44 Το Ξέσπασμα Της Θύελλας

Ο Πέριν άνοιξε τα μάτια αργά και κοίταξε το λευκό, γυψωμένο ταβάνι. Του πήρε μια στιγμή μέχρι να καταλάβει ότι ήταν σε ένα κρεβάτι με τέσσερα κολωνάκια, ξαπλωμένος σε ένα πουπουλένιο στρώμα, με μια κουβέρτα να τον σκεπάζει και ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας κάτω από το κεφάλι του. Μια μυριάδα οσμές χόρευαν στη μύτη του· τα πούπουλα και το μαλλί της κουβέρτας, μια χήνα στη σούβλα, ψωμί και μελοπιτάκια στο φούρνο. Ήταν ένα δωμάτιο του Πανδοχείου της Οινοπηγής, με το λαμπερό φως του πρωινού, δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό, να πέφτει στις λευκές κουρτίνες των παραθύρων. Πρωί. Ψηλάφισε το πλευρό του. Τα δάχτυλα του βρήκαν απείραχτο δέρμα, αλλά ένιωθε πιο αδύναμος από κάθε άλλη φορά από τότε που τον είχε πετύχει το βέλος. Ήταν μικρό το αντίτιμο όμως, η ανταλλαγή συμφερτική. Και το λαιμό του, επίσης, τον ένιωθε σαν καινούριο.

Όταν κουνήθηκε, η Φάιλε πετάχτηκε από μια καρέκλα πλάι στο πέτρινο τζάκι, τινάζοντας στην άκρη μια κόκκινη κουβέρτα, και τανύστηκε. Είχε φορέσει μια πιο σκούρα, στενή φορεσιά ιππασίας και οι ζάρες στο γκρι μετάξι έλεγαν ότι είχε κοιμηθεί σε εκείνη την καρέκλα. «Η Αλάνα είπε ότι χρειαζόσουν ύπνο», του είπε. Έπιασε τη λευκή κανάτα από το τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι, του έβαλε βιαστικά ένα κύπελλο νερό και του το κράτησε να πιει. «Πρέπει να μείνεις εδώ άλλες δυο-τρεις μέρες για να ξαναβρείς τη δύναμη σου».

Οι λέξεις έμοιαζαν φυσιολογικές, αλλά υπήρχε μια υπόγεια θλίψη που μόλις κατάφερε να διακρίνει, ένα σφίξιμο στις άκρες των ματιών. «Τι πάει στραβά;»

Εκείνη ξανάβαλε προσεκτικά το φλιτζάνι στο τραπεζάκι και έσιαξε το φόρεμά της. «Τίποτα». Η υπόγεια ένταση ήταν ακόμα πιο φανερή.

«Φάιλε, μη μου λες ψέματα».

«Δεν λέω ψέματα!» ξέσπασε αυτή. «Θα σου φέρω πρωινό και είσαι τυχερός που σου το φέρνω, έτσι που με κατηγορείς —»

«Φάιλε». Είπε το όνομά της όσο πιο αυστηρά μπορούσε και εκείνη κοντοστάθηκε· το αγέρωχο, θυμωμένο βλέμμα έγινε έκφραση ανησυχίας, που της γέμισε ρυτίδες το μέτωπο, κι ύστερα πάλι άλλαξε. Αυτός της ανταπέδωσε το βλέμμα· δεν θα τον τουμπάριζε με τα κολπάκια που ήξεραν οι αριστοκράτισσες του καλού κόσμου.

Στο τέλος η Φάιλε αναστέναξε. «Μάλλον έχεις δικαίωμα να μάθεις. Αλλά θα μείνεις στο κρεβάτι μέχρι να πούμε η Αλάνα κι εγώ ότι μπορείς να σηκωθείς. Λείπουν ο Λόιαλ και ο Γκαούλ».

«Λείπουν;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένος. «Τι εννοείς λείπουν; Έφυγαν;»

«Κατά κάποιον τρόπο. Οι σκοποί τους είδαν να φεύγουν μαζί σήμερα το πρωί, με το πρώτο φως, προς το Δυτικό Δάσος. Κανείς τους δεν φαντάστηκε τίποτα· φυσικά, κανένας δεν δοκίμασε να τους σταματήσει, έναν Ογκιρανό παρέα μ' έναν Αελίτη. Δεν έχει ούτε μια ώρα που το άκουσα. Μιλούσαν για δέντρα, Πέριν. Για το πώς οι Ογκιρανοί τραγουδούν στα δέντρα».

«Δέντρα;» μούγκρισε ο Πέριν. «Είναι εκείνη η παλιο-Πύλη! Που να καώ, του είπα να μη... Θα σκοτωθούν πριν προλάβουν να φτάσουν!»

Τίναξε την κουβέρτα στο πλάι, κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι και σηκώθηκε όρθιος, ενώ ταλαντευόταν. Κατάλαβε ότι δεν φορούσε τίποτα, ούτε τα ασπρόρουχά του. Αλλά αν περίμεναν ότι θα τον κρατούσαν φυλακισμένο κάτω από μια κουβέρτα, έκαναν μεγάλο λάθος. Είδε ότι όλα ήταν τακτικά διπλωμένα σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη δίπλα στην πόρτα, με τις μπότες πλάι και το τσεκούρι του στη θηλιά της ζώνης, σ' ένα κρεμαστάρι στον τοίχο. Πλησίασε παραπατώντας τα ρούχα του και άρχισε να ντύνεται όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

«Τι κάνεις τώρα;» ζήτησε να μάθει η Φάιλε. «Γύρνα στο κρεβάτι!» Με τη γροθιά στο γοφό της, έδειχνε προστακτικά με το άλλο χέρι, λες και το δάχτυλό της μπορούσε να τον μεταφέρει εκεί.

«Δεν μπορεί να πήγαν μακριά», της είπε. «Είναι με τα πόδια. Ο Γκαούλ δεν ανεβαίνει σε άλογα και ο Λόιαλ πάντα έλεγε ότι περισσότερο από κάθε άλογο εμπιστεύεται τα πόδια του. Το αργότερο ως το μεσημέρι θα τους έχω φτάσει με τον Γοργοπόδη». Φόρεσε το πουκάμισό του, περνώντας το πάνω από το κεφάλι του, το άφησε να κρέμεται πάνω από το παντελόνι και κάθισε κάτω —πιο σωστά, έπεσε― για να βάλει τις μπότες.

«Τρελάθηκες, Πέριν Αϋμπάρα! Τι πιθανότητες έχεις να τους βρεις σε εκείνο το δάσος;»

«Δεν είμαι κακός ανιχνευτής, Μπορώ να τους βρω». Της χαμογέλασε, αλλά αυτή δεν πείθονταν εύκολα.

«Θα σκοτωθείς, ανόητε! Δες πώς είσαι. Μετά βίας μπορείς να σταθείς στα πόδια σου. Πριν κάνεις ένα μίλι, θα πέσεις από τη σέλα!»

Κρύβοντας τον κόπο που κατέβαλλε, σηκώθηκε και χτύπησε τα πόδια στο πάτωμα για να βολευτούν στις μπότες. Όλη τη δουλειά θα την έκανε ο Γοργοπόδης· αυτός απλώς έπρεπε να κρατιέται. «Ανοησίες. Έχω αντοχή αλόγου. Μη με φοβερίζεις». Φόρεσε το σακάκι του, άρπαξε το τσεκούρι και τη ζώνη του. Η Φάιλε τον άρπαξε από το χέρι καθώς άνοιγε την πόρτα και αυτός την έσυρε μαζί του, καθώς προσπαθούσε μάταια να τον τραβήξει πίσω.

«Μερικές φορές έχεις μυαλά αλόγου», του είπε λαχανιασμένη. «Κι ακόμα λιγότερα! Πέριν, πρέπει να με ακούσεις. Πρέπει —»

Το δωμάτιο ήταν σ' ένα στενό διάδρομο, λίγα μέτρα πιο πέρα από τα σκαλιά, που κατέβαιναν ως την άδεια κοινή αίθουσα, και ακριβώς αυτά τα σκαλιά τον πρόδωσαν. Όταν το γόνατό του λύγισε για να τον κατεβάσει στο επόμενο σκαλί, συνέχισε να λυγίζει· ο Πέριν σωριάστηκε μπροστά, προσπαθώντας μάταια να πιαστεί από το κιγκλίδωμα και τραβώντας μαζί του τη Φάιλε, που τσίριζε. Κουτρουβάλησαν με πάταγο μέχρι κάτω στα σκαλιά και ακινητοποιήθηκαν μ' έναν τελικό γδούπο στο βαρέλι που βρισκόταν στη βάση τους, με τη Φάιλε ξαπλωμένη πάνω του. Το βαρέλι σείστηκε και στριφογύρισε, κάνοντας τα σπαθιά μέσα να κροταλίσουν, πριν σταθεροποιηθεί στο τέλος μ' έναν ξερό κρότο.

Ο Πέριν χρειάστηκε μερικές στιγμές για να πάρει ανάσα και να μιλήσει. «Είσαι καλά;» της είπε ανήσυχα. Αυτή ήταν σωριασμένη χαλαρά στο στήθος του. Την κούνησε απαλά. «Φάιλε, είσαι —;»

Εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι, παραμέρισε μερικές κοντές τούφες των μαύρων μαλλιών της από το πρόσωπο κι υστέρα τον κάρφωσε με το βλέμμα. «Εσύ είσαι καλά; Επειδή αν είσαι, μου έρχεται να σου κάνω κάτι βίαιο».

Ο Πέριν ξεφύσησε· μάλλον η Φάιλε είχε χτυπήσει πολύ λιγότερο απ' αυτόν. Ψηλάφισε προσεκτικά το σημείο όπου ήταν καρφωμένο πριν το βέλος, αλλά το μέρος δεν βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση από το υπόλοιπο κορμί του. Φυσικά, το υπόλοιπο κορμί του έμοιαζε να είναι μελανιασμένο από την κορφή ως τα νύχια. «Κατέβα από πάνω μου, Φάιλε. Πρέπει να βρω τον Γοργοπόδη».

Εκείνη, αντίθετα, του έπιασε το γιακά και με τα δύο χέρια και έγειρε κοντά του, τόσο που οι μύτες τους σχεδόν ακουμπούσαν. «Άκουσε με, Πέριν», του είπε βιαστικά. «Δεν-μπορείς-να-κάνεις-τα-πάντα. Αν ο Λόιαλ και ο Γκαούλ πήγαν να κλειδώσουν την Πύλη, πρέπει να τους αφήσεις. Η θέση σου είναι εδώ. Ακόμα κι αν ήσουν αρκετά δυνατός ― που δεν είσαι! Μ' ακούς; Δεν είσαι αρκετά δυνατός ― αλλά και να ήσουν, δεν πρέπει να τους ακολουθήσεις. Δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα!»

«Μπα, τι κάνετε εσείς οι δύο;» είπε η κυρά αλ'Βέρ. Σκουπίζοντας τα χέρια στη μακριά, λευκή ποδιά της, πλησίασε από την πίσω πόρτα της κοινής αίθουσας. Τα φρύδια της έμοιαζαν σχεδόν έτοιμα να σκαρφαλώσουν στα μαλλιά της. «Με τούτο το χαλασμό περίμενα να βρω Τρόλοκ, αλλά όχι αυτό». Μιλούσε σαν να είχε σκανδαλιστεί ― και σαν να το διασκέδαζε.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι η εικόνα που παρουσίαζαν, με τη Φάιλε ξαπλωμένη έτσι πάνω του και τα κεφάλια τους κοντά, ήταν ενός ζευγαριού που έπαιζε το παιχνίδι των φιλιών. Στο πάτωμα της κοινής αίθουσας.

Τα μάγουλα της Φάιλε κοκκίνισαν και σηκώθηκε γρήγορα, ξεσκονίζοντας το φόρεμά της. «Είναι πεισματάρης σαν Τρόλοκ, κυρά αλ'Βέρ. Του είπα ότι δεν είναι δυνατός για να σηκωθεί. Πρέπει να ξαναγυρίσει αμέσως στο κρεβάτι του. Πρέπει να μάθει ότι δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος, ειδικά όταν δεν μπορεί ούτε τη σκάλα να κατέβει».

«Αχ, καλή μου», είπε η κυρά αλ'Βέρ κουνώντας το κεφάλι, «είναι λάθος τρόπος αυτός». Έσκυψε κοντά στη νεαρή γυναίκα και της μίλησε ψιθυριστά, αλλά ο Πέριν δεν έχασε λέξη. «Συνήθως εύκολα τον έκανες ζάφτι όταν ήταν μικρό αγόρι, αν τον κουμαντάριζες σωστά, αλλά όταν πήγαινες να τον στριμώξεις, μουλάρωνε. Οι άντρες δεν αλλάζουν πολύ, απλώς ψηλώνουν. Αν του λες τι πρέπει και τι δεν πρέπει, θα στυλώσει τα πόδια και θα χλιμιντρίσει. Κάτσε να σου δείξω». Η Μάριν του χάρισε το λαμπερό χαμόγελό της, αγνοώντας το άγριο βλέμμα του. «Πέριν, δεν νομίζεις ότι τα καλά στρώματα μου από πούπουλα χήνας είναι προτιμότερα από το πάτωμα; Θα σου φέρω λίγη νεφρόπιτα μόλις ξαπλώσεις. Σίγουρα θα πεινάς, αφού δεν έφαγες χθες βράδυ. Έλα. Να σε βοηθήσω να σηκωθείς;»

Ο Πέριν έσπρωξε τα χέρια τους και σηκώθηκε μόνος του. Για την ακρίβεια, σηκώθηκε με τη βοήθεια του τοίχου. Του φαινόταν ότι είχε μώλωπες στο μισό σώμα του. Μουλάρωνε; Ποτέ δεν είχε μουλαρώσει στη ζωή του. «Κυρά αλ'Βέρ, θα πεις σε παρακαλώ στον Χιού ή στον Ταντ να σελώσουν τον Γοργοπόδη;»

«Όταν θα είσαι καλύτερα», είπε αυτή, προσπαθώντας να τον γυρίσει προς τη σκάλα. «Τι λες, δεν χρειάζεσαι λίγη ανάπαυση ακόμα;» Η Φάιλε τον έπιασε από το άλλο χέρι.

«Τρόλοκ!» Η κραυγή ακούστηκε πνιγμένη μέσα από τους τοίχους και την επανέλαβαν καμιά δεκαριά φωνές. «Τρόλοκ! Τρόλοκ!»

«Αυτά δεν πρέπει να σ' απασχολούν σήμερα», είπε η κυρά αλ'Βέρ με φωνή μαζί σταθερή και παρηγορητική. Τον έκανε να τρίξει τα δόντια του. «Οι Άες Σεντάι θα τα βγάλουν πέρα μια χαρά. Σε μια-δυο μέρες θα σταθείς ξανά στα πόδια σου. Θα δεις».

«Το άλογό μου», είπε προσπαθώντας να τους ξεφύγει. Είχαν πιάσει γερά τα μανίκια του· το μόνο που κατάφερε ήταν να τις κουνήσει μπρος-πίσω. «Για την αγάπη του Φωτός, θα σταματήσετε να με τραβολογάτε, να πάω να πάρω το άλογό μου; Αφήστε με».

Η Φάιλε κοίταξε το πρόσωπό του, αναστέναξε και του άφησε το χέρι. «Κυρά αλ'Βέρ, θα πεις να σελώσουν και να φέρουν το άλογό του;»

«Μα, καλή μου, έχει ανάγκη να —»

«Αν έχεις την καλοσύνη, κυρά αλ'Βέρ», είπε σταθερά η Φάιλε. «Και το δικό μου άλογο, επίσης». Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν σαν να μην υπήρχε ο Πέριν. Στο τέλος, η κυρά αλ'Βέρ ένευσε.

Ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος την πλάτη της, καθώς αυτή έτρεχε στην κοινή αίθουσα και χανόταν προς τις κουζίνες και το στάβλο. Τι διαφορετικό είχε πει η Φάιλε απ' αυτόν; Έστρεψε την προσοχή του πάνω της. «Γιατί άλλαξες γνώμη;» τη ρώτησε.

Εκείνη μουρμούρισε κάτι, βάζοντας του το πουκάμισο στο παντελόνι. Δεν περίμενε ότι αυτός άκουγε τόσο καλά ώστε να την καταλαβαίνει. «Δεν πρέπει να λέω πρέπει, έτσι δεν είναι; Όταν είναι τόσο πεισματάρης που δεν καταλαβαίνει τι κάνει, πρέπει να τον οδηγώ με μέλι και χαμόγελα, έτσι δεν είναι;» Του έριξε μια άγρια ματιά, που σίγουρα δεν είχε μέλι, και ξαφνικά χαμογέλασε τόσο γλυκά, που ο Πέριν παραλίγο να οπισθοχωρήσει. «Αγαπημένη μου καρδιά», του είπε σχεδόν γουργουρίζοντας, καθώς του έστρωνε το σακάκι, «ό,τι κι αν συμβεί εκεί έξω, ελπίζω να μείνεις στη σέλα και να μην πλησιάσεις τους Τρόλοκ. Δεν είναι αλήθεια ότι ακόμα δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις Τρόλοκ; Ίσως αύριο. Σε παρακαλώ, θυμήσου ότι είσαι ένας στρατηγός, ένας ηγέτης, σύμβολο του λαού σου, σαν κι αυτό το λάβαρο εκεί έξω. Αν βρίσκεσαι σε ένα σημείο όπου να σε βλέπουν αυτοί οι άνθρωποι, τότε θα αναθαρρήσει η καρδιά όλων τους. Και είναι πιο εύκολο να βλέπεις τι πρέπει να γίνει και να δίνεις διαταγές, όταν δεν είσαι κι εσύ μέσα στη μάχη». Μάζεψε τη ζώνη του από το πάτωμα, του την πέρασε γύρω από τη μέση και στερέωσε προσεκτικά το τσεκούρι στο γοφό του. Επίσης, τον κοίταξε παίζοντας τα βλέφαρά της! «Σε παρακαλώ, πες ότι αυτό θα κάνεις. Σε παρακαλώ!»

Η Φάιλε είχε δίκιο. Δεν θα άντεχε ούτε δυο λεπτά αν τα έβαζε με Τρόλοκ. Δυο δευτερόλεπτα με Ξέθωρο. Επίσης, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, δεν θα άντεχε δυο μίλια στη σέλα, αν κυνηγούσε τον Λόιαλ και τον Γκαούλ. Ανόητε Ογκιρανέ. Συγγραφέας είσαι, όχι ήρωας. «Εντάξει», είπε. Τον παρέσυρε μια κατεργάρικη παρόρμηση ― ήταν ο τρόπος που μιλούσαν η Φάιλε και η κυρά αλ'Βέρ πάνω από το κεφάλι του και που η Φάιλε του έπαιζε τα ματόκλαδα, σαν να τον θεωρούσε βλάκα. «Δεν μπορώ να σου αρνηθώ τίποτα, όταν χαμογελάς τόσο όμορφα».

«Χαίρομαι». Με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη, του ξεσκόνισε το σακάκι, τινάζοντας κλωστίτσες που ο ίδιος δεν έβλεπε. «Επειδή αν δεν μ' ακούσεις και καταφέρεις να επιζήσεις, θα σου κάνω ό,τι μου έκανες εκείνη την πρώτη μέρα στις Οδούς, Δεν νομίζω ότι είσαι ακόμα αρκετά δυνατός για να με σταματήσεις». Το χαμόγελο άστραψε μπροστά του, μια άνοιξη, μια γλύκα. «Με καταλαβαίνεις;»

Αυτός γέλασε πνιχτά, άθελά του. «Έτσι που τα λες, καλύτερα να τους αφήσω να με σκοτώσουν». Η έκφρασή της έδειξε ότι δεν το βρήκε αστείο.

Βγήκαν έξω και μερικές στιγμές μετά εμφανίστηκαν ο Χιού και ο Ταντ, οι λιπόσαρκοι σταβλίτες, να τραβούν από τα χαλινάρια τον Γοργοπόδη και τη Σουώλοου. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν να είναι μαζεμένοι στην άλλη άκρη του χωριού, πέρα από το Δημόσιο Λιβάδι, με τα πρόβατα, τις αγελάδες, τις χήνες και εκείνο το πορφυρό και λευκό λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, που κυμάτιζε στο πρωινό αγέρι. Μόλις ανέβηκαν στα άλογα ο Πέριν και η Φάιλε, οι δύο σταβλίτες έτρεξαν κι αυτοί προς τα κει, χωρίς να πουν λέξη.

Ό,τι κι αν συνέβαινε, προφανώς δεν ήταν επίθεση. Ο Πέριν έβλεπε γυναίκες και παιδιά στο πλήθος, ενώ οι κραυγές για «Τρόλοκ» είχαν σβήσει, αφήνοντας ένα μουρμούρισμα σαν αντίλαλο από τις χήνες. Ο Πέριν προχωρούσε αργά, για να μην ταλαντεύεται στη σέλα· η Φάιλε είχε τη Σουώλοου από κοντά, παρακολουθώντας τον. Αφού είχε αλλάξει μια φορά γνώμη δίχως λόγο, μπορούσε να αλλάξει ξανά, και ο Πέριν δεν ήθελε λογομαχίες για το αν έπρεπε να βρίσκεται εδώ.

Έμοιαζε να βρίσκονται σχεδόν όλοι ανάμεσα σε αυτό το βουερό πλήθος, οι άνθρωποι από το χωριό κι από τα γύρω αγροκτήματα, στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, όμως άνοιγαν δρόμο σ' αυτόν και τη Φάιλε, όταν έβλεπαν ποιοι ήταν. Το όνομά του μπήκε κι αυτό στα μουρμουρητά, συνήθως συνοδεία με το «Χρυσομάτης». Έπιασε και τη λέξη «Τρόλοκ» επίσης, όμως με έναν τόνο που έδειχνε περισσότερο απορία παρά φόβο. Από τη ράχη του Γοργοπόδη είχε καλή θέα, πέρα από τα κεφάλια τους.

Η πυκνή ανθρωποθάλασσα εκτεινόταν ως πέρα από τα τελευταία σπίτια, ως το φράχτη με τους μυτερούς πασσάλους. Στην άκρη του δάσους, σχεδόν εξακόσια βήματα πέρα από ένα χωράφι με δέντρα κομμένα σχεδόν σύρριζα, επικρατούσε σιωπή, καθώς έλειπαν οι άντρες με τα τσεκούρια. Εκείνοι οι άντρες, ιδρωμένοι και γυμνοί από τη μέση και πάνω, τώρα κύκλωναν το πλήθος γύρω από την Αλάνα, τη Βέριν και δύο άντρες. Ο Γιον Θέην, ο μυλωνάς, σκούπιζε μια στάλα αίμα από τα πλευρά του, με το τετράγωνο σαγόνι του να ακουμπά στο στέρνο του από το σκύψιμο, ώστε να βλέπει τι έκαναν τα χέρια του. Η Αλάνα σηκώθηκε από τον άλλο άντρα, έναν γκριζομάλλη που ο Πέριν δεν γνώριζε, ο οποίος πήδηξε όρθιος και έκανε ένα χορευτικό βήμα, σαν να μην πίστευε ότι ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Ο μυλωνάς και ο άλλος κοίταξαν την Άες Σεντάι με δέος.

Ο κύκλος των ανθρώπων γύρω από την Άες Σεντάι ήταν τόσο σφιχτός που κανένας δεν μπορούσε να παραμερίσει για τον Γοργοπόδη και τη Σουώλοου, όμως υπήρχαν μικρότερες, ανοιχτές περιοχές γύρω από τον Ίχβον και τον Τόμας, που στέκονταν πλάι στα άλογά τους. Ο κόσμος δεν ήθελε να ζυγώσει πολύ αυτά τα ζώα με τα φλογερά μάτια, που έμοιαζαν να γυρεύουν ευκαιρία για να δαγκώσουν κανέναν ή για να τον τσαλαπατήσουν.

Ο Πέριν κατάφερε να φτάσει τον Τόμας χωρίς πολύ κόπο. «Τι έγινε;»

«Ένας Τρόλοκ. Μόνο ένας». Αν και ο γκριζομάλλης Πρόμαχος μιλούσε απλά, σαν να έκανε μια καθημερινή κουβέντα, τα μαύρα μάτια του δεν έμεναν στον Πέριν και τη Φάιλε, αλλά πρόσεχαν σχεδόν εξίσου τη Βέριν και την άκρη του δάσους. «Συνήθως δεν είναι πολύ έξυπνοι μόνοι τους. Πονηροί ναι, αλλά όχι έξυπνοι. Η ομάδα των ξυλοκόπων τον έδιωξε, πριν τους καταφέρει κάτι παραπάνω από μερικές πληγές».

Από τα δέντρα εκεί εμφανίστηκαν τρέχοντας οι δύο Αελίτισσες, με τα σούφα τυλιγμένα στα κεφάλια και τα πέπλα υψωμένα, έτσι που ο Πέριν δεν ήξερε ποια ήταν ποια. Έκοψαν ταχύτητα, ελίχθηκαν ανάμεσα στους καλοξυσμένους πασσάλους και ύστερα διέσχισαν σβέλτα το πλήθος, ενώ οι άνθρωποι παραμέριζαν όσο μπορούσαν σε εκείνη την εισβολή. Όταν έφτασαν τη Φάιλε, είχαν κατεβάσει το πέπλο και η Φάιλε είχε σκύψει για να ακούσει.

«Περίπου πεντακόσιοι Τρόλοκ», της είπε η Μπάιν, «το πολύ ένα-δυο μίλια πίσω μας». Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά τα σκούρα γαλανά μάτια της έλαμπαν με προσμονή. Το ίδιο και τα γκρίζα μάτια της Τσιάντ.

«Όπως το περίμενα», είπε γαλήνια ο Τόμας. «Αυτός μάλλον περιπλανήθηκε μακριά από τον κορμό τους, ελπίζοντας να βρει κάτι να φάει. Οι άλλοι νομίζω ότι θα έρθουν σύντομα». Οι Κόρες ένευσαν.

Ο Πέριν έκανε ανήσυχος νόημα προς τη συνάθροιση. «Τότε δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εδώ έξω. Γιατί δεν τους διώξατε;»

Του απάντησε ο Ίχβον, που έφερνε το γκρίζο άλογό του στη σύναξη τους. «Οι άνθρωποί σου δεν θέλουν να ακούνε τους ξένους, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να κάτσουν και να παρακολουθούν μια Άες Σεντάι. Θα πρότεινα να δεις τι μπορείς να κάνεις».

Ο Πέριν ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσαν να έχουν επιβάλει κάποια τάξη, αν είχαν προσπαθήσει. Η Βέριν και η Αλάνα σίγουρα θα το κατάφερναν. Γιατί λοιπόν δεν το έκαναν και το άφησαν σε μένα, αφού περίμεναν Τρόλοκ; Θα ήταν εύκολο να το αποδώσει στο ότι ήταν τα'βίρεν― εύκολο και ανόητο. Ο Ιχβον και ο Τόμας δεν θα άφηναν τους Τρόλοκ να τους σκοτώσουν —ή τη Βέριν και την Αλάνα — περιμένοντας έναν τα'βίρεν να τους πει τι θα κάνουν. Οι Άες Σεντάι τραβούσαν τα νήματά του και έβαζαν σε κίνδυνο τους πάντες, ίσως και τη δική τους ζωή. Αλλά ποιος μπορεί να ήταν ο στόχος τους; Αντάμωσε το βλέμμα της Φάιλε κι εκείνη ένευσε ελαφρά, σαν να ήξερε τι είχε στο μυαλό του.

Ο Πέριν δεν προλάβαινε να το ξεδιαλύνει τώρα. Έψαξε μέσα στο πλήθος και βρήκε τον Μπραν αλ'Βέρ, που μαζί με τον Ταμ αλ'Θόρ και τον Άμπελ Κώθον είχαν φέρει τα κεφάλια κοντά και μιλούσαν. Ο δήμαρχος είχε ένα μακρύ δόρυ στον ώμο και φορούσε ένα παλιό, γεμάτο βαθουλώματα, ατσάλινο καπέλο στο κεφάλι. Ένα δερμάτινο γιλέκο που φορούσε, με ραμμένους ατσάλινους δίσκους πάνω του, ήταν τεζαρισμένο γύρω από τον όγκο του.

Και οι τρεις άντρες σήκωσαν το κεφάλι όταν ο Πέριν τους πλησίασε, διασχίζοντας το πλήθος με τον Γοργοπόδη. «Η Μπάιν λέει ότι οι Τρόλοκ κατευθύνονται προς εδώ και οι Πρόμαχοι πιστεύουν ότι σύντομα θα δεχτούμε επίθεση». Έπρεπε να φωνάζει, εξαιτίας της αδιάκοπης οχλοβοής. Μερικοί από τους κοντινότερους τον άκουσαν και έμειναν σιωπηλοί· η ησυχία εξαπλώθηκε με κυματάκια, μαζί με τις λέξεις «Τρόλοκ» και «επίθεση».

Ο Μπραν ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ναι. Θα έρχονταν κάποια στιγμή, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, ξέρουμε τι να κάνουμε». Κανονικά θα ήταν κωμικός, με το γιλέκο του έτοιμο να σχιστεί στις ραφές και το ατσάλινο καπέλο να ταλαντεύεται καθώς ένευε, όμως αυτός απλώς έδειχνε αποφασισμένος, καθώς ύψωνε τη φωνή του. «Ο Πέριν λέει ότι οι Τρόλοκ θα έρθουν σύντομα. Όλοι ξέρετε τις θέσεις σας. Γρήγορα, λοιπόν. Γρήγορα», ανακοίνωσε.

Το πλήθος σάλεψε και άρχισε να ρέει σαν ποτάμι προς όλες τις κατευθύνσεις, οι γυναίκες μάζεψαν τα παιδιά στα σπίτια, οι άντρες έτρεξαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Το μπέρδεμα φάνηκε να αυξάνεται, όχι να λιγοστεύει.

«Θα πω να φέρουν τους βοσκούς», είπε ο Άμπελ στον Πέριν και χώθηκε στον κόσμο.

Ο Τσεν Μπούι βγήκε από το πλήθος οδηγώντας με ένα λογχοπέλεκυ τον Χάρι Κόπλιν, που είχε μια ξινισμένη έκφραση, τον Νταρλ, τον αδελφό του Χάρι, και το γερο-Μπίλι Κόνγκαρ, που παραπατούσε σαν να είχε ήδη κατεβάσει αρκετή μπύρα τώρα το πρωί, κάτι που πιθανότατα ήταν και η αλήθεια. Ο Τσεν άγγιξε το μέτωπό του, απευθύνοντας προς τον Πέριν ένα είδος χαιρετισμού. Το έκαναν αρκετοί. Ο Πέριν ένιωθε άβολα. Άλλο ο Ντάνιλ και οι υπόλοιποι νεαροί κι άλλο αυτοί οι άντρες, που ήταν κατά πολύ μεγαλύτεροι του.

«Μια χαρά τα πας», του είπε η Φάιλε.

«Μακάρι να ήξερα τι σκαρώνουν η Βέριν και η Αλάνα», μουρμούρισε αυτός. «Και δεν εννοώ αυτή τη στιγμή». Στην άκρη του χωριού στέκονταν δύο καταπέλτες, απ' αυτούς που είχαν κατασκευάσει οι Πρόμαχοι, τετράγωνα κατασκευάσματα, ψηλότερα από άνθρωπο, με βαριά ξύλα και χοντρά, στριμμένα σκοινιά. Ο Ίχβον και ο Τόμας, καβάλα στα άλογα, επέβλεπαν τα γερά καδρόνια, τα οποία κατέβαζαν οι άλλοι με την τροχαλία. Οι δύο Άες Σεντάι ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις μεγάλες πέτρες, πέντε ή δέκα κιλά η καθεμιά, τις οποίες φόρτωναν σε ένα βαθούλωμα στην άκρη κάθε μπράτσου.

«Σε θέλουν ηγέτη τους», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα η Φάιλε. «Νομίζω ότι αυτό γεννήθηκες να γίνεις».

Ο Πέριν ξεφύσησε. Είχε γεννηθεί για να γίνει σιδεράς. «Θα αισθανόμουν πολύ πιο άνετα, αν ήξερα για τι το θέλουν». Οι Άες Σεντάι τον κοίταζαν, η Βέριν γέρνοντας το κεφάλι σαν πουλί, η Αλάνα με ένα πιο ευθύ βλέμμα κι ένα μειδίαμα. Άραγε ήθελαν κι οι δυο το ίδιο πράγμα και για τον ίδιο λόγο; Τούτο ήταν ένα από τα προβλήματα με τις Άες Σεντάι. Υπήρχαν πάντα περισσότερες ερωτήσεις από απαντήσεις.

Η τάξη επανήλθε με μια ταχύτητα που ξάφνιαζε. Εδώ, στο δυτικό άκρο του χωριού, εκατό άντρες έπεσαν στο ένα γόνατο ακριβώς πίσω από τους πασσάλους, κρατώντας γεμάτοι ανησυχία δόρατα, λογχοπέλεκεις και πρόχειρες λόγχες, με δρεπάνια ή μεγάλους γάντζους για λεπίδα. Πού και πού, κάποιοι φορούσαν κράνος ή κάποιο ξεκομμένο τμήμα αρματωσιάς. Στην οπισθοφυλακή παρατάσσονταν άλλοι διακόσιοι άντρες σε δύο σειρές, κρατώντας τα καλά, μακριά τόξα των Δύο Ποταμών και έχοντας δυο φαρέτρες στη ζώνη ο καθένας. Αγοράκια έρχονταν τρέχοντας από τα σπίτια και κουβαλώντας κι άλλα βέλη, τα οποία οι άντρες έχωσαν με την αιχμή στο χώμα μπροστά στα πόδια τους. Ο Ταμ έμοιαζε να είναι επικεφαλής· προχωρούσε ανάμεσά τους και τους οργάνωνε, σταματώντας για να πει δυο λόγια με τον κάθε άντρα, όμως δίπλα του ήταν ο Μπραν, προσφέροντας και τη δική του ενθάρρυνση. Απ' ό,τι έβλεπε ο Πέριν, δεν τον χρειάζονταν καθόλου.

Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Ντάνιλ, ο Μπαν και τα άλλα παλικαράκια που ήταν μαζί του στη μάχη, ήρθαν γοργά από το χωριό και μαζεύτηκαν γύρω από αυτόν και τη Φάιλε, όλοι με τα τόξα τους. Υπήρχε κάτι παράξενο πάνω τους. Η Άες Σεντάι προφανώς είχε Θεραπεύσει τους πιο βαριά τραυματισμένους και είχε αφήσει τους υπόλοιπους στα καταπλάσματα και τις αλοιφές της Νταίζε. Έτσι, εκείνοι που χθες με δυσκολία κρατιόνταν στη σέλα, τώρα περπατούσαν με ζωηρό βήμα, ενώ ο Ντάνιλ, ο Τελ και κάποιοι άλλοι ακόμα κούτσαιναν ή φορούσαν επιδέσμους. Αν ο Πέριν ξαφνιάστηκε βλέποντάς τους, αηδίασε μ' αυτό που έφεραν. Ο Λέοφ Τόρφιν, με τον επίδεσμο γύρω από το κεφάλι του να σχηματίζει ένα ωχρό καπέλο πάνω από τα βαθουλωμένα μάτια του, είχε το τόξο κρεμασμένο στη ράχη και κρατούσε ένα ψηλό κοντάρι, στην κορυφή του οποίου κυμάτιζε μια μικρότερη εκδοχή του λάβαρου με την κόκκινη μπορντούρα και τη λυκοκεφαλή.

«Νομίζω ότι το έφτιαξε μια από τις Άες Σεντάι», είπε ο Λέοφ, όταν τον ρώτησε ο Πέριν πού το είχε βρει, «Η Μίλι Αγιέλιν το έφερε στον μπαμπά του Γουίλ, αλλά ο Γουίλ δεν ήθελε να το κρατήσει». Ο Γουίλ αλ'Σήν καμπούριαζε λιγάκι τους ώμους του.

«Ούτε κι εγώ δεν θα ήθελα να το κρατώ», είπε ξερά ο Πέριν. Όλοι γέλασαν σαν να είχε πει αστείο, ακόμα και ο Γουίλ ύστερα από μια στιγμή.

Ο φράχτης από πασσάλους έδειχνε γερός, από την άλλη μεριά, όμως, έμοιαζε λεπτεπίλεπτος μπροστά στους Τρόλοκ που έπρεπε να σταματήσει. Μπορεί οι πάσσαλοι να έκαναν τη δουλειά τους, όμως ο Πέριν δεν θα ήθελε να βρίσκεται εκεί η Φάιλε, σε περίπτωση που οι Τρόλοκ τους περνούσαν. Όταν, όμως, την κοίταξε, είχε πάλι το ίδιο βλέμμα στα μάτια της, σαν να ήξερε τι περνούσε από το μυαλό του. Και δεν της άρεσε. Αν δοκίμαζε να τη στείλει πίσω, θα του αντιμιλούσε, θα στύλωνε τα πόδια, θα αρνιόταν να ακούσει τη φωνή της λογικής. Κι έτσι αδύναμος που αισθανόταν τώρα, το πιθανότερο θα ήταν να τον γυρίσει αυτή πίσω στο πανδοχείο. Έτσι που καθόταν στη σέλα της με τέτοια αγριάδα, μάλλον σκόπευε να τον υπερασπιστεί αυτή, αντί για το αντίθετο, αν περνούσαν οι Τρόλοκ. Θα έπρεπε να μην τη χάσει από τα μάτια του· αυτό ήταν όλο.

Ξαφνικά του χαμογέλασε και του έξυσε τη γενειάδα. Μάλλον μπορούσε να διαβάζει το μυαλό του.

Η ώρα περνούσε, ο ήλιος ανηφόριζε αργά, η ζέστη της μέρας δυνάμωνε. Πού και πού, όλο και κάποια γυναίκα από τα σπίτια έβαζε μια φωνή για να μάθει τι γινόταν. Εδώ κι εκεί κάποιοι άντρες κάθονταν κάτω, αλλά ο Ταμ ή ο Μπραν τους πλησίαζαν πριν προλάβουν να βολευτούν και τους ξανασήκωναν, μαλώνοντάς τους. Το πολύ ένα-δύο μίλια, είχε πει η Μπάιν. Αυτή και η Τσιάντ κάθονταν κοντά στους πασσάλους και έπαιζαν κάποιο παιχνίδι, στο οποίο πετούσαν ένα μαχαίρι στους τριάντα πόντους εδάφους που τις χώριζαν. Αν ήταν να έρθουν οι Τρόλοκ, σίγουρα θα είχαν έρθει μέχρι τώρα. Σιγά-σιγά, ανακάλυπτε ότι ήταν δύσκολο να κάθεται στητός. Νιώθοντας το άγρυπνο βλέμμα της Φάιλε, κράτησε την πλάτη ίσια.

Ένα κέρας ήχησε, στριγκό και κακόφωνο.

«Τρόλοκ!» φώναξαν καμιά δεκαριά άντρες και οι κτηνώδεις μορφές με τις μαύρες πανοπλίες ξεχύθηκαν από το Δυτικό Δάσους, ουρλιάζοντας καθώς έτρεχαν στο ανώμαλο έδαφος, κραδαίνοντας δόρατα, τρίαινες, σπαθιά κυρτά σαν δρεπάνια και τσεκούρια με καρφιά. Τρεις Μυρντράαλ έρχονταν καβάλα πίσω τους, χιμώντας δεξιά κι αριστερά, σαν να ωθούσαν μπροστά την επέλαση των Τρόλοκ. Οι μανδύες τους με το πένθιμο μαύρο χρώμα κρεμόταν ακίνητοι, όσο κι αν κάλπαζαν ή έστριβαν τα άτια τους. Το κέρας ηχούσε συνεχώς, αφήνοντας οξείς, πιεστικούς ήχους.

Είκοσι βέλη πετάχτηκαν μόλις εμφανίστηκαν οι πρώτοι Τρόλοκ και η πιο δυνατή βολή προσγειώθηκε σχεδόν εκατό βήματα πριν από τους Τρόλοκ.

«Κρατηθείτε, άμυαλα βόδια!» φώναξε ο Ταμ. Ο Μπραν τινάχτηκε και τον κοίταξε ξαφνιασμένος, μην μπορώντας, όπως και οι φίλοι και οι γείτονες του Ταμ, να πιστέψει στ' αφτιά του· κάποιοι μουρμούρισαν ότι δεν θα ανέχονταν τέτοιες κουβέντες, είτε υπήρχαν Τρόλοκ, είτε όχι. Ο Ταμ, όμως, αγνόησε τις διαμαρτυρίες τους. «Θα κρατηθείτε μέχρι να σας δώσω σήμα, όπως σας έδειξα!» Και μετά, λες και δεν έτρεχαν καταπάνω του εκατοντάδες Τρόλοκ που αλυχτούσαν, ο Ταμ στράφηκε ήρεμα προς τον Πέριν. «Στα τριακόσια βήματα;»

Ο Πέριν ένευσε γρήγορα. Αυτόν ρωτούσε ο άνθρωπος; Τριακόσια βήματα. Πόσο γρήγορα θα κάλυπτε τριακόσια βήματα ένας Τρόλοκ; Χαλάρωσε το τσεκούρι στη θηλιά του. Το κέρας θρηνούσε δίχως ανάπαυλα. Οι άντρες με τις λόγχες καμπούριαζαν πίσω από τους πασσάλους, σαν να πίεζαν τον εαυτό τους να μην κάνει πίσω. Οι Αελίτες είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους με τα πέπλα.

Η παλίρροια που ούρλιαζε συνέχισε να τους πλησιάζει, με κερασφόρα κεφάλια, μουσούδες και ράμφη, κάθε Τρόλοκ μιάμιση φορά ψηλότερος από άνθρωπο, αλυχτώντας για αίμα. Πεντακόσια βήματα. Τετρακόσια. Κάποιοι προπορεύονταν. Έτρεχαν γρήγορα, σαν άλογα. Καλά το είχαν πει οι Αελίτες; Μόνο πεντακόσιοι ήταν; Έμοιαζαν χιλιάδες.

«Έτοιμοι!» είπε δυνατά ο Ταμ και διακόσια τόξα υψώθηκαν στον αέρα. Οι νεαροί που ήταν μαζί με τον Πέριν παρατάχθηκαν γοργά μπροστά του, μιμούμενοι τους μεγαλύτερους τους, θέλοντας να ευθυγραμμιστούν με εκείνο το χαζό λάβαρο.

Τριακόσια βήματα. Τα παραμορφωμένα εκείνα πρόσωπα, που ήταν στρεβλωμένα από οργή και λύσσα, ο Πέριν τα διέκρινε καθαρά, σαν να ήταν ακριβώς μπροστά του.

«Τοξεύσατε!» φώναξε ο Ταμ. Οι χορδές τινάχτηκαν μ' έναν ήχο σαν πελώρια καμτσικιά. Με ένα διπλό πάταγο, από το δοκάρι που χτυπούσε πάνω σε ένα άλλο, δερματόντυτο δοκάρι, οι καταπέλτες εξαπέλυσαν τα φορτία τους.

Μια βροχή από πλατιά βέλη έπεσε στους Τρόλοκ. Τερατώδεις μορφές σωριάστηκαν κάτω, αλλά μερικές σηκώθηκαν και συνέχισαν παραπατώντας, καθώς τις έσπρωχναν οι Ξέθωροι. Το κέρας ήχησε πάνω από τα λορυγγώδη μουγκρητά τους, σημαίνοντας επίθεση. Οι πέτρες των καταπελτών έπεσαν ανάμεσά τους ― και ανατινάχτηκαν, πετώντας φωτιά και θραύσματα, ανοίγοντας τρύπες στη μάζα των Τρόλοκ. Ο Πέριν δεν ήταν ο μόνος που αναπήδησε· να τι έκαναν λοιπόν οι Άες Σεντάι με τους καταπέλτες. Αναρωτήθηκε με ανησυχία τι θα συνέβαινε αν τους είχε πέσει μια πέτρα καθώς τη φόρτωναν.

Εκτοξεύτηκε άλλη μια βροχή από βέλη, κι ύστερα άλλη μια, ξανά και ξανά, κι άλλες πέτρες από τους καταπέλτες, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Εκρήξεις όλο φλόγες ρήμαζαν τους Τρόλοκ. Πλατιά βέλη έπεφταν σαν χαλάζι πάνω τους. Κι αυτοί συνέχιζαν να έρχονται, ουρλιάζοντας, αλυχτώντας, πέφτοντας και πεθαίνοντας, αλλά συνεχώς τρέχοντας προς τα μπρος. Τώρα ήταν τόσο κοντά, που οι τοξότες απλώθηκαν και δεν έριχναν πια ομαδικά, αλλά διάλεγαν το στόχο τους. Οι άντρες ούρλιαζαν από τη δική τους λύσσα, ούρλιαζαν στο θάνατο καθώς τόξευαν.

Και ύστερα δεν υπήρχαν πια Τρόλοκ όρθιοι. Μόνο ένας Ξέθωρος, σαν σκαντζόχοιρος από τα βέλη, που όμως ακόμα παραπατούσε στα τυφλά. Οι στριγκές τσιρίδες του αλόγου ενός Μυρντράαλ συναγωνίζονταν σε ένταση τα βογκητά και τα μουγκρίσματα των ετοιμοθάνατων Τρόλοκ. Το κέρας επιτέλους είχε σιγήσει. Εδώ κι εκεί στο γεμάτο κούτσουρα πεδίο της μάχης κάποιοι Τρόλοκ πάσχιζαν να ανασηκωθούν και ξανάπεφταν. Μέσα σ' όλα αυτά, ο Πέριν άκουγε ανθρώπους να λαχανιάζουν, λες και είχαν τρέξει δέκα μίλια. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε, σαν να ήθελε να βγει από το στήθος του.

Ξαφνικά κάποιος φώναξε ένα δυνατό «ζήτω» και τότε όλοι άρχισαν να επευφημούν και να φωνάζουν με ευφορία, ανεμίζοντας πάνω από το κεφάλι τόξα ή ό,τι άλλο είχαν, πετώντας καπέλα στον αέρα. Οι γυναίκες ξεχύθηκαν από τα σπίτια όλο γέλια και ζητωκραυγές, μαζί και τα παιδιά, γιορτάζοντας και χορεύοντας με τους άντρες. Κάποιοι ήρθαν τρέχοντας να αρπάξουν και να σφίξουν το χέρι του Πέριν.

«Μας οδήγησες σε μια λαμπρή νίκη, αγόρι μου». Ο Μπραν τον κοίταξε και γέλασε. Το ατσάλινο καπέλο που φορούσε έγερνε πίσω στο κεφάλι του. «Μάλλον δεν θα πρέπει να σε λέω έτσι τώρα. Λαμπρή νίκη, Πέριν».

«Δεν έκανα τίποτα», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Απλώς καθόμουν στο άλογο. Εσείς το καταφέρατε». Ο Μπραν δεν ήθελε ν' ακούσει, όπως και οι άλλοι. Ο Πέριν, αμήχανος, ανακάθισε και προσποιήθηκε ότι μελετούσε το πεδίο της μάχης· έπειτα από λίγο τον άφησαν ήσυχο.

Ο Ταμ δεν είχε συμμετάσχει στους εορτασμούς· στεκόταν πίσω από τους πασσάλους και κοίταζε εξεταστικά τους Τρόλοκ. Ούτε οι Πρόμαχοι γελούσαν. Το πεδίο της μάχης ανάμεσα στα κομμένα δέντρα ήταν γεμάτο πλάσματα με μαύρες πανοπλίες. Μπορεί να ήταν πεντακόσιοι. Ίσως λιγότεροι. Κάποιοι, λίγοι, ίσως να είχαν χωθεί ξανά στο δάσος. Κανείς δεν βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη των πενήντα βημάτων από το μυτερό φράχτη. Ο Πέριν είδε και τους άλλους δύο Ξέθωρους να σπαρταρούν στο χώμα. Και οι τρεις ήταν εκεί, λοιπόν. Κάποια στιγμή θα παραδέχονταν ότι είχαν σκοτωθεί.

Οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών ξέσπασαν σε βροντερές επευφημίες, για τον Πέριν. «Ο Πέριν ο Χρυσομάτης! Ζήτω! Ζήτω! Ζήτω!»

«Σίγουρα το ήξεραν», μουρμούρισε. Η Φάιλε τον κοίταξε ερωτηματικά. «Οι Ημιάνθρωποι σίγουρα ήξεραν ότι δεν θα τα κατάφερναν έτσι. Κοίτα εκεί πέρα. Ακόμα κι εγώ τώρα το βλέπω· πρέπει να το ήξεραν από την αρχή. Αν αυτές ήταν όλες οι δυνάμεις τους, τότε γιατί να προσπαθήσουν; Κι αν υπάρχουν κι άλλοι Τρόλοκ εκεί έξω, γιατί δεν ήρθαν όλοι; Αν ήταν διπλάσιοι απ' αυτούς, θα αναγκαζόμασταν να τους πολεμήσουμε στους πασσάλους. Δυο φορές περισσότεροι, και ίσως να έσπαζαν τις γραμμές μας και να έμπαιναν στο χωριό».

«Έχεις καλό μάτι», είπε ο Τόμας σταματώντας με το άλογο δίπλα του. «Αυτό ήταν μια δοκιμή. Για να δουν αν θα υποχωρήσετε μόνο και μόνο στη θέα της επέλασής τους, ίσως για να δουν πόσο γρήγορα αντιδράτε, πώς είναι οργανωμένη η άμυνά σας, ή ίσως κάτι άλλο που δεν το σκέφτηκα, αλλά πάντως ήταν δοκιμή. Τώρα είδαν». Έδειξε τον ουρανό, όπου ένα μοναχικό κοράκι πετούσε πάνω από το πεδίο της μάχης. Ένα φυσιολογικό κοράκι θα κατέβαινε για ένα συμπόσιο στους νεκρούς. Το πουλί έκανε έναν τελευταίο κύκλο και έφυγε προς το δάσος. «Η επόμενη επίθεση δεν θα έρθει αμέσως. Είδα δυο-τρεις Τρόλοκ να φτάνουν στο δάσος, άρα η είδηση θα μαθευτεί. Οι Ημιάνθρωποι θα τους θυμίσουν ότι περισσότερο από το θάνατο πρέπει να φοβούνται τους Μυρντράαλ. Αυτή η επίθεση θα έρθει, όμως, και σίγουρα θα υπάρχουν περισσότερες δυνάμεις τους. Το νούμερο εξαρτάται από το πόσους έφεραν οι Απρόσωποι από τις Οδούς».

Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. «Φως μου. Αν είναι δέκα χιλιάδες;»

«Δεν είναι πιθανό», είπε η Βέριν, πλησιάζοντας και χαϊδεύοντας το άλογο του Τόμας στο λαιμό. Το πολεμικό άτι τής επέτρεψε να το αγγίξει, ταπεινά σαν πόνυ. «Τουλάχιστον όχι ακόμα. Νομίζω ότι ακόμα κι ένας Αποδιωγμένος δεν θα μπορούσε να μετακινήσει με ασφάλεια μια μεγάλη ομάδα από τις Οδούς. Ένας μόνος του ριψοκινδυνεύει να πεθάνει ή να τρελαθεί ανάμεσα στις κοντινότερες Πύλες, ενώ... ας πούμε... χίλιοι άντρες, ή χίλιοι Τρόλοκ, πιθανότατα θα τραβούσαν το Μάτσιν Σιν μέσα σε λίγα λεπτά, σαν τερατώδης σφίγγα σε χαβάθα με μέλι. Είναι πιο πιθανό να ταξιδεύουν ανά δέκα ή είκοσι, πενήντα το πολύ, και οι ομάδες τους κρατούν απόσταση μεταξύ τους. Φυσικά, παραμένει το ερώτημα πόσες ομάδες φέρνουν και πόσος είναι ο ενδιάμεσος χρόνος που αφήνουν. Και ούτως ή άλλως θα έχαναν κάποιες. Ίσως οι Σκιογέννητοι να προσελκύουν λιγότερο το Μάτσιν Σιν απ’ όσο οι άνθρωποι, αλλά... Χμμμ. Συναρπαστική σκέψη. Αναρωτιέμαι...» Χτύπησε απαλά το πόδι του Τόμας, όπως είχε κάνει και με το άλογο, και γύρισε να φύγει, ήδη βυθισμένη στους συλλογισμούς της. Ο Πρόμαχος την ακολούθησε με το άλογό του.

«Αν κάνεις έστω κι ένα βήμα κατά το Δυτικό Δάσος», είπε γαλήνια η Φάιλε, «θα σε πιάσω από το αφτί, θα σε σύρω στο πανδοχείο και θα σε χώσω εγώ η ίδια στο κρεβάτι».

«Ούτε που το σκέφτηκα», είπε ψέματα ο Πέριν, στρίβοντας τον Γοργοπόδη έτσι που η πλάτη του γύρισε στο δάσος. Ένας άνθρωπος κι ένας Ογκιρανός ίσως να περνούσαν απαρατήρητοι, ίσως να έφταναν σώοι ως τα βουνά. Ίσως. Η Πύλη έπρεπε να κλειδωθεί οριστικά για να έχει κάποια ελπίδα το Πεδίο του Έμοντ. «Δεν θυμάσαι που με μετέπεισες;» Ένας άλλος άνθρωπος μόνος του ίσως να μπορούσε να τους βρει, αφού ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί. Τρία ζευγάρια μάτια έβλεπαν καλύτερα από δύο, ειδικά αν ήταν τα δικά του, κι εν πάση περιπτώσει εδώ καθόταν άπραγος. Αν παραγέμιζαν με άχυρο τα ρούχα του και τα έστηναν στον Γοργοπόδη, ίδια δουλειά θα έκανε.

Ξαφνικά, μέσα στις φωνές και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν γύρω του κουβαλώντας πράγματα, άκουσε πιο έντονες κραυγές, μια αναταραχή από το νότο, κοντά στον Παλιό Δρόμο.

«Είπε ότι θα αργούσαν να ξανάρθουν!» μούγκρισε και σπιρούνισε τον Γοργοπόδη.

Загрузка...