50 Παγίδες

Έξω, στο πλακόστρωτο δρομάκι ανάμεσα στο σπίτι με τα κίτρινα τούβλα και το λαχανόκηπο στην αναβαθμίδα, ο Ραντ στεκόταν και κοίταζε το φαράγγι χωρίς να βλέπει πολλά, εκτός από τις απογευματινές σκιές, που σέρνονταν στον πυθμένα του φαραγγιού. Μακάρι να μπορούσε να εμπιστευτεί τη Μουαραίν, να πίστευε ότι δεν θα τον παρέδιδε στον Πύργο δεμένο στο λουρί· δεν αμφέβαλλε ότι αυτό θα έκανε η Μουαραίν, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε μια φορά τη Δύναμη, αν υποχωρούσε έστω και λιγάκι μπροστά της. Αυτή η γυναίκα μπορούσε να πείσει ταύρο να μπει σε ποντικότρυπα χωρίς να το καταλάβει. Ο Ραντ μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει. Φως μου, είμαι χειρότερος απ' αυτήν. Εκμεταλλεύομαι τους Αελίτες. Εκμεταλλεύομαι τη Μουαραίν. Μακάρι να μπορούσα να την εμπιστευτώ.

Κατευθύνθηκε προς το άνοιγμα του φαραγγιού, κατηφορίζοντας λοξά όποτε έβρισκε μονοπατάκι που να οδηγεί προς τα κει. Όλα ήταν στενά, στρωμένα με μικρές πέτρες, ενώ μερικά από τα πιο απότομα είχαν σκαλισμένα μικρά σκαλοπάτια. Από αρκετά σιδηρουργεία ακούγονταν τα σφυριά να κροταλίζουν αμυδρά. Δεν ήταν κατοικίες όλα τα κτίρια. Σε μια ανοιχτή πόρτα είδε μερικές γυναίκες να δουλεύουν σε αργαλειούς, σε μια άλλη μια αργυροχόος έστηνε τα σφυράκια και τα κοπίδια της, σε μια τρίτη ένας άντρας καθόταν σε τροχό αγγειοπλάστη με τα χέρια στον πηλό και τους φούρνους για τα τούβλα πίσω του. Άντρες και αγόρια, εκτός από τα πιο μικρά, φορούσαν το καντιν'σόρ, το γκρίζο και καφετί σακάκι και παντελόνι, όμως συχνά υπήρχαν λεπτές διαφορές μεταξύ πολεμιστών και τεχνιτών, ίσως να είχαν μικρότερη ζώνη μαχαιριού ή καθόλου, ή σούφα χωρίς μαύρο πέπλο. Βλέποντας, όμως, ένα σιδερά να ζυγιάζει ένα δόρυ, στο οποίο μόλις είχε βάλει μια αιχμή μήκους τριάντα πόντων, ο Ραντ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο άνθρωπος όχι μόνο το είχε φτιάξει, αλλά και ήξερε να το χρησιμοποιήσει.

Τα δρομάκια δεν ήταν συνωστισμένα, παρ' όλο που υπήρχε αρκετός κόσμος ολόγυρα. Παιδιά γελούσαν, τρέχοντας και παίζοντας, ενώ έβλεπες τα μικρά κοριτσάκια να κρατάνε άλλοτε κούκλες και άλλοτε ψεύτικα δόρατα. Γκαϊ'σάιν κουβαλούσαν ψηλές, πήλινες κανάτες με νερό στο κεφάλι ή ξεχορτάριαζαν τους κήπους, συχνά υπό την επιτήρηση κάποιου δεκάχρονου ή δωδεκάχρονου παιδιού. Άντρες και γυναίκες πηγαινοέρχονταν στις καθημερινές τους αγγαρείες, που δεν διέφεραν πολύ απ' ό,τι θα έκαναν και στο Πεδίο του Έμοντ, είτε σκούπιζαν το κατώφλι, είτε διόρθωναν τον τοίχο. Τα παιδιά σχεδόν δεν του έριχναν δεύτερη ματιά, παρά το κόκκινο σακάκι και τις μπότες του με τις χοντρές σόλες, ενώ οι γκαϊ'σάιν είχαν τόσο ταπεινό βλέμμα, που δεν ήξερε αν τον πρόσεχαν ή όχι. Οι ενήλικες, όμως, είτε τεχνίτες, είτε πολεμιστές, είτε άντρες, είτε γυναίκες, τον κοίταζαν και τον μετρούσαν με το βλέμμα, όλο αβέβαια προσμονή.

Μικρά αγοράκια έτρεχαν ξυπόλητα με ρόμπες όμοιες με των γκαϊ'σάιν, αλλά στο καφετί και γκρίζο χρώμα του καντιν'σόρ όχι λευκές. Τα κοριτσάκια έτρεχαν κι αυτά ξυπόλητα, φορώντας κοντές φούστες, που μερικές φορές αποκάλυπταν τα γόνατά τους. Μια λεπτομέρεια στα κοριτσάκια τράβηξε την προσοχή του· μέχρι την ηλικία των δώδεκα χρόνων περίπου, είχαν τα μαλλιά χτενισμένα σε δύο κοτσίδες, μια πάνω από κάθε αφτί, δεμένες με πολύχρωμες κορδέλες. Όπως είχε κάνει τα δικά της τότε η Εγκουέν. Σίγουρα ήταν σύμπτωση. Μάλλον ο λόγος που είχε σταματήσει ήταν επειδή κάποια Αελίτισσα της είχε πει ότι εδώ έτσι ήταν χτενισμένα τα κοριτσόπουλα. Ήταν ανόητο να το σκέφτεται κανείς. Αυτή τη στιγμή μία γυναίκα τον απασχολούσε. Η Αβιέντα.

Στον πάτο του φαραγγιού οι πραματευτές έκαναν καλή δουλειά με τους Αελίτες, που συνωθούνταν γύρω από τις άμαξες με τις μουσαμαδένιες οροφές. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε για τους αμαξάδες και την Κάιλι, που σήμερα φορούσε μια γαλάζια, δαντελωτή εσάρπα πάνω από τις φιλντισένιες χτένες της και έκανε σκληρά παζάρια με δυνατή φωνή. Ο Καντίρ, αντιθέτως, καθόταν σε ένα όρθιο βαρέλι στη σκιά της λευκής αμαξάς του, φορώντας λευκό σακάκι και σκουπίζοντας το πρόσωπό του, χωρίς να προσπαθεί να πουλήσει τίποτα. Κοίταξε τον Ραντ και έκανε να σηκωθεί, πριν σωριαστεί πάλι κάτω. Η Ισέντρε δεν φαινόταν πουθενά, αλλά προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, ο Νατάελ ήταν εκεί και ο μπαλωμένος μανδύας του είχε μαζέψει ένα κοπάδι παιδιών που τον ακολουθούσαν, καθώς και μερικούς ενήλικες. Όπως φαινόταν, η γοητεία ενός καινούριου και μεγαλύτερου κοινού τον είχε αποσπάσει από τους Σάιντο. Ή ίσως η Κάιλι να μην ήθελε να τον χάσει από τα μάτια της. Παρ' όλο που ήταν απορροφημένη στη δουλειά της, έκλεβε συχνά μια στιγμή για να κοιτάξει συνοφρυωμένη το βάρδο.

Ο Ραντ απέφυγε τις άμαξες. Ρώτησε τους Αελίτες και του είπαν πού είχαν πάει οι Τζίντο, καθένας στη στέγη της κοινωνίας του εδώ στην Κρυόπετρα. Η Στέγη της Κόρης ήταν κάπου στα μισά του ακόμα φωτισμένου ανατολικού τοιχώματος του φαραγγιού, ένα παραλληλόγραμμο από γκρίζα πέτρα με λαχανόκηπο στη στέγη, που σίγουρα ήταν πιο μεγάλο στο εσωτερικό απ’ όσο έδειχνε. Όχι ότι φαινόταν το εσωτερικό. Δύο Κόρες, που καθόταν ανακούρκουδα πλάι στην πόρτα με δόρατα και μικρές, στρογγυλές ασπίδες, του απαγόρευσαν την είσοδο γελώντας, σκανδαλισμένες που ένας άντρας ήθελε να μπει μέσα, αλλά η μια συμφώνησε να μεταφέρει την παράκλησή του.

Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαν έξω οι Κόρες του Τζίντο και των Εννέα Κοιλάδων που είχαν πάει στην Πέτρα. Επίσης, βγήκαν κι όλες οι άλλες Κόρες της φυλής των Εννέα Κοιλάδων της Κρυόπετρας, που γέμισαν όλο το μέρος δεξιά κι αριστερά από το δρομάκι και σκαρφάλωσαν στη στέγη, ανάμεσα στα λαχανικά, για να τον βλέπουν, χαμογελώντας σαν να περίμεναν κάτι να τις ψυχαγωγήσει. Γκαϊ'σάιν, άντρες και γυναίκες, τις ακολούθησαν για να σερβίρουν μικρά φλιτζανάκια μαύρο τσάι· απ' ό,τι φαινόταν, ο κανόνας που απέκλειε τους άντρες από τη Στέγη της Κόρης δεν ίσχυε για τους γκαϊ'σάιν.

Όταν ο Ραντ εξέτασε αρκετά δώρα, η Αντελίν, η κατάξανθη Τζίντο με την ψιλή ουλή στο μάγουλο, έβγαλε ένα πλατύ, φιλντισένιο βραχιόλι όλο σκαλισμένα τριαντάφυλλα. Του φάνηκε ότι θα ταίριαζε στην Αβιέντα· αυτός που το είχε φτιάξει είχε προσθέσει με προσοχή αγκάθια ανάμεσα στα λουλουδάκια.

Η Αντελίν ήταν ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, μόνο μια πιθαμή της έλειπε για τον κοιτάζει στα μάτια από το ίδιο ύψος. Όταν άκουσε το λόγο που το ήθελε —εν μέρει το λόγο που το ήθελε· ο Ραντ απλώς είπε ότι ήταν ένα δώρο για τη διδασκαλία της, όχι ότι ήθελε να της γαληνέψει τα νεύρα για να κάνει πιο υποφερτή την παρέα της― η Αντελίν κοίταξε τριγύρω τις άλλες Κόρες. Όλες είχαν πάψει να χαμογελούν και τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα. «Δεν θέλω πληρωμή γι' αυτό, Ραντ αλ'Θόρ», του είπε αφήνοντας το βραχιόλι στο χέρι του.

«Είναι λάθος;» ρώτησε αυτός. Πώς θα το έβλεπε η Αελίτισσα; «Δεν θέλω με κανέναν τρόπο να ατιμάσω την Αβιέντα».

«Δεν θα ατιμαστεί». Έκανε νόημα σε μια γκαϊ'σάιν, που κρατούσε ένα ασημένιο δίσκο με πήλινα κύπελλα και μια κανάτα. Γέμισε δύο κύπελλα και του έδωσε το ένα. «Να θυμάσαι την τιμή», του είπε και ήπιε από το κύπελλο του.

Η Αβιέντα δεν είχε αναφέρει ποτέ κάτι τέτοιο. Διστακτικά, ήπιε μια γουλιά πικρό τσάι και επανέλαβε τα λόγια της. «Να θυμάσαι την τιμή». Έμοιαζε να είναι το ασφαλέστερο που θα μπορούσε να πει. Προς έκπληξη του, τον φίλησε απαλά στα μάγουλα.

Μια μεγαλύτερη Κόρη, γκριζομάλλα αλλά με πρόσωπο ακόμα σκληρό, εμφανίστηκε μπροστά του. «Να θυμάσαι την τιμή», είπε και ήπιε.

Χρειάστηκε να επαναλάβει την τελετή με όλες τις Κόρες που βρίσκονταν εκεί και στο τέλος κατέληξε απλώς να αγγίζει το κύπελλο στα χείλη του. Οι Αελίτικες τελετουργίες μπορεί να ήταν σύντομες και συγκεκριμένες, αλλά όταν έπρεπε να επαναλάβεις την ίδια με εβδομηντα-τόσες γυναίκες, γέμιζες ακόμα και με μικρές γουλιές. Όταν κατάφερε να το σκάσει, οι σκιές ανηφόριζαν την ανατολική πλευρά του φαραγγιού.

Βρήκε την Αβιέντα κοντά στο σπίτι της Λίαν, να χτυπά μανιασμένα ένα γαλάζιο, ριγέ κιλίμι που κρεμόταν στο σκοινί, ενώ δίπλα της άλλα σχημάτιζαν μια πολύχρωμη στοίβα. Μάζεψε μερικές ιδρωμένες τούφες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της και τον κοίταξε ανέκφραστα, καθώς της έδινε το βραχιόλι και της έλεγε ότι ήταν ένα δώρο σε ανταπόδοση για τη διδασκαλία της.

«Έχω δώσει βραχιόλια και περιδέραια σε φίλες που δεν κρατούσαν το δόρυ, Ραντ αλ'Θόρ, αλλά ποτέ δεν φόρεσα ένα». Η φωνή της ήταν εντελώς ανέκφραστη. «Αυτά τα πράγματα χτυπάνε και κάνουν φασαρία εκεί που πρέπει να είσαι αθόρυβος. Σκαλώνουν εκεί που πρέπει να είσαι σβέλτος».

«Αλλά μπορείς να το φορέσεις τώρα, που πας να γίνεις Σοφή».

«Ναι». Γύρισε το βραχιόλι από την άλλη, σαν να μην ήξερε τι να το κάνει, και απότομα έχωσε το χέρι της μέσα και το σήκωσε ψηλά για να το κοιτάξει. Έμοιαζε να κοιτάζει χειροπέδες.

«Αν δεν σου αρέσει... Αβιέντα, η Αντελίν είπε ότι δεν θα σπίλωνε την τιμή σου. Φάνηκε να το εγκρίνει». Της είπε την τελετή του τσαγιού κι εκείνη έκλεισε σφιχτά τα μάτια και ανατρίχιασε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Νομίζουν ότι θέλεις να προσελκύσεις το ενδιαφέρον μου». Ο Ραντ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η φωνή της μπορούσε να γίνει τόσο ουδέτερη. Το βλέμμα της δεν είχε το παραμικρό συναίσθημα. «Σε εγκρίνουν, λες και κρατώ ακόμα το δόρυ».

«Φως μου! Είναι απλό να τους το ξεδιαλύνω. Δεν —» Σταμάτησε καθώς τα μάτια της γέμιζαν φλόγες.

«Όχι! Δέχτηκες την έγκρισή τους και τώρα θες να την απορρίψεις; Αυτό ακριβώς θα με ατίμαζε! Νομίζεις ότι είσαι ο πρώτος άντρες που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου; Άσ' τες να σκέφτονται ό,τι σκέφτονται. Δεν σημαίνει τίποτα». Έκανε μια γκριμάτσα και έπιασε με τα δύο χέρια το ξεσκονιστήρι των χαλιών. «Φύγε». Κοίταξε το βραχιόλι ξανά. «Στ' αλήθεια δεν ξέρεις τίποτα, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρεις τίποτα. Δεν είναι δικό σου το σφάλμα», πρόσθεσε. Φάνηκε να επαναλαμβάνει κάτι που της είχαν πει, ή να προσπαθεί να πειστεί η ίδια. «Συγνώμη αν σου χάλασα το φαγητό, Ραντ αλ'Θόρ. Σε παρακαλώ φύγε. Η Άμυς λέει ότι πρέπει να καθαρίσω όλα αυτά τα χαλιά και τα κιλίμια, όση ώρα κι αν κάνω. Θα μου πάρει όλη τη νύχτα, αν κάθεσαι εδώ να μου μιλάς». Του γύρισε την πλάτη και κατάφερε ένα σφοδρό χτύπημα στο κιλίμι· το φιλντισένιο βραχιόλι αναπήδησε στον καρπό της.

Δεν ήξερε αν η συγνώμη της οφειλόταν στο δώρο ή σε κάποια διαταγή της Άμυς —υποψιαζόταν ότι ήταν το δεύτερο― αλλά από τον τόνο της έμοιαζε να το εννοεί. Μπορεί να μη χαιρόταν γι' αυτό —κρίνοντας από το κουρασμένο γρύλισμα που συνόδευε κάθε γερό χτύπημα― αλλά δεν τον είχε κοιτάξει με μίσος ούτε στιγμή. Με στενοχώρια ναι, με αποστροφή, ακόμα και με οργή, αλλά όχι με μίσος. Καλύτερο από το τίποτα. Ίσως στο τέλος να γινόταν ευγενική.

Μπαίνοντας στο σπίτι της Λίαν, στον προθάλαμο της εισόδου με τα καφετιά πλακάκια, βρήκε τις Σοφές να μιλάνε, έχοντας τις εσάρπες ριγμένες χαλαρά στους ώμους. Όταν έκανε την εμφάνισή του, σιώπησαν.

«Θα πω να σου δείξουν την κρεβατοκάμαρά σου», είπε η Αμυς. «Οι άλλοι ξέρουν τα δικά τους δωμάτια».

«Ευχαριστώ». Κοίταξε την πόρτα σμίγοντας ελαφρώς τα φρύδια. «Άμυς, είπες στην Αβιέντα να μου ζητήσει συγνώμη για το δείπνο;»

«Όχι. Σου ζήτησε συγνώμη;» Τα γαλάζια μάτια της φάνηκαν για μια στιγμή συλλογισμένα· του φάνηκε ότι η Μπάιρ ήταν έτοιμη να χαμογελάσει. «Δεν θα τη διέταζα να κάνει κάτι τέτοιο, Ραντ αλ'Θόρ. Όταν η συγνώμη είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού, δεν είναι συγνώμη».

«Απλώς πρέπει να τινάζει τα χαλιά μέχρι να μαλακώσουν λίγο τα νεύρα της», είπε η Μπάιρ. «Τα υπόλοιπα είναι στο δικό της μυαλό».

«Κι ας μην ελπίζει ότι θα γλιτώσει το μόχθο», πρόσθεσε η Σεάνα. «Πρέπει να μάθει να συγκρατεί το θυμό της. Η Σοφή πρέπει να ελέγχει τα συναισθήματά της, όχι να την ελέγχουν αυτά». Μειδίασε και λοξοκοίταξε τη Μελαίν. Η ηλιόξανθη γυναίκα σούφρωσε τα χείλη και ρούφηξε τη μύτη της.

Προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι από δω και πέρα η Αβιέντα θα ήταν μια θαυμάσια παρέα. Στ' αλήθεια τον περνούσαν για τυφλό; «Ξέρετε αυτό που ξέρω. Για την Αβιέντα. Ότι τη βάλατε να με κατασκοπεύει».

«Δεν ξέρεις όσα νομίζεις», είπε η Άμυς. Δεν σκόπευε με τίποτα στον κόσμο να του αποκαλύψει τίποτα, μιλώντας σαν Άες Σεντάι, με κρυμμένα νοήματα.

Η Μελαίν έπιασε την εσάρπα της και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω συλλογισμένα. Ο Ραντ κάτι ήξερε για τις Άες Σεντάι· αν αυτή η Σοφή ήταν Άες Σεντάι, θα ήταν του Πράσινου Άτζα. «Παραδέχομαι», του είπε αυτή, «ότι στην αρχή σκεφτήκαμε πως στο πρόσωπό της θα έβλεπες μόνο μια ωραία γυναίκα και ότι αυτή θα έβρισκε την παρέα σου πιο ευχάριστη από τη δική μας, μιας και δεν είσαι άσχημος. Δεν υπολογίσαμε τη γλώσσα της. Και άλλα πράγματα».

«Τότε γιατί καίγεστε να μείνει μαζί μου;» Η φωνή του ήταν πιο έντονη απ' όσο ήθελε. «Αποκλείετε να πιστεύετε ότι θα της αποκαλύψω κάτι που δεν θέλω να μάθετε».

«Γιατί της επιτρέπεις να παραμείνει;» ρώτησε γαλήνια η Άμυς. «Αν αρνηθείς να τη δεχτείς, πώς θα σε αναγκάσουμε;»

«Τουλάχιστον έτσι ξέρω ποιος είναι ο κατάσκοπος». Καλύτερα να είχε την Αβιέντα μπροστά στα μάτια του, παρά να αναρωτιέται ποια απ' όλες τις Αελίτισσες τον παρακολουθούσε. Χωρίς αυτήν, ο Ραντ κάθε τυχαίο σχόλιο του Ρούαρκ θα το περνούσε για ύπουλη ερώτηση. Φυσικά, δεν αποκλειόταν κι αυτό. Ο Ρούαρκ ήταν παντρεμένος με μια απ' αυτές τις γυναίκες. Ξαφνικά χάρηκε που δεν είχε εκμυστηρευτεί πολλά στον αρχηγό φατρίας. Και παράλληλα λυπήθηκε γι' αυτή τη σκέψη του. Γιατί είχε πιστέψει ότι οι Αελίτες θα ήταν πιο απλοί από τους Δακρινούς Άρχοντες; «Είμαι ικανοποιημένος εκεί που είναι».

«Τότε είμαστε ικανοποιημένες κι εμείς», είπε η Μπάιρ.

Κοίταξε επιφυλακτικά τη γυναίκα με το ηλιοψημένο πρόσωπο. Η φωνή της είχε έναν τόνο σαν να ήξερε περισσότερα από τον Ραντ. «Δεν θα μάθει αυτό που θέλετε».

«Αυτό που θέλουμε;» ξέσπασε η Μελαίν· τα μακριά μαλλιά της κουνήθηκαν καθώς τίναζε το κεφάλι. «Η προφητεία λέει, “θα σώσει τα υπολείμματα των υπολειμμάτων τους”. Αυτό που θέλουμε, Ραντ αλ'Θόρ, Καρ'α'κάρν, είναι να σώσουμε όσο περισσότερους ανθρώπους μας μπορούμε. Ό,τι κι αν έχεις, ό,τι κι αν λέει το πρόσωπό σου, δεν νοιάζεσαι για μας. Θα σου δείξω ότι το αίμα μας είναι αίμα σου, ακόμα κι αν χρειαστεί να στήσω —»

«Νομίζω», την έκοψε ήρεμα η Άμυς, «ότι θα ήθελε τώρα να πάει στην κρεβατοκάμαρά του. Φαίνεται κουρασμένος». Χτύπησε δυνατά τα χέρια και εμφανίστηκε μια λυγερή γκαϊ'σάιν. «Δείξε του το δωμάτιο που του ετοιμάσαμε. Πήγαινέ του ό,τι χρειαστεί».

Η Σοφές τον άφησαν να στέκεται εκεί και ξεκίνησαν να φύγουν, ενώ η Μπάιρ και η Άμυς έριχναν κοφτερές ματιές στη Μελαίν, σαν μέλη του Κύκλου των Γυναικών που αγριοκοίταζαν κάποια που ήθελαν να επιπλήξουν. Η Μελαίν τις αγνόησε· καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της, μουρμούρισε κάτι σαν, «να βάλουμε στη μικρή λίγο μυαλό».

Ποια μικρή; Την Αβιέντα; Ήδη έκανε αυτό που ήθελαν. Μήπως την Εγκουέν; Ήξερε ότι μελετούσε κάτι με τις Σοφές. Και τι θα «έστηνε» για να του δώσει να καταλάβει ότι «το αίμα τους ήταν αίμα του»; Τι έστηνε και πώς αυτό θα έκανε τον Ραντ να καταλάβει ότι ήταν Αελίτης; Στήνει παγίδα, ίσως; Ανόητε! Δεν θα το έλεγε ξεκάθαρα αν αυτό εννοούσε. Τι λογής πράγματα στήνεις; Στήνεις το χορό, σκέφτηκε γελώντας μαλακά. Ήταν πολύ κουρασμένος για ερωτήσεις τώρα, ύστερα από δώδεκα μέρες στη σέλα και ένα μέρος της δέκατης τρίτης, μέσα στο λιοπύρι και την ξηρασία· δεν ήθελε να σκέφτεται πώς θα ήταν αν είχε κάνει την ίδια απόσταση περπατώντας με τον ίδιο ρυθμό. Η Αβιέντα σίγουρα είχε ατσάλινα πόδια. Ήθελε να ξαπλώσει.

Η γκαϊ'σάιν ήταν όμορφη, παρά την ψιλή, διαγώνια ουλή λίγο πάνω από το ανοιχτογάλανο μάτι της, η οποία έφτανε σε μαλλιά τόσο ανοιχτόχρωμα, που έμοιαζαν ασημένια. Άλλη μια Κόρη, που προς το παρόν, όμως, δεν ήταν τέτοια. «Έχεις την καλοσύνη να με ακολουθήσεις;» μουρμούρισε χαμηλώνοντας τα μάτια της.

Το δωμάτιο στο οποίο θα κοιμόταν δεν ήταν κρεβατοκάμαρα, φυσικά. Διόλου παράξενο, το «κρεβάτι» αποτελείτο από ένα χοντρό στρώμα πάνω σε μια στοίβα πολύχρωμα χαλάκια. Η γκαϊ'σάιν ― το όνομά της ήταν Τσιόν― έμεινε εμβρόντητη όταν της ζήτησε νερό για να πλυθεί, αλλά ο Ραντ είχε κουραστεί από τα ατμόλουτρα. Ήταν πρόθυμος να στοιχηματίσει ότι η Μουαραίν και η Εγκουέν δεν ήταν αναγκασμένες να κάθονται σε μια σκηνή γεμάτη ατμό για να καθαριστούν. Η Τσιόν, πάντως, του έφερε το νερό, καυτό, σε μια μεγάλη, καφετιά κανάτα που είχαν για να ποτίζουν το λαχανόκηπο, καθώς και μια μεγάλη, λευκή γαβάθα για να πλυθεί. Την έδιωξε από το δωμάτιο όταν προθυμοποιήθηκε να τον πλύνει αυτή. Παράξενοι άνθρωποι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο!

Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα και το φώτιζαν ασημένιες λάμπες κρεμασμένες σε στηρίγματα στον τοίχο, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι έξω δεν θα είχε σκοτεινιάσει ακόμα όταν θα τελείωνε το μπάνιο του. Δεν τον ένοιαζε. Πάνω στο στρώμα υπήρχαν μόνο δύο κουβέρτες, όχι πολύ χοντρές. Αναμφίβολα, άλλο ένα δείγμα του πόσο σκληροτράχηλοι ήταν οι Αελίτες. Ο Ραντ θυμόταν τις κρύες νύχτες στις σκηνές και ξαναντύθηκε, εκτός από το σακάκι και τις μπότες, έσβησε τις λάμπες και τρύπωσε στις κουβέρτες μέσα στο μαύρο σκοτάδι.

Παρ' όλο που ήταν τόσο κουρασμένος, στριφογυρνούσε και σκεφτόταν. Τι ήθελε να πει η Μελαίν; Γιατί δεν πείραζε τις Σοφές το γεγονός ότι ήξερε πως η Αβιέντα ήταν κατάσκοπος; Η Αβιέντα. Όμορφη γυναίκα, αν και πιο πεισματάρα από μουλάρι με τέσσερις οπλές πληγωμένες από πέτρες. Η ανάσα του ηρέμησε, οι σκέψεις του θόλωσαν. Ένας μήνας. Πολύς καιρός. Δεν είχε επιλογή. Τιμή. Το χαμόγελο της Ισέντρε. Ο Καντίρ που παρακολουθούσε. Παγίδα. Στήνεις παγίδα. Τίνος την παγίδα; Παγίδες. Μακάρι να μπορούσε να εμπιστευτεί τη Μουαραίν. Σπίτι. Ο Πέριν σίγουρα κολυμπούσε στη...


Με μάτια κλειστά, ο Ραντ κολυμπούσε αργά στο νερό. Ωραίο, δροσερό. Και τόσο υγρό. Ποτέ άλλοτε δεν είχε καταλάβει πόσο ωραία είναι η αίσθηση του υγρού. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τις ιτιές στη μια όχθη της λιμνούλας και τη μεγάλη βελανιδιά στην άλλη, με το χοντρό κορμό της και τα απλωμένα, σκιερά κλαριά πάνω από το νερό. Το Νεροδάσος. Ήταν ωραίο να είσαι σπίτι. Είχε την αίσθηση ότι είχε λείψει· δεν ήταν σίγουρος για το πού, αλλά πάντως δεν ήταν σημαντικό. Είχε ανέβει στο Λόφο της Σκοπιάς. Ναι. Ποτέ δεν είχε πάει παραπέρα. Δροσερό και υγρό. Μόνος του.

Ξαφνικά, δύο κορμιά έσκισαν τον αέρα από πάνω του, με τα γόνατα σφιγμένα στο στήθος, κι έπεσαν στη λίμνη, πετώντας νερά που τον τύφλωσαν. Τίναξε το κεφάλι για να διώξει το νερό από τα μάτια και είδε την Ηλαίην και τη Μιν να του χαμογελούν δεξιά και αριστερά του, μόνο τα κεφάλια τους, που ξεπρόβαλλαν από την ανοιχτή πράσινη επιφάνεια. Με δύο απλωτές μπορούσε να φτάσει είτε τη μια, είτε την άλλη. Να φύγει από τη μία για την άλλη. Δεν μπορούσε να τις αγαπά και τις δύο. Αγάπη; Τι ήταν αυτό που του είχε περάσει από το νου;

«Δεν ξέρεις ποια αγαπάς».

Στριφογύρισε τινάζοντας νερά. Η Αβιέντα στεκόταν στην όχθη, φορώντας καντιν'σόρ αντί για φούστα και μπλούζα. Δεν τον αγριοκοίταζε, όμως, απλώς τον κοίταζε. «Μπες στο νερό», της είπε. «Θα σου μάθω πώς να κολυμπάς».

Ένα μελωδικό γέλιο έκανε το κεφάλι του να γυρίσει στην απέναντι όχθη. Η γυναίκα που στεκόταν εκεί, ασπριδερή και γυμνή, ήταν η πιο όμορφη που είχε δει ποτέ του, ενώ τα μεγάλα, μαύρα μάτια της τον έκαναν να ζαλιστεί. Του φάνηκε ότι την ήξερε.

«Να σου επιτρέψω να μου κάνεις απιστία, έστω και στα όνειρά σου;» του είπε. Με κάποιον τρόπο αντιλαμβανόταν, χωρίς να κοιτάξει, ότι η Ηλαίην, η Μιν και η Αβιέντα δεν ήταν πια εκεί. Ένιωθε πια πολύ παράξενα.

Τον κοίταξε συλλογισμένα αρκετή ώρα, χωρίς καθόλου αμηχανία για τη γυμνότητά της. Σηκώθηκε αργά στις μύτες των ποδιών της, τράβηξε πίσω τα χέρια και μετά έκανε μια επιδέξια βουτιά στη λιμνούλα. Όταν ξεπρόβαλε το κεφάλι από τα νερά, τα αστραφτερά, μαύρα μαλλιά της δεν ήταν υγρά. Αυτό για μια στιγμή τον κατέπληξε. Ύστερα η γυναίκα τον έφτασε —είχε κολυμπήσει ή απλώς είχε βρεθεί εκεί;― και τον αγκάλιασε με χέρια και με πόδια. Το νερό ήταν δροσερό, η σάρκα της καυτή.

«Δεν μπορείς να το σκάσεις από μένα», μουρμούρισε. Εκείνα τα μαύρα μάτια έμοιαζαν πιο βαθιά από τη λιμνούλα. «Θα το απολαύσεις αυτό τόσο πολύ, που δεν θα το ξεχάσεις ποτέ, στον ύπνο ή ξυπνητός».

Στον ύπνο ή...; Όλα άλλαξαν, θόλωσαν. Αυτή κουλουριάστηκε πιο σφιχτά γύρω του και η θολούρα χάθηκε. Όλα ήταν όπως πριν. Βούρλα γέμιζαν τη μια άκρη της λιμνούλας· λέδερλιφ και πεύκα την άλλη, φτάνοντας σχεδόν ως το νερό.

«Σε ξέρω», της είπε αργά. Του φάνηκε ότι την ήξερε, αλλιώς γιατί την άφηνε να το κάνει αυτό; «Αλλά εγώ δεν... Δεν είναι σωστό αυτό». Προσπάθησε να τη σπρώξει, αλλά μόλις της ξεκολλούσε ένα χέρι από πάνω του, αυτό ξαναγυρνούσε.

«Πρέπει να σε σημαδέψω». Είχε μια φλόγα στο βάθος εκείνη η φωνή. «Πρώτα εκείνη η νερόβραστη η Ιλυένα και τώρα... Πόσες γυναίκες έχεις στις σκέψεις σου;» Ξαφνικά, τα άσπρα δοντάκια της χώθηκαν στο λαιμό του.

Μούγκρισε, την πέταξε μακριά και έφερε τα χέρια στο λαιμό του. Τα δόντια της τον είχαν τρυπήσει· αιμορραγούσε.

«Έτσι διασκεδάζεις εσύ, ενώ εγώ αναρωτιέμαι πού έχεις πάει;» είπε περιφρονητικά μια αντρική φωνή. «Γιατί να κρατήσω τη συμφωνία μας, όταν θέτεις έτσι σε κίνδυνο το σχέδιό μας;»

Ξαφνικά η γυναίκα βρέθηκε στην όχθη, φορώντας λευκά ρούχα, μια πλατιά ζώνη από δουλεμένο ασήμι στη στενή μέση της και ασημένια άστρα και μισοφέγγαρα στα μαλλιά της, που είχαν το χρώμα του ουρανού τα μεσάνυχτα. Η γη υψωνόταν λιγάκι πίσω της και κατέληγε σε ένα λοφίσκο με μια συστάδα μελίες πάνω του. Ο Ραντ δεν θυμόταν να έχει ξαναδεί μελίες εκεί. Η γυναίκα αντίκριζε μια... θολούρα. Ένα πλατύ, γκρίζο, ανθρωπόμορφο θάμπωμα του αέρα. Αυτό ήταν... λάθος, για κάποιο λόγο.

«Ο κίνδυνος», χλεύασε αυτή. «Φοβάσαι τον κίνδυνο όσο φοβάται και η Μογκέντιεν, έτσι δεν είναι; Θα σερνόσουν στις γωνίες σαν την Αράχνη. Αν δεν σε είχα βγάλει από το λαγούμι σου, ακόμα θα κρυβόσουν και θα μάζευες αποφάγια».

«Αν δεν μπορείς να συγκρατήσεις τις... ορέξεις σου», είπε η θολούρα με την αντρική φωνή, «γιατί να συνεργάζομαι μαζί σου; Αν είναι να ριψοκινδυνεύσω, θέλω μεγαλύτερη ανταμοιβή κι όχι να τραβάω τα νήματα μιας μαριονέτας».

«Τι εννοείς;» του είπε αυτή απειλητικά.

Η θολούρα τρεμόσβησε· ο Ραντ με κάποιον τρόπο κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε δισταγμό, αβεβαιότητα για το αν είχε πει πολλά. Κι έπειτα, ξαφνικά, η θολούρα χάθηκε. Η γυναίκα τον κοίταξε, εκεί που ήταν ακόμα βυθισμένος στη λιμνούλα ως το λαιμό· το στόμα της σφίχτηκε γεμάτο ενόχληση και εκείνη εξαφανίστηκε.


Ο Ραντ ξύπνησε κι έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας στη μαυρίλα. Ένα όνειρο. Άραγε ήταν ένα συνηθισμένο όνειρο, ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Έβγαλε το χέρι από τις κουβέρτες, ψηλάφισε το λαιμό του και ένιωσε τα σημάδια των δοντιών και το λεπτό ρυάκι του αίματος. Ό,τι όνειρο κι αν ήταν αυτό, βρισκόταν κι εκείνη μέσα. Η Λανφίαρ. Δεν την είχε ονειρευτεί. Ούτε την άλλη μορφή· κάποιον άντρα. Ένα ψυχρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Παγίδες παντού τριγύρω. Παγίδες για απρόσεκτα πόδια. Τώρα πρέπει να προσέχω πού πατάω. Τόσες παγίδες. Όλοι έστηναν παγίδες.

Γέλασε μαλακά και γύρισε για να ξανακοιμηθεί ― και πάγωσε, κρατώντας την ανάσα του. Δεν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Η Λανφίαρ.

Άπλωσε μανιασμένα προς την Αληθινή Πηγή. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα τον νικούσε ο ίδιος του ο φόβος. Κι ύστερα ένιωσε να αιωρείται στην ψυχρή γαλήνη του Κενού, να γεμίζει από το λυσσασμένο ποτάμι της Δύναμης. Πετάχτηκε όρθιος κι εξαπέλυσε το χτύπημά του. Οι λάμπες άναψαν μ' ένα δυνατό φως.

Η Αβιέντα καθόταν ανακούρκουδα πλάι στην πόρτα, με το στόμα ανοιχτό και τα πράσινα μάτια να κοιτάνε γουρλωμένα τις λάμπες και τα δεσμά, αόρατα γι' αυτήν, που την έδεναν ολόκληρη. Δεν μπορούσε ούτε το κεφάλι της να κουνήσει· ο Ραντ υπολόγιζε ότι ήταν κάποιος όρθιος εκεί και η ύφανση εκτεινόταν ψηλά πάνω της. Άφησε αμέσως τις ροές του Αέρα.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια με κόπο και παραλίγο να της πέσει η εσάρπα από τη βιασύνη. «Δεν.., δεν νομίζω ότι θα συνηθίσω ποτέ το...» Έδειξε τις λάμπες. «Από έναν άντρα».

«Μ' έχεις ξαναδεί να χειρίζομαι τη Μία Δύναμη». Ο θυμός έρεε πηχτός στην επιφάνεια του Κενού που τον περιέβαλλε. Είχε τρυπώσει στο δωμάτιό του νυχτιάτικα. Τον είχε κατατρομάξει. Ήταν τυχερή που δεν την είχε χτυπήσει, που δεν την είχε σκοτώσει κατά λάθος. «Κοίτα να το συνηθίσεις. Είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, είτε θες να το παραδεχτείς, είτε όχι».

«Αυτό δεν έχει να κάνει με —»

«Τι ζητάς εδώ;» απαίτησε να μάθει ψυχρά.

«Οι Σοφές, μια-μια, σε παρακολουθούν απ' έξω. Ήθελαν να συνεχίσουν να σε παρακολουθούν μέσα από...» Η φωνή της έσβησε, το πρόσωπό της κοκκίνισε.

«Από που;» Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει, ενώ το πρόσωπό της γινόταν ολοένα και πιο κόκκινο. «Αβιέντα, από π —;» Ονειροβάτισσες. Πώς δεν το είχε σκεφτεί; «Μέσα από τα όνειρά μου», είπε τραχιά. «Πόσον καιρό κατασκοπεύουν το κεφάλι μου;»

Εκείνη άφησε τη βαθιά ανάσα της να βγει αργά. «Κανονικά δεν έπρεπε να σου το πω. Αν το μάθει η Μπάιρ... Η Σεάνα είπε ότι απόψε ήταν πολύ επικίνδυνα. Δεν το καταλαβαίνω: δεν μπορώ να μπω στο όνειρο χωρίς μια Σοφή να με βοηθήσει. Κάτι επικίνδυνο απόψε, μόνο αυτό ξέρω. Να γιατί κάθονται με τη σειρά στην πόρτα αυτής της στέγης. Όλες ανησυχούν».

«Ακόμα δεν απάντησες σ' αυτό που σε ρώτησα».

«Δεν ξέρω τι γυρεύω εδώ», μουρμούρισε αυτή. «Αν χρειάζεσαι προστασία...» Κοίταξε το μαχαιρίδιο στη ζώνη της, άγγιξε τη λαβή. Το φιλντισένιο βραχιόλι φάνηκε να την ενοχλεί· σταύρωσε τα χέρια για να το κρύψει στη μασχάλη της. «Δεν μπορώ να σε προστατεύσω καλά μ' ένα τόσο μικρό μαχαίρι και η Μπάιρ λέει ότι, αν ξαναπιάσω δόρυ χωρίς να μου έχει επιτεθεί κανείς, τότε θα μου γδάρει το τομάρι και θα το κάνει ασκί για νερό. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να χάνω τον ύπνο μου για να σε προστατεύω. Εξαιτίας σου ξεσκόνιζα χαλιά μέχρι πριν από μία ώρα. Στο φως του φεγγαριού!»

«Δεν σε ρώτησα αυτό. Πόσον καιρό —;» Ξαφνικά σταμάτησε. Είχε κάτι ο αέρας, μια αίσθηση ότι κάτι πήγαινε στραβά. Ότι υπήρχε κάτι κακό. Ίσως να ήταν η φαντασία του, απομεινάρι του ονείρου. Ίσως.

Της κόπηκε η ανάσα όταν εμφανίστηκε το φλογερό σπαθί στα χέρια του, με την κάπως κυρτή λεπίδα να έχει το σημάδι του ερωδιού. Η Λανφίαρ τον είχε κατηγορήσει ότι χρησιμοποιούσε μόνο το ένα δέκατο των ικανοτήτων του, όμως κι αυτό ακόμα το είχε βρει μαντεύοντας και ψάχνοντας στα τυφλά. Δεν ήξερε καν το ένα δέκατο όσων μπορούσε να κάνει. Ήξερε, όμως, το σπαθί.

«Μείνε πίσω μου». Την κατάλαβε αφηρημένα να ξεθηκαρώνει το μαχαίρι, ενώ αυτός έβγαινε από το δωμάτιο με τις κάλτσες, αθόρυβος πάνω σε εκείνα τα χαλιά. Το παράξενο ήταν ότι δεν έκανε πιο πολύ κρύο απ' όσο όταν είχε πλαγιάσει. Ίσως αυτοί οι πέτρινοι τοίχοι να συγκρατούσαν τη ζέστη που υπήρχε, γιατί όσο προχωρούσε, τόσο δυνάμωνε το κρύο.

Ακόμα και οι γκαϊ'σάιν πρέπει να είχαν ξαπλώσει τώρα. Οι διάδρομοι και οι θάλαμοι ήταν σιωπηλοί και άδειοι, ενώ οι περισσότεροι φωτίζονταν αμυδρά από τις σκόρπιες λάμπες που έκαιγαν ακόμα. Εδώ, χωρίς λάμπες θα επικρατούσε πυκνό σκοτάδι ακόμα και το μεσημέρι κι έτσι μερικές πάντα έμεναν αναμμένες. Η αίσθηση ήταν ακόμα αόριστη, αλλά δεν χανόταν. Το κακό.

Ο Ραντ κοντοστάθηκε απότομα στην πλατιά αψίδα που έβγαζε στον προθάλαμο της εισόδου με τα καφετιά πλακάκια. Σε κάθε γωνιά του δωματίου υπήρχε μια λάμπα, που μαζί έριχναν ένα χλωμό φως. Στο κέντρο, ένας ψηλός άντρας στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από μια γυναίκα, αγκαλιάζοντάς τη με χέρια που ήταν τυλιγμένα στο μαύρο μανδύα του, ενώ το κεφάλι της ήταν γερμένο πίσω και η λευκή κουκούλα είχε πέσει, καθώς αυτός είχε κολλήσει το πρόσωπο στο λαιμό της. Η Τσιόν είχε μισοκλείσει τα μάτια και χαμογελούσε εκστατικά. Μια αίσθηση ντροπής γλίστρησε στην επιφάνεια του Κενού. Ύστερα ο άντρας σήκωσε το κεφάλι.

Μαύρα μάτια ατένισαν τον Ραντ, υπερβολικά μεγάλα για το χλωμό, λιπόσαρκο πρόσωπό του· ένα σουφρωμένο στόμα με κόκκινα χείλη άνοιξε σε μια παρωδία χαμόγελου, αποκαλύπτοντας κοφτερά δόντια. Η Τσιόν σωριάστηκε στο πάτωμα, καθώς ο μανδύας άνοιγε και μεταμορφωνόταν σε πλατιά φτερά νυχτερίδας. Το Ντραγκχάρ τη δρασκέλισε απλώνοντας τα κατάλευκα χέρια του προς τον Ραντ, με τα μακριά, λεπτά δάχτυλά του να καταλήγουν σε γαμψώνυχα. Ο κίνδυνος, όμως, δεν ήταν τα γαμψώνυχα και τα δόντια. Το φιλί του Ντραγκχάρ ήταν αυτό που σκότωνε, και κάτι χειρότερο.

Το μουρμουριστό, υπνωτικό τραγούδι του κόλλησε στο Κενό. Τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του έκαναν να τυλίξουν τον Ραντ, που προχωρούσε μπροστά. Μια έκπληκτη έκφραση φάνηκε για μια στιγμή στα πελώρια, μαύρα μάτια, πριν το σφυρηλατημένο από τη Δύναμη σπαθί κόψει το κρανίο του Ντραγκχάρ από τη μέση της μύτης του.

Μια ατσάλινη λεπίδα θα είχε μείνει κολλημένη εκεί, αλλά αυτή η λεπίδα, που ήταν υφασμένη από φωτιά, ελευθερώθηκε εύκολα καθώς το πλάσμα έπεφτε. Για μια στιγμή, βαθιά στην καρδιά του Κενού, ο Ραντ εξέτασε το πράγμα στα πόδια του. Εκείνο το τραγούδι. Αν το κενό δεν τον θωράκιζε από τα συναισθήματα, αν δεν τον κρατούσε απαθή και απόμακρο, εκείνο το τραγούδι θα του είχε αιχμαλωτίσει την καρδιά. Το Ντραγκχάρ σίγουρα αυτό πίστευε, βλέποντάς τον να το πλησιάζει τόσο πρόθυμα.

Η Αβιέντα έτρεξε από δίπλα του και γονάτισε πλάι στην Τσιόν, για να ψηλαφίσει το λαιμό της γκαϊ'σάιν.

«Είναι νεκρή», είπε και έκλεισε τα μάτια της γυναίκας. «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τα Ντραγκχάρ τρώνε την ψυχή, πριν ρουφήξουν τη ζωή. Ντραγκχάρ! Εδώ πέρα!» Τον αγριοκοίταξε όπως ήταν σκυμμένη εκεί. «Τρόλοκ στο Ίμρε Σταντ και τώρα ένα Ντραγκχάρ εδώ. Φέρνεις δύστυχους καιρούς στη Τρίπτυχη —» Με μια κραυγή έπεσε πάνω στην Τσιάντ, καθώς ο Ραντ σήκωνε το σπαθί του.

Μια στήλη συμπαγούς φωτιάς πετάχτηκε από τη λεπίδα και πέρασε από πάνω της, για να χτυπήσει κατάστηθα το Ντραγκχάρ που έκλεινε την εξώπορτα. Ο Σκιογέννητος γέμισε φλόγες και τρέκλισε προς τα πίσω, ουρλιάζοντας, παραπατώντας στο μονοπάτι και ανεβοκατεβάζοντας τα φτερά του, που έσταζαν φωτιά.

«Ξύπνα τους όλους», είπε γαλήνια ο Ραντ. Είχε παλέψει η Τσιόν; Πόσο την είχε κρατήσει η τιμή της; Δεν θα άλλαζε τίποτα. Τα Ντραγκχάρ σκοτώνονταν πιο εύκολα από τους Μυρντράαλ, αλλά με το δικό τους τρόπο ήταν πιο επικίνδυνα. «Αν ξέρεις πώς να σημάνεις συναγερμό, κάνε το».

«Το σήμαντρο πλάι στην πόρτα —»

«Θα το κάνω εγώ. Ξύπνα τους. Μπορεί να μην είναι μόνο δύο».

Εκείνη ένευσε και χίμηξε πίσω, απ’ όπου είχαν έρθει. «Πιάστε τα δόρατα! Ξυπνήστε και πιάστε τα δόρατα!» φώναζε.

Ο Ραντ βγήκε έξω επιφυλακτικά, με το σπαθί προτεταμένο και τη Δύναμη να τον γεμίζει, να τον συναρπάζει. Να τον αηδιάζει. Ήθελε να γελάσει, να κάνει εμετό. Η νύχτα ήταν παγερή, αλλά σχεδόν δεν ένιωθε το κρύο.

Το φλεγόμενο Ντραγκχάρ ήταν σωριασμένο στο λαχανόκηπο της αναβαθμίδας και βρωμούσε κρέας που καιγόταν, προσθέτοντας το φως της δικής του, χαμηλής φωτιάς σε εκείνο του φεγγαριού. Λίγο πιο κάτω στο μονοπάτι κείτονταν η Σεάνα, με τα μακριά, γκρίζα μαλλιά της απλωμένα σαν βεντάλια, ατενίζοντας τον ουρανό με γουρλωμένα μάτια που δεν βλεφάριζαν. Το μαχαίρι της ήταν δίπλα, αλλά δεν είχε καμία ελπίδα μπροστά σε ένα Ντραγκχάρ.

Τη στιγμή που ο Ραντ άρπαζε την ξυλόσφυρα με τη δερμάτινη επένδυση που κρεμόταν πλάι στο τετράγωνο, μπρούτζινο σήμαντρο, ένα πανδαιμόνιο ξέσπασε στο στόμιο του φαραγγιού, ανθρώπινες κραυγές και Τρολοκικά ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού, τσιρίδες. Χτύπησε με δύναμη το σήμαντρο και το ηχηρό καμπάνισμά του αντήχησε στο φαράγγι· σχεδόν αμέσως ήχησε άλλο ένα σήμαντρο και μετά άλλα. «Πιάστε τα δόρατα!» ακουγόταν από δεκάδες στόματα.

Κραυγές σύγχυσης υψώθηκαν γύρω από τις άμαξες των πραματευτών πιο κάτω. Εμφανίστηκαν φωτισμένα τετράγωνα και άνοιξαν πόρτες απότομα στις δύο άμαξες που έμοιαζαν με κουτιά, οι οποίες λαμπύριζαν λευκές στο σεληνόφως. Κάποιος φώναζε θυμωμένα εκεί κάτω ― μια γυναίκα· ο Ραντ δεν καταλάβαινε ποια.

Ένα φτεροκόπημα ακούστηκε στον αέρα από πάνω του. Γρυλίζοντας, ο Ραντ ύψωσε το πύρινο σπαθί· η Μία Δύναμη κόρωσε μέσα του και φωτιά ξεπήδησε από τη λεπίδα. Το Ντραγκχάρ που έσκυβε πλησιάζοντας έσκασε με μια βροχή από φλεγόμενα κομμάτια, που έπεσαν στο σκοτάδι πιο κάτω.

«Πάρε», είπε ο Ρούαρκ. Τα μάτια του αρχηγού φατρίας ήταν σκληρά κάτω από το μαύρο πέπλο του· ήταν ντυμένος κανονικά και κρατούσε μια στρογγυλή ασπίδα και δόρατα. Ο Ματ στεκόταν πίσω του, χωρίς σακάκι, με γυμνό το κεφάλι, το πουκάμισο μισοβαλμένο στο παντελόνι, κοιτώντας αβέβαια γύρω και σφίγγοντας με τα δύο χέρια το μαύρο δόρυ του.

Ο Ραντ πήρε το σούφα από τον Ρούαρκ και μετά το άφησε να πέσει. Μια μορφή με φτερά νυχτερίδας πέταξε μπροστά από το φεγγάρι, ύστερα χαμήλωσε στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού και έγινε ένα με τις σκιές. «Εμένα κυνηγούν. Ας δουν το πρόσωπό μου». Η Δύναμη έρευσε μέσα του· το σπαθί στο χέρι του πύρωσε τόσο, που ήταν σαν να τον φώτιζε ένας μικρός ήλιος. «Δεν μπορούν να με βρουν, αν δεν ξέρουν πού βρίσκομαι». Γελώντας επειδή δεν καταλάβαιναν το αστείο, έτρεξε προς τους ήχους της μάχης.


Ο Ματ τράβηξε το δόρυ του από το στήθος ενός Τρόλοκ με μουσούδα αγριογούρουνου και έσκυψε, με το βλέμμα να χτενίζει το φεγγαρόλουστο σκοτάδι για άλλους κοντά στο στόμιο του φαραγγιού. Να καείς, Ραντ! Καμία μορφή απ' αυτές που έβλεπε να κινούνται δεν ήταν αρκετά μεγάλη για Τρόλοκ. Όλο σε τέτοια με μπλέκεις! Αδύναμα βογκητά ακούγονταν από τους πληγωμένους. Μια σκοτεινή μορφή, που του φάνηκε ότι ήταν η Μουαραίν, γονάτιζε πλάι σε έναν Αελίτη. Οι πύρινες μπάλες που εκτόξευε ήταν εντυπωσιακές, όσο και το σπαθί του Ραντ, που πετούσε στήλες φωτιάς. Αυτό το σπαθί έλαμπε τόσο πολύ, ώστε δημιουργούσε έναν κύκλο φωτός γύρω από τον Ραντ. Έπρεπε να είχα μείνει στις κουβέρτες μου. Κάνει κρύο και όλα αυτά δεν έχουν σχέση με μένα! Κι άλλες Αελίτισσες έκαναν την εμφάνισή τους, γυναίκες με φούστες που έρχονταν να βοηθήσουν τους τραυματισμένους. Μερικές απ' αυτές έφεραν δόρατα· μπορεί συνήθως να μην πολεμούσαν, αλλά τη στιγμή που η μάχη είχε μπει στο φρούριο, δεν θα στέκονταν άπραγες παράμερα.

Μια Κόρη στάθηκε δίπλα του, κατεβάζοντας το πέπλο της. Δεν διέκρινε το πρόσωπό της, που γεμάτο με τις σκιές του φεγγαριού. «Καλά χορεύεις το δόρυ, τζογαδόρε. Είναι παράξενες μέρες όταν οι Τρόλοκ έρχονται στην Κρυόπετρα». Κοίταξε τη σκιερή μορφή που ο Ματ νόμιζε ότι ήταν η Μουαραίν. «Μπορεί να είχαν καταφέρει να μπουν μέσα χωρίς τις Άες Σεντάι».

«Δεν ήταν αρκετοί για να το καταφέρουν», είπε αυτός χωρίς να το σκεφτεί. «Ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή εδώ». Έτσι ώστε εκείνα τα Ντραγκχάρ να έχουν την ευκαιρία να φτάσουν τον Ραντ;

«Νομίζω ότι έχεις δίκιο», του είπε αργά. «Είσαι αρχηγός στρατιωτών στους υδρόβιους;»

Ο Ματ ευχήθηκε να μην είχε ανοίξει το στόμα. «Διάβασα ένα βιβλίο κάποτε», είπε και γύρισε για να φύγει. Που να καούν τα κομμάτια από τις αναμνήσεις άλλων. Μπορεί ύστερα απ' αυτό οι πραματευτές να ήθελαν να φύγουν.

Όταν στάθηκε κοντά στις άμαξες, όμως, ούτε η Κάιλι, ούτε ο Καντίρ φαίνονταν πουθενά. Οι αμαξάδες είχαν μαζευτεί όλοι κοντά και έδιναν ο ένας στον άλλο φλασκιά με κάτι που μύριζε σαν το καλό μπράντυ που πουλούσαν, μουρμουρίζοντας ανάστατοι, λες και οι Τρόλοκ τους είχαν φτάσει. Η Ισέντρε στεκόταν στην κορυφή της σκάλας στην άμαξα του Καντίρ και έσμιγε τα φρύδια χωρίς να κοιτάζει τίποτα. Ακόμα και συνοφρυωμένη, ήταν πανέμορφη πίσω από εκείνη την αραχνοΰφαντη εσάρπα. Ο Ματ χάρηκε που τουλάχιστον οι αναμνήσεις από γυναίκες ήταν δικές του.

«Οι Τρόλοκ τέλος», της είπε, γέρνοντας στο δόρυ του για να το προσέξει σίγουρα. Να μην πάει άδικα που ριψοκινδύνευσα να μου ανοίξουν το κεφάλι στα δύο. Η κούραση στη φωνή του δεν ήταν προσποιητή. «Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά τώρα είσαι ασφαλής».

Εκείνη τον κοίταξε με το πρόσωπο ανέκφραστο και τα μάτια να λαμπυρίζουν στο σεληνόφως σαν μαύρη, στιλβωμένη πέτρα. Δίχως λέξη, γύρισε και μπήκε μέσα, βροντώντας την πόρτα, Δυνατά.

Ο Ματ άφησε την ανάσα του να βγει αργά, αηδιασμένος, και έφυγε από τις άμαξες. Τι έπρεπε να κάνει για να εντυπωσιάσει αυτή τη γυναίκα; Ένα κρεβάτι, αυτό ήθελε τώρα. Να γυρίσει στις κουβέρτες του και να αφήσει τον Ραντ να ασχοληθεί με τους Τρόλοκ και τα παλιο-Ντραγκχάρ. Ο άνθρωπος έμοιαζε να το απολαμβάνει. Τι γέλιο ήταν εκείνο.

Τώρα ο Ραντ ανηφόριζε το φαράγγι, με τη λάμψη του σπαθιού σαν φως λάμπας γύρω του μέσα στη νύχτα. Εμφανίστηκε η Αβιέντα και έτρεξε να τον ανταμώσει σηκώνοντας τη φούστα πάνω από κι γόνατα, αλλά μετά σταμάτησε. Άφησε τη φούστα της να πέσει, την ίσιωσε και πήγε πλάι στον Ραντ, τραβώντας την εσάρπα γύρω από το κεφάλι της. Αυτός δεν φάνηκε να τη βλέπει και το πρόσωπό της έμεινε ανέκφραστο σαν πέτρα. Άξιζαν ο ένας τον άλλο.

«Ραντ», φώναξε μια βιαστική σκιά με τη φωνή της Μουαραίν, που ήταν σχεδόν εξίσου μελωδική με τη φωνή της Κάιλι, αλλά η μουσική της ήταν παγερή. Ο Ραντ γύρισε, την περίμενε και εκείνη βράδυνε το βήμα πριν φανεί καθαρά, μπαίνοντας στο φως με μια βασιλική πόζα που θα ταίριαζε σε παλάτι. «Η κατάσταση χειροτερεύει, Ραντ. Η επίθεση στο Ίμρε Σταντ θα μπορούσε να έχει στόχο τους Αελίτες —δεν ήταν πιθανό, αλλά θα μπορούσε― όμως απόψε τα Ντραγκχάρ σίγουρα έψαχναν εσένα».

«Το ξέρω». Έτσι απλά. Γαλήνιος σαν αυτήν κι ακόμα πιο ψυχρός.

Η Μουαραίν έσφιξε τα χείλη και τα χέρια της έμειναν ασάλευτα στη φούστα της· δεν ήταν ευχαριστημένη. «Οι προφητείες είναι πιο επικίνδυνες όταν προσπαθείς να τις πραγματοποιήσεις. Δεν το έμαθες αυτό στο Δάκρυ; Το Σχήμα υφαίνεται γύρω σου, αλλά όταν προσπαθείς να το υφάνεις ο ίδιος, τότε δεν μπορείς να το κρατήσεις ούτε κι εσύ. Αν σφίξεις πολύ το Σχήμα, αναπτύσσεται πίεση. Μπορεί να εκραγεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Ποιος ξέρει πόσο θα κάνει για να εστιάσει πάλι σε σένα, ή τι θα συμβεί στο ενδιάμεσο;»

«Σαφές, σαν όλες σου τις εξηγήσεις», είπε στεγνά ο Ραντ. «Τι θέλεις, Μουαραίν; Η ώρα είναι περασμένη και είμαι κατάκοπος».

«Θέλω να μου μιλήσεις με εμπιστοσύνη. Νομίζεις ότι έχεις μάθει τα πάντα ένα χρόνο και κάτι αφότου που έφυγες από το χωριό σου;»

«Όχι, ακόμα δεν τα έμαθα όλα». Τώρα ο Ραντ φαινόταν να το βρίσκει διασκεδαστικό· μερικές φορές ο Ματ δεν ήξερε αν ήταν τόσο λογικός όσο φαινόταν. «Θέλεις να σου μιλήσω, Μουαραίν; Ωραία. Οι Τρεις Όρκοι σου δεν σου επιτρέπουν να πεις ψέματα. Πες απλά πως ό,τι κι αν σου πω, δεν θα προσπαθήσεις να με σταματήσεις, δεν θα με εμποδίσεις με οποιονδήποτε τρόπο. Πες ότι δεν θα με χρησιμοποιήσεις για τους σκοπούς του Πύργου. Πες το απλά και καθαρά, για να ξέρω ότι είναι αλήθεια».

«Δεν θα κάνω τίποτα που να σε εμποδίσει να εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου. Σ' αυτό αφιέρωσα τη ζωή μου. Αλλά δεν υπόσχομαι ότι θα κάτσω να σε βλέπω, ενώ εσύ θα περνάς το κεφάλι σου στη θηλιά».

«Δεν μου φτάνει, Μουαραίν. Δεν μου φτάνει. Αλλά αν μπορούσα να σου μιλήσω, δεν θα το έκανα εδώ. Η νύχτα έχει αφτιά». Υπήρχαν άνθρωποι που πηγαινοέρχονταν στο σκοτάδι, κανένας όμως τόσο κοντά που να μπορεί να ακούσει. «Ακόμα και τα όνειρα έχουν αφτιά». Η Αβιέντα τράβηξε μπροστά την εσάρπα για να κρύψει το πρόσωπό της· φαινόταν ότι ακόμα και οι Αελίτες καταλάβαιναν το κρύο.

Ο Ρούαρκ μπήκε στο φως, με το μαύρο πέπλο του να κρέμεται. «Οι Τρόλοκ ήταν απλώς αντιπερισπασμός για τα Ντραγκχάρ, Ραντ αλ'Θόρ. Τόσο λίγοι, δεν μπορεί να ήταν τίποτα άλλο. Νομίζω ότι τα Ντραγκχάρ ήθελαν εσένα. Ο Φυλλοκαύτης δεν θέλει να ζήσεις».

«Ο κίνδυνος δυναμώνει», είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν.

Ο αρχηγός φατρίας την κοίταξε πριν συνεχίσει. «Η Μουαραίν Σεντάι έχει δίκιο. Αφού απέτυχαν τα Ντραγκχάρ, φοβάμαι ότι ύστερα πρέπει να περιμένουμε του Άψυχους· εκείνους που ονομάζετε Φαιούς. Θέλω να έχω δόρατα ολόγυρά σου κάθε στιγμή. Για κάποιο λόγο, οι Κόρες προσφέρθηκαν εθελοντικά γι' αυτή τη δουλειά».

Το κρύο πείραζε πολύ την Αβιέντα. Είχε καμπουριάσει τους ώμους και είχε χώσει τα χέρια στις μασχάλες.

«Αν το επιθυμούν», είπε ο Ραντ. Η παγερή φωνή του έδειχνε ότι ένιωθε κάπως άβολα. Ο Ματ δεν τον κατηγορούσε· κι ο ίδιος δεν θα ξανάπεφτε στα χέρια αυτών των γυναικών για όλο το μετάξι στα πλοία των Θαλασσινών.

«Θα σε προσέχουν καλύτερα απ' όλους», είπε ο Ρούαρκ, «αφού ζήτησαν να αναλάβουν τη δουλειά. Δεν θέλω, όμως, να την αναθέσω μόνο σ' αυτές. Θα βάλω να είναι όλοι σε επιφυλακή. Πιστεύω ότι την επόμενη φορά θα μας έρθουν Άψυχοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Δέκα χιλιάδες Τρόλοκ, αντί για μερικές εκατοντάδες».

«Και οι Σάιντο;» Ο Ματ ευχήθηκε να μην κροτάλιζαν τα δόντια του τη στιγμή που τον κοίταζαν όλοι. Ίσως μέχρι τότε να μην είχαν συνειδητοποιήσει καν ότι ήταν παρών. Πάντως, θα μπορούσε να συνεχίσει αυτό που έλεγε. «Ξέρω ότι δεν τους συμπαθείτε, αλλά αν υπάρχει ενδεχόμενο μεγαλύτερης επίθεσης, μήπως θα ήταν καλύτερα να τους έχουμε εδώ, παρά έξω;»

Ο Ρούαρκ μούγκρισε· γι' αυτόν, κάτι τέτοιο ήταν αντίστοιχο με βλαστήμια. «Δεν θα έφερνα χίλιους Σάιντο στην Κρυόπετρα, ακόμα και αν ερχόταν ο Χλοοκαύτης. Ούτως ή άλλως, δεν γίνεται. Ο Κουλάντιν και το Σάιντο μάζεψαν τις σκηνές όταν νύχτωσε. Ξεκουμπίστηκαν από μας. Έστειλα δρομείς για να προλάβω ώστε να μην αρπάξουν κατσίκια ή πρόβατα φεύγοντας από τη γη του Τάαρνταντ».

Το σπαθί εκείνο χάθηκε από το χέρι του Ραντ και η απότομη απουσία του φωτός ήταν σαν τύφλωση. Ο Ματ έκλεισε σφιχτά τα μάτια για να προσαρμοστούν πιο γρήγορα, αλλά όταν τα ξανάνοιξε, το φως του φεγγαριού ακόμα έμοιαζε ανύπαρκτο.

«Προς τα πού πήγαν;» ρώτησε ο Ραντ.

«Βόρεια», του είπε ο Ρούαρκ. «Σίγουρα ο Κουλάντιν θέλει να συναντήσει τη Σεβάνα, που θα πηγαίνει προς το Άλκαιρ Νταλ, για να την επηρεάσει εναντίον σου. Ίσως το πετύχει. Ο μόνος λόγος που η Σεβάνα είχε αφήσει το γαμήλιο στεφάνι της στα πόδια του Σούλαντρικ ήταν επειδή ήθελε να παντρευτεί αρχηγό φατρίας. Αλλά σου είπα ότι μ' αυτήν πρέπει να περιμένεις προβλήματα. Η Σεβάνα τρελαίνεται να δημιουργεί προβλήματα. Δεν έχει σημασία. Αν το Σάιντο δεν σε ακολουθήσει, δεν έχασες και τίποτα σπουδαίο».

«Σκοπεύω να πάω στο Άλκαιρ Νταλ», είπε ο Ραντ με σιγουριά. «Τώρα. Θα ζητήσω συγνώμη από όσους αρχηγούς νομίσουν ότι ατιμάστηκαν φτάνοντας αργά, αλλά δεν θα αφήσω τον Κουλάντιν να βρεθεί εκεί νωρίτερα από μένα. Δεν θα αρκεστεί να στρέψει τη Σεβάνα εναντίον μου, Ρούαρκ. Δεν θέλω να του χαρίσω ένα μήνα».

Ύστερα από μια στιγμή, ο Ρούαρκ μίλησε. «Μάλλον έχεις δίκιο. Φέρνεις την αλλαγή, Ραντ αλ'Θόρ. Με το χάραμα, λοιπόν. Θα διαλέξω δέκα Κόκκινες Ασπίδες για την τιμή μου και οι Κόρες θα είναι για τη δική σου».

«Θέλω να φύγω μόλις φωτίσει ο ουρανός, Ρούαρκ. Μ' όσα χέρια μπορούν να κρατήσουν δόρυ ή να τραβήξουν χορδή τόξου».

«Το έθιμο —»

«Δεν υπάρχουν έθιμα για μένα, Ρούαρκ». Μπορούσες να σπάσεις πέτρες με τη φωνή του Ραντ, να κάνεις το κρασί να γεμίσει πάγο. «Πρέπει να φτιάξω καινούρια». Γέλασε τραχιά. Η Αβιέντα φάνηκε να μένει εμβρόντητη, ενώ ακόμα και ο Ρούαρκ ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος. Μόνο η Μουαραίν είχε μείνει ατάραχη, με το συλλογισμένο βλέμμα της. «Ας το πει κάποιος στους πραματευτές», συνέχισε ο Ραντ. «Δεν θα θέλουν να χάσουν τη γιορτή, αλλά αν δεν σταματήσουν τους αμαξάδες να πίνουν, θα είναι τόσο μεθυσμένοι, που θα τους πέφτουν τα χάμουρα. Κι εσύ, Ματ; Έρχεσαι;»

Δεν σκόπευε να αφήσει από τα μάτια του τους πραματευτές, την οδό διαφυγής του από την Ερημιά. «Α, μα είμαι μαζί σου, Ραντ». Το χειρότερο ήταν που ένιωθε ότι αυτό ήταν το σωστό. Άτιμε τα'βίρεν, που με σέρνεις! Πώς το είχε σκάσει ο Πέριν; Φως μου, μακάρι να ήμουν μαζί του τώρα. «Γιατί όχι;»

Έβαλε το δόρυ στον ώμο και άρχισε να ανεβαίνει το φαράγγι. Τουλάχιστον προλάβαινε να κοιμηθεί λιγάκι. Πίσω του άκουσε τον Ραντ να χασκογελά.

Загрузка...