17 Απάτες

Προσέχοντας να μη ρίχνει το βάρος στο δύσκαμπτο, δεξί πόδι του, ο Θομ υποκλίθηκε, ανεμίζοντας επιδεικτικά το μανδύα του βάρδου, με έναν τρόπο που έκανε τα πολύχρωμα μπαλώματα να τρεμοπαίξουν. Ένιωθε τα μάτια του βαριά, όμως πίεσε τον εαυτό του να μιλήσει ανάλαφρα. «Καλή σας ημέρα». Ορθώθηκε και χάιδεψε με μια μεγαλοπρεπή κίνηση το μακρύ, λευκό μουστάκι του.

Οι υπηρέτες με τις χρυσόμαυρες φορεσιές ξαφνιάστηκαν. Τα δύο χεροδύναμα παλικάρια, που ήταν έτοιμα να σηκώσουν ένα κόκκινο, λακαρισμένο σεντούκι με χρυσά στολίσματα και διαλυμένο καπάκι, το παράτησαν και σηκώθηκαν, ενώ οι τρεις γυναίκες πάγωσαν με τις σφουγγαρίστρες προτεταμένες. Δεν υπήρχε άλλος στο διάδρομο εκτός απ' αυτούς και κάθε δικαιολογία ήταν καλή για λίγη ανάπαυλα από τη δουλειά, ειδικά τέτοια ώρα. Έδειχναν κατάκοποι, όπως ένιωθε κι ο Θομ μέσα του, με καμπουριασμένους ώμους και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια.

«Καλημέρα και σε σένα, βάρδε», είπε η μεγαλύτερη γυναίκα. Ήταν κάπως παχουλή και όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη, αλλά είχε ωραίο χαμόγελο, παρά την κούραση της. «Μπορούμε να σε βοηθήσουμε;»

Ο Θομ έβγαλε τέσσερα χρωματιστά μπαλάκια από το φαρδύ μανίκι του σακακιού του κι άρχισε να τα πετά και να τα πιάνει στον αέρα.

«Προσπαθώ να τονώσω λίγο τα πνεύματα. Ο βάρδος πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί». Θα έβγαζε παραπάνω από τέσσερα, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένος που ακόμα κι αυτά έπρεπε να αυτοσυγκεντρωθεί για να τα παίξει. Πριν από πόση ώρα του είχε σχεδόν πέσει εκείνη η πέμπτη μπάλα; Δύο ώρες; Έπνιξε το χασμουρητό του και το έκανε καθησυχαστικό χαμόγελο. «Τρομερή νύχτα και τα πνεύματα θέλουν τόνωση».

«Ο Άρχοντας Δράκοντας μας έσωσε όλους», είπε μια από τις μικρότερες γυναίκες. Ήταν ομορφούλα και λυγερή, όμως είχε μια αρπακτική λάμψη στα σκιασμένα, μαύρα μάτια της, που τον προειδοποίησε να συγκρατήσει το χαμόγελό του. Φυσικά, θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη αν ήταν και άπληστη και έντιμη, δηλαδή αν, όταν την πλήρωνες, θυμόταν ότι την είχες εξαγοράσει. Του ήταν πάντα χρήσιμο να βρίσκει καινούρια χέρια για να παραδώσουν ένα σημείωμα, μια γλώσσα που θα του έλεγε τι άκουγε και θα μετέφερε τα δικά του λόγια εκεί που ήθελε, όταν το ήθελε. Γερο-βλάκα! Έχεις μπόλικα χέρια κι αφτιά, πάψε λοιπόν να σκέφτεσαι τον ωραίο κόρφο της και θυμήσου το βλέμμα της! Το ενδιαφέρον ήταν ότι φαινόταν ειλικρινής σ' αυτό που είχε πει και ένας νεαρός ένευσε, συμφωνώντας με τα λόγια της.

«Ναι», είπε ο Θομ. «Αναρωτιέμαι, ποιος Υψηλός Άρχοντας ήταν υπεύθυνος για τις αποβάθρες χθες;» Εκνευρίστηκε τόσο με τον εαυτό του, που παραλίγο να του πέσουν τα μπαλάκια. Πώς το είχε ξεφουρνίσει έτσι; Ήταν εξαντλημένος· έπρεπε να ήταν στο κρεβατάκι του. Έπρεπε να είχε πάει εκεί πριν από ώρες.

«Οι αποβάθρες είναι ευθύνη των Υπερασπιστών», του είπε η μεγάλη. «Πού να το ξέρεις όμως εσύ. Οι Υψηλοί Άρχοντες δεν ασχολούνται μ' αυτά».

Ο Θομ το ήξερε πολύ καλά. «Έτσι, ε; Δεν είμαι Δακρινός, βέβαια». Εκεί που πετούσε τα μπαλάκια σε απλό κύκλο, τώρα άρχισε να κάνει ένα διπλό βρόχο· φαινόταν πιο δύσκολο απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα και η κοπέλα με το αρπακτικό βλέμμα χειροκρότησε. Τώρα που είχε αρχίσει, θα συνέχιζε και μετά θα γυρνούσε να κοιμηθεί όση νύχτα έμενε ακόμα. Νύχτα; Ο ήλιος ήδη έβγαινε. «Πάντως είναι κρίμα που κανένας δεν ρώτησε γιατί ήταν στις αποβάθρες αυτές οι φορτηγίδες, με τις καταπακτές κλεισμένες, ώστε να κρύβουν όλους εκείνους τους Τρόλοκ. Δεν λέω, βέβαια, ότι κάποιος ήξερε ότι ήταν εκεί οι Τρόλοκ». Ο διπλός βρόχος ταλαντεύτηκε και ο Θομ γρήγορα συνέχισε με τον απλό κύκλο. «Θα έλεγε κανείς ότι οι Υψηλοί Άρχοντες θα ρωτούσαν γι' αυτό».

Οι δύο νεαροί κοιτάχτηκαν σκεφτικοί και ο Θομ χαμογέλασε στον εαυτό του. Είχε φυτέψει άλλον ένα σπόρο πολύ εύκολα, αν και αδέξια. Άλλη μια φήμη που είχε ξεκινήσει, είτε ήξεραν σίγουρα ποιος ήταν υπεύθυνος για τις αποβάθρες, είτε όχι. Και οι φήμες εξαπλώνονταν —τέτοια φήμη δεν θα σταματούσε πριν φτάσει στην πόλη― οπότε θα υποδαυλιζόταν άλλη μια φορά η καχυποψία ανάμεσα στους κοινούς θνητούς και στους ευγενείς. Σε ποιον θα στρέφονταν οι κοινοί θνητοί, αν όχι στον άνθρωπο που ήξεραν ότι οι ευγενείς μισούσαν; Στον άνθρωπο που είχε σώσει την Πέτρα από τους Σκιογέννητους; Στον Ραντ αλ'Θόρ. Τον Αναγεννημένο Δράκοντα.

Ήταν ώρα να αφήσει αυτό που είχε σπείρει εδώ. Αν είχε βγάλει ρίζες, τώρα ο Θομ δεν θα μπορούσε να τις ξεριζώσει και είχε σκορπίσει κι άλλους σπόρους απόψε. Αλλά δεν θα ήταν ευχάριστο, αν ανακάλυπτε κανείς ότι αυτός ήταν ο σπορέας. «Πολέμησαν γενναία χθες το βράδυ οι Υψηλοί Άρχοντες. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια...» Η φωνή του ξεψύχησε, καθώς οι γυναίκες ξανάπιαναν το σφουγγάρισμα και οι άντρες άρπαζαν το σεντούκι για να το κουβαλήσουν.

«Μπορώ να βρω δουλειά και για βάρδους», είπε η φωνή της ματζίρε πίσω του. «Τα άεργα χέρια είναι όλα ίδια».

Αυτός γύρισε με μια κομψή κίνηση, παρά το πόδι του, και της χάρισε μια βαθιά υπόκλιση. Η κορυφή του κεφαλιού της δεν έφτανε τον ώμο του, όμως μάλλον ήταν μιάμιση φορά πιο βαριά από τον ίδιο. Είχε πρόσωπο σαν αμόνι, που δεν το βελτίωνε ο επίδεσμος γύρω από τους κροτάφους της, ένα επιπλέον πηγούνι και μάτια βαθιά στις κόγχες τους, σαν ψήγματα από μαύρο πυρόλιθο. «Καλημέρα και σε σένα, ευγενική αρχόντισσά μου. Ένα μικρό δείγμα αυτής της καινούριας, αναζωογονημένης μέρας».

Έκανε μια γοργή, επιδεικτική χειρονομία και της πέρασε ένα χρυσοκίτρινο μπουμπούκι ηλιοτρόπιου —που δεν είχε τσαλακωθεί πολύ στο μανίκι του― στα γκρίζα μαλλιά, πάνω από τον επίδεσμο. Εκείνη το άρπαξε αμέσως, φυσικά, και το κοίταξε καχύποπτα, αλλά αυτό ακριβώς ήθελε ο Θομ. Τη στιγμή του δισταγμού της, αυτός είχε κάνει τρία χωλά βήματα κι όταν αυτή του φώναξε κάτι από πίσω, ούτε την άκουσε, ούτε βράδυνε το βήμα.

Φρικτή γυναίκα, σκέφτηκε. Αν την είχαμε αμολήσει στους Τρόλοκ, θα τους είχε βάλει όλους να σκουπίζουν και να σφουγγαρίζουν.

Χασμουρήθηκε, κρύβοντας το στόμα με το χέρι του, ενώ τα σαγόνια του έτριζαν. Ήταν πολύ γέρος για τέτοιες δουλειές. Ήταν κουρασμένος και το γόνατό του τον πονούσε. Νύχτες δίχως ύπνο, με μάχες, με σχέδια. Πολύ γέρος. Θα έπρεπε να ζει σε καμιά φάρμα. Με κοτούλες. Οι φάρμες πάντα είχαν κοτούλες. Και πρόβατα. Δεν θα ήταν δύσκολο να τα προσέχει· οι βοσκοί έμοιαζαν να είναι όλη την ώρα ξαπλωμένοι, παίζοντας τον αυλό τους. Αυτός φυσικά ήξερε να παίζει άρπα, όχι αυλό. Ή θα έπαιζε το φλάουτό του· ο καιρός χαλούσε τις άρπες. Και θα υπήρχε μια πόλη κει κοντά, με ένα πανδοχείο, όπου θα έκανε τα καταπληκτικά κόλπα του στους θαμώνες στην κοινή αίθουσα. Ανέμισε το μανδύα του καθώς περνούσε δίπλα από δύο υπηρέτες. Ο μόνος λόγος που τη φορούσε μ' αυτή τη ζέστη ήταν για να καταλαβαίνουν οι άλλοι ότι ήταν βάρδος. Ζωντάνευαν βλέποντάς τον, ελπίζοντας ότι θα τους ψυχαγωγούσε για λίγο. Ήταν άκρως ικανοποιητικό. Ναι, η φάρμα είχε τα καλά της. Ήσυχο μέρος. Χωρίς ανθρώπους να τον ενοχλούν. Αρκεί να υπήρχε μια πόλη κοντά.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και μαρμάρωσε εκεί που στεκόταν. Η Μουαραίν ανασηκώθηκε από το σκαμνί, σαν να είχε κάθε δικαίωμα να ψάχνει τα χαρτιά που ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο του, και έσιαξε γαλήνια τα φουστάνια της. Να, αυτή ήταν ωραία γυναίκα, όλο χάρη, όπως θα την ήθελε ένας άντρας, κι από πάνω γελούσε με τα αστειάκια του. Βλάκα! Γερο-βλάκα! Αυτή είναι Άες Σεντάι κι εσύ τόσο κουρασμένος, που δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά.

«Καλημέρα και σε σένα, Μουαραίν Σεντάι», είπε κρεμώντας το μανδύα του σ' ένα κρεμαστάρι. Πρόσεξε να μην κοιτάξει το κιβώτιο γραφής, που ήταν ακόμα εκεί που το είχε αφήσει, κάτω από το τραπέζι. Δεν υπήρχε λόγος να της δείξει ότι ήταν σημαντικό. Και μάλλον δεν υπήρχε λόγος να το ελέγξει μετά, όταν θα έφευγε η Μουαραίν· θα μπορούσε να έχει ανοίξει και ξανακλείσει την κλειδαριά διαβιβάζοντας, κάτι που αυτός δεν θα καταλάβαινε. Παρ’ όλο που ήταν κατάκοπος, δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε αφήσει ποτέ τίποτα ενοχοποιητικό στο κιβώτιο. Ή οπουδήποτε αλλού. Όσα έβλεπε στο δωμάτιο ήταν στην κανονική θέση τους. Σίγουρα δεν θα ήταν τόσο ανόητος ώστε να αφήσει κάτι έξω. Οι πόρτες στα καταλύματα των υπηρετών δεν είχαν ούτε κλειδαριές, ούτε συρτές. «Θα σου πρόσφερα ένα δροσιστικό ποτό, αλλά φοβάμαι ότι μόνο νερό έχω».

«Δεν διψάω», είπε αυτή με μια ευχάριστη, μελωδική φωνή. Έγειρε μπροστά ― το δωμάτιο ήταν τόσο μικρό, που έφτανε για να ακουμπήσει το δεξί του γόνατο. Ένα ρίγος τον διέτρεξε. «Μακάρι να ήταν εκεί κοντά μια καλή Θεραπεύτρια όταν συνέβη αυτό. Φοβάμαι πως τώρα είναι πολύ αργά».

«Και δέκα Θεραπεύτριες να ήταν, δεν θα έφταναν», της είπε. «Το έκανε ένας Ημιάνθρωπος».

«Το ξέρω».

Τι άλλο ξέρει; αναρωτήθηκε αυτός. Γύρισε για να τραβήξει τη μοναδική καρέκλα του δωματίου πίσω από το τραπέζι και έπνιξε τη βλαστήμια που θα ξεστόμιζε. Ένιωθε σαν να είχε κοιμηθεί ήσυχα όλη τη νύχτα κι ο πόνος να είχε χαθεί από το γόνατό του. Το χωλό βήμα παρέμενε, αλλά η άρθρωση ήταν πιο λυγερή από κάθε άλλη φορά μετά τον τραυματισμό του. Ούτε που με ρώτησε αν το θέλω. Που να καώ, τι γυρεύει; Αρνήθηκε να λυγίσει το πόδι του. Αν δεν τον ρωτούσε, ούτε αυτός θα παραδεχόταν ότι είχε καταλάβει το δώρο της.

«Ενδιαφέρουσα μέρα η χθεσινή», είπε η Μουαραίν ενώ κάθονταν.

«Δεν θα έλεγα ενδιαφέροντες τους Τρόλοκ και τους Ημιανθρώπους», είπε αυτός ξερά.

«Δεν εννοούσα αυτούς. Έλεγα για νωρίτερα. Ο Υψηλός Άρχοντας Κάρλεον σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα. Φαίνεται ότι ο καλός του φίλος, ο Τεντόσιαν, τον πέρασε για αγριογούρουνο. Ή ίσως για ελάφι».

«Δεν το άκουσα αυτό». Μίλησε με ήρεμη φωνή. Ακόμα κι αν η Μουαραίν είχε βρει το σημείωμα, δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι προέρχονταν απ' αυτόν. Ο ίδιος ο Κάρλεον θα νόμιζε ότι ήταν δικός του ο γραφικός χαρακτήρας. Μάλλον δεν θα τον καταλάβαινε, αλλά βέβαια η Μουαραίν ήταν Άες Σεντάι. Λες και χρειαζόταν υπενθύμιση γι' αυτό, έτσι που την είχε απέναντί του με το μαλακό, όμορφο πρόσωπό της και τα γαλήνια, μαύρα μάτια, που τον παρακολουθούσαν γεμάτα με τα μυστικά του. «Το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει στα καταλύματα των υπηρετών, αλλά εγώ σπάνια ακούω».

«Όχι;» μουρμούρισε αυτή γλυκά. «Τότε δεν θα έχεις μάθει ότι ο Τεντόσιαν αρρώστησε ούτε μια ώρα μετά την επιστροφή του στο Δάκρυ, ευθύς μόλις του έδωσε η σύζυγός του να πει ένα κύπελλο κρασί για να ξεδιψάσει μετά τη σκόνη του κυνηγιού. Λέγεται ότι ο Τεντόσιαν έκλαψε όταν έμαθε ότι σκοπεύει να τον περιποιείται μόνη της και να τον ταίζει με τα χεράκια της. Αναμφίβολα είναι δάκρυα χαράς για την αγάπη της. Άκουσα ότι η σύζυγός του ορκίστηκε να μη σηκωθεί από το πλευρό του πριν γιατρευτεί. Ή πριν πεθάνει».

Ήξερε. Πώς το ήξερε, ο Θομ δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά ήξερε. Μα γιατί του το αποκάλυπτε; «Τραγωδία», είπε παίρνοντας κι αυτός το ίδιο χλιαρό ύφος. «Ο Ραντ έχει μεγάλη ανάγκη από πιστούς Υψηλούς Αρχοντες, φαντάζομαι».

«Ο Κάρλεον και ο Τεντόσιαν ήταν κάθε άλλο παρά πιστοί. Ούτε ακόμα και ο ένας στον άλλο, απ' ό,τι φαίνεται. Ηγούνταν της φατρίας που θέλει να σκοτώσει τον Ραντ και να ξεχάσει ότι έζησε ποτέ».

«Έτσι λες; Εγώ δεν δίνω σημασία σ' αυτά τα πράγματα. Τα έργα των κραταιών δεν είναι υπόθεση ενός απλού βάρδου».

Το χαμόγελό της έφτασε στα πρόθυρα του γέλιου, όμως συνέχισε να μιλά λες και διάβαζε βιβλίο. «Ο Θόμντριλ Μέριλιν. Που τον έλεγαν Γκρίζα Αλεπού κάποτε, κάποιοι που τον ήξεραν, ή που ήξεραν γι' αυτόν. Ραψωδός της αυλής στο Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, στο Κάεμλυν. Εραστής της Μοργκέις για ένα διάστημα, μετά το θάνατο του Τάρινγκεηλ. Ευτύχημα για τη Μοργκέις ο θάνατος του Τάρινγκεηλ. Υποθέτω ότι δεν έμαθε ποτέ ότι ο Τάρινγκεηλ σκόπευε να τη σκοτώσει και να γίνει αυτός ο πρώτος βασιλιάς του Αντορ. Μιλούσαμε όμως για τον Θομ Μέριλιν, έναν άντρα ο οποίος, όπως έλεγαν, μπορούσε να παίζει το Παιχνίδι των Οίκων ακόμα και στον ύπνο του. Είναι κρίμα που ένας τέτοιος άνθρωπος αυτοαποκαλείται απλός βάρδος. Μα τι αλαζονεία, να κρατήσει το ίδιο όνομα».

Ο Θομ με μεγάλη προσπάθεια έκρυψε την κατάπληξή του. Πόσα γνώριζε η Μουαραίν; Κι από μόνα τους αυτά που είχε ήδη πει ήταν πάρα πολλά. Μα δεν ήταν η μόνη που ήξερε πράγματα. «Μιας και μιλάμε για ονόματα», είπε με έναν ήσυχο τόνο, «είναι αξιοσημείωτο το πόσα μπορεί να συναγάγει κανείς από ένα όνομα. Μουαραίν Ντέημοντρεντ. Η Αρχόντισσα Μουαραίν του Οίκου Ντέημοντρεντ, στην Καιρχίν. Η νεότερη ετεροθαλής αδελφή του Τάρινγκεηλ. Η ανιψιά του Βασιλιά Λάμαν. Και Άες Σεντάι, για να μην ξεχνιόμαστε. Μια Άες Σεντάι που προσφέρει αρωγή στον Αναγεννημένο Δράκοντα, πριν αυτός καταλάβει ότι ήταν άλλος ένας φουκαράς που μπορούσε να διαβιβάζει. Μια Άες Σεντάι με υψηλές διασυνδέσεις στο Λευκό Πύργο, θα έλεγα, γιατί αλλιώς δεν θα ριψοκινδύνευε να κάνει όσα έχει κάνει. Κάποια στην Αίθουσα του Πύργου; Όχι μόνο μία, θα έλεγα· σίγουρα είναι πάνω από μία. Αυτή η είδηση θα συγκλόνιζε τον κόσμο. Μα γιατί να μπλέκουμε σε μπελάδες; Ίσως να ήταν καλύτερα αν έμενε ο γερο-βάρδος στην ησυχία του, σε μια τρύπα στα καταλύματα των υπηρετών. Δεν είναι παρά ένας γερο-βάρδος, που παίζει την άρπα του και διηγείται τις ιστορίες του. Ιστορίες που δεν πειράζουν κανέναν».

Αν είχε κατορθώσει να την κλονίσει έστω και στο ελάχιστο, αυτή δεν το έδειξε. «Πάντα είναι επικίνδυνο να κάνει κάποιος εικασίες δίχως στοιχεία», είπε γαλήνια. «Δεν χρησιμοποιώ το όνομα του Οίκου μου, με δική μου επιλογή. Ο Οίκος Ντέημοντρεντ είχε δικαιολογημένα άσχημη φήμη, ακόμα και πριν ο Λάμαν κόψει το Αβεντοραλντέρα και χάσει γι’ αυτό το λόγο το θρόνο και τη ζωή του. Ύστερα από τον Πόλεμο των Αελιτών, η φήμη του χειροτέρεψε, πάλι δικαιολογημένα».

Τίποτα δεν τάραζε αυτή τη γυναίκα; «Τι θες από μένα;» ρώτησε ευερέθιστα.

Εκείνη ούτε βλεφάρισε. «Η Ηλαίην και η Νυνάβε μπαρκάρουν σήμερα για το Τάντσικο. Επικίνδυνη πόλη το Τάντσικο. Οι γνώσεις και οι δεξιοτεχνίες σου ίσως τις βοηθήσουν να επιζήσουν».

Αυτό ήταν λοιπόν. Η Μουαραίν ήθελε να τον χωρίσει από τον Ραντ, να αφήσει το παιδί αφύλαχτο από τα παιχνίδια της. «Όπως το λες, το Τάντσικο τώρα είναι επικίνδυνο, μα έτσι ήταν ανέκαθεν. Εύχομαι ό,τι το καλύτερο για τις νεαρές, αλλά δεν επιθυμώ να χώσω το κεφάλι σε μια φωλιά γεμάτη οχιές. Παραείμαι γέρος για τέτοια πράγματα. Σκεφτόμουν να ασχοληθώ με τη γεωργία. Ήσυχη ζωή. Ασφαλής».

«Νομίζω ότι η ήσυχη ζωή θα σε σκοτώσει». Φαινόταν να βρίσκει αστείο αυτό που είχε ακούσει και καταπιάστηκε με τα φουστάνια της, σιάζοντας τις πτυχές τους με τα μικρά, λεπτά χεράκια της. Του φάνηκε ότι έκρυβε το χαμόγελό της. «Το Τάντσικο, όμως, δεν θα σε σκοτώσει. Σου το εγγυώμαι, και βάσει του Πρώτου Όρκου, ξέρεις ότι είναι αλήθεια».

Αυτός την κοίταξε συνοφρυωμένος, αν κι έβαζε τα δυνατά του να μείνει ανέκφραστος. Το είχε εγγυηθεί και δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά πώς γινόταν να το ξέρει; Ο Θομ ήταν σίγουρος ότι η Μουαραίν δεν μπορούσε να Προβλέπει· ήταν σίγουρος ότι την είχε ακούσει να αρνείται ότι είχε αυτό το Ταλέντο. Μα όμως το είχε πει. Που να καεί αυτή η γυναίκα! «Γιατί να πάω στο Τάντσικο;» Δεν χρειαζόταν να της απευθύνεται με τον τίτλο της.

«Για να προστατεύσεις την Ηλαίην; Την κόρη της Μοργκέις;»

«Δεκαπέντε χρόνια έχω να δω τη Μοργκέις. Η Ηλαίην ήταν μωρό όταν έφυγα από το Κάεμλυν».

Αυτή δίστασε, αλλά όταν μίλησε, η φωνή της ήταν αδυσώπητα σταθερή. «Και ο λόγος που έφυγες από το Κάεμλυν; Ένας ανιψιός ονόματι Όγουιν, αν δεν κάνω λάθος. Ένας από τους φουκαράδες που είπες, που μπορούν να διαβιβάζουν. Οι Κόκκινες αδελφές έπρεπε να τον φέρουν στην Ταρ Βάλον, όπως γίνεται με κάθε τέτοιο άντρα, αντίθετα όμως τον ειρήνεψαν επιτόπου και τον άφησαν στην... καλή προαίρεση των γειτόνων του».

Ο Θομ έριξε την καρέκλα του κάτω καθώς σηκωνόταν όρθιος και μετά αναγκάστηκε να πιαστεί από το τραπέζι, επειδή τα πόδια του έτρεμαν. Ο Όγουιν δεν είχε ζήσει καιρό μετά το ειρήνεμα, τον είχαν διώξει από το σπίτι του οι υποτιθέμενοι φίλοι του, που δεν ανέχονταν να ζει ανάμεσά τους ένας άντρας που δεν μπορούσε πια να διαβιβάζει. Ο Όγουιν δεν ήθελε να ζήσει πια κι αυτό ο Θομ δεν μπόρεσε να το σταματήσει, ούτε και μπόρεσε να σταματήσει τη γυναίκα του Όγουιν, που τον ίδιο μήνα τον ακολούθησε στον τάφο.

«Γιατί...;» Ξερόβηξε τραχιά και προσπάθησε να διώξει τη βραχνάδα από τη φωνή του. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;»

Το πρόσωπο της Μουαραίν έδειχνε συμπόνια. Μήπως και μεταμέλεια; Σίγουρα όχι. Όχι μια Άες Σεντάι. Και η συμπόνια σίγουρα ήταν ψεύτικη. «Δεν θα τα έλεγα, αν ήσουν διατεθειμένος απλώς να πας για να βοηθήσεις την Ηλαίην και τη Νυνάβε».

«Γιατί, που να καείς; Γιατί;»

«Αν πας με την Ηλαίην και τη Νυνάβε, όταν σε ξαναδώ θα σου πω τα ονόματα αυτών των Κόκκινων αδελφών, καθώς επίσης και το όνομα εκείνης που τους έδωσε τη διαταγή. Δεν έδρασα αυτοβούλως. Και είναι βέβαιο ότι θα σε ξαναδώ. Θα επιζήσεις από το Τάραμπον».

Αυτός πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα. «Τι να τα κάνω τα ονόματα τους;» ρώτησε με ουδέτερη φωνή. «Ονόματα κάποιων Άες Σεντάι, που φορούν την εξουσία του Λευκού Πύργο».

«Ένας επιδέξιος και επικίνδυνος παίκτης του Παιχνιδιού των Οίκων μάλλον θα μπορούσε να τα αξιοποιήσει», του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. «Δεν έπρεπε να κάνουν αυτό που έκαναν. Δεν έπρεπε να τις συγχωρήσουν γι' αυτό».

«Με αφήνεις, σε παρακαλώ;»

«Θα σου διδάξω ότι δεν είναι όλες οι Άες Σεντάι σαν εκείνες τις Κόκκινες, Θομ. Πρέπει να το μάθεις».

«Σε παρακαλώ».

Στάθηκε γέρνοντας στο τραπέζι, μέχρι που η Μουαραίν έφυγε· δεν ήθελε να τον δει να λυγίζουν τα γόνατά του και να πέφτει, να δει τα δάκρυα να κυλούν στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Φως μου, Όγουιν. Τα είχε θάψει όσο πιο βαθιά μέσα του μπορούσε. Δεν μπόρεσα να φτάσω εγκαίρως. Ήμουν απασχολημένος. Απασχολημένος με εκείνο το άτιμο το Παιχνίδι των Οίκων. Σκούπισε ενοχλημένος το πρόσωπο με τις παλάμες. Η Μουαραίν ήταν από τους καλύτερους παίκτες του Παιχνιδιού. Τον είχε στριμώξει, είχε βρει τα νήματά του, που νόμιζε ότι ήταν καλά κρυμμένα. Ο Όγουιν. Η Ηλαίην. Η κόρη της Μοργκέις. Το μόνο συναίσθημα που του απέμενε τώρα για τη Μοργκέις ήταν κάποια συμπάθεια, ίσως και κάτι παραπάνω, όμως είναι δύσκολο να παρατήσεις ένα παιδάκι που το έπαιζες στα γόνατά σου. Αυτή η κοπελίτσα θα πάει στο Τάντσικο; Η πόλη θα τη φάει ζωντανή, το ίδιο θα έκανε και πριν από τον πόλεμο. Τώρα θα είναι ένας λάκκος με λυσσασμένα σκυλιά. Και η Μουαραίν θα μου δώσει τα ονόματα. Το μόνο που είχε να κάνει αυτός ήταν να αφήσει τον Ραντ στα χέρια των Άες Σεντάι. Όπως είχε κάνει και με τον Όγουιν. Τον είχε πιάσει σαν φίδι σε διχαλωτό ξύλο, όσο κι αν σφάδαζε δεν θα έκανε τίποτα. Που να καεί αυτή η γυναίκα!


Η Μιν κρέμασε το καλάθι με το εργόχειρο στο μπράτσο της, σήκωσε τα φουστάνια της με το άλλο χέρι και βγήκε από την τραπεζαρία μετά το πρόγευμα, με κομψό βήμα και την πλάτη ίσια. Μπορούσε να ισορροπήσει ένα κύπελλο γεμάτο κρασί στο κεφάλι της, χωρίς να χύσει σταγόνα. Ένας λόγος ήταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει ένα κανονικό βήμα μ' αυτό το φόρεμα, φτιαγμένο από ανοιχτογάλανο μετάξι, με στενό μπούστο, μανίκια και μια μακριά φούστα, της οποίας θα έσερνε τον κεντητό ποδόγυρο στο χώμα, αν δεν τη σήκωνε ψηλά. Ένας άλλος ήταν ότι σίγουρα θα ένιωθε πάνω της το βλέμμα της Λάρας.

Μια ματιά πίσω της απέδειξε ότι είχε δίκιο. Η Κυρά των Μαγειρείων, που έμοιαζε με βαρελάκι με πόδια, την κοίταζε επιδοκιμαστικά από την είσοδο της τραπεζαρίας. Ποιος θα πίστευε ότι αυτή η γυναίκα ήταν καλλονή στα νιάτα της, ή ότι έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τις νεαρές, ερωτοχτυπημένες κοπέλες. «Ζωηρούλες», όπως το έθετε. Ποιος θα υποψιαζόταν ότι θα έπαιρνε την Ελμιντρέντα υπό την αιγίδα της; Δεν ήταν καθόλου βολική αυτή η θέση. Η Λάρας είχε συνέχεια το προστατευτικό της βλέμμα στη Μιν, ένα βλέμμα που έμοιαζε να τη βρίσκει σε όλα τα σημεία του Πύργου. Η Μιν της ανταπέδωσε το χαμόγελο και έσιαξε τα μαλλιά της, που έμοιαζαν με στρογγυλό, μαύρο κράνος από μπούκλες. Που να καεί αυτή η γυναίκα! Δεν έχει να μαγειρέψει τίποτα, να βάλει τις φωνές σε καμία λαντζιέρα;

Η Λάρας της κούνησε το χέρι και το ίδιο έκανε και η Μιν. Δεν μπορούσε να προσβάλλει κάποια που την παρακολουθούσε τόσο στενά και δεν είχε ιδέα πόσα λάθη θα έκανε. Η Λάρας ήξερε όλα τα κολπάκια που έκαναν οι «ζωηρούλες», ενώ όσα δεν ήξερε η Μιν, θα της τα δίδασκε αυτή.

Ένα πραγματικό λάθος, σκέφτηκε η Μιν ενώ καθόταν σ' ένα μαρμάρινο παγκάκι κάτω από μια ψηλή ιτιά, ήταν το κέντημα. Όχι από τη σκοπιά της Λάρας, αλλά από τη δική της. Έβγαλε το στεφάνι του εργόχειρου από το καλάθι και εξέτασε μελαγχολικά τη δουλειά που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα, μερικά λοξά, κίτρινα οξάι και κάτι που σκόπευε να γίνει ένα ανοιχτοκίτρινο μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, αλλά καμία δεν θα το καταλάβαινε αν δεν το εξηγούσε. Αναστέναξε και άρχισε να ξηλώνει τις κλωστές. Η Ληάνε μάλλον είχε δίκαιο· μια γυναίκα μπορούσε να κάθεται ώρες ολόκληρες με ένα στεφάνι του εργόχειρου παρακολουθώντας τους πάντες και τα πάντα, και κανείς δεν το έβρισκε παράξενο. Θα βοηθούσε, όμως, αν είχε έστω και την παραμικρή δεξιοτεχνία.

Τουλάχιστον ήταν ένα τέλειο πρωινό για να κάθεται έξω. Ένας χρυσός ήλιος μόλις είχε προβάλει από τον ορίζοντα, σε έναν ουρανό όπου τα λιγοστά, αφράτα, λευκά σύννεφα έμοιαζαν να έχουν παραταχθεί για να τονίσουν την τελειότητα. Μια γλυκιά αύρα έφερνε ευωδιές από τις τριανταφυλλιές και κουνούσε τους ψηλούς θάμνους κάλμα με τα μεγάλα κόκκινα ή λευκά μπουμπούκια τους. Σε λίγο, τα χαλικοστρωμένα δρομάκια κοντά στο δέντρο θα γέμιζαν ανθρώπους που θα πήγαιναν στις δουλειές τους, από Άες Σεντάι μέχρι σταβλίτες. Ένα τέλειο πρωινό και ένα τέλειο μέρος απ' όπου μπορούσε να παρακολουθεί απαρατήρητη. Ίσως σήμερα να έβλεπε μια χρήσιμη εικόνα.

«Ελμιντρέντα;»

Η Μιν τινάχτηκε και έχωσε το τσιμπημένο δάχτυλο στο στόμα της. Γύρισε από την άλλη στο παγκάκι και ετοιμάστηκε να τα βάλει με τον Γκάγουιν, που την είχε τρομάξει, όμως τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό της. Μαζί του ήταν ο Γκάλαντ. Ήταν ψηλότερος από τον Γκάγουιν, με μακριά πόδια και κινήσεις που είχαν χάρη χορευτή και έδειχναν νευρώδη, σβέλτη δύναμη. Τα χέρια του ήταν κι αυτά μακριά, ωραία, αλλά και δυνατά. Και το πρόσωπό του... Ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει ποτέ της ― έτσι απλά.

«Μη ρουφάς το δάχτυλό σου», είπε χαμογελώντας ο Γκάγουιν. «Ξέρουμε ότι είσαι ομορφούλικο κοριτσάκι· δεν χρειάζεται να μας το αποδείξεις».

Αυτή κοκκίνισε, κατέβασε το χέρι και μόλις που κρατήθηκε για να μην τον αγριοκοιτάξει οργισμένα, κάτι που δεν θα ταίριαζε στην Ελμιντρέντα. Ο Γκάγουιν δεν είχε χρειαστεί ούτε απειλές, ούτε διαταγές από την Άμερλιν για να κρατήσει το μυστικό της, έφτανε που του το είχε ζητήσει, όμως εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να την κοροϊδέψει.

«Δεν είναι σωστό να κοροϊδεύεις, Γκάγουιν», είπε ο Γκάλαντ. «Δεν σκόπευε να σε προσβάλει, κυρά Ελμιντρέντα. Με συγχωρείς, αλλά μήπως έχουμε συναντηθεί κι άλλοτε; Όταν αγριοκοίταξες τόσο θυμωμένα τον Γκάγουιν πριν από λίγο, μου φάνηκε ότι από κάπου σε ξέρω».

Η Μιν χαμήλωσε το βλέμμα συνεσταλμένα. «Α, μα εγώ δεν θα σε ξεχνούσα ποτέ, Άρχοντα Γκάλαντ», είπε κάνοντας όσο καλύτερα μπορούσε τη φωνή ενός χαζοκόριτσου. Ο ψευτογελαστός τόνος και ο θυμός για το σφάλμα της την έκαναν να κοκκινίσει, κάτι που βελτίωσε τη μεταμφίεσή της.

Δεν έμοιαζε καθόλου με τον εαυτό της, και το φόρεμα και τα μαλλιά δεν ήταν ο μόνος λόγος. Η Ληάνε είχε βρει στην πόλη κρέμες, πούδρες και μια απίστευτη συλλογή από μυστηριώδη, ευωδιαστά πράγματα, και της είχε κάνει ασκήσεις, ώσπου η Μιν έμαθε και μπορούσε να τα βάζει ακόμα και κοιμισμένη. Τώρα τα ζυγωματικά της ήταν τονισμένα και τα χείλη της είχαν πιο έντονο χρώμα από αυτό που της είχε δώσει η φύση. Μια σκούρα κρέμα, που κάλυπτε τα βλέφαρά της, και μια ψιλή πούδρα, που τόνιζε τις βλεφαρίδες της, έκαναν τα μάτια της να φαντάζουν μεγαλύτερα. Δεν ήταν καθόλου ο εαυτός της. Μερικές μαθητευόμενες της είχαν πει με θαυμασμό πόσο όμορφη ήταν, ενώ ακόμα και μερικές Άες Σεντάι την είχαν αποκαλέσει «όμορφο παιδί». Το μισούσε αυτό. Παραδεχόταν ότι το φόρεμα ήταν ωραίο, αλλά τα υπόλοιπα τα μισούσε. Εντούτοις, δεν είχε νόημα να μεταμφιέζεται αν δεν το έκανε συνεχώς.

«Είμαι σίγουρος ότι θα το θυμόσουν», είπε ξερά ο Γκάγουιν. «Δεν ήθελα να διακόψω το κέντημά σου ― σπουργίτια είναι αυτά; Κίτρινα σπουργίτια;» Η Μιν έκρυψε ξανά το στεφάνι στο καλάθι. «Ήθελα, όμως, να ζητήσω τη γνώμη σου γι' αυτό». Της έβαλε στα χέρια ένα μικρό, δερματόδετο βιβλίο, παλιό και κουρελιασμένο. Ξαφνικά η φωνή του σοβάρεψε. «Πες στον αδελφό μου ότι είναι σαχλαμάρα. Ίσως εσένα να σε ακούσει».

Αυτή περιεργάστηκε το βιβλίο. Η Οδός τον Φωτός, του Λόθαιρ Μάντελαρ. Ανοίγοντάς το, διάβασε στην τύχη: «Επομένως να αποστρέφεσαι κάθε ηδονή, διότι η καλοσύνη είναι ένα καθαρό ιδανικό, ένα τέλειο, κρυστάλλινο ιδεώδες, που το επισκιάζουν τα ταπεινά συναισθήματα. Μην κανακεύεις τη σάρκα. Η σάρκα είναι αδύναμη, αλλά το πνεύμα δυνατό· η σάρκα είναι ανήμπορη, εκεί που το πνεύμα είναι δυνατό. Η σωστή σκέψη πνίγεται στο συναισθηματισμό και η σωστή δράση παρεμποδίζεται από τα πάθη. Να αντλείς ευχαρίστηση από το ορθό και μόνο από το ορθό». Έμοιαζαν με καθαρές ανοησίες.

Η Μιν χαμογέλασε στον Γκάγουιν ― κατάφερε, μάλιστα, και να χαχανίσει. «Τόσο πολλές λέξεις. Φοβάμαι πως δεν ξέρω πολλά από βιβλία, Άρχοντα Γκάγουιν. Όλο λέω να πάρω ένα να διαβάσω ― αλήθεια». Αναστέναξε. «Αλλά πού χρόνος. Και μόνο για να φτιάξω τα μαλλιά μου θέλω ώρες. Σου φαίνονται ωραία;» Η έκφραση οργής και κατάπληξης στο πρόσωπό του παραλίγο να την κάνει να γελάσει, αλλά τελευταία στιγμή έκανε το γέλιο της χαχάνισμα. Ήταν πολύ ευχάριστο να έχει το πάνω χέρι, έτσι για αλλαγή· θα φρόντιζε να δει αν μπορούσε να το κάνει αυτό συχνότερα. Αυτή η μεταμφίεση πρόσφερε δυνατότητες τις οποίες δεν είχε συλλογιστεί. Η παραμονή της στον Πύργο ήταν όλο πλήξη και ενοχλήσεις. Της άξιζε λίγη διασκέδαση.

«Ο Λόθαιρ Μάντελαρ», είπε ο Γκάγουιν με σφιγμένη φωνή, «ίδρυσε τους Λευκομανδίτες. Τους Λευκομανδίτες!»

«Ήταν σπουδαίος άνθρωπος», είπε σταθερά ο Γκάλαντ. «Ένας φιλόσοφος με ευγενή ιδανικά. Αν τα Τέκνα του Φωτός κάποιες φορές επέδειξαν... υπερβολική συμπεριφορά... μετά τον καιρό του, το γεγονός αυτό δεν αλλάζει».

«Αχ καλέ. Λευκομανδίτες», είπε ξέπνοα η Μιν και πρόσθεσε ένα τρέμουλο. «Είναι τόσο σκληροί, απ' ό,τι ακούω. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα Λευκομανδίτη να χορεύει. Λέτε να κάνουν κανέναν χορό εδώ πέρα; Ούτε και οι Άες Σεντάι δείχνουν να ενδιαφέρονται για χορούς, και εμένα μου αρέσει πολύ να χορεύω». Ήταν υπέροχη η σύγχυση στα μάτια του Γκάγουιν.

«Δεν το νομίζω», είπε ο Γκάλαντ παίρνοντάς της το βιβλίο. «Οι Άες Σεντάι είναι απασχολημένες με... τις δικές τους δουλειές. Αν ακούσω να δίνουν κάποιον κατάλληλο χορό στην πόλη, θα σε συνοδεύσω, αν το επιθυμείς. Μη φοβάσαι, δεν θα σε ενοχλήσουν αυτά τα δύο καθάρματα». Της χαμογέλασε, χωρίς να συναισθάνεται τι αποτέλεσμα είχε αυτό, και η Μιν βρέθηκε πραγματικά ξέπνοη. Θα έπρεπε να απαγορεύουν στους άντρες να έχουν τέτοια χαμόγελα.

Δεν κατάλαβε αμέσως για ποια καθάρματα μιλούσε. Ήταν οι δύο άντρες που υποτίθεται πως είχαν ζητήσει το χέρι της Ελμιντρέντα, που παραλίγο να μονομαχήσουν επειδή αυτή δεν μπορούσε να αποφασίσει και την είχαν πιέσει τόσο πολύ, που αυτή είχε αναγκαστεί να ζητήσει καταφύγιο στον Πύργο, επειδή δεν έπαυε να ενθαρρύνει και τους δύο. Ήταν η πρόφαση με την οποία βρισκόταν εδώ. Φταίει το φόρεμα, σκέφτηκε. Αν φορούσα τα κανονικά ρούχα μου, το μυαλό μου θα δούλευε μια χαρά.

«Πρόσεξα ότι η Άμερλιν σου μιλά κάθε μέρα», είπε ξαφνικά ο Γκάγουιν. «Ανέφερε την αδελφή μας, την Ηλαίην; Ή την Εγκουέν αλ'Βέρ; Είπε πού βρίσκονται;»

Η Μιν ευχήθηκε μέσα της να μπορούσε να του μαυρίσει το μάτι. Ο Γκάγουιν βέβαια δεν ήξερε γιατί η Μιν υποκρινόταν πως ήταν μια άλλη, όμως είχε συμφωνήσει να τη βοηθήσει να γίνει αποδεκτή ως Ελμιντρέντα και τώρα, με τα λόγια του, τη συσχέτιζε με αυτές τις γυναίκες, που πολλές στον Πύργο ήξεραν ότι ήταν φίλες της Μιν. «Α, η Έδρα της Άμερλιν είναι υπέροχη γυναίκα», είπε γλυκά, μ' ένα χαμόγελο που αποκάλυπτε τα δόντια της. «Πάντα με ρωτάει πώς περνάω την ώρα μου και μου κάνει κομπλιμέντα για τα φορέματά μου. Μάλλον ελπίζει να αποφασίσω σύντομα ανάμεσα στον Ντάρβαν και τον Γκόμαλ, αλλά μου είναι αδύνατο». Άνοιξε τα μάτια πλατιά, ελπίζοντας να έδειχνε έτσι μπερδεμένη και ανήμπορη. «Είναι και οι δύο γλύκες. Ποια είπες; Την αδελφή σου, Άρχοντά Γκάγουιν; Την ίδια την Κόρη-Διάδοχο; Δεν νομίζω να άκουσα την Έδρα της Άμερλιν να την αναφέρει ποτέ. Ποιο ήταν το άλλο όνομα;» Άκουσε τον Γκάγουιν να τρίζει τα δόντια του.

«Δεν θα έπρεπε να ενοχλούμε την κυρά Ελμιντρέντα μ' αυτό», είπε ο Γκάλαντ. «Είναι δικό μας πρόβλημα, Γκάγουιν. Από εμάς εξαρτάται να βρούμε το ψέμα και να το αντιμετωπίσουμε».

Η Μιν μόλις που τον άκουγε, επειδή κοίταζε ένα μεγαλόσωμο άντρα με μακριά, μαύρα μαλλιά, που έπεφταν σε μπούκλες γύρω από τους καμπουρωτούς ώμους του· ο άντρας αυτός περιπλανιόταν άσκοπα σε ένα χαλικοστρωμένο δρομάκι του κήπου που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα, υπό το αδιάκοπο βλέμμα μιας Αποδεχθείσας. Είχε ξαναδεί τον Λογκαίν, έναν άντρα με πρόσωπο κάποτε χαρωπό και τώρα θλιμμένο, πάντα με τη συνοδεία μιας Αποδεχθείσας. Η δουλειά της ήταν όχι μόνο να προλάβει κάποια πιθανή δραπέτευση, αλλά και να τον εμποδίσει να αυτοκτονήσει· παρά τον όγκο του, η δραπέτευση δεν φαινόταν ιδιαίτερα πιθανή. Αλλά η Μιν δεν είχε δει ποτέ άλλοτε ένα φλογισμένο φωτοστέφανο στο κεφάλι του, που ακτινοβολούσε χρυσά και γαλανά χρώματα. Εμφανίστηκε μόνο για μια στιγμή, αλλά αυτό της αρκούσε.

Ο Λογκαίν είχε αυτοανακηρυχθεί Αναγεννημένος Δράκοντας· τον είχαν αιχμαλωτίσει και τον είχαν ειρηνέψει. Όποια δόξα κι αν είχε ως ψεύτικος Δράκοντας, τώρα είχε χαθεί. Το μόνο που του απέμενε ήταν η απόγνωση των ειρηνεμένων, σαν άνθρωπος που του έχουν κλέψει την όραση, την ακοή και τη γεύση, και περίμενε να πεθάνει, περίμενε το θάνατο που αναπόφευκτα έβρισκε τέτοιους άντρες ύστερα από λίγα χρόνια. Την κοίταξε, μάλλον χωρίς να τη βλέπει· η ματιά του έμοιαζε να στρέφεται απέλπιδα προς τον εαυτό του. Γιατί λοιπόν είχε ένα φωτοστέφανο, που έκραζε για μελλούμενη δόξα και εξουσία; Αυτό έπρεπε να το πει στην Άμερλιν.

«Ο δύστυχος», μουρμούρισε ο Γκάγουιν. «Δεν μπορώ να μην τον οικτίρω. Φως μου, θα ήταν σπλαχνικό αν τον άφηναν να δώσει ένα τέλος. Γιατί τον αναγκάζουν να ζει;»

«Δεν του αξίζει οίκτος», δήλωσε ο Γκάλαντ. «Λησμόνησες τι ήταν, τι έκανε; Πόσες χιλιάδες σκοτώθηκαν, μέχρι να τον συλλάβουν; Πόσες πόλεις κάηκαν; Ας ζήσει, ως προειδοποίηση για τους άλλους».

Ο Γκάγουιν ένευσε, απρόθυμα όμως. «Όμως υπήρξε κόσμος που τον ακολούθησε. Κάποιες από τις πόλεις που λες πυρπολήθηκαν αφού κήρυξαν την πίστη τους σ' αυτόν».

«Πρέπει να φύγω», είπε η Μιν καθώς σηκωνόταν όρθια. Ο Γκάλαντ αμέσως άρχισε τις αβρότητες.

«Συγχώρεσέ μας, κυρά Ελμιντρέντα. Δεν θέλαμε να σε φοβίσουμε. Ο Λογκαίν δεν μπορεί να σε πειράξει. Σε διαβεβαιώνω».

«Θα... Ναι, τον είδα και παραλίγο να λιποθυμήσω. Συγχωρήστε με. Στ' αλήθεια πρέπει να πάω να ξαπλώσω».

Ο Γκάγουιν έδειξε μεγάλη δυσπιστία, όμως άρπαξε το καλάθι της, πριν αυτή προλάβει να το πιάσει. «Για να σε συνοδεύσω, ως ένα σημείο τουλάχιστον», της είπε με φωνή που έσταζε ψεύτικη έγνοια. «Αυτό το καλάθι είναι πολύ βαρύ για σένα με τη ζαλάδα που σ' έπιασε. Δεν θα ήθελα να λιγοθυμήσεις».

Της ήρθε να πιάσει το καλάθι και να του το φέρει στο κεφάλι, μα η Ελμιντρέντα δεν θα αντιδρούσε έτσι. «Α, σ' ευχαριστώ, Άρχοντά Γκάγουιν. Είσαι τόσο ευγενικός. Τόσο ευγενικός. Όχι, όχι, Άρχοντά Γκάλαντ. Μη σας βάλω όλους σε κόπο. Κάθισε εδώ και διάβασε το βιβλίο σου. Πες μου ότι αυτό θα κάνεις. Αλλιώς δεν θα το αντέξω». Πετάρισε και τα ματόκλαδά της.

Με κάποιον τρόπο, κατόρθωσε να βολέψει τον Γκάλαντ στο μαρμαρένιο παγκάκι και να φύγει, αν και ο Γκάγουιν δεν έλεγε να ξεκολλήσει από δίπλα της. Οι φούστες της ήταν μεγάλη ενόχληση· ήθελε να τις σηκώσει ως τα γόνατα και να τρέξει, όμως η Ελμιντρέντα δεν θα έτρεχε ποτέ και δεν θα εξέθετε ποτέ τα πόδια της, εκτός αν χόρευε. Η Λάρας της είχε κάνει εκτεταμένες διαλέξεις πάνω σ' αυτό το ζήτημα· μια φορά αν έτρεχε, θα κατέστρεφε εντελώς την εικόνα της Ελμιντρέντα. Και ο Γκάγουιν...;

«Δώσε μου το καλάθι, βλάκα, που έχεις περισσότερους μυς παρά μυαλό», τον αποπήρε μόλις τους έχασε ο Γκάλαντ και του το τράβηξε άγρια, πριν της το δώσει. «Τι κάνεις και με ρωτάς για την Ηλαίην και την Εγκουέν μπροστά του; Η Ελμιντρέντα δεν τις έχει γνωρίσει ποτέ. Η Ελμιντρέντα δεν ενδιαφέρεται γι' αυτές. Η Ελμιντρέντα δεν θέλει να την αναφέρουν στην ίδια πρόταση μ' αυτές! Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Όχι», είπε αυτός. «Εφόσον δεν μου εξηγείς, όχι. Λυπάμαι όμως». Η μεταμέλεια που έδειχνε η φωνή του ήταν ελάχιστη και δεν της έφτανε. «Είναι απλώς που ανησυχώ. Πού βρίσκονται; Τα νέα που ανεβαίνουν από το ποτάμι για έναν ψεύτικο Δράκοντα στο Δάκρυ δεν βοηθούν για να ηρεμήσω. Βρίσκονται εκεί, κάπου εκεί πέρα, το Φως μόνο ξέρει πού, και εγώ αναρωτιέμαι, τι γίνεται αν έχουν μπλέξει σε καμιά καταστροφή, σαν αυτή που έφερε ο Λογκαίν στη Γκεάλνταν;»

«Κι αν δεν είναι ψεύτικος Δράκοντας;» ρώτησε η Μιν επιφυλακτικά.

«Εννοείς επειδή οι ιστορίες που κυκλοφορούν στο δρόμο λένε ότι κατέλαβε την Πέτρα του Δακρύου; Οι φήμες έχουν έναν τρόπο να μεγεθύνουν τα γεγονότα. Θα το πιστέψω όταν το δω και, εν πάση περιπτώσει, θέλω κι άλλα για να πειστώ. Ακόμα και η Πέτρα μπορεί να πέσει. Φως μου, δεν πιστεύω πραγματικά ότι η Ηλαίην και η Εγκουέν είναι στο Δάκρυ, η άγνοια όμως μου κατατρώει τα σωθικά. Αν έπαθε κάτι...»

Η Μιν δεν ήξερε ποια από τις δύο εννοούσε και υποψιαζόταν ότι ούτε κι αυτός το ήξερε. Παρά τα πειράγματά του, η καρδιά της τον συμπονούσε, όμως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. «Αν μόνο έκανες αυτό που σου λέω, αν —»

«Το ξέρω. Αν έδειχνα εμπιστοσύνη στην Άμερλιν. Εμπιστοσύνη!» Άφησε μια μακριά ανάσα. «Ξέρεις ότι ο Γκάλαντ πίνει στα καπηλειά μαζί με Λευκομανδίτες; Ο καθένας μπορεί να περάσει τη γέφυρα αν έρχεται εν ειρήνη, ακόμα και τα Τέκνα του Φωτός, που να πάρει».

«Ο Γκάλαντ;» έκανε αυτή χωρίς να το πιστεύει. «Σε καπηλειά; Πίνει;»

«Το πολύ ένα-δυο κύπελλα, είμαι βέβαιος. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του παραπάνω, ακόμα κι αν ήταν η μέρα που γιορτάζει την ονοματοδοσία του». Ο Γκάγουιν συνοφρυώθηκε, σαν να μην ήξερε αν αυτό ήταν κριτική στον Γκάλαντ. «Το θέμα είναι ότι μιλάει με Λευκομανδίτες. Και τώρα, να και το βιβλίο. Σύμφωνα με την αφιέρωση, του το έδωσε ο ίδιος ο Ήμον Βάλντα. “Με την ελπίδα ότι θα βρεις το δρόμο”. Ο Βάλντα, Μιν. Ο άνθρωπος που διοικεί τους Λευκομανδίτες στην άλλη μεριά των γεφυρών. Η άγνοια τρώει και τον Γκάλαντ. Κάθεται κι ακούει τους Λευκομανδίτες. Αν πάθει κάτι η αδελφή μας, ή η Εγκουέν...» Κούνησε το κεφάλι. «Ξέρεις πού βρίσκονται, Μιν; Θα μου έλεγες αν το ήξερες; Γιατί κρύβεσαι;»

«Επειδή τρέλανα δυο άντρες με την ομορφιά μου και δεν μπορώ να αποφασίσω», του είπε καυστικά.

Αυτός κάγχασε πικρά και μετά το έκρυψε μ' ένα πλατύ χαμόγελο. «Ε, αυτό θα μπορούσα να το πιστέψω». Χασκογέλασε και τη χάιδεψε με το ένα του δάχτυλο κάτω από το πηγούνι. «Είσαι ομορφούλα, Ελμιντρέντα. Ομορφούλα και πανέξυπνη».

Εκείνη έσφιξε τη γροθιά της και προσπάθησε να τον πετύχει στο μάτι, όμως αυτός έκανε πίσω μ' ένα χορευτικό βήμα και η Μιν σκόνταψε στα φουστάνια της και παραλίγο να πέσει. «Άμυαλο ζώο!» μούγκρισε.

«Μα τι αιθέρια χάρη είναι αυτή, Ελμιντρέντα», γέλασε εκείνος. «Φωνή σαν τσίτερ, σαν αηδόνι ή σαν γουργουριστή περιστερά του δειλινού. Ποιος άντρας δεν θα άρχιζε να ονειροπολεί βλέποντας την Ελμιντρέντα;» Το κέφι χάθηκε και την κοίταξε σοβαρά. «Αν μάθεις κάτι, σε παρακαλώ πες μου. Σε παρακαλώ. Θα σε ικετέψω γονατιστός, Μιν».

«Θα σου πω», του είπε. Αν μπορώ. Αν είναι ασφαλές γι’ αυτές. Φως μου, το μισώ αυτό το μέρος. Γιατί δεν μπορώ να ξαναγυρίσω στον Ραντ;

Άφησε εκεί τον Γκάγουιν και μπήκε στο κτίριο του Πύργου μόνη της, έχοντας το νου της για Άες Σεντάι ή Αποδεχθείσες που μπορεί να τη ρωτούσαν τι έκανε εκτός ισογείου και πού πήγαινε. Η είδηση για τον Λογκαίν ήταν σημαντική και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι να τη συναντήσει η Άμερλιν, φαινομενικά τυχαία, ως συνήθως, κάποια στιγμή το απόγευμα. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στον εαυτό της. Η ανυπομονησία φούντωνε μέσα της.

Είδε λίγες μόνο Άες Σεντάι· έστριβαν σε μια γωνιά μπροστά της ή έμπαιναν σε κάποιο δωμάτιο, κι αυτό ήταν το καλύτερο. Καμία δεν επισκεπτόταν έτσι απλά την Έδρα της Άμερλιν. Οι λιγοστές υπηρέτριες, που καταγίνονταν απορροφημένες με τις δουλειές τους, δεν τη ρωτούσαν φυσικά, ούτε και την κοίταζαν δεύτερη φορά, παρά μόνο για να υποκλιθούν βιαστικά, σχεδόν χωρίς να σταματήσουν.

Άνοιξε την πόρτα που έβγαζε στο μελετητήριο της Άμερλιν και είχε έτοιμη μια χαζή δικαιολογία, σε περίπτωση που ήταν κανείς μαζί με τη Ληάνε, όμως ο προθάλαμος ήταν άδειος. Έτρεξε στην εσωτερική πόρτα και έχωσε μέσα το κεφάλι. Η Άμερλιν και η Τηρήτρια ήταν καθισμένες δεξιά κι αριστερά από το τραπέζι της Σιουάν, το οποίο ήταν γεμάτο με μικρά κομματάκια λεπτού χαρτιού. Τα κεφάλια τους γύρισαν απότομα προς το μέρος της, με βλέμματα σαν καρφιά.

«Τι γυρεύεις εδώ;» της φώναξε η Άμερλιν. «Υποτίθεται ότι είσαι ένα χαζοκόριτσο που ζήτησε καταφύγιο, όχι παιδική μου φίλη. Δεν υπάρχει επαφή μεταξύ μας, παρά μόνο τυχαία, όπως προσπερνάμε η μια την άλλη. Αν χρειαστεί, θα βάλω τη Λάρας να σε προσέχει όπως νοσοκόμα ένα παιδί. Θα το απολάμβανε, νομίζω, αλλά αμφιβάλω αν θα ένιωθες κι εσύ το ίδιο».

Η Μιν ζάρωσε και μόνο στη σκέψη. Ξαφνικά ο Λογκαίν δεν φαινόταν να είναι κάτι τόσο επείγον· ήταν πολύ απίθανο να κέρδιζε οποιαδήποτε δόξα τις επόμενες μέρες. Δεν ήταν όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που είχε έρθει, ήταν απλώς μια πρόφαση και δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα. Έκλεισε την πόρτα πίσω ι ης και ψέλλισε τι είχε δει και τι σήμαινε. Ακόμα ένιωθε άβολα μπροστά στη Ληάνε.

Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι κουρασμένα. «Άλλη μια ανησυχία. Λιμός στην Καιρχίν. Μια αδελφή που εξαφανίστηκε στο Τάραμπον. Οι επιδρομές των Τρόλοκ στις Μεθόριους αυξάνονται πάλι. Ο βλάκας που αυτοαποκαλείται Προφήτης προκαλεί ταραχές στην Γκεάλνταν. Απ' ό,τι φαίνεται, κηρύττει ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε ως Σιναρανός άρχοντας», είπε χωρίς να το πιστεύει. «Ακόμα και τα μικροπράγματα είναι άσχημα. Ο πόλεμος στο Άραντ Ντόμαν έχει σταματήσει το εμπόριο με τη Σαλδαία και οι ελλείψεις προκαλούν αναταραχή στο Μάραντον. Μπορεί γι' αυτό το λόγο να εκθρονίσουν την Τενόμπια. Τα μόνα καλά νέα που άκουσα είναι ότι, για κάποιο λόγο, η Μάστιγα έχει υποχωρήσει. Μια ζώνη πρασινάδας, πλάτους δύο μιλίων ή και περισσότερο, πέρα από τις πέτρες που δείχνουν τα σύνορα, από τη Σαλδαία ως το Σίναρ, δίχως ίχνος εκφυλισμού ή λοιμού. Αυτή είναι η πρώτη φορά, απ' όσο θυμόμαστε, που συνέβη κάτι τέτοιο. Φαντάζομαι, όμως, ότι τα καλά νέα πρέπει να ισορροπήσουν με τα άσχημα. Όταν η βάρκα έχει μια τρύπα, σίγουρα έχει κι άλλες. Μακάρι μόνο να υπήρχε μια ισορροπία. Ληάνε, βάλε να αυξηθεί η φρουρά του Λογκαίν. Δεν βλέπω τι πρόβλημα θα μπορούσε να δημιουργήσει τώρα, αλλά δεν θέλω να μάθω». Έστρεψε τα διαπεραστικά, γαλανά μάτια της στη Μιν, «Πώς και ήρθες, πετώντας εδώ σαν σκιαγμένος γλάρος; Ο Λογκαίν μπορεί να περιμένει. Ο άνθρωπος αποκλείεται να βρει δόξα και εξουσία πριν από το ηλιοβασίλεμα».

Τα λόγια της σχεδόν απηχούσαν τις σκέψεις της Μιν κι αυτή σάλεψε αμήχανα. «Το ξέρω», είπε. Η Ληάνε ύψωσε τα φρύδια προειδοποιητικά. «Μητέρα», πρόσθεσε βιαστικά η Μιν. Η Τηρήτρια ένευσε επιδοκιμαστικά.

«Αυτό δεν μου λέει το λόγο, μικρή μου», είπε η Σιουάν.

Η Μιν ετοιμάστηκε. «Μητέρα, απ' όσα έχω δει από την πρώτη μέρα, τίποτα δεν ήταν πολύ σημαντικό. Σίγουρα δεν έχω δει κάτι που να δείχνει το Μαύρο Ατζα». Αυτό το όνομα ακόμα της έφερνε ρίγη. «Ό,τι ξέρω για τη συμφορά που θα αντιμετωπίσετε εσείς οι Άες Σεντάι σου τα έχω πει, ενώ τα υπόλοιπα είναι άχρηστα». Αναγκάστηκε να κάνει μια παύση και να ξεροκαταπιεί με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα πάνω της. «Μητέρα, δεν υπάρχει λόγος να μείνω. Υπάρχει λόγος να φύγω. Ίσως ο Ραντ μπορέσει να αξιοποιήσει αυτό που κάνω. Αν πράγματι κατέλαβε την Πέτρα... Μητέρα, ίσως να με χρειάζεται». Εγώ πάντως τον χρειάζομαι, που να καώ η ανόητη!

Η Τηρήτρια ανατρίχιασε όταν αναφέρθηκε το όνομα του Ραντ. Η Σιουάν, αντιθέτως, ξεφύσησε δυνατά. «Οι εικόνες σου μας έχουν φανεί πολύ χρήσιμες. Είναι σημαντικό να ξέρουμε για τον Λογκαίν. Βρήκες τον ιπποκόμο που έκλεβε, πριν πέσουν οι υποψίες σε άλλον. Και η μαθητευόμενη με τα πυρόξανθα μαλλιά, που θα έμενε έγκυος...! Η Σέριαμ το σταμάτησε αυτό —η κοπέλα δεν θα σκέφτεται καν τους άντρες πριν τελειώσει την εκπαίδευση της― αλλά χωρίς εσένα δεν θα το μαθαίναμε, παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Όχι, δεν μπορείς να φύγεις. Κάποια στιγμή οι εικόνες σου θα μου ζωγραφίσουν ένα χάρτη για το Μαύρο Άτζα και μέχρι τότε, βγάζουν το ψωμί τους με το παραπάνω».

Η Μιν αναστέναξε, κι όχι μόνο επειδή η Άμερλιν σκόπευε να την κρατήσει. Την τελευταία φορά που είχε δει εκείνη την κοκκινομάλλα μαθητευόμενη, η κοπέλα τρύπωνε σε μια δασόφυτη περιοχή του παλατιού παρέα μ' ένα μυώδη φρουρό. Θα παντρεύονταν, ίσως πριν από το τέλος του καλοκαιριού· η Μιν το κατάλαβε αυτό μόλις τους είδε μαζί, αν και ο Πύργος δεν άφηνε τις μαθητευόμενες να φύγουν πριν να είναι έτοιμες, ούτε ακόμα και κάποια που δεν μπορούσε να προοδεύσει άλλο στην εκπαίδευσή της. Υπήρχε μια φάρμα στο μέλλον αυτού του ζευγαριού, καθώς και ένα τσούρμο παιδιά, αλλά δεν είχε νόημα να το πει στην Άμερλιν.

«Μητέρα, θα μπορούσες τουλάχιστον να πεις στον Γκάγουιν και τον Γκάλαντ ότι η Εγκουέν και η αδελφή τους είναι καλά;» Την ενόχλησε το γεγονός ότι έκανε αυτή την ερώτηση, το ίδιο και ο τόνος της φωνής της. Ήταν ένα παιδί που του είχαν αρνηθεί την τούρτα και τώρα ζητούσε κουλουράκι. «Τουλάχιστον πες τους κάτι άλλο, εκτός από εκείνη τη γελοία ιστορία για επιτίμια και φάρμες».

«Σου είπα ότι δεν είναι δική σου έγνοια. Μη με κάνεις να σου το ξαναπώ».

«Δεν το πιστεύουν, όπως δεν το πιστεύω κι εγώ», πρόφτασε να πει η Μιν, πριν τη σταματήσει το ψυχρό χαμόγελο της Άμερλιν. Δεν ήταν ένα χαμόγελο που έδειχνε ότι το έβρισκε αστείο.

«Προτείνεις, λοιπόν, να αλλάξω το μέρος που υποτίθεται ότι βρίσκονται, αφού άφησα τους πάντες να νομίζουν ότι είναι σε μια φάρμα; Λες να μην προκαλέσει απορίες κάτι τέτοιο; Όλοι το δέχονται, εκτός από αυτά τα αγόρια. Κι εκτός από σένα. Τέλος πάντων, ο Κούλιν Γκαϊντίν θα πρέπει να τους απασχολήσει ακόμα πιο εντατικά. Οι πιασμένοι μύες και ο ιδρώτας κάνουν τα μυαλά των αντρών να ξεχνούν τους άλλους μπελάδες. Και των γυναικών, επίσης. Αν συνεχίσεις τις ερωτήσεις, θα δούμε πώς θα είσαι ύστερα από μερικές μέρες που θα πλένεις κατσαρόλες. Καλύτερα να χάσουμε τις υπηρεσίες σου για δυο-τρεις μέρες, παρά να χώνεις τη μύτη σου εκεί που δεν πρέπει».

«Δεν ξέρεις καν αν έχουν μπλέξει, έτσι δεν είναι; Ούτε και για τη Μουαραίν». Δεν εννοούσε τη Μουαραίν όμως.

«Μικρή μου», είπε προειδοποιητικά η Ληάνε, όμως η Μιν δεν μπορούσε να σταματήσει πια.

«Γιατί δεν μάθαμε τίποτα; Οι φήμες έφτασαν πριν από δυο μέρες. Δυο μέρες! Γιατί κανένα από τα χαρτάκια στο γραφείο σου δεν έχει μήνυμά της; Δεν έχει περιστέρια; Νόμιζα ότι εσείς οι Άες Σεντάι είχατε παντού ανθρώπους με ταχυδρομικά περιστέρια. Αν δεν υπήρχε κανείς στο Δάκρυ, κακώς. Ένας έφιππος τώρα θα είχε φτάσει στην Ταρ Βάλον. Γιατί...;»

Η παλάμη της Σιουάν έπεσε στο τραπέζι μ' έναν οξύ κρότο, κόβοντάς την. «Έχεις μάθει να υπακούς μια χαρά», είπε σαρκαστικά. «Παιδί μου, μέχρι να ακούσουμε κάτι περί του εναντίου, θα υποθέτουμε ότι ο νεαρός είναι καλά. Προσευχήσου να είναι έτσι». Η Ληάνε τρεμούλιασε ξανά. «Υπάρχει ένα ρητό στο Μάουλε, παιδί μου. “Μην πας γυρεύοντας μπελάδες, αν δεν σε γυρέψουν αυτοί”. Βάλε το καλά στο νου σου, παιδί μου».

Ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα.

Η Αμερλιν και η Τηρήτρια κοιτάχτηκαν· έπειτα δύο ζευγάρια μάτια στράφηκαν στη Μιν. Η παρουσία της ήταν πρόβλημα. Δεν υπήρχε πουθενά μέρος να κρυφτεί· ακόμα και το μπαλκόνι φαινόταν ολόκληρο μέσα από το δωμάτιο.

«Ένας λόγος για να είσαι εδώ», μουρμούρισε η Σιουάν, «που να μη σε κάνει να δείχνεις ακόμα πιο χαζή απ' όσο υποτίθεται ότι είσαι. Ληάνε, στάσου έτοιμη στην πόρτα». Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν μαζί και η Σιουάν έκανε το γύρο του τραπεζιού, ενώ η Ληάνε ζύγωσε την πόρτα. «Πάρε τη θέση της Ληάνε, μικρή μου. Άντε, παιδί μου, μη σέρνεις τα πόδια σου. Τώρα πάρε μουτρωμένη έκφραση. Όχι θυμωμένη, μουτρωμένη! Πέτα το κάτω χείλος σου και κοίτα το πάτωμα. Μου έρχεται να σου βάλω κόκκινες κορδέλες στα μαλλιά, πελώριους, κόκκινους φιόγκους. Έτσι ακριβώς. Ληάνε». Η Άμερλιν έστησε τις γροθιές στους γοφούς της και ύψωσε τη φωνή της. «Κι αν ποτέ μου ξανάρθεις απρόσκλητη, κορίτσι μου, θα σε...»

Η Ληάνε άνοιξε την πόρτα, που τους αποκάλυψε μια μελαψή μαθητευόμενη, η οποία μόρφασε ακούγοντας τον εξάψαλμο της Σιουάν και ύστερα έκλινε βαθιά το γόνυ. «Μηνύματα για την Άμερλιν, Άες Σεντάι», είπε με τσιριχτή φωνή η κοπελίτσα. «Δύο περιστέρια έφτασαν στον περιστερώνα». Ήταν μια από τις κοπέλες που είχαν πει στη Μιν ότι ήταν όμορφη και προσπάθησε να κοιτάζει αλλού, πέρα από την Τηρήτρια, με τα μάτια ορθάνοιχτα.

«Αυτό δεν σε αφορά, παιδί μου», είπε απότομα η Ληάνε, παίρνοντας τους μικρούς, κοκάλινους κυλίνδρους από το χέρι της κοπέλας, «Γύρνα στον περιστερώνα». Πριν σηκωθεί καλά-καλά η μαθητευόμενη, η Ληάνε έκλεισε την πόρτα και έγειρε πάνω της αναστενάζοντας. «Από τότε που μου το είπες, πετιέμαι ψηλά κάθε φορά που ακούω έναν αναπάντεχο ήχο...» Σηκώθηκε και ξαναγύρισε στο τραπέζι. «Δύο ακόμα μηνύματα, Μητέρα. Να τα...;»

«Ναι. Άνοιξέ τα», είπε η Άμερλιν. «Το δίχως άλλο, η Μοργκέις αποφάσισε να εισβάλει τελικά στην Καιρχίν. Ή οι Τρόλοκ κατέκλυσαν τις Μεθόριους. Θα ταίριαζαν με τα άλλα νέα». Η Μιν δεν σηκώθηκε από τη θέση της· η φωνή της Σιουάν ακουγόταν ρεαλιστική μιλώντας γι' αυτές τις απειλές.

Η Ληάνε εξέτασε το κόκκινο βουλοκέρι στην άκρη του ενός μικρού κυλίνδρου, που δεν ήταν μεγαλύτερο από την άρθρωση του δαχτύλου της, και ύστερα το έσπασε με το νύχι, όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν απείραχτο. Με μια λεπτή, φιλντισένια βελόνα, έβγαλε το τυλιγμένο χαρτάκι από μέσα. «Σχεδόν εξίσου άσχημο με τους Τρόλοκ, Μητέρα», είπε σχεδόν αμέσως μόλις άρχισε να διαβάζει. «Ο Μάζριμ Τάιμ δραπέτευσε».

«Φως μου!» έκανε ξερά η Σιουάν. «Πώς;»

«Εδώ λέει μόνο ότι τον πήραν με πανουργία μέσα στη νύχτα, Μητέρα. Δύο αδελφές είναι νεκρές».

«Το Φως να φωτίζει τις ψυχές τους. Αλλά δεν έχουμε χρόνο να θρηνήσουμε τους νεκρούς, όταν ένας σαν τον Τάιμ είναι ζωντανός κι ανειρήνευτος. Πού, Ληάνε;»

«Στο Ντενούιρ, Μητέρα. Ένα χωριουδάκι ανατολικά από τους Μαύρους Λόφους, στο Δρόμο του Μάραντον, πάνω από τις πηγές του Αντέο και του Λουάν».

«Πρέπει να ήταν κάποιοι από τους οπαδούς του. Οι ανόητοι. Γιατί δεν καταλαβαίνουν πότε έχουν νικηθεί; Διάλεξε μια δωδεκάδα από τις πιο αξιόπιστες αδελφές μας, Ληάνε...» Η Άμερλιν έκανε μια γκριμάτσα. «Αξιόπιστες», μουρμούρισε. «Αν ήξερα ποια είναι πιο αξιόπιστη από ασημόκαρφο, δεν θα είχα τα προβλήματα που έχω. Κάνε ό,τι μπορείς, Ληάνε. Δώδεκα αδελφές. Και πεντακόσιους φρουρούς. Όχι, μια ολόκληρη χιλιάδα».

«Μητέρα», έκανε ανήσυχα η Τηρήτρια. «Οι Λευκομανδίτες —»

«― δεν θα δοκίμαζαν να περάσουν τις γέφυρες, ακόμα κι αν τις άφηνα εντελώς αφρούρητες. Θα φοβούνταν παγίδα. Δεν ξέρει κανείς τι συμβαίνει εκεί πέρα, Ληάνε. Αυτοί που θα στείλω, θέλω να είναι έτοιμοι για οτιδήποτε. Και, Ληάνε... ο Μάζριμ Τάιμ να ειρηνευθεί μόλις συλληφθεί ξανά».

Τα μάτια της Ληάνε άνοιξαν διάπλατα από την κατάπληξη. «Ο νόμος».

«Ξέρω πολύ καλά το νόμο, όπως κι εσύ, αλλά δεν θα διακινδυνεύσω να τον ελευθερώσουν πάλι ανειρήνευτο. Δεν θέλω να διακινδυνεύσω να έχω άλλον έναν Γκουαίρ Αμαλάσαν, πάνω σε όλα τ' άλλα».

«Μάλιστα, Μητέρα», είπε αχνά η Ληάνε.

Η Άμερλιν πήρε το δεύτερο κοκάλινο κύλινδρο και τον έσπασε στα δύο με έναν ξερό κρότο, για να βγάλει το μήνυμα. «Επιτέλους, καλά νέα», είπε χαμηλόφωνα, μ' ένα χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό της. «Καλά νέα. “Η σφεντόνα χρησιμοποιήθηκε. Ο βοσκός κρατά το σπαθί”».

«Ο Ραντ;» ρώτησε η Μιν και η Σιουάν ένευσε.

«Φυσικά, κορίτσι μου. Η Πέτρα έπεσε. Ο Ραντ αλ'Θόρ, ο βοσκός, έχει το Καλαντόρ. Τώρα μπορώ να κάνω την κίνησή μου. Ληάνε, θέλω να συνέλθει η Αίθουσα του Πύργου σήμερα το απόγευμα. Όχι, τώρα το πρωί».

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Μιν. «Ήξερες ότι οι φήμες έλεγαν για τον Ραντ. Γιατί συγκαλείς τώρα την Αίθουσα; Τι μπορείς να κάνεις, που δεν το μπορούσες πριν;»

Η Σιουάν γέλασε σαν κοριτσόπουλο. «Αυτό που μπορώ να κάνω τώρα είναι να τους πω ότι έλαβα την είδηση από μια Άες Σεντάι ότι η Πέτρα του Δακρύου έχει πέσει και ότι ένας άντρας έχει πάρει το Καλαντόρ. Η Προφητεία εκπληρώθηκε. Ή, τουλάχιστον, ένα αρκετό μέρος της για να εξυπηρετήσει το σκοπό μου. Ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Θα ξινίσουν, θα τσακωθούν, αλλά καμία δεν θα μου αντιταχθεί, όταν θα διακηρύξω ότι ο Πύργος πρέπει να καθοδηγήσει αυτό τον άντρα. Τουλάχιστον θα μπορώ να ασχοληθώ μαζί του απροκάλυπτα. Ως επί το πλείστον».

«Κάνουμε το σωστό, Μητέρα;» είπε απότομα η Ληάνε. «Ξέρω... Αν έχει το Καλαντόρ, πρέπει να είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά μπορεί να διαβιβάζει, Μητέρα. Ένας άντρας που μπορεί να διαβιβάζει. Τον είδα μόνο μια φορά, αλλά ακόμα και τότε είχε κάτι παράξενο πάνω του. Κάτι παραπάνω από το ότι ήταν τα'βίρεν. Μητέρα, τελικά είναι τόσο διαφορετικός από τον Τάιμ;»

«Η διαφορά είναι ότι αυτός είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κόρη μου», είπε ήρεμα η Άμερλιν. «Ο Τάιμ είναι ένας λύκος, ίσως λυσσασμένος. Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι το κυνηγόσκυλο που θα χρησιμοποιήσουμε για να νικήσουμε τη Σκιά. Καλύτερα να μην αποκαλύψουμε πολλά πράγματα πριν από την ώρα τους».

«Όπως επιθυμείς, Μητέρα», είπε η Τηρήτρια, αλλά και πάλι φαινόταν αναστατωμένη.

«Πήγαινε τώρα. Θέλω να μαζευτεί η Αίθουσα μέσα σε μία ώρα». Η Σιουάν κοίταξε σκεφτική την άλλη να φεύγει. «Μπορεί να υπάρξουν περισσότερες αντιδράσεις εκεί απ' όσο θα ήθελα», είπε όταν έκλεισε η πόρτα.

Η Μιν την κοίταξε επίμονα. «Δεν εννοείς...»

«Α, τίποτα σοβαρό, παιδί μου. Όχι όσο αγνοούν πόσο καιρό ασχολούμαι με το μικρό αλ'Θόρ». Ξανακοίταξε το χαρτάκι και μετά το έριξε στο τραπέζι. «Μακάρι η Μουαραίν να μου είχε πει περισσότερα».

«Γιατί δεν είπε περισσότερα; Και γιατί δεν είχαμε νέα της πριν απ' αυτό;»

«Όλο ερωτήσεις είσαι. Αυτή εδώ, κάνε τη στη Μουαραίν. Πάντα ακολουθούσε το δικό της δρόμο. Ρώτα τη Μουαραίν, παιδί μου».


Η Σάρα Κόβενρυ τσάπιζε χωρίς προσοχή και σειρά, κοιτώντας μουτρωμένη τα βλαστάρια των κλωστόφυλλων και των χηνοποδιών, που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στις σειρές των λάχανων και των παντζαριών. Όχι πως η κυρά Έλγουωρντ ήταν αυστηρή επιστάτρια —δεν ήταν πιο αυστηρή από τη μητέρα της και σίγουρα ήταν πιο καλόβολη από τη Σέριαμ― αλλά η Σάρα δεν είχε πάει στο Λευκό Πύργο για να καταλήξει σε μια φάρμα να τσαπίζει λαχανικά πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος. Το λευκό φόρεμα της μαθητευόμενης ήταν πακεταρισμένο· φορούσε ένα καφέ μάλλινο, που θα μπορούσε να είχε ράψει και η μητέρα της, με τη φούστα δεμένη στα γόνατα για να μη μαζεύει χώμα. Ήταν μεγάλη αδικία. Δεν είχε κάνει τίποτα.

Στριφογύρισε τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της στο σκαμμένο χώμα, αγριοκοίταξε ένα ατίθασο χηνοπόδι και διαβίβασε, για να το κάψει επιτόπου. Σπίθες πετάχτηκαν γύρω από τα φύλλα του βλασταριού κι αυτό μαράθηκε. Το έκοψε βιαστικά και το έδιωξε αμέσως από το μυαλό της. Αν υπήρχε δικαιοσύνη στον κόσμο, ο Άρχοντας Γκάλαντ θα ερχόταν στη φάρμα, έχοντας βγει για να κυνηγήσει.

Έγειρε στην τσάπα και χάθηκε στο ονειροπόλημά της, στο οποίο Θεράπευε τις πληγές του Γκάλαντ, που τις είχε πάθει πέφτοντας από το άλογο —δεν ήταν δικό του το σφάλμα, φυσικά· ήταν υπέροχος αναβάτης― και τότε αυτός τη σήκωνε μπροστά του στη σέλα και δήλωνε ότι θα γινόταν Πρόμαχός της —η Σάρα θα έμπαινε στο Πράσινο Άτζα, φυσικά― και...

«Σάρα Κόβενρυ;»

Η Σάρα αναπήδησε ακούγοντας τη σκληρή φωνή, αλλά δεν ήταν η κυρά Έλγουωρντ. Έκλινε το γόνυ όσο καλύτερα μπορούσε, με τις φούστες μαζεμένες. «Χαίρε την ημέρα, Άες Σεντάι. Ήρθες για να με πάρεις πίσω, στον Πύργο;»

Η Άες Σεντάι την πλησίασε, χωρίς να νοιάζεται που τα φουστάνια της σέρνονταν στο χώμα της πρασιάς. Παρά την καλοκαιριάτικη ζέστη του πρωινού, φορούσε μανδύα και η κουκούλα ήταν ανεβασμένη, κρύβοντας το πρόσωπό της στη σκιά. «Ακριβώς πριν φύγεις από τον Πύργο, οδήγησες μια γυναίκα στην Έδρα της Άμερλιν. Μια γυναίκα που είπε ότι λέγεται Ελμιντρέντα».

«Μάλιστα, Άες Σεντάι», είπε η Σάρα με μια απορία στη φωνή. Δεν της άρεσε ο τρόπος που το είχε πει αυτό η Άες Σεντάι, σαν να είχε αφήσει τον Πύργο για τα καλά.

«Πες μου ό,τι άκουσες ή είδες, κορίτσι μου, από τη στιγμή που ανέλαβες την ευθύνη αυτής της γυναίκας. Τα πάντα».

«Μα δεν άκουσα τίποτα, Άες Σεντάι. Η Τηρήτρια με έδιωξε αμέσως μόλις —» Την έσεισε ο πόνος, κάνοντάς τη να χώσει τα δάχτυλα των ποδιών στο χώμα και να κυρτώσει την πλάτη· ο σπασμός κράτησε μόνο μερικές στιγμές, αλλά της φάνηκε αιώνιος. Παλεύοντας να ανασάνει, συνειδητοποίησε ότι το μάγουλό της ήταν ζουλιγμένο στο έδαφος και τα δάχτυλα των χεριών της είχαν σκάψει το χώμα. Δεν θυμόταν να είχε πέσει. Έβλεπε το καλάθι της μπουγάδας της κυράς Έλγουωρντ γερμένο στο πλάι, κοντά στο πέτρινο αγροτόσπιτο, και τα υγρά σεντόνια να έχουν πέσει κάτω, σχηματίζοντας ένα σωρό. Παρ' όλο που ήταν ζαλισμένη, της φάνηκε παράξενο· η Μόρια Έλγουωρντ ποτέ δεν άφηνε τα πλυμένα έτσι χάμω.

«Τα πάντα, κορίτσι μου», είπε ψυχρά η Άες Σεντάι. Τώρα στεκόταν πάνω από τη Σάρα και δεν έκανε καμία κίνηση να τη βοηθήσει. Την είχε πληγώσει· υποτίθεται ότι αυτό δεν έπρεπε να έχει γίνει. «Κάθε άτομο με το οποίο μίλησε αυτή η Ελμιντρέντα, κάθε λέξη που είπε, κάθε νόημα και έκφραση».

«Μίλησε με τον Άρχοντα Γκάγουιν, Άες Σεντάι», κλαψούρισε στο χώμα η Σάρα. «Αυτό είναι το μόνο που ξέρω, Άες Σεντάι. Το μόνο». Έβαλε τα κλάματα, σίγουρη ότι αυτό δεν θα αρκούσε για να ικανοποιήσει αυτή τη γυναίκα. Είχε δίκιο. Δεν σταμάτησε να ουρλιάζει για πολλή ώρα και όταν έφυγε η Άες Σεντάι, δεν ακουγόταν κανένας ήχος γύρω από το αγροτόσπιτο, με εξαίρεση τις κότες. Ούτε καν μια ανάσα.

Загрузка...