2 Στροβιλίσματα Στο Σχήμα

Ο καυτός, νυχτερινός άνεμος φυσούσε βόρεια, προς την ενδοχώρα, πάνω από το αχανές δέλτα που λεγόταν Δάχτυλα του Δράκοντα ― μια δαιδαλώδης μάζα από πλατιά και στενά ποτάμια, που μερικά πνίγονταν στα μαχαιρόχορτα. Τεράστιες εκτάσεις από καλαμιές παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε μικρές συστάδες δασοσκέπαστων νησιών, γεμάτων με αραχνόριζα δέντρα που δεν φύονταν πουθενά αλλού. Τελικά, το δέλτα κατέληγε στην πηγή του, στον ποταμό Ερινίν, με την πλατιά κοίτη του κατάστικτη από φώτα ― τα φαναράκια που είχαν οι βάρκες για το ψάρεμα. Οι βάρκες και τα φώτα χοροπήδησαν ξέφρενα, έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα, και μερικοί εσχατόγηροι μουρμούρισαν για μοχθηρά πλάσματα που περνούσαν μέσα στη νύχτα. Οι νεαροί γέλασαν, αλλά συνέχισαν να τραβάνε τα δίχτυα με μεγαλύτερη ζέση, ανυπομονώντας να αφήσουν το σκοτάδι και να χωθούν στα σπίτια τους. Τα παραμύθια έλεγαν ότι το κακό δεν μπορεί να περάσει το κατώφλι σου, παρά μονάχα αν το προσκαλέσεις. Έτσι έλεγαν τα παραμύθια. Εδώ έξω, όμως, στο σκοτάδι...

Τα τελευταία ίχνη της αλμύρας είχαν χαθεί όταν ο άνεμος έφτασε πια στη λαμπρή πόλη του Δακρύου, δίπλα στο ποτάμι, όπου τα πανδοχεία και τα μαγαζάκια με τις κεραμιδένιες στέγες στέκονταν κολλητά δίπλα σε παλάτια, που λαμπύριζαν στο φως του φεγγαριού. Εντούτοις, κανένα παλάτι δεν ήταν τόσο ψηλό όσο ο βαρύς όγκος, το βουνό σχεδόν, που εκτεινόταν από την καρδιά της πόλης ως εκεί που έσκαγε το κύμα ― η Πέτρα του Δακρύου, το φρούριο των θρύλων, το παλαιότερο οχυρό της ανθρωπότητας, που είχε αναγερθεί τις τελευταίες μέρες του Τσακίσματος του Κόσμου. Ενώ χώρες και αυτοκρατορίες άνθιζαν και έπεφταν και τις διαδέχονταν άλλες εκ νέου, η Πέτρα βαστούσε. Ήταν ο βράχος πάνω στον οποίο οι στρατοί είχαν τσακίσει δόρατα, σπαθιά και καρδιές εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Κι όλο αυτό το διάστημα, ποτέ δεν την είχαν αλώσει οι εχθρικοί στρατοί. Μέχρι τώρα.

Οι δρόμοι της πόλης, οι ταβέρνες και τα πανδοχεία ήταν σχεδόν άδεια μέσα στο πηχτό σκοτάδι, καθώς οι άνθρωποι προτιμούσαν τη σιγουριά που τους πρόσφεραν οι τοίχοι των σπιτιών τους. Αυτός που κυβερνούσε την Πέτρα ήταν ο Άρχοντας του Δακρύου, της πόλης και του έθνους. Έτσι ήταν ανέκαθεν και ο λαός του Δακρύου πάντα το δεχόταν. Τη μέρα θα ζητωκραύγαζαν τον καινούριο άρχοντά τους με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχαν ζητωκραυγάσει τον παλιό· τη νύχτα ζάρωναν μαζί τρέμοντας, παρά την κάψα, όταν ο άνεμος αλυχτούσε στις στέγες τους σαν χίλιοι πενθούντες που οδύρονταν. Παράξενες, καινούριες ελπίδες χόρευαν στο κεφάλι τους, ελπίδες που κανένας στο Δάκρυ δεν είχε τολμήσει να νιώσει εδώ και εκατό γενιές, ελπίδες ανάμικτες με φόβους παλιούς, σαν το Τσάκισμα.

Ο άνεμος μαστίγωνε το μακρύ, λευκό λάβαρο, που έμοιαζε να αιχμαλωτίζει το φως του φεγγαριού πάνω από την Πέτρα, σαν να πάσχιζε να το ξεριζώσει. Πάνω στο λάβαρο προέλαυνε μια λυγερή μορφή όμοια με ερπετό με πόδια, που είχε χρυσή, λιονταρίσια χαίτη, χρυσοκόκκινες φολίδες και έμοιαζε να ιππεύει τον άνεμο. Ήταν το λάβαρο της προφητείας, που την προσδοκούσαν και την έτρεμαν. Το λάβαρο του Δράκοντα. Του Αναγεννημένου Δράκοντα. Οιωνός της σωτηρίας του κόσμου και προμήνυμα του καινούριου Τσακίσματος που έμελλε να έρθει. Ο άνεμος, έξω φρενών θαρρείς που το λάβαρο τον αψηφούσε έτσι, έδερνε τα σκληρά τείχη της Πέτρας. Το λάβαρο του Δράκοντα ανέμιζε άφοβο στη νύχτα, περιμένοντας δυνατότερες θύελλες.

Σ' ένα δωμάτιο ψηλά, στη δυτική πλευρά της Πέτρας, ο Πέριν καθόταν σ' ένα σεντούκι στην άκρη του κρεβατιού του με τον ουρανό και κοίταζε τη μελαχρινή νεαρή που σουλατσάριζε πάνω-κάτω. Τα χρυσαφένια μάτια του έδειχναν κάποια κούραση. Συνήθως η Φάιλε τον πείραζε, περιγελούσε γλυκά τους αργούς, μελετημένους τρόπους του· απόψε δεν είχε πει ούτε δέκα λέξεις από τη στιγμή που είχε περάσει την πόρτα. Ο Πέριν μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά από τα ροδοπέταλα που είχαν βάλει στα ρούχα της, διπλώνοντάς τα μετά την μπουγάδα, καθώς και την οσμή που ανήκε στην ίδια τη Φάιλε. Και στο ίχνος του καθαρού ιδρώτα της που έφτανε στη μύτη του, διέκρινε νευρικότητα. Η Φάιλε σχεδόν ποτέ δεν φαινόταν νευρική. Αναρωτήθηκε γιατί συνέβαινε αυτό τώρα και ένιωσε μια φαγούρα ψηλά στη ραχοκοκαλιά του, που δεν είχε καμία σχέση με την κάψα της βραδιάς. Τα στενά, σχιστά φουστάνια της θρόιζαν απαλά με κάθε δρασκελιά της.

Έξυσε ενοχλημένος τα γένια του, που ήταν δυο βδομάδες αξύριστα. Ήταν σγουρότερα κι από τα μαλλιά του. Κι επίσης τον ζέσταιναν. Για εκατοστή φορά σκέφτηκε να ξυριστεί.

«Σου ταιριάζει», είπε ξαφνικά η Φάιλε, σταματώντας το νευρικό βηματισμό της.

Ένιωσε άβολα και σήκωσε τους ώμους του, που τους ένιωθε δύσκαμπτους ύστερα από τόσες ώρες δουλειάς στο σιδηρουργείο. Έτσι έκανε μερικές φορές η Φάιλε, έμοιαζε να ξέρει τι σκεφτόταν ο Πέριν. «Μου προκαλεί φαγούρα», μουρμούρισε και ευχήθηκε να είχε μιλήσει πιο αποφασιστικά. Δική του ήταν η γενειάδα· μπορούσε να την ξυρίσει όποτε του κάπνιζε.

Εκείνη τον κοίταξε εξεταστικά, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Η αυθάδικη μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά της έκαναν το εξεταστικό βλέμμα να φαντάζει άγριο, σε αντίθεση με τη μαλακή φωνή, με την οποία είπε: «Δείχνει κατάλληλη για σένα».

Ο Πέριν αναστέναξε και ανασήκωσε πάλι τους ώμους. Η Φάιλε δεν του είχε ζητήσει να κρατήσει τη γενειάδα και δεν θα του ζητούσε. Αλλά ο Πέριν ήξερε ότι πάλι θα ανέβαλλε το ξύρισμα. Αναρωτήθηκε πώς θα χειριζόταν την κατάσταση ο φίλος του, ο Ματ. Μάλλον με μια τσιμπιά, ένα φιλάκι και κάποια παρατήρηση που θα την έκανε να βάλει τα γέλια, ώσπου στο τέλος θα κατάφερνε να τη φέρει με τα νερά του. Όμως ο Πέριν ήξερε ότι δεν είχε τις ικανότητες του Ματ με τις κοπέλες. Ο Ματ ποτέ δεν θα καταντούσε να ιδρώνει πίσω από μια γενειάδα, μόνο και μόνο επειδή μια γυναίκα πίστευε ότι έπρεπε να έχει τρίχες στο πρόσωπο. Εκτός, ίσως, αν εκείνη η γυναίκα ήταν η Φάιλε. Ο Πέριν υποψιαζόταν ότι ο πατέρας της λυπόταν βαθιά που η Φάιλε είχε φύγει από το σπίτι, κι όχι μόνο επειδή ήταν η κόρη του. Ο πατέρας της ήταν ο μεγαλύτερος γουνέμπορος στη Σαλδαία, έτσι ισχυριζόταν η Φάιλε, κι ο Πέριν εύκολα μπορούσε να τη φανταστεί να πετυχαίνει κάθε φορά την τιμή που ήθελε.

«Κάτι σε τρώει, Φάιλε, και δεν είναι η γενειάδα μου. Τι είναι;»

Εκείνη πήρε μια επιφυλακτική έκφραση. Κοίταξε αλλού, οπουδήποτε εκτός από τον Πέριν, εξετάζοντας περιφρονητικά την επίπλωση του δωματίου. Τα πάντα ήταν στολισμένα με σκαλιστές λεοπαρδάλεις και λιοντάρια, με ορμητικά γεράκια και σκηνές κυνηγιού, από την ψηλή ντουλάπα των ρούχων και τους στύλους του κρεβατιού, που ήταν χοντροί ίσαμε το πόδι του, μέχρι τον πάγκο μπροστά στο κρύο, μαρμάρινο τζάκι. Μερικά ζώα είχαν γκρενά μάτια.

Είχε προσπαθήσει να πείσει τη ματζίρε ότι ήθελε ένα απλό δωμάτιο, αλλά εκείνη δεν είχε δείξει να τον καταλαβαίνει. Όχι ότι ήταν χαζή ή βραδύνους. Η ματζίρε διοικούσε ένα στρατό υπηρετών πολυπληθέστερο από τους Υπερασπιστές της Πέτρας· όποιος κι αν κυβερνούσε την Πέτρα, όποιος κι αν κρατούσε τα τείχη της, εκείνη φρόντιζε για τα καθημερινά ζητήματα, που επέτρεπαν σε όλους να λειτουργούν. Αλλά έβλεπε τον κόσμο μέσα από Δακρινά μάτια.

Απ' ό,τι φαινόταν, ο Πέριν, παρά τα ρούχα του, πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από χωριατόπαιδο, επειδή ποτέ δεν φιλοξενούσαν κοινούς θνητούς στην Πέτρα ― με εξαίρεση τους Υπερασπιστές και τους υπηρέτες, φυσικά. Πέραν τούτου, ήταν ένας από την ομάδα του Ραντ, φίλος ή οπαδός ή, εν πάση περιπτώσει, κοντά με κάποιον τρόπο στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Στα μάτια της ματζίρε, αυτό τον ανέβαζε τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με έναν Άρχοντα της Χώρας, αν όχι τον Υψηλό Άρχοντα. Αρκετά την είχε σκανδαλίσει το γεγονός ότι έμενε εδώ, που δεν είχε καν καθιστικό· μπορεί να λιποθυμούσε αν ο Πέριν είχε επιμείνει να του δώσει ένα ακόμα πιο απλό δωμάτιο. Βέβαια δεν υπήρχαν τέτοια δωμάτια εδώ, εκτός από τα καταλύματα των υπηρετών ή των Υπερασπιστών. Τουλάχιστον τίποτα δεν ήταν επίχρυσο εδώ, εκτός από τα καντηλέρια.

Οι απόψεις της Φάιλε, όμως, δεν συμφωνούσαν με τις δικές του. «Θα έπρεπε να έχεις κάτι παραπάνω απ' αυτό. Σου αξίζει. Στοίχημα όλα σου τα χάλκινα ότι ο Ματ έχει καλύτερο δωμάτιο».

«Του Ματ του αρέσουν τα φανταχτερά πράγματα», είπε ο Πέριν ανέκφραστα.

«Δεν διεκδικείς το δίκιο σου».

Ο Πέριν το άφησε ασχολίαστο. Αυτό που προκαλούσε την οσμή της ταραχής της δεν ήταν ούτε τα διαμερίσματά του, ούτε η γενειάδα του.

Έπειτα από μια στιγμή, η Φάιλε είπε: «Ο Άρχοντας Δράκοντας δείχνει να έχασε το ενδιαφέρον του για σένα. Τώρα αφιερώνει όλο το χρόνο του οίους Υψηλούς Άρχοντες».

Η φαγούρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες του δυνάμωσε· τώρα κατάλαβε τι ενοχλούσε τη Φάιλε. Προσπάθησε να δώσει ανάλαφρο τόνο στη φωνή του. «Ο Άρχοντας Δράκοντας; Σαν Δακρινή μιλάς. Το όνομά του είναι Ραντ».

«Δικός σου φίλος είναι, Πέριν Αϋμπάρα, όχι δικός μου. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος έχει φίλους». Ανάσανε βαθιά και συνέχισε με έναν πιο συγκρατημένο τόνο. «Σκεφτόμουν να φύγω από την Πέτρα. Να φύγω από το Δάκρυ. Δεν νομίζω ότι η Μουαραίν θα προσπαθούσε να με εμποδίσει. Τα νέα για... για τον Ραντ ξεκίνησαν και ταξιδεύουν από την πόλη εδώ και δυο βδομάδες. Δεν μπορεί να θέλει να το κρατήσει μυστικό πολύ ακόμα».

Εκείνος απλώς έπνιξε έναν ακόμα αναστεναγμό του. «Ούτε κι εγώ το φαντάζομαι. Αν μη τι άλλο, σε θεωρεί επιπλοκή. Μάλλον θα σου δώσει χρήματα για να σηκωθείς και να φύγεις».

Εκείνη έφερε τις γροθιές στους γοφούς της και πλησίασε για να τον καρφώσει με το βλέμμα. «Μόνο αυτό έχεις να πεις;»

«Τι θες να πω; Ότι θέλω να μείνεις;» Ο θυμός στη φωνή του τον ξάφνιασε. Ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του, όχι μ' αυτήν. Ήταν θυμωμένος επειδή δεν το είχε προβλέψει αυτό, ήταν θυμωμένος επειδή δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Του άρεσε όταν μπορούσε να σκεφτεί μια κατάσταση εξονυχιστικά. Ήταν εύκολο να πληγώσεις άθελα σου τους ανθρώπους, όταν βιάζεσαι. Αυτό ακριβώς είχε κάνει τώρα. Τα μαύρα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά από την κατάπληξη. Προσπάθησε να μιλήσει πιο γλυκά. «Θέλω να μείνεις, Φάιλε, αλλά μάλλον πρέπει να φύγεις. Ξέρω ότι δεν είσαι δειλή; όμως ο Αναγεννημένος Δράκοντας, οι Αποδιωγμένοι...» Όχι ότι υπήρχε κάποιο μέρος πραγματικά ασφαλές —κάτι τέτοιο δεν θα κρατούσε για πολύ― αλλά υπήρχαν μέρη ασφαλέστερα από την Πέτρα. Για ένα διάστημα τουλάχιστον. Όχι ότι ήταν τόσο βλάκας για να το θέσει έτσι.

Αλλά εκείνη δεν φαινόταν να νοιάζεται για το πώς το διατύπωνε. «Να μείνω; Το Φως να με φωτίσει! Όλα είναι καλύτερα από το να κάθομαι ριζωμένη εδώ, αλλά...» Γονάτισε με χάρη μπροστά του και ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά του. «Πέριν. Δεν θέλω να αναρωτιέμαι πότε ένας Αποδιωγμένος θα στρίψει τη γωνία μπροστά μου και δεν θέλω να αναρωτιέμαι πότε ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα μας σκοτώσει όλους. Στο κάτω-κάτω, αυτό έκανε τότε στο Τσάκισμα. Σκότωσε όλους τους κοντινούς του».

«Ο Ραντ δεν είναι ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας», διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν. «Θέλω να πω, είναι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά δεν είναι... δεν θα έκανε...» Η φωνή του ξεψύχησε, δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Ο Ραντ ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος· αυτό σήμαινε το να είναι κάποιος ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Άραγε σήμαινε επίσης ότι ο Ραντ ήταν καταδικασμένος να έχει τη μοίρα του Λουζ Θέριν; Όχι απλώς να τρελαθεί —τους άντρες που διαβίβαζαν αυτή η μοίρα τους περίμενε, αυτή κι ένας φρικτός θάνατος― αλλά και να σκοτώσει όσους τον νοιάζονταν;

«Μιλούσα με την Μπάιν και την Τσιάντ, Πέριν».

Αυτό δεν ήταν έκπληξη. Περνούσε πολλές ώρες με τις Αελίτισσες. Αυτή η φιλία την έβαζε σε κάποιους μπελάδες, αλλά έμοιαζε να συμπαθεί τις Αελίτισσες όσο αντιπαθούσε τις Δακρινές ευγενείς κυρίες της Πέτρας. Εντούτοις, ο Πέριν δεν έβλεπε τι σχέση είχαν με το θέμα που συζητούσαν και της το είπε.

«Λένε ότι η Μουαραίν μερικές φορές ρωτάει πού είσαι. Και για τον Ματ. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν θα το έκανε αυτό, αν μπορούσε να σε παρακολουθεί με τη Δύναμη».

«Να με παρακολουθεί με τη Δύναμη;» είπε αυτός αχνά. Ούτε που του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο.

«Δεν μπορεί. Έλα μαζί μου, Πέριν. Μέχρι να καταλάβει ότι φύγαμε, θα είμαστε είκοσι μίλια από την άλλη όχθη του ποταμού».

«Δεν μπορώ», της είπε δυστυχισμένα. Προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή μ' ένα φιλί, όμως εκείνη τινάχτηκε όρθια και έκανε πίσω τόσο γρήγορα, που ο Πέριν παραλίγο να πέσει με τα μούτρα κάτω. Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει την προσπάθεια. Η Φάιλε είχε σταυρώσει τα χέρια κάτω από τα στήθη της, σαν να σήκωνε ένα φράγμα.

«Μη μου πεις ότι τη φοβάσαι. Το ξέρω ότι είναι Άες Σεντάι και σας κάνει όλους να χορεύετε, όταν τραβά τα νήματα. Μπορεί να έχει τον... Ραντ... τόσο καλά δεμένο, που να μην μπορεί να ελευθερωθεί. Όσο για την Εγκουέν και την Ηλαίην, το Φως ξέρει ότι δεν θέλουν να φύγουν, ούτε ακόμα και η Νυνάβε, αλλά εσύ μπορείς να σπάσεις τα δεσμά της, αν προσπαθήσεις».

«Δεν έχει καμία σχέση με τη Μουαραίν. Είναι αυτό που πρέπει να κάνω. Να —»

Εκείνη τον διέκοψε. «Μην τολμήσεις να μου ξεφουρνίσεις τις σαχλαμάρες που λένε τα αντράκια για το καθήκον. Κι εγώ, όπως κι εσύ, ξέρω καλά τι θα πει καθήκον και δεν έχεις κανένα καθήκον εδώ πέρα. Μπορεί να είσαι τα’βίρεν, παρ' όλο που δεν το βλέπω, αλλά εκείνος είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, όχι εσύ».

«Θα σταθείς να μ' ακούσεις;» της φώναξε, αγριοκοιτάζοντάς την, κι εκείνη τινάχτηκε. Ποτέ άλλοτε δεν της είχε βάλει τις φωνές, τουλάχιστον όχι μ' αυτό τον τρόπο. Σήκωσε το σαγόνι της και κούνησε τους ώμους, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Πέριν συνέχισε να μιλά. «Νομίζω ότι είμαι μέρος του πεπρωμένου του Ραντ, με κάποιον τρόπο. Το ίδιο και ο Ματ. Νομίζω ότι δεν μπορεί να κάνει αυτό που πρέπει, αν δεν παίξουμε κι εμείς το ρόλο μας. Αυτό είναι το καθήκον μου. Πώς μπορώ να φύγω, αν αυτό ίσως σημάνει την αποτυχία του Ραντ;»

«Ίσως;» Είχε μια προστακτική νότα η φωνή της, αλλά μια νότα μονάχα. Ο Πέριν αναρωτήθηκε να θα μπορούσε να της βάζει τις φωνές πιο συχνά. «Μήπως σου το είπε η Μουαραίν αυτό, Πέριν; Έχεις μάθει πια να μην καταπίνεις αμάσητα όσα σου λένε οι Άες Σεντάι».

«Έκατσα και το σκέφτηκα μόνος μου. Νομίζω ότι οι τα'βίρεν έλκονται ο ένας από τον άλλο. Ή μπορεί ο Ραντ να έλκει κι εμένα και τον Ματ. Υποτίθεται ότι είναι ο ισχυρότερος τα'βίρεν από την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, ίσως κι από το Τσάκισμα. Ο Ματ δεν παραδέχεται καν ότι είναι τα’βίρεν, αλλά όποτε προσπαθεί να το σκάσει, βρίσκεται πάλι κοντά στον Ραντ. Ο Λόιαλ λέει ότι ποτέ του δεν άκουσε να υπάρχουν τρεις τα'βίρεν, όλοι της ίδιας ηλικίας κι όλοι από τον ίδιο τόπο».

Η Φάιλε ξεφύσησε δυνατά. «Ο Λόιαλ δεν τα ξέρει όλα. Δεν είναι μεγάλος για Ογκιρανός».

«Έχει περάσει τα ενενήντα», είπε εκείνος μαζεμένα κι αυτή του έστειλε ένα σφιγμένο χαμόγελο. Για Ογκιρανό, τα ενενήντα χρόνια σήμαιναν ότι δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον Πέριν. Ή ίσως να ήταν νεότερος. Δεν ήξερε πολλά για τους Ογκιρανούς. Πάντως, ο Λόιαλ είχε διαβάσει περισσότερα βιβλία απ' όσα ο Πέριν είχε δει ή ακούσει ποτέ του να υπάρχουν· μερικές φορές, πίστευε ότι ο Λόιαλ είχε διαβάσει κάθε βιβλίο που είχε τυπωθεί ποτέ. «Και ξέρει περισσότερα από μένα κι από σένα. Πιστεύει ότι μάλλον έχω δίκιο. Το ίδιο και η Μουαραίν. Όχι, δεν τη ρώτησα, όμως γιατί με παρακολουθεί συνέχεια; Λες να θέλει να της φτιάξω κανένα κουζινομάχαιρο;»

Η Φάιλε έμεινε σιωπηλή για λίγο κι όταν μίλησε, η φωνή της ήταν τρυφερή. «Φουκαρά Πέριν. Άφησα τη Σαλδαία για να βρω περιπέτειες και τώρα, που είμαι στην καρδιά μιας, της μεγαλύτερης περιπέτειας από το Τσάκισμα, το μόνο που θέλω είναι να πάω κάπου αλλού. Εσύ απλώς θέλεις να γίνεις σιδεράς και θα καταλήξεις να λένε ιστορίες για σένα, είτε το θέλεις είτε όχι».

Εκείνος τράβηξε το βλέμμα του αλλού, αν και η μυρωδιά της ακόμα τον παράσερνε. Δεν του φαινόταν πιθανό να λένε ιστορίες γι' αυτόν, εκτός αν μάθαιναν το μυστικό του πολύ περισσότεροι από τους λίγους που ήδη το ήξεραν. Η Φάιλε νόμιζε ότι ήξερε τα πάντα για τον Πέριν, αλλά έκανε λάθος.

Ένας πέλεκυς και ένα σφυρί ήταν γερμένα στον τοίχο απέναντί του, και τα δυο απλά και λειτουργικά, με λαβή ίση σε μήκος με τον πήχη του. Το τσεκούρι είχε μια μοχθηρή λεπίδα στο σχήμα του μισοφέγγαρου, που τη στερέωνε στη θέση της ένα χοντρό καρφί, και προορισμός του ήταν η βία. Με το σφυρί μπορούσε να κατασκευάσει πράγματα ― όπως είχε ήδη κατασκευάσει πράγματα σε ένα σιδηρουργείο. Η κεφαλή του σφυριού ήταν διπλή και πιο βαριά από τη λεπίδα του τσεκουριού, όμως αισθανόταν το τσεκούρι να τον βαραίνει περισσότερο κάθε φορά που το κρατούσε. Με το τσεκούρι είχε... Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, δεν ήθελε να το σκέφτεται. Η Φάιλε είχε δίκιο. Το μόνο που ήθελε ήταν να γίνει σιδεράς, να επιστρέψει σπίτι του, να δει πάλι την οικογένειά του και να δουλέψει στο σιδεράδικο. Αλλά δεν του έμελλε να πραγματοποιηθεί· το ήξερε.

Σηκώθηκε να πάρει το σφυρί κι ύστερα ξανακάθισε. Ένιωθε κάποια παρηγοριά κρατώντας το. «Ο αφέντης Λούχαν πάντα έλεγε ότι δεν μπορείς να εγκαταλείψεις αυτό που πρέπει να γίνει». Συνέχισε να μιλά βιαστικά, συνειδητοποιώντας ότι πάνω-κάτω αυτό είχε αποκαλέσει η Φάιλε σαχλαμάρες για αντράκια. «Είναι ο σιδεράς στο χωριό μου, ήμουν ο μαθητευόμενός του. Σου μίλησα γι' αυτόν».

Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνη δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να του πει ότι επαναλάμβανε τα ίδια. Και μάλιστα έμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντάς τον, περιμένοντας κάτι. Έπειτα από μια στιγμή, το κατάλαβε.

«Φεύγεις λοιπόν;» τη ρώτησε.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια, τινάζοντας τη φούστα της. Για αρκετή ώρα έμεινε βουβή, σαν να αποφάσιζε τι θα απαντούσε. «Δεν ξέρω», είπε στο τέλος. «Κοίτα σε τι μπελάδες μ' έμπλεξες».

«Εγώ; Τι έκανα;»

«Ε, αν δεν ξέρεις, δεν θα σου το πω εγώ».

Ξύνοντας πάλι τη γενειάδα του, κοίταξε το σφυρί που κρατούσε στο άλλο χέρι. Ο Ματ μάλλον θα ήξερε ακριβώς τι εννοούσε. Ή ακόμα και ο γερο-Θομ Μέριλιν. Ο ασπρομάλλης βάρδος υποστήριζε ότι κανένας δεν καταλαβαίνει τις γυναίκες, αλλά όταν έβγαινε από το δωματιάκι του, στην κοιλιά της Πέτρας, είχε γύρω του πέντ' έξι γυναίκες αρκετά μικρές για να είναι εγγονές του, που αναστέναζαν και τον άκουγαν να παίζει άρπα και να μιλά για λαμπρές περιπέτειες και ρομάντζα. Η Φάιλε ήταν η μόνη γυναίκα που ήθελε ο Πέριν, αλλά μερικές φορές ένιωθε σαν ψάρι που προσπαθεί να καταλάβει ένα πουλί.

Ήξερε ότι η Φάιλε ήθελε να της το ζητήσει. Μέχρι εδώ το είχε καταλάβει. Ίσως να του το έλεγε, ίσως όχι, αλλά κανονικά αυτός έπρεπε να το ζητήσει. Πεισματικά, δεν άνοιξε το στόμα του. Αυτή τη φορά ήταν η δική της σειρά.

Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας κόκορας.

Η Φάιλε ανατρίχιασε και έφερε τα χέρια γύρω από το κορμί της. «Η νταντά μου έλεγε ότι αυτό σημαίνει θάνατο που πλησιάζει. Όχι ότι το πιστεύω φυσικά».

Ο Πέριν άνοιξε το στόμα για να συμφωνήσει ότι αυτά ήταν βλακείες, μολονότι κι ο ίδιος είχε ανατριχιάσει, όμως γύρισε το κεφάλι όταν άκουσε ένα ξύσιμο και ένα γδούπο. Ο πέλεκυς είχε πέσει στο πάτωμα. Μόλις που πρόλαβε να συνοφρυωθεί, να αναρωτηθεί πώς είχε πέσει, όταν αυτός σάλεψε ξανά, χωρίς να τον αγγίζει κανείς, και ύστερα χίμηξε ίσια πάνω του.

Ανέμισε το σφυρί χωρίς να το σκεφτεί καν. Το μέταλλο που κουδούνισε πάνω στο μέταλλο έπνιξε την κραυγή της Φάιλε· ο πέλεκυς πετάχτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου, αναπήδησε στον πέρα τοίχο και όρμησε πάλι πάνω του, με τη λεπίδα μπροστά. Ο Πέριν ένιωσε όλες τις τρίχες στο κορμί του να σηκώνονται όρθιες.

Καθώς ο πέλεκυς περνούσε γοργά από δίπλα της, η Φάιλε πήδηξε μπροστά και άρπαξε τη λαβή και με τα δύο χέρια. Αυτός έστριψε στα χέρια της και προσπάθησε να φτάσει στο πρόσωπό της, όπου τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά. Την τελευταία στιγμή ο Πέριν όρμησε μπροστά, αφήνοντας το σφυρί να πέσει για να αρπάξει το τσεκούρι, και μόλις που πρόφτασε να εμποδίσει τη σαν μισοφέγγαρο λεπίδα να αγγίξει το πρόσωπό της. Ο Πέριν σκεφτόταν ότι θα πέθαινε αν ο πέλεκυς —ο δικός του πέλεκυς― της έκανε κακό. Τράβηξε το όπλο μακριά της, τόσο δυνατά που το βαρύ καρφί παραλίγο να του τρυπήσει το στήθος. Θα ήταν μια δίκαιη ανταλλαγή αν με αυτό τον τρόπο εμπόδιζε το τσεκούρι να τη βλάψει, αλλά γεμάτος απόγνωση σκέφτηκε ότι ίσως να μην τα κατάφερνε.

Το όπλο σπαρταρούσε σαν να ήταν ζωντανό, ένα πλάσμα κακόβουλο. Ήθελε τον Πέριν —αυτός το ήξερε, σαν να του το είχε φωνάξει κάποιος― αλλά πάλευε με πανουργία. Όταν τράβηξε το τσεκούρι από τη Φάιλε, αυτό χρησιμοποίησε την ίδια του την κίνηση για να τον καρφώσει· όταν το έσπρωξε μακριά του, αυτό προσπάθησε να βρει τη Φάιλε, λες και ήξερε ότι έτσι θα σταματούσε να το απωθεί. Με όση δύναμη κι αν κρατούσε τη λαβή, το όπλο συστρεφόταν στα χέρια του, απειλώντας είτε με τη λεπίδα, είτε με το καρφί. Ήδη τα χέρια του πονούσαν από τον κόπο και τα ογκώδη μπράτσα του ζορίζονταν με τους μυς τεντωμένους τόση ώρα. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα κρατούσε το τσεκούρι, πριν του φύγει. Επικρατούσε τρέλα, απόλυτη τρέλα, και δεν είχε χρόνο να σκεφτεί.

«Βγες έξω», μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Βγες από το δωμάτιο, Φάιλε!»

Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο, αλλά κούνησε το κεφάλι της και πάλεψε με τη λεπίδα. «Όχι! Δεν σ' αφήνω!»

«Θα μας σκοτώσει και τους δύο!»

Εκείνη κούνησε πάλι το κεφάλι αρνητικά.

Μουγκρίζοντας βαθιά από το λαρύγγι του, άφησε με το ένα χέρι το τσεκούρι —το άλλο τρεμούλιασε, καθώς συγκρατούσε μόνο του το όπλο· η λαβή, που στριφογυρνούσε, του έκαψε την παλάμη― και έσπρωξε τη Φάιλε να προχωρήσει. Εκείνη άφησε μια κοφτή κραυγή, καθώς την έσπρωχνε προς την πόρτα. Αγνοώντας τις φωνές της και τις γροθιές της, την κράτησε στον τοίχο με τον ώμο, άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε στο διάδρομο.

Έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω της, τη στήριξε με την πλάτη και με το γοφό του έβαλε το σύρτη στη θέση του, ενώ άρπαζε ξανά το τσεκούρι και με τα δύο χέρια. Η βαριά λεπίδα, λαμπερή και κοφτερή, έτρεμε λίγους πόντους μπροστά από το πρόσωπό του. Με κόπο, την έσπρωξε όσο μπορούσαν να απλωθούν τα χέρια του. Οι πνιχτές φωνές της Φάιλε διαπερνούσαν τη χοντρή πόρτα και ο Πέριν ένιωθε ότι τη χτυπούσε με τις γροθιές της, όμως όλο αυτό βρισκόταν κάπου στο βάθος της προσοχής του. Τα κίτρινα μάτια του έμοιαζαν να γυαλίζουν, σαν να καθρέφτιζαν όλο το φως του δωματίου.

«Τώρα είμαστε οι δυο μας», γρύλισε στο τσεκούρι. «Μα το αίμα και τις στάχτες, πόσο σε μισώ!» Μέσα του, ένα κομμάτι του εαυτού του ήταν έτοιμο να το πιάσουν υστερικά γέλια. Κανονικά ο Ραντ είναι αυτός που θα τρελαθεί και κοίτα με που μιλάω στο τσεκούρι! Ραντ! Που να καείς!

Γυμνώνοντας τα δόντια από την προσπάθεια που κατέβαλλε, ανάγκασε το τσεκούρι να απομακρυνθεί ένα ολόκληρο βήμα από την πόρτα. Το όπλο δονούνταν, πάσχιζε να βρει σάρκα· σχεδόν ένιωθε τη δίψα που είχε για το αίμα του. Με ένα βρυχηθμό, ξαφνικά τράβηξε τη λεπίδα καταπάνω του και οπισθοχώρησε γρήγορα. Αν ο πέλεκυς ήταν αληθινά ζωντανός, σίγουρα θα άφηνε μια ιαχή θριάμβου καθώς χιμούσε προς το κεφάλι του Πέριν. Την τελευταία στιγμή ο άντρας στριφογύρισε, αφήνοντας το τσεκούρι να περάσει από δίπλα του. Με ένα βαρύ γδούπο, η λεπίδα βυθίστηκε στην πόρτα.

Ο Πέριν ένιωσε τη ζωή —δεν ήξερε πώς αλλιώς να την ονομάσει — να χάνεται από το αιχμαλωτισμένο όπλο. Με αργές κινήσεις τράβηξε τα χέρια του. Ο πέλεκυς έμεινε εκεί που ήταν, μονάχα ατσάλι και ξύλο ξανά. Η πόρτα, πάντως, φαινόταν ένα κατάλληλο μέρος για τον αφήσει προσωρινά. Με τρεμάμενο χέρι, σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Τρέλα. Όπου πάει ο Ραντ έρχεται η τρέλα.

Ξαφνικά κατάλαβε ότι δεν άκουγε πια τις κραυγές της Φάιλε, ούτε τα χτυπήματά της στην πόρτα. Τράβηξε το σύρτη και άνοιξε την πόρτα με βιάση. Το ατσάλι σχημάτιζε ένα αστραφτερό τόξο έτσι όπως είχε διαπεράσει το χοντρό ξύλο, καθρεφτίζοντας το φως από τις αραιά τοποθετημένες λάμπες κατά μήκος του γεμάτου υφαντά διαδρόμου.

Εκεί στεκόταν η Φάιλε, με τα χέρια υψωμένα, μαρμαρωμένη καθώς βροντοχτυπούσε την πόρτα. Με τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά και γεμάτα απορία, άγγιξε την άκρη της μύτης της. «Δυο πόντοι ακόμα», είπε ξεψυχισμένα, «και...»

Ξαφνικά όρμησε πάνω του, τον σφιχταγκάλιασε και τον έλουσε με φιλιά στο λαιμό και τη γενειάδα, ανάμεσα στα άναρθρα μουρμουρητά της. Εξίσου απότομα έκανε πίσω και τον ψηλάφισε όλο αγωνία στο στήθος και τα μπράτσα. «Χτύπησες; Τραυματίστηκες; Μήπως σε...;»

«Καλά είμαι», της είπε. «Εσύ όμως; Δεν ήθελα να σε τρομάξω».

Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. «Αλήθεια; Δεν έπαθες τίποτα;»

«Είμαι εντελώς απείραχτος. Θα —» Το χαστούκι που του έδωσε, με όλη τη δύναμη του μπράτσου της, έκανε το κεφάλι του να κουδουνίσει σαν σφυρί στο αμόνι.

«Χοντροκέφαλε! Νόμιζα ότι είχες σκοτωθεί! Φοβήθηκα ότι σε είχε σκοτώσει! Νόμιζα —» Σταμάτησε να μιλά, καθώς ο Πέριν πρόφταινε στον αέρα το χέρι της, πριν φάει το δεύτερο χαστούκι.

«Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό», της είπε ήρεμα. Ένιωθε το τσούξιμο από το καυτό αποτύπωμα του χεριού της στο μάγουλό του και του φαινόταν ότι το σαγόνι του θα τον πονούσε όλη τη νύχτα.

Της κράτησε το χέρι απαλά, σαν να κρατούσε ένα πουλάκι, όμως δεν την άφησε καθόλου, παρ' όλο που αυτή πάλευε για να ελευθερωθεί. Σε σύγκριση με το σφυρί που ανεβοκατέβαζε όλη τη μέρα στο σιδηρουργείο, δεν του ήταν καθόλου κόπος να την κρατά έτσι, ακόμα και μετά τη μάχη του με το τσεκούρι. Ξαφνικά εκείνη φάνηκε να αγνοεί τη λαβή του και στάθηκε κοιτάζοντάς τον κατάματα· τα μαύρα και τα χρυσαφένια μάτια έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να βλεφαρίζουν. «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω. Δεν είχες δικαίωμα —»

«Είχα κάθε δικαίωμα», είπε αυτός σταθερά. «Δεν μπορούσες να με βοηθήσεις. Αν είχες μείνει, θα ήμασταν και οι δύο νεκροί. Δεν θα μπορούσα να πολεμώ —με τον τρόπο που έπρεπε― και ταυτόχρονα να σε προστατεύω». Άνοιξε το στόμα της, αλλά αυτός ύψωσε τη φωνή του και συνέχισε. «Ξέρω ότι μισείς αυτή τη λέξη. Θα βάλω τα δυνατά μου να μη σου φέρομαι σαν σε πορσελάνη, αλλά αν μου ζητήσεις να σε δω να πεθαίνεις, θα σε δέσω σαν αρνί για πούλημα και θα σε στείλω στην κυρά Λούχαν. Αυτή δεν ανέχεται τέτοιες ανοησίες».

Δοκίμασε ένα δόντι με τη γλώσσα του και αναρωτήθηκε αν κουνιόταν, ενώ σχεδόν ευχόταν να μπορούσε να δει τη Φάιλε να τα βάζει με την Άλσμπετ Λούχαν. Η γυναίκα του σιδερά έκανε κουμάντο τον άντρα της με την ευκολία που έκανε και το νοικοκυριό της. Ακόμα και η Νυνάβε, που είχε μεγάλο στόμα, πρόσεχε τα λόγια της μπροστά στην Κυρά Λούχαν. Το δόντι άντεχε ακόμα, συμπέρανε.

Ξαφνικά η Φάιλε ξέσπασε σε ένα χαμηλό, βραχνό γέλιο. «Στ' αλήθεια θα το έκανες, έτσι δεν είναι; Αλλά μην ξεχνάς ότι, αν το προσπαθούσες, θα βρισκόσουν να χορεύεις με τον Σκοτεινό».

Ο Πέριν ένιωσε τέτοια έκπληξη, που την άφησε ελεύθερη. Δεν έβλεπε πραγματική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είχε πει μόλις τώρα και σε εκείνο νωρίτερα, αλλά το ένα την είχε κάνει να κορώσει από θυμό, ενώ αυτό το είχε δεχτεί... ευχάριστα. Όχι ότι η απειλή πως θα τον σκότωνε ήταν μόνο για αστείο. Η Φάιλε είχε κρυμμένα μαχαίρια πάνω της και ήξερε να τα δουλεύει.

Έτριψε επιδεικτικά τους καρπούς της και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Ο Πέριν έπιασε τις λέξεις «τριχωτό βόδι» και υποσχέθηκε μέσα του ότι θα ξύριζε και την τελευταία τρίχα αυτής της χαζής γενειάδας. Οπωσδήποτε.

«Ο πέλεκυς. Ήταν αυτός, έτσι δεν είναι; Ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που προσπαθούσε να μας σκοτώσει», είπε δυνατά η Φάιλε.

«Πρέπει να ήταν ο Ραντ». Τόνισε το όνομα. Δεν του άρεσε να σκέφτεται τον Ραντ με την άλλη ονομασία. Προτιμούσε να θυμάται τον Ραντ με τον οποίο είχε μεγαλώσει στο Πεδίο του Έμοντ. «Αλλά δεν προσπαθούσε να μας σκοτώσει. Αυτός δεν θα έκανε κάτι τέτοιο».

Αυτή τον κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, σχεδόν μορφασμό. «Αν αυτό το έκανε έτσι άνετα, ελπίζω να μη βάλει ποτέ τα δυνατά του».

«Δεν ξέρω τι έκανε. Αλλά θέλω να του πω να σταματήσει ― και θα του το πω τώρα».

«Δεν ξέρω γιατί νοιάζομαι τόσο για έναν που ανησυχεί υπερβολικά για την ίδια του την ασφάλεια», μουρμούρισε η Φάιλε.

Αυτός συνοφρυώθηκε και την κοίταξε ερωτηματικά, απορώντας τι εννοούσε, αλλά αυτή απλώς τον έπιασε από το μπράτσο. Καθώς ξεκίνησαν να διασχίζουν την Πέτρα, ο Πέριν ακόμα αναρωτιόταν τι σήμαιναν τα λόγια της. Τον πέλεκυ τον άφησε εκεί που βρισκόταν· έτσι καρφωμένος στην πόρτα που ήταν, δεν θα πείραζε κανέναν.


Με τα δόντια να σφίγγουν ένα μακρύ τσιμπούκι, ο Ματ άνοιξε λίγο ακόμα το σακάκι του και προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή τους στα τραπουλόχαρτα, που ήταν απλωμένα ανάποδα μπροστά του, καθώς και στα νομίσματα, που ήταν χυμένα στη μέση του τραπεζιού. Το σακάκι, που είχε ένα φωτεινό κόκκινο χρώμα, το είχε ράψει στο στυλ των Αντορανών, από το καλύτερο μάλλινο ύφασμα, με χρυσά κεντίδια ολόγυρα στα μανικέτια και το μακρύ γιακά, όμως κάθε μέρα θυμόταν ότι το Δάκρυ ήταν πιο κοντά στο νότο από το Άντορ. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και κολλούσε το πουκάμισο στην πλάτη του.

Οι σύντροφοι του ολόγυρα στο τραπέζι δεν έδειχναν να προσέχουν καθόλου τη ζέστη, παρά το γεγονός ότι φορούσαν σακάκια που έδειχναν πιο βαριά από το δικό του, με χοντρά, φουσκωμένα μανίκια, φοδραρισμένα με μετάξι και μπροκάρ, και γεμάτα σατέν λωρίδες. Δύο άντρες με χρυσοκόκκινες λιβρέες φρόντιζαν τα ασημένια κύπελλα των χαρτοπαικτών να είναι συνεχώς γεμάτα κρασί και πρόσφεραν αστραφτερές πιατέλες με ελιές, τυριά και ξηρούς καρπούς. Η ζέστη δεν φαινόταν να ενοχλεί ούτε τους υπηρέτες, αν και αραιά και πού κάποιοι απ' αυτούς χασμουριόνταν, όταν πίστευαν ότι δεν τους έβλεπε κανείς, κρύβοντάς το με το χέρι τους. Η νύχτα είχε πέσει προ πολλού.

Ο Ματ απέφυγε να σηκώσει τα χαρτιά του για να τα ξανακοιτάξει. Δεν θα είχαν αλλάξει. Τρεις κυβερνήτες, τα ανώτερα χαρτιά στα τρία από τα πέντε χρώματα, ήταν ήδη αρκετοί για να κερδίσουν τα περισσότερα φύλλα.

Θα ένιωθε περισσότερο άνετα παίζοντας ζάρια· σπανίως έβρισκε τράπουλα στα μέρη που συνήθως έπαιζε, όπου το ασήμι άλλαζε χέρια σε πενήντα διαφορετικές παρτίδες ζαριών, όμως αυτοί οι νεαρούληδες Δακρινοί άρχοντες θα προτιμούσαν να φορέσουν κουρέλια, παρά να παίξουν ζάρια. Τα ζάρια ήταν για τους χωρικούς, αν και πρόσεχαν να μην το αναφέρουν μπροστά του. Αυτό που φοβούνταν δεν ήταν ο θυμός του, αλλά το τι ήταν, κατά τη γνώμη τους, οι φίλοι του. Έπαιζαν αυτό το παιχνίδι που λεγόταν τσοπ, ατέλειωτες ώρες, ατέλειωτες μέρες, χρησιμοποιώντας χαρτιά που τα χρωμάτιζε και τα βερνίκωνε στο χέρι κάποιος στην πόλη, ο οποίος είχε βγάλει μια περιουσία από αυτούς τους κυρίους, καθώς κι από άλλους σαν αυτούς. Μόνο οι γυναίκες και τα άλογα τους έκαναν να σταματούν το παιχνίδι, αλλά όχι για πολύ.

Πάντως ο Ματ είχε μάθει το παιχνίδι αρκετά γρήγορα και παρ' όλο που η τύχη του δεν ήταν το ίδιο καλή όπως με τα ζάρια, δεν του ερχόταν άσχημα. Πλάι στα χαρτιά του είχε ένα χοντρό πουγκί, ενώ επτά ακόμα πιο χοντρά ήταν χωμένα στην τσέπη του. Μια περιουσία, έτσι θα τη θεωρούσε κάποτε, όταν ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, αρκετή για να ζήσει το υπόλοιπο του βίου του στη χλιδή. Η ιδέα που είχε για τη χλιδή είχε αλλάξει από τότε που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Οι νεαροί άρχοντες είχαν τα νομίσματά τους σε ξεχασμένες, αστραφτερές στήλες, όμως μερικές παλιές του συνήθειες δεν είχε σκοπό να τις αλλάξει. Στις ταβέρνες και τα πανδοχεία, καμιά φορά ήταν ανάγκη να αναχωρήσει γρήγορα. Ειδικά αν τον ευνοούσε η τύχη του.

Όταν θα είχε αρκετά για να ζήσει όπως ήθελε, θα έφευγε εξίσου εσπευσμένα από το Δάκρυ, πριν καταλάβει η Μουαραίν τι είχε στο νου του. Αν εξαρτιόταν από τον ίδιο, θα είχε φύγει εδώ και μέρες. Μόνο που εδώ μπορούσες να βγάλεις χρυσάφι. Με μια νύχτα σ' αυτό το τραπέζι, θα κέρδιζε όσα θα κέρδιζε παίζοντας ζάρια μια βδομάδα στα καπηλειά. Αρκεί να κρατούσε η τύχη του.

Έσμιξε λίγο τα φρύδια και φύσηξε ανήσυχα την πίπα του, για να δείξει ότι δεν ήξερε αν το φύλλο του ήταν αρκετά καλό για να συνεχίσει. Δύο νεαροί άρχοντες είχαν κι αυτοί πίπες στα χείλη, ήταν όμως δουλεμένες με ασήμι και είχαν κεχριμπαρένια στολίσματα. Στον καυτό, ασάλευτο αέρα, το αρωματικό ταμπάκ τους μύριζε σαν πυρκαγιά σε μπουντουάρ αρχόντισσας. Όχι ότι ο Ματ είχε βρεθεί ποτέ σε μπουντουάρ αρχόντισσας. Μια αρρώστια, που παραλίγο να τον σκοτώσει, είχε αφήσει τη μνήμη του γεμάτη τρύπες, σαν την καλύτερη δαντέλα, αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα το θυμόταν. Ακόμα και ο Σκοτεινός δεν θα ήταν τόσο κακός ώστε να με κάνει να ξεχάσω κάτι τέτοιο.

«Ένα πλοίο των Θαλασσινών άραξε σήμερα», μουρμούρισε ο Ρέιμον δαγκώνοντας την πίπα του. Η γενειάδα του νεαρού άρχοντα ήταν λαδωμένη και ψαλιδισμένη, έτσι ώστε να σχηματίζει μια μυτερή, περιποιημένη άκρη. Ήταν η τελευταία μόδα μεταξύ των νεότερων αρχόντων και ο Ρέιμον κυνηγούσε τις τελευταίες μόδες με την επιμέλεια που κυνηγούσε τις γυναίκες. Δηλαδή ελάχιστα λιγότερο από την προσήλωση με την οποία στοιχημάτιζε. Πέταξε μια ασημένια κορώνα στο σωρό στη μέση του τραπεζιού, για να πάρει άλλο ένα χαρτί. «Ένα τρεχαντήρι. Είναι τα γρηγορότερα πλοία που υπάρχουν, λένε, αυτά τα τρεχαντήρια. Παραβγαίνουν τον άνεμο, λένε. Θα ήθελα να το δω αυτό. Μα την ψυχή μου, θα το ήθελα». Δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει το χαρτί που του μοίρασαν· δεν τα κοίταζε παρά μόνο όταν είχε και τα πέντε.

Ο παχουλός, ροδομάγουλος άντρας ανάμεσα στον Ρέιμον και τον Ματ χαχάνισε κεφάτα. «Θέλεις να δεις το πλοίο, Ρέιμον; Εννοείς τις κοπελιές, έτσι δεν είναι; Τις γυναίκες. Εξωτικές καλλονές των Θαλασσινών, με τα δαχτυλίδια τους και τα μπιχλιμπίδια τους και τη λικνιστή περπατησιά τους, έτσι δεν είναι;» Έριξε μια κορώνα και πήρε ένα χαρτί, κάνοντας μια γκριμάτσα όταν το είδε. Αυτό δεν σήμαινε τίποτα· κρίνοντας από το πρόσωπό του, τα φύλλα του Εντόριον ήταν πάντα κακά και αταίριαστα. Όμως κέρδιζε πιο πολλά απ' όσα έχανε. «Τέλος πάντων, ίσως η τύχη να μου χαμογελάσει με τις Θαλασσινές».

Η μπάνκα, ένας ψηλόλιγνος νεαρός που καθόταν απέναντι από τον Ματ με ένα μυτερό γενάκι ακόμα πιο σκούρο και καλοφροντισμένο από του Ρέιμον, άγγιξε τη μύτη του. «Λες να σταθείς τυχερός μ' αυτές, Εντόριον; Έτσι που δεν έχουν πολλά-πολλά με τους άλλους, θα είσαι τυχερός και μόνο να μυρίσεις το άρωμά τους». Έκανε μια προσποιητή κίνηση, σαν να οσμιζόταν βαθιά μ' έναν αναστεναγμό και οι άλλοι άρχοντες γέλασαν, ακόμα και ο Εντόριον.

Πιο δυνατά απ' όλους γέλασε ένας νεαρούλης με όχι ιδιαίτερα όμορφο πρόσωπο, που τον έλεγαν Εστέαν, και έξυσε τα ίσια μαλλιά του, που συνεχώς έπεφταν στο μέτωπό του. Αν αντί για το φίνο, κίτρινο σακάκι που φορούσε του έδινε κάποιος ένα άλλο, από φτηνό μαλλί, τότε θα έμοιαζε περισσότερο με αγρότη, παρά με το γιο του Υψηλού Άρχοντα με τα πλουσιότερα κτήματα στο Δάκρυ, που ήταν και ο πλουσιότερος στο τραπέζι τους. Κι επίσης ήταν ο πιο πιωμένος απ' όλους.

Γέρνοντας ασταθώς πάνω από το διπλανό του, ένα μαζεμένο νεαρό ονόματι Μπάραν, που πάντα έμοιαζε να κοιτάζει τη σουβλερή μύτη του, ο Εστέαν κάρφωσε με το τρεμουλιαστό δάχτυλό του το νεαρό που έκανε την μπάνκα. Ο Μπάραν έγειρε πίσω μορφάζοντας, ενώ δάγκωνε το επιστόμιο της πίπας του, σαν να φοβόταν ότι ο Εστέαν θα έκανε εμετό.

«Καλό αυτό, Καρλόμιν», γουργούρισε ο Εστέαν. «Συμφωνείς κι εσύ, Μπάραν, σωστά; Ο Εντόριον ούτε τη μυρωδιά τους δεν θα κερδίσει. Αν θέλει να δοκιμάσει την τύχη του... να ριψοκινδυνεύσει... θα πρέπει να κυνηγήσει εκείνες τις μορφονιές τις Αελίτισσες, σαν τον Ματ από δω. Να δεις δόρατα και μαχαίρια. Που να καεί η ψυχή μου. Σαν να ζητάς από λιοντάρι να χορέψει». Στο τραπέζι έπεσε νεκρική σιωπή. Ο Εστέαν γέλασε μονάχος του και μετά έπαιξε τα μάτια και έξυσε πάλι τα μαλλιά του. «Τι τρέχει; Είπα τίποτα; Α! Α, ναι. Αυτές».

Ο Ματ μόλις που κρατήθηκε να μην κατσουφιάσει. Ο ανόητος, ήταν ανάγκη να αναφέρει τις Αελίτισσες; Το μόνο χειρότερο θέμα θα ήταν οι Άες Σεντάι· θα προτιμούσε να υπήρχαν Αελίτισσες στους διαδρόμους, να τριγυρνούν και να καρφώνουν με το βλέμμα τους Δακρινούς που τους εμπόδιζαν το δρόμο, παρά έστω και μία Άες Σεντάι. Τράβηξε με το δάχτυλο μια Αντορανή κορώνα από το πουγκί του στο τραπέζι και την έσπρωξε στη μέση, μαζί με τα άλλα νομίσματα. Ο Καρλόμιν μοίρασε αργά το επόμενο χαρτί.

Ο Ματ το σήκωσε προσεκτικά με την άκρη του νυχιού του και δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Ο Κυβερνήτης Κούπα, ένας Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου. Οι κυβερνήτες της τράπουλας ποίκιλαν ανάλογα με τη χώρα στην οποία είχαν φτιαχτεί τα τραπουλόχαρτα και ο κυβερνήτης του έθνους ήταν πάντα ο Κυβερνήτης Κούπα, το ανώτερο φύλλο. Αυτά τα τραπουλόχαρτα ήταν παλιά. Είχε ήδη δει καινούριες τράπουλες με το πρόσωπο του Ραντ, ή με κάτι που του έμοιαζε, στη θέση του Κυβερνήτη Κούπα, μαζί με το λάβαρο του Δράκοντα. Ο Ραντ κυβερνήτης του Δακρύου· αυτό ακόμα του φαινόταν τόσο εξωφρενικό, που του ερχόταν να τσιμπηθεί. Ο Ραντ ήταν ένας βοσκός, ένα καλό παιδί, που διασκέδαζαν μαζί όταν δεν έκανε το σοβαρό και υπεύθυνο. Τώρα ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας· αυτό σήμαινε ότι ο Ματ ήταν μεγάλος βλάκας που καθόταν και περίμενε εκεί, όπου η Μουαραίν μπορούσε να τον βρει και να τον πιάσει ό,τι ώρα ήθελε, περιμένοντας να δει τι θα έκανε μετά ο Ραντ. Ίσως να ερχόταν μαζί του ο Θομ Μέριλιν. Ή ο Πέριν. Μόνο που ο Θομ έμοιαζε να έχει βολευτεί στην Πέτρα, σαν να μην είχε ποτέ σκοπό να φύγει, και ο Πέριν δεν θα πήγαινε πουθενά αν δεν κουνούσε η Φάιλε το δαχτυλάκι της. Ε, λοιπόν, ο Ματ ήταν έτοιμος να ταξιδέψει μόνος του, αν ήταν ανάγκη.

Υπήρχε όμως ασήμι στη μέση του τραπεζιού και χρυσάφι μπροστά στους νεαρούς άρχοντες, κι αν του μοίραζαν τον πέμπτο κυβερνήτη, κανένα χέρι στο τσοπ δεν θα μπορούσε να τον νικήσει. Όχι ότι τον χρειαζόταν. Ξαφνικά, ένιωσε την τύχη να του γαργαλά το νου. Όχι να τον γαργαλά όπως γινόταν με τα ζάρια φυσικά, αλλά ήταν ήδη βέβαιος ότι κανένας δεν θα νικούσε τους τέσσερις κυβερνήτες. Οι Δακρινοί στοιχημάτιζαν ασυγκράτητα όλη τη νύχτα, ενώ ένα ποσό ίσο με την αξία δέκα αγροκτημάτων άλλαζε θέση στο τραπέζι με τα πιο γρήγορα χέρια.

Αλλά ο Καρλόμιν κοίταζε την τράπουλα στα χέρια του αντί να αγοράσει το τέταρτο φύλλο του, ενώ ο Μπάραν ρουφούσε με δύναμη την πίπα του και στοίβαζε τα κέρματα μπροστά του, σαν να ήταν έτοιμος να τα καταχωνιάσει στις τσέπες του. Ο Ρέιμον ήταν μουτρωμένος πίσω από τα γένια του και ο Εντόριον κοιτούσε συνοφρυωμένος τα νύχια του. Μονάχα ο Εστέαν έμοιαζε ήρεμος· χαμογελούσε αβέβαια στους άλλους ολόγυρά του, έχοντας ίσως ήδη ξεχάσει αυτό που είχε πει. Συνήθως κατόρθωναν να διασκεδάσουν την κατάσταση όποτε ανάφερε κάποιος τις Αελίτισσες, όμως η ώρα ήταν περασμένη και το κρασί έρεε άφθονο.

Ο Ματ έψαξε στο νου του για να βρει έναν τρόπο που θα εμπόδιζε τους άρχοντες και το χρυσάφι τους να εγκαταλείψουν τα φύλλα τους. Μια ματιά στα πρόσωπά τους άρκεσε για να καταλάβει ότι δεν έφτανε απλώς να αλλάξει θέμα. Υπήρχε όμως και διαφορετικός τρόπος. Αν τους έκανε να γελάσουν με τις Αελίτισσες... Αξίζει να γελάσουν και μαζί μου; Μασώντας την πίπα του, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο.

Ο Μπάραν μάζεψε μια στοίβα χρυσά νομίσματα σε κάθε χέρι και έκανε να τα χώσει στις τσέπες του.

«Σκέφτομαι να κάνω μια δοκιμή μ' αυτές τις Θαλασσινές», είπε γοργά ο Ματ, βγάζοντας την πίπα από το στόμα, για να κάνει χειρονομίες μ' αυτήν. «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν όταν κυνηγάς Αελίτισσες. Πολύ παράξενα. Όπως το παιχνίδι που ονομάζουν “Το Φιλί της Κόρης”». Τώρα είχε τραβήξει την προσοχή τους, αλλά ο Μπάραν δεν είχε βάλει κάτω τα νομίσματα και ο Καρλόμιν δεν έδειχνε ότι θα αγόραζε χαρτί.

Ο Εστέαν κάγχασε μεθυσμένα. «Θα σε φιλήσει με ατσάλι στα παίδια, μου φαίνεται. Κόρες του Δόρατος, σου λέει. Δόρυ στα παίδια. Που να καεί η ψυχή μου». Κανείς άλλος δεν γέλασε. Μα τον άκουγαν.

«Όχι ακριβώς». Ο Ματ κατάφερε να χαμογελάσει. Που να καώ, μίλησα που μίλησα, ας πω και τα υπόλοιπα. «Ο Ρούαρκ μου είπε ότι, αν ήθελα να τα πάω καλά με τις Αελίτισσες, έπρεπε να τις ρωτήσω πώς παίζεται το Φιλί της Κόρης. Είπε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τις γνωρίσω». Ως εδώ, του φαινόταν σαν παιχνίδι με φιλιά, όπως το Φίλα τις Μαργαρίτες που έπαιζαν στο χωριό του. Ο Ρούαρκ ήταν αρχηγός μιας φατρίας των Αελιτών και ο Ματ δεν τον είχε για άνθρωπο που έκανε φάρσες. Την άλλη φορά θα είχε το νου του. Προσπάθησε να χαμογελάσει πιο φυσικά. «Πήγα λοιπόν στην Μπάιν και...» Ο Ρέιμον έσμιξε ανυπόμονα τα φρύδια. Κανείς τους δεν ήξερε το όνομα κάποιου Αελίτη εκτός του Ρούαρκ και κανείς δεν ήθελε να μάθει. Ο Ματ άφησε τα ονόματα και συνέχισε βιαστικά. «...πήγα εκεί σαν βλάκας με περικεφαλαία και ζήτησα να μου δείξουν». Από τα πλατιά χαμόγελα που φάνηκαν στα πρόσωπά τους, έπρεπε να είχε υποψιαστεί ότι κάτι έτρεχε. Ήταν σαν γάτες που ένα ποντίκι τις είχε ζητήσει σε χορό. «Πριν καταλάβω τι συμβαίνει, μια αγκαλιά δόρατα κύκλωσαν το λαιμό μου, σαν περιλαίμιο. Έτσι και φτερνιζόμουν, θα με είχαν ξυρίσει».

Οι άλλοι στο τραπέζι ξέσπασαν σε γέλια ― βραχνά ο Ρέιμον, σαν μεθυσμένο γκάρισμα ο Εστέαν.

Ο Ματ τους άφησε να γελάσουν. Σχεδόν ένιωθε τις αιχμές των δοράτων ξανά να τον τσιμπούν με την παραμικρή κίνηση. Η Μπάιν, που δεν είχε πάψει να γελά, του είπε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για άντρα που είχε στ' αλήθεια ζητήσει να παίξει το Φιλί της Κόρης.

Ο Καρλόμιν χάιδεψε το γένι του και μίλησε όταν είδε το δισταγμό του Ματ. «Μη σταματάς εδώ. Πες και τα άλλα. Πότε έγινε αυτό; Ήταν πριν από δυο νύχτες, πάω στοίχημα. Τότε που δεν ήρθες να παίξεις και δεν ήξερε κανένας πού ήσουν».

«Έπαιζα λίθους με τον Θομ Μέριλιν εκείνο το βράδυ», έκανε βιαστικά ο Ματ. «Αυτό έγινε πριν από μέρες». Χαιρόταν που μπορούσε να λέει ψέματα χωρίς να τον προδίδει το πρόσωπό του. «Η καθεμιά τους μου έδωσε ένα φιλί. Αυτό είναι όλο. Όποιας της άρεσε το φιλί, τραβούσε λίγο πίσω το δόρυ. Αν όχι, το έσπρωχνε λιγάκι πιο δυνατά, για ενθάρρυνση θα έλεγες. Αυτό ήταν όλο. Ένα έχω να σας πω. Κόπηκα λιγότερες φορές απ' όσο όταν ξυρίζομαι».

Έχωσε ξανά την πίπα στο στόμα του. Αν ήθελαν να μάθουν κι άλλα, ας πήγαιναν να παίξουν το παιχνίδι κι αυτοί. Ευχήθηκε κάποιος τους να ήταν τόσο βλάκας. Οι παλιο-Αελίτισσες και τα παλιοίόρατά τους. Είχε χαράξει πια, όταν γύρισε στο κρεβάτι του.

«Εμένα θα μου έπεφτε βαρύ», είπε ξερά ο Καρλόμιν, «μα το Φως». Πέταξε μια ασημένια κορώνα στη μέση του τραπεζιού και πήρε ο ίδιος ένα χαρτί. «Το Φιλί της Κόρης». Σειόταν από τα σιωπηλά χαχανητά του, ενώ άλλο ένα κύμα γέλιου απλωνόταν στο τραπέζι.

Ο Μπάραν αγόρασε το πέμπτο χαρτί του και ο Εστέαν πήρε ένα νόμισμα από το σωρό που ήταν απλωμένος μπροστά του, κοιτάζοντάς το για να δει τι ήταν. Δεν θα σταματούσαν το παιχνίδι τώρα.

«Άγριοι», μουρμούρισε ο Μπάραν μασώντας την πίπα του. «Αμαθείς άγριοι. Αυτό είναι και τίποτα παραπάνω, που να καεί η ψυχή μου. Ζουν σε σπηλιές, εκεί στην Ερημιά. Σε σπηλιές! Μόνο οι άγριοι ζούνε στην Ερημιά».

Ο Ρέιμον ένευσε. «Τουλάχιστον υπηρετούν τον Άρχοντα Δράκοντα. Αλλιώς, θα έπαιρνα εκατό Υπερασπιστές και θα καθάριζα την Πέτρα». Ο Μπάραν και ο Καρλόμιν συμφώνησαν μ' ένα άγριο γρύλισμα.

Ο Ματ δεν δυσκολευόταν καθόλου να κρατήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο. Αυτά τα είχε ξανακούσει. Ο κομπασμός ήταν εύκολος, όταν δεν περίμενε κανείς να τον κάνεις πράξη. Εκατό Υπερασπιστές; Ακόμα κι αν ο Ραντ καθόταν αμέτοχος για κάποιο λόγο, οι λίγες εκατοντάδες Αελίτες που είχαν καταλάβει την Πέτρα μάλλον θα μπορούσαν να την κρατήσουν, ακόμα κι αν το Δάκρυ έστελνε στρατό. Όχι ότι έδειχναν να θέλουν την ίδια την Πέτρα. Ο Ματ υποψιαζόταν ότι οι Αελίτες βρίσκονταν εκεί επειδή ήταν ο Ραντ. Του φαινόταν ότι αυτοί οι νεαροί άρχοντες δεν το είχαν καταλάβει —προσπαθούσαν όσο ήταν δυνατό να μη δίνουν σημασία στους Αελίτες― αλλά και να το καταλάβαιναν, δεν θα ένιωθαν καλύτερα.

«Ματ». Ο Εστέαν άπλωσε τα χαρτιά του σαν βεντάλια στο ένα χέρι, αλλάζοντάς τους θέση σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει με ποια σειρά έμπαιναν. «Ματ, θα μιλήσεις στον Άρχοντα Δράκοντα, έτσι δεν είναι;»

«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Ματ επιφυλακτικά. Δεν του άρεσε καθόλου που πολλοί απ' αυτούς τους Δακρινούς ήξεραν ότι ο Ματ κι ο Ραντ είχαν μεγαλώσει μαζί και έμοιαζαν να πιστεύουν ότι όποτε δεν ήταν μαζί τους, ήταν στο πλευρό του Ραντ. Αν ο αδελφός τους μπορούσε να διαβιβάζει, ούτε που θα τον πλησίαζαν ― γιατί λοιπόν περίμεναν ότι ο Ματ θα έκανε τέτοια βλακεία;

«Δεν σου είπα;» Ο ασχημούλης κοίταξε τα χαρτιά του στενεύοντας τα μάτια, έξυσε το κεφάλι κι ύστερα το πρόσωπό του έλαμψε. «Α, ναι. Η διακήρυξή που έκανε, Ματ. Ο Άρχοντας Δράκοντας. Η τελευταία του, Εκεί που είπε ότι οι απλοί θνητοί έχουν το δικαίωμα να πηγαίνουν τους άρχοντες στο δικαστή. Ποιος άκουσε ποτέ άρχοντας να καλείται να παρουσιαστεί στο δικαστή; Για χωρικούς, μάλιστα!»

Ο Ματ έσφιξε το πουγκί του και τα κέρματα μέσα έτριξαν. «Θα ήταν κρίμα», είπε χαμηλόφωνα, «να σε δικάσουν και να σε καταδικάσουν μόνο και μόνο επειδή ξάπλωσες με την κόρη ενός ψαρά, άσχετα αν αυτή δεν το ήθελε. Ή επειδή έβαλες να δείρουν έναν αγρότη, επειδή τίναξε λάσπη στο μανδύα σου».

Οι άλλοι σάλεψαν ανήσυχα, νιώθοντας τη διάθεσή του, αλλά ο Εστέαν ένευσε ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι ασταθώς, έτσι που φαινόταν πως θα έπεφτε. «Ακριβώς. Αν και βέβαια δεν θα καταλήγαμε εκεί. Άρχοντας να δικάζεται μπροστά σε δικαστή; Και βέβαια όχι. Δεν γίνεται». Γέλασε μεθυσμένα, κοιτάζοντας τα χαρτιά του. «Όχι κόρη ψαρά. Μυρίζουν ψαρίλα, ακόμα κι αν τις έχεις βάλει να κάνουν μπάνιο. Μια παχουλή κόρη αγρότη είναι το καλύτερο».

Ο Ματ σκέφτηκε ότι είχε πάει εκεί για να παίξει χαρτιά. Πίεσε τον εαυτό να μη δώσει σημασία στη φλυαρία του ηλίθιου, θύμισε στον εαυτό του πόσο χρυσάφι μπορούσε να κερδίσει από το πουγκί του Εστέαν. Η γλώσσα του όμως δεν τον υπάκουσε. «Ποιος ξέρει άραγε πού θα καταλήγαμε; Μπορεί σε αγχόνες».

Ο Εντόριον τον λοξοκοίταξε ― ήταν ένα επιφυλακτικό, ανήσυχο βλέμμα. «Είναι ανάγκη να μιλάμε... για κοινούς θνητούς, Εστέαν; Τι λες για τις κόρες του γερο-Αστόριλ; Αποφάσισες ποια θα παντρευτείς;»

«Τι; Α! Ε, θα στρίψω νόμισμα μάλλον». Ο Εστέαν κοίταξε συνοφρυωμένος τα χαρτιά του, άλλαξε θέση σε ένα και συνοφρυώθηκε πάλι. «Η Μεντόρε έχει δυο-τρεις ωραίες υπηρέτριες. Ίσως τη Μεντόρε».

Ο Ματ κατέβασε μια μεγάλη γουλιά κρασί από το ασημένιο κύπελλό του, για να μη δώσει καμιά μπουνιά στο χωριάτικο πρόσωπο του άλλου. Ακόμα έπινε από το πρώτο κύπελλό του· οι δύο υπηρέτες είχαν εγκαταλείψει πια τις προσπάθειες να του βάλουν άλλο κρασί. Αν χτυπούσε τον Εστέαν, κανείς από τους άλλους δεν θα σήκωνε το χέρι του να τον σταματήσει. Ούτε ακόμα και ο Εστέαν. Επειδή ήταν φίλος του Άρχοντα Δράκοντα. Ευχήθηκε να βρισκόταν σε κάποια ταβέρνα της πόλης, όπου ένας λιμενεργάτης θα μπορούσε να αμφισβητήσει την τύχη του, όπου μόνο η γρήγορη γλώσσα του, ή τα γρήγορα πόδια του, ή τα γρήγορα χέρια του θα τον βοηθούσαν να γλιτώσει το τομάρι του. Μα τι χαζή σκέψη που ήταν κι αυτή.

Ο Εντόριον έριξε μια ματιά στον Ματ, ζυγίζοντας τη διάθεσή του. «Ακουσα μια φήμη σήμερα. Μου λένε ότι ο Άρχοντας Δράκοντας θα μας βάλει σε πόλεμο με το Ίλιαν».

Ο Ματ στραβοκατάπιε το κρασί που έπινε. «Πόλεμο;» έφτυσε.

«Πόλεμο», συμφώνησε χαρούμενα ο Ρέιμον, μασώντας την πίπα του.

«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Καρλόμιν. «Δεν άκουσα τέτοια φήμη», πρόσθεσε ο Μπάραν.

«Την άκουσα μόλις σήμερα, από τρία-τέσσερα στόματα». Ο Εντόριον φαινόταν να προσέχει απορροφημένος τα φύλλα του. «Ποιος ξέρει άραγε πόσο αληθινή είναι;»

«Πρέπει να είναι αλήθεια», είπε ο Ρέιμον. «Με τον Άρχοντα Δράκοντα να μας οδηγεί κρατώντας το Καλαντόρ, ούτε που θα χρειαστεί να πολεμήσουμε. Θα κάνει το στρατό τους φύλλο και φτερό, και θα προελάσουμε κατευθείαν στο Ίλιαν. Κρίμα γι' αυτό, δηλαδή, που να καεί η ψυχή μου. Θα ήθελα μια ευκαιρία να ξιφομαχήσω με Ιλιανό».

«Δεν θα έχεις την παραμικρή ευκαιρία με τον Άρχοντα Δράκοντα επικεφαλής», είπε ο Μπάραν. «Θα πέσουν στα γόνατα μόλις δουν το λάβαρο του Δράκοντα».

«Κι αν όχι», πρόσθεσε γελώντας ο Καρλόμιν, «τότε ο Άρχοντας Δράκοντας θα τους τσακίσει με τους κεραυνούς του».

«Πρώτα το Ίλιαν», είπε ο Ρέιμον. «Και ύστερα... Ύστερα θα κατακτήσουμε τον κόσμο για τον Άρχοντα Δράκοντα. Πες του ότι το είπα, Ματ. Ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι του. Πριν από ένα μήνα θα τους προκαλούσε αποτροπιασμό και μόνο η ιδέα ενός ανθρώπου που μπορούσε να διαβιβάζει, ενός ανθρώπου που ήταν καταδικασμένος να τρελαθεί και να τον βρει ένας φριχτός θάνατος. Τώρα, όμως, ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τον Ραντ στη μάχη και εμπιστεύονταν τη δύναμη του για να κερδίσει εκ μέρους τους τον πόλεμο. Εμπιστεύονταν τη Δύναμη, αν και μάλλον δεν θα το έθεταν έτσι. Μα κι αυτοί, σκέφτηκε, έπρεπε να κρατηθούν από κάπου. Η αόρατη Πέτρα ήταν στα χέρια των Αελιτών. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν στα διαμερίσματά του τριάντα μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους και μαζί του ήταν το Καλαντόρ. Τρεις χιλιάδες χρόνια Δακρινής ιστορίας είχαν γίνει συντρίμμια και ο κόσμος είχε γυρίσει τα πάνω-κάτω. Αναρωτήθηκε αν ο ίδιος αντιμετώπιζε καλύτερα την κατάσταση· ο κόσμος του είχε στραβώσει πριν από ένα χρόνο και κάτι. Έκανε μια χρυσή Δακρινή κορώνα να κυλήσει στις ράχες των δαχτύλων του. Όσο καλά κι αν τα πήγαινε, δεν θα γυρνούσε πίσω.

«Πότε εκστρατεύουμε, Ματ;» ρώτησε ο Μπάραν.

«Δεν ξέρω», είπε αργά. «Δεν νομίζω ότι ο Ραντ θα ξεκινούσε πόλεμο». Εκτός αν είχε ήδη τρελαθεί. Αυτό δεν ήθελε ούτε να το σκεφτεί.

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν σαν να τους είχε διαβεβαιώσει ότι αύριο ο ήλιος δεν θα ανέτειλε.

«Είμαστε όλοι πιστοί στον Άρχοντα Δράκοντα, φυσικά». Ο Εντόριον κοίταξε τα χαρτιά του σμίγοντας τα φρύδια. «Εκεί έξω στην ύπαιθρο, όμως.,. Άκουσα ότι μερικοί Υψηλοί Άρχοντες, κάτι λίγοι, προσπαθούν να συγκεντρώσουν στρατό για να ανακαταλάβουν την Πέτρα». Ξαφνικά, τα βλέμματα όλων τους στράφηκαν μακριά από τον Ματ, αν και ο Εστέαν ακόμα έμοιαζε να προσπαθεί να διακρίνει τα χαρτιά του. «Όταν ο Άρχοντας Δράκοντας μας πάει σε πόλεμο, τότε όλα αυτά θα σβήσουν. Όπως και να έχει, εμείς εδώ, στην Πέτρα, είμαστε νομιμόφρονες. Και οι Υψηλοί Άρχοντες επίσης, είμαι βέβαιος γι' αυτό. Είναι μόνο κάποιοι λίγοι στην ύπαιθρο».

Η νομιμοφροσύνη τους δεν θα υπερίσχυε του φόβου που ένιωθαν για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Για μια στιγμή ο Ματ ένιωσε σαν να ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τον Ραντ σε ένα λάκκο γεμάτο οχιές. Κι έπειτα θυμήθηκε τι ήταν ο Ραντ. Περισσότερο θα ήταν σαν να εγκατέλειπε μια νυφίτσα σε κοτέτσι. Ο Ραντ ήταν φίλος του. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας όμως... Ποιος άραγε μπορούσε να είναι φίλος με τον Αναγεννημένο Δράκοντα; Δεν εγκαταλείπω κανέναν. Αν ο Ραντ θέλει, μπορεί να σωριάσει την Πέτρα στα κεφάλια τους. Και στο δικό μου κεφάλι. Ξανασκέφτηκε ότι ήταν ώρα να πηγαίνει.

«Όχι κόρες ψαράδων», μουρμούρισε ο Εστέαν. «Θα μιλήσεις στον Άρχοντα Δράκοντα».

«Σειρά σου, Ματ», είπε ταραγμένος ο Καρλόμιν. Έμοιαζε λιγάκι φοβισμένος, αν και ήταν αδύνατο να πεις τι φοβόταν — ότι ο Εστέαν θα ξανάκανε τον Ματ να θυμώσει, ή ότι η συζήτηση θα ξαναγυρνούσε στους αριστοκράτες; «Θα αγοράσεις και πέμπτο χαρτί ή πας πάσο;»

Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι δεν πρόσεχε το παιχνίδι. Όλοι, εκτός απ' αυτόν και από τον Καρλόμιν, είχαν πέντε χαρτιά, αν και ο Ρέιμον είχε αφήσει στοιβαγμένα τα δικά του, με τις εικόνες προς τα κάτω, πλάι στα μαζεμένα χρήματα, για να δείξει ότι είχε εγκαταλείψει. Ο Ματ κοντοστάθηκε, προσποιήθηκε ότι το σκεφτόταν και μετά αναστέναξε και έριξε άλλο ένα νόμισμα στο σωρό.

Καθώς η ασημένια κορώνα αναπηδούσε στριφογυριστά, ο Ματ ξαφνικά ένιωσε την τύχη να γίνεται από ποταμάκι πλημμύρα και να τον κατακλύζει. Κάθε κουδούνισμα του ασημιού πάνω στο ξύλινο τραπέζι αντηχούσε πεντακάθαρο στο νου του· μπορούσε να πει αν ήταν κεφάλι ή βούλα και ήξερε με ποια πλευρά χτυπούσε το νόμισμα σε κάθε αναπήδηση, ακριβώς όπως ήξερε και ποιο θα ήταν το επόμενο φύλλο του, πριν το βάλει μπροστά του ο Καρλόμιν.

Μάζεψε τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι και τα άπλωσε σαν βεντάλια στο ένα χέρι. Η Αρχόντισσα της Φλόγας τον κοίταζε πλάι στους άλλους τέσσερις ― η Έδρα της Άμερλιν που ισορροπούσε μια φλόγα στην παλάμη της, αν και δεν έμοιαζε καθόλου με τη Σιουάν Σάντσε. Ό,τι γνώμη κι αν είχαν οι Δακρινοί για τις Άες Σεντάι, πάντως αναγνώριζαν την εξουσία της Ταρ Βάλον, έστω κι αν οι Φλόγες ήταν η κατώτερη κατηγορία.

Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να του μοιράσουν και τους πέντε κυβερνήτες; Η τύχη του δούλευε καλύτερα με τα απρόβλεπτα πράγματα, όπως τα ζάρια, αλλά ίσως τώρα να είχε μεταδοθεί και στα τραπουλόχαρτα. «Αυτό είναι, που το Φως να μου κάνει τα κόκαλα στάχτη», μουρμούρισε. Τουλάχιστον αυτό ήθελε να πει.

«Να», είπε ο Εστέαν σχεδόν φωνάζοντας. «Αυτή τη φορά δεν μπορεί να το αρνηθείς. Ήταν η Παλιά Γλώσσα. Κάτι για στάχτη και κόκαλα». Κοίταξε χαμογελώντας πλατιά τους άλλους στο τραπέζι. «Πού είναι ο δάσκαλός μου να με καμαρώσει. Θα έπρεπε να του στείλω κανένα δώρο. Αν μπορούσα να βρω πού έχει πάει, βέβαια».

Οι ευγενείς υποτίθεται ότι μπορούσαν να μιλήσουν την Παλιά Γλώσσα, αν και στην πραγματικότητα ελάχιστοι ήξεραν περισσότερα απ' όσο φαινόταν να ξέρει ο Εστέαν. Οι νεαροί άρχοντες άρχισαν να διαφωνούν για το τι ακριβώς είχε πει ο Ματ. Έμοιαζαν να πιστεύουν ότι κάτι είχε να κάνει με τη ζέστη.

Ο Ματ ανατρίχιασε καθώς πάσχιζε να ξαναθυμηθεί τα λόγια που είχε ξεστομίσει. Ήταν αρλούμπες, όμως είχε την αίσθηση ότι σχεδόν τα είχε καταλάβει. Που να καεί η Μουαραίν! Αν με είχε αφήσει ήσυχο, δεν θα είχα τέτοιες πελώριες τρύπες στη μνήμη μου και δεν θα ξεφούρνιζα... ό,τι σαχλαμάρα είπα τώρα! Κι επίσης θα άρμεγε τις αγελάδες του πατέρα του, αντί να τριγυρνά στον κόσμο μ' ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι, αλλά αυτή τη λεπτομέρεια κατόρθωσε να την αγνοήσει.

«Ήρθατε εδώ για να παίξετε χαρτιά», είπε τραχιά, «ή για να τσακώνεστε, σαν γριούλες πάνω από το πλεκτό τους;»

«Για να παίξουμε», είπε κοφτά ο Μπάραν. «Τρεις κορώνες, χρυσές!» Πέταξε τα νομίσματα στη μέση.

«Τρεις κι άλλες τρεις ακόμα». Ο Εστέαν, ενώ τον έπιανε λόξιγκας, πρόσθεσε έξι χρυσές κορώνες στο σωρό.

Ο Ματ έπνιξε το χαμόγελό του και ξέχασε την Παλιά Γλώσσα. Ήταν εύκολο· δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Εκτός αυτού, αφού άρχιζαν τόσο μεγάλα πονταρίσματα, ίσως κατάφερνε να κερδίσει αρκετά από αυτή την παρτίδα για να φύγει το πρωί. Κι αν εκείνος είναι τόσο τρελός ώστε να ξεκινήσει πόλεμο, θα φύγω έστω και με τα πόδια.

Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας πετεινός. Ο Ματ ανασάλεψε ανήσυχα και θύμισε στον εαυτό του να μη σκέφτεται ανοησίες. Κανένας δεν θα πέθαινε.

Το βλέμμα του γύρισε στα χαρτιά του ― και βλεφάρισε. Η φλόγα της Άμερλιν είχε δώσει τη θέση της σ' ένα μαχαίρι. Ενώ σκεφτόταν ότι ήταν κουρασμένος κι έβλεπε πράγματα ανύπαρκτα, η Άμερλιν κάρφωσε τη μικρή λεπίδα στη ράχη του χεριού του.

Με μια βραχνή τσιρίδα, ο Ματ πέταξε τα χαρτιά και τινάχτηκε προς τα πίσω, αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του και κλωτσώντας το τραπέζι και με τα δύο πόδια, καθώς έπεφτε. Ο αέρας φάνηκε να γίνεται πηχτός σαν μέλι. Όλα κινούνταν σαν να είχε επιβραδυνθεί ο χρόνος, αλλά κι όλα φαίνονταν να συμβαίνουν μέσα στην ίδια στιγμή. Κι άλλες κραυγές απάντησαν στη δική του, υπόκωφες φωνές που αντιλαλούσαν μέσα σε σπήλαιο. Ο Ματ και η καρέκλα του άρχισαν να πλέουν αργά, με πορεία προς τα πίσω και προς τα κάτω· το τραπέζι αιωρήθηκε προς τα πάνω.

Η Αρχόντισσα της Φλόγας κρεμόταν στον αέρα και μεγάλωνε, κοιτάζοντάς τον με ένα άσπλαχνο χαμόγελο. Έχοντας φτάσει σχεδόν σε φυσικό μέγεθος, έκανε να βγει από το τραπουλόχαρτο· εξακολουθούσε να είναι μια ζωγραφισμένη μορφή, δίχως βάθος, όμως άπλωσε να τον φτάσει με τη λεπίδα της, που είχε κοκκινίσει από το αίμα του, σαν είχε ήδη καρφωθεί στην καρδιά του. Πλάι της άρχισε να μεγαλώνει και ο Κυβερνήτης Κούπα, ο Δακρινός Υψηλός Άρχοντας, που τραβούσε το σπαθί του.

Ο Ματ αιωρούνταν, αλλά κατάφερε με κάποιον τρόπο να φτάσει το εγχειρίδιο που είχε στο αριστερό μανίκι του και με την ίδια κίνηση να το εξαπολύσει ίσια στην καρδιά της Άμερλιν. Αν είχε καρδιά αυτό το πράγμα δηλαδή. Το δεύτερο εγχειρίδιο βρέθηκε με μια μαλακή κίνηση στο αριστερό του χέρι και εκτοξεύθηκε εξίσου μαλακά. Οι δύο λεπίδες αιωρήθηκαν στον αέρα σαν χνουδωτοί σπόροι φυτού. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η πρώτη εκείνη τσιρίδα, όλο έκπληξη και οργή, ακόμα έβγαινε από το στόμα του. Τώρα, πλάι στα άλλα δύο χαρτιά, είχε αρχίσει να μεγαλώνει και η Αρχόντισσα της Ράβδου, η Βασίλισσα του Άντορ, που έσφιγγε τη ράβδο της σαν ρόπαλο, ενώ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της αποτελούσαν το φόντο στον άγριο μορφασμό μιας τρελής.

Ακόμα έπεφτε, ακόμα έβγαζε εκείνη την παρατεταμένη τσιρίδα. Η Αμερλιν είχε ελευθερωθεί από το χαρτί της. Ο Υψηλός Άρχοντας δρασκέλιζε έξω από το φύλλο, κρατώντας το σπαθί του. Οι επίπεδες μορφές κινούνταν σχεδόν εξίσου αργά με τον Ματ. Σχεδόν. Είχε απόδειξη ότι το ατσάλι στα χέρια τους έκοβε και δίχως αμφιβολία η ράβδος μπορούσε να σπάσει ένα κρανίο. Το δικό του κρανίο.

Τα εγχειρίδια που είχε πετάξει κινούνταν σαν να βυθίζονταν σε μαρμελάδα. Ήταν βέβαιος ότι ο πετεινός είχε λαλήσει γι' αυτόν. Ό,τι κι αν έλεγε ο πατέρας του, ο οιωνός ήταν αληθινός. Αλλά δεν θα σήκωνε τα χέρια ψηλά περιμένοντας να πεθάνει. Με κάποιον τρόπο έβγαλε άλλα δύο εγχειρίδια από το σακάκι του και κράτησε από ένα σε κάθε χέρι. Πασχίζοντας να στρίψει στον αέρα, για να φέρει τα πόδια από κάτω του, πέταξε το ένα στη χρυσομάλλα μορφή με το ρόπαλο. Το άλλο το κράτησε, ενώ προσπαθούσε να γυρίσει ώστε να πέσει στο πάτωμα, έτοιμος να αντιμετωπίσει...

Ο κόσμος επανήλθε στην κανονική του κίνηση με ένα τράνταγμα και ο Ματ έπεσε αδέξια στο πλευρό του, τόσο δυνατά που του κόπηκε η ανάσα. Πάλεψε απεγνωσμένα να σηκωθεί όρθιος, τραβώντας άλλο ένα μαχαίρι μέσα από το σακάκι του. Όσα και να έχεις, δεν σου φτάνουν, ισχυριζόταν ο Θομ Μέριλιν. Τα δύο μαχαίρια δεν χρειάστηκαν.

Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι τα χαρτιά και οι φιγούρες είχαν εξαφανιστεί. Ή ότι όλα τα είχε πλάσει η φαντασία του. Μπορεί αυτός να τρελαινόταν κι όχι ο Ραντ. Ύστερα είδε τα τραπουλόχαρτα, που είχαν ξαναπάρει το φυσιολογικό μέγεθός τους, καρφωμένα στη σκούρα, ξύλινη επένδυση του τοίχου, από τα μαχαίρια του, που έτρεμαν ακόμα. Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα.

Το τραπέζι ήταν πεσμένο με το πλάι, τα νομίσματα ακόμα γυρνούσαν σαν σβούρες στο πάτωμα, ενώ οι νεαροί άρχοντες και οι υπηρέτες ζάρωναν σκυμμένοι ανάμεσα στα σκορπισμένα χαρτιά. Κοίταξαν χάσκοντας τον Ματ και τα μαχαίρια του, εκείνα που κρατούσε καθώς και τα άλλα στον τοίχο, με μάτια γουρλωμένα. Ο Εστέαν άρπαξε μια ασημένια κανάτα, που κάπως είχε γλιτώσει και δεν είχε αναποδογυρίσει, και άρχισε να χύνει το κρασί κατευθείαν στο στόμα του, ενώ όσο περίσσευε ξεχείλιζε στο σαγόνι του και κυλούσε στο στήθος του.

«Μπορεί να μην έχεις φύλλο που κερδίζει», είπε βραχνά ο Εντόριον, «αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να —» Έκοψε απότομα τη φράση του, ριγώντας ολόκληρος.

«Το είδες με τα μάτια σου». Ο Ματ θηκάρωσε ξανά τα μαχαίρια του. Ένα μικρό, αιμάτινο ρυάκι κυλούσε στη ράχη του χεριού του από τη μικροσκοπική πληγή. «Μην κάνεις τον τυφλό!»

«Δεν είδα τίποτα», είπε μουδιασμένα ο Ρέιμον. «Τίποτα!» Προχώρησε έρποντας στο πάτωμα, μαζεύοντας χρυσάφι και ασήμι, ξεδιαλέγοντας τα νομίσματα σαν να ήταν το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο. Οι άλλοι έκαναν το ίδιο, με εξαίρεση τον Εστέαν, ο οποίος παραπατώντας άρχισε να ψάχνει τις πεσμένες κανάτες μήπως βρει καμία που να έχει ακόμα κρασί. Ένας υπηρέτης έκρυβε το πρόσωπο με τις παλάμες του· ο άλλος, με μάτια κλειστά, προφανώς προσευχόταν μ' ένα χαμηλόφωνο, ξέπνοο κλαψούρισμα.

Ο Ματ μουρμούρισε μια βλαστήμια και πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές το σημείο όπου τα μαχαίρια του είχαν καρφώσει τα τρία τραπουλόχαρτα στην ξύλινη επένδυση. Τώρα είχαν ξαναγίνει απλά τραπουλόχαρτα ― ένα απλό, σκληρό χαρτί, όπου το διάφανο λούστρο είχε ραγίσει. Όμως η μορφή της Άμερλιν ακόμα κρατούσε εγχειρίδιο αντί για φλόγα. Γεύτηκε αίμα και κατάλαβε ότι ρουφούσε την αμυχή στη ράχη του χεριού του.

Ξεκόλλησε βιαστικά τα μαχαίρια και πριν τα θηκαρώσει, έκοψε τα χαρτιά στη μέση. Ύστερα από μια οτιγμή, άρχισε να ψάχνει στα χαρτιά που είχαν σκορπίσει στο πάτωμα, ώσπου βρήκε τους κυβερνήτες των Νομισμάτων και των Ανέμων και τους έσκισε κι αυτούς. Ένιωσε λιγάκι ανόητος —όλα είχαν τελειώσει· τα χαρτιά ήταν πάλι απλά χαρτιά― αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Οι νεαροί άρχοντες, που σέρνονταν στα χέρια και στα πόδια, δεν έκαναν τίποτα για να τον σταματήσουν. Έτρεχαν να βγουν από το δρόμο του, χωρίς καν να τον κοιτάζουν. Δεν θα έπαιζαν άλλο απόψε, ίσως και για αρκετές ακόμα νύχτες. Τουλάχιστον όχι μαζί του. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί, ήταν σαφές ότι στρεφόταν μόνο εναντίον του Ματ. Αυτό όμως που ήταν ακόμα πιο σαφές, ήταν πως τα πάντα είχαν γίνει με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τέτοια πράγματα.

«Που να καείς, Ραντ!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Αν είναι να τρελαθείς, τουλάχιστον μην μπλέκεις κι εμένα!» Η πίπα του είχε σπάσει στα δύο, μια δαγκωνιά είχε κόψει ίσια τον σωλήνα. Θυμωμένος, άρπαξε το πουγκί του από το πάτωμα και βγήκε από το δωμάτιο με μεγάλα βήματα.


Στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρά του, ο Ραντ τιναζόταν ανήσυχος σ' ένα κρεβάτι τόσο μεγάλο, που χωρούσε πέντε. Έβλεπε όνειρα.

Μέσα σ' ένα σκοτεινό δάσος, η Μουαραίν τον κέντριζε μ' ένα μυτερό ραβδί προς το μέρος όπου περίμενε η Έδρα της Αμερλιν, καθισμένη σ' ένα κούτσουρο με ένα καπίστρι στα χέρια της. Αμυδρές μορφές κινούνταν μισο-αόρατες ανάμεσα στα δέντρα, παραμονεύοντας, κυνηγώντας τον· κοντά του, η λεπίδα ενός εγχειριδίου άστραφτε στο φως που χανόταν, ενώ πιο εκεί φευγαλέα έβλεπε σχοινιά έτοιμα να τον δέσουν. Η Μουαραίν, λιγνή, χωρίς να τον φτάνει ούτε ως τους ώμους, είχε μια έκφραση που ο Ραντ δεν είχε ξαναδεί στο πρόσωπό της. Φόβο. Ιδρωμένη, τον κέντριζε πιο σκληρά, προσπαθώντας να τον κάνει να πλησιάσει πιο γρήγορα το καπίστρι της Άμερλιν. Σκοτεινόφιλοι και Αποδιωγμένοι στις σκιές, το λουρί του Λευκού Πύργου μπροστά του, η Μουαραίν πίσω του. Ξέφυγε από το ραβδί της Μουαραίν και το έβαλε στα πόδια.

«Είναι πολύ αργά για να το σκάσεις», του φώναξε αυτή πίσω του, αλλά ο Ραντ έπρεπε να γυρίσει πίσω. Πίσω.

Μουρμουρίζοντας, σφάδασε στο κρεβάτι του κι ύστερα έμεινε ασάλευτος, ανασαίνοντας πιο εύκολα για μια στιγμή.

Ήταν στο Νεροδάσος, στο χωριό του. Οι γερτές ακτίνες του ήλιου έπεφταν μέσα από τα δέντρα και έκαναν τη λιμνούλα μπροστά του να λαμπυρίζει. Τα βράχια στην εδώ άκρη της λιμνούλας είχαν πράσινα βρύα, ενώ τριάντα βήματα πιο πέρα, στην άλλη άκρη, υπήρχαν λίγα αγριολούλουδα. Σ' αυτό το μέρος, όταν ήταν παιδί, είχε μάθει να κολυμπάει.

«Γιατί δεν κολυμπάς τώρα;»

Στριφογύρισε ξαφνιασμένος. Μπροστά του στεκόταν η Μιν, χαμογελώντας του. Φορούσε ένα αγορίστικο σακάκι και ένα φαρδύ παντελόνι, ενώ πλάι της είχε την Ηλαίην, με χρυσοκόκκινες μπούκλες και πράσινη, μεταξωτή τουαλέτα, που ταίριαζε στο παλάτι της μητέρας της.

Αυτή που είχε μιλήσει ήταν η Μιν, όμως η Ηλαίην πρόσθεσε: «Τα νερά φαίνονται πολύ ευχάριστα, Ραντ. Εδώ δεν θα μας ενοχλήσει κανείς».

«Ξέρω εγώ», έκανε αυτός αργά. Η Μιν τον διέκοψε, πλέκοντας τα δάχτυλά της στο σβέρκο του και πατώντας στις μύτες των ποδιών της για να σηκωθεί και να τον φιλήσει.

Επανέλαβε τα λόγια της Ηλαίην μ' ένα απαλό γουργούρισμα. «Εδώ δεν θα μας ενοχλήσει κανείς». Έκανε πίσω, πέταξε το σακάκι της κι ύστερα καταπιάστηκε με τα κορδόνια που έδεναν το πουκάμισό της.

Ο Ραντ είχε μείνει να την κοιτάζει και η έκπληξή του έγινε ακόμα πιο έντονη, όταν κατάλαβε ότι ο μανδύας της Ηλαίην κείτονταν στο γεμάτο βρύα έδαφος. Η Κόρη-Διάδοχος είχε σκύψει και με τα χέρια χιαστί ύψωνε την πουκαμίσα της, τραβώντας την από το στρίφωμα.

«Τι κάνεις;» ζήτησε ο Ραντ να μάθει με πνιγμένη φωνή.

«Ετοιμάζομαι να πάμε μαζί για κολύμπι», αποκρίθηκε η Μιν.

Η Ηλαίην του άστραψε ένα χαμόγελο και έβγαλε την πουκαμίσα από το κεφάλι.

Αυτός γύρισε βιαστικά την πλάτη, αν και ένα μέρος του αρνιόταν να το κάνει. Βρέθηκε, όμως, να κοιτάζει την Εγκουέν, με τα μεγάλα γαλανά μάτια της να τον περιεργάζονται λυπημένα. Δίχως να πει λέξη, γύρισε και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.

«Στάσου!» φώναξε αυτός πίσω της. «Μπορώ να σου εξηγήσω».

Άρχισε να τρέχει· έπρεπε να τη βρει. Όταν όμως έφτασε στα δέντρα, τον σταμάτησε η φωνή της Μιν.

«Μην πας, Ραντ».

Η Μιν και η Ηλαίην ήταν ήδη στο νερό και μόνο τα κεφάλια τους φαίνονταν, καθώς κολυμπούσαν τεμπέλικα στη μέση της λιμνούλας.

«Γύρνα πίσω», τον κάλεσε η Ηλαίην, σηκώνοντας το λεπτό χέρι της για να του κάνει νόημα. «Έτσι για αλλαγή, δεν δικαιούσαι να βρεις αυτό που θέλεις;»

Αυτός ανασάλεψε τα πόδια του, θέλοντας να προχωρήσει αλλά μην ξέροντας προς ποια κατεύθυνση. Μην ξέροντας τι ήθελε. Τα λόγια ηχούσαν παράξενα. Τι ήθελε; Έφερε το χέρι στο πρόσωπό του, για να σκουπίσει κάτι που έμοιαζε με ιδρώτα. Η μισοσαπισμένη σάρκα είχε σχεδόν σβήσει τον ερωδιό που ήταν αποτυπωμένος στο δέρμα του· τα κοκκινωπά χάσματα άφηναν τα λευκά οστά να φανούν.

Μ' ένα τίναγμα ξύπνησε κι έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να τρέμει στο σκοτάδι και τη ζέστη. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει τα ασπρόρουχά του, καθώς και τα λινά σεντόνια κάτω από την πλάτη του. Το πλευρό του έκαιγε στο σημείο που υπήρχε μια παλιά λαβωματιά, η οποία ποτέ δεν είχε επουλωθεί σωστά. Ψηλάφισε την τραχιά ουλή, έναν κύκλο με άνοιγμα σχεδόν τρεις πόντους. Ακόμα και η Θεραπεία, η ικανότητα των Άες Σεντάι που είχε η Μουαραίν, δεν είχε καταφέρει να τη γιατρέψει τελείως. Αλλά ακόμα δεν σάπισα. Ούτε και τρελάθηκα. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Αυτό τα έλεγε όλα. Του ήρθε να γελάσει κι αναρωτήθηκε αν αυτό σήμαινε ότι ήταν ήδη λιγάκι τρελός.

Το ότι ονειρευόταν τη Μιν και την Ηλαίην, ότι τις ονειρευόταν μ' αυτό τον τρόπο... Μπορεί να μην ήταν τρέλα, αλλά σίγουρα ήταν χαζομάρα. Δεν τον κοίταζαν έτσι στον ξύπνιο τους. Η Εγκουέν ― μ' αυτή σχεδόν τους είχαν αρραβωνιάσει όταν ήταν κι οι δυο παιδιά. Μπορεί να μην είχαν πει τα λόγια του αρραβώνα μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών, όμως όλοι στο Πεδίο του Έμοντ, κι ακόμα παραπέρα, ήξεραν ότι κάποια μέρα οι δυο τους θα παντρεύονταν.

Αυτή η μέρα φυσικά δεν θα ερχόταν ποτέ· τώρα πια όχι, με τη μοίρα που έμελλε να βρει τον άντρα που διαβιβάζει. Πρέπει να το είχε καταλάβει και η ίδια η Εγκουέν. Πρέπει. Αυτό που την απασχολούσε ήταν πώς θα γινόταν Άες Σεντάι. Οι γυναίκες, πάντως, ήταν παράξενα πλάσματα· μπορεί να πίστευε ότι θα γινόταν Άες Σεντάι και ταυτοχρόνως θα τον παντρευόταν, είτε ο Ραντ διαβίβαζε είτε όχι. Πώς μπορούσε να της πει ότι δεν ήθελε πια να την παντρευτεί, ότι την αγαπούσε σαν αδελφή; Μα ήταν σίγουρος ότι δεν θα χρειαζόταν να της το πει. Θα κρυβόταν πίσω από τη φύση του. Η Εγκουέν σίγουρα αυτό θα το καταλάβαινε. Ποιος άντρας θα ζητούσε από μια γυναίκα να τον παντρευτεί, ξέροντας ότι, στην καλύτερη περίπτωση κι αν ήταν τυχερός, είχε λίγα μόνο χρόνια πριν τρελαθεί, πριν αρχίσει να σαπίζει ζωντανός; Παρά τη ζέστη, ανατρίχιασε.

Έχω ανάγκη από ύπνο. Οι Υψηλοί Άρχοντες θα ξαναγύριζαν το πρωί και θα μηχανεύονταν τεχνάσματα για να κερδίσουν την εύνοιά του. Την εύνοια του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ίσως αυτή τη φορά να μην ονειρευτώ. Έκανε να γυρίσει στο πλάι, ψάχνοντας στα σεντόνια να βρει κάποιο στεγνό σημείο ― και μαρμάρωσε, καθώς άκουσε μικρά θροίσματα στο σκοτάδι. Δεν ήταν μόνος του.

Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από τα χέρια του, σε ένα στήριγμα όμοιο με θρόνο, το οποίο του είχαν δώσει οι Υψηλοί Αρχοντες με την ελπίδα ότι, αναμφίβολα, εκεί θα έβαζε το Καλαντόρ ώστε να μην είναι αναγκασμένοι να το βλέπουν. Κάποιος πάει να κλέψει το Καλαντόρ. Μια δεύτερη σκέψη του ήρθε στο νου. Ή να σκοτώσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν χρειαζόταν τις ψιθυριστές προειδοποιήσεις του Θομ για να καταλάβει ότι οι δηλώσεις αιώνιας πίστης των Υψηλών Αρχόντων δεν ήταν παρά λόγια ανάγκης.

Αδειασε το μυαλό του από σκέψεις και συναισθήματα, περιβλήθηκε το Κενό· αυτό το έκανε δίχως κόπο. Αιωρήθηκε στο ψυχρό χάσμα εντός του, με τις σκέψεις και τα συναισθήματα απ' έξω, και ανοίχτηκε στην Αληθινή Πηγή. Αυτή τη φορά την άγγιξε εύκολα, κάτι που δεν συνέβαινε πάντοτε.

Το σαϊντίν τον γέμισε σαν χείμαρρος από λευκή πυρά και φως, λαμπρύνοντάς τον με ζωή, αρρωσταίνοντάς τον με τη βδελυρότητα του μιάσματος του Σκοτεινού, σαν στρώμα από απόβλητα που επέπλεαν πάνω σε καθαρό, γλυκό νερό. Ο χείμαρρος απείλησε να τον παρασύρει, να τον κάψει, να τον κατακλύσει.

Πολέμησε την πλημμύρα και τη δάμασε ασκώντας μόνο τη βούλησή του. Κύλησε στο κρεβάτι, διαβιβάζοντας τη Μία Δύναμη καθώς σηκωνόταν όρθιος, για να πάρει τη στάση της ξιφομαχίας που λεγόταν Ανθοί Μηλιάς στον Άνεμο. Οι εχθροί του σίγουρα δεν ήταν πολλοί, αλλιώς θα είχαν κάνει μεγαλύτερη φασαρία· η στάση με το πράο όνομα χρησιμοποιούνταν εναντίον περισσοτέρων του ενός αντιπάλου.

Τη στιγμή που τα πόδια του άγγιξαν το χαλί, ένα σπαθί βρέθηκε στα χέρια του· είχε μακριά λαβή και μια ελαφρώς κυρτή λεπίδα, που είχε μόνο μία κόψη. Έμοιαζε καμωμένη από φλόγα, αλλά δεν ήταν καθόλου ζεστή. Η φιγούρα ενός ερωδιού πρόβαλε μαύρη κόντρα στο κιτρινοκόκκινο χρώμα της λεπίδας. Την ίδια στιγμή, όλα τα κεριά και οι επίχρυσες λάμπες φωτίστηκαν απότομα, ενώ τα καθρεφτάκια που ήταν βαλμένα πίσω τους πολλαπλασίαζαν το φως. Οι μεγαλύτεροι καθρέφτες στους τοίχους, καθώς και δύο ακόμα σε ανεξάρτητα στηρίγματα, το αντανακλούσαν ακόμα περισσότερο, ώσπου στο τέλος ήταν τόσο άπλετο, που ο Ραντ θα μπορούσε να διαβάσει άνετα οπουδήποτε μέσα στη μεγάλη αίθουσα.

Το Καλαντόρ ήταν απείραχτο: ένα σπαθί που έμοιαζε φτιαγμένο από γυαλί, τόσο η λαβή όσο και η λεπίδα, σε ένα στήριγμα ψηλό, σαν άνθρωπος, και με αντίστοιχο φάρδος, του οποίου το ξύλο ήταν περίτεχνα σκαλισμένο και επιχρυσωμένο και είχε ενσφηνωμένα πολύτιμα πετράδια. Τα έπιπλα ήταν κι αυτά επιχρυσωμένα και γεμάτα πετράδια: το κρεβάτι, οι καρέκλες, οι πάγκοι, οι ντουλάπες και τα σεντούκια. Στο τραπεζάκι του νιπτήρα υπήρχαν μια κανάτα και μια λεκάνη από χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών, λεπτή σαν φύλλο. Το φαρδύ Ταραμπονέζικο χαλί, με πορφυρές, χρυσές και γαλάζιες διακοσμητικές σπείρες, κόστιζε τόσο που θα μπορούσε να θρέψει ένα ολόκληρο χωριό για μήνες. Σχεδόν σε κάθε επίπεδη επιφάνεια υπήρχαν κι άλλες ντελικάτες πορσελάνες των Θαλασσινών, ή χρυσά κύπελλα, γαβάθες και διακοσμητικά, όλα στολισμένα με ασήμι και χρυσάφι. Στην πλατιά, μαρμάρινη κορνίζα του τζακιού, δύο ασημένιοι λύκοι με ρουμπινιά μάτια αγωνίζονταν να ρίξουν ένα χρυσό ελάφι σχεδόν ένα μέτρο ψηλό. Στα στενά παράθυρα κρέμονταν κουρτίνες από άλικο μετάξι με χρυσοκεντημένους αετούς και ανέμιζαν αλαφρά στον άνεμο που κόπαζε. Όπου υπήρχε χώρος βρίσκονταν βιβλία ντυμένα με δέρμα ή με ξύλο, ενώ μερικά ήταν κουρελιασμένα και ακόμα σκονισμένα από τα βαθύτερα ράφια της βιβλιοθήκης της Πέτρας.

Τώρα, εκεί που περίμενε να δει ασασίνους ή κλέφτες, στη μέση του δωματίου στεκόταν διστακτική και έκπληκτη μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, που χύνονταν με αστραφτερά κύματα στους ώμους της. Η ψιλή, λευκή ρόμπα της τόνιζε περισσότερα απ' όσα έκρυβε. Η Μπερελαίν, η Αρχόντισσα της πόλης-κράτους του Μαγιέν, ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει ο Ραντ.

Στην αρχή αναπήδησε γουρλώνοντας τα μάτια, αλλά ύστερα έκανε μια βαθιά γονυκλισία όλο χάρη, η οποία έκανε τα ρούχα να κολλήσουν πάνω της. «Είμαι άοπλη, Άρχοντα Δράκοντά μου. Παραδίνομαι στην ερευνά σου, αν αμφιβάλλεις». Το χαμόγελό της ξαφνικά τον έκανε να συνειδητοποιήσει με αμηχανία ότι φορούσε μόνο τα ασπρόρουχά του.

Που να καώ, δεν θα με κάνει να τρέξω για να σκεπαστώ. Η σκέψη αιωρήθηκε πέρα από το Κενό. Δεν της ζήτησα να έρθει να με βρει. Να μπει στα κρυφά! Ο θυμός και η αμηχανία επίσης αιωρήθηκαν στις παρυφές του κενού, αλλά πάντως το πρόσωπό του κοκκίνισε· το αντιλαμβανόταν αμυδρά, όπως αντιλαμβανόταν ότι η συνειδητοποίηση αυτή έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίσουν ακόμα περισσότερο. Ήταν τόσο παγερή η γαλήνη μέσα στο Κενό· έξω... Ένιωθε χωριστά κάθε σταγόνα του ιδρώτα του να κυλά στο στέρνο και τη ράχη του. Η πεισματάρικη βούληση του χρειάστηκε να μοχθήσει πολύ για να τον κάνει να παραμείνει εκεί, μπροστά στο βλέμμα της. Να την ψάξω, είπε; Το Φως να με φυλάει!

Χαλάρωσε και άφησε το σπαθί να χαθεί, αλλά διατήρησε τη λεπτή ροή που τον ένωνε με το σαϊντίν. Ήταν σαν να έπινε από μια τρύπα σ' ένα φράγμα τη στιγμή που ολόκληρος ο όγκος της γης ήθελε να υποχωρήσει και το νερό ήταν γλυκό, σαν μελωμένο κρασί, και αηδιαστικό, σαν ρυάκι που κυλούσε ανάμεσα σε κοπριές.

Δεν ήξερε πολλά γι' αυτή τη γυναίκα, μόνο ότι τριγυρνούσε στην Πέτρα σαν να ήταν το παλάτι της στο Μαγιέν. Ο Θομ είχε πει ότι η Πρώτη του Μαγιέν έκανε συνεχώς ερωτήσεις σε όλους. Ερωτήσεις για τον Ραντ. Κι ίσως αυτό να ήταν φυσικό, δεδομένου του τι ήταν ο Ραντ, όμως δεν διευκόλυνε την κατάσταση στις σκέψεις του. Επίσης, δεν είχε επιστρέψει στο Μαγιέν. Αυτό δεν ήταν φυσικό. Εδώ και μήνες ήταν αιχμάλωτη κατ' ουσίαν, αν και όχι κατ' όνομα, μέχρι την άφιξη του Ραντ, αποκομμένη από το θρόνο της και από τη διακυβέρνηση του μικρού έθνους της. Οι περισσότεροι θα είχαν αρπάξει την πρώτη ευκαιρία ώστε να φύγουν μακριά από έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει.

«Τι γυρεύεις εδώ;» Ο Ραντ ήξερε ότι είχε μιλήσει σκληρά, αλλά δεν τον ένοιαζε. «Όταν έπεσα για ύπνο, αυτή την πόρτα τη φύλαγαν Αελίτες. Πώς τους πέρασες και μπήκες;»

Τα χείλη της Μπερελαίν σούφρωσαν λιγάκι ακόμα· του Ραντ του φάνηκε ότι στο δωμάτιο ξαφνικά έκανε περισσότερη ζέστη. «Με άφησαν να περάσω αμέσως, όταν είπα ότι με είχε καλέσει ο Άρχοντας Δράκοντας».

«Σε κάλεσα; Δεν κάλεσα κανέναν». Κόψ' το, είπε μέσα του. Είναι βασίλισσα, σχεδόν πραγματική βασίλισσα. Όσα ξέρεις για το πώς φέρονται οι βασίλισσες, άλλα τόσα ξέρεις και για το πώς να πετάς. Προσπάθησε να φερθεί με αβρότητα, αλλά δεν ήξερε πώς να αποκαλέσει την Πρώτη του Μαγιέν. «Αρχόντισσά μου...» Της άρεσε δεν της άρεσε, δεν ήξερε καμία καλύτερη προσφώνηση. «...γιατί να σε καλέσω τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα;»

Εκείνη ξέσπασε σε ένα χαμηλό, ηχηρό γέλιο, βαθιά από το λαιμό της· παρά το γεγονός ότι τον τύλιγε αυτό το συναισθηματικό κενό, ήταν σαν να του γαργαλούσε το δέρμα, σαν να έκανε τις τρίχες να σηκώνονται όρθιες στα χέρια και τα πόδια του. Συνειδητοποίησε για πρώτη φορά τι σήμαιναν τα ρούχα που κολλούσαν πάνω της και κατακοκκίνισε ξανά. Αποκλείεται να εννοεί... Αλλά μήπως; Φως μου, σχεδόν λέξη δεν της είχα πει ως τώρα.

«Μπορεί να θέλω να συζητήσω, Άρχοντα Δράκοντά μου». Άφησε την ανοιχτόχρωμη ρόμπα της να πέσει στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας ένα ακόμα πιο λεπτό μεταξωτό ένδυμα, που ο Ραντ δεν μπορούσε παρά να το θεωρήσει νυχτικό. Το ρούχο άφηνε γυμνούς τους απαλούς ώμους της, καθώς και ένα σημαντικό μέρος του χλωμού κόρφου της. Αναρωτήθηκε στο βάθος του μυαλού του τι το κρατούσε στη θέση του. Δυσκολευόταν να γυρίσει το βλέμμα του αλλού. «Είσαι πολύ μακριά από την πατρίδα σου, όπως κι εγώ. Τις νύχτες ειδικά η μοναξιά είναι μεγάλη».

«Αύριο μετά χαράς να συζητήσουμε».

«Μα τη μέρα σε τριγυρίζει ο κόσμος. Ικέτες. Υψηλοί Άρχοντες. Αελίτες». Το σώμα της ρίγησε· ο Ραντ σκέφτηκε ότι έπρεπε να κοιτάξει αλλού, όμως αυτό ήταν το ίδιο δύσκολο με το να σταματήσει να αναπνέει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τόση επίγνωση των αντιδράσεών του, τυλιγμένος στο Κενό. «Οι Αελίτες με φοβίζουν και δεν συμπαθώ τους Δακρινούς άρχοντες, ό,τι είδος κι αν είναι».

Για τους Δακρινούς την πίστευε, αλλά ο Ραντ δεν νόμιζε ότι υπήρχε κάτι που θα φόβιζε αυτή τη γυναίκα. Που να καώ, βρίσκεται μισόγυμνη νυχτιάτικα στην κρεβατοκάμαρα ενός ξένου, αλλά εγώ είμαι αυτός που είναι νευρικός, σαν γάτα μπροστά σε κοπάδι σκύλων, κι ας υπάρχει το Κενό. Ήταν καιρός να δώσει ένα τέλος στην κατάσταση, πριν στραβώσει.

«Καλύτερα να επιστρέψεις στο υπνοδωμάτιό σου, Αρχόντισσά μου». Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να της πει να ρίξει ένα μανδύα πάνω της. Ένα χοντρό μανδύα. Ένα μέρος του. «Είναι... Είναι στ' αλήθεια πολύ αργά για συζητήσεις. Αύριο. Στο φως της ημέρας».

Εκείνη τον κοίταξε λοξά, απορημένα. «Πρόλαβες και κόλλησες τους στενόμυαλους τρόπους των Δακρινών, Άρχοντα Δράκοντά μου; Ή μήπως αυτή η επιφυλακτικότητα προέρχεται από το μέρος σου, τους Δύο Ποταμούς; Στο Μαγιέν... δεν είμαστε... τόσο τυπολάτρες».

«Αρχόντισσά μου...» Προσπάθησε να φανεί τυπικός· αν δεν της άρεσε η τυπικότητα, τότε αυτό χρειαζόταν. «Είμαι λογοδοσμένος με την Εγκουέν αλ'Βέρ, Αρχόντισσά μου».

«Εννοείς την Άες Σεντάι, Άρχοντα Δράκοντά μου; Αν είναι πράγματι Άες Σεντάι. Τόσο νέα και να φορά το δαχτυλίδι και το επώμιο ― ίσως υπερβολικά νέα». Η Μπερελαίν έκανε λες και η Εγκουέν ήταν παιδί, αν και η ίδια το πολύ να ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη του Ραντ —που και πάλι ζήτημα ήταν― κι ο Ραντ ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος από την Εγκουέν. «Άρχοντα Δράκοντά μου, δεν θέλω να μπω ανάμεσά σας. Παντρέψου την, αν είναι του Πράσινου Άτζα. Εγώ ποτέ δεν θα επεδίωκα να παντρευτώ τον ίδιο τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Συγχώρεσέ με αν πέρασα τα όρια, αλλά σου είπα ότι δεν είμαστε τόσο... τυπολάτρες στο Μαγιέν. Μπορώ να σε λέω Ραντ;»

Ο Ραντ, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του, αναστέναξε μετανιωμένος. Είχε μια λάμψη το βλέμμα της, μια μικρή αλλαγή έκφρασης, που γρήγορα χάθηκε, όταν είχε αναφέρει τα περί παντρειάς με τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μπορεί η Μπερελαίν να μην το είχε σκεφτεί πριν, αλλά τώρα ήταν στη σκέψη της. Με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όχι με τον Ραντ αλ'Θόρ· με τον άντρα της προφητείας, όχι με το βοσκό από τους Δυο Ποταμούς. Ο Ραντ δεν είχε ξαφνιαστεί, όχι ακριβώς· κάποιες κοπέλες στο χωριό γλυκοκοίταζαν όποιον ήταν γρηγορότερος ή δυνατότερος στα αγωνίσματα, όταν γιόρταζαν το Μπελ Τάιν ή τη Μέρα του Ήλιου, και μερικές φορές κάποια γυναίκα κυνηγούσε τον άντρα που είχε το πιο καρπερό χωράφι ή το πιο μεγάλο κοπάδι. Θα ήταν ωραίο αν ήθελε τον Ραντ αλ'Θόρ. «Είναι ώρα να πηγαίνεις, Αρχόντισσά μου», της είπε χαμηλόφωνα.

Εκείνη ζύγωσε κοντύτερα. «Νιώθω το βλέμμα σου πάνω μου, Ραντ». Η φωνή της ήταν υπερβολικά θερμή. «Δεν είμαι καμιά χωριατοπούλα δεμένη στην ποδιά της μητέρας της και ξέρω ότι θέλεις —»

«Νομίζεις ότι είμαι φτιαγμένος από πέτρα, γυναίκα;» Εκείνη τινάχτηκε ακούγοντας το βρυχηθμό του, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή διέσχιζε το χαλί και άπλωνε τα χέρια της προς το μέρος του, με τα μάτια της σαν σκοτεινές λιμνούλες που μπορούσαν να τραβήξουν έναν άντρα στα βάθη τους.

«Τα μπράτσα σου μοιάζουν φτιαγμένα από πέτρα. Αν νομίζεις ότι πρέπει να μου φερθείς σκληρά, τότε φέρσου σκληρά, αρκεί να με αγκαλιάζεις». Τα χέρια της άγγιξαν το πρόσωπό του· από τα δάχτυλά της φάνηκαν να τινάζονται σπίθες.

Εκείνος, δίχως να το σκεφτεί, διαβίβασε τις ροές που ήταν ακόμα ενωμένες μαζί του και ξαφνικά η Μπερελαίν βρέθηκε να παραπατά προς τα πίσω με τα μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη, σαν να την είχε σπρώξει ένας τοίχος από αέρα. Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι ήταν όντως αέρας· τις πιο πολλές φορές έκανε πράγματα που δεν καταλάβαινε. Τουλάχιστον, όταν είχε κάνει κάτι, ύστερα θυμόταν πώς μπορούσε να ξαναγίνει.

Ο αθέατος, κινούμενος τοίχος γέμισε κυματάκια το χαλί, παρασέρνοντας την πεταμένη ρόμπα της Μπερελαίν, μια μπότα που είχε βάλει ο Ραντ καθώς ξεντυνόταν και ένα κόκκινο, δερμάτινο σκαμνάκι, που στήριζε έναν ανοιγμένο τόμο της Ιστορίας της Πέτρας τον Δακρύου του Έμπαν Βάντες, καθώς την πίεζε στον τοίχο και την ακινητοποιούσε εκεί. Σε ασφαλή απόσταση, μακριά του. Έδεσε τη ροή —μόνο έτσι μπόρεσε να ονομάσει αυτό που έκανε― και δεν χρειαζόταν πια να διατηρεί το προστατευτικό πεδίο μόνος του. Για μια στιγμή μελέτησε αυτό που είχε κάνει, ώσπου στο τέλος ήταν σίγουρο ότι μπορούσε να το επαναλάβει. Φαινόταν χρήσιμο, ειδικά το δέσιμο.

Με τα μαύρα μάτια της ακόμα διάπλατα ανοιχτά, η Μπερελαίν ψηλάφισε τα όρια της αόρατης φυλακής της με τρεμάμενα χέρια. Το πρόσωπο της ήταν κατάλευκο, σαν το ψιλό, μεταξωτό νυχτικό της. Το σκαμνάκι, η μπότα και το βιβλίο κείτονταν στα πόδια της, μαζεμένα σωρός μαζί με τη ρόμπα.

«Μολονότι λυπάμαι γι' αυτό», της είπε, «δεν θα ξαναμιλήσουμε, παρά μόνο δημοσίως, Αρχόντισσά μου». Στ' αλήθεια λυπόταν. Παρά τα όποια κίνητρά της, ήταν καλλονή. Που να καώ, τι βλάκας που είμαι! Δεν ήξερε με ποια έννοια το έλεγε μέσα του ― επειδή είχε σκεφτεί την ομορφιά της ή επειδή την έδιωχνε; «Και μάλιστα καλά θα κάνεις να αναχωρήσεις για το Μαγιέν όσο το δυνατό νωρίτερα. Σου υπόσχομαι ότι το Δάκρυ δεν θα ξαναενοχλήσει το Μαγιέν. Έχεις το λόγο μου». Ήταν μια υπόσχεση που θα διαρκούσε μόνο όσο η ζωή του, ίσως μόνο όσο θα βρισκόταν στο Δάκρυ, αλλά έπρεπε να της προσφέρει κάτι. Έναν επίδεσμο για την πληγωμένη περηφάνια της, ένα δώρο για να την περισπάσει από το φόβο της.

Όμως ο φόβος της ήταν ήδη υπό έλεγχο, τουλάχιστον εξωτερικά. Το πρόσωπό της έδειχνε τιμιότητα και ευθύτητα, δεν επιχειρούσε πια να δείξει σαγηνευτικό. «Συγχώρεσέ με. Θάλασσα τα έκανα. Δεν σκόπευα να σε προσβάλω. Στη χώρα μου, η γυναίκα μπορεί να μιλά απροκάλυπτα στον άντρα, και αντιστρόφως. Ραντ, σίγουρα ξέρεις ότι είσαι όμορφος άντρας, ψηλός και δυνατός. Εγώ θα ήμουν φτιαγμένη από πέτρα αν δεν το έβλεπα και δεν το θαύμαζα. Σε παρακαλώ, μη με διώχνεις μακριά σου. Θα σε ικετέψω, αν αυτό επιθυμείς». Έπεσε στα γόνατα με μια ήρεμη κίνηση, σαν να χόρευε. Η έκφρασή της ακόμα έδειχνε ευθύτητα, σαν να ομολογούσε τα πάντα, από την άλλη μεριά όμως, καθώς γονάτιζε, είχε καταφέρει να τραβήξει ακόμα πιο πολύ τη νυχτικιά της, που τώρα ήταν έτοιμη να γλιστρήσει από πάνω της. «Σε παρακαλώ, Ραντ».

Αυτός, παρά το γεγονός ότι προστατευόταν στο κενό, την κοίταξε χάσκοντας κι αυτό δεν είχε σχέση με την ομορφιά της ή με το ότι ήταν σχεδόν ξεντυμένη. Μικρή σχέση, τέλος πάντων. Αν οι Υπερασπιστές της Πέτρας είχαν τη μισή αποφασιστικότητα της Μπερελαίν, το μισό πείσμα της για να πετύχουν το στόχο τους, τότε ούτε δέκα χιλιάδες Αελίτες δεν θα μπορούσαν να αλώσουν την Πέτρα.

«Νιώθω κολακευμένος, Αρχόντισσά μου», είπε διπλωματικά. «Πίστεψέ με, έτσι νιώθω. Αλλά δεν θα ήταν δίκαιο για σένα. Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που σου αξίζει». Ας το ερμηνεύσει όπως νομίζει.

Έξω στο σκοτάδι λάλησε ένας πετεινός.

Προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, η Μπερελαίν ξαφνικά κοίταξε αλλού με μάτια γουρλωμένα. Το στόμα της άνοιξε και τα νεύρα του λιγνού λαιμού της τεντώθηκαν από μια κραυγή που δεν έλεγε να βγει. Ο Ραντ γύρισε αμέσως από την άλλη και το κιτρινοκόκκινο σπαθί ξαναφάνηκε στα χέρια του.

Στην άλλη άκρη του δωματίου, ένας από τους καθρέφτες στα στηρίγματα του αντιγύρισε το είδωλο — είδε έναν ψηλό νεαρό με κοκκινωπά μαλλιά και γκρίζα μάτια, που φορούσε μόνο λινά ασπρόρουχα και κρατούσε ένα σπαθί καμωμένο από φωτιά. Η αντανάκλασή του δρασκέλισε τον καθρέφτη και βγήκε στο χαλί, υψώνοντας το σπαθί της.

Στ' αλήθεια τρελάθηκα. Η σκέψη αιωρήθηκε στα σύνορα του Κενού. Όχι! Το είδε κι αυτή. Είναι αληθινό.

Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση στα αριστερά. Γύρισε πριν το σκεφτεί και το σπαθί διέγραψε μια τροχιά στη στάση του Φεγγαριού Που Υψώνεται Πάνω Από Τα Νερά. Η λεπίδα έσκισε τη μορφή —τη μορφή του― που έβγαινε από έναν καθρέφτη στον τοίχο. Η μορφή τρεμούλιασε, διαλύθηκε σε κόκκους σκόνης στον αέρα και εξαφανίστηκε. Η αντανάκλαση του Ραντ εμφανίστηκε πάλι στον καθρέφτη και αμέσως έφερε τα χέρια στην κορνίζα. Ο Ραντ διέκρινε κινήσεις σ' όλους τους καθρέφτες του δωματίου.

Απεγνωσμένα, κάρφωσε τον καθρέφτη. Το επάργυρο γυαλί έγινε θρύψαλα, όμως φάνηκε σαν το είδωλο να είχε θρυμματιστεί πρώτο. Του φάνηκε ότι άκουσε ένα μακρινό ουρλιαχτό στο κεφάλι του, την ίδια τη φωνή του να ουρλιάζει, να σβήνει. Την ίδια στιγμή που τα θρύψαλα του καθρέφτη έπεφταν κάτω, ο Ραντ εξαπέλυσε τη Μία Δύναμη. Όλοι οι καθρέφτες του δωματίου εξερράγησαν σιωπηλά, πετώντας γυαλιά στο χαλί, σαν σιντριβάνια. Το ουρλιαχτό που έσβηνε στο μυαλό του ακούστηκε πολλές φορές, προκαλώντας ρίγη στη ραχοκοκαλιά του. Ήταν η δική του φωνή· δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν έβγαζε ο ίδιος αυτούς τους ήχους.

Γύρισε ξανά για να αντικρίσει τη μορφή που είχε καταφέρει να βγει από τον καθρέφτη, ακριβώς πάνω στην ώρα για να αντιμετωπίσει την επίθεσή της, και το Άνοιγμα Της Βεντάλιας σταμάτησε τις Πέτρες Που Κατρακυλούν Στο Βουνό. Η μορφή πήδηξε προς τα πίσω και ξαφνικά ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν μόνη της. Παρ' όλο που είχε τσακίσει τους καθρέφτες πολύ γρήγορα, δύο ακόμα είδωλα είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν. Τώρα στέκονταν μπροστά του τρία αντίγραφα του εαυτού του, πανομοιότυπα ακόμα και ως προς τη ζαρωμένη, στρογγυλή ουλή στο πλευρό του, που τον κοίταζαν με πρόσωπα αλλοιωμένα από το μίσος και την περιφρόνηση, που τον κοίταζαν με μια παράξενη πείνα. Μόνο τα μάτια τους έδειχναν άδεια, χωρίς ζωή. Πριν προλάβει να πάρει ανάσα, χίμηξαν πάνω του.

Ο Ραντ γύρισε στο πλάι, ενώ τα θρύψαλα από τους σπασμένους καθρέφτες του έσκιζαν τα πόδια. Γύριζε συνεχώς προς το πλάι, από τη μια στάση στην άλλη και από τη μια μορφή στην άλλη, προσπαθώντας να αντιμετωπίζει μόνο μία κάθε φορά. Χρησιμοποίησε ό,τι του είχε διδάξει για την ξιφασκία στην καθημερινή τους εξάσκηση ο Λαν, ο Πρόμαχος της Μουαραίν.

Αν οι τρεις πολεμούσαν σε συνεργασία, αν υποστήριζε ο ένας τον άλλο, τότε ο Ραντ θα είχε πεθάνει από το πρώτο λεπτό, όμως ο καθένας τον μαχόταν μονάχος του, λες κι οι άλλοι δεν υπήρχαν. Ακόμα κι έτσι, δεν κατάφερνε να αποκρούει πάντα τις λεπίδες τους· μέσα σε λίγα λεπτά το αίμα κυλούσε από τα μάγουλά του, από το στήθος του, από τα μπράτσα του. Η παλιά πληγή άνοιξε ξανά, βάφοντας τα ασπρόρουχά του κόκκινα. Δεν είχαν μόνο το πρόσωπό του, αλλά και την επιδεξιότητά του, ενώ ήταν τρεις κι αυτός ένας. Καρέκλες και τραπέζια αναποδογύριζαν· οι ανεκτίμητες πορσελάνες των Θαλασσινών έσπασαν σε χίλια κομμάτια στο χαλί.

Ένιωσε τη δύναμη του να χάνεται. Τα χτυπήματα που είχε δεχθεί δεν ήταν σημαντικά, με εξαίρεση την παλιά λαβωματιά, όμως όλες μαζί... Δεν σκέφτηκε καν να φωνάξει για βοήθεια τους Αελίτες έξω από την πόρτα του. Οι χοντροί τοίχοι θα έπνιγαν ακόμα και μια επιθανάτια κραυγή. Ό,τι και να γινόταν, έπρεπε να το κάνει μόνος. Συνέχισε να πολεμά, τυλιγμένος στην παγερή έλλειψη συναισθημάτων του Κενού, όμως ο φόβος έγδερνε τα όριά της, σαν κλαριά που ο άνεμος τα έριχνε να ξύνουν το παράθυρο μέσα στη νύχτα.

Η λεπίδα του διαπέρασε την άμυνα του αντιπάλου του και του έκοψε το πρόσωπο ακριβώς κάτω από τα μάτια —άθελά του, ο Ραντ μόρφασε· ήταν ίδιο του το πρόσωπο― αλλά ο αντίπαλός του οπισθοχώρησε σβέλτα για να αποφύγει το θανατηφόρο πλήγμα. Αίμα ανάβλυσε από την πληγή, γεμίζοντας το στόμα και το σαγόνι με το σκούρο άλικο υγρό, όμως το λαβωμένο πρόσωπο δεν άλλαξε έκφραση και τα άδεια μάτια του δεν έπαιξαν καν. Ο άλλος ήθελε τον Ραντ νεκρό με τον τρόπο που ο λιμασμένος ζητά φαΐ.

Μπορεί κάτι να τους σκοτώσει; Και οι τρεις αιμορραγούσαν από τις πληγές που τους είχε καταφέρει, αλλά η αιμορραγία δεν φαινόταν να επηρεάζει τις κινήσεις τους, ενώ οι δικές του κινήσεις επιβραδύνονταν. Προσπαθούσαν να αποφεύγουν το σπαθί του, όμως δεν φαινόταν να αντιλαμβάνονται ότι είχαν τραυματιστεί. Αν είναι τραυματισμένοι, σκέφτηκε απαισιόδοξα. Φως μου, αφού μπορούν να ματώσουν, μπορούν και να πληγωθούν! Πρέπει!

Χρειαζόταν μια ανάπαυλα, μια στιγμή για να ανασάνει, να συνέλθει. Ξαφνικά, πήδηξε μακριά τους, στο κρεβάτι, και έκανε μια τούμπα πάνω του. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τις λεπίδες να σχίζουν τα σεντόνια, μόλις ξαστοχώντας. Παραπατώντας, στάθηκε στα πόδια του και πιάστηκε από ένα τραπεζάκι για να στηριχτεί. Η λαμπερή, ασημένια γαβάθα με τα χρυσά στολίσματα στο τραπέζι τραντάχτηκε. Ένα από τα αντίγραφά του σκαρφάλωσε στο σχισμένο κρεβάτι, κλωτσώντας πούπουλα χήνας καθώς προχωρούσε επιφυλακτικά, με το σπαθί έτοιμο. Οι άλλοι δύο πήγαν αργά γύρω από το κρεβάτι, αγνοώντας και πάλι ο ένας τον άλλο, προσηλωμένοι μόνο στον Ραντ. Τα μάτια τους λαμπύριζαν σαν γυαλί.

Ο Ραντ ανατρίχιασε όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο στο χέρι που κρατούσε το τραπέζι. Μια εικόνα του εαυτού του, ύψους το πολύ δέκα εκατοστών, τράβηξε το μικρό σπαθί της. Ενστικτωδώς, άρπαξε τη μορφή πριν προλάβει να τον καρφώσει ξανά. Αυτή σάλεψε στη λαβή του και του έδειξε τα δόντια της. Ο Ραντ διέκρινε μικρές κινήσεις σ' ολόκληρο το δωμάτιο, που προέρχονταν από τις δεκάδες αντανακλάσεις στα γυαλισμένα ασημικά. Το χέρι του πήρε να μουδιάζει, να παγώνει, λες και το πλάσμα αυτό ρουφούσε τη ζεστασιά από τη σάρκα του. Η κάψα του σαϊντίν φούσκωσε μέσα του· μια βουή γέμισε το κεφάλι του και η κάψα κύλησε στο παγωμένο χέρι του.

Ξαφνικά η μικρή μορφή έσκασε σαν σαπουνόφουσκα κι ο Ραντ ένιωσε να κυλά μέσα του ένα μέρος της χαμένης του δύναμης, από τη μορφή που είχε εκραγεί. Τινάχτηκε όταν ένιωσε να τον διαπερνούν μικρά κεντρίσματα ζωντάνιας.

Όταν σήκωσε το κεφάλι —απορώντας γιατί ακόμα δεν ήταν νεκρός― οι μικρές αντανακλάσεις που είχε μισοδεί, είχαν χαθεί. Οι τρεις μεγάλες έστεκαν τρεμουλιαστές, σαν να ήταν δική τους απώλεια η δύναμη που είχε κερδίσει. Όμως, όταν σήκωσε το βλέμμα, πάτησαν γερά στα πόδια τους και τον πλησίασαν πιο επιφυλακτικά.

Ο Ραντ οπισθοχώρησε, με τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό του, ενώ το σπαθί του απειλούσε πότε τη μια μορφή και πότε την άλλη. Αν συνέχιζε να τις πολεμά όπως πριν, κάποια στιγμή θα τον σκότωναν. Όμως κάτι συνέδεε τις αντανακλάσεις. Το γεγονός ότι είχε απορροφήσει τη μικρή αντανάκλαση —η μακρινή σκέψη του έφερε ναυτία, όμως αυτό είχε κάνει, την είχε απορροφήσει― είχε παρασύρει και τις υπόλοιπες, κι επίσης είχε επηρεάσει τις μεγάλες, τουλάχιστον για μια στιγμή. Αν μπορούσε να επαναλάβει το ίδιο σε μια από τις μεγάλες μορφές, ίσως να τις κατέστρεφε όλες.

Ακόμα και η σκέψη ότι θα τις απορροφούσε, τον έκανε να νιώσει αμυδρά ότι του ερχόταν εμετός, αλλά δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Δεν ξέρω πώς γίνεται. Πώς το έκανα; Φως μου, πώς το έκανα; Έπρεπε να παλέψει με μια τους, τουλάχιστον να την αγγίξει· με κάποιον τρόπο, ήταν σίγουρος γι' αυτό. Αλλά αν προσπαθούσε να τις ζυγώσει τόσο, θα τον διαπερνούσαν αμέσως τρεις λεπίδες. Αντανακλάσεις. Άραγε σε τι βαθμό είναι ακόμα αντανακλάσεις;

Ελπίζοντας να μη φερόταν ηλίθια —αλλιώς θα σκοτωνόταν― άφησε το σπαθί του να εξαφανιστεί. Ήταν έτοιμος να το επαναφέρει ακαριαία, όμως όταν εξαφανίστηκε η σμιλεμένη από φωτιά λεπίδα του, εξαφανίστηκαν και οι λεπίδες των υπόλοιπων. Για μια στιγμή, τα τρία αντίγραφα του προσώπου του —το ένα ματωμένο― φάνηκαν να σαστίζουν. Πριν όμως προλάβει να αρπάξει μια μορφή, όρμησαν πάνω του. Σωριάστηκαν και οι τέσσερις στο πάτωμα φύρδην μίγδην και κυλίστηκαν στο χαλί, που ήταν σπαρμένο με γυαλιά.

Η παγωνιά πλημμύρισε τον Ραντ. Ένα μούδιασμα απλώθηκε στα μέλη του, στα κόκαλά του, ώσπου στο τέλος σχεδόν δεν αισθανόταν τα γυαλάκια του καθρέφτη και τα συντρίμμια από τις πορσελάνες που έσκιζαν τη σάρκα του. Κάτι που έμοιαζε με πανικό πετάρισε στο κενό που τον περιέβαλλε. Μάλλον είχε κάνει ένα θανάσιμο σφάλμα. Οι αντανακλάσεις ήταν μεγαλύτερες από εκείνη που είχε απορροφήσει και αντλούσαν περισσότερη ζεστασιά από μέσα του. Κι όχι μόνο ζεστασιά. Καθώς πάγωνε, τα ανέκφραστα, γκρίζα μάτια, που ατένιζαν τα δικά του, ζωντάνεψαν. Με παγερή βεβαιότητα, κατάλαβε ότι αν πέθαινε, ο αγώνας δεν θα τελείωνε. Οι τρεις μορφές θα στρέφονταν η μια κατά της άλλης, ώσπου θα απέμενε μόνο μια μορφή κι αυτή θα είχε τη ζωή του, τις αναμνήσεις του, θα ήταν ο εαυτός του.

Συνέχισε να μάχεται πεισμωμένα, παλεύοντας πιο σκληρά όσο τον κατέβαλλε η αδυναμία του. Άντλησε το σαϊντίν, προσπαθώντας να γεμίσει με την κάψα του. Ακόμα και το μίασμα, που του ανακάτευε το στομάχι, ήταν ευπρόσδεκτο, διότι όσο περισσότερο το ένιωθε, τόσο τον πλημμύριζε το σαϊντίν. Αν το στομάχι του διαμαρτυρόταν, σήμαινε ότι ο Ραντ ήταν ακόμα ζωντανός κι αφού ζούσε, μπορούσε να πολεμήσει. Αλλά πώς; Πώς; Τι έκανα πριν; Το σαϊντίν μαινόταν μέσα του και του φάνηκε ότι, αν επιζούσε από τους αντιπάλους του, θα τον κατάπινε η Δύναμη. Πώς το έκανα; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αντλήσει το σαϊντίν και να προσπαθήσει... να φτάσει... να ζοριστεί...

Η μια μορφή χάθηκε —ο Ραντ την ένιωσε να γλιστρά μέσα του· ήταν σαν να είχε πέσει από ψηλά σε ένα επίπεδο, πετρώδες έδαφος — κι έπειτα οι άλλες δύο μαζί. Η πρόσκρουση τον πέταξε ανάσκελα κι έμεινε εκεί ακίνητος, να ατενίζει το γύψινο ταβάνι με τα επίχρυσα ανάγλυφα, έμεινε να απολαμβάνει το γεγονός ότι ακόμα ζούσε κι ανάσαινε.

Η Δύναμη ακόμα κατέκλυζε κάθε γωνιά της ύπαρξής του. Του ήρθε να κάνει εμετό κάθε μπουκιά που είχε φάει ποτέ του. Ένιωθε τόσο ζωντανός που, σε σύγκριση, μια ζωή που δεν ήταν ποτισμένη με το σαϊντίν, ήταν σαν σκιά. Μπορούσε να μυρίσει το μελισσοκέρι στα καντηλέρια και το λάδι στις λάμπες. Μπορούσε να νιώσει κάθε ίνα του χαλιού στη ράχη του. Μπορούσε να νιώσει κάθε αμυχή της σάρκας του, κάθε κόψιμο, κάθε μικρή πληγή, κάθε μώλωπα. Αλλά συνέχισε να κρατά το σαϊντίν.

Ένας από τους Αποδιωγμένους είχε επιχειρήσει να τον σκοτώσει, Ή όλοι τους. Αυτό πρέπει να είχε συμβεί, εκτός αν ο Σκοτεινός ήταν ήδη ελεύθερος, αλλά σ' αυτή την περίπτωση ο Ραντ δεν πίστευε ότι θα είχε να αντιμετωπίσει κάτι τόσο εύκολο ή απλό. Έτσι διατήρησε την επαφή με την Αληθινή Πηγή. Εκτός αν το έκανα μόνος μου. Μήπως μισώ τόσο πολύ αυτό που έγινα, ώστε προσπάθησα να σκοτώσω τον εαυτό μου; Χωρίς καν να το ξέρω; Φως μου, πρέπει να μάθω να το ελέγχω. Πρέπει!

Γεμάτος πόνους, σηκώθηκε με κόπο. Αφήνοντας ματωμένα αχνάρια στο χαλί, προχώρησε κουτσαίνοντας προς το στήριγμα όπου αναπαυόταν το Καλαντόρ. Το αίμα, που κυλούσε από εκατοντάδες πληγές, τον σκέπαζε ολόκληρο. Σήκωσε το σπαθί· η υαλώδης λεπίδα του έλαμψε από τη Δύναμη που κύλησε μέσα της. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί. Η λεπίδα, που έμοιαζε φτιαγμένη από γυαλί, έκοβε σαν να ήταν το πιο φίνο ατσάλι, όμως το Καλαντόρ δεν ήταν σπαθί, αλλά απομεινάρι από την Εποχή των Θρύλων, ένα σα'ανγκριάλ. Με τη βοήθεια των σχετικά λίγων ανγκριάλ που είχαν απομείνει από τον Πόλεμο της Σκιάς και το Τσάκισμα του Κόσμου, μπορούσε κάποιος να διαβιβάσει μια τόσο μεγάλη ροή της Μίας Δύναμης, που δίχως αυτά ο διαβιβάζων θα γινόταν στάχτη. Τα ακόμα σπανιότερα σα'ανγκριάλ αύξαιναν τη ροή σε σύγκριση με τα ανγκριάλ, στον ίδιο βαθμό που και τα ανγκριάλ την αύξαιναν σε κάποιον που διαβίβαζε αβοήθητος. Και το Καλαντόρ, που μόνο ένας άντρας μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, το οποίο τρεις χιλιάδες χρόνια προφητειών και θρύλων το συσχέτιζαν με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ήταν ένα από τα ισχυρότερα σα'ανγκριάλ που είχαν κατασκευαστεί ποτέ. Κρατώντας το Καλαντόρ στα χέρια, μπορούσε να σωριάσει τα τείχη μιας πόλης μ' ένα χτύπημα. Κρατώντας το Καλαντόρ στα χέρια, μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα κι έναν Αποδιωγμένο. Αυτοί ήταν. Αντοί πρέπει να ήταν.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ακούσει τον παραμικρό ήχο από την Μπερελαίν. Νιώθοντας κάποιο φόβο, ότι θα την έβρισκε νεκρή, γύρισε να κοιτάξει.

Ήταν ακόμα γονατισμένη και υπήρχε ένας μορφασμός στο πρόσωπό της. Είχε ξαναφορέσει τη ρόμπα και τη χάιδευε γύρω της σαν να ήταν ατσάλινη αρματωσιά, ή πέτρινα τείχη. Με πρόσωπο κατάχλωμο, έγλειψε τα χείλη της. «Ποιος απ' όλους...;» Ξεροκατάπιε και ξαναδοκίμασε. «Ποιος...;» Δεν μπορούσε να τελειώσει τη φράση της.

«Είμαι ο μόνος που υπάρχει», είπε τρυφερά αυτός. «Εκείνος στον οποίο φερόσουν σαν να είναι ο αρραβωνιαστικός σου». Ήθελε να το πει παρηγορητικά, να την κάνει ίσως να χαμογελάσει —σίγουρα μια γυναίκα με τη δύναμη που είχε δείξει η Μπερελαίν μπορούσε να χαμογελάσει, ακόμα και αντικρίζοντας έναν άντρα λουσμένο στα αίματα― όμως εκείνη έσκυψε μπροστά και κόλλησε το πρόσωπό της στο πάτωμα.

«Ζητώ ταπεινά συγνώμη για τη βαριά προσβολή, Άρχοντα Δράκοντα». Η βραχνή φωνή της ηχούσε ταπεινωμένη, φοβισμένη. Δεν ταίριαζε καθόλου στην Μπερελαίν. «Σε ικετεύω να ξεχάσεις το παράπτωμά μου και να με συγχωρήσεις. Δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Το ορκίζομαι, Άρχοντα Δράκοντά μου. Στο όνομα της μητέρας μου και του Φωτός, το ορκίζομαι».

Ο Ραντ έλυσε τη δεμένη ροή· το αόρατο τείχος που την παγίδευε έγινε μια φευγαλέα αύρα, που της κούνησε απαλά τη ρόμπα. «Δεν υπάρχει τίποτα για να συγχωρήσω», είπε κουρασμένα. Ένιωθε κατάκοπος. «Πήγαινε όπου θέλεις».

Εκείνη ορθώθηκε διστακτικά, άπλωσε το χέρι της και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, όταν δεν ένιωσε τίποτα. Έπιασε τις άκρες της ρόμπας της και διέσχισε το γεμάτο γυαλιά χαλί, ενώ τα θρύψαλα έτριζαν κάτω από τα βελούδινα πέδιλά της. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα, σταμάτησε και τον κοίταξε με ολοφάνερο κόπο. Το βλέμμα της αρνιόταν να αντικρίσει το δικό του. «Θα πω να έρθουν οι Αελίτες, αν το επιθυμείς. Θα μπορούσα να στείλω μια Λες Σεντάι να φροντίσει τις πληγές σου».

Αυτή τη στιγμή θα προτιμούσε να είναι στο ίδιο δωμάτιο μ' ένα Μυρντράαλ ή με τον ίδιο τον Σκοτεινό, αλλά δεν είναι δειλή. «Σ' ευχαριστώ», της είπε χαμηλόφωνα, «αλλά όχι. Θα το εκτιμούσα αν δεν έλεγες πουθενά αυτό που συνέβη εδώ. Τουλάχιστον προς το παρόν. Θα το φροντίσω προσωπικά». Πρέπει να ήταν οι Αποδιωγμένοι.

«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντάς μου». Έκανε μια μουδιασμένη γονυκλισία και βγήκε βιαστικά, επειδή φοβόταν μήπως ο Ραντ αλλάξει γνώμη και δεν την αφήσει να φύγει.

«Ούτε και με τον ίδιο τον Σκοτεινό», μουρμούρισε ο Ραντ καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της.

Πλησίασε χωλαίνοντας το κρεβάτι, κάθισε αργά στο σεντούκι που ήταν στην άκρη του και ακούμπησε το Καλαντόρ στα γόνατά του, ενώ τα ματωμένα χέρια του αναπαύονταν στη λαμπερή λεπίδα. Μ' αυτό στα χέρια, ακόμα κι ένας Αποδιωγμένος θα τον φοβόταν. Σε λίγο θα ζητούσε να φέρουν τη Μουαραίν για να Θεραπεύσει τις πληγές του. Σε λίγο θα μιλούσε στους Αελίτες απ' έξω και θα ξαναγινόταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Προς το παρόν, όμως, ήθελε μόνο να κάτσει και να θυμηθεί ένα βοσκό ονόματι Ραντ αλ'Θόρ.

Загрузка...