27 Μέσα Στις Οδούς

Το σκοτάδι των Οδών στρίμωχνε το φως που ξεχυνόταν από το φανάρι του Πέριν, αφήνοντας μονάχα μια λιμνούλα με σαφή όρια γύρω από τον ίδιο και τον Γκαούλ. Οι τριγμοί της σέλας του και οι ξεροί κρότοι των οπλών στην πέτρα δεν έμοιαζαν να περνούν πέρα από το χείλος του φωτός. Δεν υπήρχε η παραμικρή οσμή στον αέρα· τίποτα. Ο Αελίτης προχωρούσε με άνεση δίπλα στον Γοργοπόδη και δεν έχανε από τα μάτια του την αμυδρή λάμψη των φαναριών της ομάδας του Λόιαλ μπροστά τους. Ο Πέριν αρνιόταν να τη λέει ομάδα της Φάιλε. Ο Γκαούλ δεν έδειχνε να ενοχλείται από τις Οδούς, παρά τη φήμη τους. Ο Πέριν έστηνε συνεχώς αφτί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, όπως έκανε σχεδόν δύο μέρες τώρα ― ό,τι κι αν σήμαινε η λέξη «μέρα» σε ένα μέρος δίχως φως όπως αυτό. Τα αφτιά του ήταν τα πρώτα που θα έπιαναν τον ήχο που θα σήμαινε το θάνατο τους, ή κάτι χειρότερο, τον ήχο του ανέμου που σηκωνόταν εκεί που ποτέ δεν φυσούσε άνεμος. Δεν ήταν άνεμος αλλά το Μάτσιν Σιν, ο Μαύρος Άνεμος, που έτρωγε ψυχές. Κατά τη γνώμη του, το να ταξιδεύεις στις Οδούς ήταν αμυαλιά και μωρία, όμως όταν καλούσε η ανάγκη, τότε και αυτό που ήταν βλακώδες άλλαζε.

Το αχνό φως μπροστά σταμάτησε να κινείται κι ο Πέριν τράβηξε τα γκέμια στη μέση μιας αρχαίας κατασκευής που έμοιαζε με πέτρινη γέφυρα, η οποία κύρτωνε πάνω από το απόλυτο σκοτάδι· ήταν αρχαία επειδή αυτό έδειχναν τα ραγίσματα στα πλαϊνά της γέφυρας, οι λακκουβίτσες και οι ρηχοί, ανώμαλοι κρατήρες που γέμιζαν το οδόστρωμα. Πιθανότατα έστεκε εκεί περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια, όμως τώρα έμοιαζε έτοιμη να πέσει. Ίσως κι αυτή τη στιγμή.

Το άλογο φόρτου κόλλησε στον Γοργοπόδη: τα ζώα χλιμίντρισαν και κοίταξαν ανήσυχα το σκοτάδι που τα κύκλωνε. Ο Πέριν ήξερε πώς ένιωθαν. Αν ήταν μερικοί άνθρωποι ακόμα στην παρέα, θα αλάφρωνε το βάρος αυτής της ατέλειωτης νύχτας. Πάντως, ο ίδιος δεν θα πλησίαζε άλλο τα φανάρια εκεί μπροστά, ακόμα κι αν ήταν μόνος του. Δεν θα ριψοκινδύνευε να επαναλάβει αυτό που είχε συμβεί στο πρώτο Νησί, λίγο αφότου είχαν μπει στην Πύλη του Δακρύου. Έξυσε ενοχλημένος το σγουρό γένι του. Δεν ήξερε τι περίμενε, αλλά...

Τα φανάρια ταλαντεύονταν στα κοντάρια όταν κατέβηκε από τη σέλα και οδήγησε τον Γοργοπόδη και το άλογο φόρτου στον Οδηγό, μια ψηλή στήλη από λευκή πέτρα, την οποία σκέπαζαν ολόκληρη ελικοειδή, ασημένια χαράγματα που θύμιζαν αόριστα κληματσίδες και φύλλα, φαγωμένα σαν να τα είχε πιτσιλίσει οξύ. Φυσικά δεν μπορούσε να τα διαβάσει —θα τα διάβαζε ο Λόιαλ· ήταν Ογκιρανή γραφή― και ύστερα από λίγο έκανε ένα γύρο, εξετάζοντας το Νησί. Ήταν ίδιο με τα άλλα που είχε δει, με ένα τείχος από λευκή πέτρα που έφτανε ως το στήθος του, με απλές καμπύλες και στροφές, που δημιουργούσαν ένα πολύπλοκο σχήμα. Κατά διαστήματα, γέφυρες τρυπούσαν τα τείχη και κύρτωναν στο σκοτάδι, ενώ ράμπες δίχως κιγκλίδωμα ανηφόριζαν και κατηφόριζαν χωρίς κανένα υποστήριγμα, απ' όσο μπορούσε να διακρίνει. Παντού υπήρχαν ραγίσματα, τραχιές, μικρές λακκούβες και ρηχοί κρατήρες, λες και σάπιζε η πέτρα. Όταν τα άλογα προχωρούσαν, ακουγόταν ένα τρίξιμο από την πέτρα που τριβόταν κάτω από τις οπλές τους. Ο Γκαούλ κοίταζε στο σκοτάδι χωρίς να δείχνει καθόλου νευρικότητα, όμως δεν ήξερε τι μπορεί να υπήρχε εκεί έξω. Ο Πέριν ήξερε πολύ καλά.

Όταν έφτασαν ο Λόιαλ και οι άλλοι, η Φάιλε αμέσως πήδηξε από τη μαύρη φοράδα της και πήγε ίσια στον Πέριν, με το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπό του. Αυτός ήδη είχε μετανιώσει που την είχε βάλει σε αγωνία, αλλά τώρα η Φάιλε δεν φαινόταν καθόλου ανήσυχη. Δεν μπορούσε να περιγράψει την έκφρασή της σαν κάτι άλλο εκτός από αποφασισμένη.

«Αποφάσισες να μου μιλήσεις, αντί να τα λες αλλού για —;»

Τον χαστούκισε μ' όλη της τη δύναμη και ο Πέριν είδε φωτεινές κουκκίδες να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. «Τι νομίζεις ότι κάνεις», του είπε, έφτυσε σχεδόν, «και χιμάς έτσι, σαν αγριογούρουνο; Δεν σε νοιάζει τίποτα. Τίποτα!»

Αυτός ανάσανε αργά, βαθιά. «Σον ζήτησα κι άλλοτε να μην το κάνεις αυτό». Τα μαύρα, λοξά μάτια της πλάτυναν, σαν να είχε πει κάτι εξοργιστικό. Ο Πέριν έτριβε το μάγουλό του όταν τον πέτυχε το δεύτερο χαστούκι στην άλλη μεριά του, σχεδόν ξεκολλώντας τον το σαγόνι. Οι Αελίτες παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και ο Λόιαλ με τα αφτιά κρεμασμένα.

«Σου ζήτησα να μην το κάνεις αυτό», μούγκρισε. Η γροθιά της δεν ήταν πολύ μεγάλη, όμως το ξαφνικό χτύπημα χαμηλά στα πλευρά του Πέριν του έκοψε την ανάσα και τον έκανε να διπλωθεί στο πλάι· αυτή ετοίμασε ξανά τη γροθιά της. Ο Πέριν γρύλισε, την άρπαξε από το σβέρκο και...

Ε, δικό της ήταν το σφάλμα. Έτσι ήταν. Της είχε ζητήσει να μην τον χτυπά, της το είχε πει. Δικό της το σφάλμα. Ξαφνιάστηκε, όμως, που η Φάιλε δεν είχε δοκιμάσει να βγάλει κάποιο μαχαίρι· ήξερε ότι ήταν γεμάτη μαχαίρια, σαν τον Ματ.

Η Φάιλε είχε γίνει έξω φρενών, φυσικά. Έξω φρενών με τον Λόιαλ, που είχε προσπαθήσει να παρέμβει· μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Έξω φρενών με την Μπάιν και την Τσιάντ, που δεν είχαν παρέμβει· είχε σαστίσει ακούγοντάς τες, όταν της είχαν πει ότι νόμιζαν πως δεν θα ήθελε την παρέμβασή τους σε έναν καβγά που είχε αρχίσει η ίδια. Όταν επιλέγεις τη μάχη, είχε πει η Μπάιν, επιλέγεις και τις συνέπειες, είτε κερδίσεις, είτε χάσεις. Αλλά δεν φαινόταν πια θυμωμένη μαζί του ούτε στο ελάχιστο. Αυτό του προκαλούσε νευρικότητα. Απλώς τον κοίταζε, με τα μαύρα μάτια της να γυαλίζουν από δάκρυα που δεν είχαν χυθεί, κάτι που τον έκανε να νιώσει ένοχος και αμέσως μετά να θυμώσει. Γιατί να νιώθει ένοχος; Μήπως έπρεπε να την αφήσει να τον χτυπάει όσο τραβούσε η καρδιά της; Η Φάιλε είχε καβαλήσει τη Σουώλοου και είχε καθίσει στη σέλα με την πλάτη αλύγιστη, χωρίς καν να προσπαθεί να κάτσει λίγο πιο αναπαυτικά, κοιτάζοντάς τον με μια δυσνόητη έκφραση. Αυτό του προκαλούσε νευρικότητα. Ευχόταν σχεδόν να είχε βγάλει το μαχαίρι της. Σχεδόν.

«Προχωρούν πάλι», είπε ο Γκαούλ.

Ο Πέριν ξαναβρέθηκε απότομα στο παρόν. Το άλλο φως προχωρούσε. Και ύστερα σταμάτησε. Κάποιος είχε προσέξει ότι το φως του δεν τους ακολουθούσε ακόμα. Μάλλον ο Λόιαλ. Τη Φάιλε ίσως να μην την ένοιαζε αν ο Πέριν χανόταν, αν και οι Αελίτισσες δυο φορές είχαν προσπαθήσει να τον πείσουν να περπατήσει λίγο μαζί τους. Ο Πέριν δεν είχε ανάγκη να δει το ανάλαφρο κούνημα του κεφαλιού του Γκαούλ για να αρνηθεί. Κέντρισε τον Γοργοπόδη να προχωρήσει, οδηγώντας το φορτωμένο άλογο.

Ο Οδηγός εδώ ήταν από τους πιο φαγωμένους που είχε δει, όμως τον προσπέρασε μόνο με μια ματιά. Το φως των άλλων φαναριών ήδη ακολουθούσε μια ελαφρώς κατηφορική ράμπα και ο Πέριν το ακολούθησε αναστενάζοντας. Μισούσε τις ράμπες. Με μοναδική συνοδεία το σκοτάδι δίπλα της, η ράμπα που ακολουθούσε καμπύλωσε, χαμήλωσε, έστριψε και ο Πέριν δεν διέκρινε τίποτα, εκτός από το αχνό φως του φαναριού που λικνιζόταν πάνω από το κεφάλι του. Κάτι του έλεγε ότι μια πτώση από το χείλος της δεν θα είχε τέλος. Ο Γοργοπόδης και το φορτωμένο άλογο προχωρούσαν στη μέση της ράμπας δίχως κάποια δική του προτροπή, ενώ ακόμα και ο Γκαούλ απέφευγε την άκρη. Το χειρότερο ήταν ότι η ράμπα έφτασε σε άλλο ένα Νησί· δεν μπορούσε να αποφύγει την υποψία ότι αυτό εδώ βρισκόταν ακριβώς πάνω από το άλλο, από το οποίο είχαν μόλις φύγει. Χάρηκε όταν είδε τον Γκαούλ να κοιτάζει ψηλά, χάρηκε επειδή δεν ήταν ο μόνος που αναρωτιόταν τι στήριζε τα Νησιά και αν άντεχε ακόμα.

Τα φανάρια του Λόιαλ και της Φάιλε είχαν σταματήσει για άλλη μια φορά πλάι στον Οδηγό κι έτσι ο Πέριν τράβηξε πάλι τα χαλινάρια, έχοντας μόλις κατέβει από τη ράμπα. Αυτή τη φορά, όμως, οι άλλοι δεν προχώρησαν. Έπειτα από μερικές στιγμές, ακούστηκε η φωνή της Φάιλε. «Πέριν», τον κάλεσε.

Αντάλλαξε ματιές με τον Γκαούλ και ο Αελίτης σήκωσε τους ώμους. Η Φάιλε είχε να μιλήσει στον Πέριν από...

«Πέριν, για έλα εδώ». Ο τόνος δεν ήταν ακριβώς αυταρχικός, αλλά ούτε και τον παρακαλούσε.

Η Μπάιν και η Τσιάντ κάθονταν ανακούρκουδα πλάι στον Οδηγό και ο Λόιαλ με τη Φάιλε είχαν βάλει κοντά τα άλογά τους, με τα φανάρια έτοιμα. Ο Ογκιρανός κρατούσε το σκοινί που οδηγούσε όλα τα ζώα· οι τούφες των αφτιών του σπαρτάρισαν, καθώς κοίταζε μια τη Φάιλε και μια τον Πέριν. Εκείνη, αντιθέτως, έμοιαζε απορροφημένη στο να σιάζει τα γάντια ιππασίας της, που ήταν από μαλακό, πράσινο δέρμα, με χρυσά γεράκια κεντημένα στη ράχη. Είχε αλλάξει και την ενδυμασία της. Η καινούρια ήταν ραμμένη με τον ίδιο τρόπο, με ψηλό γιακά και στενή, σχιστή φούστα, όμως ήταν από σκούρο πράσινο μετάξι και με κάποιον τρόπο έμοιαζε να τονίζει τον κόρφο της. Ο Πέριν δεν είχε ξαναδεί αυτά τα ρούχα.

«Τι θέλεις;» τη ρώτησε επιφυλακτικά.

Εκείνη σήκωσε το βλέμμα λες και είχε ξαφνιαστεί που τον είδε, έγειρε το κεφάλι σκεφτική και μετά χαμογέλασε, σαν να είχε ανακαλύψει μόλις τώρα αυτό που πήγαινε να πει. «Α, ναι, ήθελα να δω αν μπορείς να μάθεις να έρχεσαι όταν σε φωνάζω». Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ· σίγουρα επειδή είχε ακούσει τα δόντια του να τρίζουν. Ο Πέριν έξυσε τη μύτη του· σ' αυτό το μέρος υπήρχε μια αμυδρή, ξινή μυρωδιά.

Ο Γκαούλ χασκογέλασε. «Σαν να προσπαθείς να καταλάβεις τον ήλιο, Πέριν. Απλώς υπάρχει, δεν χρειάζεται να τον καταλάβεις. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν, όμως απαιτεί ένα τίμημα. Το ίδιο είναι και με τις γυναίκες».

Η Μπάιν έγειρε για να ψιθυρίσει κάτι στο αφτί της Τσιάντ και μετά γέλασαν μαζί. Από τον τρόπο που κοίταζαν τον ίδιο και τον Γκαούλ, ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι δεν θα του άρεσε αυτό που είχαν βρει τόσο αστείο.

«Δεν είναι καθόλου έτσι», μπουμπούνισε ο Λόιαλ, με τα αφτιά του να κουνιούνται ταραγμένα. Έριξε μια ματιά όλο κατηγόρια στη Φάιλε, κάτι που δεν την πτόησε καθόλου· του χαμογέλασε αόριστα και καταπιάστηκε πάλι με τα γάντια της, ταιριάζοντας πάλι σωστά το κάθε δάχτυλο. «Λυπάμαι, Πέριν. Επέμεινε να σε καλέσει αυτή. Να ο λόγος. Είμαστε εδώ». Έδειξε τη βάση του Οδηγού, απ' όπου ξεκινούσε μια φαρδιά, λευκή δίοδος γεμάτη με λακκούβες, όχι προς μια άλλη γέφυρα ή μια ράμπα, αλλά προς το σκοτάδι. «Η Πύλη του Μανέθερεν, Πέριν».

Ο Πέριν ένευσε, χωρίς να μιλήσει. Δεν θα πρότεινε να ακολουθήσουν τη γραμμή, γιατί η Φάιλε θα τον κατηγορούσε ότι ήθελε να έχει το πάνω χέρι. Έτριψε πάλι αφηρημένα τη μύτη του· ήταν ενοχλητική εκείνη η σχεδόν ανεπαίσθητη οσμή σαπίλας. Δεν θα της πρόσφερε καμία συμβουλή, όσο συνετή κι αν ήταν. Αν η Φάιλε ήθελε να είναι αρχηγός τους, με γεια της με χαρά της. Μα καθόταν στη σέλα της και έπαιζε με τα γάντια, προφανώς περιμένοντας τον Πέριν να κάνει κάποιο σχόλιο, ώστε να του ανταπαντήσει με κάποια πνευματώδη ατάκα. Εκείνης της άρεσαν οι πνευματώδεις ατάκες· εκείνου του άρεσε να λέει αυτό που εννοούσε. Έστριψε εκνευρισμένος τον Γοργοπόδη, με σκοπό να προχωρήσει χωρίς τη Φάιλε ή τον Λόιαλ. Η γραμμή οδηγούσε στην Πύλη και εκεί θα έβρισκε μόνος το φύλλο του Αβεντεσόρα που την άνοιγε.

Ξαφνικά τα αφτιά του έπιασαν έναν πνιχτό, ξερό ήχο από οπλές στο σκοτάδι και τότε συνειδητοποίησε τι ήταν εκείνη η μυρωδιά σαπίλας. «Τρόλοκ!» φώναξε.

Ο Γκαούλ γύρισε όλο χάρη από την άλλη και έχωσε ένα δόρυ στο προστατευμένο από μαύρο, αλυσιδωτό θώρακα στήθος ενός λυκομούτσουνου Τρόλοκ, που χιμούσε στο φως με το δρεπανοειδές σπαθί του υψωμένο· με την ίδια άνετη κίνηση, ο Αελίτης ελευθέρωσε την αιχμή του δόρατός του και παραμέρισε, αφήνοντας την πελώρια μορφή να πέσει κάτω. Την ακολούθησαν κι άλλες, όμως, με μουσούδες τράγων και χαυλιόδοντες αγριόχοιρων, με άγρια ράμφη και στραβά κέρατα, με κυρτά σπαθιά, πέλεκεις με καρφιά και δόρατα με άγκιστρα. Τα άλογα χοροπήδησαν και χλιμίντρησαν.

Ο Πέριν κράτησε το φανάρι ψηλά —η σκέψη ότι θα αντιμετώπιζε αυτά τα πράγματα στο σκοτάδι του έφερνε κρύο ιδρώτα― έψαξε να πιάσει το όπλο του και αμέσως χτύπησε ένα πρόσωπο, που το παραμόρφωνε μια μουσούδα με κοφτερά δόντια. Ξαφνιάστηκε όταν κατάλαβε ότι είχε τραβήξει το σφυρί από τα λουριά που το έδεναν στα σακίδια της σέλας· μπορεί να μην είχε την κοφτερή αιχμή του τσεκουριού, αλλά τα πέντε κιλά ατσαλιού, έτσι όπως τα κατέβαζε το μπράτσο ενός σιδερά, έκαναν τον Τρόλοκ να οπισθοχωρήσει παραπατώντας, αλυχτώντας και πιάνοντας το παραμορφωμένο πρόσωπό του.

Ο Λόιαλ χτύπησε με το κοντάρι του φαναριού ένα κεφάλι με κέρατα τράγου και το φανάρι έσπασε· λουσμένος στο λάδι που καιγόταν, ο Τρόλοκ έτρεξε ουρλιάζοντας στο σκοτάδι. Ο Ογκιρανός ανέμισε το γερό κοντάρι, που στα πελώρια χέρια του έμοιαζε με βεργούλα, η οποία όμως κατάφερνε πλήγματα που δημιουργούσαν ξερούς κρότους, από τα κόκαλα που έσπαζε. Ένα μαχαίρι που είχε εκσφενδονίσει η Φάιλε χώθηκε σε ένα ανθρώπινο μάτι, πάνω από μια μουσούδα με χαυλιόδοντες. Οι Αελίτες χόρευαν τα δόρατα, έχοντας βρει με κάποιον τρόπο χρόνο να βάλουν τα πέπλα τους. Ο Πέριν χτυπούσε, και χτυπούσε, και χτυπούσε. Ένας στρόβιλος θανάτου που κράτησε... Ένα λεπτό; Πέντε; Έμοιαζε να ήταν ολόκληρη ώρα. Απότομα, όμως, φάνηκε πως όλοι οι Τρόλοκ είχαν σωριαστεί κάτω, ενώ εκείνοι που δεν ήταν νεκροί σφάδαζαν στην επιθανάτια αγωνία τους.

Ο Πέριν ρούφηξε αέρα στα πνευμόνια του· ένιωθε το δεξί του μπράτσο έτοιμο να ξεριζωθεί από βάρος του σφυριού. Ένιωθε ένα κάψιμο στο πρόσωπο, ενώ κάτι υγρό κυλούσε στο πλευρό του και κάτι επίσης υγρό στο πόδι, εκεί που τον είχε αγγίξει το ατσάλι των Τρόλοκ. Καθένας από τους Αελίτες είχε τουλάχιστον ένα υγρό σημείο που λέκιαζε τα καφετιά και γκρίζα ρούχα τους, ενώ ο Λόιαλ είχε ένα ματωμένο κόψιμο στο μηρό. Το βλέμμα του Πέριν τους προσπέρασε, ψάχνοντας τη Φάιλε. Αν είχε πάθει τίποτα... Η Φάιλε καθόταν πάνω στη μαύρη φοράδα της, κρατώντας ένα μαχαίρι έτοιμο να το πετάξει. Είχε καταφέρει να βγάλει τα γάντια και να τα χώσει διπλωμένα στη ζώνη της. Δεν είδε καμία πληγή πάνω της. Μέσα στις μυρωδιές από τα αίματα —των ανθρώπων, του Ογκιρανού, των Τρόλοκ― δεν θα ξεχώριζε τη δική της, αν αιμορραγούσε, αλλά ήξερε την οσμή της και η Φάιλε δεν ανέδινε την οδυνηρή οσμή του πληγωμένου. Τα δυνατά φώτα πείραζαν τα μάτια των Τρόλοκ· δεν προσαρμόζονταν εύκολα. Πιθανότατα ο μόνος λόγος που οι ίδιοι ήταν ζωντανοί και οι Τρόλοκ νεκροί, ήταν αυτή η απότομη είσοδος από το σκοτάδι στο φως.

Αυτό ήταν το μόνο χρονικό περιθώριο που είχαν, μιας στιγμής ανάπαυλα, ίσια για να κοιτάξουν ολόγυρα, για να πάρουν μια ανάσα. Μ' ένα βρυχηθμό σαν εκατό κιλά κόκαλα που πέφτουν σε έναν πελώριο μύλο κρέατος, ένας Ξέθωρος χίμηξε στο φως, με το ανόφθαλμο πρόσωπό του σαν το θάνατο, με το μαύρο ξίφος του να τρεμοφέγγει σαν μακρινή αστραπή. Τα άλογα χλιμίντρησαν, προσπάθησαν να το σκάσουν.

Ο Γκαούλ μόλις που κατάφερε να αποκρούσει τη λεπίδα με τη μικρή, στρογγυλή ασπίδα του, χάνοντας μια φέτα από το πλάι της, λες και τα στρώματα από επεξεργασμένο τομάρι ταύρου ήταν σκέτο χαρτί. Κάρφωσε με το σπαθί του, απέκρουσε μια σπαθιά —μετά βίας― και μετά κάρφωσε ξανά. Στο στήθος του Μυρντράαλ φύτρωσαν βέλη. Η Μπάιν και η Τσιάντ είχαν χώσει τα δόρατά τους στα λουριά που κρατούσαν τις θήκες των τόξων στις πλάτες τους και χρησιμοποιούσαν τα κυρτά, κεράτινα τόξα. Κι άλλα βέλη φάνηκαν, σαν δάσος που φύτρωνε στο στήθος του Ημιανθρώπου. Το δόρυ του Γκαούλ χιμούσε, κάρφωνε. Ένα μαχαίρι της Φάιλε ξαφνικά εμφανίστηκε στο λείο, άσπρο σαν σκουλήκι πρόσωπο. Ο Ξέθωρος δεν έλεγε να πέσει, δεν σταματούσε την προσπάθεια να σκοτώσει. Μόνο πηδώντας ξέφρενα δεξιά κι αριστερά απέφευγαν τη λεπίδα του, που έψαχνε σάρκα.

Ο Πέριν γύμνωσε τα δόντια σε ένα ασυναίσθητο γρύλισμα. Μισούσε τους Τρόλοκ, ως εχθρούς του αίματος του, όμως οι Ουδεγέννητοι...; Άξιζε να πεθάνει κανείς, αν ήταν να σκοτώσει έναν Ουδεγέννητο. Να χώσω τα δόντια μου στο λαιμό του...! Χωρίς να προσέχει αν εμπόδιζε τα βέλη της Μπάιν και της Τσιάντ, οδήγησε τον Γοργοπόδη κοντά στην πλάτη του Ουδεγέννητου, πιέζοντας με γόνατα και γκέμια το απρόθυμο άλογο να πλησιάσει. Την τελευταία στιγμή, το πλάσμα έστριψε κι απομακρύνθηκε από τον Γκαούλ, μοιάζοντας να αγνοεί ένα δόρυ που είχε καρφωθεί ανάμεσα στις ωμοπλάτες του και έβγαινε κάτω από το λαιμό του. Σήκωσε το κεφάλι προς τον Πέριν, με εκείνο το ανόφθαλμο βλέμμα που προκαλούσε φόβο στις ψυχές των ανθρώπων. Πολύ αργά. Το σφυρί του Πέριν έπεσε, συντρίβοντας κεφάλι και ανόφθαλμο βλέμμα.

Παρ' όλο που ήταν πεσμένος κάτω και ουσιαστικά ακέφαλος, ο Μυρντράαλ ακόμα σφάδαζε, κουνώντας στα τυφλά τη σφυρηλατημένη στο Θακαν'ντάρ λεπίδα του. Ο Γοργοπόδης τινάχτηκε πίσω χλιμιντρίζοντας νευρικά και ξαφνικά ο Πέριν ένιωσε σαν να τον είχαν λούσει με παγωμένο νερό. Το μαύρο ατσάλι άνοιγε πληγές που ακόμα και οι Άες Σεντάι δυσκολεύονταν να Θεραπεύσουν, αλλά αυτός είχε ορμήσει εκεί ανέμελος. Τα δόντια μου στο λαιμ... Φως μου, πρέπει να συγκρατιέμαι. Πρέπει!

Ακόμα άκουγε πνιχτούς ήχους από το σκοτάδι στην άλλη άκρη του Νησιού: το ποδοβολητό οπλών, το ξύσιμο από μπότες, τραχιές ανάσες και λαρυγγώδη μουρμουρητά. Κι άλλοι Τρόλοκ· δεν ήξερε να πει πόσοι ήταν. Κρίμα που δεν ήταν συνδεμένοι με τον Μυρντράαλ, ίσως όμως να δίσταζαν να επιτεθούν χωρίς αυτόν να τους οδηγεί. Οι Τρόλοκ συνήθως ήταν δειλοί με τον τρόπο τους, προτιμούσαν να έχουν την αριθμητική υπεροχή και να σκοτώνουν με την ευκολία τους. Αλλά ακόμα και χωρίς Μυρντράαλ, στο τέλος θα πείθονταν μόνοι τους να επιτεθούν.

«Στην Πύλη», είπε. «Πρέπει να βγούμε, πριν αποφασίσουν να προχωρήσουν χωρίς αυτόν». Έδειξε με το ματωμένο τσεκούρι τον Ξέθωρο, που σφάδαζε ακόμα. Η Φάιλε γύρισε αμέσως τη Σουώλοου κι ο Πέριν ξαφνιάστηκε πολύ. «Τι, χωρίς τσακωμό;» είπε ασυναίσθητα.

«Όταν μιλάς λογικά, όχι», του είπε αυτή ζωηρά. «Όταν μιλάς λογικά, όχι. Λόιαλ;»

Ο Ογκιρανός ξεκίνησε πρώτος, πάνω στο ψηλό άλογό του με τα τριχωτά υποκνήμια. Ο Πέριν ακολούθησε με τον Γοργοπόδη τη Φάιλε και τον Λόιαλ, έχοντας το σφυρί στο χέρι και τους Αελίτες στο πλάι του, που τώρα όλοι είχαν τα τόξα έτοιμα. Τους ακολούθησαν στο σκοτάδι οπλές και μπότες που σέρνονταν, καθώς και σκληρά μουρμουρητά σε μια γλώσσα πολύ τραχιά για ανθρώπους. Συνέχισαν να προχωρούν, με τα μουρμουρητά να ζυγώνουν, καθώς έπαιρναν θάρρος.

Ο Πέριν άκουσε άλλο έναν ήχο, σαν μετάξι που τρίβεται πάνω σε μετάξι. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη. Δυνάμωσε, η εκπνοή ενός μακρινού γίγαντα, υψώθηκε, χαμήλωσε, υψώθηκε ακόμα πιο πολύ. «Βιάσου!» φώναξε. «Βιάσου!»

«Αυτό κάνω», γάβγισε ο Λόιαλ. «Το... Αυτός ο ήχος! Μήπως είναι...; Το Φως να φωτίζει τις ψυχές μας και το χέρι του Δημιουργού να μας προστατεύει! Ανοίγει! Ανοίγει! Εγώ πρέπει να μείνω τελευταίος. Έξω! Έξω! Αλλά όχι πολύ... Όχι, Φάιλε!»

Ο Πέριν διακινδύνευσε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Οι δύο πόρτες, από φύλλα που έμοιαζαν ζωντανά, άνοιγαν και φανέρωναν μια ορεινή περιοχή, σαν να την έβλεπες μέσα από καπνισμένο γυαλί. Ο Λόιαλ είχε ξεπεζέψει για να βγάλει το φύλλο του Αβεντεσόρα που ξεκλείδωνε την έξοδο, ενώ η Φάιλε είχε πιάσει το σκοινί που έσερνε τα φορτωμένα ζώα και τα γκέμια του πελώριου αλόγου του Λόιαλ. «Ακολουθήστε με! Γρήγορα!» φώναξε με βιάση και χτύπησε με τις μπότες τα πλευρά της Σουώλοου. Η Δακρινή φοράδα έτρεξε προς το άνοιγμα.

«Ακολουθήστε την!» είπε ο Πέριν στους Αελίτες. «Βιαστείτε! Αυτό δεν πολεμιέται». Εκείνοι, σοφά, δίστασαν μονάχα μια στιγμή πριν ξεκινήσουν κι ο Γκαούλ άρπαξε το σκοινί του φορτωμένου αλόγου. Ο Γοργοπόδης πήγε πλάι στον Λόιαλ. «Μπορείς να την κλειδώσεις με κάποιον τρόπο; Να την μπλοκάρεις;» Μια νότα πανικού διακρινόταν στα τραχιά μουρμουρητά· και οι Τρόλοκ αναγνώριζαν πια τον ήχο. Ερχόταν το Μάτσιν Σιν. Για να ζήσει κανείς έπρεπε να αφήσει τις Οδούς.

«Ναι», είπε ο Λόιαλ. «Ναι. Μα προχώρα. Προχώρα!»

Ο Πέριν έστριψε σβέλτα τον Γοργοπόδη κατά την Πύλη, όμως πριν καλά-καλά καταλάβει τι έκανε, έγειρε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε, αψηφώντας, προκαλώντας. Βλακεία, βλακεία, βλακεία! Πάντως, δεν τράβηξε το βλέμμα από εκείνο το πηχτό σκοτάδι και μπήκε στην Πύλη πισωπατώντας με τον Γοργοπόδη. Ένα παγωμένο ρίγος τον διέτρεξε τρίχα-τρίχα και ο χρόνος τεντώθηκε. Ένιωσε το τράνταγμα που συνόδευε όσους έβγαιναν από τις Οδούς, σαν από κει που κάλπαζε με ταχύτητα, να είχε σταματήσει στο επόμενο βήμα.

Οι Αελίτες ακόμα έστριβαν για να αντικρίσουν την Πύλη κι απλώνονταν στην πλαγιά με τα βέλη έτοιμα στις χορδές των τόξων τους, ανάμεσα σε χαμηλούς θάμνους και καχεκτικά βουνίσια δέντρα, ανάμεσα σε πεύκα, έλατα και λέδερλιφ που τα είχε στρεβλώσει ο αέρας. Η Φάιλε σηκωνόταν από το χώμα, είχε κουτρουβαλήσει από τη σέλα της Σουώλοου και η μαύρη φοράδα τη χάιδευε με τη μουσούδα. Το να βγαίνει κανείς καλπάζοντας από Πύλη ήταν εξίσου άσχημο με το να μπαίνει καλπάζοντας· ήταν τυχερή που δεν είχε σπάσει το σβέρκο της, όπως και του αλόγου της επίσης. Το ψηλό άλογο του Λόιαλ και τα φορτωμένα ζώα της έτρεμαν, σαν να τα είχαν χτυπήσει στο κεφάλι. Ο Πέριν άνοιξε το στόμα και η Φάιλε τον αγριοκοίταξε, προκαλώντας τον να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο, πολύ περισσότερο κάποιο που να δείχνει συμπόνια. Αυτός έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα και, συνετά, κράτησε το στόμα κλειστό.

Ο Λόιαλ πετάχτηκε απότομα από την Πύλη, σαν να πηδούσε από ένα θαμπό ασημένιο καθρέφτη, με το είδωλό του να μεγαλώνει πίσω του, και κουτρουβάλησε στο έδαφος. Δυο Τρόλοκ εμφανίστηκαν σχεδόν στο κατόπι του, με κέρατα και μουσούδα τράγου, ράμφος αετού και πουπουλένιο λοφίο, αλλά πριν βγει το μισό κορμί τους, η φεγγοβόλα επιφάνεια έγινε μαύρη σαν κάρβουνο, γέμισε φυσαλίδες και φούσκωσε, κολλώντας πάνω τους.

Φωνές ψιθύρισαν στο μυαλό του Πέριν, χίλιες παραληρούσες, τρελές φωνές, που έγδερναν το εσωτερικό του κρανίου του. Πικρό αίμα. Αίμα τόσο πικρό. Πιες το αίμα και σπάσε το κόκαλο. Σπάσε το κόκαλο και ρούφα το μεδούλι. Πικρό μεδούλι, γλυκές οι κραυγές. Τραγουδιστές κραυγές. Τραγουδά τις κραυγές. Μικρούλικες ψυχές. Ξινές ψυχές. Κατάπιε τες. Τόσο γλυκός ο πόνος. Δεν σταματούσαν.

Ουρλιάζοντας, τσιρίζοντας, οι Τρόλοκ χτυπούσαν τη μαυρίλα που κόχλαζε γύρω τους, πάλευαν να ελευθερωθούν καθώς τους τραβούσε μέσα, πιο μέσα, ώσπου έμεινε μόνο ένα τριχωτό χέρι ν' ανοιγοκλείνει απελπισμένα κι ύστερα μόνο το σκοτάδι, να φουσκώνει προς τα έξω αναζητώντας. Η Πύλη εμφανίστηκε αργά, τα δύο φύλλα της έκλεισαν πιέζοντας το σκοτάδι, που ξανακύλησε ανάμεσά τους οπισθοχωρώντας. Οι φωνές στο κεφάλι του Πέριν επιτέλους σταμάτησαν. Ο Λόιαλ έτρεξε γρήγορα να βάλει όχι ένα, αλλά δύο τριμερή φύλλα ανάμεσα στα μυριάδες φύλλα και κληματσίδες. Η Πύλη ξανάγινε πέτρα, το κομμάτι ενός πέτρινου τοίχου, σμιλεμένη με περίτεχνες λεπτομέρειες, μονάχη σε μια βουνοπλαγιά με ανάρια δάση. Ανάμεσα στα μυριάδες φύλλα και κληματσίδες υπήρχαν όχι ένα, αλλά δύο φύλλα Αβεντεσόρα. Ο Λόιαλ είχε βάλει απ' έξω το τριμερές φύλλο που πριν ήταν μέσα.

Ο Ογκιρανός άφησε ένα βαθύ στεναγμό ανακούφισης. «Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Τώρα ανοίγει μονάχα από αυτή την πλευρά». Έριξε στον Πέριν μια ματιά, που ήταν μαζί στενοχωρημένη και σταθερή. «Θα μπορούσα να την κλειδώσω μέσα οριστικά, αν δεν έβαζα τα φύλλα εκεί, όμως δεν πρόκειται να χαλάσω μια Πύλη, Πέριν. Φτιάξαμε τις Οδούς και τις φροντίζαμε. Ίσως κάποια μέρα μπορέσουν να εξαγνιστούν. Δεν μπορώ να καταστρέψω μια Πύλη».

«Καλά είναι έτσι», του είπε ο Πέριν. Άραγε οι Τρόλοκ έρχονταν προς τα δω, ή μήπως ήταν τυχαία η συνάντηση; Είτε ήταν το ένα, είτε το άλλο, καλά ήταν έτσι.

«Ήταν αυτό —;» άρχισε να λέει η Φάιλε με τρεμάμενη φωνή κι ύστερα σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. Ακόμα και οι Αελίτες αυτή τη φορά φαίνονταν ταραγμένοι.

«Το Μάτσιν Σιν», είπε ο Λόιαλ. «Ο Μαύρος Άνεμος. Ένα πλάσμα της Σκιάς, ή ένα πλάσμα που μεγάλωσε μέσα στο ίδιο το μίασμα των Οδών ― κανείς δεν ξέρει. Οικτίρω τους Τρόλοκ. Ακόμα κι αυτούς».

Ο Πέριν δεν ήξερε αν ένιωθε το ίδιο, παρ' όλο που είχαν πεθάνει μ' αυτό τον τρόπο. Είχε δει τι άφηναν πίσω τους οι Τρόλοκ όταν τους έπεφταν άνθρωποι στα χέρια. Οι Τρόλοκ έτρωγαν τα πάντα, αρκεί να ήταν κρέας, και μερικές φορές τους άρεσε να κρατάνε το κρέας ζωντανό καθώς το τεμάχιζαν. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να νιώσει οίκτο για τους Τρόλοκ.

Οι οπλές του Γοργοπόδη έτριξαν στο τραχύ χώμα, καθώς ο Πέριν γυρνούσε για να δει πού βρίσκονταν.

Νεφοσκεπή όρη υψώνονταν τριγύρω τους· ήταν τα πάντοτε παρόντα σύννεφα που έδιναν το όνομά τους στα Όρη της Ομίχλης. Ο αέρας ήταν δροσερός σ' αυτό το υψόμετρο, ακόμα και το καλοκαίρι, ειδικά σε σύγκριση με το Δάκρυ. Ο απογευματινός ήλιος πλησίαζε τις δυτικές κορφές και λαμπύριζε πάνω σε ρυάκια, τα οποία κυλούσαν ως τον ποταμό που διέσχιζε τον πυθμένα της μακριάς κοιλάδας πιο κάτω. Τον έλεγαν Μανεθερεντρέλε όταν τα νερά του άφηναν πίσω τις οροσειρές και συνέχιζε προς τα δυτικά και το νότο, όμως ο Πέριν είχε μεγαλώσει αποκαλώντας Λευκό Ποταμό το κομμάτι εκείνο που κυλούσε στη νότια περιοχή των Δύο Ποταμών, εκείνη την αδιάβατη έκταση με τα γοργά ρεύματα, που έδερναν τα νερά του και τα έκαναν αφρούς. Ο Μανεθερεντρέλε. Τα Ύδατα του Οίκου του Όρους.

Όπου φαίνονταν γυμνά βράχια στην κοιλάδα κάτω, ή στις πλαγιές που τους κύκλωναν, λαμπύριζαν σαν γυαλί. Κάποτε μια πόλη στεκόταν εδώ, καλύπτοντας την κοιλάδα και τα βουνά. Η Μανέθερεν, η πόλη των ψηλών πύργων και των κελαρυστών σιντριβανιών, η πρωτεύουσα ενός μεγάλου έθνους με την ίδια ονομασία, ίσως η πιο όμορφη πόλη του κόσμου, σύμφωνα με παλιές Ογκιρανές ιστορίες. Τώρα είχε χαθεί χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω της, εκτός από τη σχεδόν άφθαρτη Πύλη, που στεκόταν στο Ογκιρανό άλσος. Είχε καεί και είχε αφήσει μόνο στάχτες πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και παραπάνω, ενώ μαίνονταν ακόμα οι Πόλεμοι των Τρόλοκ· την είχε αφανίσει η Μία Δύναμη μετά το θάνατο του τελευταίου βασιλιά της, του Ήμον αλ Κάαρ αλ Θόριν, στην τελευταία, αιματηρή μάχη του ενάντια στη Σκιά. Το Πεδίο του Ήμον, έτσι είχαν ονομάσει οι άνθρωποι αυτό το μέρος, όπου τώρα στεκόταν το χωριό Πεδίο του Έμοντ.

Ο Πέριν ανατρίχιασε. Όλα αυτά είχαν γίνει πριν από πολύ καιρό. Οι Τρόλοκ είχαν ξανάρθει μια φορά ύστερα απ' αυτό, τη Νύχτα του Χειμώνα, παραπάνω από ένα χρόνο πριν, μια νύχτα πριν ο ίδιος, ο Ραντ και ο Ματ αναγκαστούν να το σκάσουν στο σκοτάδι μαζί με τη Μουαραίν. Κι αυτό, επίσης, τώρα πια έμοιαζε να έχει γίνει πριν από πολύ καιρό. Δεν θα μπορούσε να ξανασυμβεί με την Πύλη κλειδωμένη. Η έγνοια μου είναι οι Λευκομανδίτες, όχι οι Τρόλοκ.

Δυο γεράκια με άσπρα φτερά διέγραφαν κύκλους πάνω από την άλλη άκρη της κοιλάδας. Τα μάτια του Πέριν μόλις που έπιασαν το βέλος που υψωνόταν γοργά. Το ένα γεράκι στροβιλίστηκε και έπεσε· ο Πέριν έσμιξε τα φρύδια. Ποιο λόγο είχε κανείς να σκοτώσει γεράκι εδώ πάνω, στα βουνά; Πάνω από αγρόκτημα, τότε ναι, αν κυνηγούσε τις κότες και τις χήνες, αλλά εδώ πάνω; Τι γύρευε κανείς εδώ πάνω; Ο κόσμος στους Δύο Ποταμούς απέφευγε τα βουνά.

Το δεύτερο γεράκι χαμήλωσε μεγαλοπρεπώς με τα χιονισμένα φτερά του προς το σημείο που είχε πέσει ο σύντροφός του, όμως ξαφνικά άρχισε να ανεβαίνει απελπισμένα. Ένα μαύρο σύννεφο από κοράκια ξεχύθηκαν από τα δέντρα, το περικύκλωσαν σαν άγριο κουβάρι κι όταν απλώθηκαν ξανά, το γεράκι είχε χαθεί.

Ο Πέριν θύμισε στον εαυτό του να αναπνεύσει. Είχε δει κοράκια, καθώς και άλλα πουλιά, να επιτίθενται σε γεράκι που είχε πλησιάσει υπερβολικά τη φωλιά τους, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν τόσο απλό. Τα πουλιά είχαν ξεπεταχτεί από κει που είχε ξεκινήσει το βέλος. Κοράκια. Η Σκιά μερικές φορές χρησιμοποιούσε τα ζώα σαν κατασκόπους. Συνήθως αρουραίους και άλλα που τρέφονταν από το θάνατο. Ειδικά τα κοράκια. Ήταν ζωντανές μέσα του οι μνήμες από τότε που έτρεχε να ξεφύγει από τις πλατιές φάλαγγες κάτι κορακιών, που τον κυνηγούσαν λες και είχαν νοημοσύνη.

«Τι κοιτάζεις;» ρώτησε η Φάιλε, σκιάζοντας τα μάτια της για να δει στην κοιλάδα. «Πουλιά ήταν αυτά;»

«Πουλιά, τίποτα άλλο», είπε. Μπορεί και να ήταν. Δεν θέλω να τους τρομάξω όλους, χωρίς να είμαι σίγουρος. Ειδικά τώρα που είναι ακόμα αναστατωμένοι από το Μάτσιν Σιν.

Κατάλαβε ότι ακόμα κρατούσε το ματωμένο σφυρί του, που γλιστρούσε από το μαύρο αίμα του Μυρντράαλ. Τα δάχτυλά του βρήκαν ξεραμένο αίμα στο μάγουλό του, που λέκιαζε την κοντή γενειάδα του. Όταν ξεπέζεψε, το πλευρό και το πόδι του τον έκαιγαν. Βρήκε ένα πουκάμισο στα σακίδια της σέλας του για να καθαρίσει το σφυρί, πριν το αίμα του Ξέθωρου φάει το μέταλλο. Σε λίγο θα έβρισκε αν υπήρχε κάτι που έπρεπε να φοβάται σ' αυτά τα βουνά. Αν ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπο, οι λύκοι θα το ήξεραν.

Η Φάιλε άρχισε να του ξεκουμπώνει το σακάκι.

«Τι κάνεις;» ζήτησε να μάθει.

«Σου φροντίζω τις πληγές», τον αποπήρε αυτή. «Δεν θέλω να μου πεθάνεις από αιμορραγία. Μόνο εσύ θα έκανες τέτοιο πράγμα, να πεθάνεις και να με αφήσεις να σε θάψω. Δεν σε νοιάζει τίποτα. Μην κουνιέσαι».

«Σ' ευχαριστώ», της είπε κι αυτή φάνηκε να ξαφνιάζεται.

Τον έκανε να βγάλει όλα τα ρούχα, εκτός από τα ασπρόρουχά του, για να του πλύνει τις πληγές και να απλώσει πάνω τους μια αλοιφή, την οποία έφερε από τα σακίδια της σέλας της. Ο Πέριν φυσικά δεν μπορούσε να δει το κόψιμο στο πρόσωπό του, αλλά του φαινόταν μικρό και ρηχό, αν και ήταν ενοχλητικά κοντά στο μάτι του. Το κόψιμο στο αριστερό πλευρό του, όμως, ήταν πάνω από μια παλάμη μακρύ, παράλληλα σ' ένα παίδι, και η τρύπα που είχε ανοίξει ένα δόρυ στο μηρό του ήταν βαθιά. Η Φάιλε αναγκάστηκε να βάλει ράμματα σ' αυτά τα δύο, με βελόνα και κλωστή από τα σύνεργα ραπτικής της. Ο Πέριν το υπέμεινε στωικά· μόνο η Φάιλε μόρφαζε με κάθε βελονιά, Όλη την ώρα που δούλευε, μουρμούριζε θυμωμένα μέσα από τα δόντια της, ειδικά όταν του άπλωνε στο μάγουλο τη σκούρα αλοιφή, που τον έτσουζε· έμοιαζε λες και οι πληγές ήταν δικές της και το σφάλμα δικό του, αλλά όμως του έβαλε επιδέσμους γύρω από τα πλευρά και το μηρό του με τρυφερό χέρι. Η αντίθεση ήταν παράξενη, το απαλό άγγιγμά της και το οργισμένο μουρμουρητό της. Τον μπέρδευε τελείως.

Ενώ ο Πέριν έβαζε καθαρό πουκάμισο και παντελόνι από τα σακίδια της σέλας του, η Φάιλε έχωνε το δάχτυλό της στο κόψιμο στο πλάι του σακακιού του. Πέντε πόντους πιο αριστερά αν ήταν, ο Πέριν δεν θα είχε φύγει από εκείνο το Νησί. Χτύπησε τα πόδια στο έδαφος για να έρθουν στη θέση τους οι μπότες και άπλωσε το χέρι για να πάρει το σακάκι του ― κι εκείνη του το πέταξε.

«Μη νομίζεις ότι θα σου το ράψω. Φτάνει τόσο ράψιμο που σου έκανα! Μ' άκουσες, Πέριν Αϋμπάρα;»

«Δεν σου ζήτησα —»

«Μην το νομίζεις! Αυτό είναι όλο!» Κι έφυγε αγέρωχα για να βοηθήσει τους Αελίτες, που περιποιόταν ο ένας τον άλλο, και τον Λόιαλ. Ήταν μια παράξενη παρέα, ο Ογκιρανός με βγαλμένο το φαρδύ, κοντό παντελόνι του, ο Γκαούλ και η Τσιάντ που κοιτάζονταν σαν παράξενες γάτες, η Φάιλε που άπλωνε αλοιφή και τύλιγε επιδέσμους, ενώ όλη την ώρα του έριχνε ματιές σαν μαχαιριές. Τι είχε κάνει πάλι άραγε;

Κούνησε το κεφάλι του. Ο Γκαούλ είχε δίκιο· καλύτερα να προσπαθούσες να καταλάβεις τον ήλιο.

Παρ' όλο που ήξερε τι έπρεπε να κάνει τώρα, δίσταζε, ειδικά ύστερα απ' αυτό που είχε συμβεί στις Οδούς με τον Ξέθωρο. Κάποτε είχε δει έναν άντρα που είχε ξεχάσει ότι ήταν άνθρωπος. Το ίδιο μπορεί να πάθαινε κι αυτός. Βλάκα. Φτάνει να αντέξεις μερικές μέρες ακόμα. Μόνο μέχρι να βρεις τους Λευκομανδίτες. Κι έπρεπε να μάθει. Εκείνα τα κοράκια.

Έστειλε το νου του να αναζητήσει τους λύκους στην κοιλάδα. Πάντα υπήρχαν λύκοι εκεί που δεν υπήρχαν άνθρωποι κι αν ήταν κοντά, θα μπορούσε να μιλήσει μαζί τους. Οι λύκοι απέφευγαν τους ανθρώπους, τους αγνοούσαν όσο το δυνατόν περισσότερο, αλλά μισούσαν τους Τρόλοκ, επειδή τους θεωρούσαν αφύσικα πλάσματα, και απεχθάνονταν τους Μυρντράαλ μ' έναν τρόπο βαθύ κι αβάσταχτο. Αν υπήρχαν Σκιογέννητοι στα Όρη της Ομίχλης, οι λύκοι θα του το έλεγαν.

Αλλά δεν βρήκε λύκους. Κανέναν. Έπρεπε να υπάρχουν εκεί στην ερημιά. Έβλεπε ελάφια να βοσκούν στην κοιλάδα. Ίσως απλώς να μην υπήρχαν λύκοι εκεί κοντά. Μπορούσαν να μιλήσουν από απόσταση, αλλά ακόμα κι ένα μίλι ήταν υπερβολικά μακριά. Μπορεί στα βουνά να ήταν ακόμα λιγότερο. Μάλλον αυτό ήταν.

Το βλέμμα του χτένισε τις νεφοσκεπείς κορυφές και στάθηκε στην άλλη άκρη της κοιλάδας, απ’ όπου είχαν έρθει τα κοράκια. Μπορεί αύριο να έβρισκε λύκους. Δεν ήθελε να σκεφτεί ποια θα ήταν η εναλλακτική λύση.

Загрузка...