28 Προς Τον Πύργο Του Γκεντζάι

Μιας και κόντευε να πέσει η νύχτα, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να καταλύσουν στο βουνό κοντά στην Πύλη. Σε δύο καταυλισμούς. Η Φάιλε επέμενε.

«Τελείωσε αυτό», της είπε ο Λόιαλ με ένα μπουμπουνητό όλο δυσαρέσκεια. «Βγήκαμε από τις Οδούς και κράτησα τον όρκο μου. Τελείωσε». Η Φάιλε πήρε τη συνηθισμένη πεισματάρικη έκφραση της, με το πηγούνι ψηλά και τις γροθιές στους γοφούς.

«Παράτα τα, Λόιαλ», είπε ο Πέριν. «Θα καταλύσω παραπέρα». Ο Λόιαλ κοίταξε τη Φάιλε, που είχε στραφεί προς τις δύο Αελίτισσες μόλις άκουσε τον Πέριν να συμφωνεί, και μετά κούνησε το πελώριο κεφάλι του και έκανε να πλησιάσει τον Πέριν και τον Γκαούλ. Ο Πέριν του έκανε νόημα να γυρίσει πίσω κι έλπισε να μην είχαν δει οι γυναίκες τη διακριτική χειρονομία.

Δεν ήταν πολύ μακρινό το «παραπέρα», ούτε είκοσι βήματα. Η Πύλη μπορεί να ήταν κλειδωμένη, αλλά υπήρχαν τα κοράκια και ό,τι μπορεί να προμήνυαν. Ήθελε να βρίσκονται όλοι κοντά, για ώρα ανάγκης. Αν διαμαρτυρόταν η Φάιλε, ας διαμαρτυρόταν όσο ήθελε. Ήταν τόσο αποφασισμένος να αγνοήσει τις διαμαρτυρίες της, που ενοχλήθηκε όταν κατάλαβε ότι εκείνη δεν είχε σκοπό να διαμαρτυρηθεί.

Χωρίς να δίνει σημασία στις σουβλιές που ένιωθε στο πόδι και στο πλευρό, έβγαλε τη σέλα του Γοργοπόδη, ξεφόρτωσε το άλογο φόρτου, πεδίκλωσε τα δυο ζώα και τους κρέμασε στο στόμα ντορβάδες με λίγο κριθάρι και βρώμη. Εδώ πέρα δεν υπήρχε τίποτα να βοσκήσουν φυσικά. Το τι υπήρχε, όμως... Έβαλε χορδή στο τόξο του, το άφησε πάνω στη φαρέτρα του κοντά στη φωτιά και έβγαλε το τσεκούρι από τη θηλιά της ζώνης του.

Ο Γκαούλ τον πλησίασε για να τον βοηθήσει ν' ανάψει τη φωτιά και μετά δείπνησαν με ψωμί, τυρί και ξεραμένο βοδινό κρέας, που τα έφαγαν σιωπηλοί, πίνοντας νερό. Ο ήλιος έγειρε πίσω από τα βουνά, τονίζοντας τις γραμμές των κορυφών τους και βάφοντας κόκκινες τις κοιλιές των σύννεφων. Σκιές σκέπασαν την κοιλάδα και ο αέρας άρχισε να γίνεται ψυχρός.

Ο Πέριν τίναξε τα ψίχουλα από τα χέρια του και έβγαλε από τα σακίδια της σέλας τον καλό, πράσινο, μάλλινο μανδύα του. Ίσως είχε συνηθίσει περισσότερο τη ζέστη του Δακρύου απ' όσο νόμιζε. Οι γυναίκες, πάντως, δεν έτρωγαν σιωπηλές γύρω από τη φωτιά τους· τις άκουγε να γελούν και τα λιγοστά που έπιανε από λόγια τους, έκαναν τα αφτιά του να κοκκινίζουν. Έτσι ήταν οι γυναίκες, μιλούσαν για τα πάντα· τίποτα δεν τις συγκρατούσε. Ο Λόιαλ είχε πάει όσο πιο μακριά τους μπορούσε χωρίς να εγκαταλείψει το φως της φωτιάς και προσπαθούσε να χωθεί σ' ένα βιβλίο. Αυτές μάλλον δεν καταλάβαιναν καν ότι έφερναν σε αμηχανία τον Ογκιρανό· μάλλον νόμιζαν ότι μιλούσαν χαμηλόφωνα και ότι ο Λόιαλ δεν τις άκουγε.

Ο Πέριν, μουρμουρίζοντας μόνος του, κάθισε με τη φωτιά ανάμεσα στον ίδιο και στον Γκαούλ. Ο Αελίτης δεν φαινόταν να νιώθει την ψύχρα. «Ξέρεις τίποτα αστείες ιστορίες;»

«Αστείες ιστορίες; Δεν μου έρχεται καμία, έτσι πρόχειρα». Το βλέμμα του Γκαούλ ήταν σχεδόν στραμμένο προς την άλλη φωτιά και τα γέλια. «Αν μου ερχόταν, θα την έλεγα. Ο ήλιος, θυμάσαι;»

Ο Πέριν γέλασε θορυβωδώς και μίλησε αρκετά δυνατά για να ακουστεί η φωνή του ως πέρα. «Θυμάμαι. Γυναίκες!» Η ευθυμία του άλλου καταυλισμού καταλάγιασε για μια στιγμή, πριν ξαναδυναμώσει. Έτσι, για να μάθουν. Δεν ήταν αυτές οι μόνες που μπορούσαν να γελάσουν. Ο Πέριν κοίταξε κακόκεφα τη φωτιά. Οι πληγές του τον πονούσαν.

«Αυτό το μέρος μοιάζει περισσότερο με την Τρίπτυχη Γη απ' ό,τι οι υδατοχώρες. Δεν παύει να έχει πολύ νερό και τα δέντρα να είναι πολύ μεγάλα και πάρα πολλά, όμως δεν είναι τόσο παράξενο όσο τα μέρη που λέγονται δάση», είπε ο Γκαούλ ύστερα από λίγο.

Το χώμα ήταν αδύναμο εδώ που η Μανέθερεν είχε πεθάνει στη φωτιά και τα αραιά σκορπισμένα δέντρα ήταν κοντά, είχαν χοντρό κορμό, παράξενα σχήματα όπως τα λύγιζε ο άνεμος και κανένα δεν έφτανε τα δέκα μέτρα. Κατά τη γνώμη του Πέριν, ήταν το πιο θλιβερό μέρος που είχε δει ποτέ του.

«Μακάρι να δω κάποτε την Τρίπτυχη Γη σου, Γκαούλ».

«Ίσως τη δεις, όταν ξεμπερδέψουμε από δω».

«Ίσως». Φυσικά, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες γι' αυτό. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμία. Θα μπορούσε να το έλεγε στον Αελίτη, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει τώρα γι' αυτό, ούτε να το σκεφτεί.

«Εδώ έστεκε η Μανέθερεν; Είσαι από το αίμα της Μανέθερεν;»

«Εδώ ήταν η Μανέθερεν», απάντησε ο Πέριν. «Μάλλον είμαι από το αίμα της». Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι τα χωριουδάκια και οι ήσυχες φάρμες των Δύο Ποταμών είχαν το τελευταίο αίμα της Μανέθερεν, όμως αυτό ακριβώς είχε πει η Μουαραίν. Το αρχαίο αίμα είναι δυνατό στους Δύο Ποταμούς, είχε πει. «Αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό, Γκαούλ. Είμαστε αγρότες, βοσκοί· δεν είμαστε ένα λαμπρό έθνος, δεν είμαστε λαμπροί πολεμιστές».

Ο Γκαούλ χαμογέλασε αμυδρά. «Αφού το λες. Σ' έχω δει να χορεύεις τα δόρατα, έχω δει και τον Ραντ αλ'Θόρ, καθώς και εκείνον που ονομάζεται Ματ. Αλλά αφού το λες».

Ο Πέριν ανασάλεψε αμήχανα. Πόσο είχε αλλάξει από τότε που είχε φύγει από το σπίτι του; Και ο ίδιος, και ο Ραντ, και ο Ματ; Όχι τα μάτια, οι λύκοι, ή που ο Ραντ διαβίβαζε· δεν εννοούσε αυτά. Απ' αυτά που είχε μέσα του, πόσα έμεναν απαράλλαχτα; Ο Ματ ήταν ο μόνος που έμοιαζε να είναι ο εαυτός του κι ακόμα περισσότερο. «Ξέρεις τη Μανέθερεν;»

«Ξέρουμε περισσότερα απ' όσα νομίζεις για τον κόσμο σας. Και λιγότερα απ' όσα πιστεύαμε ότι ξέρουμε. Πολύ πριν περάσω το Δρακότειχος, είχα διαβάσει βιβλία που έφεραν οι πραματευτές. Ήξερα για τα “πλοία”, τα “ποτάμια” και τα “δάση”, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα». Ο Γκαούλ τις έκανε να ηχήσουν σαν λέξεις παράξενης γλώσσας. «Να πώς φανταζόμουν το “δάσος”». Έδειξε τα αραιά δέντρα, που ήταν νάνοι σε σύγκριση με το ύψος που τους έπρεπε. «Όταν πιστεύεις κάτι, δεν σημαίνει ότι το κάνεις αληθινό. Τι λες για τον Νυκτοδρομέα και τη σπορά του Φυλλοκαύτη; Πιστεύεις ότι είναι απλή σύμπτωση ότι ήρθαν σ' αυτή την Πύλη;»

«Όχι», αναστέναξε ο Πέριν. «Είδα κοράκια παρακάτω στην κοιλάδα. Μπορεί να μην ήταν τίποτα περισσότερο, αλλά δεν θέλω να το ριψοκινδυνεύσω μετά τους Τρόλοκ».

Ο Γκαούλ ένευσε. «Μπορεί να ήταν Μάτια της Σκιάς. Όταν κάνεις σχέδια για το χειρότερο, τότε κάθε έκπληξη είναι ευχάριστη».

«Θα μου έκανε καλό τώρα μια ευχάριστη έκπληξη». Ο Πέριν έψαξε πάλι να βρει λύκους και ξανά δεν βρήκε τίποτα. «Ισως μπορέσω να βρω κάτι απόψε. Ίσως. Αν συμβεί κάτι εδώ, ίσως χρειαστεί να με κλωτσήσεις για να ξυπνήσω». Κατάλαβε ότι αυτό θα φαινόταν παράξενο, όμως ο Γκαούλ απλώς ένευσε και πάλι. «Γκαούλ, ποτέ δεν είπες τίποτα για τα μάτια του, δεν τα κοίταξες δεύτερη φορά. Ούτε και οι άλλοι Αελίτες». Ήξερε ότι τώρα έλαμπαν χρυσαφιά στο φως της φωτιάς.

«Ο κόσμος αλλάζει», είπε αργά ο Γκαούλ. «Ο Ρούαρκ και ο Τζέραν, ο αρχηγός της φατρίας μου —και οι Σοφές επίσης― προσπαθούσαν να το κρύψουν, αλλά ήταν ανήσυχοι όταν μας έστελναν να περάσουμε το Δρακότειχος και να ψάξουμε για Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Νομίζω ότι η αλλαγή δεν θα είναι αυτό που πάντα πιστεύαμε. Δεν ξέρω τι διαφορετικό θα έχει, αλλά έτσι θα είναι. Ο Δημιουργός μας έβαλε στην Τρίπτυχη Γη όχι μόνο για να μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας, αλλά και για να μας πλάσει, αλλά με τι σκοπό μας πλάθει;» Ξαφνικά κούνησε το κεφάλι θλιμμένος. «Η Κολίντα, η Σοφή του Φρουρίου των Καυτών Πηγών, μου λέει ότι για Σκυλί της Πέτρας σκέφτομαι πολύ και η Μπάιρ, η Σοφή του Σάαραντ, απειλεί ότι, όταν πεθάνει ο Τζέραν, θα με στείλει στο Ρουίντιαν, είτε το θέλω είτε όχι. Πλάι σ' όλα αυτά, Πέριν, τι σημασία έχει το χρώμα των ματιών του άλλου;»

«Μακάρι να σκέφτονταν όλοι έτσι». Η διασκέδαση στην άλλη φωτιά επιτέλους είχε σταματήσει. Μια Αελίτισσα —ο Πέριν δεν κατάλαβε ποια― είχε αναλάβει την πρώτη σκοπιά, έχοντας την πλάτη γυρισμένη στο φως, και οι άλλες είχαν βολευτεί για να κοιμηθούν. Η μέρα ήταν κοπιαστική. Εύκολα Θα έβρισκε και τον ύπνο και το όνειρο που χρειαζόταν. Απλώθηκε πλάι στη φωτιά και κουκουλώθηκε στο μανδύα του. «Μην ξεχάσεις. Κλώτσα για να ξυπνήσω, αν χρειαστεί».

Ο ύπνος τον τύλιξε ενώ ο Γκαούλ ακόμα δεν είχε νεύσει καλά-καλά και το όνειρο ήρθε μονομιάς.


Ήταν μέρα και στεκόταν δίπλα στην Πύλη, η οποία έμοιαζε με κομψά σμιλεμένο κομμάτι τοίχου, αταίριαστο εκεί στη βουνοπλαγιά. Μόνο που δεν υπήρχε κανένα ίχνος που να δείχνει ότι είχε πατήσει ποτέ εκεί, στην πλαγιά, ανθρώπινο πόδι. Ο ουρανός ήταν λαμπερός και καθαρός, ενώ μια απαλή αύρα από την κοιλάδα του έφερνε οσμές από ελάφια και κουνέλια, ορτύκια και περιστέρια, χίλιες χαρακτηριστικές μυρωδιές, από νερό και χώμα και δέντρα. Ήταν το λυκίσιο όνειρο.

Για μια στιγμή τον έπνιξε η αίσθηση ότι ήταν κι αυτός λύκος. Είχε ουρά και... Όχι! Ψηλάφισε το σώμα του, νιώθοντας ανακούφιση που βρήκε το δικό του κορμί, μέσα στο δικό του σακάκι και μανδύα. Βρήκε και την πλατιά ζώνη, που κανονικά κρατούσε το τσεκούρι, αλλά τώρα στη θέση του στη θηλιά ήταν μισοχωμένο το σφυρί.

Το κοίταξε συνοφρυωμένος και με έναν παράξενο τρόπο, για μια στιγμή, ο πέλεκυς εμφανίστηκε εκεί να τρεμοπαίζει, αχνός και θαμπός. Ξαφνικά, ξανάγινε σφυρί. Ο Πέριν έγλειψε τα χείλη και ευχήθηκε να έμενε όπως ήταν. Ο πέλεκυς μπορεί να ήταν καλύτερο όπλο, όμως προτιμούσε το σφυρί. Δεν θυμόταν να είχε ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα, κάτι να είχε αλλάξει, όμως δεν ήξερε πολλά γι' αυτό το παράξενο μέρος ― αν μπορούσες να το πεις μέρος. Ήταν το λυκίσιο όνειρο και εδώ συνέβαιναν παράδοξα πράγματα, σίγουρα εξίσου παράδοξα με ένα συνηθισμένο όνειρο.

Σαν η σκέψη για παραδοξότητες να είχε ενεργοποιήσει μία τους, ένα τμήμα του ουρανού πίσω από τα βουνά σκοτείνιασε ξαφνικά και έγινε παράθυρο για κάπου αλλού. Ο Ραντ στεκόταν ανάμεσα σε στροβιλιζόμενα σύννεφα καταιγίδων, γελώντας δυνατά, σχεδόν τρελά, με τα χέρια υψωμένα, ενώ πάνω στους ανέμους κυλούσαν μικρές μορφές, πορφυρόχρυσες, σαν την παράξενη μορφή που ήταν στο λάβαρο του Δράκοντα· κρυμμένα μάτια παρακολουθούσαν τον Ραντ και δεν φαινόταν αν το ήξερε. Το παράξενο «παράθυρο» έσβησε και αντικαταστάθηκε από ένα άλλο παραπέρα, όπου η Νυνάβε και η Ηλαίην παραμόνευαν σε ένα παράφρον τοπίο, όλο στρεβλωμένα και γεμάτα σκιές κτίρια, κυνηγώντας κάποιο επικίνδυνο θηρίο. Ο Πέριν δεν μπορούσε να πει πώς ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο, αλλά το ήξερε. Χάθηκε κι αυτό· άλλο ένα μαύρο κομμάτι απλώθηκε στον ουρανό. Είδε τον Ματ, που στεκόταν σ' ένα σημείο που ο δρόμος διακλαδιζόταν μπροστά του, Πέταξε ένα νόμισμα, ξεκίνησε στο ένα παρακλάδι και ξαφνικά βρέθηκε να φορά πλατύγυρο καπέλο και να περπατά με ένα ραβδί, που στην άκρη του είχε μια κοντή λεπίδα σπαθιού. Άλλο ένα παράθυρο και η Εγκουέν μαζί με μια γυναίκα με μακριά, λευκά μαλλιά τον κοίταζαν έκπληκτες, ενώ πίσω τους ο Λευκός Πύργος κατέρρεε πέτρα με την πέτρα. Έπειτα χάθηκαν κι αυτές.

Ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτά τα είχε ξαναδεί κι άλλοτε στο λυκίσιο όνειρο και του φαινόταν ότι οι εικόνες ήταν αληθινές με κάποιον τρόπο, ή ότι σήμαιναν κάτι. Ό,τι και να ήταν, οι λύκοι ποτέ δεν τις έβλεπαν. Η Μουαραίν είχε υποστηρίξει ότι το λυκίσιο όνειρο ήταν το ίδιο με κάτι που λεγόταν Τελ'αράν'ριοντ κι εκεί είχε κλείσει το στόμα της. Ο Πέριν μια φορά είχε κρυφακούσει την Εγκουέν και την Ηλαίην να μιλάνε για όνειρα, όμως η Εγκουέν ήδη ήξερε πολλά γι' αυτόν και για τους λύκους, ίσως όσα και η Μουαραίν. Δεν ήταν κάτι για το οποίο μπορούσε να μιλήσει, ούτε ακόμα και μ' αυτήν.

Υπήρχε ένα πρόσωπο με τον οποίο θα μπορούσε να μιλήσει. Ευχήθηκε να μπορούσε να βρει τον Ιλάυας Ματσίρα, τον άνθρωπο που τον είχε παρουσιάσει στους λύκους. Ο Ιλάυας σίγουρα θα ήξερε γι' αυτά τα πράγματα. Όταν σκέφτηκε εκείνο τον άνθρωπο, για μια στιγμή του φάνηκε ότι άκουσε το δικό του όνομα να το ψιθυρίζει αχνά ο άνεμος, όμως όταν τέντωσε τα αφτιά του, ήταν απλώς ο αέρας. Ήταν ένας μοναχικός ήχος. Εδώ πέρα μονάχα ο Πέριν υπήρχε.

«Άλτη!» φώναξε και με το νου του επανέλαβε: Άλτη! Ο λύκος ήταν νεκρός, αλλά δεν ήταν νεκρός εδώ πέρα. Το λυκίσιο όνειρο ήταν το μέρος που έρχονταν οι λύκοι όταν πέθαιναν, όπου περίμεναν να ξαναγεννηθούν. Για τους λύκους ήταν κάτι πολύ παραπάνω απ' αυτό· με κάποιον τρόπο έμοιαζαν να αντιλαμβάνονται το όνειρο ακόμα κι όταν ήταν ξύπνιοι. Γι' αυτούς, το ένα ήταν σχεδόν εξίσου αληθινό —και μπορεί να ήταν αληθινό― με το άλλο. «Άλτη!» Άλτη! Όμως ο Άλτης δεν ήρθε.

Όλα αυτά ήταν άχρηστα. Είχε πάει εκεί για ένα λόγο κι έπρεπε να συνεχίσει. Ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, θα του έπαιρνε ώρες για να κατέβει εκεί που είχε δει τα κοράκια.

Έκανε ένα βήμα —η γη ολόγυρά του θόλωσε― και το πόδι του πάτησε δίπλα σε ένα στενό ποταμάκι, κάτω από καχεκτικές τσούγες και βουνίσιες ιτιές, με τις νεφοσκεπείς κορυφές από πάνω του. Για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει εμβρόντητος. Ήταν στην αντίπερα πλευρά της κοιλάδας από την Πύλη. Και μάλιστα ήταν ακριβώς στο σημείο που ήθελε να πάει, στο μέρος απ' όπου είχαν έρθει τα κοράκια και το βέλος που είχε σκοτώσει το πρώτο γεράκι. Δεν του είχε ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα. Άραγε μάθαινε καλύτερα το λυκίσιο όνειρο —ο Άλτης πάντα έλεγε ότι ο Πέριν ήταν ανίδεος― ή μήπως αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά;

Πρόσεξε περισσότερο κάνοντας το επόμενο βήμα, αλλά ήταν ένα απλό βήμα. Δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη από τοξότες ή κοράκια, καθόλου αχνάρια, φτερά, οσμές. Δεν ήξερε τι ακριβώς περίμενε να βρει. Δεν θα υπήρχε κανένα σημάδι, εκτός αν ήταν κι αυτά στο όνειρο. Αλλά αν μπορούσε να βρει λύκους στο όνειρο, θα τον βοηθούσαν να βρει τα αδέλφια τους στον ξυπνητό κόσμο και εκείνα θα του έλεγαν αν υπήρχαν Σκιογέννητοι στα βουνά. Ίσως, αν ανέβαινε ψηλότερα, να τον άκουγαν καλύτερα.

Στύλωσε τα μάτια στην ψηλότερη κορυφή, που γειτόνευε με την κοιλάδα, λίγο πιο κάτω από τα σύννεφα, και έκανε ένα βήμα. Ο κόσμος θόλωσε και ο Πέριν βρέθηκε να στέκεται στη βουνοπλαγιά, με πλατιά σύννεφα ούτε πέντε απλωσιές ψηλότερά του. Άθελά του, γέλασε. Είχε πλάκα. Από δω έβλεπε ολόκληρη την κοιλάδα να ξετυλίγεται πιο κάτω.

«Άλτη!» Καμία απάντηση.

Πήδηξε στο επόμενο βουνό, καλώντας πάλι, και ύστερα στο άλλο, και μετά στο επόμενο, ανατολικά, κατά τους Δύο Ποταμούς. Ο Άλτης δεν απαντούσε. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι ο Πέριν δεν ένιωθε ούτε και κάποιον άλλο λύκο. Πάντα υπήρχαν λύκοι στο λυκίσιο όνειρο. Πάντα.

Άρχισε να τρέχει από κορυφή σε κορυφή, με τις κινήσεις του να θαμπώνουν από την ταχύτητα, φωνάζοντας, αναζητώντας. Τα βουνά ήταν άδεια από κάτω του, με εξαίρεση τα ελάφια και άλλα ζώα. Υπήρχαν, όμως, περιστασιακά σημάδια ανθρώπινης παρουσίας. Αρχαία σημάδια. Δυο φορές είδε μεγάλες, σκαλιστές φιγούρες, που καταλάμβαναν σχεδόν ολόκληρη βουνοπλαγιά, και σε ένα άλλο μέρος παράξενα, γωνιώδη γράμματα ύψους δύο απλωσιών είχαν χαραχτεί σε έναν γκρεμό, που ήταν αρκετά λείος και απότομος. Ο καιρός είχε φάει τα πρόσωπα των μορφών και κάποιος που δεν είχε οξεία όραση, σαν τον Πέριν, θα είχε περάσει και τα ίδια τα γράμματα για έργο του ανέμου και της βροχής. Τα βουνά και οι γκρεμοί έδωσαν τη θέση τους στους Λόφους της Άμμου, εκείνα τα μεγάλα, διαδοχικά ψηλώματα, τα αραιά σκεπασμένα με σκληρό χορτάρι και πεισματάρηδες θάμνους, που κάποτε αποτελούσαν την ακτή μιας μεγάλης θάλασσας, πριν από το Τσάκισμα. Και ξαφνικά είδε κάποιον στην κορυφή ενός αμμώδους λόφου.

Ήταν τόσο μακριά που δεν τον έβλεπε καθαρά, ήταν απλώς ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας, ολοφάνερα όμως δεν ήταν Τρόλοκ ή τίποτα τέτοιο· φορούσε ένα γαλάζιο σακάκι, είχε ένα τόξο στη ράχη κι έσκυβε πάνω από κάτι στο χώμα, το οποίο έκρυβε ένας χαμηλός θάμνος. Υπήρχε, όμως, κάτι γνώριμο πάνω του.

Ο άνεμος δυνάμωσε κι ο Πέριν έπιασε αχνά τη μυρωδιά του. Μια ψυχρή οσμή, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να την περιγράψει. Ψυχρή κι όχι ακριβώς ανθρώπινη. Ξαφνικά ο Πέριν βρέθηκε με το τόξο στο χέρι και μ' ένα βέλος στη χορδή, ενώ το βάρος της γεμάτης φαρέτρας τέντωνε τη ζώνη του.

Ο άλλος άντρας σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Πέριν. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε κι έπειτα γύρισε και άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα που οι κινήσεις του θόλωναν, διασχίζοντας τους λόφους.

Ο Πέριν πήδηξε εκεί που στεκόταν ο άλλος, κοίταξε τη δουλειά που τον είχε απορροφήσει και δίχως δεύτερη σκέψη τον καταδίωξε, αφήνοντας πίσω το μισογδαρμένο πτώμα του λύκου. Ένας νεκρός λύκος στο λυκίσιο όνειρο. Ήταν αδιανόητο. Τι μπορούσε να σκοτώσει ένα λύκο εδώ πέρα; Κάτι κακό.

Μπροστά, η λεία του έτρεχε με δρασκελιές που κάλυπταν μίλια ολόκληρα και πάντα μόλις που την έβλεπε. Άφησαν πίσω τους λόφους, βγήκαν στο πυκνό Δυτικό Δάσος με τις αραιές φάρμες του, πέρασαν από την καλλιεργημένη πεδιάδα, που ήταν όλο τετραγωνάκια από τα περιφραγμένα χωράφια και τα αλσύλλια, προσπέρασαν το Λόφο της Σκοπιάς. Ήταν παράξενο να βλέπεις τα σπίτια με τις καλαμοσκεπές, που σκέπαζαν το λόφο, χωρίς να υπάρχουν άνθρωποι στους δρόμους του χωριού, τις αγροικίες να στέκουν σαν εγκαταλειμμένες. Όμως ο Πέριν δεν ξεκολλούσε το βλέμμα από τον άνθρωπο που έτρεχε μπροστά του. Είχε συνηθίσει το κυνηγητό και δεν ξαφνιαζόταν που το ένα άλμα τον κατέβαζε στη νότια όχθη του ποταμού Τάρεν και το επόμενο σε ξερούς λόφους, δίχως· δέντρα ή χορτάρι. Έτρεχε βόρεια και ανατολικά, πάνω από ρυάκια, δρόμους, χωριά και ποτάμια, προσηλωμένος στον άνθρωπο μπροστά του. Η περιοχή ίσιωσε, γέμισε χορτάρι, με μερικά δασάκια εδώ κι εκεί να σπάνε τη μονοτονία, δίχως σημάδι ανθρώπων. Έπειτα κάτι γυάλισε μπροστά, κάτι που λαμπύριζε στον ήλιο, ένας πύργος από μέταλλο. Η λεία του όρμησε εκεί και εξαφανίστηκε. Με δυο πήδους, βρέθηκε κι ο Πέριν εκεί.

Ο πύργος είχε ύψος εξήντα μέτρα, πλάτος δώδεκα και έλαμπε σαν στιλβωμένο ατσάλι. Θα μπορούσε να ήταν μια συμπαγής στήλη από μέταλλο. Ο Πέριν έκανε δυο φορές το γύρο της, δίχως να δει άνοιγμα, δίχως να δει χαραμάδα, ή έστω ένα σημαδάκι στο λείο, απότομο τοίχο. Η μυρωδιά όμως ήταν εδώ, αυτή η ψυχρή, μη ανθρώπινη δυσωδία. Η διαδρομή είχε καταλήξει εδώ. Ο άνθρωπος —αν ήταν άνθρωπος― με κάποιον τρόπο είχε μπει μέσα. Ο Πέριν απλώς έπρεπε να βρει τρόπο να τον ακολουθήσει.

Σταμάτα! Ήταν ένα άγριο ξεχείλισμα συναισθημάτων, που το μυαλό του Πέριν το συσχέτισε με τη λέξη. Σταμάτα!

Γύρισε και είδε ένα μεγάλο, γκρίζο λύκο, που έφτανε ως τη μέση του, σταχτή και γεμάτο ουλές, ξαφνικά, σαν να είχε μόλις πέσει από τον ουρανό. Μπορεί να είχε γίνει αυτό ακριβώς. Ο Άλτης πάντοτε ζήλευε την ικανότητα που έχουν οι αετοί να πετούν κι εδώ μπορούσε κι αυτός να πετάξει. Τα κίτρινα μάτια αντάμωσαν κίτρινα μάτια.

«Γιατί να σταματήσω, Άλτη; Σκότωσε λύκο».

Οι άνθρωποι έχουν σκοτώσει λύκους και οι λύκοι ανθρώπους. Γιατί τώρα σε σφίγγει από το λαιμό ένας θυμός σαν φωτιά;

«Δεν ξέρω», είπε αργά ο Πέριν. «Ίσως επειδή ήταν εδώ. Δεν ήξερα ότι γίνεται να σκοτώσεις λύκο εδώ. Νόμιζα ότι οι λύκοι είναι ασφαλείς στο όνειρο».

Κυνηγάς τον Μακελάρη, Νεαρέ Ταύρε. Είναι εδώ με σάρκα και οστά και μπορεί να σκοτώνει.

«Με σάρκα και οστά; Εννοείς ότι δεν ονειρεύεται απλώς; Πώς μπορεί να είναι εδώ με σάρκα και οστά;»

Δεν ξέρω. Είναι κάτι που το θυμόμαστε αμυδρά από πολύ παλιά, που ξανάρθε, όπως και τόσα άλλα. Πλάσματα της Σκιάς περπατούν τώρα στο όνειρο. Πλάσματα τον Δοντιού της Καρδιάς. Δεν υπάρχει ασφάλεια.

«Ε, τώρα είναι μέσα». Ο Πέριν εξέτασε την ομοιόμορφη επιφάνεια του μεταλλικού πύργου. «Αν βρω πώς μπήκε, θα έρθει το τέλος του».

Τα ανόητα κουτάβια σκάβουν τις φωλιές της χωματόσφηκας. Αυτό το μέρος είναι κακό. Όλοι το ξέρουν. Κι εσύ κυνηγάς το κακό στο κακό. Ο Μακελάρης μπορεί και σκοτώνει.

Ο Πέριν κοντοστάθηκε. Στα συναισθήματα με τα οποία συσχέτιζε το μυαλό του τη λέξη «σκοτώνει» υπήρχε μια αίσθηση τέλους. «Άλτη, τι παθαίνει ο λύκος που πεθαίνει στο όνειρο;»

Ο λύκος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Αν πεθάνουμε εδώ, πεθαίνουμε τελειωτικά, Νεαρέ Ταύρε. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει και με σένα, πιστεύω όμως πως ναι.

«Είναι ένα επικίνδυνο μέρος, τοξότη. Ο Πύργος του Γκεντζάι είναι ένα άσχημο μέρος για ανθρώπους».

Ο Πέριν γύρισε, μισοσήκωσε το τόξο και είδε μια γυναίκα να στέκεται μερικές απλωσιές παραπέρα, με τα χρυσά μαλλιά σε μια χοντρή πλεξούδα που έπεφτε ως τη μέση της, σχεδόν όπως τα χτένιζαν οι γυναίκες στους Δύο Ποταμούς, αλλά πιο περίτεχνα πλεγμένη. Τα ρούχα της ήταν ραμμένα με έναν παράξενο τρόπο, φορούσε κοντό, λευκό σακάκι και φαρδύ παντελόνι από κάποιο λεπτό, αχνό κίτρινο υλικό, που ήταν μαζεμένο στους αστραγάλους πάνω από κοντές μπότες. Ο σκούρος μανδύας της έμοιαζε να κρύβει κάτι που άστραφτε ασημί στο πλευρό της.

Η γυναίκα κουνήθηκε και η μεταλλική λάμψη χάθηκε. «Έχεις γερά μάτια, τοξότη. Το κατάλαβα από την πρώτη φορά που σε είδα».

Πόση ώρα τον παρακολουθούσε; Ο Πέριν ένιωσε ντροπή που αυτή η γυναίκα τον παραμόνευε και τον είχε πλησιάσει χωρίς να την ακούσει. Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να τον έχει προειδοποιήσει ο Άλτης. Ο λύκος είχε ξαπλώσει στο χορτάρι, που έφτανε ως το γόνατο του Πέριν, με τη μουσούδα στις μπροστινές πατούσες του, και τον κοίταζε.

Η γυναίκα έμοιαζε αόριστα γνώριμη, αν και ο Πέριν ήταν βέβαιος ότι θα τη θυμόταν, αν την είχε ξαναδεί ποτέ. Ποια ήταν αυτή, που βρισκόταν μέσα στο λυκίσιο όνειρο; Ή μήπως αυτό το μέρος, εκτός από το λυκίσιο όνειρο, ήταν και ο Τελ'αράν'ριοντ της Μουαραίν; «Είσαι Άες Σεντάι;»

«Όχι, τοξότη». Γέλασε. «Ήρθα μόνο για να σε προειδοποιήσω, παρά τις εντολές. Ακόμα και στον κόσμο των ανθρώπων, όταν μπεις στον Πύργο του Γκεντζάι είναι δύσκολο να βγεις· εδώ είναι σχεδόν αδύνατο. Έχεις κουράγιο σημαιοφόρου, που μερικοί λένε ότι δεν έχει διαφορά από την αμυαλιά».

Αδύνατο να βγεις; Ο άλλος —ο Μακελάρης― σίγουρα είχε μπει μέσα. Γιατί να μπει, αν δεν μπορούσε να βγει; «Κι ο Άλτης, επίσης, είπε ότι είναι επικίνδυνο. Ο Πύργος του Γκεντζάι; Τι είναι αυτό;»

Τα μάτια της γούρλωσαν και κοίταξε τον Άλτη, που ακόμα ήταν απλωμένος στο χορτάρι, αγνοώντας την και παρακολουθώντας τον Πέριν. «Μπορείς και μιλάς στους λύκους; Να κάτι που έχει χαθεί από καιρό στους θρύλους. Έτσι, λοιπόν, βρίσκεσαι εδώ. Έπρεπε να το καταλάβω. Ο πύργος είπες; Είναι είσοδος, τοξότη, για τα βασίλεια των Άλφιν και των Ήλφιν». Είπε τα ονόματα σαν να περίμενε ότι ο Πέριν θα τα γνώριζε. Αυτός την κοίταξε απορημένα. «Έπαιξες ποτέ ένα παιχνίδι που λέγεται Φίδια και Αλεπούδες;» τον ρώτησε.

«Όλα τα παιδιά το έπαιζαν. Τουλάχιστον έτσι είναι στους Δύο Ποταμούς. Αλλά το παρατάνε, όταν μεγαλώσουν και καταλάβουν ότι δεν υπάρχει τρόπος να νικήσουν».

«Παρά μόνο αν καταπατήσουν τους κανόνες», του είπε. «Κουράγιο για να δυναμώσεις, φωτιά για να τυφλώσεις, μουσική για να ζαλίσεις, σίδερο για να δεσμεύσεις».

«Αυτό είναι μια φράση από το παιχνίδι. Δεν καταλαβαίνω. Τι σχέση έχει με αυτό τον πύργο;»

«Είναι οι τρόποι για να νικήσεις τα φίδια και τις αλεπούδες. Το παιχνίδι είναι μια ανάμνηση παλιών δοσοληψιών. Δεν έχει σημασία, αρκεί να μην πλησιάζεις τους Άλφιν και τους Ήλφιν. Δεν είναι το κακό με την έννοια που η Σκιά είναι το κακό, όμως είναι τόσο διαφορετικοί από την ανθρωπότητα, που δεν έχει μεγάλη σημασία. Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς, τοξότη. Μακριά από τον Πύργο του Γκεντζάι. Απέφευγε τον Κόσμο των Ονείρων, αν μπορείς. Σκοτεινά πράγματα τριγυρνούν εδώ».

«Σαν τον άνθρωπο που κυνηγούσα; Τον Μακελάρη;»

«Του ταιριάζει το όνομα. Αυτός ο Μακελάρης δεν είναι από τα παλιά, τοξότη, όμως το κακό είναι αρχαίο». Φάνηκε σχεδόν να γέρνει σε κάτι αόρατο· ίσως στο ασημένιο πράγμα που ο Πέριν δεν είχε δει ακριβώς. «Απ’ ό,τι φαίνεται, σου είπα πολλά. Δεν καταλαβαίνω τι ήθελα και μίλησα. Φυσικά. Είσαι τα'βίρεν, τοξότη;»

«Ποια είσαι;» Έμοιαζε να ξέρει πολλά για τον πύργο και για το λυκίσιο όνειρο. Αλλά ξαφνιάστηκε που μπορώ να μιλάω με τον Άλτη. «Σ' έχω ξανασυναντήσει κάπου, νομίζω».

«Έχω ήδη παρακούσει πολλές εντολές, τοξότη».

«Εντολές; Τι εντολές;» Μια σκιά έπεσε στο έδαφος πλάι στον Άλτη και ο Πέριν γύρισε γρήγορα, θυμωμένος που τον είχαν ξαφνιάσει πάλι. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Αλλά την είχε δει· η σκιά ενός ανθρώπου, με τις λαβές δύο σπαθιών να υψώνονται πάνω από τους ώμους του. Κάτι σ' αυτή την εικόνα γαργαλούσε τη μνήμη του.

«Έχει δίκιο», είπε η γυναίκα πίσω του. «Κακώς σου μιλάω».

Όταν ξαναγύρισε ο Πέριν, η γυναίκα είχε χαθεί. Ως εκεί που έφτανε το μάτι του, έβλεπε μόνο λιβάδια και αραιές συστάδες δέντρων ― και το λαμπερό, ασημένιο πύργο.

Κοίταξε συνοφρυωμένος τον Άλτη, που τελικά σήκωσε το κεφάλι από τις πατούσες. «Είναι θαύμα που δεν σου ορμούν οι σκίουροι», μουρμούρισε ο Πέριν. «Τι γνώμη έχεις γι' αυτήν;»

Αυτήν; Ποια; Ο Άλτης σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα. Πού;

«Της μιλούσα. Εκείνη εδώ πέρα. Μόλις τώρα».

Έκανες ήχους στον άνεμο, Νεαρέ Ταύρε. Δεν υπήρχε εδώ καμία «εκείνη» που λες. Μόνο εγώ κι εσύ.

Ο Πέριν έξυσε το κεφάλι εκνευρισμένος. Η γυναίκα ήταν εκεί. Δεν μιλούσε μόνος του. «Παράξενα πράγματα συμβαίνουν εδώ», μονολόγησε. «Συμφώνησε μαζί σου, Άλτη. Μου είπε να μην πλησιάζω αυτό τον πύργο».

Είναι σοφή. Στη σκέψη υπήρχε μια δόση αμφιβολίας· ο Άλτης ακόμα δεν πίστευε ότι η «εκείνη» ήταν υπαρκτή.

«Έκανα πολύ περισσότερο δρόμο απ' όσο σκόπευα», μουρμούρισε ο Πέριν. Εξήγησε ότι είχε ανάγκη να βρει λύκους στους Δύο Ποταμούς, ή στα βουνά εκεί ψηλά, ανέφερε για τα κοράκια και τους Τρόλοκ στις Οδούς.

Όταν τελείωσε, ο Άλτης έμεινε σιωπηλός γι' αρκετή ώρα και η φουντωτή ουρά του ήταν χαμηλωμένη και αλύγιστη. Στο τέλος... Να αποφύγεις το παλιό σου σπίτι, Νεαρέ Ταύρε. Η εικόνα που το μυαλό του Πέριν έλεγε «σπίτι» ήταν ο τόπος που τον σημάδευε μια αγέλη λύκων. Τώρα δεν υπάρχουν λύκοι εδώ. Όσοι ήταν εδώ και δεν έφυγαν, είναι νεκροί. Εδώ, ο Μακελάρης περιδιαβαίνει το όνειρο.

«Πρέπει να πάω σπίτι, Άλτη. Πρέπει».

Να προσέχεις, Νεαρέ Ταύρε. Ζυγώνει η μέρα τον Τελευταίου Κυνηγιού. Θα τρέξουμε μαζί στο Τελευταίο Κυνήγι.

«Θα τρέξουμε μαζί», είπε θλιμμένα ο Πέριν. Θα ήταν ωραία να ερχόταν εδώ όταν πέθαινε· ήταν ήδη μισός λύκος, έτσι φαινόταν μερικές φορές. «Πρέπει να φύγω τώρα, Άλτη».

Είθε να έχεις καλό κυνήγι, Νεαρέ Ταύρε, και θηλυκά για να σον κάνουν πολλά μικρά.

«Αντίο, Άλτη».


Άνοιξε τα μάτια στο αμυδρό φως των κάρβουνων, που έσβησαν στη βουνοπλαγιά. Ο Γκαούλ καθόταν ανακούρκουδα λίγο παραπέρα από κει που έφτανε το φως, παρακολουθώντας τη νύχτα. Στον άλλο καταυλισμό, η Φάιλε είχε σηκωθεί για να φυλάξει τη σκοπιά της. Το φεγγάρι κρεμόταν πάνω από τα βουνά και έκανε τα σύννεφα μαργαριταρένιες σκιές. Ο Πέριν υπολόγισε πως είχε κοιμηθεί δύο ώρες.

«Θα κρατήσω εγώ σκοπιά λιγάκι», είπε τινάζοντας το μανδύα του. Ο Γκαούλ ένευσε και βολεύτηκε στο χώμα όπως ήταν. «Γκαούλ;» Ο Αελίτης σήκωσε το κεφάλι. «Μπορεί στους Δυο Ποταμούς να είναι χειρότερα απ’ όσο νόμιζα».

«Αυτό συμβαίνει συχνά», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο Γκαούλ. «Έτσι είναι η ζωή». Ο Αελίτης έγειρε γαλήνια το κεφάλι για να κοιμηθεί.

Ο Μακελάρης. Ποιος ήταν; Τι ήταν; Στην Πύλη Σκιογέννητοι, στα Όρη της Ομίχλης κοράκια και στους Δύο Ποταμούς αυτός που λεγόταν Μακελάρης. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, όσο κι αν το ευχόταν.

Загрузка...