθώς ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, «και πρόσεχε τα αγόρια».

Τέσσερις νεαροί είχαν αποφασίσει να πάνε μαζί τους πάνω σε άλογα με τραχύ τρίχωμα, τα οποία δεν ήταν καλά σαν εκείνα που ίππευαν ο Ταμ και ο Άμπελ. Ο Πέριν δεν κατάλαβε γιατί ήταν δική του ευθύνη οι νεαροί. Ήταν μεγαλύτεροί του, αν και όχι πολύ. Ένας ήταν ο Γουίλ αλ'Σήν και ο άλλος ο ξάδερφός του, ο Μπαν, ένας από τους γιους του Τζιακ, ο οποίος είχε τη μεγαλύτερη μύτη στην οικογένεια, και επίσης δύο ακόμα από τους Λιούιν, ο Τελ και ο Ντάνιλ, οι οποίοι έμοιαζαν τόσο πολύ με τον Φλαν, που θα μπορούσαν να είναι γιοι του αντί για ανίψια του. Ο Πέριν προσπάθησε να τους μεταπείσει, ειδικά όταν του κατέστησαν σαφές ότι ήθελαν να βοηθήσουν στη διάσωση των Κώθον και των Λούχαν από τους Λευκομανδίτες. Έμοιαζαν να πιστεύουν ότι αρκούσε να πάνε στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών και να απαιτήσουν να τους επιστραφούν. Να προτάξουμε τα στήθη μας, είχε πει ο Τελ κι ο Πέριν είχε νιώσει τις τρίχες του να σηκώνονται όρθιες. Είχαν ακούσει πολλές ιστορίες από τους βάρδους. Είχαν ακούσει πολλούς ανόητους σαν τον Λουκ. Υποψιαζόταν ότι ο Γουίλ είχε κι άλλο λόγο, αν και προσπαθούσε να υποκριθεί ότι η Φάιλε δεν ήταν εκεί, όχι ότι οι άλλοι ήταν καλύτεροι.

Κανένας άλλος δεν έφερε αντίρρηση. Ο Ταμ και ο Άμπελ νοιάστηκαν μόνο να βεβαιωθούν ότι όλοι ήξεραν να χρησιμοποιούν τα τόξα τους και να ιππεύουν, ενώ η Βέριν απλώς τους παρατηρούσε, κρατώντας σημειώσεις στο βιβλιαράκι της. Ο Τόμας φαινόταν να διασκεδάζει μ' αυτά και η Φάιλε είχε στρέψει την προσοχή της στο στεφάνι που έφτιαχνε από τα κόκκινα-της-καρδιάς, που τελικά ήταν για τον Πέριν. «Θα τους προσέχω όσο καλύτερα μπορώ, αφέντη αλ'Σήν», του υποσχέθηκε.

Ένα μίλι μετά τη φάρμα των αλ'Σήν, του φάνηκε ότι παραλίγο να χάσουν έναν-δυο τους, όταν ξαφνικά ξεπρόβαλαν από μια συστάδα ο Γκαούλ, η Μπάιν και η Τσιάντ και έτρεξαν να πλησιάσουν την ομάδα. Θα τους έχανε από Αελίτικα δόρατα. Ο Γουίλ και οι φίλοι του έριξαν μια ματιά στους Αελίτες και έσπευσαν να βάλουν βέλη στις χορδές των τόξων τους· οι Αελίτες, χωρίς να κόψουν ταχύτητα, ετοιμάστηκαν να πετάξουν τα δόρατα και φόρεσαν τα πέπλα τους. Χρειάστηκαν μερικά λεπτά για να λυθεί το ζήτημα. Ο Γκαούλ και οι δύο Κόρες το βρήκαν πολύ αστείο όταν κατάλαβαν, γέλασαν τρανταχτά, και αυτό ήταν κάτι που αναστάτωσε τους νεαρούς όσο και η ανακάλυψη ότι είχαν μπροστά τους Αελίτες, που μάλιστα οι δύο ήταν γυναίκες. Ο Γουίλ αποτόλμησε ένα χαμόγελο προς την Μπάιν και την Τσιάντ, και αντάλλαξαν ματιές και νεύματα. Ο Πέριν δεν ήξερε τι συνέβαινε, αποφάσισε όμως να τους αφήσει ήσυχους, εκτός αν ο Γουίλ ήθελε να πάει γυρεύοντας να του κόψουν το λαιμό. Αν μια Αελίτισσα έβγαζε το μαχαίρι της, θα προλάβαινε να τη σταματήσει. Ίσως ο Γουίλ να έπαιρνε ένα μάθημα για το πότε να χαμογελάει.

Ήθελε να προχωρήσουν προς το Λόφο της Σκοπιάς όσο πιο γρήγορα γινόταν, όμως περίπου ένα μίλι νότια του αγροκτήματος του αλ'Σήν είδε μια φάρμα, από της οποίας τις καμινάδες έβγαιναν οι καπνοί που είχαν δει νωρίτερα. Ο Ταμ τους πήγαινε από μακριά και οι άνθρωποι γύρω από τη φάρμα ήταν απλές μορφές από τέτοια απόσταση. Όχι, όμως, για τα μάτια του Πέριν· αυτός διέκρινε παιδιά στην αυλή. Και ο Τζιακ αλ'Σήν ήταν ο κοντινότερος γείτονας. Μέχρι σήμερα. Δίστασε και ύστερα γύρισε τον Γοργοπόδη προς τη φάρμα. Όχι ότι θα έβγαινε τίποτα, όμως έπρεπε να δοκιμάσει.

«Τι κάνεις;» ρώτησε ο Ταμ σμίγοντας τα φρύδια.

«Θα τους δώσω τις ίδιες συμβουλές που έδωσα και στον αφέντη αλ'Σήν. Ένα λεπτό θα κάνουμε».

Ο Ταμ ένευσε και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Η Βέριν κοίταζε τον Πέριν σκεφτικά. Οι Αελίτες απομακρύνθηκαν λίγο πριν από ι η φάρμα και πήγαν να περιμένουν προς το βορρά, με τον Γκαούλ να είναι σε κάποια απόσταση από τις Κόρες.

Ο Πέριν δεν ήξερε τους Τόρφιν, ούτε κι αυτοί τον ήξεραν, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη, όταν πέρασε η αναστάτωση που δημιουργούν οι ξένοι, όταν σταμάτησαν να κοιτάζουν τον Τόμας, τη Βέριν και τη Φάιλε, άκουσαν τις συμβουλές του και άρχισαν να τα ζεύουν τα άλογα σε δύο άμαξες και σε δύο κάρα με ψηλές ρόδες, πριν καν η ομάδα συνεχίσει το δρόμο της.

Τρεις φορές ακόμα σταμάτησε όταν ο δρόμος τους έφερνε κοντά σε αγροικίες και μια φορά πήγε σε ένα σύμπλεγμα από πέντε μαζεμένες. Πάντα ήταν το ίδιο. Οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν ότι δεν μπορούσαν να παρατήσουν τα αγροκτήματά τους, όμως κάθε φορά κατέληγαν να μαζεύουν τα πράγματα και τα ζώα τους.

Συνέβαινε και κάτι άλλο, επίσης. Δεν μπορούσε να εμποδίσει τον Γουίλ, τον ξάδερφό του και τους Λιούιν να μιλάνε με τους νεαρούς στις φάρμες. Η ομάδα τους αυξήθηκε κατά δεκατρείς, με τους Τόρφιν και τους αλ'Ντάι, τους Άχαν και τους Μάργουιν, που ήταν οπλισμένοι με τόξα και ίππευαν μια αταίριαστη ποικιλία από πόνυ και άλογα για όργωμα. Όλοι ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό για να σώσουν τους αιχμαλώτους από τους Λευκομανδίτες.

Φυσικά δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Ο Γουίλ και οι άλλοι από τη φάρμα των αλ'Σήν θεώρησαν άδικο που ο Πέριν είχε προειδοποιήσει τους νεοφερμένους για τους Αελίτες, χαλώντας τους τη διασκέδαση όταν θα τους έβλεπαν να τινάζονται έκπληκτοι. Η αλήθεια ήταν ότι ξαφνιάζονταν συνεχώς και ενοχλούσαν τον Πέριν με τον τρόπο που κοίταζαν κάθε θάμνο και κάθε συστάδα δέντρων, δείχνοντας καθαρά ότι πίστευαν πως υπήρχαν κι άλλοι Αελίτες ολόγυρα, παρά τα όσα τους είχε πει. Στην αρχή ο Γουίλ προσπάθησε να το παίξει αρχηγός στους Τόρφιν και τους υπόλοιπους, με το σκεπτικό ότι ήταν ο πρώτος που είχε μπει στην ομάδα του Πέριν —ένας από τους πρώτους, παραδέχτηκε, όταν τον αγριοκοίταξαν ο Μπαν και οι Λιούιν― ενώ αυτοί ήταν νεοφερμένοι.

Ο Πέριν έδωσε ένα τέλος σ' αυτά, χωρίζοντάς τους σε δύο περίπου ίσες ομάδες και βάζοντας τον Ντάνιλ και τον Μπαν υπεύθυνο της καθεμιάς, αν και υπήρχαν γκρίνιες και γι' αυτό αρχικά. Οι αλ'Ντάι πίστευαν ότι οι αρχηγοί έπρεπε να επιλεγούν σύμφωνα με την ηλικία —ο Μπίλι αλ'Ντάι ήταν ο μεγαλύτερος κατά ένα χρόνο — αλλά οι υπόλοιποι πρόκριναν τον Χιου Μάργουιν ως καλύτερο ανιχνευτή και τον Τζάιμ Τόρφιν ως καλύτερο σκοπευτή, ενώ ο Κένλεϋ Άχαν πήγαινε συχνά στο Λόφο της Σκοπιάς πριν από τον ερχομό των Λευκομανδιτών και θα ήξερε τα κατατόπια στο χωριό. Έμοιαζαν να τα θεωρούν όλα αυτά ένα μεγάλο αστείο. Η φράση του Τελ, ότι έπρεπε να προτάξουν τα στήθη τους, επαναλήφθηκε αρκετές φορές.

Στο τέλος, ο Πέριν στράφηκε προς το μέρος τους με παγωμένο θυμό και τους ανάγκασε όλους να σταθούν στο χορτάρι, ανάμεσα σε δύο συστάδες δέντρων. «Δεν είναι παιχνίδι και δεν είναι ο χορός του Μπελ Τάιν. Θα κάνετε ό,τι σας λένε, αλλιώς θα γυρίσετε στο σπίτι. Εξάλλου, δεν ξέρω αν σας χρειάζομαι και δεν θέλω να σκοτωθείτε, επειδή νομίζετε ότι ξέρετε τι κάνετε. Σχηματίστε φάλαγγες και βγάλτε το σκασμό. Κάνετε σαν μάζωξη του Κύκλου των Γυναικών».

Αυτό έκαναν και παρατάχθηκαν σε δύο ευθείες πίσω από τον Μπαν και τον Ντάνιλ. Ο Γουίλ και ο Μπίλι είχαν μουτρώσει αποθαρρυμένοι, όμως κράτησαν τις όποιες αντιρρήσεις τους για τον εαυτό τους. Η Φάιλε κοίταξε τον Πέριν επιδοκιμαστικά, το ίδιο και ο Τόμας. Η Βέριν τα παρακολουθούσε όλα αυτά με μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπο, το οποίο δεν αποκάλυπτε τα συναισθήματά της, και χωρίς αμφιβολία πίστευε ότι έβλεπε έναν τα'βίρεν επί τω έργω. Ο Πέριν δεν βρήκε λόγο να της πει ότι είχε προσπαθήσει να σκεφτεί τι θα έλεγε ένας Σιναρανός που ήξερε, ένας στρατιώτης ονόματι Ούνο, αν και σίγουρα ο Ούνο θα τα έλεγε πιο ωμά.

Πλησιάζοντας το Λόφο της Σκοπιάς, τα αγροκτήματα ήταν συχνότερα και σχημάτιζαν ομάδες, ώσπου στο τέλος ήταν το ένα μετά το άλλο, όπως γινόταν κοντά στο Πεδίο του Έμοντ, ένα γεωμετρικό σχήμα από χωράφια με ξύλινους ή πέτρινους φράχτες που τα χώριζαν στενά μονοπάτια, δρομάκια και δρόμοι για άμαξες. Παρ' όλο που είχαν κάνει στάση σε τέσσερις φάρμες, ακόμα δεν είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και οι άντρες ακόμα δούλευαν στα σπαρτά τους, ενώ τα αγόρια έφερναν τα πρόβατα και τα γελάδια από τα λιβάδια για τη νύχτα. Αυτούς τους καιρούς κανένας δεν άφηνε τα ζωντανά του έξω.

Ο Ταμ πρότεινε στον Πέριν να πάψει να προειδοποιεί τον κόσμο κι αυτός συμφώνησε απρόθυμα. Εδώ όλοι θα κατευθύνονταν προς το Λόφο της Σκοπιάς, προειδοποιώντας έτσι τους Λευκομανδίτες. Ήδη οι είκοσι καβαλάρηδες τραβούσαν αρκετά βλέμματα, αν και οι περισσότεροι ήταν τόσο απασχολημένοι, που τους έριχναν μόνο μια ματιά. Κάποια στιγμή, όμως, έπρεπε να γίνει, κι όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο. Όσο οι άνθρωποι έμεναν στην ύπαιθρο και χρειάζονταν την προστασία των Λευκομανδιτών, οι Λευκομανδίτες θα είχαν πάτημα στους Δύο Ποταμούς και μπορεί να μην ήθελαν να τους εγκαταλείψουν.

Ο Πέριν είχε το νου του για τυχόν περίπολα των Λευκομανδιτών, αλλά με εξαίρεση ένα σύννεφο σκόνης προς το Βόρειο Δρόμο, το οποίο έμοιαζε να πηγαίνει νότια, δεν είδε τίποτα. Ύστερα από λίγο, ο Ταμ πρότεινε να ξεπεζέψουν και να τραβάνε τα άλογα δίπλα τους. Πεζοί θα είχαν λιγότερες πιθανότητες να τους εντοπίσουν, ενώ οι φράχτες και οι χαμηλοί μαντρότοιχοι θα τους προστάτευαν λιγάκι.

Ο Ταμ και ο Άμπελ ήξεραν ένα σύδεντρο που πρόσφερε καλή θέα προς το στρατόπεδο των Λευκομανδιτών ― ένα σύμπλεγμα από βελανιδιές, ξινομαστιχιές και λέδερλιφ που κάλυπταν μια έκταση τριών ή τεσσάρων τομαριών, ένα μίλι ή λιγότερο νότια και δυτικά του Λόφου της Σκοπιάς, πέρα από μια ανοιχτή έκταση εδάφους. Μπήκαν από το νότο βιαστικά. Ο Πέριν έλπιζε να μην τους είχε δει κανείς να μπαίνουν, κάποιος που θα αναρωτιόταν γιατί δεν είχαν ξαναβγεί και θα το σχολίαζε.

«Μείνετε εδώ», είπε στον Γουίλ και τους άλλους νεαρούς, καθώς έδεναν τα άλογα στα κλαριά. «Να έχετε τα τόξα πρόχειρα και να είστε έτοιμοι να τρέξετε, αν ακούσετε φωνή. Αλλά μη σαλέψετε, αν δεν με ακούσετε να φωνάζω. Κι αν κάνει κάποιος φασαρία, θα τον βαρέσω σαν αμόνι. Ήρθαμε εδώ για να κοιτάξουμε, όχι για να τραβήξουμε τους Λευκομανδίτες τριγυρνώντας σαν τυφλοί ταύροι». Ένευσαν, κρατώντας τα τόξα νευρικά. Μάλλον είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν τι ακριβώς έκαναν. Τα Τέκνα του Φωτός ίσως να μην αντιμετώπιζαν με κατανόηση μια οπλισμένη ομάδα Δυποταμιτών καβαλάρηδων.

«Ήσουν ποτέ στρατιώτης;» ρώτησε απορημένη η Φάιλε με χαμηλή φωνή. «Μερικοί από τους... φρουρούς του πατέρα μου μιλούσαν μ' αυτό τον τρόπο».

«Είμαι σιδεράς». Ο Πέριν γέλασε. «Απλώς έχω ακούσει στρατιώτες να μιλάνε. Φαίνεται να φέρνει αποτέλεσμα». Ακόμα και ο Γουίλ και ο Μπίλι κοίταζαν γύρω ανήσυχα και δεν τολμούσαν να σαλέψουν.

Προχωρώντας σκυφτά από δέντρο σε δέντρο, ο Πέριν και η Φάιλε ακολούθησαν τον Ταμ και τον Άμπελ στο σημείο που οι Αελίτες έσκυβαν ζαρωμένοι κοντά στη βόρεια άκρη του σύδεντρου. Ήταν εκεί η Βέριν και ο Τόμας, φυσικά. Οι θάμνοι σχημάτιζαν ένα λεπτό δίχτυ από φύλλα, που αρκούσε για να τους κρύψει, αλλά δεν τους εμπόδιζε να παρατηρούν.

Το στρατόπεδο των Λευκομανδιτών απλωνόταν στα ριζά του Λόφου της Σκοπιάς, ίδιο κι αυτό με χωριό. Εκατοντάδες άντρες, μερικοί αρματωμένοι, τριγυρνούσαν ανάμεσα σε μακριές, ίσιες σειρές από άσπρες σκηνές, ενώ τα άλογα σχημάτιζαν πέντε ευθείες που εκτείνονταν προς τα ανατολικά και τα δυτικά. Κάποιοι ξεσέλωναν άλογα και τα ξύστριζαν, προφανώς μια περίπολος που είχε τελειώσει τη δουλειά της μέρας, ενώ μια διπλή φάλαγγα, με περίπου εκατό άντρες με άψογη εμφάνιση και ακρίβεια στις κινήσεις, ξεκινούσε προς το Δυτικό Δάσος με ταχύ βήμα, με τις λόγχες γερμένες στην ίδια γωνία. Κατά διαστήματα, σκοποί με λευκούς μανδύες πηγαινοέρχονταν γύρω από το στρατόπεδο, με τις λόγχες στον ώμο σαν δόρατα, ενώ τα στιλβωμένα κράνη τους έλαμπαν στον ήλιο που βασίλευε.

Ένα μπουμπουνητό έφτασε στα αφτιά του Πέριν. Σε κάποια απόσταση προς τα δυτικά εμφανίστηκαν είκοσι καβαλάρηδες, που έρχονταν καλπάζοντας από την κατεύθυνση του Πεδίου του Έμοντ προς τις σκηνές, από την κατεύθυνση που είχαν έρθει ο Πέριν και οι άλλοι. Λίγα λεπτά να είχαν καθυστερήσει και σίγουρα θα τους είχαν δει. Ένα κέρας ήχησε και οι άντρες ξεκίνησαν για τις φωτιές των μαγειρείων.

Παραδίπλα υπήρχε ένα μικρότερο στρατόπεδο, με σκηνές βαλμένες όπως-όπως. Κάποιες έγερναν στα σκοινιά τους. Όποιοι κι αν έμεναν εκεί, τώρα οι περισσότεροι έλειπαν. Το μόνο που έδειχνε ότι υπήρχε κάποιος εκεί ήταν κάποια άλογα, που τίναζαν τις ουρές τους για να γλιτώσουν από τις μύγες, δεμένα σε πασσάλους. Δεν ήταν Λευκομανδίτες. Τα Τέκνα του Φωτός παραήταν σχολιαστικά και νοικοκυρεμένα για να βρίσκονται σ' αυτό το στρατόπεδο.

Ανάμεσα στο σύδεντρο και στα δύο στρατόπεδα υπήρχε μια έκταση με χορτάρι και αγριολούλουδα. Το πιθανότερο ήταν ότι οι ντόπιοι αγρότες την είχαν για βοσκή. Τώρα, όμως, όχι. Ήταν ένα αρκετά επίπεδο έδαφος. Αν οι Λευκομανδίτες κάλπαζαν, μπορούσαν να τη διασχίσουν μέσα σε ένα λεπτό.

Ο Άμπελ έδειξε στον Πέριν το μεγάλο στρατόπεδο. «Βλέπεις εκείνη τη σκηνή προς το κέντρο, που έχει ένα σκοπό σε κάθε άκρη; Τη διακρίνεις;» Ο Πέριν ένευσε. Ο ήλιος που είχε χαμηλώσει έριχνε έντονες, λοξές σκιές προς τα ανατολικά, όμως ο Πέριν έβλεπε αρκετά καλά. «Εκεί είναι η Νάτι και τα κορίτσια. Και οι Λούχαν. Τους έχω δει να βγαίνουν και να ξαναμπαίνουν. Ένας-ένας, πάντα με φρουρό, ακόμα και για το αποχωρητήριο».

«Τρεις φορές προσπαθήσαμε να τρυπώσουμε μέσα τη νύχτα», είπε ο Ταμ, «όμως φυλάνε καλά την περίμετρο του στρατοπέδου. Την τελευταία φορά μόλις που προλάβαμε να ξεφύγουμε».

Θα ήταν σαν να προσπαθούσες να βάλεις το χέρι σε μια σφηκοφωλιά χωρίς να σε τσιμπηθείς. Ο Πέριν κάθισε στη ρίζα ενός ψηλού λέδερλιφ με το τόξο στα γόνατα. «Θέλω να το σκεφτώ λιγάκι. Αφέντη αλ'Θόρ, μπορείς να ησυχάσεις τον Γουίλ και τους φίλους του; Δες μη σηκωθεί κανείς και φύγει για το σπίτι του. Να δεις που, αν φύγει κανείς, θα πάει ίσια στο Βόρειο Δρόμο χωρίς να το σκεφτεί και θα έρθουν εδώ εκατό Λευκομανδίτες να ερευνήσουν. Αν σκέφτηκε κανείς να φέρει φαγητό, βάλε τους να φάνε. Αν χρειαστεί να τρέξουμε, ίσως περάσουμε όλη τη νύχτα στη σέλα».

Ξαφνικά κατάλαβε ότι έδινε διαταγές, αλλά όταν προσπάθησε να απολογηθεί, ο Ταμ χαμογέλασε. «Πέριν, πήρες τα ηνία απ' όταν ήμασταν στη φάρμα του Τζιακ. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακολούθησα νεότερο άντρα, που ξέρει τι πρέπει να γίνει», είπε.

«Καλά τα πας, Πέριν», είπε ο Άμπελ, πριν οι δύο άντρες χαθούν στα δέντρα.

Ο Πέριν έξυσε μπερδεμένος τη γενειάδα του. Είχε πάρει τα ηνία; Τώρα που το σκεφτόταν, ούτε ο Ταμ, ούτε ο Άμπελ είχαν πάρει καμιά απόφαση από τότε που είχε φύγει η ομάδα από το αγρόκτημα του Τζιακ, απλώς έκαναν υποδείξεις και άφηναν αυτόν να αποφασίσει. Και από κει και μετά, κανένας δεν τον έλεγε «παλικάρι».

«Ενδιαφέρον», είπε η Βέριν. Είχε βγάλει το βιβλιαράκι της. Ο Πέριν ευχήθηκε να μπορούσε να δει τι είχε γράψει.

«Θα με προειδοποιήσεις πάλι να μη φερθώ ανόητα;» της είπε.

Αντί να απαντήσει, του μίλησε στοχαστικά. «Θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον να δω τι θα κάνεις μετά. Δεν μπορώ να πω ότι μετακινείς τον κόσμο από τα θεμέλιά του, όπως κάνει ο Ραντ αλ'Θόρ, αλλά οι Δύο Ποταμοί κουνιούνται. Αναρωτιέμαι αν έχεις ιδέα πού τους πας».

«Θέλω να ελευθερώσω τους Λούχαν και τους Κώθον», της είπε θυμωμένα. «Αυτό είναι όλο!» Είχε αφήσει τους Τρόλοκ κατά μέρος. Έγειρε πάλι το κεφάλι στον κορμό του λέδερλιφ και έκλεισε τα μάτια. «Απλώς κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Οι Δύο Ποταμοί θα μείνουν εκεί που ήταν πάντα».

«Φυσικά», είπε η Βέριν.

Την άκουσε να απομακρύνεται μαζί με τον Τόμας· τα σανδάλια της και οι μπότες του άφησαν μαλακούς ήχους στο έδαφος, που ήταν γεμάτο με τα περσινά, πεσμένα φύλλα. Άνοιξε τα μάτια. Η Φάιλε κοίταζε εκεί που είχαν χαθεί οι δυο τους και δεν έδειχνε ευχαριστημένη.

«Δεν θα σ' αφήσει ήσυχο», μουρμούρισε. Στο χέρι της κρεμόταν το πλεγμένο στεφάνι από κόκκινα-της-καρδιάς που είχε αφήσει ο Πέριν στη σέλα του.

«Οι Άες Σεντάι δεν σ' αφήνουν ποτέ», της είπε.

Εκείνη στράφηκε σ' αυτόν με έντονο ύφος. «Φαντάζομαι ότι θα προσπαθήσεις να τους βγάλεις απόψε;»

Έπρεπε να γίνει τώρα, επειδή προειδοποιούσε τον κόσμο στην περιοχή και οι άνθρωποι ήξεραν ποιος ήταν. Μπορεί οι Λευκομανδίτες να μην έκαναν κακό στους αιχμαλώτους. Μπορεί. Δεν εμπιστευόταν καθόλου το έλεος των Λευκομανδιτών. Έριξε μια ματιά στον Γκαούλ, ο οποίος ένευσε.

«Ο Ταμ αλ'Θόρ και ο Άμπελ Κώθον κινούνται καλά για υδρόβιοι, αλλά νομίζω ότι οι Λευκομανδίτες εδώ δεν βλέπουν ό,τι κινείται στο σκοτάδι. Νομίζω ότι περιμένουν τους εχθρούς να έρθουν με μεγάλο πλήθος και στα φανερά».

Η Τσιάντ έστρεψε στον Αελίτη τα γκρίζα μάτια της, που έμοιαζαν να γελούν. «Λες ότι εσύ θα αλαφροπατάς σαν τον άνεμο, Σκυλί της Πέτρας; Να δω ένα Σκυλί της Πέτρας να πατά ανάλαφρα και να το θαυμάσω. Όταν η δοραταδελφή μου κι εγώ σώσουμε τους αιχμαλώτους, ίσως γυρίσουμε να μαζέψουμε και σένα, γιατί έτσι που σε πήραν τα χρόνια αποκλείεται να βρεις το δρόμο μόνος σου». Η Μπάιν της άγγιξε το μπράτσο και η Τσιάντ κοίταξε έκπληκτη τη γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά. Ύστερα από λίγο φάνηκε να κοκκινίζει κάτω από την ηλιοψημένη επιδερμίδα της. Και οι δύο γυναίκες γύρισαν το βλέμμα στη Φάιλε, που ακόμα παρακολουθούσε τον Πέριν με το κεφάλι ψηλά και τα χέρια σταυρωμένα.

Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα. Αν της έλεγε ότι δεν ήθελε να έρθει μαζί του, σχεδόν σίγουρα δεν θα έρχονταν ούτε η Μπάιν με την Τσιάντ. Τόνιζαν συνεχώς ότι ήταν με τη Φάιλε, όχι μ' αυτόν. Ίσως να μην ήταν μαζί του ούτε η Φάιλε. Ίσως να μπορούσαν να το κάνουν μόνο οι δυο τους, αυτός και ο Γκαούλ, αλλά δεν ήξερε πώς να την πείσει, αν δεν ήθελε και η ίδια να πειστεί. Τέτοια που ήταν, μάλλον θα τους ακολουθούσε στα κρυφά. «Μείνε κοντά μου», της είπε με σταθερή φωνή. «Θέλω να σώσω τους αιχμαλώτους, όχι να παραδώσω ακόμα έναν».

Εκείνη γέλασε και πήγε δίπλα του, χώνοντας τον ώμο της κάτω από το χέρι του. «Να μείνω κοντά σου, έτσι δεν είναι; Ωραία ιδέα». Του έβαλε στο κεφάλι το στεφάνι από τα κόκκινα λουλούδια και η Μπάιν χαχάνισε.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα ψηλά με αγανάκτηση· έβλεπε τα κοτσάνια να κρέμονται στο μέτωπό του. Σίγουρα έδειχνε σαν χαζός. Το άφησε όμως εκεί.

Ο ήλιος κατηφόριζε αργά, σαν να βούλιαζε σε μέλι. Ο Άμπελ έφερε λίγο ψωμί και τυρί —πάνω από τους μισούς επίδοξους ήρωες δεν είχαν φέρει τίποτα για προσφάι― τα οποία έφαγαν και μετά περίμεναν. Έπεσε η νύχτα, την οποία φώτιζε ένα φεγγάρι που ήταν ήδη ψηλά, ανεμπόδιστο από τα σύννεφα που περνούσαν γοργά. Ο Πέριν περίμενε. Τα φώτα έσβησαν στο στρατόπεδο των Λευκομανδιτών, καθώς και στο Λόφο της Σκοπιάς, αφήνοντας πίσω το λαμπύρισμα των αχνά φωτισμένων παραθύρων στον κατά τα άλλα σκοτεινό λόφο. Τότε ο Πέριν μάζεψε τον Ταμ, τη Φάιλε και τους Αελίτες δίπλα του. Όλα τα πρόσωπα του ήταν πεντακάθαρα. Η Βέριν στεκόταν αρκετά κοντά ώστε να ακούει. Ο Άμπελ και ο Τόμας ήταν με τους άλλους Δυποταμίτες και τους ησύχαζαν.

Ένιωθε παράξενα δίνοντας οδηγίες, έτσι τα είπε απλά. Ο Ταμ θα τους είχε όλους έτοιμους να φύγουν με τ' άλογα, αμέσως μόλις ο Πέριν θα επέστρεφε με τους αιχμαλώτους. Όταν οι Λευκομανδίτες θα ανακάλυπταν τι συνέβαινε θα τους κυνηγούσαν, οπότε χρειάζονταν ένα μέρος για να κρυφτούν. Ο Ταμ ήξερε ένα, μια άδεια αγροικία στην άκρη του Δυτικού Δάσους.

«Αν μπορέσετε, μη σκοτώσετε κανέναν», προειδοποίησε ο Πέριν τους Αελίτες. «Οι Λευκομανδίτες θα γίνουν πυρ και μανία όταν χάσουν τους αιχμαλώτους. Αν χάσουν και άντρες, θα βάλουν φωτιά στον ήλιο». Ο Γκαούλ και οι Κόρες ένευσαν σαν να ανυπομονούσαν να συνεχίσουν. Παράξενος λαός. Ύστερα χάθηκαν στη νύχτα.

«Να προσέχεις», του είπε μαλακά η Βέριν καθώς φορούσε το τόξο χιαστί στην πλάτη του. «Άλλο τα'βίρεν, άλλο αθάνατος».

«Ξέρεις, ο Τόμας θα μπορούσε να βοηθήσει».

«Λες ότι ένας παραπάνω θα άλλαζε κάτι;» είπε αυτή σκεφτικά. «Εκτός αυτού, του έχω άλλες δουλειές».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι και βγήκε από το σύδεντρο, πέφτοντας στους αγκώνες και τα γόνατα, σχεδόν ένα με το χώμα, μόλις πέρασε το θάμνο. Η Φάιλε τον μιμήθηκε δίπλα του. Το χορτάρι και τα αγριολούλουδα ήταν αρκετά ψηλά για να τους κρύβουν. Ο Πέριν χαιρόταν που η Φάιλε δεν έβλεπε το πρόσωπό του. Ήταν τρομοκρατημένος. Όχι για τον εαυτό του, αλλά αν της συνέβαινε τίποτα...

Σαν να ήταν δύο ακόμα σκιές του φεγγαριού που προχωρούσαν, άρχισαν να σέρνονται στην ανοιχτή έκταση. Σταμάτησαν με το σινιάλο του Πέριν δέκα βήματα μακριά από κει που βημάτιζαν πάνω-κάτω οι φρουροί, των οποίων οι μανδύες έλαμπαν στο σεληνόφως, λίγο παραπέρα από την πρώτη σειρά των σκηνών. Δύο βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο σχεδόν μπροστά τους και σταμάτησαν βροντώντας τα πόδια.

«Είναι νύχτα κι όλα πάνε καλά», ανακοίνωσε ο ένας. «Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει από τη Σκιά».

«Είναι νύχτα κι όλα πάνε καλά», αποκρίθηκε ο άλλος. «Το Φως να μας φωτίζει και να μας φυλάει από τη Σκιά».

Έκαναν επιτόπια στροφή και συνέχισαν να προχωράνε, χωρίς να κοιτάνε ούτε δεξιά, ούτε αριστερά.

Ο Πέριν τους άφησε να κάνουν καμιά δεκαριά βήματα ο καθένας και μετά άγγιξε τη Φάιλε στον ώμο και σηκώθηκε, σχεδόν χωρίς ν' ανασαίνει. Δεν άκουγε ούτε και τη δική της ανάσα. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, έτρεξαν ανάμεσά στις σκηνές και έσκυψαν πάλι όταν πέρασαν την πρώτη. Μέσα υπήρχαν άντρες που ροχάλιζαν ή μουρμούριζαν στον ύπνο τους. Με εξαίρεση αυτούς, το στρατόπεδο ήταν ήσυχο. Τα βαριά βήματα των φρουρών ακούγονταν καθαρά. Η μυρωδιά των σβησμένων εστιών στα μαγειρεία πλανιόταν στον αέρα, μαζί με τις οσμές από το μουσαμά, τα άλογα και τους ανθρώπους.

Έκανε σιωπηλά νόημα στη Φάιλε να τον ακολουθήσει. Στο σκοτάδι, τα σχοινιά των σκηνών ήταν παγίδες για ανυποψίαστα πόδια. Γι' αυτόν, όμως, φαινόταν ολοκάθαρα, που προχωρούσε ανάμεσά τους.

Είχε χαράξει στο νου του την τοποθεσία όπου βρισκόταν η σκηνή των αιχμαλώτων και την πλησίαζε επιφυλακτικά. Κοντά στο κέντρο του στρατοπέδου. Ήταν μακρύς ο δρόμος ως εκεί και μακρύς ο δρόμος της επιστροφής.

Όταν άκουσε ξύσιμο από μπότες στο χώμα και το γρύλισμα της Φάιλε, γύρισε και τότε τον έριξε κάτω μια μεγάλη μορφή με λευκό μανδύα, που χίμηξε πάνω του ― ένας άντρας ογκώδης σαν τον αφέντη Λούχαν. Σιδερένια δάχτυλα του έσφιξαν το λαιμό, καθώς οι δυο τους κυλιόνταν κάτω. Ο Πέριν άρπαξε με το ένα χέρι το σαγόνι του άλλου και του πίεσε το κεφάλι προς τα πίσω, προσπαθώντας να τον διώξει από πάνω του. Προσπάθησε να ανοίξει τη λαβή του άλλου και ύστερα τον γρονθοκόπησε στα πλευρά, κάτι που προκάλεσε μερικά μουγκρητά. Το αίμα πάλλονταν στα αφτιά του· η εικόνα του κόσμου στένεψε, σκοτεινιά απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε να πιάσει το τσεκούρι, όμως τα δάχτυλά του είχαν μουδιάσει.

Ξαφνικά ο άλλος τινάχτηκε και σωριάστηκε πάνω του. Ο Πέριν έσπρωξε το νωθρό όγκο και πήρε βαθιές ανάσες στο γλυκό, νυχτερινό αέρα.

Η Φάιλε πέταξε δίπλα ένα κούτσουρο για τη φωτιά και έτριψε το κεφάλι της στο πλάι. «Αφού με έριξε κάτω, φαντάστηκε ότι είχε ξεμπερδέψει», ψιθύρισε.

«Μπορεί να ήταν ανόητος», απάντησε ο Πέριν ψιθυριστά κι αυτός, «αλλά ήταν δυνατός». Για αρκετές μέρες ακόμα θα ένιωθε εκείνα τα δάχτυλα στο λαιμό του. «Είσαι καλά;»

«Φυσικά. Δεν είμαι από πορσελάνη».

Όπως είχε αποδείξει, δεν ήταν.

Τράβηξε βιαστικά τον αναίσθητο άντρα πλάι σε μια σκηνή, όπου έλπιζε ότι θα αργούσαν να τον βρουν, του έβγαλε το λευκό μανδύα και του έδεσε τα χέρια και τα πόδια με κάτι περισσευούμενες χορδές τόξου. Βρήκε ένα μαντίλι στην τσέπη του άλλου, που χρησίμευσε για φίμωτρο. Δεν ήταν καθαρό, αλλά ήταν εκείνου το σφάλμα. Ο Πέριν τράβηξε το τόξο πάνω από το κεφάλι του και φόρεσε το μανδύα. Αν τους έβλεπε κανείς, μπορεί να τους περνούσε για Λευκομανδίτες. Ο μανδύας είχε ένα χρυσό κόμπο κάτω από τον ήλιο με τις ακτίνες, που έδειχνε το βαθμό. Αξιωματικός. Ακόμα καλύτερα.

Τώρα προχώρησε απροκάλυπτα και γρήγορα ανάμεσα στις σκηνές. Παρ' όλο που είχε κρύψει τον άλλο, μπορεί να τον έβρισκαν ανά πάσα στιγμή και να σήμαιναν συναγερμό. Η Φάιλε προχωρούσε επιφυλακτικά δίπλα του, σαν σκιά, κοιτώντας το στρατόπεδο για ίχνη ζωής με άγρυπνο βλέμμα, όπως και ο Πέριν. Το φεγγάρι έριχνε πυκνές σκιές στα σημεία ανάμεσα στις σκηνές, τόσο που δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα ούτε τα δικά του μάτια.

Καθώς πλησίαζαν τη σκηνή των αιχμαλώτων, έκοψε ταχύτητα για να μην ξεσηκώσει τους φρουρούς· ένας άντρας με λευκό μανδύα στεκόταν σ' αυτό το άκρο της σκηνής και η λαμπερή αιχμή μιας άλλης λόγχης υψωνόταν στην αντίθετη άκρη, πάνω από τη στέγη της σκηνής.

Ξαφνικά η αιχμή εκείνη εξαφανίστηκε. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Απλώς έπεσε.

Ύστερα από μια στιγμή, δύο κομμάτια σκοτάδι έγιναν Αελίτες με πέπλα, από τους οποίους κανείς δεν ήταν αρκετά ψηλός για να είναι ο Γκαούλ. Πριν προλάβει ο φρουρός να σαλέψει, η μια μορφή πήδηξε στον αέρα και τον κλώτσησε στο πρόσωπο. Αυτός έπεσε στα γόνατα και τότε η άλλη Κόρη στριφογύρισε και τον κλώτσησε κι αυτή. Ο φρουρός έπεσε πλαδαρά στο έδαφος. Οι Κόρες κοίταξαν ολόγυρα μισοσκυμμένες, με τα δόρατα έτοιμα, για να δουν αν είχε σηκωθεί κανείς.

Βλέποντας τον Πέριν με το λευκό μανδύα, λίγο έλειψε να του ορμήσουν, μέχρι που είδαν τη Φάιλε. Η μια κούνησε το κεφάλι και ψιθύρισε στην άλλη, που φάνηκε να γελά σιωπηλά.

Ο Πέριν σκέφτηκε ότι δεν θα έπρεπε να είναι δυσαρεστημένος, εφόσον η Φάιλε πρώτα τον είχε σώσει από το στραγγαλισμό και τώρα τον έσωνε από ένα δόρυ στο συκώτι. Για υποτιθέμενος αρχηγός αποστολής διάσωσης, έδινε μια αρκετά καλή παράσταση μέχρι στιγμής.

Παραμέρισε την πόρτα της σκηνής και έχωσε το κεφάλι μέσα, που ήταν πιο σκοτεινά απ' έξω. Ο αφέντης Λούχαν κοιμόταν έτσι που να κλείνει την είσοδο της σκηνής, ενώ οι γυναίκες κοιμόνταν κουλουριασμένες μαζί στο βάθος. Ο Πέριν έκλεισε με το χέρι το στόμα του Λούχαν κι όταν ο άλλος άνοιξε τα μάτια, του έκανε νόημα να μη μιλήσει. «Ξύπνα τες», είπε ο Πέριν χαμηλόφωνα. «Ήσυχα. Θα σας βγάλουμε από δω». Τα μάτια του αφέντη Λούχαν άστραψαν, δείχνοντας ότι είχε καταλάβει, κι ύστερα ένευσε.

Ο Πέριν βγήκε από τη σκηνή και πήρε το μανδύα από τον πεσμένο φρουρό. Ο άνθρωπος ανάσαινε ακόμα —τραχιά, ενώ η ανάσα του έβγαινε γουργουρίζοντας μέσα από τη σπασμένη μύτη του― αλλά δεν ξύπνησε όταν ο Πέριν τον τράνταξε. Τώρα έπρεπε να κάνουν γρήγορα. Ο Γκαούλ ήταν εκεί, με το μανδύα από τον άλλο φρουρό. Οι τρεις Αελίτες κοίταζαν προσεκτικά τις άλλες σκηνές. Η Φάιλε σχεδόν χοροπηδούσε από την ανυπομονησία.

Όταν ο αφέντης Λούχαν έφερε έξω τη σύζυγό του και τις άλλες γυναίκες, που κοίταζαν νευρικά μέσα στο φεγγαρόφωτο, ο Πέριν φόρεσε βιαστικά το μανδύα στο σιδερά. Δεν του ταίριαζε καθόλου —ο Χάραλ Λούχαν έμοιαζε να είναι φτιαγμένος από κορμούς δέντρων― αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ο άλλος μανδύας ήταν για την Άλσμπετ Λούχαν. Δεν έφτανε τον όγκο του άντρα της, αλλά ήταν μεγαλόσωμη σαν άντρας. Στην αρχή το στρογγυλό πρόσωπό της έδειξε έκπληξη, ύστερα όμως ένευσε· πήρε το κωνικό κράνος του πεσμένου φρουρού από το κεφάλι του και το φόρεσε η ίδια, πιέζοντας το ώστε να χωρέσει η χοντρή πλεξούδα της. Έδεσαν και φίμωσαν τους δύο σκοπούς με λωρίδες από κουβέρτες και τους άφησαν μέσα στη σκηνή.

Ήταν αδύνατο να ξαναβγούν από κει που είχαν μπει, ο Πέριν το ήξερε από την αρχή· ακόμα κι αν ο αφέντης και η κυρά Λούχαν μπορούσαν να κινηθούν αθόρυβα —κάτι για το οποίο αμφέβαλλε― η Μποντ και η Έλντριν ήταν σφιχταγκαλιασμένες και κοκαλωμένες από την κατάπληξη και δεν πίστευαν ότι είχαν έρθει να τις σώσουν. Μόνο τα χαμηλά μουρμουρητά της μητέρας τους τις εμπόδιζαν να βάλουν τα κλάματα από την ανακούφιση. Ο Πέριν το είχε προσχεδιάσει έτσι. Χρειάζονταν άλογα, τόσο για μια γρήγορη έξοδο από το στρατόπεδο, όσο και για τη μεταφορά τους έπειτα. Άλογα υπήρχαν στους πασσάλους.

Οι Αελίτες προχώρησαν σαν φαντάσματα μπροστά κι αυτός ακολούθησε με τη Φάιλε και τους Κώθον από πίσω, με τον Χάραλ και την Άλσμπετ τελευταίους. Αν κάποιος έριχνε μια τυχαία ματιά, θα έμοιαζαν σαν τρεις Λευκομανδίτες που συνόδευαν τέσσερις γυναίκες.

Τα άλογα που ήταν δεμένα στους πασσάλους φυλάσσονταν, όμως μόνο από την πλευρά που ήταν μακριά από τις σκηνές. Στο κάτω-κάτω, γιατί να τα φυλάς από τους αναβάτες τους; Αυτό διευκόλυνε τη δουλειά του Πέριν. Απλώς πλησίασαν τη σειρά των αλόγων που ήταν κοντύτερα στις σκηνές, δεμένα μόνο από τα γκέμια, και έλυσαν από ένα ο καθένας, εκτός από τους Αελίτες. Το πιο δύσκολο ήταν να ανεβάσουν την κυρά Λούχαν στη γυμνή ράχη του αλόγου της· χρειάστηκε να προσπαθήσουν μαζί ο Πέριν και ο αφέντης Λούχαν, ενώ αυτή συνεχώς κατέβαζε τις φούστες για να κρύψει τα γόνατά της. Η Νάτι και τα κορίτσια της ανέβηκαν με ευκολία, όπως φυσικά και η Φάιλε. Οι σκοποί που υποτίθεται ότι φυλούσαν τα άλογα συνέχισαν τη μετρημένη διαδρομή τους, λέγοντας ο ένας στον άλλο ότι ήταν νύχτα κι όλα πήγαιναν καλά.

«Όταν σας πω», άρχισε να λέει ο Πέριν, όταν κάποιος στο στρατόπεδο έβγαλε μια φωνή και ύστερα άλλη μία, δυνατότερα· ένα κέρας ήχησε και άντρες που φώναζαν ξεχύθηκαν από τις σκηνές. Δεν είχε σημασία αν είχαν βρει τον αναίσθητο Λευκομανδίτη που του είχε επιτεθεί, ή την άδεια από αιχμαλώτους σκηνή. «Ακολουθήστε με!» κραύγασε ο Πέριν, χτυπώντας με τις φτέρνες το σκούρο μουνούχι που είχε διαλέξει. «Εμπρός!»

Κάλπαζαν χωρίς σειρά και τάξη, αλλά ο Πέριν προσπάθησε να έχει το νου του σε όλους. Ο αφέντης Λούχαν ήταν σχεδόν εξίσου κακός αναβάτης με τη γυναίκα του, αναπηδώντας και οι δυο καθώς τα άλογα έτρεχαν. Κάποια, η Μποντ ή η Έλντριν, τσίριζε μ' όλη της τη δύναμη, είτε από ενθουσιασμό, είτε από τρόμο. Οι φρουροί, ευτυχώς, δεν περίμεναν να τους παρουσιαστεί πρόβλημα από το εσωτερικό του στρατοπέδου. Ένας άντρας με λευκό μανδύα κοίταζε στο σκοτάδι και γύρισε την τελευταία στιγμή, ίσα για να βουτήξει έξω από το δρόμο των αλόγων, που εφορμούσαν με μια τσιρίδα ψιλή, σχεδόν σαν της μικρής των Κώθον. Πίσω τους ήχησαν κι άλλα κέρατα, ενώ φωνές που έμοιαζαν δίχως αμφιβολία με διαταγές γέμισαν τη νύχτα, πολύ πριν φτάσουν στο σύδεντρο. Όχι ότι τώρα θα τους πρόσφερε σπουδαία κάλυψη.

Ο Ταμ τους είχε ανεβάσει όλους στα άλογα, όπως είχε ζητήσει ο Πέριν. Από το μουνούχι, ο Πέριν πήδηξε αμέσως στον Γοργοπόδη. Η Βέριν και ο Τόμας ήταν οι μόνοι που δεν κλυδωνίζονταν στα άλογά τους· τα δικά τους ήταν τα μόνα που δεν χοροπηδούσαν από τη νευρικότητα των αναβατών τους. Ο Άμπελ προσπαθούσε να αγκαλιάσει μαζί τη γυναίκα και τις κόρες του, καθώς η οικογένεια όλη γελούσε και έκλαιγε. Ο αφέντης Λούχαν προσπαθούσε να σφίξει τα χέρια όσων έφτανε. Όλοι, εκτός από τους Αελίτες, τη Βέριν και τον Πρόμαχό της, έμοιαζαν να δίνουν συγχαρητήρια σε όλους, σαν να είχε τελειώσει η δουλειά.

«Μα, Πέριν, στ' αλήθεια εσύ είσαι!» αναφώνησε η κυρά Λούχαν. Το στρογγυλό της πρόσωπο φαινόταν παράξενο κάτω από το κράνος, το οποίο ήταν βαλμένο στραβά, εξαιτίας της πλεξούδας της. «Τι είναι αυτό το πράγμα στο πρόσωπό σου, νεαρέ μου; Σε ευγνωμονώ με όλη την καρδιά μου, αλλά δεν θέλω να έρθεις στο τραπέζι μου μοιάζοντας με —»

«Δεν έχουμε ώρα για τέτοια», της είπε, χωρίς να δώσει σημασία στην κατάπληξη που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Δεν ήταν μια γυναίκα που τη διέκοπταν συχνά, όμως τα κέρατα των Λευκομανδιτών τώρα σήμαιναν όχι συναγερμό, αλλά κάτι άλλο· ήταν ένας σύντομος, επαναλαμβανόμενος ήχος, κοφτός και επίμονος. Κάποια διαταγή. «Ταμ, Άμπελ, πάρτε τον αφέντη Λούχαν και τις γυναίκες σε εκείνη την κρυψώνα που ξέρετε. Γκαούλ, πήγαινε μαζί τους. Κι εσύ, Φάιλε». Άρα μαζί και η Μπάιν με την Τσιάντ. «Και ο Χιου με τον Χάιμ». Μάλλον ήταν αρκετοί ώστε να υπάρχει ασφάλεια. «Να πηγαίνετε ήσυχα. Η σιωπή είναι καλύτερη από την ταχύτητα, για ακόμα λίγο. Αλλά φύγετε τώρα».

Αυτοί τους οποίους ανέφερε ξεκίνησαν προς τα δυτικά δίχως αντιλογίες, αν και η κυρά Λούχαν, που κρατούσε το άλογό της από τη χαίτη και με τα δύο χέρια, τον κοίταξε παράξενα. Αυτό που τον ξάφνιαζε, όμως, ήταν ότι η Φάιλε δεν του είχε φέρει την παραμικρή αντίρρηση κι έτσι άργησε λιγάκι να συνειδητοποιήσει ότι είχε αποκαλέσει τον αφέντη αλ'Θόρ και τον αφέντη Κώθον με το μικρό τους όνομα.

Η Βέριν με τον Τόμας είχαν μείνει πίσω. Ο Πέριν κοίταξε την Άες Σεντάι έντονα. «Υπάρχει καμιά πιθανότητα να μας βοηθήσεις, μήπως;»

«Όχι με τον τρόπο που εννοείς, ίσως», απάντησε αυτή γαλήνια, λες και το στρατόπεδο των Λευκομανδιτών δεν ήταν ξεσηκωμένο ένα μίλι πιο πέρα. «Οι λόγοι μου δεν είναι διαφορετικοί από αυτούς που σου είπα χθες. Αλλά πιστεύω ότι ίσως βρέξει σε... ας πούμε... μισή ώρα. Μπορεί και λιγότερο. Περιμένω ότι θα είναι μια αρκετά δυνατή βροχή».

Μισή ώρα. Ο Πέριν μούγκρισε και στράφηκε στα παλικάρια των Δύο Ποταμών που είχαν απομείνει. Σχεδόν έτρεμαν από την επιθυμία να το βάλουν στα πόδια και κρατούσαν τα τόξα με ασπρισμένα δάχτυλα από το σφίξιμο. Έλπισε να είχαν θυμηθεί να φέρουν εφεδρικές χορδές τουλάχιστον, μιας και θα έβρεχε. «Εμείς», τους είπε, «θα τραβήξουμε τους Λευκομανδίτες αλλού, ώστε η κυρά Κώθον, η κυρά Λούχαν και οι υπόλοιποι να διαφύγουν με ασφάλεια. Θα τους παρασύρουμε νότια, προς το Βόρειο Δρόμο, μέχρι να μας χάσουν στη βροχή. Αν θέλει κανείς να φύγει, ας το κάνει τώρα». Μερικά χέρια κουνήθηκαν στα χαλινάρια, όμως όλοι κάθισαν στις σέλες κοιτάζοντάς τον. «Εντάξει, λοιπόν. Να φωνάζετε σαν να τρελαθήκατε, για να μας ακούσουν. Να φωνάζετε μέχρι να φτάσουμε στο δρόμο».

Μουγκρίζοντας, γύρισε τον Γοργοπόδη και ξεκίνησε με καλπασμό προς το δρόμο. Στην αρχή δεν ήταν σίγουρος αν θα τον ακολουθούσαν, όμως τα άγρια ουρλιαχτά τους έπνιξαν το βρυχηθμό του και τις βροντές των οπλών. Αν δεν το άκουγαν αυτό οι Λευκομανδίτες, σίγουρα θα ήταν κουφοί.

Δεν σταμάτησαν όλοι να ουρλιάζουν όταν έφτασαν στο σκληρό, πατημένο χώμα του Βόρειου Δρόμου, εκεί που έστριψαν προς το νότο τρέχοντας μανιασμένα μέσα στη νύχτα. Μερικοί γελούσαν και αλάλαζαν. Ο Πέριν έβγαλε το λευκό μανδύα και τον άφησε να πέσει κάτω. Τα κέρατα ήχησαν πάλι, τώρα κάπως πιο αμυδρά.

«Πέριν», φώναξε ο Γουίλ γέρνοντας στο σβέρκο του αλόγου του, «τι κάνουμε τώρα; Τι θα κάνουμε μετά;»

«Θα κυνηγήσουμε Τρόλοκ!» φώναξε ο Πέριν πάνω από τον ώμο του. Έτσι όπως πολλαπλασιάστηκαν τα γέλια, δεν του φάνηκε να τον πιστεύουν. Όμως ένιωθε το βλέμμα της Βέριν να του τρυπά την πλάτη. Η Βέριν ήξερε. Μια βροντή στο νυχτερινό ουρανό μιμήθηκε τις οπλές των αλόγων.

Загрузка...